ECLI:CY:DDDP:2022:885

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 5209/21

 

10 Αυγούστου, 2022

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

J. S.

Αιτητού

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

(κ.) Μ. Παπαλοΐζου, για τον Αιτητή

 

(κ.) Ρ. Χρυσάνθους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το  παρόν Δικαστήριο με την οποίο να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 26.7.2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του τελευταίου για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του για άσυλο δυνάμει των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (ο περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.            Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από την Ινδία. Περί την 1.2.2016, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 17.5.2016, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσία Ασύλου, ο οποίος συνέταξε και υπέβαλε Έκθεση/ Εισήγηση, προτείνοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, η οποία εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) στις 2.6.2016. Στις 12.8.2016, υποβλήθηκε από τον Αιτητή διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (στο εξής: AAΠ), η οποία απορρίφθηκε με σχετική απόφαση στις 17.5.2017. Στις 18.3.2021, ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα της αίτησής του για άσυλο. Στις 17.7.2021, διενεργήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από τη  λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, της οποίας η εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή ως απαράδεκτης, εγκρίθηκε από τον Αιτητή με απόφαση του Προϊσταμένου ημερομηνίας. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.            Ο Αιτητής προωθεί με την γραπτή του αγόρευση τους ακόλουθους λόγους προσφυγής: Eπικαλείται έλλειψη δέουσας έρευνας και παραβίαση του δικαιώματός του σε ακρόαση. Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση έσφαλαν με τη μη χορήγηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

3.            Από την πλευρά τους οι Καθ΄ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης και της ορθότητας αυτής. Σημειώνουν ότι η επίδικη απόφαση αφορά σε μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, όπου προβλήθηκαν από αυτόν ισχυρισμοί, οι οποίοι εξ υπαιτιότητός του δεν είχαν προβληθεί σε προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεώς του για διεθνή προστασία και οι οποίοι επιπλέον δεν αυξάνουν τις πιθανότητές αυτός να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Απαντώντας στους επιμέρους λόγους προσφυγής, υποβάλλουν ότι ουδεμία παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενής ακρόασης δεν υφίσταται καθώς, ο Αιτητής είχε πολλές φορές, συμπεριλαμβανομένου, του εντύπου της μεταγενέστερης αίτησής του, να εκθέσει τις απόψεις του. Επιπλέον  με παραπομπή σε συναφή νομολογία και στις περιστάσεις του Αιτητή υποβάλλουν ότι η επίδικη πράξη υπήρξε προϊόν δέουσας έρευνας. Τέλος επαναλαμβάνουν ότι ορθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν δύναται να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, παραπέμποντας στους ισχυρισμούς και στις λοιπές περιστάσεις του Αιτητή, ο οποίος κατά τους Καθ’ ων η αίτηση εντάσσεται στην έννοια του όρου του οικονομικού μετανάστη.

 

To νομικό πλαίσιο

4.            Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019  έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.». ΄

 

5.            Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

6.            Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

 

7.            Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

8.            Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2)  Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

 [.]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

 

9.            Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο –

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην  οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]»

10.         Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

11.         Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί εκ προοιμίου αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Ο Αιτητής θα πρέπει να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και ειδικότερα εν προκειμένω το επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του για διεθνή προστασία. Ως δε λόγος προσφυγής ανάγεται πλέον η κακή/πλημμελής εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από τη διοίκηση, εκτίμηση η οποία καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].

 

12.         Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

 

13.         Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68).

 

14.         Επισημαίνεται ειδικώς ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

15.         Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C‑18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710.

 

16.         Το ΔΕΕ εν προκειμένω κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι  2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα. (σκέψεις 31 έως 44)

 

17.         Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται  σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ. επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].

 

18.         Συναφώς διευκρινίζεται ότι η ενώ το άρθρο 40, παράγραφοι 2 έως 4, και το άρθρο 42, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 θεσπίζουν ορισμένους διαδικαστικούς κανόνες που αφορούν το πρώτο στάδιο της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων σε σχέση με το παραδεκτό τους, η οδηγία δεν καθιερώνει κανένα ειδικό διαδικαστικό πλαίσιο όσον αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας απαιτεί απλώς να συνεχίζεται η επί της ουσίας εξέταση των παραδεκτών μεταγενέστερων αιτήσεων σύμφωνα με το κεφάλαιο II της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει τις βασικές αρχές και εγγυήσεις τις οποίες οφείλουν να σέβονται τα κράτη μέλη στο διαδικαστικό πλαίσιο που καθιερώνουν. Συνεπώς το διαδικαστικό πλαίσιο εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων αφήνεται εν πολλοίς στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών, υπό την αίρεση πάντοτε των ως άνω αρχών και εγγυήσεων. (σκέψεις 45 έως 50)

 

19.         Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 4 της οδηγίας 2013/32 και όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες. Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω τα νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς.  

 

20.         Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της αίτησης αφήνεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

21.         Στην παρούσα υπόθεση, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή, επισημαίνοντας ότι ο Αιτητής δεν προέβαλε τους καινοφανείς ισχυρισμούς του από δική του υπαιτιότητα. Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι σε κάθε περίπτωση, με βάση το προφίλ του Αιτητή και τις δηλώσεις του, οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

22.         Πράγματι, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής κατά διοικητική εξέταση της πρώτης αίτησής του για άσυλο κατέγραψε αρχικώς ότι εγκατέλειψε τη χώρα του προκειμένου να εργαστεί καθώς στη χώρα του υπάρχει ανεργία. Ακολούθως κατά τη συνέντευξή του επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς, επαναλαμβάνοντας της ανάγκη του να εργαστεί και να συνδράμει την οικογένειά του ενώ παράλληλα δεν επικαλέστηκε οποιοδήποτε φόβο δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Στο πλαίσιο της διοικητικής του προσφυγής, ο Αιτητής αναφέρθηκε στην δυσκολία του να εξεύρει εργασία, καθώς προηγουμένως εγκατέλειψε το χώρο εργασίας του στη Δημοκρατία και δεν κατόρθωσε να εξεύρει νέα εργασία. Επανέλαβε την επιθυμία του να παραμείνει στη Δημοκρατία για να εργαστεί.

 

23.         Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής επανέλαβε την επιθυμία του να παραμείνει στη Δημοκρατία καθώς η οικονομική κατάσταση στη χώρα του δεν είναι καλή και ανέφερε ότι είναι Σιχ και  υποστηρικτής του δημοψηφίσματος του Khalistan, στο οποίο η κυβέρνηση αντιτίθεται. Στο πλαίσιο της συνέντευξής του κατά το στάδιο διοικητικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής, ερωτώμενος για τις συνέπειες τις ενδεχόμενες επιστροφής του ανέφερε ότι δεν θα είναι σε θέση να εξεύρει εργασία. Ερωτηθείς ακολούθως για τους λόγους που ανέφερε το Khalistan, ο Αιτητής δεν προέβη σε οποιαδήποτε διασύνδεση με φόβο δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης, παρά μόνο ανέφερε οι ινδουιστές ελέγχουν το επικρατόν κόμμα στην επαρχία Πουντζάμπ και ότι η κυβέρνηση δεν μεταχειρίζεται καλά τη δική του μειονότητα. Ο ίδιος ως ανέφερε ουδέποτε συνελήφθη ή κρατήθηκε. Από τις δηλώσεις του Αιτητή προκύπτει ότι αυτό που τον απασχολεί είναι η πρόσβασή του σε εργασία.  

 

 

24.         Αξιολογώντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς και λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή.

 

25.         Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα και δεδομένου ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής προβάλλει παραδεκτώς οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό που να παραπέμπει σε δίωξη ή κίνδυνο αυτός να υποστεί σοβαρή βλάβη, ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

 

26.         Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δεν επικαλείται σε κανένα στάδιο εξέτασης της αίτησής του οποιοδήποτε φόβο δίωξης, εκ των πολιτικών του πεποιθήσεων, καθώς το πρόβλημα εστιάζεται κατά αυτόν στην εξεύρεση εργασίας.

 

27.         Επισημαίνεται συναφώς ότι η έννοια της δίωξης όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου και εξειδικεύεται στο άρθρο 3Γ αυτού αφορούν σε πράξεις οι οποίες είναι-(α)  αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή (β) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο (α).

 

28.         Εν προκειμένω παρατηρώ ότι η αναφορές του Αιτητή σε δυσχέρεια εξεύρεσης εργασίας δεν αφορούν γενικότερα στη δυνατότητά του να εργαστεί ούτε και προβάλλει οποιαδήποτε ειδικό ισχυρισμό από αυτό. Ο ίδιος επικαλείται δυσκολία εξεύρεσης εργασίας γενικώς. Κατ’ επέκταση ένταση του περιορισμού της πρόσβασής του σε εργασία που αυτός επικαλείται δεν απολήγει σε τόσο σοβαρή παραβίαση των δικαιωμάτων του ώστε αυτή να θεωρηθεί εντέλει δίωξη με την έννοια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

29.         Το δικαίωμά του στην εργασία, δικαίωμα οικονομικής και κοινωνικής φύσεως, δεν παραπέμπει αφ΄εαυτού σε αρκούντος σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μόνο κάτω υπό εξαιρετικές περιστάσεις, με τη σώρευση διαφόρων μέτρων, οι παραβιάσεις οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που προβλέπονται σε συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα να ισοδυναμούν με δίωξη,  εφόσον τα μέτρα είναι αρκούντως σοβαρά. Δεν υποστηρίζει τη διαπίστωση δίωξης κάθε παράνομη ή άδικη. Τα συσσωρευμένα μέτρα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα αρκούντως σοβαρή στέρηση συνθηκών διαβίωσης ισοδύναμη με παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση. Επιπλέον, γενικά, για να πληρούν τις προϋποθέσεις του χαρακτηρισμού τους ως δίωξης, οι σοβαρές παραβιάσεις οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων πρέπει να αποδίδονται σε υπεύθυνο δίωξης.[1]

 

30.         Ως προς το γεγονός ότι ο Αιτητής ανήκει στη θρησκευτική ομάδα των Σιχ, παρατηρώ ότι στην επαρχία Πουντζάμπ, όπου η Αιτητής δήλωσε ως τόπο τελευταίας διαμονής του οι Σιχ αποτελούν την πλειοψηφία[2] και επίσης βάσει πρόσφατων πηγών δεν διαφαίνεται να αντιμετωπίζουν πρόβλημα δίωξης ή κινδύνου σοβαρής βλάβης.[3]

 

31.         Επιπλέον, ο εν λόγω ισχυρισμός, εκ της γενικότητάς του, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αυξάνει με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.[4]

 

32.         Ως προς τους οικονομικής φύσεως ισχυρισμούς που εγείρει ο Αιτητής, είναι καλά γνωστή η διάκριση μεταξύ πρόσφυγα και οικονομικού μετανάστη, όπου στην περίπτωση του τελευταίου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς τα κίνητρα εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του είναι κατ' ουσίαν οικονομικά (Βλ. Εγχειρίδιο Ύπατης Αρμοστείας για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, παρ. 62). Δεν προβλήθηκαν και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της διοικητικής διαδικασίας αλλά ούτε και της παρούσας διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή του Αιτητή στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

33.         Η επίκληση αμιγώς οικονομικών κινήτρων εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του Αιτητή δεν δικαιολογεί από μόνη της την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή την αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. [Βλ. ενδεικτικώς Υπόθεση Αρ. 2319/2006Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 16.7.2008, (2008) 4 ΑΑΔ 568, Απόφαση στην υπόθεση αρ. 444/20, S.Μ.S. ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 2.6.2021, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, Irene Fesenko v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων].

 

34.         Σημειώνεται προς τούτο συναφώς στο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 27.5.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) με το οποίο η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας.

 

35.         Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί του Αιτητή εν πολλοίς είχαν εξεταστεί σε προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία και δεν αποτελούν νέα στοιχεία και επιπλέον, σε κάθε περίπτωση οι ισχυρισμοί αυτοί σε συνάρτηση με το προφίλ του δεν αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

36.         Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, δεδομένης της δικαιοδοσίας και της έκτασης του ελέγχου της επίδικης πράξης που ασκεί το παρόν Δικαστήριο, η εξέταση των  ισχυρισμών του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, παράβασης του δικαιώματος του Αιτητή σε προηγούμενη ακρόαση και μη χορήγησης στο Αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας  καθίσταται και εξ αυτού του λόγου αλυσιτελής.

 

37.         Σε κάθε περίπτωση παρατηρώ ότι ο Αιτητής είχε την ευκαιρία να εκθέσει τόσο στο έντυπο της μεταγενέστερης αίτησής του για διεθνή προστασία όσο και στο πλαίσιο της δεύτερης συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τις θέσεις και τους ισχυρισμούς του προς υποστήριξη της αίτησής του για διεθνή προστασία. Σημειώνεται δε ότι οι Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου όπως θεσπίζονται στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν. 158(Ι)/1999) υποχωρούν όταν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις (Βλ. Α.Ε. Αρ. 2422, Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Α.Ε. Αρ.: 2824, Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ. ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, και η εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, η εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας ακολουθεί μία συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία θεσπίζεται από τον περί Προσφύγων  Νόμο. Οι διατάξεις δε που ρυθμίζουν την εν λόγω διαδικασία είναι εναρμονιστικής φύσεως μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη τις αντίστοιχες ενωσιακές διατάξεις (μεταξύ άλλων, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με Κοινές διαδικασίες για τη Χορήγηση και Ανάκληση του Καθεστώτος Διεθνούς Προστασίας και της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις Απαιτήσεις για την Υποδοχή των Αιτούντων Διεθνή Προστασία). Ακολουθώντας συνεπώς η αρμόδια αρχή την από τον περί Προσφύγων Νόμο καθορισθείσα διαδικασία, όπως διαπιστώνω ότι έπραξε εν προκειμένω δεν τίθεται ζήτημα παράβασης του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή. Σημειώνεται δε ότι η δεύτερη συνέντευξη δεν αποτελεί διαδικαστικό προαπαιτούμενο στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής, όπως ισχύει με την εξέταση της πρώτης αίτησης ασύλου, αλλά εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Προϊσταμένου.

 

38.         Στο δε πρώιμο στάδιο εξέτασης του παραδεκτού της αίτησης ασύλου του Αιτητή, δεν εξετάζεται η ουσία της αίτησης διεθνούς προστασίας αλλά η συνδρομή των προϋποθέσεων παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.   

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1400 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

                                                                      

Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

           



[1] (Βλ. EUAA, Δικαστική Ανάλυση, Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας,

https://euaa.europa.eu/el/publications/dikastiki-analysi-proypotheseis-horigisis-diethnoys-prostasias)

[2] USDOS (Unitedα States Department of State), 2021 Report on International Religious Freedom: India, 2 June 2022, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2022/03/INDIA-2021-INTERNATIONAL-RELIGIOUS-FREEDOM-REPORT.pdf, p. 4 ‘Sikhs constitute 54 percent of the population of Punjab’ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/08/22)

[3] Department of Foreign Affairs and Trade (DFAT Australia), DFAT COUNTRY INFORMATION REPORT INDIA, 10 Δεκεμβρίου 2020, 33 διαθέσιμο σε https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-india.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/9/2021) «India has a Sikh population of 20.8 million people (2011 census). The growth rate of Sikhism declined since the 2001 census. Sikhism is the dominant religion in the state of Punjab (approximately 16 million people) … DFAT assesses Sikhs in India generally face a low level of official and societal discrimination and violence.»

 

[4] Βλ. εξάλλου και EASO, ‘Practical Guide on Subsequent Applications’ (Δεκέμβριος 2021), 31 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/practical-guide-subsequent-applications.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/4/2022) ως προς την αξιολόγηση τυχόν αποδεικτικής αξίας του νέου στοιχείου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο