ECLI:CY:DEDLEF:2022:22
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ι. Α. Χατζητζιοβάννη, Προέδρου
Λ. Παντελίδου και Π. Παναγιώτου, Μελών.
Αρ. Υπόθεσης: 199/2020
Μεταξύ:
ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ
Αιτητής
-και-
CYPRINTERS LTD
Καθ’ ων η αίτηση
Ημερομηνία: 8η Φεβρουαρίου, 2022
Εμφανίσεις:
Για Καθ’ ων η αίτηση (Αιτητές στην αίτηση): κ. Στ. Σκορδής
Για τον Αιτητή (Καθ’ ου η αίτηση στην αίτηση): κα Β. Παντελή
Αίτηση για παραμερισμό απόφασης ημερ. 24.6.2021
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση («η αίτηση») οι Καθ’ ων η αίτηση, Αιτητές στην παρούσα διαδικασία (στο εξής «η Εταιρεία») επιδιώκουν την ακύρωση και ή τον παραμερισμό της απόφασης ημερ. 23.12.2020 που εκδόθηκε εναντίον τους και εν τη απουσία τους.
Η αίτηση βασίζεται στον περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικό Κανονισμό Καν. 13 και 17, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.17 Θ.10, Δ.48 Θ.1, 2 και 9 (h), στο άρθρο 30.3 (α) και (β) του Συντάγματος, στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και στις εγγενής και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται στην συνημμένη ένορκη δήλωση του Χριστάκη Χριστοδούλου, ενός εκ των διευθυντών της Εταιρείας. Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα στις 7.6.2021 αφού επισκέφθηκε μαζί με τον εσωτερικό λογιστή τα γραφεία των ελεγκτών που αποτελεί και το εγγεγραμμένο γραφείο της Εταιρείας ενημερώθηκε από την εκεί γραμματέα ότι είχε στην κατοχή της ένα έγγραφο, το οποίο αντιλήφθηκε ότι αφορούσε την παρούσα υπόθεση. Αμέσως μετά οι δικηγόροι τους, αφού ερεύνησαν τον δικαστηριακό φάκελο, έλαβαν γνώση για την εναντίον της Εταιρείας εκδοθείσα απόφαση. Από τον φάκελο διαπίστωσαν επίσης ότι η Αίτηση Εργατικής Διαφοράς («η Αίτηση») επιδόθηκε σε μια υπάλληλο του Ελεγκτικού γραφείου που είναι το εγγεγραμμένο γραφείο της Εταιρείας, η οποία την κράτησε κοντά της για να την παραδώσει στον ίδιο ένα χρόνο μετά. Είναι η θέση του ότι η επίδοση της Αίτησης είναι παράτυπη και αντικανονική καθώς δεν έχει επιδοθεί στο κατάλληλο πρόσωπο με επακόλουθο η Εταιρεία να στερηθεί του δικαιώματος υπεράσπισης των θέσεων της. Για την ουσία της υπόθεσης, αμφισβητεί τις θέσεις του Αιτητή και ισχυρίζεται ότι η Εταιρεία έχει καλή και συζητήσιμη υπεράσπιση καθώς ο Αιτητής σε διάφορες ημερομηνίες μετέφερε χρηματικά ποσά από λογαριασμούς της Εταιρείας σε τρίτα πρόσωπα και χωρίς καμία δικαιολογία ή ενημέρωση. Αφού έδωσαν οδηγίες στους ελεγκτές της Εταιρείας να προβούν σε έλεγχο των λογαριασμό της, ενημερώθηκαν ότι υπήρχαν σοβαρές ατασθαλίες από μέρους του Αιτητή. Σε συνάντηση που είχαν μαζί του τον Μάιο 2019 ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να δώσει εξηγήσεις και αντί αυτού υπέβαλε την παραίτηση του η οποία έγινε αποδεχτή από τους μετόχους της Εταιρείας στις 10.5.2019. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε επίσης κα σε διάφορες ενέργειες στις οποίες προέβη ο Αιτητής εν αγνοία τους, όπως χρεώσεις της Εταιρείας από τον Αιτητή με την παρουσίαση ψευδών τιμολογίων και μεταφορά χρημάτων από λογαριασμούς της Εταιρείας σε άλλους λογαριασμούς στην Κύπρο και το εξωτερικό. Περαιτέρω αμφισβητεί τα όσα ο Αιτητής επικαλέστηκε για να αποδείξει την υπόθεση του ως εκ διαμέτρου αντίθετα με την όλη συμπεριφορά του.
Η αίτηση αντίκρισε την ένσταση του Αιτητή η οποία βασίζεται στον περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικό Κανονισμό άρθρο 13 και 17, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.17 Θ.10, Δ.26 Θ.14, Δ.33 Θ.Θ.2, 3 και 5, Δ.40 Θ.Θ.7 και 11, Δ.41 Θ.Θ.1-3, Δ.48, Θ.Θ.1, 2, 3, 4, 8 και 9, επί του άρθρου 30 του Συντάγματος, επί της Πρακτικής και των Συμφυών Εξουσιών του Δικαστηρίου, επί της Νομολογίας και επί των Γενικών Αρχών του Νόμου.
Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η ένσταση είναι οι ακόλουθοι:
1. Η εκδοθείσα απόφαση δεν μπορεί να παραμεριστεί καθότι εκδόθηκε νομότυπα και ακολουθήθηκε η ορθή και νομότυπη διαδικασία και δεν φαίνεται να πληρούνται σε καμία περίπτωση οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος παραμερισμού και δεν παρουσιάζονται σοβαροί και/ή επαρκείς λόγοι που να δικαιολογούν την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων όπως έχουν καθοριστεί από τη σχετική νομολογία επί του θέματος.
2. Η υπό κρίση αίτηση είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμη και αστήρικτη καθώς η ένορκη δήλωση που την στηρίζει δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, είναι παραπλανητική, περιέχει ψευδείς και/ή ατεκμηρίωτες δηλώσεις, ενώ ο ενόρκως δηλών προβαίνει σε παραποίηση γεγονότων και προβάλλει εκ των υστέρων σκέψεις για να δικαιολογήσει τη μη εμφάνιση της Εταιρείας.
3. Η ένορκη δήλωση είναι γενική και αόριστη και η Εταιρεία δεν απόσεισε το βάρος που ήταν επιφορτισμένη προς απόδειξη των ισχυρισμών της.
4. Η Εταιρεία δεν αποκαλύπτει κανένα νομικό ή πραγματικό λόγο που να δικαιολογεί τον παραμερισμό της απόφασης ημερ. 23.12.2020 καθότι έγινε ορθή και σύμφωνη με τους διαδικαστικούς κανονισμούς επίδοση της Αίτησης, η Εταιρεία δεν παρουσιάζει λογικοφανή και καλόπιστη υπεράσπιση και καθυστέρησε αδικαιολόγητα και/ή υπέρμετρα στην καταχώριση της υπό κρίση αίτησης.
5. Δεν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις της Νομοθεσίας και της Νομολογίας για παραμερισμό της εκδοθείσας δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 23.12.2020.
6. Η υπό κρίση αίτηση της Εταιρείας γίνεται κακόπιστα και καταχρηστικά και αποσκοπεί αποκλειστικά στην πρόκληση καθυστέρησης για την αποφυγή λήψης περαιτέρω μέτρων εκτέλεσης της Απόφασης ημερ. 23.12.2020 και τυχόν έκδοση των διαταγμάτων συνεπάγει άμεσο επηρεασμό των δικαιωμάτων του Αιτητή και πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον Αιτητή αφού θα εμποδιστεί από το να εισπράξει το εξ' αποφάσεως ποσό το οποίο αφορά μεταξύ άλλων μισθούς αλλά και αποζημιώσεις για τον τερματισμό της απασχόλησης του και είναι άδικο τα εν λόγω διατάγματα να δοθούν υπό τις περιστάσεις.
7. Η συμπεριφορά της Εταιρείας είναι ασυγχώρητη και/ή περιφρονητική και/ή αποτελεί καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας.
8. Η Εταιρεία δεν δικαιολογεί καθόλου και/ή επαρκώς την παράλειψη εμφάνισης της και/ή καθυστέρηση στην εμφάνιση της.
9. Η υπό κρίση αίτηση είναι αβάσιμη και/ή καταχρηστική και μοναδικό σκοπό έχει να παρεμποδίσει και/ή να καθυστερήσει την εκτέλεση της απόφασης ημερ. 23.12.2020, σπαταλώντας παράλληλα και τον πολύτιμο χρόνο του Δικαστηρίου καθώς και την ανάγκη για ταχεία απονομή δικαιοσύνης.
10. Η Εταιρεία δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και παραλείπει να αναφερθεί σε ουσιώδη γεγονότα που έχουν άμεση σχέση με την υπό κρίση αίτηση.
11. Η αίτηση υποβλήθηκε καθυστερημένα αφού η Εταιρεία επέδειξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση, έξι μήνες από την έκδοση της απόφασης και σχεδόν ένα χρόνο από την επίδοση της Αίτησης.
12. Η αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή νόμω και/ή ουσία και/ή δικονομικώς αβάσιμη.
13. Δεν είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα καθότι τυχόν παραμερισμός της εκδοθείσας απόφασης θα είναι αντίθετος με την ανάγκη ταχείας απονομής της δικαιοσύνης και διασφάλιση τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων χάριν του δημόσιου συμφέροντος.
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Αιτητή με την οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει τους προβαλλόμενους με αυτή λόγους. Επικαλούμενος την ένορκη δήλωση του επιδότη ημερ. 10.7.2020 ισχυρίζεται ότι υπήρξε νομότυπη επίδοση της Αίτησης σε συγκεκριμένη υπάλληλο στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εταιρείας. Θεωρεί ότι ο χρόνο που παρήλθε από την επίδοση της Αίτησης και μέχρι την καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού δεν δικαιολογείται καθότι δεν είναι λογικό να υπογράφηκε η παραλαβή του εγγράφου και να μην υπήρξε ενημέρωση ή κοινοποίηση του για σχεδόν ένα χρόνο. Περαιτέρω ότι η Εταιρεία δεν προσκόμισε οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία που να στοιχειοθετούν οποιαδήποτε υπεράσπιση και ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση παρουσιάζει ανυπόστατους ισχυρισμούς καθώς και χρονικά αναιτιολόγητα κενά που αποδεικνύουν ότι οι ισχυρισμοί της Εταιρείας είναι ψευδείς και ανυπόστατοι. Ισχυρίζεται ότι ο ίδιος εκτελούσε ανελλιπώς τα καθήκοντα του μέχρι τις 3.10.2019 χωρίς ποτέ να υποβάλει οικειοθελώς την παραίτηση του και ότι η Εταιρεία εντελώς αδικαιολόγητα δεν του κατέβαλλε μισθούς για τους μήνες Ιούλιο μέχρι και 3.10.2019 που εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του προς αυτό τον σκοπό.
Μέσα από τις αγορεύσεις των συνηγόρων αποτυπώνονται και οι εκατέρωθεν προσεγγίσεις των μερών ως προς την όλη διάσταση της αίτησης παραμερισμού και της ένστασης, τις οποίες έχουμε εξετάσει. Έχουμε επίσης διεξέλθει του φακέλου της υπόθεσης.
Είναι κοινή η θέση των μερών, όπως αυτή επιβεβαιώνεται από την ένορκη δήλωση του ιδιώτη επιδότη ημερ. 10.7.2020 ότι η Αίτηση επιδόθηκε στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εταιρείας, που είναι τα γραφείο των Ελεγκτών της, έναντι της υπογραφής της εκεί υπαλλήλου Φωτεινής Γνάφη.
Το άρθρο 372 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ.113 προβλέπει ότι:
«Έγγραφο δύναται να επιδοθεί σε εταιρεία με την άφεση του ή με την αποστολή του ταχυδρομικώς στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας.»
Η Δ.5 θ.7 που αποτελεί διαδικαστική διάταξη επιφυλασσόμενη υπέρ του νόμου, προβλέπει τα ακόλουθα:
«Εάν δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια, η οποία να ρυθμίζει την επίδοση δικαστικής κλήσης σε νομικό πρόσωπο, η επίδοση επίσημου αντίγραφου του κλητηρίου εντάλματος ή άλλης δικαστικής κλήσης στον πρόεδρο ή σε άλλο ανώτερο αξιωματούχο, ή στον ταμία ή το γραμματέα του νομικού προσώπου ή παράδοση τέτοιου αντιγράφου στα γραφεία του νομικού προσώπου, θα θεωρείται καλή επίδοση.»
Στην υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 43, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων ότι το άρθρο 372 του περί Εταιρειών Νόμου θα πρέπει να αντικρίζεται υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 30.1.και 30.3 (α) του Συντάγματος.
Στην J.Z. Classic Music Pro Ltd v. Alkadia Music Land Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 1151, η επίδοση έγινε στο εγγεγραμμένο γραφείο της εναγόμενης εταιρείας που ήταν το δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της. Παραλήφθηκε δε από πρόσωπο μη «αξιωματούχο» και μη υπάλληλο της εταιρεία. Η επίδοση έγινε δεκτή ως νομότυπη.
Ομοίως και στην προκείμενη περίπτωση η επίδοση έγινε σε μη αξιωματούχο της Εταιρείας στο εγγεγραμμένο γραφείο που ήταν το γραφείο των Ελεγκτών της. Κρίνουμε λοιπόν ότι η επίδοση ήταν νομότυπη και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα παραμερισμού της απόφασης λόγω κακής επίδοσης.
Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον παραμερισμό απόφασης λόγω μη καταχωρήσεως εμφανίσεως, έχουν εκτεθεί επανειλημμένως σε σειρά αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου, στις οποίες υιοθετείται η προσέγγιση των Αγγλικών Δικαστηρίων, εκεί όπου ισχύουν παρόμοιοι θεσμοί.
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Ανδρέας Γιάγκου κ.α. ν. Λουκίας Φωτίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 233/2009 ημερ. 24.1.2014:
«…Η νομολογία έχει εδραιώσει ορισμένα κριτήρια με τα οποία τα Δικαστήρια καθοδηγούνται ως προς τις περιπτώσεις που είναι ορθό να επανανοιχθεί μια υπόθεση. Ένα από αυτά τα κριτήρια απαιτεί την καταχώρηση ένορκης δήλωσης για την ουσία της αγωγής στην οποία να εμφαίνεται ότι ο αιτητής έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Αυτή η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης συνιστά, όπως λέχθηκε στην Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1 Α.Α.Δ. 1774, τον «πρωταρχικό παράγοντα» που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Ως επιπρόσθετη παράμετρος λαμβάνεται επίσης υπόψη ο χρόνος που έχει διαρρεύσει από την ημέρα έκδοσης της απόφασης μέχρι την καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού, καθώς βέβαια και οι επεξηγήσεις που δίνονται ως προς το λόγο που η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει ερήμην του αιτητή χωρίς την καταχώρηση εμφάνισης. Περαιτέρω κριτήριο είναι κατά πόσο ο παραμερισμός της απόφασης θα αποβεί τελικώς χρήσιμος και εμφανέστατα τέτοια χρησιμότητα δεν υπάρχει εάν δεν μπορεί να διαφανεί μέσα από τη μαρτυρία κάποια υπεράσπιση στην αγωγή.
Η θεμελιακή απόφαση στο ζήτημα παραμερισμού Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, 650, ακολουθήθηκε επανειλημμένα από τα Κυπριακά Δικαστήρια και μάλιστα από ενωρίς στη διαμόρφωση της νομολογίας, ενδεικτικές δε αυτών των αποφάσεων είναι η Kotsapas v. Titan Construction Engineering Co. (1961) C.L.R. 320 και η Christophorou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159. Το τι αποτελεί «prima facie defence», όπως το έθεσε ο Λόρδος Atkin στην απόφαση Evans v. Bartlam - ανωτέρω -, επεξηγήθηκε μεταγενέστερα από τον Megarry V.C. στην Land Securities plc v. Receiver for the Metropolitan Police District (1983) 1 W.L.R. 439, ο οποίος είπε τα εξής:
«If the term 'prima facie case' is used, I think that this is to be understood in the sense of a case made out by the landlord, without the need to evaluate any rebutting evidence put forward by the tenant. That is why Diplock L.J., at p.80 used the term 'bona fide arguable case'; and the unanimous view of the Court that the point ought not to be tried twice over seems to point strongly to the phrase 'prima facie case' bearing the meaning that I have indicated.»
Στην επίσης θεμελιακή στο θέμα ακύρωσης στην Κυπριακή νομολογία υπόθεση, Φυλακτού ν. Μιχαήλ (1982) 1Α.Α.Δ. 204 επεξηγήθηκε ότι το Δικαστήριο οφείλει να ασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια ισοζυγίζοντας δύο θεμελιακές αρχές, δηλαδή, αφενός την ανάγκη να ακούγεται ο διάδικος επί της ουσίας της υπόθεσης του και αφετέρου την ανάγκη της όσο το δυνατό ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, κριτήριο εξίσου σοβαρό για το Δικαστήριο είναι και η αναγκαιότητα να σφραγίζονται οι δικαστικές αποφάσεις με τελεσιδικία. Ως προς το πώς αντιμετωπίζεται η σχετική ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, η οποία κατά κανόνα περιορίζεται στις ένορκες δηλώσεις, λέχθηκε στην πιο πάνω υπόθεση ότι θα ήταν αντινομικό εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει επί της ορθότητας οποιωνδήποτε γεγονότων που τίθενται ενώπιον του στο στάδιο της αίτησης, διότι το έργο του εξαντλείται στο να διακρίνει κατά πόσο αποκαλύπτεται επαρκής υπεράσπιση, που είναι και το βασικό κριτήριο που δικαιολογεί το επανάνοιγμα υπόθεσης.
Σαφώς το βάρος για παραμερισμό ερήμην απόφασης πίπτει επί των ώμων του αιτητή, αλλά αυτό το βάρος δεν εξυπακούει και την απόδειξη αμφισβητούμενων γεγονότων ή τη θεμελίωση της υπεράσπισης, ως εάν διεξαγόταν η δίκη επί της ουσίας της. Όπως λέχθηκε στην Κωνσταντινίδη ν. Hissin - ανωτέρω -, «είναι αρκετό να εγερθεί το ζήτημα που κρίνεται χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας» και χωρίς να «...απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση». Με άλλα λόγια πρέπει να υποδεικνύεται από τον αιτητή μια καλή τη πίστει συζητήσιμη υπόθεση, όπως εξηγήθηκε στην Lord Securities plc - ανωτέρω.
…»
Επί των εν λόγω κριτηρίων εκτενής αναφορά γίνεται και στην απόφαση Claire Morris v. Saratoga swimming Pools ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 647, την οποία παραθέτουμε:
Η νομολογία για το θέμα του παραμερισμού απόφασης, όπως είναι αποκρυσταλλωμένη, συνοψίστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Sabine Zehil v. Neil Robe-rts (2009) 1(A) AΑΔ.678, από όπου και παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα, από την απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου:-
«Με βάση τη Διάταξη 17 θεσμός 10, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όταν εκδοθεί απόφαση, το δικαστήριο δύναται «στην κατάλληλη περίπτωση να ακυρώσει ή διαφοροποιήσει τέτοια απόφαση, με όρους που θα ήταν δίκαιοι.»
Είναι προφανές ότι το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η οποία ασκείται αφού εξισορροπηθούν διάφοροι παράγοντες όπως η επάρκεια της δικαιολογίας για τη μη εμφάνιση, η ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης, η ανάγκη διαφύλαξης του τελεσίδικου μιας απόφασης και κατά πόσο ο Αιτητής έχει δείξει ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Στην υπόθεση Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ. 893, συνοψίζονται οι σχετικές αρχές στο πιο κάτω απόσπασμα από τη σελίδα 897:-
«Είναι γεγονός ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Όταν ένας διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, καλύπτει ό,τι σχεδόν απαιτείται για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του. Ωστόσο, η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του ή αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, αυτή η συμπεριφορά, που με άλλα λόγια συνιστά αδιαφορία, μπορεί να αποβεί παράγων αποτυχίας της αίτησης για παραμερισμό. Βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941, Γερολέμου ν. ΣΠΕ Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ.818 και Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101».
Πέραν των πιο πάνω, το δικαστήριο έχει πάντοτε υποχρέωση να διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε διαδίκου για δίκαιη δίκη. Το συγκεκριμένο δικαίωμα, δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς ο διάδικος να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο. Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνεύοντας το άρθρο 6(1) της Σύμβασης, θεώρησε ότι η πρόσβαση στο δικαστήριο και το ταυτόχρονο δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, δεν πρέπει μόνο να διατυπώνονται, αλλά θα πρέπει να είναι και αποτελεσματικά.
Στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ., ν. Μιχαήλ (2003) 1(Β) 1044 αναφέρθηκε ότι: «Το δικαίωμα κάθε ατόμου να λαμβάνει γνώση δικαστικής διαδικασίας που να τον αφορά, και να ακούεται σ' αυτή, είναι αυτονόητο και αυτόδηλο.» (Βλ. επίσης Α.Ε.2572, Δημοκρατία ν. Ζήνα Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ.1060
Βέβαια, το δικαίωμα για δίκαιη δίκη συναρτάται προς τα δικαιώματα άλλων διαδίκων. Κριτήριο είναι πάντοτε η αρχή της αναλογικότητας και τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Όπως αναφέρθηκε στην Κολλάτου ν. Παναγιώτου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 895:-
«Στην αποτίμηση των συμφερόντων της δικαιοσύνης, προέχει η διασφάλιση δικαίας δίκης, η οποία συναρτάται τόσο με το δικαίωμα εκατέρου των διαδίκων να ακουστεί στην υπόθεσή του, όσο και με τη διεκπεραίωση της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο. Οι Θεσμοί έχουν ως κύριο αντικείμενο την καθιέρωση του θεσμικού πλαισίου για τη διασφάλιση δικαίας δίκης. ..........................
Η τήρηση των διαδικαστικών κανόνων δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά το μέσο για την επίτευξη δικαίας δίκης. Εφόσον παρέκκλιση από τα θέσμια δεν αναιρεί το σκοπό, αυτή αντιμετωπίζεται θετικά. Αντιμετωπίζεται αρνητικά, όταν αντιστρατεύεται τη διασφάλιση δικαίας δίκης, που εξυπακούει και την προστασία των δικαιωμάτων του αντιδίκου.»
Tα δικαστήρια δεν πρέπει να αποστερούν το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, ιδιαίτερα όταν αποκαλύπτει καλή υπεράσπιση και όταν η συμπεριφορά του δεν είναι μεμπτή (Βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, 210, Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου (Αρ. 2) (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1938). »
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Πατούρη v. Hellenic Bank Ltd (2001) 1A.A.Δ. 2118, 2123, οι αρχές που διέπουν και προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου σ’ αυτό το πεδίο μπορεί να θεωρηθούν καθιερωμένες. Απαραίτητη είναι η επεξήγηση των λόγων για τη μη εμφάνιση του εναγομένου και η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης.
Στην υπόθεση Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά v. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 28 τεθηκε μεταξύ άλλων ότι:
«Το βασικό κριτήριο που λαμβάνεται υπ’ όψιν στην εξέταση αιτήσεων όπως η παρούσα, είναι κατά πόσο ο εναγόμενος ικανοποιεί το Δικαστήριο πως έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην αγωγή ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να την προβάλει. Τα υπόλοιπα κριτήρια όπως π.χ. η επιμέλεια την οποία επέδειξε και η ταχύτητα με την οποία έδρασε μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του, παρ’ όλον ότι λαμβάνονται υπ’ όψιν από το Δικαστήριο, δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες δηλαδή την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.»
Από τον φάκελο της υπόθεσης είναι φανερό ότι η Αίτηση καταχωρήθηκε στις 25.6.2020 και επιδόθηκε στην Εταιρεία στις 3.7.2020. Λόγω μη καταχώρησης εγγράφου εμφανίσεως από την Εταιρεία η υπόθεση ορίστηκε για οδηγίες και ακολούθως για ακρόαση, οπότε στις 23.12.2020 εκδόθηκε η επίδικη απόφαση για το συνολικό ποσό των €17.590- με νόμιμο τόκο πλέον €1.130- έξοδα με νόμιμο τόκο πλέον ΦΠΑ επί των εξόδων. Η αίτηση παραμερισμού καταχωρήθηκε στις 24.6.2021. Από τα όσα καταθέτει ενόρκως ο εκ των διευθυντών της Εταιρείας κ. Χρ. Χριστοδούλου, για την ύπαρξη της Αίτησης πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά στις 7.6.2021 όταν επισκέφθηκε μαζί με τον εσωτερικό λογιστή της Εταιρείας το γραφείο των Ελεγκτών τους, που αποτελεί και το εγγεγραμ-μένο γραφείο της Εταιρείας, οπόταν και ενημερώθηκε από την εκεί υπάλληλο ότι είχε στην κατοχή της ένα έγγραφο που αφορούσε την Εταιρεία. Η θέση του μάρτυρα δεν έχει αμφισβητηθεί καθώς η πλευρά του Αιτητή δεν προέβη σε αντεξέταση του και ούτε προσκόμισε οποιαδήποτε αντίθετη μαρτυρία που να αντικρούει τα όσα κατάθεσε. Στηριζόμενοι λοιπόν στην εν λόγω μαρτυρία διαπιστώνουμε ότι η παράλειψη της Εταιρείας να εμφανιστεί στην υπόθεση και να προχωρήσει έγκαιρα στην καταχώρηση της αίτησης παραμερισμού οφείλετο καθαρά στην παράλειψη της υπαλλήλου των Ελεγκτών να ενημερώσει και να διαβιβάσει το αντίγραφο της Αίτησης που είχε παραλάβει έναντι της υπογραφής της για την Εταιρεία. Η αίτηση παραμερισμού ήταν η άμεση αντίδραση της Εταιρείας ευθύς μόλις έλαβε γνώση για την επίδοση της Αίτησης και την έκδοση της επίδικης απόφασης. Μια τέτοια παράλειψη, που δεν άφηνε κανένα περιθώριο στην Εταιρεία να λάβει γνώση του γεγονότος μέσω άλλης οδού, δεν μπορεί κατά την κρίση μας να θεωρηθεί ή να δικαιολογήσει περιφρονητική διαγωγή από μέρους της.
Αναφορικά με την προβαλλόμενη υπεράσπιση, μελετώντας τα ενώπιον μας στοιχεία κρίνουμε ότι οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τον ενόρκως δηλούντα σε σχέση με τις αξιώσεις του Αιτητή, ήταν επαρκείς για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης. Πέραν της ένορκης μαρτυρίας ουσιώδη είναι επίσης τα όσα προκύπτουν από τα συνημμένα έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση.
Σύμφωνα με τη νομολογία για τη διαπίστωση της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης. Το Δικαστήριο δεν προχωρεί σε αξιολόγηση οποιασδήποτε μαρτυρίας στο στάδιο αυτό (βλ. Κώστας Φραντζής v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδ.) Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1094). Το Δικαστήριο τότε μόνο θα πεισθεί για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης εάν υπάρχουν ενώπιον του ικανοποιητικές λεπτομέρειες που τείνουν να θέσουν λόγους συζητήσιμης υπόθεσης (βλ. Τεγκεράκης ν. Δήμου Λευκωσίας (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 289) , κάτι που εν προκειμένω η Εταιρεία έχει πετύχει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ του παραμερισμού της εκδοθείσας απόφασης. Ως εκ τούτου η απόφαση ημερομηνίας 23.12.2020 παραμερίζεται υπό τον όρο ότι η Εταιρεία θα καταβάλει στον Αιτητή όλα τα έξοδα της Αίτησης Εργατικής Διαφοράς που χάνονται λόγω της μη καταχώρησης εμφάνισης και του παραμερισμού, καθώς και τα έξοδα της υπό κρίση αίτησης ανερχόμενα στο ποσό των €700- πλέον νομικό τόκο πλέον ΦΠΑ. Τίθεται σαν όρος για τον παραμερισμό της απόφασης ότι η Εταιρεία θα καταβάλει το ποσό των εξόδων προς τον Αιτητή μέσα σε 30 ημέρες από σήμερα.
Δίδονται περαιτέρω οδηγίες όπως σε περίπτωση συμμόρφωσης με τον πιο πάνω όρο, η Εταιρεία καταχωρήσει έγγραφο εμφάνισης εντός 10 ημερών από την πληρωμή των εξόδων ως ανωτέρω.
(υπ)…….………………………………………..……
Ι.Α. Χατζητζιοβάννης, Πρόεδρος
Λ. Παντελίδου, Μέλος
Π. Παναγιώτου, Μέλος
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής