ECLI:CY:AD:2022:A455
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E170/2020
(Π. ΠΑΝΑΓΗ[1], Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Ν.Γ.ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές)
23 Νοεμβρίου, 2022
1. ATHOS FOUTTIS & CO LTD,
2. OXFORD MANAGEMENT LTD,
3. ΝΙΚΟΛ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,
ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΕΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΕΣ
- ΚΑΙ -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ
------------------------
Μ. Κυπριανού, μαζί με τον Χ. Γαλανό, για Michael Kyprianou & Co LLC και J. Ζήνωνος (κα), για D.F. Achilleos & Associates Ltd, για τους Εφεσείοντες:
Δ. Παπαμιλτιάδου, (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την Εφεσίβλητη, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
-------------------------
Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Στις 5.2.2018 το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, (το Υπουργείο), έλαβε έγγραφο αίτημα συνδρομής, (το αίτημα), για εξασφάλιση μαρτυρίας εντός της Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 9(1)(α) του περί Διεθνούς Συνεργασίας σε Ποινικά Θέματα Νόμου του 2001, (Ν.23(Ι)/2001), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο Ν.23(Ι)/2001). Το αίτημα υπέβαλε η εισαγγελική αρχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε σχέση με ποινική υπόθεση φοροδιαφυγής, η οποία διερευνάτο εναντίον συγκεκριμένων νομικών και φυσικών προσώπων. Ανάλογο αίτημα, για τα ίδια προαναφερθέντα πρόσωπα λήφθηκε από το Υπουργείο και στις 22.2.2018. Η διαφορά μεταξύ των δύο αιτημάτων ήταν ότι οι σχετικές ειδοποιήσεις και διαταγές προσαγωγής εγγράφων θα απευθυνόταν, σε διαφορετικά νομικά πρόσωπα, σε κάθε περίπτωση, τούτων ενεργούντων μέσω των διευθυντών τους. Τα, εν λόγω, αιτήματα προωθήθηκαν στον Αρχηγό Αστυνομίας και στις 8.11.2019, υπήρξε συμμόρφωση, δια της παράδοσης των ζητηθέντων με αυτά στοιχείων μαρτυρίας και εγγράφων, στην αρμόδια, για την εκτέλεση τους, ανακρίτρια.
Όσον αφορά τις υπό διερεύνηση εταιρείες, αυτές είναι ρωσικών συμφερόντων και φέρεται να εξυπηρετούνται από κυπριακές εταιρείες, με την προσφορά προς αυτές εταιρικής φύσεως υπηρεσιών. Στο πλαίσιο εκτέλεσης των προαναφερθέντων αιτημάτων συνδρομής, έπρεπε να ληφθεί μαρτυρία, προφορική και έγγραφη, από τις εν λόγω κυπριακές εταιρείες, σε σχέση με τις προσφερόμενες από αυτές υπηρεσίες, όπως έχει προαναφερθεί. Παρόλο που οι τελευταίες συμμορφώθηκαν με τα υπό αναφορά αιτήματα συνδρομής, εντούτοις, στις 17.10.2019, δύο εξ αυτών και ένα φυσικό πρόσωπο, στέλεχος διερευνόμενης ρωσικής εταιρείας, καταχώρισαν εναντίον της Αστυνομίας Κύπρου, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ως εναγόμενης, την αγωγή αρ. 3307/2019, με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα. Ακολούθησε η καταχώρηση μονομερούς αίτησης, στη βάση της οποίας εκδόθηκε παρεμπίπτον διάταγμα, με το οποίο απαγορεύθηκε στην εναγομένη να προωθήσει τη μαρτυρία, που είχε περιέλθει στην κατοχή της, ως ανωτέρω, προς την αιτούσα ρωσική εισαγγελική αρχή. Το εν λόγω διάταγμα, κατά την αναθεώρηση του κρίθηκε, ανυπόστατο, υπό το φως και της γραπτής ένστασης της εναγομένης.
Το Δικαστήριο, ακύρωσε το εκδοθέν, μονομερώς, απαγορευτικό διάταγμα, στη βάση ότι δεν καταδείχθηκε, πως υπήρχε «σοβαρό ζήτημα προς εκδίκασιν κατά την επ΄ ακροατηρίου διαδικασίαν» καθώς, επίσης, «πιθανότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιούται θεραπείαν». Σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση, ανωτέρω, ήταν της άποψης, ότι ο ισχυρισμός από μέρους των εφεσειουσών για παραβίαση δικαιωμάτων τους, αποτελούσε «…γενική, ασαφή και αδιευκρίνιστη αναφορά ως προς το ποια είναι αυτά τα νομικά δικαιώματα των εναγόντων (εφεσειουσών) που παραβιάζονται.». Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, ανωτέρω, το Δικαστήριο, με αναφορά στους ίδιους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, για παραβίαση των προαναφερθέντων συνταγματικών δικαιωμάτων τους, παρατήρησε ότι, «… εξεταζόμενα τα δεδομένα αυτά, υπό το φως της δεύτερης προϋπόθεσης με την έννοια της προσφερόμενης μαρτυρίας και της δυναμικής της και εν σχέσει με την ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής, απέχει από του να χαρακτηριστεί ικανοποιητική, στο εύρος, στην έκταση, αλλά και την έννοια που αποδίδει σε αυτή η νομολογία…».
Η απόφαση, σχετικά, του Δικαστηρίου εφεσιβλήθηκε. Με τρεις λόγους που προβάλλονται στην σχετική ειδοποίηση, οι ενάγουσες στην αγωγή, εφεσείουσες πλέον, προβάλλουν ότι το Δικαστήριο έσφαλε όταν αποφάσισε πως δεν πληρούνται η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση της επιφύλαξης του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/1960). Συγκεκριμένα, εισηγούνται ότι το Δικαστήριο αγνόησε μαρτυρία, η οποία παρατίθεται στην ένορκη δήλωση που καταχωρίστηκε προς υποστήριξη της μονομερούς αίτησης τους, από την οποία μπορούσε να διαπιστωθεί η προσφορά επαρκούς μαρτυρίας προς ικανοποίηση των προαναφερθεισών δύο προϋποθέσεων. Η πλευρά της εναγόμενης, εφεσίβλητης, υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση.
Οι εφεσείουσες, στο πλαίσιο της διατύπωσης της διαφωνίας τους, όσον αφορά την κρίση, ανωτέρω, του Δικαστηρίου, με τους λόγους έφεσης 1 και 3, ουσιαστικά εισηγούνται ότι η διαβίβαση στην εισαγγελική αρχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας των στοιχείων μαρτυρίας και των εγγράφων που η εφεσίβλητη έλαβε από τις ίδιες, στο πλαίσιο των ειδοποιήσεων, συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων τους, της ιδιωτικής ζωής και του απορρήτου της αλληλογραφίας. Η θέση αυτή προβάλλεται, ειδικά, σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης. Οι ισχυρισμοί, σχετικά, παρατίθενται στην παράγραφο 73 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, με αναφορά το περιεχόμενο των ερωτήσεων που καταγράφονται στις ειδοποιήσεις, οκτώ συνολικά, τις οποίες η ανακρίτρια είχε αποστείλει στις εφεσείουσες. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, αναφέρει τα εξής:
«Η κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών και εγγράφων θα συνιστά παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος των Αιτητριών για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και του συνταγματικού του δικαιώματος για το απόρρητο της αλληλογραφίας και άλλων επικοινωνιών καθώς και παράβαση των αντίστοιχων άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.»
Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η αγωγή δεν καταχωρίστηκε από τα νομικά και φυσικά πρόσωπα που φέρονται να τελούν υπό ποινική διερεύνηση από την εισαγγελική αρχή της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Καταχωρίστηκε από τις εφεσείουσες, οι οποίες ενέχονται επαγγελματικά, προφανώς, στην προσφορά εταιρικών υπηρεσιών, ειδικά, στις εταιρείες στις οποίες αφορά η προαναφερθείσα ποινική έρευνα. Η πιο πάνω διαπίστωση, η οποία γίνεται στη βάση των δεδομένων που οι ίδιες προβάλλουν στο πλαίσιο της αίτησης τους, καθιστά την αγωγή τους, ιδιαίτερα, περιορισμένη, ως προς το αντικείμενο της. Τούτο προκύπτει και από την οπισθογράφηση του κλητηρίου εντάλματος το οποίο καταχωρίστηκε στον τύπο Δ.2 κ.1. Με την παράγραφο 1 επιζητείται αναγνωριστική απόφαση ότι οι ειδοποιήσεις που εκδόθηκαν από την εφεσίβλητη, «παραβιάζουν τα νομικά δικαιώματα» τους, παραπέμποντας στις πληροφορίες που ζητούντο από αυτές με την κάθε μία από τις, εν λόγω, οκτώ ειδοποιήσεις. Δεν αναφέρουν, ως θα έπρεπε, ακόμα και στη γενική οπισθογράφηση, τη φύση των δικαιωμάτων των εφεσειόντων τα οποία, κατ’ ισχυρισμόν, παραβιάζονται.
Η απουσία οποιασδήποτε εξειδίκευσης σε σχέση με το αντικείμενο της αγωγής, που επισημαίνεται, πιο πάνω, αντανακλάται στην ένορκη δήλωση, στην οποία η μόνη αναφορά για παραβίαση δικαιωμάτων είναι αυτή που καταγράφεται στην παράγραφο 73, πιο πάνω. Παρά τον προσδιορισμό που επιχειρείται σε αυτήν, του δικαιώματος που παραβιάζεται, εντούτοις, πρόκειται για γενικότητα, αφού δεν προσδιορίζεται, επ’ ακριβώς, το παραβιαζόμενο δικαίωμα και, οπωσδήποτε, ούτε ο τρόπος και οι συνέπειες παραβίασης του, όπως επιτάσσει η σχετική νομολογία, (βλ. Investylia Ltd v. E. & Π. Λειβαδιώτης Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1872, σελίδα 1875). Επομένως, οι ισχυρισμοί, επί του προκειμένου, είναι, όντως, γενικοί και αόριστοι, όπως έχει προαναφερθεί. Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης, δεν μπορεί να επιτύχει. Ίδια είναι η κατάληξη, σε σχέση και με τον τρίτο λόγο, ο οποίος προσβάλλει την κρίση του Δικαστηρίου, περί μη αποκάλυψης πιθανότητας, οι εφεσείουσες να δικαιούνται σε θεραπεία, στο πλαίσιο της αγωγής, αφού οι ισχυρισμοί, ανωτέρω, των εφεσειόντων δεν υποστηρίζονται με οποιαδήποτε μαρτυρία. Βασικά, το εγχείρημα για ικανοποίηση της δεύτερης προϋπόθεσης, εδράζεται στις ίδιες, επίσης, γενικόλογες αναφορές που έχουν προαναφερθεί. Επομένως, η κρίση, σχετικά, του Δικαστηρίου, όπως καταγράφεται, πιο πάνω, είναι ορθή. Ως επακόλουθο, η έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της και δεν έχει σημασία να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος έφεσης που παραπέμπει στην παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι με την αίτηση επιζητείτο η ίδια θεραπεία όπως με την αγωγή.
Στην αγόρευση του, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών παρατηρεί ότι δεν ετέθη θέμα από την εφεσίβλητη, κατά το στάδιο της αναθεώρησης του διατάγματος, αλλά ούτε και από το ίδιο το Δικαστήριο, κατά πόσο αυτό έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της αγωγής. Τούτο, με δεδομένο ότι η εφεσίβλητη, ενεργώντας προς ικανοποίηση των υπό αναφορά αιτημάτων συνδρομής, επιχειρεί να συμμορφωθεί με υποχρέωση της Δημοκρατίας, δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για Αμοιβαία Αρωγή σε Ποινικά θέματα, η οποία έγινε στο Στρασβούργο την 20η Απριλίου 1959. Δεν χρειάζεται, όμως, να λεχθεί οτιδήποτε άλλο, σχετικά, στο στάδιο τούτο.
Τέλος, μια επιφύλαξη και παραίνεση, συγχρόνως, προς την πλευρά του Υπουργείου: Ίσως πρέπει να επανεξεταστεί αν ενδείκνυται να υπάρξει ικανοποίηση των αιτημάτων συνδρομής της εισαγγελικής αρχής της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ανεξάρτητα από την αγωγή των εφεσειόντων. Το θέμα αυτό τίθεται υπό το φως της αποβολής της τελευταίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, συνεπεία της στρατιωτικής επίθεσης που αυτή διενεργεί στην Ουκρανία. Μια συνέπεια τούτου, σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι η αποβολή της Ρωσικής Ομοσπονδίας από την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ώστε να μην είναι δυνατή, πλέον, η επίκληση της από πρόσωπα τα οποία κατηγορούνται για ποινικά αδικήματα ενώπιον των δικαστηρίων της, εν λόγω χώρας. Σχετική, ως προς την πτυχή αυτή είναι η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Πολιτική Έφεση 214/2021 Αναφορικά με την Αίτηση για Έκδοση του D. A. A. ημερομηνίας 8.7.2022
Για τους προηγηθέντες λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειουσών τα οποία να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/γκ
[1] Στην παρούσα έφεση συμμετείχε και η επ’ αδεία αφυπηρετήσεως τέως Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κα Περσεφόνη Παναγή