ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2737/22

 

19 Νοεμβρίου

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μ. Μ. G.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Γ. Βασιλόπουλος, Δικηγόρος για Αιτητή

Κα Στ. Σταύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία του κοινοποιήθηκε στις 08/04/22, δι’ επιστολής ημ.24/03/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Ιράν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 14/11/17 και στις 19/10/18 και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 10/07/19 (ερ.3-4, 19-23, 49).

Στις 23/11/21 και 06/12/21 διεξάχθηκαν συνεντεύξεις με τον αιτητή από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.27-49, 70-83). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση (ερ.98-106) και στις 18/03/22 απορρίφθηκε το αίτημα διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός στις 08/04/22, μαζί με την αιτιολογία αυτής, κατόπιν μετάφρασης από διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα (ερ.113-114).

Επί της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας ο αιτητής καταγράφει ότι την 1η φορά που εισήλθε στη Δημοκρατία επιστράφηκε (μετά που έληξε η άδεια παραμονής του (visa) στο Ιράν, κατόπιν ετοιμασίας των ταξιδιωτικών του εγγράφων από το προξενείο του Ιράν, προκαλώντας του προβλήματα, καθώς αυτό έγινε με το «αληθινό του όνομα», που ήταν αυτό η αιτία των προβλημάτων του, ως αναφέρει. Στη χώρα του, ως αναφέρει ο αιτητής, παρακολουθούσε κρυφά μαθήματα και παρευρισκόταν σε «κατ’ οίκον εκκλησίες» (house church) και συνευρέσεις, όμως, «στο τέλος» αντιμετώπισε προβλήματα, καθώς οι αρχές (του Ιράν) έμαθαν τι έκανε και έτσι προτίθενται να τον συλλάβουν. Γι’ αυτό τον λόγο, ως αναφέρει, δεν είχε άλλη επιλογή από του να φύγει από τη χώρα καταγωγής και να πάει κάπου ασφαλισμένα. Ως τέλος αναφέρει ο αιτητής, έχει μεταστραφεί στον Χριστιανισμό «επίσημα» και θέλει να μείνει και να ζήσει «σαν καλό άτομο» στη Δημοκρατία.

Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων που έγιναν ο αιτητής ανάφερε ότι είναι υπήκοος Ιράν, ανήκει στη φυλή Lur, γεννηθείς στις 19/03/79 στην επαρχία Lorestan του Ιράν, όπου και έζησε με την οικογένεια του μέχρι την ηλικία των 16 ετών περίπου, όταν μετοίκησε στην πόλη Shiraz της επαρχίας Fars, όπου έμεινε για 10 χρόνια περίπου, μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα του για 1η φορά και να αιτηθεί διεθνή προστασία στην Κύπρο το 2002. Παρέμεινε τότε στη Δημοκρατία για 4 περίπου χρόνια και το 2006 επέστρεψε στη γενέτειρα του όπου και έμεινε για 18 μήνες περίπου, μέχρι που εγκατέλειψε εκ νέου τη χώρα καταγωγής του με προορισμό την Κύπρο, όπου έμεινε για άλλα 3 χρόνια περίπου. Το 2012 επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου παρέμεινε περί τα 6 χρόνια, όταν στις 14/11/17 εγκατέλειψε για τελευταία φορά τη χώρα και, μέσω κατεχόμενων, εισήλθε στη Δημοκρατία τον Νοέμβριο 2017 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας.

Ο αιτητής είναι άγαμος, άτεκνος, έχει ολοκληρώσει 7 χρόνια βασικής εκπαίδευσης, εργαζόταν ως μηχανικός, ενώ η πατρική του οικογένεια αποτελείται από τους γονείς του και 8 αδέρφια, όλοι τους διαμένοντες στην επαρχία Lorestan.

Ερωτώμενος για τον λόγο που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, ο αιτητής ανέφερε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, αναφέροντας ότι ένα βράδυ ο μικρότερος αδερφός του, έχοντας αμφιβολίες για την πίστη του, ηχογράφησε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο αιτητής με τρίτο άτομο, όπου συζητούσαν για τον Χριστιανισμό. Μόλις η οικογένειά του το πληροφορήθηκε αυτό, ο αιτητής δέχτηκε επίθεση από τον πατέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό του, οι οποίο τον χτύπησαν, ενώ ο πατέρας του τον απειλούσε ότι θα τον αναφέρει στην ομάδα των Basij, κάτι που τελικά δεν έγινε για χάρη της μητέρας του αιτητή. Μετά το συμβάν, ως ανέφερε ο αιτητής, τον κλείδωσαν σε δωμάτιο, παρέχοντάς του μόνο νερό και φαγητό. Λίγες ημέρες αργότερα και υπό τον φόβο των Basij, ο αιτητής ξεκίνησε να πηγαίνει στο τζαμί, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της οικογένειας του. Με τη βοήθεια της μητέρας του, πήρε στην κατοχή του το διαβατήριό του και κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο τζαμί, δραπέτευσε και ζήτησε βοήθεια από τη θεία του και τον σύζυγό της, ο οποίος επίσης παρέκκλινε από τους κανόνες του Ισλάμ και ο οποίος τον μετέφερε στην Τεχεράνη, όπου και εγκατέλειψε τη χώρα αεροπορικώς.

Ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν επιθυμεί να επιστέψει στη χώρα καταγωγής του ο αιτητής ανέφερε ότι δεν γνωρίζει ποιες θα είναι οι συνέπειες, αλλά κυρίως φοβάται τον πατέρα του, ιδίως λόγω των επαφών του με τους Basij. Σε σχέση μ’ αυτό δήλωσε ότι η οικογένεια του είναι μια βαθιά θρησκευόμενη οικογένεια Σιητών Μουσουλμάνων, ο δε πατέρας του ήταν αρχηγός της κοινότητας του χωριού τους και λόγω της θρησκείας του είχε την υποστήριξη των Basij. Ερωτηθείς σχετικά με τους Basij, απάντησε ότι συχνάζουν στο τζαμί και με εντολές υψηλά ιστάμενων προσώπων, ασκούν κριτική στους πολίτες για θρησκευτικά ζητήματα και είναι διατεθειμένοι να σκοτώσουν «στο όνομα του Ισλάμ». 

Ερωτώμενος σχετικά με την αποστασιοποίηση του ίδιου από το Ισλάμ ο αιτητής δήλωσε πως ήδη από την ηλικία των 13 ετών ξεκίνησε να νιώθει αποστροφή στις θρησκευτικές υποχρεώσεις του και τον αντίστοιχο καταναγκασμό που βίωνε από την οικογένειά του, κάτι που τον οδήγησε να εγκαταλείψει το χωριό του σε ηλικία 16 ετών. Στα επόμενα 10 χρόνια που έζησε εκτός του χωριού, στην πόλη Shiraz του δόθηκε η ευκαιρία να αποκοπεί από την κλειστή κοινωνία του χωριού, να γνωρίσει καινούριους ανθρώπους και να ανοίξει τους ορίζοντές του. Η αποστροφή του αιτητή προς το Ισλάμ και την Ιρανική κοινωνία εν γένει και η αδυναμία του να εξασφαλίσει τα προς το ζην, τον οδήγησαν στην 1η φυγή του από τη χώρα καταγωγής το 2002. Ερωτηθείς σχετικά με την αντίδραση της οικογένειάς του στην αποστασιοποίησή του από το Ισλάμ απάντησε ότι τον χαρακτήριζαν προδότη και βρώμικο, κάτι που συνεχίστηκε και μετά την επιστροφή από την Κύπρο, όταν και παρέμεινε ο αιτητής στο Ιράν για 18 μήνες, μέχρι που ήρθε εκ νέου στην Κύπρο. Γενικώς, ως ανέφερε, χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει τον ακριβή χρόνο, λάβανε λεκτικές απειλές.

Ως προς την σχέση του με τον Χριστιανισμό ο αιτητής δήλωσε ότι κατά τη 2η παραμονή του στην Κύπρο και εξαιτίας των δυσκολιών που αντιμετώπιζε, κατόπιν προτροπής ενός τρίτου, στράφηκε προς την εκκλησία προς αναζήτηση βοήθειας. Εκεί ένιωσε για πρώτη φορά ότι ο Ιησούς ήταν μαζί του και ξεκίνησε η επιθυμία του να γνωρίσει καλύτερα τον Χριστιανισμό, κάτι το οποίο εξελίχθηκε σταδιακά, ως ανέφερε. Σχετικά με την επίσκεψή του στην εκκλησία, δήλωσε ότι δεν θυμάται πότε ακριβώς ήταν, όμως θυμάται ότι του φέρθηκαν καλά και συζήτησαν μαζί του, χωρίς να ήταν σε θέση να ανακαλέσει κάτι άλλο σχετικά.  Ερωτηθείς για τη Βίβλο δήλωσε ότι ξεκίνησε να τη διαβάζει το 2009-2010, όταν κάποιος του έδωσε ένα αντίγραφο σε ένα πάρκο στη Λεμεσό, ενώ, όταν ζητήθηκε να την περιγράψει, δήλωσε ότι είναι περίπου 300-400 σελίδες και γράφει Βίβλος στο εξώφυλλο.

Κατά την 2η επιστροφή του στη γενέτειρα του, μετέβη στη Τεχεράνη για μικρό διάστημα, ώστε να έρθει σε επαφή με χριστιανικές εκκλησίες, κάτι που κράτησε για μικρό χρονικό διάστημα, λόγω φόβου ότι θα τον ανακαλύψουν. Μετά την επιστροφή του και λόγω της αντίθεσής του με το Ισλάμ, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη πατρική του στέγη και να μείνει σε σπίτι φίλων του, που ασπάζονταν τις ίδιες ιδέες για τον Χριστιανισμό. Ερωτηθείς για τον τρόπο εξωτερίκευσης του ενδιαφέροντος που είχαν οι φίλοι του για τον Χριστιανισμό, απάντησε ότι προσεύχονταν και ζητούσαν συγχώρεση, ενώ όταν ζητήθηκαν περαιτέρω λεπτομέρειες ο αιτητής ανέφερε πως δεν έχει κάτι άλλο να μοιραστεί.

Ερωτηθείς για τη σχέση του σήμερα με τον Χριστιανισμό, απάντησε ότι πάει μια φορά τη βδομάδα στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου, όπου ο πάτερ τους κατηχεί στον Χριστιανισμό και τους μαθαίνει πως να προσεύχονται, ενώ δήλωσε ότι προετοιμάζεται για να βαπτιστεί επίσημα. Ερωτηθείς για το χρονικό σημείο που υπέβαλε αίτηση να βαπτιστεί (22/11/21, δύο μέρες πριν την 1η συνέντευξη) ο αιτητής απάντησε ότι δεν μπόρεσε να αιτηθεί να βαπτιστεί νωρίτερα λόγω πανδημίας και ότι ήθελε να έχει το πιστοποιητικό βάπτισης στην συνέντευξη, ώστε να αποδείξει τον ισχυρισμό του, ενώ σε διευκρινιστική ερώτηση για όλο το διάστημα που πέρασε χωρίς να βαπτιστεί (2017 είσοδος στη Δημοκρατία, πανδημία 2019, συνέντευξη 2021), απάντησε ότι παρέμεινε αδρανής λόγω τεμπελιάς.

Οι καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν εκ των λεγομένων του αιτητή τους ακόλουθους τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς, τους οποίους και αξιολόγησαν.

1.    Τόπος καταγωγής, προσωπικά στοιχεία και προφίλ του αιτητή

2.    Ενδιαφέρον του αιτητή για τον Χριστιανισμό και επιθυμία του να μεταστραφεί

3.    Λόγω της αποστασιοποίησης του από το Ισλάμ ο αιτητής υπέστη κακομεταχείριση από την οικογένεια του

4.    Λόγω της αποστασιοποίησης του από το Ισλάμ ο αιτητής στοχοποιήθηκε από τους Basij

Εκ των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο και 3ο ισχυρισμό, απέρριψαν δε τον 2ο και 4ο ισχυρισμό, ως αναξιόπιστους.

Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό σχετικά με το ενδιαφέρον για τον Χριστιανισμό και την επιθυμία του να μεταστραφεί, αυτός απορρίφθηκε καθώς οι επί τούτου δηλώσεις του αιτητή κρίθηκαν ασαφείς και χωρίς εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν παρείχε αρκετές πληροφορίες σχετικά με την πρώτη του επαφή με τον Χριστιανισμό, τη Βίβλο που ισχυρίστηκε ότι κατέχει και τις μυστικές συναντήσεις θρησκευτικού περιεχομένου που κατ’ ισχυρισμό συμμετείχε, επί τον οποίων κρίθηκε πως παρέμεινε γενικόλογος, ενώ οι δηλώσεις του σχετικά με τον τρόπο που ήρθε στην κατοχή του η Βίβλος και τους λόγους για που καθυστέρησε τη βάπτισή του, κρίθηκαν ως ασαφής και μη ευλογοφανείς υπό το φως και των όσων ανέφερε περί πραγματικής επιθυμίας του να μεταστραφεί στον Χριστιανισμό.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, αξιολογήθηκε ότι πέραν του ερ.58, όπου καταγράφεται η βούληση να κατηχηθεί στον Χριστιανισμό και να βαπτιστεί, που προσκόμισε ο αιτητής, το οποίο – ως προκύπτει από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου, συντάχθηκε 2 ημέρες πριν από την 1η συνέντευξη,  ουδέν άλλο στοιχείο είχε προσκομιστεί από τον αιτητή.  Περαιτέρω, κατόπιν έρευνας σε διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη και λειτουργία κατ’ οίκον εκκλησιών στο Ιράν, επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη τέτοιων, η μη ομοιόμορφη λειτουργία σ’ αυτές αλλά και η δίωξη και απομόνωση μεταστραφέντων Χριστιανών και μετεχόντων σ’ αυτές τις εκκλησίες. Παρά το ότι τα όσα ανέφερε κατά γενικό τρόπο ο αιτητής συνάδουν με ΠΧΚ που εντοπίστηκαν, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του, ο εν λόγω ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Σχετικά με τον 4ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή σχετικά με τη στοχοποίησή του από τους Basij κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του σχετικά με τη δράση των Basij στην περιοχή του και την δυνατότητα να τον εντοπίσουν στερούνταν λεπτομερειών, ενώ οι δηλώσεις του σχετικά με το κατ’ ισχυρισμό αντίστοιχο περιστατικό στοχοποίησης του θείου του από τους Basij, κρίθηκαν ως ασαφής.

Από εξωτερικές πηγές (ΠΧΚ) επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη και η δράση των Basij, η οποία περιλαμβάνει θρησκευτικά και πολιτικά θέματα ως σώμα επιβολής της τάξης, εντούτοις, δεδομένης και πάλι της ελλείψεως εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Συνεπεία των ανωτέρω οι καθ’ ων η αίτηση, κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών 1 και 3, σημειώνοντας ότι ο αιτητής, παρά την κακομεταχείριση που υπέστη από την οικογένεια του στο παρελθόν, δεν φαίνεται να αντιμετώπιζε κάποιο κίνδυνο και έζησε με ασφάλεια στη χώρα του για αρκετά χρόνια μεταξύ της 1ης άφιξης του στη Δημοκρατία στο 2002 μέχρι το 2017, όταν και υπέβαλε την επίδικη αίτηση, και μετά από επισκόπηση της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα, κατέληξαν ότι δεν καταδεικνύεται εν προκειμένω εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Σημειώνεται ότι η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε προσωπικά από τον αιτητή όμως στη συνέχεια διόρισε δικηγόρο, ο οποίος αιτήθηκε και καταχώρησε πρόσθετη μαρτυρία, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου μετά από αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, χωρίς ένσταση από τους καθ’ ων η αίτηση, δια ένορκης δήλωσης του αιτητή ημ.10/04/23, επί της οποίας αντεξετάστηκε στις 09/05/23. Ακολούθως, κατόπιν απόφασης Δικαστηρίου σε 2η αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας (στην οποία έφεραν ένσταση η καθ’ ων η αίτηση) καταχώρησε ένορκη δήλωση ημ.05/12/23 και, τέλος, μετά από αίτηση τροποποίησης και σχετικό διάταγμα Δικαστηρίου ημ.12/12/23, καταχώρησε την τροποποιημένη αίτηση και γραπτή αγόρευση.

Η πρόσθετη μαρτυρία που προσήχθη στο Δικαστήριο συνίσταται στην εξής.

Με την ένορκη δήλωση (ΕΔ) του ημ.23/03/23 ο αιτητής αναφέρει ότι  κινδυνεύει «από την οικογένεια [του], ειδικά τον πατέρα [του], ο οποίος είναι βαθιά θρησκευόμενο άτομο που μάλιστα ανήκει στην ομάδας Basij (Φρουροί της Επανάστασης) και αν μάθει την πρόθεση [του αιτητή] και τις ενέργειες που [έχει] κάνει για να [γίνει] Χριστιανός θα [τον] σκοτώσει ο ίδιος ή θα ενημερώσει άλλα μέλη της ομάδας Basij (Φρουροί της Επανάστασης) να το κάνουν», καθώς ο πατέρας του τον έχει «χτυπήσει βάναυσα» στο παρελθόν. Προς τεκμηρίωση των ως άνω επισυνάπτει στην ΕΔ αντίγραφο φωτογραφίας όπου εμφαίνονται δύο έγγραφα τα οποία, ως αναφέρει, είναι οι κάρτες μέλους της μητέρας και του πατέρα του στους Basij (και μετάφραση στα ελληνικά και αγγλικά) και βεβαιώσεις ημ.22/04/22 και ημ.10/11/22, οι οποίες φέρουν ως συντάκτη τον πρωτοπρεσβύτερο του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου, όπου καταγράφεται ότι ο αιτητής παρακολουθεί μαθήματα κατήχησης και ότι επίκειται η βάφτιση του εντός των προσεχών (τότε) μηνών. Αναφέρει περαιτέρω ο αιτητής ότι επιθυμεί πραγματικά να βαφτιστεί Χριστιανός και πως στη χώρα καταγωγής του είναι ποινικό η μεταστροφή στον Χριστιανισμό συνιστά ποινικό αδίκημα και θα θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του από την οικογένεια του και του Basij.

Στην ΕΔ ημ.05/12/23 ο αιτητής επισυνάπτει έγγραφο ημ.13/02/23 με τίτλο «Βαπτιστήριον Ορθοδόξου Χριστιανού» και συντάκτη την Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού, όπου φαίνεται να βεβαιούται ότι έχει βαπτιστεί Χριστιανός.

Στην τροποποιημένη προσφυγή καταγράφονται αρκετά νομικά σημεία, αρκετά εκ των οποίων προωθούνται και αναπτύσσονται με την αγόρευση που ακολούθησε.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο ισχυρισμοί του αιτητή που δικογραφούνται και εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση.

Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος του προωθεί ισχυρισμούς περί του βάσιμου της αιτήσεως και του κινδύνου που αντιμετωπίζει από τις αρχές του Ιράν ένεκα της μεταστροφής του αιτητή στον Χριστιανισμό (σημειώνοντας ότι πλέον έχει βαπτιστεί – ΕΔ ημ.05/12/23). Ειδικά σε σχέση με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αναφέρει ότι δεν έγινε η δέουσα έρευνα τον ως άνω ισχυρισμών του αιτητή, δεν λήφθηκαν κατά την εξέταση της επίδικής αίτησης και δεν εξετάστηκαν ενδελεχώς οι ισχυρισμοί που ανέφερε, καθώς υπήρξαν πλημμέλειες διαδικασίας κατά τη συνέντευξη και – σε κάθε περίπτωση – τα όσα ανέφερε ήταν αληθή, συνεκτικά και χωρίς αντιφάσεις, όμως δεν αξιολογήθηκαν σωστά, πράγμα που οδήγησε σε λανθασμένο και μη αιτιολογημένο εύρημα περί αναξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού. Προς τεκμηρίωση του κινδύνου διώξεως που υφίσταται εκ τούτου παραθέτει αποσπάσματα και αναφορές σε πλήθος πληροφοριών (ΠΧΚ), στις οποίες καταγράφεται η στάση των αρχών του Ιράν κατά ατόμων που μεταστράφηκαν στον Χριστιανισμό και οι κατ’ αυτών πράξεις δίωξης, περιλαμβανομένων αυθαίρετων συλλήψεων, κρατήσεων, βασανισμών, απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, ποινικών διώξεων και ποινών φυλάκισης και θανάτου σε ορισμένες περιπτώσεις. Σχετικά με τον 4ο ουσιώδη ισχυρισμό ο συνήγορος του αιτητή, κάνοντας αναφορές σε σημεία του πρακτικού της συνέντευξης, ισχυρίζεται ότι και οι επί τούτου δηλώσεις του αιτητή έχουν συνοχή και επαρκείς λεπτομέρειες και ότι και το σχετικό εύρημα αναξιοπιστίας των καθ’ ων η αίτηση είναι λανθασμένο, προϊόν μη δέουσας έρευνας και μη αιτιολογημένο.

Αναφερόμενος περαιτέρω στην απόφαση επιστροφής του αιτητή στη χώρα καταγωγής στα πλαίσια της επίδικης απόφασης, ισχυρίζεται ότι – ομοίως – δεν αιτιολογείται, αφού, ως αναφέρει, πουθενά στην επίδικη έκθεση δεν εντοπίζεται να έχει γίνει δέουσα εξέταση και αιτιολόγηση της απόφασης επιστροφής του αιτητή. Η δε πάσχουσα νομιμότητα της απόφασης επιστροφής, ως αναφέρει, παραθέτοντας απόσπασμα από την απόφαση στην προσφυγή 3530/21 (του παρόντος Δικαστηρίου), ημ.30/11/22, θα πρέπει να παρασύρει σε ακύρωση στο σύνολο της την επίδικη απόφαση. Είναι δε η θέση του αιτητή ότι οι καθ’ ων η αίτηση τελούσαν σε καθεστώς πλάνης σχετικά με την απόφαση επιστροφής του αιτητή καθώς, βάσει του αρ.8 του περί Προσφύγων Νόμου, αυτός διατηρεί την ιδιότητα αιτητή ασύλου μέχρι την λήξη της προθεσμίας προσβολής της επίδικης απόφασης.

Επανερχόμενος στην ποιότητα της συνέντευξης, της έρευνας που έγινε στα πλαίσια της επίδικης αίτησης και της μη αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει ότι δεν δόθηκε επαρκής χρόνος, δεν έγιναν οι δέουσες ερωτήσεις και – εν γένει – οι καθ’ ων η αίτηση κατ’ ουσία, στη βάση των επισημάνσεων του, παρέβηκαν το καθήκον συνεργασίας με τον αιτητή κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης, ως είχαν υποχρέωση να πράξουν. Τέλος, παραθέτοντας περαιτέρω ΠΧΚ σημειώνει ότι η επίδικη απόφαση δεν αιτιολογείται επαρκώς, είναι προϊόν πλάνης, δεν εξετάστηκε δεόντως η πτυχή που αφορά τυχόν ανάγκη παροχής συμπληρωματικής προστασίας και αμφισβητεί ότι ο μεταφραστής που διενέργησε την επίδικη συνέντευξη ήταν δεόντως καταρτισμένος να κάνει διερμηνεία και δεν απέδωσε πλήρως και/ή ορθώς τα όσα αναφέρθηκε από τον αιτητή κατά τη συνέντευξη.

Οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν καταρχήν ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή έχει δικογραφηθεί δεόντως και συνεπώς είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Περαιτέρω αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, ότι ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία, δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να αναφέρει όσα επιθυμούσε σε σχέση με το αίτημα του, τα όσα δε ανέφερε ερευνήθηκαν δεόντως σε όλη τους την έκταση, τα ευρήματα επί της αναξιοπιστίας των ουσιωδών ισχυρισμών 2 και 4 ήταν ορθά, εύλογα και πλήρως αιτιολογημένα υπό τις περιστάσεις, ως και η τελική τους κατάληξη επί της επίδικης αίτησης, και απορρίπτουν τους προωθούμενους από τον αιτητή ισχυρισμούς, ζητώντας απόρριψη της προσφυγής. Προς υποστήριξη των ως άνω ισχυρισμών τους οι καθ’ ων η αίτηση παραθέτουν σωρεία αποφάσεων του ΔΔΔΠ και νομολογίας.

Ενόψει των ως άνω, έχοντας διέλθει με προσοχή των εκατέρωθεν επιχειρημάτων των μερών και του περιεχομένου του φακέλου, προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου δεδομένων και στοιχείων, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς που προωθεί ο αιτητής, αξιολογώντας στα πλαίσια αυτά και την προσαχθείσα πρόσθετη μαρτυρία.

Σημειώνω ότι ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του αιτητή από την οικογένεια του και τις αρχές (ως περιέχονται στον 2ο και 4ο ουσιώδη ισχυρισμό) διέρχονται μέσα από και έχουν ως αιτία και λόγο την κατ’ ισχυρισμό αποστασιοποίηση του από το Ισλάμ και μετέπειτα μεταστροφή του στον Χριστιανισμό.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Στη βάση των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών σημειώνεται ότι, δεδομένου ότι εδώ το γεγονός της αποστασιοποίησης του αιτητή από το Ισλάμ και την έμπρακτη εξάσκηση των θρησκευτικών του καθηκόντων έχει ήδη γίνει δεκτή από τους καθ΄ ων η αίτηση, εύρημα με το οποίο συμφωνώ (επί τούτου θα επανέλθω πιο κάτω), απομένει κατ’ αρχήν η αξιολόγηση του ισχυρισμού περί μεταστροφής του αιτητή στον Χριστιανισμό.

Κατ’ αρχήν αξίζει να σημειωθεί ότι κάθε προσπάθεια διατύπωσης καταληκτικής κρίσης περί του ασπασμού μιας θρησκείας από ένα άτομο, αλλά και περί της γνησιότητας τούτης της μεταστροφής ενέχει αναμφισβήτητα σημαντικές προκλήσεις και εγγενείς δυσκολίες, καθώς, πολύ απλά, η πίστη είναι μια εκ των πραγμάτων εσωτερική πνευματική διεργασία που ανάγεται στα εσώψυχα του κάθε ατόμου και δια τούτο η ανίχνευση της γνησιότητας της μεταστροφής και εκφορά κρίσης σχετικώς είναι εκ των πραγμάτων δυσχερής. Η κρίση λοιπόν επί της αξιοπιστίας ή μη ισχυρισμών περί τούτου – ως του εν προκειμένω αιτητή - διέρχεται μέσα από το κατά πόσο η μεταστροφή προς τη νέα θρησκεία είναι αποτέλεσμα ενδόμυχης και εσώψυχης διεργασίας (forum internum) και περαιτέρω, δεδομένης της αντικειμενικής δυσχέρειας του εγχειρήματος τούτου, καθότι, ως εσωτερική διεργασία, δύσκολα ενδεχομένως να μπορεί να ανιχνευθεί στη βάση αυστηρών και άκαμπτων κριτηρίων, θα πρέπει – στο μέτρο του κατά περίπτωση δυνατού - να εντοπιστούν στοιχεία όπου αυτή η πίστη εξωτερικεύθηκε (forum externum).

Τα ως άνω στοιχεία (internum και externum) θα πρέπει αναμφίβολα να συνυπάρχουν, καθότι εξωτερικά γνωρίσματα, όπως λόγου χάριν η γνώση επί του αντικειμένου ή άλλες πράξεις εξωτερίκευσης, όπως βάφτιση ή συμμετοχή στην εξάσκηση της θρησκείας, χωρίς να ενυπάρχει η εσωτερική υπόσταση – ο τρόπος που βιώνει κάποιος την νέα θρησκεία που κατ’ ισχυρισμό έχει ασπαστεί - θα σημαίνει ότι οι πράξεις εξωτερίκευσης στερούνται γνησιότητας και γίνονται προκειμένου και μόνο για να στηρίξουν το αίτημα για διεθνή προστασία, χωρίς να εδράζονται στην απαραίτητη εσωτερική διεργασία. Αναφορικά δε με τις πράξεις εξωτερίκευσης αυτής της (νέας) πίστης δεν μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει διακριτή ενέργεια ορόσημο η οποία να θεωρείται ότι, αφότου επέλθει, τότε αναντίλεκτα ο αιτητής θα πρέπει να θεωρείται ότι έχει αναντίλεκτα ασπαστεί την νέα θρησκεία του ή θρησκευτική πίστη, εδώ τον Χριστιανισμό. Για τον λόγο αυτό ακόμα και η βάπτιση, αν και αποτελεί αναμφίβολα ένα γεγονός το οποίο λαμβάνεται υπόψη και συνυπολογίζεται κατά περίπτωση, δεν μπορεί από μόνη της και άνευ ετέρου να θεωρείται καθοριστική, χωρίς μια γενική αποτίμηση και θεώρηση των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων.

Επί τούτου έχω εντοπίσει την απόφαση PS (Christianity - risk) Iran CG [2020] UKUT 00046 (IAC) [1], ημ.20/02/20, όπου το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) του Ηνωμένου Βασιλείου (στο εξής απόφαση PS) θέτει χρήσιμους προβληματισμούς και καθοδήγηση για τον τρόπο προσέγγισης του ζητήματος, με την οποία συμφωνώ και δια τούτο κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το πιο κάτω απόσπασμα:

«That leads to our second point: what we mean by ‘Christian convert’. It is not possible to make windows into men’s souls. Whether someone is, or is not, a Christian is a matter of fact that is impossible to objectively verify. For example, an individual may pay very little attention to scripture or sermon but might fervently believe that Jesus Christ is the son of God; Christians with a long-held and deep belief can still face a crisis of faith at any given moment. It is no doubt for that reason that the Tribunal in Ali Dorodian v Secretary of State for the Home Department (01/TH/1537) preferred to focus on the externally observable: “as we have said, it is church membership rather than mere belief, which may lead to risk”. This difficulty means that in this jurisdiction decision makers must rely largely on the observations of others to determine whether someone is, or is not, a ‘genuine’ Christian. A further complexity arises. There is no doubt for many a path to wholehearted belief, with gradations marked by life events and a deepening understanding. At what point along that path an individual might become a ‘Christian’ is not clearly signposted. There is certainly no theological consensus on the matter; baptism is an indicator, but it should not be regarded as determinative. The terminology used in this decision must therefore be read with that caveat in mind. For our purposes we are primarily concerned with those whom the Iranian state regard as ‘Christians’. »

Συνεπώς προηγείται κατά λογική προτεραιότητα η εξέταση του κατά πόσο πράγματι μπορεί να γίνει δεκτό στα πλαίσια ότι ο αιτητής ασπάστηκε τον Χριστιανισμό ως γνήσια εκδήλωση πίστης και αποδοχής προς αυτή την θρησκεία, πράγμα το οποίο, ως ανωτέρω εξηγώ, διέρχεται μέσα από κρίση επί της αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή και των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου.

Εν προκειμένω λοιπόν, πέραν όσων ανέφερε στους καθ’ ων η αίτηση στα πλαίσια της επίδικης αίτησης, που συνοψίζονται πιο πάνω, όπου οι ισχυρισμοί του και η κατάληξη επί τούτων των καθ’ ων η αίτηση καταγράφεται, ο αιτητής προσκόμισε στο Δικαστήριο, στα πλαίσια της παρούσας, βεβαιώσεις κατήχησης ημ.22/04/22 και ημ.10/11/22, βεβαίωση βάφτισης του ημ.05/12/23 και αντίγραφα φερόμενων ταυτοτήτων μελών στην ομάδα Basij, των γονέων του αιτητή (βλ. και ανωτέρω, περιεχόμενο ΕΔ). Σημειώνω ότι, ως και πιο πάνω αναφέρω, ο αιτητής αντεξετάστηκε επί της ΕΔ ημ.23/03/23, στο περιεχόμενο της οποίας θα επανέλθω πιο κάτω, όπου τούτο κριθεί σκόπιμο κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του αιτητή. Προς το παρόν αρκούμαι στο να καταγράψω ότι αποδέχομαι την γνησιότητα και την αλήθεια του περιεχόμενου των βεβαιώσεων κατήχησης ημ.22/04/22 και ημ.10/11/22 και βεβαίωσης βάφτισης του αιτητή ημ.05/12/23. Αυτό γιατί τα εν λόγω έγγραφα συντάχθηκαν στη Δημοκρατία, από εκκλησιαστική αρχή, παρουσιάστηκαν τα πρωτότυπα τους και δεν αμφισβητήθηκε άλλωστε η γνησιότητα τους στην αντεξέταση αλλά η γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή ως προς την απόκτηση τους και τον χρόνο που έγινε αυτό.

Στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων και ισχυρισμών του αιτητή θα συμφωνήσω με τους καθ’ ων η αίτηση, τόσο αναφορικά με την τελική τους κατάληξη όσο και αναφορικά με τα επιμέρους σημεία και το επ’ αυτών εύρημα αναξιοπιστίας του ισχυρισμού του αιτητή περί βούλησης του να μεταστραφεί στον Χριστιανισμό, ως αυτά καταγράφονται στα ερ.104-106 της επίδικης έκθεσης, τα οποία αναφέρονται επιγραμματικά και πιο πάνω. Τούτο γιατί το σύνολο του αφηγήματος του αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό πορεία του προς τον Χριστιανισμό βρίθει ασαφειών, κενών, αντιφάσεων και στερείται εύλογα αναμενόμενων λεπτομερειών και ευλογοφάνειας σε σχέση με τη συμμετοχή του σε κατ’ οίκον εκκλησίες, τις προσευχές του με φίλους του στο Ιράν, την γνωριμία του με τον Χριστιανισμό και την Βίβλο που, ως αυτός ανέφερε, του έδωσαν το 2009, το όλο ιστορικό της πορείας του από το 2009, όταν και είχε την 1η του επαφή με τον Χριστιανισμό, μέχρι που – λίγες μέρες πριν από την πρώτη συνέντευξη του στα πλαίσια της επίδικης αίτησης – εξασφάλισε βεβαίωση ότι κατηχείται με σκοπό τη βάφτιση (η οποία εν τέλει έγινε στις 12/02/23).  Η δε χρονική συγκυρία κατά την οποία εξασφάλισε την βεβαίωση αυτή σημειώθηκε τόσο στη σχετική συνέντευξη όσο και στην αντεξέταση, όπου ρωτήθηκε ο αιτητής για την καθυστέρηση.

Δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά εν προκειμένω, καθώς και μόνο το γεγονός ότι η όλη πορεία μεταστροφής του αιτητή προς τον Χριστιανισμό διήρκησε (μέχρι τη βάφτιση του) – ως ο ίδιος ανέφερε – 13 χρόνια (από το 2009-2010, όταν έλαβε αντίγραφο της Βίβλου), κατά τα οποία έζησε ένα χρόνο στη Δημοκρατία, 6 χρόνια στο Ιράν και ακολούθως άλλα 6 χρόνια στη Δημοκρατία, είναι αρκετό για να δημιουργήσει εύλογες αμφιβολίες για την γνησιότητα και την σκοπιμότητα της ισχυριζόμενης μεταστροφής του. Σημειώνεται ότι, ως και στην ανωτέρω απόφαση PS αναφέρεται, η βάφτιση ενός ατόμου αποτελεί βεβαίως στοιχείο που λαμβάνεται δεόντως υπόψη όμως, από μόνο του, δεδομένων των όσων πιο πάνω αναφέρω σχετικά με την εσωτερική και εξωτερική πτυχή της μεταστροφής αλλά και της συνολικής αποτίμησης και αξιολόγησης των στοιχείων και δεδομένων που συνθέτουν εκάστην υπόθεση, δεν αρκεί, λαμβανομένων υπόψη και των βεβαιώσεων κατήχησης, να οδηγήσει σε αποδοχή του ισχυρισμού, τη στιγμή που τα ίδια τα λεγόμενα του αιτητή – τα οποία είναι και τα μόνα από τα οποία θα μπορούσε να εξαχθούν συμπεράσματα για την ύπαρξη κατά περίπτωση της εσωτερικής πτυχής της μεταστροφής παρουσιάζουν κενά, ελλείψεις, ασάφειες και αντιφάσεις, ως εξηγώ ανωτέρω.

Δεν έχω λοιπόν τίποτε να προσθέσω στην αιτιολογία και ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, τα οποία δεν διαφοροποιούνται από την ενώπιον μου προσαχθείσα μαρτυρία.  

Αυτό που – μεταξύ άλλων - θεωρώ ότι λείπει από το αφήγημα του αιτητή αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό μεταστροφή του στον Χριστιανισμό αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην απόφαση του UKAIT (Δευτεροβάθμιο Tribunal του Ηνωμένου Βασιλείου) στην HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department [2005] UKAIT 00120, ημ.04/08/05 [2], όπου, στην παρ.128, το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του εκεί αιτητή, ανέφερε ότι «there is the full, consistent detail and the plausible noting of small points, unlikely to be observed or recounted by a person who had not had the experience described. ».

Εν προκειμένω, κατά παράφραση του ως άνω αποσπάσματος, σε δική μου μετάφραση, είναι κατάληξη μου ότι εκ του ιστορικού που παραθέτει ο αιτητής σε σχέση με την πορεία του προς την μεταστροφή απουσιάζει κάθε ψήγμα πλήρους, συνεκτικής, ευλογοφανούς παράθεσης των μικρών σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που ο αιτητής παραθέτει. Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που το όλο ιστορικό που παραθέτει ο αιτητής υπολείπεται του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτου που θεωρώ ότι διαβρώνεται η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του. Τούτο λοιπόν, σε συνάρτηση με το ότι ακόμα και στα πλαίσια της τελευταίας διαμονής του αιτητή εδώ (κατόπιν δύο προηγούμενων πολύχρονων παραμονών του εδώ το 2002 και 2008-2011) χρειάστηκαν 6 χρόνια για να αιτηθεί να βαφτιστεί ο αιτητής (ερ.58), δύο ημέρες πριν την συνέντευξη του (23/11/21), για την οποία έλαβε κλήση στις 12/11/21 (ερ.26) αλλά και της φτωχής γνώσης που επιδεικνύει κατά τη συνέντευξη για το περιεχόμενο της Βίβλου που κατ’ ισχυρισμό διάβαζε από το 2010 (βλ. ερ.28-30), πέραν και επιπροσθέτως της έλλειψης ευλογοφάνειας του ισχυρισμού ότι του δόθηκε από άγνωστο στο πάρκο, στη μητρική του γλώσσα (Φαρσί), δεν αφήνουν περιθώρια για άλλη προσέγγιση των ισχυρισμών του.

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή περί κινδύνου δίωξης από τις αρχές εξαιτίας της μεταστροφής του αιτητή στον Χριστιανισμό, ήτοι εξέτασης του κατά πόσο συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες επ’ αυτού (ΠΧΚ), αρκεί μια συνοπτική ανασκόπηση των διαθέσιμων ΠΧΚ, άλλωστε και οι καθ’ ων η αίτηση το έπραξαν αλλά και ο ίδιος ο αιτητής παραθέτει σωρεία διαθέσιμων πληροφοριών στην αγόρευση του, για να αποδεχθεί κανείς ότι το ενδεχόμενο δίωξης γι’ αυτό τον λόγο είναι βεβαίως υπαρκτό.

Ενδεικτικά αναφέρω τις κάτωθι πληροφορίες.

Με βάση τις διαθέσιμες πηγές η μορφή διάκρισης διαφέρει αναλόγως του ρόλου που διαδραμάτισε ή θα διαδραματίσει στην κοινωνία ο προσήλυτος Χριστιανός. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, στόχος των αρχών είναι κυρίως οι ηγέτες των κατ’ οίκον εκκλησιών και δευτερευόντως τα μέλη τους και οι προσήλυτοι.[3] Άλλες πηγές, αναφέρουν ότι οι αρχές στοχεύουν ηγέτες και μέλη, συλλαμβάνοντας τους ηγέτες και ελευθερώνοντας τους αργότερα, με την προϋπόθεση να μείνουν μακριά από τον προσηλυτισμό, σε μια προσπάθεια να αποδυναμώσουν την κατ’ οίκον εκκλησία.[4] Άλλες πηγές αναφέρουν επίσης ότι μέλη και προσηλυτισμένοι μουσουλμάνοι δύνανται να καταβάλλουν χρηματική εγγύηση και να αφεθούν ελεύθεροι ενώ καλούνται σε τακτική βάση για ανάκριση προκειμένου να παρενοχληθούν και να εκφοβιστούν.[5]

Σύμφωνα με  έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών και Εμπορίου της Αυστραλίας (DFAT), οι χριστιανοί προσήλυτοι που εκτελούν τη θρησκεία τους ιδιωτικά δεν ενδιαφέρουν τις αρχές, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνοι που προπαγανδίζουν ανοιχτά υπέρ του Χριστιανισμού και επιδιώκουν να προσηλυτίσουν, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο διακρίσεων, όπως παρενόχληση, σύλληψη και δίωξη.[6]

Η κακομεταχείριση που δέχθηκαν οι Χριστιανοί προσήλυτοι κατά το 2020 περιεγράφηκε ως διαφόρων μορφών τιμωρίας και περιορισμών, μεταξύ των οποίων ήταν οι ακραίες απαιτήσεις εγγύησης για απόλυση υπό όρους, ο εκφοβισμός από τα γραφεία ασφαλείας κατά την ανάκριση σχετικά με την πίστη τους, η τιμωρία σε εσωτερική εξορία ή εξορία μετά τη λήξη της φυλάκισής του, η επιβολή ποινών που περιλάμβαναν περιορισμούς στην εργασία, οι επιδρομές σε κατ’ οίκον εκκλησίες, όπως και η σωματική τιμωρία.[7]

Το 2021 το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας αποφάσισε ότι οι ποινές φυλάκισης εννέα προσήλυτων έπρεπε να αναθεωρηθούν επειδή η εξάσκηση του Χριστιανισμού σε κατ’ οίκον εκκλησία δεν ταίριαζε με την ετυμηγορία ότι είχαν βλάψει την εθνική ασφάλεια.[8] Τα Χριστούγεννα του 2021, κάποιοι προσήλυτοι αφέθηκαν προσωρινά ελεύθεροι ενώ σε άλλους δόθηκε άδεια λόγω της πανδημίας του κορονοϊού που έχει επηρεάσει σοβαρά τις υπερπλήρεις φυλακές του Ιράν.[9] Ωστόσο, τέτοια περιστατικά «εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη διακριτική ευχέρεια της μυστικής αστυνομίας και του ανώτατου ηγέτη και μερικές φορές επηρεάζονται από τις σχέσεις του Ιράν με τη διεθνή κοινότητα και την εντύπωση που θέλει να μεταφέρει».[10] Σύμφωνα με δημοσίευση, κατά το 2022 σημειώθηκε σημαντική αύξηση του αριθμού των Ιρανών Χριστιανών που συνελήφθησαν και κρατήθηκαν μόνο και μόνο εξαιτίας της άσκησης της πίστης τους.[11]

Σύμφωνα με Έκθεση του Αυστραλιανού Υπουργείου Εξωτερικών «Country Information ReportIran» (April 2020), οι επιδρομές επικεντρώνονται κυρίως σε κατ’ οίκον εκκλησίες που είναι ενεργές στον προσηλυτισμό νέων μελών ενώ δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να μπορούν να επιβεβαιώσουν εάν η συχνότητα των επιδρομών αυξάνεται ή εάν απαιτείται ένταλμα. Οι αρχές δεν αναζητούν ενεργά κατ’ οίκον εκκλησίες, και συνήθως επιδρομές γίνονται κατόπιν καταγγελιών από μουσουλμάνους γείτονες.[12]

Από αναφορά σε άλλη πηγή σχετικά με την θρησκευτική ελευθερία και μεταστροφή στο Ιράν, προκύπτει ότι η θανατική ποινή ισχύει για μη μουσουλμάνους που προσηλυτίζουν ή επιχειρούν να μεταστρέψουν μουσουλμάνους. Επίσης, στην ίδια πηγή καταγράφεται ότι όσοι ασπάζονται τον Χριστιανισμό απαγορεύεται να συμμετέχουν σε αναγνωρισμένες εκκλησιαστικές λειτουργίες και ως εκ τούτου στρέφονται στις κατ’ οίκο εκκλησίες («house-churches»). Η ίδια πηγή αναφέρει ότι: «..οι μουσουλμάνοι που μεταστρέφονται στο Χριστιανισμό κινδυνεύουν να συλληφθούν και να κρατηθούν εάν αποκαλυφθεί η μεταστροφή τους. Οι Χριστιανοί για τους οποίους διαπιστώνεται ότι ‘προσηλυτίζουν’ αντιμετωπίζουν υψηλό κίνδυνο σύλληψης, δίωξης και φυλάκισης».[13]

Οι ως άνω πληροφορίες επιβεβαιώνουν βεβαίως τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν άτομα που μεταστράφηκαν στον Χριστιανισμό στο Ιράν και την πρακτική και κίνδυνο δίωξης που διατρέχουν άτομα τα οποία συμμετέχουν ή οργανώνουν κατ’ οίκο συναντήσεις με σκοπό την κατήχηση στον Χριστιανισμό.

Αναμφισβήτητα λοιπόν τα όσα αναφέρει περί κινδύνου που διατρέχει γι’ αυτόν τον λόγο ο αιτητής συνάδουν με τις ΠΧΚ. Παρά τούτο όμως, η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του είναι τέτοια που στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που συνθέτουν την παρούσα, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών του, καθώς η συμφωνία των ισχυρισμών του με διαθέσιμες ΠΧΚ δεν αρκεί, τη στιγμή που τα λεγόμενα του αιτητή στερούνται εσωτερικής συνοχής, για τους λόγους που ανωτέρω εξηγώ, ενόψει και της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας.  

Οι ισχυρισμοί αιτητή δεν μπορεί παρά να παραμένουν το πρώτιστο και απόλυτο σημείο αναφοράς και συνεπώς τυχόν σοβαρές ελλείψεις – ως εν προκειμένω - στην εσωτερική συνοχή τους δεν μπορούν να υπερκεραστούν για τον λόγο και μόνο ότι τα όσα αναφέρει συνάδουν με διαθέσιμες ΠΧΚ. Τούτο γιατί αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται κατά τ’ άλλα εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε αποδοχή, πολλές φορές ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση, των λεγομένων του. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο του EASO (πλέον EUAA) «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»

Αξίζει να σημειωθεί και το ότι, ιδωμένα ξεχωριστά τα τρωτά σημεία του αφηγήματος του αιτητή περί της μεταστροφής του ενδεχομένως να μην είναι τέτοια που να οδηγούσαν σε απόρριψη του ισχυρισμού του αυτού. Όμως ο σωρευτικός αντίκτυπος των ελλείψεων, σε διαφορετικά και καίρια σημεία των όσων εξιστόρησε ο αιτητής σχετικά, ως ανωτέρω καταγράφονται, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού ως αναξιόπιστου.

Ανεξαρτήτως της κατάληξης μου για το αναξιόπιστο των δηλώσεων του αιτητή σχετικά με την μεταστροφή της στον Χριστιανισμό θα πρέπει η παρούσα να εξεταστεί ως προς το ποια αναμένεται να είναι η αντιμετώπιση του σε περίπτωση που επιστρέψει στο Ιράν.

Διαθέσιμες ΠΧΚ αναφέρουν ότι οι Αρχές του Ιράν δεν επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αποτυχόντες αιτητές ασύλου και ότι ακόμα και όσοι επιστρέφουν χωρίς διαβατήριο ή και με προσωρινά ταξιδιωτικά έγγραφα («laissez-passer») δεν υπόκεινται συνήθως σε κάτι περισσότερο από μια ανάκριση σχετικά με τους λόγους γι’ αυτό. Οι αρχές δεν δίδουν ιδιαίτερη προσοχή σε επιστρέφοντες αποτυχόντες αιτητές διεθνούς προστασίας, εκτός αν εναντίον τους εκκρεμούν διαδικασίες εναντίον τους ή αν αυτοί έχουν ήδη τραβήξει την προσοχή των αρχών στο παρελθόν και διατηρούσαν υψηλό προφίλ.

Σχετικώς, σε έρευνα του Γενικού Επιτρόπου για πρόσφυγες και ανιθαγενείς του Βελγίου «Iran - Treatment of returnees by their national Authorities», του 2020, αναφέρονται τα εξής:

«On arrival at IKI Airport in Tehran, there are various waiting areas for foreigners and Iranians. The passports are inspected and it is also checked whether returning individuals have any pending court cases against them.52 According to a report by the Schweizerische Flüchtlingshilfe (SFH), political activists are identified at the airport when returning from abroad by means of methods such as photographic screening and interrogation by the authorities on arrival.53» [14]

Σε έκθεση του Department of Foreign Affairs and Trade της Αυστραλίας αναφέρονται τα εξής:

«5.29 Authorities pay little attention to failed asylum seekers on their return to Iran. Iranians have left the country in large numbers since the 1979 revolution, and authorities accept that many will seek to live and work overseas for economic reasons. Those who return on a laissez-passer are questioned by the Immigration Police at Imam Khomeini International Airport in Tehran about the circumstances of their departure and why they are traveling on a laissez-passer. Questioning usually takes between 30 minutes and one hour but may take longer where the returnee is considered evasive in their answers and/or immigration authorities suspect a criminal history on the part of the returnee. Arrest and mistreatment are not common during this process. A well-placed source was not aware of voluntary returnees being prosecuted for

criticising the Islamic Republic, converting to Christianity or proselytising while abroad on their return to Iran. As far as DFAT is aware, the authorities do not check the social media accounts of Iranians returning from abroad.

5.30 International observers report that Iranian authorities have little interest in prosecuting failed asylum seekers for activities conducted outside Iran, including in relation to protection claims. This includes posting social media comments critical of the government (heavy Internet filtering means most Iranians will never see them), protesting outside an Iranian diplomatic mission, converting to Christianity or engaging in LGBTI activities. In such cases, the risk profile for the individual will be the same as for any other person in Iran within that category. Those with an existing high profile may face a higher risk of coming to official attention on return to Iran, particularly political activists. The treatment of returnees, including failed asylum seekers, depends on the returnees’ profile before departing Iran and their actions on return. According to local sources, the greatest challenge facing failed asylum seekers on return is reintegrating economically and finding meaningful employment.

5.31 DFAT assesses that, unless they were the subject of adverse official attention prior to departing Iran (e.g. for their political activism), returnees are unlikely to attract attention from the authorities, and face a low risk of monitoring, mistreatment or other forms of official discrimination. »[15]

Από την στιγμή λοιπόν που στην παρούσα οι ισχυρισμοί του αιτητή περί μεταστροφής της στο Χριστιανισμό, ως ανωτέρω αναλύεται, αναξιόπιστοι, είναι κατάληξη μου ότι ο αιτητής δεν θα υποστεί κίνδυνο δίωξης αν επιστρέψει στο Ιράν. Επί τούτου υιοθετώ και τα όσα λέχθηκαν και στην απόφαση PS (ανωτέρω), όπου το Upper Tribunal (Immigration and Asylum Chamber) του Ηνωμένου Βασιλείου, σημείωσε πως, σύμφωνα με διαθέσιμες πληροφορίες, σε περίπτωση που οι αρχές λαμβάνουν γνώση για την προσπάθεια του αιτητή να αιτηθεί παροχή διεθνούς προστασίας αλλά και τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε και επιστρέφει χωρίς διαβατήριο, είναι ενδεχόμενο να υποβληθεί σε σχετική ανάκριση. Ακόμα όμως και τότε, εφόσον δεν γίνει αποδεκτή η ειλικρινής και πραγματική μεταστροφή ενός αιτητή στον Χριστιανισμό, θα ήταν αναμενόμενο από αυτόν απλά να αναφέρει ότι τα όσα έπραξε δεν ήταν τίποτε περισσότερο παρά μια προσπάθεια του – στη βάση αυτή - να εξασφαλίσει διεθνή προστασία. Συνεπώς δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει περαιτέρω προβλήματα με τις Αρχές.

Στην κατάληξη του δικαστηρίου στην PS (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής:

« 140. Our conclusion in respect of disingenuous ‘Christian’ claimants is set out under the heading ‘risk on return’. Whilst we accept that such returnees will likely be subject to further questioning on arrival, we do not find that it will, in general, take very long or entail ill-treatment. It is the widespread practice of the Iranian authorities to detain a suspected Christian for a short period and require him to sign an undertaking which amongst other things will require him to renounce Christianity and formally accept Islam. There being no reason of conscience for the disingenuous claimant to refuse to do so, he will be released quickly. He may be subject to surveillance but will not, absent any other relevant factors, be exposed to a real risk of persecution thereafter. Whether there are aggravating factors such that a real risk of harm may arise at port will depend on the individual case. »

Εκ των ως άνω λοιπόν καταλήγω ότι – δεδομένης της απόρριψης του ισχυρισμού του αιτητή περί της γνήσιας μεταστροφής του στον Χριστιανισμό – δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη σ’ αυτή τη βάση κατά την επιστροφή του.

Απομένει η εξέταση και αξιολόγηση του 4ου ουσιώδους ισχυρισμού του, ήτοι του κινδύνου που διατρέχει από το σώμα των Basij λόγω της αποστασιοποίησης του από το Ισλάμ, στα πλαίσια του οποίου θα εξεταστεί και ο ισχυρισμός του αιτητή περί κινδύνου από την οικογένεια του, οι οποίοι είναι μέλη των Basij. Σημειώνω εδώ προτού προχωρήσω ότι η αποστασιοποίηση του αιτητή από το Ισλάμ και η κακομεταχείριση του αιτητή από την οικογένεια του – περιλαμβανομένου του περιστατικού βίας που δέχθηκε από τον πατέρα και αδελφό του και τον περιορισμό του σε δωμάτιο του σπιτιού τους - έχει γίνει δεκτή από τους καθ’ ων η αίτηση, κατάληξη με την οποία συμφωνώ, καθώς επί τούτου ο αιτητής υπήρξε συνεπής και λεπτομερής στις δηλώσεις του σχετικά με το ότι δεν επιθυμεί να εξασκεί εμπράκτως τα θρησκευτικά του καθήκοντα και τις κοινωνικές επιταγές σχετικά με τον τρόπο ζωής και την αντίδραση της συντηρητικής οικογένειας του. Επί του αν και κατά πόσο οι γονείς του αιτητή είναι ενεργά μέλη των Basij ή όχι θα επανέλθω πιο κάτω, κατά την αξιολόγηση και των φερόμενων δελτίων ταυτότητας των γονέων του που προσκόμισε στα πλαίσια της παρούσης.

Διαθέσιμες ΠΧΚ σχετικώς αναφέρουν τα εξής.

Υπάρχουν πολλοί Ιρανοί οι οποίοι δεν εξασκούν ενεργά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και η αποχή από ενεργή συμμετοχή στην λατρεία του Ισλάμ δεν είναι πιθανόν να εγείρει υποψίες ή να θέσει άτομο στο στόχαστρο των αρχών. Ορισμένα άτομα σε μικρές τοπικές κοινωνίες δίδουν περισσότερη προσοχή σε τέτοιες εξωτερικεύσεις τις πίστης στο Ισλάμ, αλλά σε πιο κοσμικές κοινωνίες των μεγάλων αστικών κέντρων, όπου υπάρχουν μεγάλοι πληθυσμοί μη εξασκούντων ενεργά των Ισλαμισμό δεν δίδεται τέτοια προσοχή. Ο ρόλος της έμπρακτης εξάσκησης του Ισλάμ έχει εξασθενίσει: «A November 2014 article of the Economist newspaper notes that “Islam plays a smaller role in public life today than it did a decade ago” and the power of clerics has “waned”. While the article states that “Iranians remain a spiritual people who see Islam as part of their identity”, many have (to the extent possible) moved away from “institutionalised religion”. (Economist, 1 November 2014). »[16]

Σε σχετικό COI QUERY της EUAA αναφέρεται ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός, στίγμα, παρενοχλήσεις και – ενίοτε – μέχρι και ανοικτά εκφραζόμενο μίσος ή βία προς άτομα που εκφράζουν απόψεις αντίθετες με το Ισλάμ ή και αθεϊστές, είναι φαινόμενα που απαντώνται στη χώρα, κυρίως σε περιοχές λιγότερο φιλελεύθερες. Στο ίδιο κείμενο αναφέρεται ότι τέτοια άτομα είναι απίθανο να έλξουν την προσοχή των αρχών, εκτός αν εκφράσουν τέτοιες απόψεις σε ευρύ κοινό και δημόσια:

«Australia’s DFAT country report on Iran indicated that

‘[a]ccording to local sources, atheists are discreet about their non-belief beyond their close family and friends. Unless they widely publicise their non-belief, atheists are unlikely to come to the attention of the authorities. Atheists from conservative families might face familial pressure and potential ostracism if their atheism were revealed, however would generally not be subjected to physical harm. Sources told DFAT that atheists from more liberal families and parts of the country, like north Tehran, would face no such pressure.’ 31

According to Humanist International, ‘[e]xpression of non-religious views is severely persecuted, or is rendered almost impossible by severe social stigma, or is highly likely to be met with hatred or violence. Additionally, state agencies ‘openly marginalize, harass or incite hatred or violence’ against non-religious individuals. NGOs with non-religious, atheist or humanist orientation are not allowed to register and are targeted by authorities.32» [17]

Σε πρόσφατη αναφορά του Department of Foreign Affairs and Trade της Αυστραλίας, η οποία δημοσιεύτηκε στις 24/07/23, αναφέρεται ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν πάει σε Τζαμί  και πολλοί – κυρίως νέοι, σε μεγάλα αστικά κέντρα – διάγουν κοσμικό βίο, χωρίς προσήλωση στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, τα οποία θεωρούνται ευρέως ως ιδιωτική υπόθεση του κάθε ατόμου, περιλαμβανομένης και της γιορτής του Ραμαζανιού και της νηστείας στα πλαίσια αυτής, αφού πολλοί ενδεχομένως να τρώνε και να καταναλώνουν αλκοόλ στο σπίτι τους, ενώ παρόλο που τα περισσότερα εστιατόρια είναι κλειστά, πολλά σερβίρουν διακριτικά φαγητό, ιδίως στην Τεχεράνη, αν και όσοι παραβαίνουν τη νηστεία σε δημόσιο χώρα διατρέχουν κίνδυνο σύλληψης και καταδίκης. Η ίδια αναφορά καταλήγει ότι Μουσουλμάνοι που δεν εξασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα αντιμετωπίζουν χαμηλό κίνδυνο να υποστούν διακρίσεις – είτε από τις αρχές ή τον κοινωνικό περίγυρο – ιδιαιτέρως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Κίνδυνο φαίνεται να διατρέχουν άτομα τα οποία διακηρύττουν ή δημοσιοποιούν ευρέως της αντίθετες με το Ισλάμ απόψεις τους. Αξίζει δεν να σημειωθεί ότι άτομα που παρουσιάζουν αντικομφορμιστική και/ή δυτικοποιημένη (westernized) συμπεριφορά και ένδυση, μεταξύ των οποίων και άτομα με δερματοστιξία (tattoo), ως εν προκειμένω ο αιτητής, δεν φαίνεται να στοχοποιούνται. [18]

Αναφορικά με το σώμα των Basij πηγές αναφέρουν ότι αυτό είναι «υπεύθυνο για την πολιτική άμυνα και τον κοινωνικό έλεγχο» και διεισδύει σε κάθε μέρος της ιρανικής κοινωνίας.[19] Έχει αναλάβει να στοχοποιεί «την εσωτερική αντιπολίτευση στην Ισλαμική Δημοκρατία μέσω βίας στους δρόμους και εκφοβισμού».[20] Το Basij υποστηρίζει το IRGC (Ιρανικό Σώμα Φρουρών της Επανάστασης) για τη διατήρηση της τάξης.[21] Η εγχώρια παραστρατιωτική δύναμη του IRGC, η Basij ή Mobilization Force, είναι παρούσα σε όλο το Ιράν, σύμφωνα με την έκθεση της Minority Rights Group International με ημερομηνία δημοσίευσης την 26η  Ιουνίου 2020. Τα μέλη του σώματος Basij είναι σε πανεπιστήμια, σχολεία, κυβερνητικούς οργανισμούς και έχουν επίσημα «γραφεία» σε γειτονιές σε όλη τη χώρα. Η Basij διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στην καταστολή των διαδηλώσεων στους δρόμους. Αν και πολλά από τα μέλη της είναι νεαροί εθελοντές, είναι μια από τις κύριες οντότητες ασφαλείας του καθεστώτος και κατηγορείται ευρέως για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. [22], [23]

Σημειώνω εδώ ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του αιτητή, κατά την τελευταία περίοδο των έξι ετών που έζησε στον τόπο διαμονής του στο Ιράν (2011-2017), κοντά στην οικογένεια του, με τους οποίους διέμενε για μικρό χρονικό διάστημα μάλιστα, δεν φαίνεται να αντιμετώπισε κάποια πράξη δίωξης, πέραν προπηλακισμών και φραστικών απειλών από μέλη των Basij, επί των οποίων υπήρξε ασαφής και γενικόλογος. Καθ’ όλα δε τα έτη από το 2002, όταν έφυγε για πρώτη φορά από τη χώρα μέχρι και την πιο πρόσφατη το 2017, ο αιτητής δεν αναφέρει κάποια πράξη δίωξης που να υπέστη σχετικά με την αποστασιοποίηση του από το Ισλάμ από τους Basij. Στα πλαίσια της παρούσης δεν τέθηκε κάποιο στοιχείο ή ΠΧΚ ενώπιον μου που να δεικνύει ότι ο αιτητής υφίσταται κίνδυνο δίωξης από τους Basij εξαιτίας της αποστασιοποίησης του από το Ισλάμ, παρότι παρατέθηκε πλήθος ΠΧΚ και αναφορών σε σχέση με τη δίωξη μεταστραφέντων στον Χριστιανισμό.

Θα πρέπει εδώ, επιπροσθέτως των ως άνω, να σημειωθεί ότι – δεδομένης της απόρριψης του ισχυρισμού του περί μεταστροφής του στον Χριστιανισμό – δεν έχει αναφερθεί από τον αιτητή κάποιας άλλης μορφής έμπρακτη έκφραση ή εξωτερίκευση απ’ αυτόν της αποστασιοποίησης του από το Ισλάμ πέραν της μη εξάσκησης των καθηκόντων του.

Ενόψει των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι άτομα τα οποία δεν εξασκούν εμπράκτως το Ισλάμ δεν διατρέχουν άνευ ετέρου κίνδυνο από τις αρχές του Ιράν και τους Basij. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι ο αιτητής διατρέχει τέτοιο κίνδυνο,  λαμβανομένου υπόψη του ότι έχει αποστασιοποιηθεί από το Ισλάμ ήδη από την μικρή ηλικία των 15 ετών (1994), σημείο από το οποίο ζούσε μακριά κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα μακριά από την οικογένεια του αλλά και αρκετό καιρό στο ίδιο χωριό μ’ αυτήν ή και στο ίδιο σπίτι, χωρίς να υποστεί κάποια πράξη δίωξης από τους Basij, παρότι η οικογένεια του αντιδρούσε σθεναρά σ’ αυτό και τον υπέβαλε μάλιστα σε πράξεις βίας.

Απορρίπτω λοιπόν – σε συμφωνία με τους καθ’ ων η αίτηση – τον ισχυρισμό περί κινδύνου από τους Basij, εξαιτίας της αποστασιοποίησης του από το Ισλάμ. Το κατά πόσο οι γονείς του είναι ενεργά μέλη, έχοντα μάλιστα σχετικά ταυτότητα, φερόμενα αντίγραφα των οποίων προσκόμισε ο αιτητής στα πλαίσια της παρούσης δια της ΕΔ ημ.23/03/23, ή απλά μια συντηρητική οικογένεια που διατηρεί δεσμούς με το εν λόγω σώμα ασφαλείας του Ιράν, ολίγη σημασία έχει εν προκειμένω. Τούτο γιατί σε κάθε περίπτωση αυτό που έχει σημασία είναι το κατά πόσο θα μπορούσαν να θέσουν στο στόχαστρο των Basij των αιτητή, λόγω της συμπεριφοράς του ως ο ίδιος την περιέγραψε και αυτό θα μπορούσε να γίνει είτε είναι μέλη ή όχι, θέτοντας υπόψη του σώματος αυτού τις πράξεις ή παραλείψεις του αιτητή. Η δυνατότητα λοιπόν, είτε είναι μέλη του σώματος ή όχι οι γονείς του, να θέσουν στο στόχαστρο του σώματος τον αιτητή δεν θα πρέπει βεβαίως να αμφισβητείται.

Σε σχέση με τα φερόμενα «Δελτία Ταυτότητας» των γονέων του αιτητή, εκ των οποίων, ως ισχυρίζεται, αποδεικνύεται ότι οι γονείς του είναι ενεργά μέλη του σώματος Basij, θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.107-108, αναφέρονται τα εξής:

«Το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης αφορούν το αν το έγγραφο είναι αξιόπιστο. Ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας και της αξιοπιστίας του εγγράφου το φέρει ο αιτών.

Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδιαίτερα με τις ΠΧΚ, και το αν οι πληροφορίες προέρχονται από άμεση πηγή. Το ίδιο ισχύει και για πτυχές που αφορούν τον συντάκτη, τα προσόντα του, την αξιοπιστία των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται το έγγραφο και τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε.

[…]

Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.»

Υπογράμμιση δική μου

Στη βάση λοιπόν και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, δεδομένων των ως άνω διαπιστώσεων αναφορικά με την συνολική συνοχή των ισχυρισμών του αιτητή σε σχέση με τον 4ο ουσιώδη ισχυρισμό του και λαμβανομένου υπόψη του ότι το μόνο που αναφέρει ο αιτητής για τον τρόπο που τα εξασφάλισε είναι ότι τα φωτογράφησε άτομο, τον οποίον δεν κατονομάζει, σε απροσδιόριστο χρόνο, γιατί – ως αναφέρει – αυτός «θα αντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα» αν το ανακάλυπτε ο πατέρας του αιτητή ότι τα φωτογράφισε εκ μέρους του (ΕΔ ημ.23/03/23), αλλά και του ότι τα έγγραφα αυτά φέρουν χρόνο έκδοσης τους το 2016, παρόλο που ανέφερε ότι οι γονείς του είναι μέλη των Basij εκ της ιδρύσεως τους (1979), πράγμα που επιβεβαίωσε ο αιτητής ερωτώμενος σχετικά κατά την αντεξέταση, θεωρώ ότι – παρότι δεν μπορεί με βεβαιότητα να λεχθεί ότι αυτά είναι πλαστά ή μη γνήσια - δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι θα πρέπει να κριθούν αξιόπιστα και ότι τεκμηριώνουν τους κατά τ’ άλλα ελλιπείς ισχυρισμούς περί κινδύνου που κατ’ ισχυρισμό διατρέχει ο αιτητής από τους Basij. Άλλωστε ολίγη σημασία έχει για τους σκοπούς της παρούσης αν είναι ή όχι μέλη της οργάνωσης αυτής, ως ανωτέρω αναφέρει, αφού σημασία έχει εν προκειμένω αν θα μπορούσαν αυτοί να καταδώσουν τον αιτητή στο σώμα Basij, πράγμα που έχω ήδη αποδεχθεί.

Είναι κατάληξη μου λοιπόν – στη βάση των όσων πιο πάνω αναφέρω – ότι, παρόλο που αποδέχομαι ότι υφίσταται κίνδυνο δίωξης από τους γονείς και την οικογένεια του εξαιτίας της αποστασιοποίησης του από τα ήθη και πρακτικές του Ισλάμ, δεδομένου και του ότι, ως έγινε αποδεκτό άλλωστε και από τους καθ’ ων η αίτηση (2ος ουσιώδης ισχυρισμός), αυτός υπέστη περιορισμό και σωματική βία για τον λόγο αυτό από τον πατέρα και τον αδελφό του, τα όσα αναφέρει δεν είναι αρκετά για να στοχοποιηθεί από το σώμα Basij ή και τις αρχές του Ιράν, δεδομένων των όσων καταγράφονται στις ΠΧΚ που παραθέτω πιο πάνω. Πολύ απλά η αποστασιοποίηση του αιτητή από το Ισλάμ και ο κοσμικός βίος που επιθυμεί να διάγει δεν είναι τέτοιος που να καθιστά πιθανό, σε εύλογο βαθμό, τη δίωξη από τις αρχές για τον λόγο αυτό.

Ενόψει του ότι έχω αποδεχθεί ότι ο αιτητής υφίσταται κίνδυνο να υποστεί πράξεις δίωξης στον τόπο διαμονής του (στο χωριό της οικογένειας του, όπου διέμενε κατά τα έτη 2011-2017, όταν και επέστρεψε στη Δημοκρατία και υπέβαλε την επίδικη αίτηση) από τους γονείς ή την οικογένεια του, η οποία είναι συντηρητική και το έχει πράξει στο παρελθόν, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα εσωτερική μετεγκατάστασης σε άλλο τμήμα της χώρας καταγωγής του, όπου δεν θα διατρέχει τον ως άνω κίνδυνο.

Με βάση τα διαλαμβανόμενα στο αρ.12Γ του Νόμου [βλ. και αρ.8 (1) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ] η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης αποκλείει την παροχή διεθνούς προστασίας. Προκειμένου λοιπόν να στοιχειοθετήθει αυτή η δυνατότητα θα πρέπει να τεκμηριωθούν τα εξής στη βάση των διαθέσιμων πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής:

 «[…] σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του-

(i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή

(ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β,

και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.»

(Αρ.12Γ (1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000))

Στο εγχειρίδιο του EASO Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση, σελ.83 αναφέρονται τα εξής:

«Το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) απαιτεί να μην υπάρχει για τον αιτούντα βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι θα διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στο τμήμα της χώρας στο οποίο προτείνεται να παρασχεθεί εγχώρια προστασία. Η αρχική ή οποιαδήποτε νέα μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε τμήματης χώρας εμποδίζει την εφαρμογή της έννοιας της εγχώριας προστασίας [εκτός εάν υπάρχει πρόσβαση σε προστασία βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)]. Η ερμηνεία αυτή μπορεί να υποστηριχθεί περαιτέρω, τηρουμένων των αναλογιών, από τις διαπιστώσεις του ΔΕΕ στην υπόθεση Abdulla, η οποία αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της ΟΕΑΑ [επίσης άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] σχετικά με την παύση. Το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν πρέπει να υφίστανται πλέον οι αρχικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν τον φόβο του ενδιαφερομένου ότι θα υποστεί δίωξη, αλλά «δεν [πρέπει να] υφίστανται άλλοι λόγοι που να του προκαλούν φόβο ότι θα “υποστεί δίωξη”».»

Στην σελ.88 του ίδιου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:

«Βάσει της νομολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου (475), ο όρος «λογικά» σημαίνει ότι δεν πρέπει να είναι αδικαιολόγητα δύσκολο να αναμένεται ότι ο αιτών θα μετεγκατασταθεί. Η House of Lords (Βουλή των Λόρδων) του Ηνωμένου Βασιλείου εξέτασε διάφορα κριτήρια «λογικής προσδοκίας». Στην υπόθεση Januzi, ο λόρδος Bingham περιέγραψε την προσέγγιση ως εξής:

Ας υποθέσουμε ότι ένα πρόσωπο υφίσταται στη χώρα ιθαγένειάς του δίωξη για λόγους που προβλέπονται στη Σύμβαση. Η χώρα είναι φτωχή. Το επίπεδο κοινωνικής προστασίας είναι χαμηλό. Το επίπεδο στερήσεων και ελλείψεων είναι υψηλό. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ελάχιστος. […]

Θα μπορούσε, χωρίς φόβο δίωξης, να ζήσει αλλού στη χώρα ιθαγένειάς του, αλλά θα υφίστατο εκεί όλα τα μειονεκτήματα της ζωής σε μια φτωχή και καθυστερημένη χώρα. Θα ήταν παράξενο εάν το τυχαίο γεγονός της δίωξης του παρείχε τη δυνατότητα να διαφύγει όχι μόνο από τη συγκεκριμένη δίωξη, αλλά και από τις στερήσεις που γνωρίζει η χώρα καταγωγής του. Φυσικά, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά εάν η έλλειψη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δημιουργούσε απειλές για τη ζωή του ή τον εξέθετε σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (476)

Σχετικά με το εύλογο της μετεγκατάστασης ενδιαφέρουσα καθοδήγηση, προσέγγιση με την οποία συμφωνώ, παρέχει η απόφαση του Εφετείου του Ηνωμένου Βασιλείου (Court of Appeal), το οποίο στην υπόθεση AS (Afghanistan) v SSHD [2019] EWCA Civ 873 [24], ημ.24/05/19, παραθέτοντας τις κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR, ως αυτές είχαν υιοθετηθεί από τον λόρδο Bingham στην υπόθεση Januzi [25], στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά, επισημαίνει ότι επί δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης θα πρέπει να εξετάζεται αν ο αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του, θα διάγει μία σχετικά φυσιολογική ζωή χωρίς υπέρμετρες δυσκολίες και πως αυτή εξακολουθεί να είναι εύλογη ακόμη κι αν οι συνθήκες είναι χειρότερες σε σχέση με την χώρα ασύλου. Στην ανωτέρω απόφαση, παρ.47, αναφέρεται, σε ελεύθερη μετάφραση, ότι «Όσο σκληρό και αν ακούγεται, και παρ’ όλη την συμπάθεια που ένας αναπόφευκτα νιώθει προς αυτούς που υπέφεραν ως οι εφεσείοντες (και οι δεκάδες χιλιάδες όμοιοι τους), η Σύμβαση για τους Πρόσφυγες, όπως επιχείρησα να εξηγήσω, έχει πραγματικά σκοπό να προστατεύσει μόνο αυτούς που απειλούνται με συγκεκριμένες μορφές δίωξης. Δεν είναι γενικό ανθρωπιστικό μέτρο. […] Με δεδομένο ότι μπορούν να επιστρέψουν με ασφάλεια στη χώρα τους, μόνο απόδειξη ότι οι ζωές τους μετά την επιστροφή τους θα ήταν πολύ απλά ανυπόφορες, συγκρινόμενες ακόμα και στα προβλήματα και τις στερήσεις τόσων άλλων συμπατριωτών τους, θα μπορούσε να τους καταστήσει δικαιούχους προσφυγικού καθεστώτος.».

Επανερχόμενος τώρα στο ιστορικό του αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφεται, σημειώνω ότι αυτός έχει ήδη ζήσει κατά το παρελθόν στην πόλη Shiraz στα Νοτιοδυτικά, μια εκ των πέντε μεγαλύτερων στο Ιράν, με πληθυσμό περί των 1,7 εκατομμυρίων κατοίκων [26], με πλούσια πολιτισμική ιστορία, εκ των πιο δημοφιλών τουριστικών προορισμών της χώρας, με ανθούσα τοπική οικονομία και αγροτική παραγωγή και βιομηχανία, μεταξύ της οποίας διυλιστήρια πετρελαίου και βιομηχανία ηλεκτρονικών. Σημειώνω ότι ο τόπος διαμονής του αιτητή (Borujerd, Lorestan) απέχει περί τα 730 χιλιόμετρα από το Shiraz και ο χρόνος για να μεταβεί κάποιος από το ένα μέρος στο άλλο οδικώς υπολογίζεται περί τις 9 ώρες. [27]

Ενόψει όσων καταγράφονται ανωτέρω σχετικά με την πόλη Shiraz, όπου έζησε κατά το παρελθόν ο αιτητής περί των δέκα ετών (ερ.45 – 3Χ), δεδομένης και της απόρριψης του ισχυρισμού του περί κινδύνου διώξεως του λόγω μεταστροφής του στον Χριστιανισμό, η γνησιότητα της οποίας δεν έγινε αποδεκτή, της αποδοχής του κινδύνου που υφίσταται από την οικογένεια του λόγω του κοσμικού του βίου και της αποστασιοποίησης του από το Ισλάμ και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν έχω εντοπίσει ούτε έχει τεθεί ενώπιον μου κάποιος ισχυρισμός που να καταδεικνύει κάποιο στοιχείο ευαλωτότητας του αιτητή, ο οποίος είναι ώριμης ηλικίας (45 ετών σήμερα και έχει ζήσει στο παρελθόν εκεί χωρίς να έχει αναφέρει κάποιο πρόβλημα σε σχέση με την διαμονή του ή τον βιοπορισμό του εκεί, είναι κατάληξη μου ότι αυτός «μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός […] και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί» [αρ.12Γ (1)του Νόμου], όπου θα είναι μακριά από την οικογένεια του (που έχει αναγνωρισθεί ανωτέρω ως μόνος φορέας δίωξης του αιτητή) και όπου - συνεπώς - «δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης» [αρ.12Γ (1) (i) του Νόμου].

Σημειώνεται δε ότι από τα πρακτικά της συνέντευξης του αιτητή, δεν εντοπίζω σφάλμα στη διαδικασία ή οιονδήποτε σημείο που αυτός να στερήθηκε των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων ως τίθενται από τα αρ.13Α και 18 του Νόμου, λαμβανομένων υπόψη και των υπογραφών τόσο του ιδίου όσο και του μεταφραστή στο τέλος του πρακτικού της σχετικής συνέντευξης όπου ο αιτητής βεβαιώνει ότι τα λεγόμενα του καταγράφηκαν με ακρίβεια. Κατά τη συνέντευξη έγιναν αρκετές ερωτήσεις, ώστε να δοθεί στον αιτητή κάθε ευκαιρία να αναφέρει όλους τους σχετικούς ισχυρισμούς του και να του υποδείχθηκαν σημεία στα οποία εντοπίστηκαν ασυνέχειες στους ισχυρισμούς του.

Σχετικώς, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1694/11, Noel De Silva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

Άλλωστε στον αιτητή επιτράπηκε να προσάξει περαιτέρω μαρτυρία προς στήριξη των ισχυρισμών του ή να διορθώσει λάθη, ως ισχυρίζεται, που έγιναν στην καταγραφή των ισχυρισμών του ή την συνέντευξη στα πλαίσια της παρούσας, ενόψει και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν. Η επίδραση της επιπλέον μαρτυρίας αυτής εν προκειμένω καταγράφεται ανωτέρω. Συνεπώς – σε κάθε περίπτωση – τέτοιος ισχυρισμός προβάλλεται αλυσιτελώς.

Αναφορικά δε με την μη κατάλληλη κατάρτιση του μεταφραστή που διενέργησε την μετάφραση, είναι κατάληξη μου ότι δεδομένων των όσων αμέσως πιο πάνω αναφέρω, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο, θα πρέπει να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί μη εξέτασης της επίδικης αίτησης αναφορικά με την πτυχή της συμπληρωματικής προστασίας σημειώνω ότι, ως φαίνεται και από τα ερ.98-99, παρά την λακωνικότητα των αναφορών των καθ’ ων η αίτηση σε σχέση μ’ αυτό, η εξέταση (με έρευνα ΠΧΚ) σ’ αυτή τη βάση έλαβε χώρα, με εύρημα ότι δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα αναφορικά με τον τόπο διαμονής του αιτητή (Lorestan), δεδομένης της γενικά καλής κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα, εξαιρουμένων ορισμένων παραμεθόριων περιοχών.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι – ομοίως με τα αναφερθέντα στην απόφαση μου στην προσφυγή αρ.3530/21, στην οποία γίνεται αναφορά από τον συνήγορο του αιτητή – εν προκειμένω η απόφαση επιστροφής έχει εκδοθεί από αγνώστου στοιχείων λειτουργό (γίνεται παραπομπή – λανθασμένα - στη σφραγίδα στο ερ.104, ενώ σχετικό είναι το ερ.109) και δεν αιτιολογείται πουθενά, καθότι ελλείπει παντελώς σχετική εισήγηση στην επίδικη έκθεση, σημειώνω τα εξής. Εν προκειμένω, κατ’ αντίθεση με τα στοιχεία στην ως άνω προσφυγή (3530/21) έχει λάβει χώρα η εξέταση των ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση στοιχείων σε συνάρτηση με την αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία καταγράφεται στο ερ.93, όπου – υπό το φως των προηγούμενων ευρημάτων και διαπιστώσεων τους - οι καθ’ ων η αίτηση καταλήγουν ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω κίνδυνος απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης του αιτητή, ως αυτή η προστασία κατοχυρώνεται στο αρ.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που είναι και το περιεχόμενο της αρχής της μη επαναπροώθησης. Εδώ λοιπόν, λακωνικώς μεν αλλά επαρκώς, οι καθ’ ων η αίτηση αιτιολόγησαν την κατάληξη τους αυτή, την οποία θεωρώ ορθή, λαμβανομένων υπόψη των δεδομένων της παρούσης ως ανωτέρω εκτίθενται. Η δε αιτιολογία αυτή συμπληρώνει τη σφραγίδα (στο ερ.109) που εμπεριέχει την τελική λήψη της απόφασης επιστροφής και δεν «αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της» [αρ.28(1) του Νόμου 158(Ι)/1999]  (βλ. και Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

Σχετικά με την επάρκεια δε της αιτιολογίας στην Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, (1999) 3 Α.Α.Δ. 648, λέχθηκε ότι: «[η] αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής.  Όμως μπορεί να πάρει μια λακωνική μορφή νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο σχετικό φάκελο. (Ίδε Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 6η έκδοση, σ. 67 και Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας", σ. 130). Η επάρκεια της κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. (Ίδε Δημοκρατία v. Σταύρου [1993] 3 Α.Α.Δ. 71).»

Σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι είναι «λειτουργός αγνώστου ταυτότητας» που έχει λάβει την επίδικη απόφαση επιστροφής, σημειώνω ότι, ως προκύπτει από το ερ.109, υπάρχουν εκεί τρείς σφραγίδες, οι οποίες περιέχουν τόσο την απόφαση απόρριψης της επίδικης αίτησης, όσο και την απόφαση επιστροφής, αυτές τελούν σε στενή σύνδεση η μια με την άλλη, παρεμβαλλομένου του τίτλου της επίδικης έκθεσης, ο οποίος προφανώς ανάγκασε, κατά λογική βεβαιότητα, τον λαμβάνοντα την απόφαση λειτουργό, το όνομα του οποίου αναφέρεται σε 4η σφραγίδα, δίπλα από την υπογραφή του και την ημερομηνία λήψης της επίδικης απόφασης, να επιθέσει τις σφραγίδες που αφορούν την απόφαση επιστροφής λίγο πιο κάτω στη σελίδα αυτή, μάλιστα συμπληρώνοντας ιδιογράφως ο λαμβάνων την απόφαση λειτουργός τη χώρα καταγωγής του αιτητή. Δεν ευσταθεί λοιπόν ο ισχυρισμός περί απόφασης επιστροφής από «λειτουργό αγνώστου ταυτότητας». Στο δε ερ.111 περιέχεται σχετική εξουσιοδότηση ημ.13/10/20, όπου ο Υπουργός εξουσιοδοτεί  τον εγκρίνοντα την επίδικη έκθεση να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), καταλήγω ότι δεν δημιουργούνται εν προκειμένω αμφιβολίες για την αρμοδιότητα του λαμβάνοντος την απόφαση απόρριψης της αιτήσεως και επιστροφής του αιτητή οργάνου.

Αναφορικά τέλος με τις αιτιάσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή ότι η απόφαση επιστροφής ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης καθώς, σύμφωνα με όσα αναφέρει, βάσει του αρ.8 του περί Προσφύγων Νόμου, αυτός διατηρεί την ιδιότητα αιτητή ασύλου μέχρι την λήξη της προθεσμίας προσβολής της επίδικης απόφασης, σημειώνω ότι, ως προκύπτει ευθέως και ρητώς από το ερ.114, η απόφαση επιστροφής αναστάλθηκε δυνάμει του αυτόματου ανασταλτικού αποτελέσματος κατά τη διάρκεια τόσο της προθεσμίας όσο και της εμπρόθεσμης άσκησης της παρούσης προσφυγής, ως αυτό προνοείται στο αρ.8 (1) (α) του Περί Προσφύγων Νόμου, όπου αναφέρεται ότι «το δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές […] ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του μέχρι […] την ημερομηνία κατά την οποία λήγει άπρακτη η προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 12Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου για άσκηση προσφυγής κατά απόφασης του Προϊσταμένου επί της εν λόγω αίτησης […] ή σε περίπτωση που ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή εμπρόθεσμα, την ημερομηνία έκδοσης πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου επ’ αυτής».

Συνεπώς οι εν λόγω αιτιάσεις του αιτητή δεν βρίσκουν έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου.

Τα ανωτέρω σφραγίζουν την τύχη της προσφυγής.

Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν αναφορικά με την εξέταση της επίδικης αιτήσεως, ήτοι του ότι δεν εντοπίστηκε ο βάσιμος φόβος δίωξης του αιτητή με φορέα δίωξης την οικογένεια του (στα πλαίσια κατ’ ουσία του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού, που έγινε αποδεκτός από τους καθ’ ων η αίτηση) και συνεπώς δεν έγινε εξέταση στη βάση της δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης του, ως ανωτέρω στα πλαίσια της παρούσης καταγράφονται, θεωρώ δίκαιο και ορθό υπό τις περιστάσεις, παρότι - τελικώς – το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, ήτοι ότι δεν υφίσταται λόγος παροχής διεθνούς προστασίας στον αιτητή, να μην επιδικαστούν έξοδα.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται.

Δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/gbrutiac/2020/en/123137

[2] HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department | Refworld, https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/gbrait/2005/en/57477

[3] The Danish Immigration Service & The Danish Refugee Council, ‘Iran – House Churches and Converts’ Joint Report, Copenhagen, 02/18, p.7, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/1426255/1788_1520517773_house-churches-and-converts.pdf (accessed on 27/04/23).

[4] The Danish Immigration Service & The Danish Refugee Council, ‘Iran – House Churches and Converts’ Joint Report, Copenhagen, 02/18, p.7, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/1426255/1788_1520517773_house-churches-and-converts.pdf (accessed on 27/04/23).

[5] The Danish Immigration Service & The Danish Refugee Council, ‘Iran – House Churches and Converts’ Joint Report, Copenhagen, 02/18, p.7, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/1426255/1788_1520517773_house-churches-and-converts.pdf (accessed on 27/04/23).

[6] EASO, ‘COI Query – Iran’, 20/12/21, p.5, available at: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_11_Q45_EASO_COI_Query_Response_CONVERSION_IRAN.pdf (27/04/23).

[7] EASO, ‘COI Query – Iran’, 20/12/21, p.5, available at: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_11_Q45_EASO_COI_Query_Response_CONVERSION_IRAN.pdf (27/04/23).

[8] Michael Scollon, ‘No Place For Converts: Iran’s Persecuted Christians Struggle To Keep The Faith’, in Radio Free Europe/Radio Liberty, 05/05/22, available at: https://www.rferl.org/a/iran-christian-converts-persecuted/31836143.html (accessed on 27/04/23).

[9] Michael Scollon, ‘No Place For Converts: Iran’s Persecuted Christians Struggle To Keep The Faith’, in Radio Free Europe/Radio Liberty, 05/05/22, available at: https://www.rferl.org/a/iran-christian-converts-persecuted/31836143.html (accessed on 27/04/23).

[10]  Michael Scollon, ‘No Place For Converts: Iran’s Persecuted Christians Struggle To Keep The Faith’, in Radio Free Europe/Radio Liberty, 05/05/22, available at: https://www.rferl.org/a/iran-christian-converts-persecuted/31836143.html (accessed on 27/04/23).

[11] Lisa Zengarini, ‘Iran: harassment against Iranian Christians increasing’, in Vatican News, 28/02/23, available at: https://www.vaticannews.va/en/church/news/2023-02/iran-harassment-against-iranian-christians-increasing.html (accessed on 27/04/23).

[12] DFAT, ‘Country Information Report Iran’,14 April 2020, σελ. 32-33, (https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-iran.pdf) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/03/2023)

[13] EASO, COI QUERY RESPONSE – Iran: Religious Freedom and conversion (2019- 2021), 20 December 2021, Link:  https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_11_Q45_EASO_COI_Query_Response_CONVERSION_IRAN.pdf (ημ. 28/03/2023)

[14] https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_iran_treatment_of_returnees_by_their_national_authorities_20200330.pdf

[15] DFAT, ‘Country Information Report Iran’,14 April 2020, https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-iran.pdf

[16] Iran: Freedom of Religion; Treatment of Religious and Ethnic Minorities, COI Compilation, September 2015 (ecoi.net) https://www.ecoi.net/en/file/local/1047954/90_1443443478_accord-iran-coi-compilation-september-2015.pdf , σελ.30-31

[17] EUAA_COI_Query_Response_Q61_Iran_atheists, 17/11/23 (ecoi.net), https://www.ecoi.net/en/file/local/2100808/2023_11_EUAA_COI_Query_Response_Q61_Iran_atheists.pdf

[18] DFAT – Country Information Report – 24/07/23 - https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-iran.pdf - p.23, 30

[19] VoA, Iran’s Revolutionary Guards Corps: powerful group with wide regional reach, 3 February 2023, διαθέσιμο σε: Iran's Revolutionary Guard Corps: Powerful Group With Wide Regional Reach (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/10/2024)

[20] AEI, Pivot to offense, how Iran is adapting for modern conflict and warfare, 1 June 2023, p. 5, διαθέσιμο σε: Pivot-to-Offense-How-Iran-Is-Adapting-for-Modern-Conflict-and-Warfare.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/10/2024)

[21] CEP, IRGC (Islamic Revolutionary Guards Corps), 6 June 2023, p. 3, διαθέσιμο σε: IRGC (Islamic Revolutionary Guard Corps) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/10/2024)

[22] MRG – Minority Rights Group International: In the Name of Security; Human rights violations under Iran’s national security laws, 26 June 2020, σελ. 13 https://www.ecoi.net/en/file/local/2033174/In-the-Name-of-Security_Iran_EN_June20.pdf (ημ. πρόσβασης 01/08/2023)

[23] ACCORD – Iran COI compilation – 2018, https://www.refworld.org/reference/countryrep/accord/2018/en/121633

[24] AS (Afghanistan) v SSHD [2019] EWCA Civ 873, 24 May 2019, available at: https://www.asylumlawdatabase.eu/en/content/afghanistan-v-secretary-state-home-department-2019#content  

[25] UK - House of Lords, Januzi v Secretary of State for the Home Department & Ors, 15 February 2006, available at: https://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/uk-house-lords-15-february-2006-januzi-v-secretary-state-home-department-ors-2006-ukhl-5#content 

[26] https://en.wikipedia.org/wiki/Shiraz

[27] https://www.google.com/maps/dir/Borujerd,+Lorestan+Province,+Iran/Shiraz,+Fars+Province,+Iran/@31.7146511,48.3610549,7z/data=!4m14!4m13!1m5!1m1!1s0x3fec2860fa91d733:0x551664c49aac52d3!2m2!1d48.767033!2d33.8941993!1m5!1m1!1s0x3fb20d0c8c85f2e3:0x6d0c5b8aef6b4cf6!2m2!1d52.5835646!2d29.5926119!3e0?entry=ttu&g_ep=EgoyMDI0MTExMy4xIKXMDSoASAFQAw%3D%3D


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο