ECLI:CY:DD:2018:517
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 898/2013, 899/2013, 900/2013, 981/2013, 982/2013, 983/2013, 6357/2013, 6358/2013, 6359/2013, 6520/2013, 342/2014, 351/2014, 1262/2014, 1347/2014, 1348/2014, 1349/2014, 1350/2014, 1395/2014, 1397/2014, 1398/2014, 1399/2014, 1400/2014, 1416/2014, 1418/2014, 1419/2014, 1421/2014,1429/2014, 1430/2014, 1468/2014, 1470/2014, 1471/2014, 1472/2014, 1486/2014, 1487/2014, 1488/2014, 1489/2014, 1490/2014, 1491/2014, 1589/2014, 1590/2014, 1591/2014, 34/2015, 35/2015, 36/2015, 117/2015, 118/2015, 119/2015, 120/2015, 121/2015, 122/2015, 123/2015, 124/2015, 125/2015, 126/2015, 208/2015, 209/2015, 279/2015, 280/2015, 281/2015, 282/2015, 284/2015, 285/2015, 286/2015, 287/2015, 288/2015, 289/2015, 290/2015, 291/2015, 292/2015, 382/2015, 392/2015, 393/2015, 394/2015, 395/2015, 396/2015, 397/2015, 398/2015, 399/2015, 431/2015, 432/2015, 433/2015, 434/2015, 435/2015, 436/2015, 488/2015, 489/2015, 490/2015, 491/2015, 492/2015, 591/2015, 593/2015, 594/2015, 596/2015, 730/2015, 731/2015, 732/2015, 949/2015, 950/2015, 951/2015, 1023/2015, 1052/2015, 1094/2015, 1096/2015, 1097/2015, 1333/2015, 1334/2015, 1468/2015, 1481/2015, 1482/2015, 100/2016, 104/2016, 151/2016, 213/2016, 272/2016, 318/2016
27 Νοεμβρίου, 2018
[Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, ΠΔΔ.]
Αναφορικά με τα άρθρα 1Α, 23, 24, 26, 28 και 146 του Συντάγματος
………………………….
Υπόθεση αρ. 898/2013
Μεταξύ:
XXXXX ΑΥΓΟΥΣΤΗ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 899/2013
Μεταξύ:
XXXXX ΚΟΥΝΝΑΪΔΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 900/2013
Μεταξύ:
XXXXX ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 981/2013
Μεταξύ:
XXXXX ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 982/2013
Μεταξύ:
XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 983/2013
Μεταξύ:
XXXXX ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση
………………………
Υπόθεση αρ. 6357/2013
Μεταξύ:
XXXXX ΛΑΜΠΡΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 6358/2013
Μεταξύ:
XXXXX ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ.6359/2013
Μεταξύ:
XXXXX ΑΓΑΠΙΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ.6520/2013
Μεταξύ:
XXXXX ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 342/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΠΕΤΣΑ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 351/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΠΕΤΡΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1262/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΣΚΟΥΤΑΡΙΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1347/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1348/14
Μεταξύ:
1. XXXXX ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ
2. XXXXX ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ
Αιτητές,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1349/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ.1350/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1395/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΧΑΠΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1397/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΒΑΜΒΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1398/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1399/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΛΕΠΤΟΥ
2. XXXXX ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1400/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΧΑΤΖΗΛΟΪΖΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1416/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΠΑΥΛΑΚΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1418/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΛΟΪΖΙΔΟΥ
2. XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
3. XXXXX ΚΟΡΦΙΩΤΟΥ
Αιτήτριες,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1419/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΤΡΥΦΩΝΟΣ
2. XXXXX ΧΑΛΛΟΥΜΗ
Αιτήτριες,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1421/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΖΑΚΟΣ
2. XXXXX ΖΑΚΟΥ
Αιτητές,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1429/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
2. XXXXX ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ
3. XXXXX ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ
4. XXXXX ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
5. XXXXX ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
6. XXXXX ΖΙΓΚΑ
7. XXXXX ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ
8. XXXXX ΛΟΥΚΑ
9. XXXXX ΚΙΣΣΟΠΟΔΑΣ
Αιτητές,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1430/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ
2. XXXXX ΧΑΤΖΗΜΑΡΚΟΥ
3. XXXXX ΑΝΤΩΝΙΟΥ
4. XXXXX ΠΟΥΡΟΣ
5. XXXXX ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ
6. XXXXX ΛΟΥΚΑΪΔΗΣ
7. XXXXX ΝΗΣΙΩΤΗΣ
8. XXXXX ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ
9. XXXXX ΜΑΤΣΟΥΚΑΡΗΣ
10. XXXXX ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ
11. XXXXX ΖΑΧΑΡΙΟΥ
12. XXXXX ΚΟΥΝΑΪΔΟΥ
13. XXXXX ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
14. XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
15. XXXXX ΖΕΝΙΟΥ-ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
16. XXXXX ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ
17. XXXXX ΧΡΙΣΤΟΦΗ
Αιτητές,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1468/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΑΘΗΝΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1470/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ
2. XXXXX ΤΑΠΑΚΟΥΔΗ
Αιτητές,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1471/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
2. XXXXX ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
Αιτητές,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1472/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΜΑΝΩΛΗΣ
2. XXXXX ΜΑΝΩΛΗ
Αιτητές,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1486/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
2. XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Αιτητές,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1487/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ
2. XXXXX ΤΣΑΚΝΑΚΗ
Αιτήτριες,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1488/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΚΑΚΟΥΡΗ
2. XXXXX ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ
Αιτήτριες,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1489/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΓΡΥΠΑΡΗ
2. XXXXX ΛΕΩΝΙΔΟΥ
Αιτήτριες,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1490/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΣΤΕΦΑΝΗ
2. XXXXX ΙΩΑΚΕΙΜ
Αιτήτριες,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1491/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ
2. XXXXX ΤΗΛΛΥΡΟΥ
Αιτήτριες,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1589/2014
Μεταξύ:
1. XXXXX ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ
2. XXXXX ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΥ
Αιτήτριες,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1590/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΛΟΪΖΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1591/2014
Μεταξύ:
XXXXX ΛΟΪΖΙΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 34/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΧΑΜΠΟΥΡΙΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 35/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΧΑΜΠΟΥΡΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 36/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 117/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΑΤΣΕΞΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 118/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ-ΛΑΖΑΡΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 119/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 120/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 121/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 122/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΟΥΜΗ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 123/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 124/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΑΝΔΡΕΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 125/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΖΥΜΑΡΑ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 126/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 208/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 209/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΝΤΑΟΥΤ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 279/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 280/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 281/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 282/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 284/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 285/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΑΛΕΞΙΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 286/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΣΑΒΒΑ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 287/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΙΩΣΗΦ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 288/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 289/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 290/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΠΑΠΑΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 291/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΧΡΙΣΤΟΦΗ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 292/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΦΙΛΙΠΠΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 382/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 392/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΕΞΑΔΑΚΤΥΛΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 393/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΕΛΠΗ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 394/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 395/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΒΑΚΑΝΑ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 396/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΟΥΡΟΥΦΕΞΗ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 397/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 398/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 399/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΜΑΡΚΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 431/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΟΖΑΚΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 432/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 433/2015
Μεταξύ:
XXXXX Φ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 434/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 435/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΜΑΤΣΗ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ.436/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 488/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ-ΨΑΛΤΗ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 489/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΛΑΖΟΥΡΑΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 490/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 491/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 492/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 591/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 593/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΜΑΡΚΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 594/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΑΝΔΡΕΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ.596/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 730/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 731/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΜΙΧΑΗΛ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 732/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΤΑΤΤΑΡΗ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 949/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΕΚΤΟΡΟΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 950/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 951/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ.1023/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΑΡΓΥΡΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1052/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1094/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΣΑΒΒΑ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1096/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1097/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1333/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΑΣΣΙΩΤΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1334/2015
Μεταξύ:
1. XXXXX ΜΑΟΥΡΗΣ
2. XXXXX ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ
Αιτητές,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1468/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ.1481/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΣΚΑΡΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 1482/2015
Μεταξύ:
XXXXX ΛΕΩΝΙΔΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 100/2016
Μεταξύ:
XXXXX ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 104/2016
Μεταξύ:
XXXXX ΞΙΝΑΡΗ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 151/2016
Μεταξύ:
1. XXXXX ΚΕΛΒΕΡΗΣ
2. XXXXX ΠΑΠΑΠΟΛΥΔΩΡΟΥ
3. XXXXX ΜΟΝΟΓΙΟΣ
4. XXXXX ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ
5. XXXXX ΧΕΙΜΩΝΗ
6. XXXXX ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
7. XXXXX ΙΩΑΝΝΟΥ
8. XXXXX ΣΤΑΜΑΤΑΡΗΣ
9. XXXXX ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Αιτητές,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 213/2016
Μεταξύ:
XXXXX ΓΕΡΟΥ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 272/2016
Μεταξύ:
XXXXX ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ
Αιτητής,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Υπόθεση αρ. 318/2016
Μεταξύ:
XXXXX ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αιτήτρια,
-ΚΑΙ-
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ
Καθ’ ων η αίτηση.
………………………
Για τους αιτητές στις υποθ. αρ. 898/2013, 899/2013, 900/2013
Φ. Καμένος, για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους αιτητές στις υποθ. αρ. 981/13, 982/13, 983/13, 6357/13, 6358/13, 6359/13, 6520/13, 342/14, 351/14, 1262/14, 1347/14, 1348/14, 1349/14, 1350/14, 1395/14, 1397/14, 1398/14, 1399/14, 1400/14, 1416/14, 1418/14, 1419/14, 1421/14, 1429/14, 1430/14, 1468/14, 1470/14, 1471/14, 1472/14, 1486/14, 1487/14, 1488/14, 1489/14, 1490/14, 1491/14, 1589/14, 1590/14, 1591/14, 34/15 ,35/15, 36/15, 117/15, 118/15, 119/15, 120/15, 121/15, 122/15, 123/15, 124/15, 125/15, 126/15, 208/15, 209/15, 279/15, 280/15, 281/15, 282/15, 284/15, 285/15, 286/15, 287/15, 288/15, 289/15, 290/15, 291/15, 292/15, 382/15, 392/15, 393/15, 394/15, 395/15, 396/15, 397/15, 398/15, 399/15, 431/15,432/15, 433/15, 434/15, 435/15, 436/15, 488/15, 489/15, 490/15, 491/15, 492/15, 591/15, 593/15, 594/15, 596/15, 730/15, 731/15, 732/15, 949/15, 950/15, 951/15, 1023/15, 1052/15,1094/15, 1096/15, 1097/15, 1333/15, 1334/15, 1468/15, 1481/15, 1482/15, 100/16, 104/16, 151/16, 213/16, 318/16: Γ. Χατζηπέτρου.
Για τον αιτητή στην υπ. αρ. 382/15: Α. Παναγιώτου, για Παναγιώτου & Πελεκάνος.
Για τον αιτητή στην υπ. αρ. 272/16: Δ. Ζαβαλλής
Για τους καθ’ ων η αίτηση σε όλες τις προσφυγές: Ε. Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, και Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. Καλλιγέρου, ΠΔΔ.: Με τις 115 προσφυγές που συνεκδικάζονται, οι αιτητές, όλοι συνταξιούχοι της κρατικής υπηρεσίας, αιτούνται όπως οι αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση, οι πλείστοι μέσω του ενημερωτικού δελτίου σύνταξης συγκεκριμένου για κάθε ένα από αυτούς μήνα, με τις οποίες εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες του περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου του 2012 (168(Ι)/2012), όπως αυτός τροποποιήθηκε, κηρυχθούν παράνομες και άκυρες από το Δικαστήριο, ως βασισμένες σε Νόμο που προσκρούει στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με την περιγραφή των ουσιωδών γεγονότων στην Ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, αναφέρεται πως τα έτη 2011-2012 η Κυπριακή Δημοκρατία είχε να αντιμετωπίσει δύο πολύ δύσκολα προβλήματα, όπως, (α) να συγκεντρώσει τα απαραίτητα κεφάλαια για τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών που επηρέαστηκαν υπέρμετρα από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων και (β) να εξεύρει πόρους για χρηματοδότηση των αναγκών του Κράτους.
Αυτοί οι παράγοντες, όπως αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, σε συνδυασμό με τις δημοσιονομικές ανισοσκέλιες και τα διαρθρωτικά προβλήματα της κυπριακής οικονομίας, που επιδεινώθηκαν εν μέσω της οικονομικής κρίσης, είχαν ως αποτέλεσμα όπως στις 25/6/2012, η Κυπριακή Δημοκρατία να απευθυνθεί για οικονομική βοήθεια στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, καθώς και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο («ΔΝΤ»). Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, η Κυπριακή Κυβέρνηση κατέληξε σε συμφωνία με τους εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ΔΝΤ (Τρόικα) πάνω σε ένα προκαταρκτικό Μνημόνιο Συναντίληψης το Νοέμβριο του 2012.
Το Υπουργείο Οικονομικών, στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας για δημοσιονομική εξυγίανση και ως αποτέλεσμα και των σχετικών επαφών που έγιναν τόσο σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο του Υπουργείου Οικονομικών με τους κοινωνικούς εταίρους και τα πολιτικά κόμματα, αλλά και με εκπροσώπους της Τρόικα, έκρινε, όπως αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, ότι καθίστατο αναγκαία η μείωση των μηνιαίων απολαβών και των συντάξεων όλων των αξιωματούχων, των εργοδοτουμένων και των συνταξιούχων της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών. Προς το σκοπό αυτό, το Υπουργείο Οικονομικών κατέθεσε στη Βουλή των Αντιπροσώπων το σχετικό νομοσχέδιο. Η σχετική Αιτιολογική Έκθεση που περιέχεται στον διοικητικό φάκελο (τεκμήριο 2) έχει ως ακολούθως:
«ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας για δημοσιονομική εξυγίανση και ως αποτέλεσμα και των σχετικών επαφών που έγιναν τόσο σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο του Υπουργείου Οικονομικών με τους κοινωνικούς εταίρους και τα πολιτικά κόμματα, αλλά και με εκπροσώπους της Τρόικα, καθίσταται αναγκαία η μείωση των μηνιαίων απολαβών και των συντάξεων όλων των αξιωματούχων, των εργοδοτουμένων και των συνταξιούχων της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών.
Σκοπός του παρόντος Νομοσχεδίου είναι η ρύθμιση της εν λόγω μείωσης των απολαβών και των συντάξεων, η οποία και θα ισχύει παράλληλα με την έκτακτη εισφορά σύμφωνα με τους περί Έκτακτης Εισφοράς Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμους του 2011 έως 2012.
Η μείωση απολαβών θα υπολογίζεται στο σύνολο των απολαβών των επηρεαζομένων, θα εκπίπτει του φόρου εισοδήματος και δεν θα λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς υπολογισμού των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.»
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε, μεταξύ άλλων νομοσχεδίων για την εξυγίανση των οικονομικών του Κράτους, και τον περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμο του 2012, Ν. 168(Ι)/2012, ο οποίος αργότερα τροποποιήθηκε με διαφοροποίηση των συντελεστών μείωσης των απολαβών και των συντάξεων με τον περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα (Τροποποιητικό) Νόμο του 2013, (Ν.31(Ι)/2013).
Δυνάμει του Νόμου του 2012 (168(Ι)/2012) αποκόπηκαν από τις συντάξεις των αιτητών ποσά που αντιστοιχούσαν στα ποσοστά που πρόβλεπε ο εν λόγω νόμος.
Οι καθ’ ων η αίτηση ετοίμασαν συγκεντρωτικό Πίνακα με τα ποσοστά της κλιμακωτής μείωσης των απολαβών και συντάξεων δυνάμει των περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμων του 2012 έως (Αρ. 2) του 2013, ο οποίος είναι κατατοπιστικός και ακολουθεί σε σχέση με τις πρόνοιες των Νόμων:
Ύψος μηνιαίων απολαβών/ συντάξεων |
Ποσοστιαία μείωση των απολαβών/ συντάξεων από 1.12.2012 (Ν.168(Ι)/2012) |
Ποσοστιαία μείωση των απολαβών/ συντάξεων από 1.6.2013 (Ν.31(Ι)/2013) |
Ποσοστιαία μείωση των απολαβών/ συντάξεων από 1.12.2014 (Ν. 168(Ι)/2012)και Ν.31(Ι)/2013) |
€0 - €1.000 |
0,0% |
0.8% |
3,8% |
€1.000-€1.500 |
6,5% |
7,3% |
10,3% |
€1.500-€2.000 |
8,5% |
9,3% |
12,3% |
€2.000-€3.000 |
9,5% |
10,5% |
13,5% |
€3.000-€4.000 |
11,5% |
13,0% |
16,0% |
Πέραν των €4.000 |
12,5% |
14,5% |
17,5% |
Ο επίδικος νόμος επέβαλε τις αποκοπές και η διοίκηση ενήργησε κατά δέσμια αρμοδιότητα ως προβλεπόταν στον ειδικότερο αυτό νόμο και ανεξάρτητα από οτιδήποτε σχετικό προβλέπετο επί της καταβολής των συντάξεων πριν την θέση του νόμου αυτού σε ισχύ.
Οι καθ’ ων η αίτηση σημείωσαν προς συμπλήρωση των γεγονότων, ότι για αποφυγή της περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης, η Δημοκρατία δεν περιορίστηκε στη λήψη μέτρων για μείωση των κρατικών δαπανών που επηρεάζουν μόνο τους αξιωματούχους, εργοδοτουμένους και συνταξιούχους της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά εξέτασε και υιοθέτησε και άλλα μέτρα για την αποφυγή της περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης, τα οποία επηρέαζαν το σύνολο των πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως την έκτακτη εισφορά που αποκόπτετο από τις απολαβές των εργοδοτουμένων στον ιδιωτικό τομέα οι οποίες υπερέβαιναν τα €1.500 το μήνα, την επιβολή ετήσιου τέλους €350 σε όλες τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία από το 2011, τη στόχευση κοινωνικών παροχών βάσει εισοδηματικών κριτηρίων, την αναθεώρηση της βάσης υπολογισμού και των φορολογικών συντελεστών του φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας κ.τ.λ.
Οι αιτητές υποστήριξαν ότι οι επίδικες αποφάσεις βασίστηκαν σε νόμο (Ν.168(Ι)/2012και στο άρθρο 3 αυτού, που παραβιάζει το άρθρο 23.3 του Συντάγματος, που προβλέπει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους δύναται νόμος να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ιδιοκτησίας, στους οποίους δεν ενέπιπτε ο σκοπός του νόμο. Περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι παραβιάστηκαν τα άρθρα 26 και 28 καθώς και το άρθρο 24.1 του Συντάγματος, λόγω αντισυνταγματικότητας του νόμου και ότι ο νόμος προσκρούει στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επίσης ότι παραβιάστηκαν το Πρωτόκολλο Αριθμός 12 της ίδιας Σύμβασης (ΕΣΔΑ), ότι οι αιτητές έτυχαν δυσμενούς διάκρισης κατά παράβαση του Διεθνούς Συμφώνου περί Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων το οποίο κυρώθηκε με το Νόμο 14/1969.
Πριν την εξέταση των λόγων ακυρώσεως ανωτέρω, ειδικότερα αυτών που αφορούν την αντισυνταγματικότητα του Νόμου, προέχει η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων που προβάλλουν οι καθ’ ων η αίτηση, ζήτημα δημοσίας τάξης που το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ως προϋπόθεση παραδεκτού της προσφυγής.
Οι καθ’ ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι μόνο οι προσφυγές υπ’ αρ.6357/13, 6358/13, 1416/14, 1421/14, 124/15, 284/15, 591/15, 732/15 και 213/16 καταχωρήθηκαν εντός της προθεσμίας των 75 ημερών απ’ όταν εμβάστηκε την 21/12/2012 η πρώτη μειωμένη σύνταξη, κατ’ εφαρμογή του επίδικου νόμου στους τραπεζικούς λογαριασμούς των αιτητών από την Κεντρική Τράπεζα, με οδηγίες του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους, από το οποίο έμβασμα επήλθε κατά την άποψή τους η απαιτούμενη γνώση της απόφασης εφαρμογής του Νόμου, καθώς και η προσφυγή υπ’ αρ. 382/15, η οποία καταχωρήθηκε εντός της προθεσμίας των 75 ημερών από την κοινοποίηση με σχετική επιστολή, περί των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων της αιτήτριας, η οποία συνταξιοδοτήθηκε την 15/11/2014, μετά την θέση του επίδικου νόμου σε ισχύ την 1/12/2012.
Όλες οι άλλες προσφυγές, κατά την σχετική εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση, δεν προσβάλλουν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, αλλά βεβαιωτικές, αφού οι προσφυγές καταχωρήθηκαν μετά το πέρας των 75 ημερών από την 21/12/2012, ημερομηνία κατά την οποία εμβάστηκε η πρώτη μειωμένη σύνταξη ή με διαζευκτική εισήγηση από την ημερομηνία κοινοποίησης του πρώτου ενημερωτικού δελτίου σύνταξης που αποστάληκε στους αιτητές κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου και την καταβολή της πρώτης μειωμένης σύνταξης.
Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλουν την προδικαστική ένσταση, στην παρουσία, με πρωτοβουλία των καθ’ ων η αίτηση Λειτουργού του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους στο Δικαστήριο, την οποίαν και συμβουλεύονταν, οι καθ’ ων η αίτηση απάντησαν ότι τα ενημερωτικά δελτία δεν αποστέλλονται μηνιαίως στους συνταξιούχους, αλλά μόνον όταν υπάρχει αλλαγή στο ποσό της σύνταξης από το ποσό του προηγούμενου μήνα. Στην ερώτηση του Δικαστηρίου όμως κατά πόσο υπάρχουν έγγραφες καταχωρίσεις στους διοικητικούς φακέλους περί της αποστολής των εν λόγω ενημερωτικών δελτίων, η απάντηση ήταν πως δεν υπάρχουν τέτοιες, ούτε δε σημειώσεις των αρμοδίων λειτουργών που ήταν υπεύθυνοι για την αποστολή τους και ούτε και στους προσωπικούς φακέλους των αιτητών βρίσκονται αντίγραφα των εν λόγω ενημερωτικών δελτίων, ώστε να αποδεικνύεται εξ αυτού η αποστολή τους μέσω του ταχυδρομείου ή σε κάθε περίπτωση ότι κοινοποιήθηκαν στους αιτητές με άλλο τρόπο. Αξίζει να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υφίσταται τεκμήριο γνώση μίας επιστολής, αν αποδειχθεί ότι αυτή ταχυδρομήθηκε στην ορθή διεύθυνση και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο. Τεκμαίρεται δε ότι έφτασε στον προορισμό της, νοουμένου ότι το βάρος απόδειξης ότι η επιστολή έφερε την ορθή διεύθυνση, ότι ταχυδρομήθηκε και ότι δεν επεστράφη, το φέρει ο διάδικος που το ισχυρίζεται, εν προκειμένω οι καθ’ ων η αίτηση, (Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 CLR 9, Katsiantonis v. Frantzieskou (1981) 1 CLR 566, Θεμιστοκλέους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ, 415, επίσης βλ., «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου», Ν. Χαραλάμπους, τρίτη έκδοση, σελ.165).
Ως προς το ζήτημα της ενημέρωσης, διαπιστώνω ότι οι αιτητές για τους οποίους τέθηκε η προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή τους ήταν εκπρόθεσμη, καταχώρισαν προσφυγές κατ’ επίκληση ενός ενημερωτικού δελτίου σύνταξης ο καθ’ ένας από αυτούς, ποικίλων μηνών, μεταγενέστερων αυτού που κατ’ ισχυρισμό των καθ’ ων η αίτηση το πρώτον κοινοποιούσε περί των επίδικων περικοπών, το οποίο και στην κάθε μία προσφυγή επισυνάφθηκε ως το ενημερωτικό δελτίο βάσει του οποίου ενημερώθηκαν περί της σύνταξής τους. Ως ανέφερε η κα Συμεωνίδου για τους καθ’ ων η αίτηση τα συγκεκριμένα ενημερωτικά δελτία θα πρέπει να τα αναζήτησαν οι ίδιοι οι αιτητές από το Γενικό Λογιστήριο, αφού έφεραν σφραγίδα του Γενικού Λογιστηρίου και άρα τους δόθηκαν δια χειρός.
Διαπίστωσα πράγματι πως, όπως υπέδειξαν οι καθ’ ων η αίτηση, μόνο μία είναι η περίπτωση όπου δια της κοινοποίησης με επιστολή των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων η αιτήτρια πληροφορήθηκε και για την μειωμένη της σύνταξη, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του επίδικου νόμου. Πρόκειται για την προσφυγή υπ’ αρ.382/2015, στην οποία η προσφυγή καταχωρήθηκε εντός των 75 ημερών από την κοινοποίηση της επιστολής αυτής. Διαπιστώνω επίσης ότι οι προσφυγές υπ’ αρ. 6357/13, 6358/13, 1416/14, 1421/14, 124/15, 284/15, 591/15, 732/15 και 213/16 καταχωρήθηκαν εντός 75 ημερών από την εφαρμογή του νόμου για πρώτη φορά και την καταβολή της πρώτης μειωμένης σύνταξης.
Προχωρώ να εξετάσω την προδικαστική ένσταση, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, που αφορά τους υπόλοιπους αιτητές.
Σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος, η προθεσμία για την καταχώρηση προσφυγής εκκινεί από την δημοσίευση της πράξης ή την λήψη γνώσης της. Όπως έχει αποφασιστεί παγίως από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου απαιτείται δημοσίευση μίας εκτελεστής διοικητικής πράξης, δυνάμει νόμου, η προθεσμία εκκινεί από την δημοσίευση (Μιλτιάδους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ, 1318, HatjiPanayi v. Municipality of Nicosia (1973) 3 CLR, 329). Όταν δεν απαιτείται δημοσίευση, η προθεσμία εκκινεί από την πλήρη γνώση της πράξης, η οποία κατά κανόνα επιτυγχάνεται με την κοινοποίηση της απόφασης ή τεκμαίρεται από τις πράξεις του διοικουμένου, όταν για παράδειγμα υποβάλει ένσταση κατά της απόφασης ή παράπονο στην διοίκηση από την οποία προκύπτει η πλήρης γνώση της απόφασης ή αν παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκδοση της πράξης, σε συνδυασμό με το προφανές ενδιαφέρον του διοικουμένου για την έκδοση της απόφασης.
Η κοινοποίηση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία διατηρεί τον εκτελεστό της χαρακτήρα και χωρίς την κοινοποίηση, αλλά χωρίς αυτήν δεν εκκινεί η προθεσμία, εκτός αν αποδειχτεί πλήρης γνώση. Τέτοια πλήρης γνώση είναι αυτή που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο διοικούμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή την ηθική ζημιά που υφίσταται από την πράξη (Papaioannou v. Republic (1982) 3 CLR 103, Iacovou v. Republic (1984) 3 CLR 1508, Kritiotis v. Municipality of Paphos and Others (1986) 3 CLR 322).
Το βάρος απόδειξης περί του ότι επήλθε πλήρης γνώση της πράξης, αλλά και ότι επρόκειτο περί πλήρους γνώσεως, το φέρουν οι επικαλούμενοι το εκπρόθεσμο της προσφυγής (Neophytou v. Republic 1964 CLR 280, Kariolou v. Municipality of Kyrenia (1971) 3 CLR 455, Kritiotis v. Municipality of Paphos and Others (1986) 3 CLR 322, Plousiou v. Central Bank (1982) 3 CLR 230).
Ενόψει των ανωτέρω νομολογιακών πορισμάτων, συνάγεται πως ακόμα και αν μεταγενέστερες αποφάσεις θεωρούνται βεβαιωτικές της προηγηθείσας εκτελεστής, σε ότι αφορά την έναρξη της προθεσμίας για την προσβολή της εκτελεστής πράξης, απαιτείται να είχε προηγηθεί η πλήρης γνώση της. Η κοινοποίηση και μόνον των βεβαιωτικών πράξεων, δεν πλήττει το εμπρόθεσμο της καταχώρισης της προσφυγής κατά της εκτελεστής, αν και εφόσον βέβαια ο αιτητής επιλέξει αυτήν να προσβάλει και όχι την βεβαιωτική της πρώτης.
Οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η παρέλευση μακρού χρόνου από την έκδοση μίας πράξης, αποτελεί τεκμήριο γνώσης λόγω του εύλογου ενδιαφέροντος που πρέπει να επιδεικνύουν οι αιτητές που υπέστηκαν την ζημιά εκ της απόφασης. Υποστήριξαν συναφώς ότι οι αιτητές παραλάμβαναν μηνιαίως με κατάθεση στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς μειωμένη την σύνταξή τους αδιαμαρτύρητα για πολύ μεγάλο διάστημα, οπότε συνάγεται, σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους, ότι οι αιτητές κατά τεκμήριο γνώριζαν για τις περικοπές πολύ προτού καταχωρίσουν προσφυγή και ως εκ τούτου οι προσφυγές είναι εκπρόθεσμες.
Οι αιτητές στις προσφυγές υπ’ αρ. 898/13, 899/13 και 900/13 υποστήριξαν μέσω των δικηγόρων τους, πως οι προσφυγές τους καταχωρήθηκαν εντός της προθεσμίας των 75 ημερών, καθ’ ότι έλαβαν γνώση της απόφασης με το ενημερωτικό δελτίο σύνταξης του μηνός Ιανουαρίου 2013, το οποίο ο καθ’ ένας εξ αυτών το επισύναψε στην προσφυγή του. Ποτέ προηγουμένως ανέφεραν δεν τους είχε κοινοποιηθεί οτιδήποτε.
Οι αιτητές στις πλείστες προσφυγές (εκτός δηλαδή αυτών που οι καθ’ ων η αίτηση θεώρησαν εμπρόθεσμες, στις οποίες έγινε αναφορά ανωτέρω), υποστήριξαν ότι η προσφυγή τους καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα εντός των 75 ημερών από τα ενημερωτικά δελτία που επισύναψαν στις προσφυγές τους, τα οποία από έλεγχο στον οποίο έχω προβεί έφεραν σφραγίδα του Γενικού Λογιστηρίου, που σημαίνει, όπως υπέδειξαν οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση, ότι τα είχαν αναζητήσει οι αιτητές και εκτυπώθηκαν από το Γενικό Λογιστήριο πριν τους παραδοθούν. Περαιτέρω οι αιτητές υποστήριξαν ότι τα δελτία αυτά αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ως αποφάσεις υπολογισμού της περιοδικής μηνιαίας σύνταξης για σκοπούς καταβολής της στο τέλος εκάστου μηνός.
Στο σύγγραμμα του καθηγητή Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 7η Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 21-22 , αναφέρεται, με αναφορά και σε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις εκδίδονται και από μηχανογραφημένα συστήματα του κράτους που επεξεργάζονται πληροφορίες και στοιχεία. Τέτοιες μηχανογραφημένες διοικητικές πράξεις είναι και τα σημειώματα συντάξεων. Παραθέτω κατωτέρω το σχετικό απόσπασμα, με τον τονισμό να έχει προστεθεί:
«14. Μια καινούργια διάσταση της διοικήσεως αποτελεί ο η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ ό ς α υ τ ο μ α τ ι σ μ ό ς. Μηχανικά μέσα χρησιμοποιεί ανέκαθεν η διοίκηση. Εφόσον όμως τα μέσα αυτά υποβοηθούν απλώς τον άνθρωπο (αυτοκίνητα, γραφομηχανές, φωτοτυπικές μηχανές κλπ.), δεν δημιουργούν ιδιαίτερα νομικά προβλήματα. Η κατάσταση μεταβάλλεται, όταν η τεχνολογία δεν υποβοηθεί απλώς, αλλά (ως ένα σημείο) αντικαθιστά τον άνθρωπο. Αυτό συμβαίνει ήδη με τους φωτεινούς σηματοδότες ρυθμίσεως της οδικής κυκλοφορίας. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές όμως αντικαθιστούν σε ένα πολύ ευρύτερο μέτρο τον άνθρωπο, την ανθρώπινη εργασία, εκδίδοντας π.χ. εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου, σημειώματα αποδοχών ή συντάξεως, λογαριασμούς δημόσιων επιχειρήσεων κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές και άλλες (π.χ. αρχείο δημόσιων εγκληματολογικών υπηρεσιών) η διοίκηση χρησιμοποιεί σε αυξάνοντα βαθμό την ηλεκτρονική επεξεργασία στοιχείων. Το επίπεδο αναπτύξεως μιας δημόσιας υπηρεσίας μπορεί μάλιστα να κριθεί και από την ικανότητά της να χρησιμοποιήσει αποδοτικά τις δυνατότητες της ηλεκτρονικής τεχνολογίας.
Ο ηλεκτρονικός αυτοματισμός της διοικητικής δραστηριότητας δημιουργεί μια σειρά νομικών προβλημάτων, που τώρα μόλις αρχίζουν να απασχολούν την θεωρία και νομολογία της χώρας μας. Οι αυτόματες αυτές μηχανές μπορούν να εκδώσουν διοικητικές πράξεις με την τεχνική έννοια του όρου. Έτσι η ρύθμιση της τροχαίας κινήσεως σε μια διασταύρωση αποτελεί σειρά διοικητικών πράξεων, είτε γίνεται από τροχονόμο είτε από φωτεινό σηματοδότη. Η βεβαίωση φόρου (ο διοικητικός δηλαδή προσδιορισμός της φορολογικής οφειλής που, γενικά, προκύπτει απευθείας από το νόμο) είναι (εκτελεστή) διοικητική πράξη και μπορεί επομένως να προσβληθεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, είτε υπολογίζεται και συντάσσεται από τους αρμόδιους υπαλλήλους είτε, βάσει της δηλώσεως του φορολογουμένου, από ηλεκτρονικούς υπολογιστές (μ η χ α ν ο γ ρ α φ η μ έ ν η δ ι ο ι κ η τ ι κ ή π ρ ά ξ η).
Έτσι έκρινε σωστά το Συμβούλιο της Επικρατείας ότι το σημείωμα της μηχανογραφικής υπηρεσίας ασφαλιστικού οργανισμού με το οποίο καθορίζεται το ποσόν συντάξεως του δικαιούχου είναι εκτελεστή διοικητική πράξη που προσβάλλεται παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως. ΣτΕ 1426/1979»
Σχετικό είναι επίσης το απόσπασμα από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας (ΣτΕ) στην απόφαση αρ.1895/1994, στην οποία αποφασίστηκε σε έλεγχο του εμπροθέσμου της αίτησης ακυρώσεως κατά των μισθοδοτικών καταστάσεων Μαΐου 1987 μέχρι Ιουνίου 1988 σε σχέση με την αποκοπή του επιδόματος εξωτερικού, πως η προσφυγή ήταν εμπρόθεσμη μόνο σε σχέση με τις μισθολογικές καταστάσεις των μηνών Μαΐου και Ιουνίου 1988, αφού η προσφυγή είχε καταχωριστεί την 21/6/1988. Σε αυτή την απόφαση από την οποία παραθέτω το κατωτέρω απόσπασμα, αποφασίστηκε πως κάθε μισθοδοτική κατάσταση, καθώς αναφέρεται σε ιδιαίτερη χρονική περίοδο παροχής εργασίας, αποτελεί αυτοτελώς εκτελεστή διοικητική πράξη και ότι μόνη η είσπραξη δεν αποδεικνύει, καταρχήν, πλήρη γνώση του περιεχομένου της αντίστοιχης μισθοδοτικής κατάστασης. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα:
«5. Επειδή, οι μισθοδοτικές καταστάσεις αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες διαπιστώνονται και βεβαιώνονται οι αναγκαίες πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή στην ατομική περίπτωση του νόμου που προβλέπει περί των αποδοχών (ΣτΕ736, 737/73). Κάθε δε μισθοδοτική κατάσταση, καθώς αναφέρεται σε ιδιαίτερη χρονική περίοδο παροχής εργασίας, αποτελεί αυτοτελώς εκτελεστή διοικητική πράξη. Εξάλλου, μόνη η είσπραξη από μέρους του ενδιαφερομένου δεν αποδεικνύει, καταρχήν, πλήρη γνώση του περιεχομένου της αντίστοιχης μισθοδοτικής κατάστασης, δεδομένου ότι το περιεχόμενο των μισθοδοτικών καταστάσεων δεν είναι πάντοτε ευχερώς κατανοητό λόγω του τεχνικού χαρακτήρα των καταστάσεων αυτών.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Κουσελίνης και Άλλοι ν. Κεντρικής Τράπεζας, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις αρ. 1551-1571/2011, κρίνοντας πως οι μισθοδοτικές καταστάσεις ήταν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, με αναφορά ανάμεσα σε άλλες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας καθώς και στην ανωτέρω απόφαση, αποφάσισε πως η προσφυγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
Με την πρώτη προδικαστική η καθ' ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι δεν πρόκειται για εκτελεστή πράξη, αλλά πληροφοριακού χαρακτήρα εγκύκλιο πράξη με την οποία απλά οι αιτητές πληροφορήθηκαν την ψήφιση και ότι εμπίπτουν στις πρόνοιες των επίμαχων Νόμων. Η αποκοπή των απολαβών που είναι η εκτελεστή συνέπεια, έγινε κατ' εφαρμογή των Νόμων.
Η ένσταση είναι προδήλως αβάσιμη. Καταρχάς πρέπει να ειπωθεί ότι οι ίδιοι οι Νόμοι δεν είναι αφ' εαυτών προσβλητοί με αίτηση ακυρώσεως, διότι ως πράξεις νομοθετικού περιεχομένου δεν υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο υπό το άρθρο 146 Συντάγματος. Είναι αντιληπτό από το αιτητικό των προσφυγών ότι δεν είναι η Εγκύκλιος του Διοικητή προς το προσωπικό (Παράρτημα Ι ένστασης) που προσβάλλεται, αλλά η απόφαση της καθ' ης η αίτηση για εφαρμογή των επίμαχων Νόμων στους υπαλλήλους της συνεπεία της οποίας τέθηκαν σε ισχύ οι αποκοπές στις καταστάσεις πληρωμών Σεπτεμβρίου του 2011, που επισυνάφθηκαν ως Παραρτήματα στις αιτήσεις ακυρώσεως. Προκύπτει δε από το σύνολο της επιχειρηματολογίας ότι ουσιαστικά προσβαλλόμενες είναι οι αποκοπές για τον κάθε αιτητή που άρχισαν το Σεπτέμβρη του 2011 και επαναλαμβάνονται εντεύθεν στη μηνιαία μισθοδοσία τους, προκαλώντας άμεσες έννομες υλικές συνέπειες για τους αιτητές που σηματοδοτούν τον εκτελεστό τους χαρακτήρα. Εξάλλου οι επισυνημμένες μισθοδοτικές καταστάσεις από μόνες τους αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, όπως έχει επανειλημμένα κριθεί με τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (ΣτΕ 3837-8/2006, 1784/2002, 1786/2002, 2412/2001, 3533/1999, 2260/1998, 5060/1997, 2394/1997, 4822/1996, 4713/1996, 1895/1994, 2722/1992 και αποφάσεις 890/2012 1510/2008 και 2760/2007 του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).
Συμφωνώ με την ως άνω προσέγγιση της νομολογίας και της επιστήμης του δικαίου και κρίνω πως ως εκ των ανωτέρω παρατεθέντων, το ενημερωτικό δελτίο συνταξιοδότησης κάθε μήνα αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Οι αιτητές προσέβαλαν τη νομιμότητα συγκεκριμένου ενημερωτικού δελτίου (ίδιου ή άλλου μήνα ή άλλου έτους) ο καθένας από αυτούς, το οποίο επισύναψαν στην προσφυγή τους και αυτήν θεωρώ την επίδικη εκτελεστή διοικητική πράξη στην κάθε μία προσφυγή για την οποία καλείται το δικαστήριο να προβεί σε αναθεωρητικό έλεγχο.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, απορρίπτω την προδικαστική ένσταση και κρίνω όλες τις προσφυγές παραδεκτές ως προσβάλλουσες συγκεκριμένες εκτελεστές διοικητικές πράξεις οι οποίες επισυνάφθηκαν στις προσφυγές, εντός της προθεσμίας των 75 ημερών από την έκδοσή τους.
Σε περίπτωση που ήθελε ανατραπεί κατ’ έφεση η ανωτέρω κρίση μου, προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό των καθ’ ων η αίτηση περί του τεκμηρίου της πλήρους γνώσης ως εκ της παρέλευσης μακρού χρόνου από την πρώτη εφαρμογή του νόμου την 21/12/2012.
Ο σχετικός ισχυρισμός ότι η πλήρης γνώση αποδεικνύεται κατά τεκμήριο λόγω της παρέλευσης μακρού χρόνου από την έναρξη εφαρμογής του νόμου και του εύλογου ενδιαφέροντος που όφειλαν να επιδείξουν οι αιτητές για τις αποκοπές στα εμβάσματα στην τράπεζα, δεν μπορεί να γίνει δεκτός, καθ’ ότι το εύλογο ενδιαφέρον και ή αυξημένο ενδιαφέρον που πρέπει να συντρέχει μαζί με την παρέλευση μακρού χρόνου δεν είναι αυτό που κατά την υποκειμενική εκτίμηση των καθ’ ων η αίτηση οφείλουν επιδεικνύουν, αλλά το προφανές ενδιαφέρον που εκφράστηκε ή συνάγεται από την συμπεριφορά των αιτητών στο παρελθόν, βάσει των πραγματικών γεγονότων που αποκαλύπτονται στο δικαστήριο (ΣτΕ 81/32, 100/33, 2054/58, 766/59, Πορίσματα Νομολογίας 1929-1959, σελ.253, ΣτΕ 379/98).
Παραθέτω ένα σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην απόφαση αρ. 379/98 που είναι σχετικό με το ζήτημα του αυξημένου ενδιαφέροντος όπως προκύπτει από τα γεγονότα στο παρελθόν:
«7. Επειδή το γεγονός ότι το αιτούν Σωματείον είχεν, ήδη από τους έτους 1994, πλήρη γνώσιν του περιεχομένου της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, εις την οποία περιγράφονται λεπτομερώς τα επίμαχα λιμενικά έργα, εν συνδυασμώ και προς το γεγονός ότι τα έργα ταύτα ήρξαντο εκτελούμενα κατά μέγα μέρος εντός του διαρρεύσαντος μέχρι της ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως χρονικού διαστήματος, μείζονος της τριετίας, δημιουργεί, εν όψει και του ηυξημένου ενδιαφέροντος αυτού δια την πορείαν της υποθέσεως, τεκμήριο γνώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως παρ’ αυτού εις χρόνον πολύ προγενέστερον της ασκήσεως της υπό κρίσιν αιτήσεως ακυρώσεως και πάντως κατά τα έτη 1995 και 1996, ότι εξετελούντο τα επίμαχα έργα. Κατά συνέπειαν η αίτησις αυτή δέον, ως προς το πρώτον των αιτούντων, να απορριφθή ως απαράδεκτος».
Η διεύρυνση του τεκμηρίου πλήρους γνώσεως, όπως το εισηγούνται οι καθ’ ων η αίτηση, (ενδιαφέρον που όφειλε να είχε επιδειχθεί από τους αιτητές), θα οδηγούσε σε μεταστροφή του βάρους απόδειξης περί του εκπροθέσμου και μετατόπισή του από τους ώμους της διοίκησης στους ώμους των διοικουμένων. Η νομολογία όμως του Ανωτάτου Δικαστηρίου ορίζει πως σε περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία αν μία προσφυγή κατατέθηκε εμπρόθεσμα ή όχι, η αμφιβολία λύεται υπέρ του αιτητή (Neophytou v. Republic, 1964 CLR 1508, Mourtouvani v. Republic (1966) 3 CLR 108, Liveri v. Republic (1981) 3 CLR 398, S.A. Engineering and Marketing Co v. Republic (1984) 3 CLR 393), ορίζοντας κατά τον τρόπο αυτό πως το βάρος απόδειξης περί του εκπροθέσμου, το έχει η διοίκηση. Αν η διοίκηση δεν μπορέσει να παρουσιάσει στο δικαστήριο εκείνες τις αποδείξεις περί του προφανούς ενδιαφέροντος του διοικουμένου, όπως αυτό αποκαλύπτεται από την συμπεριφορά του ή τις ενέργειές του (Γεωργία Σοφοκλέους- Χειμωνίδου (1994) 4ΑΑΔ, 2040) πριν ή μετά την έκδοση της εκτελεστής διοικητικής πράξης, δηλαδή στο παρελθόν σε σχέση με την καταχώριση της προσφυγής, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για τεκμήριο πλήρους γνώσεως (Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ.1) (1998) 3 ΑΑΔ, 197).
Η αρχή πως εν αμφιβολία το ζήτημα της παρέλευσης της προθεσμίας επιλύεται υπέρ του διοικουμένου, δεν κατανέμει μόνο το βάρος απόδειξης (στους ώμους της διοίκησης), αλλά υποδεικνύει και την ένταση της βεβαιότητας για την απόδειξη του εκπρόθεσμου της προσφυγής. Αν υπάρχουν αμφιβολίες, από αυτές θα ωφεληθεί ο αιτητής (βλ. Δημήτρη Ράϊκου «Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του πολίτη απέναντι στη Δημόσια Διοίκηση», σελ.191-192 για το ζήτημα του επισφαλούς της αντικατάστασης του στοιχείου της πλήρους πεποιθήσεως του δικαστή με ένα κυμαινόμενο κριτήριο πιθανότητας για τα κρίσιμα πραγματικά γεγονότα).
Περαιτέρω αν γινόταν δεκτή η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση περί του ευλόγου ενδιαφέροντος που όφειλε κατά υποκειμενική αντίληψη να είχε επιδειχτεί, θεωρώ πως θα παραβιαζόταν το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και θα συνιστούσε προσβολή του πυρήνα του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, κατ’ επιλογή μάλιστα της διοίκησης που θα μπορούσε να επιλέγει να παραλείπει να κοινοποιεί για μεγάλο διάστημα τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Όπως αναφέρεται στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (ανωτέρω):
«Η διοίκηση οφείλει να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον διευκολύνει στην ενάσκηση των δικαιωμάτων του. Δεν δικαιούται να εκμεταλλεύεται τη θέση ισχύος στην οποία φυσιολογικά βρίσκεται έναντι του πολίτη.
Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, οι δημόσιες υπηρεσίες οφείλουν να χορηγούν στους διοικουμένους τα στοιχεία που τους αφορούν και προκύπτουν από τα αρχεία της υπηρεσίας, εκτός αν κάτι τέτοιο αποκλείεται από αντίθετη ρητή διάταξη ή εκ λόγων δημοσίου συμφέροντος (Μάρθα Σάββα Μάρκου ν. Υπουργού Εσωτερικών και άλλου,Υποθ. Αρ. 1059/94, ημερ. 19.9.1996 και ΣτΕ 2196/1969 ). Ακόμα και αν η παράλειψη οφείλεται σε απλή αβλεψία, η αβλεψία αυτή δεν θα πρέπει να αφεθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει δυσμενώς το διοικούμενο».
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Ιωάννη Σαρμά «Η δίκαιη ισορροπία», σελ.595 με παραπομπή από τις σελίδες 58-60 στο κεφάλαιο περί του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, «το ΕΔΔΑ δεν καταδικάζει την χρήση δικαστικών τεκμηρίων. Καταδικάζει τη χρήση τεκμηρίων όταν αυτά ανατρέπουν κυριολεκτικά το βάρος αποδείξεως».
Επιπρόσθετα η αρχή της χρηστής διοίκησης επιβάλλει την γνωστοποίηση της έκδοσης της διοικητικής πράξης που πλήττει συμφέροντα των διοικουμένων, εδώ των δραστικών αλλαγών που νομοθετήθηκαν με ισχύ από 1/12/2012. Η δημοσίευση του νόμου γνωστοποιεί το τι νομοθετήθηκε. Η κοινοποίηση μίας διοικητικής απόφασης το τι εφαρμόστηκε βάσει του νόμου σε συγκεκριμένους διοικουμένους προς βλάβη των περιουσιακών τους δικαιωμάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου (Ν.158(Ι)/99) «η διοίκηση οφείλει στο έγγραφο με το οποίο κοινοποιείται η πράξη να ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο για τις θεραπείες που έχει για να προσβάλει την πράξη. Στο έγγραφο πρέπει να καθορίζεται η φύση και η μορφή της θεραπείας, η προθεσμία που τάσσει το Σύνταγμα ή ο νόμος και το αρμόδιο δικαστήριο ή διοικητικό όργανο προς το οποίο μπορεί να απευθυνθεί ο ενδιαφερόμενος.»
Όπως αναφέρεται σχετικά με το ζήτημα αυτό στο σύγγραμμα του Σπύρου Βλαχόπουλου «Θεμελιώδη Δικαιώματα», σελ. 738, περί του δικαιώματος σε δικαστική προστασία κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, «δεν μπορεί το άτομο να στερείται πρόσβασης στη δικαιοσύνη χωρίς να υφίσταται σύστημα βεβαίας περιέλευσης εις γνώση του των κρίσιμων για την ανάδυση της έννομης διαφοράς γεγονότων. Έτσι δεν επιτρέπεται να θεωρείται ότι έχει γεννηθεί μία διαφορά και πολλώ μάλλον ότι έχει αρχίσει η προβλεπόμενη προθεσμία για την προσφυγή στο δικαστήριο, προτού το άτομο να έχει λάβει πλήρη γνώση των στοιχείων της διαφοράς, π.χ. της κρίσιμης διοικητικής πράξης που θίγει τα έννομα συμφέροντά του (βλ. ΣτΕ 3912/2012 σκ. 5, ΣτΕ 2531/2005 σκ. 9)».
Συνοψίζοντας την εξέταση του εμπροθέσμου των προσφυγών, καταλήγω ότι όλες καταχωρήθηκαν εμπρόθεσμα σε σχέση με το ενημερωτικό δελτίο μηνιαίας σύνταξης, που ο καθένας από τους αιτητές επέλεξε να επισυνάψει στην προσφυγή του, το οποίο αποτελεί, όπως και κάθε ένα από αυτά, εκτελεστή διοικητική πράξη υπολογισμού της συγκεκριμένης μηνιαίας σύνταξης. Το συγκεκριμένο ενημερωτικό δελτίο σύνταξης που επισυνάφθηκε στην κάθε μία προσφυγή, αποτελεί και την επίδικη διοικητική πράξη στην κάθε μία προσφυγή των αιτητών, η οποία σε όλες προσβλήθηκε εντός 75 ημερών από την εξασφάλισή του από το Γενικό Λογιστήριο του κράτους.
Επίσης εμπρόθεσμα καταχωρήθηκε η προσφυγή αρ. 382/2015 με την οποία προσβάλλεται η απόφαση της πρώτης εφαρμογής του επίδικου νόμου στην σύνταξη της αιτήτριας, η οποία της κοινοποιήθηκε με την επιστολή με την οποία πληροφορείτο περί των συνταξιοδοτικών της ωφελημάτων, λόγω της συνταξιοδότησής της σε εκείνο το στάδιο.
Προχωρώ να εξετάσω τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν στις προσφυγές.
Οι αιτητές ισχυρίστηκαν ότι οι επίδικες αποφάσεις θα πρέπει να ακυρωθούν διότι εκδόθηκαν δυνάμει νόμου που παραβιάζει το άρθρο 23.3 του Συντάγματος που ορίζει ρητά τις περιπτώσεις εκείνες που επιτρέπει να υφίσταται περιορισμός στο δικαίωμα της περιουσίας, στους οποίους δεν ενέπιπταν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που αναφέρονται στο προοίμιο του νόμου.
Οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι η ψήφιση των περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμων του 2012 έως (Αρ. 2) του 2013 κατέστη αναγκαία, όπως αναφέρεται και στο Προοίμιο τους, επειδή κατά το χρονικό εκείνο διάστημα η Δημοκρατία διέρχετο δύσκολη οικονομική περίοδο, και προς αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης, κατέστη αναγκαίο όπως περιορισθούν οι δαπάνες του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών. Οι συντάξεις, αποτελούσαν σημαντική δαπάνη για τον δημόσιο τομέα και παρουσίαζαν αυξητική τάση. Σύμφωνα με τις Δημοσιονομικές Εκθέσεις του Γενικού Λογιστηρίου για το 2012 και 2013 η δαπάνη για συντάξεις το 2011 ανήλθε στα €416,5 εκατομμύρια το 2012 στα €449,4 εκατομμύρια και το 2013 στα €491 εκατομμύρια.
Το μέτρο της μείωσης των συντάξεων περιλήφθηκε ρητά στο Μνημόνιο Συναντίληψης που κυρώθηκε με τον περί της Συμφωνίας Διευκόλυνσης Χρηματοδοτικής Στήριξης (Κυρωτικό) Νόμο του 2013, Ν.1(ΙΙΙ)/2013, στα δημοσιονομικά μέτρα που ήδη υιοθετήθηκαν από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Σε ότι αφορά την πρόσφατη νομολογία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι οι περιορισμοί στο περιουσιακό δικαίωμα που επιβλήθηκαν από το Νόμο ήταν σε μικρά ποσοστά, με αποτέλεσμα να μπορούν να θεωρηθούν επουσιώδεις, με αποτέλεσμα ως τέτοιοι (επουσιώδεις) οι περιορισμοί να πρέπει να κριθούν από το Δικαστήριο επιτρεπτοί, βάσει του άρθρου 23.3 του Συντάγματος.
Το Προοίμιο του Βασικού Νόμου 168(Ι)/2012 έχει ως ακολούθως:
«Επειδή κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα η Δημοκρατία διέρχεται δύσκολη οικονομική περίοδο και, προς αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης, καθίσταται αναγκαίο όπως περιορισθούν οι δαπάνες του δημόσιου τομέα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών και·
Επειδή, για τον ανωτέρω σκοπό καθίσταται αναγκαίο, μεταξύ άλλων, να μειωθούν οι απολαβές και οι συντάξεις που καταβάλλονται σε αξιωματούχους, εργοδοτουμένους και συνταξιούχους της κρατικής υπηρεσίας, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης και των σχολικών εφορειών,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:»
Στον Τροποποιητικό Νόμο αρ. 31(Ι)/2013, που αύξησε τα ποσοστά αποκοπών από 1/6/2013, δεν υπάρχει Προοίμιο.
Στον Τροποποιητικό Νόμο αρ.152(Ι)/2013, που εξαίρεσε από 6/12/2013 όχι μόνο τους υπαλλήλους της Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και τους συνταξιούχους αυτής από τις πρόνοιες του Νόμου, υπήρχε Προοίμιο, το ακόλουθο:
«ΕΠΕΙΔΗ η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έχει αυξημένες αρμοδιότητες και καθήκοντα και
ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με το Μνημόνιο Συναντίληψης η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου πρέπει να διατηρεί επαρκές προσωπικό για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων της και 138(Ι) του 2002 166(Ι) του 2003 34(Ι) του 2007 86(Ι) του 2013 103(Ι) του 2013.
ΕΠΕΙΔΗ ο περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμος, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, παρέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας τις αναγκαίες εξουσίες προς καθορισμό σχετικής πολιτικής,
Η Βουλή των αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:»
Το άρθρο 3 του Νόμου 168(Ι)/2012 είχε ως εξής:
3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή Κανονισμών ή διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών που ρυθμίζουν θέματα καταβολής απολαβών και σύνταξης, οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές αξιωματούχων και εργοδοτουμένων και οι συντάξεις των συνταξιούχων, μειώνονται, ως ακολούθως:
(α) Οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή και η μηνιαία σύνταξη, που δεν υπερβαίνουν το ποσό των χιλίων ευρώ (€1.000,00), δεν μειώνονται κατά οποιοδήποτε ποσό·
(β) οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή και η μηνιαία σύνταξη που υπερβαίνουν το ποσό των χιλίων ευρώ (€1.000,00) μειώνονται κλιμακωτά ως ακολούθως:
(i) για κάθε ευρώ από χίλια ένα (€1.001,00) και άνω έως χίλια πεντακόσια ευρώ (€1.500,00), κατά ποσοστό 6,5%,
(ii) για κάθε ευρώ από χίλια πεντακόσια ένα (€1.501,00) και άνω έως δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000,00), κατά ποσοστό 8,5%,
(iii) για κάθε ευρώ από δύο χιλιάδες ένα (€2.001,00) και άνω έως τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000,00), κατά ποσοστό 9,5%,
(iv) για κάθε ευρώ από τρεις χιλιάδες ένα (€3.001,00) και άνω έως τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000,00), κατά ποσοστό 11,5%,
(v) για κάθε ευρώ από τέσσερις χιλιάδες ένα (€4.001,00) και άνω, κατά ποσοστό 12,5%.
(γ) Με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου, 2014, οι ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές ή και η μηνιαία σύνταξη πέραν του ενός ευρώ (€1,00) μειώνονται κατά 3%, επιπρόσθετα από τη μείωση που προβλέπεται στα εδάφια 3(α) και 3(β).
Το άρθρο 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, προβλέπει τα ακόλουθα:
«ΑΡΘΡΟΝ 23
1. Έκαστος, μόνος ή από κοινού μετ' άλλων, έχει το δικαίωμα να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχη, απολαύη ή διαθέτη οιανδήποτε κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν και δικαιούται να απαιτή τον σεβασμόν του τοιούτου δικαιώματος αυτού.
Το δικαίωμα της Δημοκρατίας επί των υπογείων υδάτων, ορυχείων και μεταλλείων και αρχαιοτήτων διαφυλάσσεται.
2. Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθή ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.
3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.
Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.
................................».
Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γεώργιος Χαραλάμπους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας υποθέσεις 1480/2011 κ.α., ημερομηνίας 11/6/2014 αποφασίστηκε πως οι λόγοι δημόσιας ωφέλειας της εξυγίανσης των οικονομικών του κράτους για έξοδο από την οικονομική κρίση, δεν αναφέρονται στο άρθρο 23.3 του Συντάγματος ως επιτρεπτοί περιορισμοί στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα, με τις υπογραμμίσεις να έχουν προστεθεί:
«Δεν συμφωνούμε με τους Καθ' ων η αίτηση ότι η αποκοπή από τους μισθούς δεν εμπίπτει στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος καθότι οι πρόνοιες του σχετίζονται κυρίως με παρεμβάσεις σε γη. Αυτό δεν είναι ορθό, αφού το ίδιο το Άρθρο ρητά αναφέρεται, πέραν της ακίνητης και σε κινητή ιδιοκτησία. Επίσης, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι η αποκοπή έκτακτης εισφοράς από τους μισθούς και συντάξεις, μπορεί να δικαιολογηθεί, δυνάμει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος για λόγους δημόσιας ωφέλειας, οι οποίοι, όπως ισχυρίζονται, είναι συνυφασμένο με το δημόσιο συμφέρον της εξόδου του κράτους από την οικονομική κρίση. Η περικοπή μισθών δεν μπορεί να συνδεθεί με τη δημόσια ωφέλεια, εφόσον το Άρθρο 23.3 συνδέει την προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας, με την επιβολή όρων, δεσμεύσεων ή περιορισμών στην ιδιοκτησία για σκοπούς πολεοδομίας ή αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως της ιδιοκτησίας, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση».
Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μαρία Κουτσελίνη-Ιωαννίδου και Άλλοι, υπ. Αρ. 740/2011και άλλες, ημερομηνίας 7/10/2014, αποφασίστηκε πως σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η σύνταξη που αποδίδεται λόγω συμπλήρωσης των συντάξιμων ετών υπηρεσίας, αποτελεί αποκρυσταλλωμένο περιουσιακό δικαίωμα, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος. Περιορισμός δε του περιουσιακού αυτού δικαιώματος είναι επιτρεπτός μόνο για τους σκοπούς που ρητά αναφέρονται στο άρθρο 23.3. Αν δε οι επιτρεπόμενοι αυτοί περιορισμοί περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμα, τότε επιβάλλεται η καταβολή αποζημίωσης.
Το πρώτο ζητούμενο επομένως, προς κρίση του Δικαστηρίου, δεν είναι το ουσιώδες του περιορισμού, αλλά το επιτρεπτό του περιορισμού. Μόνο αν ο περιορισμός ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο επιτρεπόμενος από το άρθρο 23.3 του Συντάγματος θεωρώ πως το Δικαστήριο εξετάζει στη συνέχεια το ουσιώδες ή όχι του περιορισμού, για να αποφασίσει αν προβλέφθηκε αποζημίωση για ουσιώδη περιορισμό, κατά την επιταγή του συνταγματικού νομοθέτη στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου 23.3 του Συντάγματος.
Παραθέτω τα πολύ σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Κουτσελίνη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας,(ανωτέρω) με τις υπογραμμίσεις και τους τονισμούς να έχουν προστεθεί:
«Οι αιτητές, οι οποίοι επηρεάζονται από τον περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμο του 2011 (Ν 88(Ι)/2011), που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο Νόμος, ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 3(β) του Νόμου για αναστολή καταβολής σύνταξης, υπό προϋποθέσεις, είναι αντισυνταγματικό.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Οι αιτητές στις ενώπιον μας αιτήσεις είναι πρόσωπα δικαιούμενα σε σύνταξη, λόγω συμπλήρωσης συντάξιμης υπηρεσίας στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στα οποία, οι καθ΄ ων η αίτηση επέβαλαν, δια Νόμου, την «αναστολή» της καταβολής της σύνταξης τους, για τη χρονική περίοδο που διαρκεί η θητεία ή η υπηρεσία τους στο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση που ανέλαβαν.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας που διασφαλίζεται από το Άρθρο 23 δεν είναι απόλυτο αλλά καθορίζεται και ρυθμίζεται από σχετικούς νόμους αναφορικά με αστικά δικαιώματα σε περιουσία. Στερήσεις ή περιορισμοί του δικαιώματος αυτού, όμως, δεν μπορούν να επιβληθούν εκτός όπως προβλέπεται από το Άρθρο 23 (Άρθρο 23.2). Η τρίτη παράγραφος του Άρθρου 23 προβλέπει ότι η άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας μπορεί να υποβληθεί, με Νόμο, εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς, απολύτως απαραίτητους προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημόσιας ωφέλειας ή προς προστασία των δικαιωμάτων τρίτων. Για κάθε τέτοιο όρο, δέσμευση ή περιορισμό, ο οποίος μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της επηρεαζόμενης ιδιοκτησίας, θα πρέπει να καταβάλλεται το ταχύτερο δίκαιη αποζημίωση, καθοριζόμενη, σε περίπτωση διαφωνίας, από πολιτικό δικαστήριο.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση είναι ότι, με την προαναφερόμενη πρόνοια, δεν γίνεται οποιαδήποτε αποστέρηση περιουσιακού ή άλλου δικαιώματος, αλλά μόνον αναστολή του δικαιώματος στην καταβολή της σύνταξης, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που καθορίζεται από το Νόμο. Ακόμα όμως και αν θεωρηθεί ότι γίνεται αποστέρηση δικαιώματος αυτή δικαιολογείται ως απαραίτητος περιορισμός που τίθεται σύμφωνα με το Άρθρο 23 του Συντάγματος και που υπό τις περιστάσεις δεν είναι δυσανάλογος με την ανάγκη την οποίαν εξυπηρετεί. Η ανάγκη βασίζεται στο δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετείται με την αναστολή του δικαιώματος σύνταξης των αιτητών, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των καθ΄ ων η αίτηση. Συναφώς, έγινε ευρεία αναφορά σε ευρωπαϊκή νομολογία ως προς το πότε είναι δυνατός ο περιορισμός περιουσιακού ή ιδιοκτησιακού δικαιώματος, δυνάμει του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
………………….........................................................................................................................................................................................
Η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Πιτσιλλίδης και Άλλοι ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 7, είναι καθοδηγητική αναφορικά με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Εισηγήσεις περί αντισυνταγματικότητας εξετάζονται με βάση τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων όπως έχουν τεθεί στην
Θεμελιακή
απόφαση Board for Registration of Architects and Civil
Engineers v. Kyriakides (1966) 3 CLR 640. Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός εάν αποφασιστεί το αντίθετο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας. Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη εκτός εάν είναι αντισυνταγματική πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας. Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή ακόμα τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος. Αν είναι δυνατόν τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν ένα νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.
Στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (Αρ. 3)(1996) 1 AAΔ 315 τονίστηκε ότι η μεθοδολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση του κατά πόσον οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό. Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα.
Η εισήγηση των καθ΄ ων η αίτηση ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού η Αιτιολογική Έκθεση, στη βάση της οποίας θεσπίστηκε ο επίδικος Νόμος, δεν αναφέρεται καθόλου στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου ούτε και γίνεται επίκληση λόγων δημόσιας ωφέλειας ή δημόσιου συμφέροντος που να δικαιολογεί την παρέμβαση του κράτους, δυνάμει του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, στο περιουσιακό δικαίωμα των αιτητών.
Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική έκθεση προβάλλεται μόνο η ανάγκη εκσυγχρονισμού των συστημάτων συνταξιοδότησης των κρατικών αξιωματούχων και η εξάλειψη του φαινομένου των πολλαπλών συντάξεων.
Περιορισμός, όμως, θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου μπορεί να γίνει μόνο για τους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα (Δέστε: Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 ΑΑΔ 238. Τέτοιος περιορισμός τίθεται με νόμο, εφόσον κρίνεται αναγκαίος, και στο βαθμό που η ανάγκη τον επιβάλλει (Δέστε: Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1992) 3 ΑΑΔ 165). Η ανάγκη που επιβάλλει τέτοιο περιορισμό πρέπει να είναι όχι μόνον υπαρκτή αλλά και να έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης. Μόνο η διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιας ανάγκης και ο προσδιορισμός της φύσης της, μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου (Δέστε: Police v. Ekdotiki Eteria )(1982) 2 CLR 63). Η διαπίστωση της ανάγκης διαφαίνεται από τις πρόνοιες του Νόμου και την αιτιολογική του έκθεση.
Στην προκείμενη περίπτωση, επομένως, θα πρέπει να αντιπαραβληθεί και να συγκριθεί η προαναφερόμενη πρόνοια του άρθρου 3(β) του Νόμου με το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει μεγαλύτερη προστασία από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ενώ το άρθρο 1 επιτρέπει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια στους λόγους περιορισμού του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που επιτρέπονται. Το Άρθρο 23.3 προνοεί ρητά ότι τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να τεθούν μόνο για σκοπούς της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας υγείας, των δημοσίων ηθών, της πολεοδομίας, της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημοσίας ωφελείας και την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.
Η πρόνοια του Άρθρου 23.3 ότι περιουσιακό δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί δια νόμου, για σκοπούς ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας, δεν ταυτίζεται με τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Είναι ένα πράγμα να περιορίζεται το ιδιοκτησιακό δικαίωμα κάποιου, για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (που δεν προνοείται στο Άρθρο 23) και άλλο πράγμα να περιορίζεται το δικαίωμα του, υπέρ της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης της ιδιοκτησίας του, προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας (που προνοείται) (Δέστε: την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στις Υποθέσεις 1480/11 κ.α., Γεώργιος Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 11.6.2014).
Στην υπόθεση Azinas v. Cyprus (Αίτηση αρ. 56679/00), απόφαση του ΕΔΔΑ, ημερ. 28.4.2004, λέχθηκε από κάποιους από τους Δικαστές ότι το δικαίωμα σύνταξης είναι, υπό ορισμένες περιστάσεις, περιουσιακό δικαίωμα, για σκοπούς του ΄Αρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ.
Στην υπόθεση Φιλίππου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 ΑΑΔ 241, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι η σύνταξη αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα το οποίο χρήζει σεβασμού και προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Το δικαίωμα συνταξιοδότησης και οι όροι του αποτελούν ιδιοκτησία των δημοσίων υπαλλήλων, όπως ήταν η περίπτωση εκείνη. Το δικαίωμα δημιουργείται από το διορισμό του υπαλλήλου και τη συμπλήρωση των απαιτούμενων ετών υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση. Το γεγονός ότι παραχωρείται σύνταξη στη σύζυγο και τα εξαρτώμενα τέκνα του υπαλλήλου συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα θεωρούνται «περιουσία» η οποία μπορεί να μεταβιβαστεί. Στη Φιλίππου (ανωτέρω) έγινε αναφορά και στην Υπόθεση αρ. 39574/07 του ΕΔΔΑ, Αποστολάκης ν. Ελλάδας, ημερ. 22.10.2009 στην οποίαν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ανέφερε ότι το δικαίωμα στη σύνταξη μπορεί να εξομοιωθεί με περιουσιακό δικαίωμα, στις περιπτώσεις όπου ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής σύνταξης, στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας. Στην ίδια υπόθεση σημειώθηκε ότι με το διορισμό του αιτητή στη Δημόσια Υπηρεσία αυτός απέκτησε ένα δικαίωμα, το οποίο συνιστά περιουσία υπό την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Θεωρούμε ότι το συμβατικό δικαίωμα στη σύνταξη των, ενώπιον μας, αιτητών, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε με τη συμπλήρωση υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση (Δέστε: Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 ΑΑΔ 1239), είναι, υπό τις περιστάσεις, περιουσιακό τους δικαίωμα και δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην απόφαση της Ολομέλειας στην Παύλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 584 στην οποία εξετάστηκε το κατά πόσο παραβιάζετο το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, από τη μείωση των επαγγελματικών συντάξεων του δημοσίου, όταν αρχίζει να καταβάλλεται στους δικαιούχους, η αναλογική σύνταξη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Τονίστηκε στην απόφαση εκείνη ότι η σύνταξη αποτελεί περιουσία που απαιτεί νομική προστασία. Θεωρήθηκε όμως, ότι η μείωση της επαγγελματικής σύνταξης δυνάμει του Άρθρου 45 του Ν 97(Ι)/97, είχε ως αντιστάθμισμα την καταβολή αναλογικής σύνταξης (από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων) και επομένως δεν υπήρχε παραβίαση του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας.
Η επίδικη πρόνοια του άρθρου 3(β) του Νόμου προνοεί ότι η σύνταξη που καταβάλλεται ή θα καταβάλλεται στους αιτητές, «αναστέλλεται» για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία ή η υπηρεσία τους στο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση που κατέχουν. Η αναστολή του δικαιώματος καταβολής της σύνταξης δεν είναι όμως αναστολή, υπό την έννοια του ότι κατά τη λήξη της θητείας ή της υπηρεσίας των αιτητών στο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση που κατέχουν, θα τους καταβληθεί αναδρομικά. Η αναστολή που προνοείται στο άρθρο 3(β) σημαίνει ουσιαστικά ότι οι αιτητές χάνουν οριστικά το δικαίωμα τους στη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η θητεία ή η υπηρεσία τους στις προαναφερόμενες θέσεις, χωρίς να τους παρέχεται οποιονδήποτε αντάλλαγμα. Αν δεν χάνουν ολότελα το δικαίωμα αυτό, αυτό περιορίζεται σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του άρθρου 3(β) έτσι ώστε αν ο μισθός τους στο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση που κατέχουν είναι μικρότερος από τη σύνταξη, οι αιτητές θα παίρνουν τόσο μέρος της σύνταξης ώστε ο μισθός τους να εξισώνεται με το ποσό της μηνιαίας σύνταξης τους. Η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 3(β), σύμφωνα με την οποίαν η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά τον τερματισμό της θητείας ή υπηρεσίας των αιτητών, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, «στο ύψος που αυτή θα ευρίσκεται αν δεν είχε ανασταλεί», επίσης δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς την κατάσταση, δεν συνιστά αντιστάθμισμα ή αποκατάσταση του περιουσιακού ή ιδιοκτησιακού δικαιώματος των αιτητών για τις συντάξεις ή το μέρος των συντάξεων τους που απώλεσαν, αλλά απλά προνοεί ότι αν οι αιτητές δικαιούνται σε κάποιες προσαυξήσεις στη σύνταξη, μετά τη λήξη της θητείας ή υπηρεσίας τους, δεν θα τις απωλέσουν και αυτές.
Δεν τίθεται ζήτημα διαφοροποίησης των δύο περιπτώσεων, δηλαδή εκείνων που χάνουν ολότελα τη σύνταξη και εκείνων που τη χάνουν μερικώς, διότι, όπως αναφέραμε, στις παρούσες υποθέσεις, υπάρχει ανεπίτρεπτος περιορισμός ή στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτητών. Ούτε και τίθεται ζήτημα στάθμισης του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας, από τη μια, και του ατομικού δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτητών, από την άλλη, διότι, όπως παρατηρήσαμε, το Άρθρο 23 του Συντάγματος μας δεν περιλαμβάνει το γενικό συμφέρον της κοινωνίας ή το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια, γενικά, ως λόγο για τον οποίο ο νομοθέτης μπορεί να στερήσει ή να περιορίσει δικαίωμα ιδιοκτησίας. Η σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ (δέστε π.χ. Αιτήσεις 62235/12 και 57725/12, ημερ. 8.10.13, αποφάσεις ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Mateus v. Portugal και Januario v. Portugal) για στάθμιση του δημόσιου συμφέροντος της κοινωνίας, έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος της προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας, δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, καθότι ο Νομοθέτης, στην αιτιολογική του έκθεση επικαλείται λόγους εκσυγχρονισμού του συστήματος συντάξεων, αλλά δεν επικαλείται λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας, για να δικαιολογήσει τον περιορισμό των συνταγματικών δικαιωμάτων των αιτητών. Επιπρόσθετα η ανάγκη εκσυγχρονισμού του συστήματος συντάξεων (ύπαρξη και φύση) δεν αιτιολογείται επαρκώς στο νόμο (προoίμιο) ή την αιτιολογική έκθεση.
Η Συνθήκη της Λισσαβώνας συνιστά Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Κεκτημένο και έδωσε δεσμευτικό χαρακτήρα στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ο Χάρτης). Ανατρέξαμε λοιπόν στο Χάρτη και συγκεκριμένα στο Άρθρο 17, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα της περιουσίας. Το δικαίωμα της περιουσίας, σύμφωνα με το Άρθρο 17, δεν μπορεί να περιοριστεί, εκτός για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που προνοούνται σε νόμο, υπό την προϋπόθεση ότι δίκαιη αποζημίωση καταβάλλεται, σε εύθετο χρόνο, για την απώλεια. Στην προκείμενη περίπτωση παρατηρούμε ότι ούτε στο νόμο γίνεται πρόνοια για δίκαιη αποζημίωση για την απώλεια την οποίαν υφίστανται οι αιτητές, αλλά ούτε και οποιαδήποτε διευθέτηση έγινε για καταβολή, σ΄ αυτούς, δίκαιης αποζημίωσης, σε εύθετο χρόνο. Κατά συνέπεια ούτε το Άρθρο 17 του Χάρτη μπορεί να καταστήσει την εξεταζόμενη πρόνοια, έγκυρη, ως συνάδουσα με το Κοινοτικό Κεκτημένο.
Με τα προαναφερόμενα υπόψιν κρίνουμε ότι το άρθρο 3(β) του Νόμου καταστρατηγεί το Άρθρο 23 του Συντάγματος και επομένως είναι αντισυνταγματικό, επειδή με αυτό τίθεται, δια νόμου, ανεπίτρεπτος (δηλαδή μή προβλεπόμενος) περιορισμός σε περιουσιακό ή ιδιοκτησιακό δικαίωμα των αιτητών και συγκεκριμένα το συμβατικό, κεκτημένο και αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα τους στη σύνταξη, το οποίο πηγάζει από συμπλήρωση υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση. Ο περιορισμός που τέθηκε στο άρθρο 3(β) του Νόμου δεν είναι απαραίτητος, ούτε και δικαιολογείται, με βάση τους σκοπούς που ρητά προνοούνται στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος.»
Διαπιστώνω κατά πρώτον ότι ούτε η Αιτιολογική Έκθεση ούτε το Προοίμιο του Νόμου αποκαλύπτουν κάποιον από τους επιτρεπτούς στο άρθρο 23.3 του Συντάγματος περιορισμούς του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με το προοίμιο του Νόμου, κρίθηκε αναγκαία η αποκοπή μεταξύ άλλων των συντάξεων των αιτητών, για να περιοριστούν οι δαπάνες του δημόσιου τομέα «προς αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης»,
Δεν έχω αμφιβολία ότι ο σκοπός της αποφυγής της περαιτέρω επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους αποτελεί σκοπό δημόσιας ωφέλειας και ή δημοσίου συμφέροντος. Για ένα τέτοιο σκοπό επιτρέπεται περιορισμός στο δικαίωμα της περιουσίας, στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όπως έχει αποφασιστεί από το ΕΔΔΑ (Κουφάκη κατά Ελλάδος, προσφυγές 57665/12 και 57657/12, ημερομηνίας 31/8/2012). Εφόσον όμως το δικαίωμα στην σύνταξη, που αποκρυσταλλώθηκε λόγω συμπλήρωσης υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση, αποτελεί σύμφωνα με την δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απόφαση Κουτσελίνη (ανωτέρω) περιουσία ενταγμένη στην προστασία όχι μόνο του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αλλά και του άρθρου 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο δικαίωμα αυτό θα παραχωρηθεί η υψηλότερη προστασία του άρθρου 23 του Συντάγματος. Όπως αναφέρεται στις δύο αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Χαραλάμπους και Κουτσελίνη (ανωτέρω) το άρθρο 23 του Κυπριακού Συντάγματος παρέχει μεγαλύτερη προστασία στο δικαίωμα της περιουσίας, αφού στους λόγους για τους οποίους δυνατόν να επιτραπούν περιορισμοί δεν είναι οι γενικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας, τόσο μάλιστα γενικοί στους οποίους να μπορούσαν εκάστοτε να εντάσσονται κατ’ ερμηνεία ειδικότεροι λόγοι, όπως η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, η περιστολή των κρατικών δαπανών, η διάσωση της οικονομίας και άλλοι. Όπως όμως αναλύεται εκτενώς στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κουτσελίνη (ανωτέρω), στο άρθρο 23.3 δεν περιλαμβάνονται στους επιτρεπτούς περιορισμούς ούτε οι δημοσιονομικοί λόγοι ούτε λόγοι εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών, ούτε εξορθολογισμού των συντάξεων, αλλά ούτε και οι γενικοί λόγοι του δημοσίου συμφέροντος ή της δημόσιας ωφέλειας δεν προβλέπονται ως λόγοι που επιτρέπουν τους περιορισμούς στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Οι περιορισμοί στο δικαίωμα ιδιοκτησίας δυνάμει του άρθρου 23.3 του Συντάγματος που είναι οι μόνοι περιορισμοί που επιτρέπει το Σύνταγμα (άρθρο 23.2 του Συντάγματος) είναι επιτρεπτοί μόνον προς το συμφέρον (α) της δημοσίας ασφαλείας (β) της δημοσίας υγείας (γ) των δημοσίων ηθών (δ) της πολεοδομίας (ε) της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως της ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.
Το γεγονός ότι το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, (διαφορετικά απ’ ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας )επιτρέπει περιορισμούς του δικαιώματος για λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας, δεν καθιστά αυτόματα και τους επίδικους περιορισμούς επιτρεπτούς κατά το Σύνταγμα στην αναζήτηση κατά πόσο παραβιάζεται το άρθρο 23 του Συντάγματος. Μία τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση είναι λανθασμένη και δεν επιτρέπεται δυνάμει και του Άρθρου 53 της ΕΣΔΑ, το οποίο προβλέπει ως ακολούθως:
«Καμία διάταξη της Σύμβασης δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να περιορίζει ή να αναιρεί τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες τα οποία τυχόν αναγνωρίζονται από τους νόμους οιουδήποτε των συμβαλλόμενων μερών ή από κάθε άλλη Σύμβαση, την οποία αυτά έχουν υπογράψει.»
Στο σύγγραμμα της καθηγήτριας Τζούλιας Ηλιοπούλου- Στράγγα «Γενική Θεωρία Θεμελιωδών Δικαιωμάτων» σελίδες 279-280, γίνεται ανάλυση του άρθρου 53 της ΕΣΔΑ που εξασφαλίζει την εφαρμογή της ευνοϊκότερης διάταξης του εθνικού δικαίου από αυτήν της ΕΣΔΑ και σημειώνεται πως κατά συνέπεια δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση δικαιώματος ή ελευθερίας της ΕΣΔΑ για να περιοριστεί ή να αναιρεθεί θεμελιώδες δικαίωμα που αναγνωρίζεται ήδη από την εθνική νομοθεσία συμβαλλόμενου κράτους, ειδικότερα στους συνταγματικούς του κανόνες. Παραθέτω ένα εκτενές απόσπασμα, με τις υπογραμμίσεις να έχουν προστεθεί:
«δ. Η κατοχύρωση του εκτός της ΕΣΔΑ (επιτευχθέντος) επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων - Προστασία του «κεκτημένου»;
Το άρθρο 53 της ΕΣΔΑ, το οποίο επιγράφεται «Προστασία των αναγνωρισμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου», ορίζοντας ότι καμία διάταξη της Σύμβασης δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να περιορίζει ή να αναιρεί τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες τα οποία τυχόν αναγνωρίζονται από τους νόμους οιουδήποτε των συμβαλλόμενων μερών ή από κάθε άλλη Σύμβαση, την οποία αυτά έχουν υπογράψει, αφενός μεν λαμβάνει υπ’ όψιν το γεγονός ότι ενδέχεται το Σύνταγμα ή η νομοθεσία κάποιου συμβαλλόμενου Κράτους ή κάποια διεθνής σύμβαση που το δεσμεύει να περιέχει ευνοϊκότερες ρυθμίσεις, αφετέρου δε αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει το ήδη εκτός της ΕΣΔΑ ενδεχομένως επιτευχθέν επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ.
Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση δικαιώματος ή ελευθερίας της ΕΣΔΑ για να περιορισθεί ή να αναιρεθεί θεμελιώδες δικαίωμα που αναγνωρίζεται ήδη από την εθνική νομοθεσία οποιουδήποτε συμβαλλόμενου Κράτους ή από άλλη διεθνή σύμβαση την οποία τα συμβαλλόμενα στην ΕΣΔΑ Κράτη έχουν υπογράψει. Στην έννοια των (εθνικών) νόμων περιλαμβάνονται οι εθνικοί κανόνες δικαίου ανεξαρτήτως ιεραρχίας. Συνήθως πρόκειται για συνταγματικούς κανόνες, χωρίς να αποκλείονται πάντως οι κοινοί νόμοι. Περαιτέρω, στην έννοια της «οποιαδήποτε άλλης Σύμβασης» εντάσσονται διεθνείς συμβάσεις που δεσμεύουν το συμβαλλόμενο Κράτος, μεταξύ δε αυτών συγκαταλέγονται και οι Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά συνέπεια, ενδεχομένως υπάρχουσες ευνοϊκότερες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου δεν επηρεάζονται από την ΕΣΔΑ.
Με το άρθρο 53 γίνεται σαφές ότι η ΕΣΔΑ κατοχυρώνει ένα ελάχιστο επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών που περιέχει, αφήνοντας περιθώριο στα συμβαλλόμενα Κράτη να παράσχουν ευρύτερη προστασία. Υποστηρίζεται, πάντως, σχετικά ότι την ευνοϊκότερη εθνική ρύθμιση μπορεί να επικαλεσθεί ο προσφεύγων μόνον ενώπιον του εθνικού δικαστή, και όχι ενώπιον του ΕΔΔΑ704.»
Βάσει του άρθρου 53 της ΕΣΔΑ αλλά επίσης και του άρθρου 53 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει αντίστοιχο περιεχόμενο, το παραθέτω,
Άρθρο 53
«Καμία διάταξη του παρόντος Χάρτη δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως περιορίζουσα ή θίγουσα τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες που αναγνωρίζονται στα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής από το δίκαιο της Ένωσης, το διεθνές δίκαιο καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις, στις οποίες είναι μέρη η Ένωση, ή όλα τα κράτη μέλη, και ιδίως από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθώς και από τα Συντάγματα των κρατών μελών»
συνάγεται ότι ούτε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ούτε το άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων μπορούν να αντικαταστήσουν την προστασία του άρθρου 23 του Συντάγματος, εις βάρος των αιτητών που το επικαλούνται.
Η κα Συμεωνίδου κάλεσε το Δικαστήριο να υιοθετήσει την εισήγησή της πως οι αποκοπές δεν ήταν μεγάλες και ως εκ τούτου, όπως και στην Χαραλάμπους (ανωτέρω) ο περιορισμός θα πρέπει να κριθεί επουσιώδης.
Έχω εξηγήσει ανωτέρω πως στην απόφαση Κουτσελίνη (ανωτέρω) αποφασίστηκε πως ακόμα και ο περιορισμός περιουσιακού δικαιώματος είναι επιτρεπτός μόνο ως ορίζει το Σύνταγμα και στην έκταση που ορίζει: «… περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή …»
Η έννοια της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 23 του Συντάγματος δυνάμει της οποίας προβλέπεται αποζημίωση για πρόκληση ουσιώδους μείωσης της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας δεν ερμηνεύεται κατά την άποψή μου πως επιτρέπει επουσιώδη μείωση της αξίας που προκλήθηκε από περιορισμούς που δεν εντάσσονται στους επιτρεπόμενους της πρώτης παραγράφου του άρθρου 23.3. Τούτο συνάγεται ξεκάθαρα από όλο το κείμενο των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 23 αλλά και την φράση «Δια πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν, ή περιορισμόν …» αναφερόμενο στους επιτρεπόμενους, δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 23, περιορισμούς.
Περαιτέρω αξίζει να σχολιάσω πως ακόμα κι αν προβλεπόταν το επιτρεπτό του επουσιώδους περιορισμού ανεξαρτήτως του σκοπού που επιδιώκει να εξυπηρετήσει, στην απόφαση Χαραλάμπους (ανωτέρω) επίδικο ζήτημα ήταν η αποκοπή από τις απολαβές των δημόσιων υπαλλήλων έκτακτης εισφοράς (παρόλο που ο σχετικός εκεί νόμος (Ν. 112(Ι)/2011)προέβλεπε και αποκοπές έκτακτης εισφοράς και στις συντάξεις). Η αποκοπή αυτή συνέχισε να ισχύει στις συντάξεις των εδώ αιτητών μέχρι το έτος 2016. Άρα κατά τον ουσιώδη χρόνο θέσης του επίδικου εδώ Νόμου (Ν.168(Ι)/2012)σε ισχύ, πέραν της έναρξης αποκοπής από τη σύνταξη δυνάμει του τελευταίου νόμου, αποκόπτετο παράλληλα και η έκτακτη εισφορά, η οποία στα ενημερωτικά δελτία συντάξεων αναφέρεται ως «Εισφορά». Δεν θα προβώ σε άλλη ανάλυση επί τούτου διότι έχω ήδη καταλήξει πως ο περιορισμός θα πρέπει να είναι επιτρεπτός για να προχωρήσει το Δικαστήριο να κρίνει αν είναι ουσιώδης ή επουσιώδης, ώστε να απαιτείται ή όχι αντίστοιχα η καταβολή αποζημίωσης. Να σχολιάσω μόνο ότι στην Χαραλάμπους κρίθηκε επουσιώδης ο περιορισμός της έκτασης εισφοράς,, ο οποίος όμως τώρα επαυξήθηκε κατά πολλαπλάσια ποσοστά πέραν του περιορισμού που επέφερε στη σύνταξη η επιβολή της έκτακτης εισφοράς.
Καταλήγω πως το άρθρο 3 του περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων, Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου του 2012 (Ν.168(Ι)/2012, όπως τροποποιήθηκε στο μέτρο που περιορίζει το αποκρυσταλλομένο δικαίωμα στην σύνταξη των αιτητών κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 23 του Συντάγματος είναι αντισυνταγματικό. Επ’ αυτού βασίστηκαν οι επίδικες διοικητικές πράξεις και ως εκ τούτου οδηγούνται για τον λόγο αυτό σε ακυρότητα.
Δεν θα προχωρήσω να εξετάσω άλλους λόγους ακυρότητας, αφού για τον λόγο που έχω αναφέρει όλες οι προσφυγές επιτυγχάνουν.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι επίδικες αποφάσεις όπως περιγράφηκαν ανωτέρων στην κάθε μια προσφυγή ακυρώνονται.
Στις προσφυγές αρ. 382/2015, 898/2013, 899/2013, 900/2013 και 272/2016 επιδικάζονται €1300 πλέον ΦΠΑ υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση σε κάθε προσφυγή.
Για όλες τις υπόλοιπες που τις χειρίστηκε ο ίδιος συνήγορος των αιτητών επιδικάζονται €850 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση σε κάθε προσφυγή.
Μ. Καλλιγέρου, ΠΔΔ.