ECLI:CY:DEDLEF:2022:4
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ – ΠΑΦΟΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστή
Σ. Δελίτσικου )
Π. Δημοσθένους ) Μελών
Αρ. Αίτησης: 136/18
ΧXXXXXXX ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ
Αιτητής
και
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΠΑΦΟΥ
Καθ’ ης η Αίτηση
Προδικαστική εκδίκαση νομικού σημείου
Ημερομηνία: 30 Μαρτίου, 2022
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Αιτητή: κ. Ζ. Νικολάου
Για Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Α.Σ. Αγγελίδης
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής στις 05/07/2018 καταχώρησε την Αίτηση Εργατικής Διαφοράς με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό («η Αίτηση»), με την οποία αξιώνει από την Καθ’ ης η Αίτηση τις ακόλουθες θεραπείες:
«1. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η Αίτηση οποιαδήποτε αποκοπή από το συνταξιοδοτικό ωφέλημα του Αιτητή και πληρωμή οποιουδήποτε ποσού αποκόπηκε.
2. Ποσό €3.600,00 ως παρανόμως και αδικαιολογήτως αποκοπέντα από το συνταξιοδοτικό ωφέλημα του Αιτητή.
3. Οιανδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε αποφασίσει το Δικαστήριο.
4. Νόμιμο τόκο.
5. Έξοδα και ΦΠΑ.»
Στους γενικούς λόγους της Αίτησης ο Αιτητής αναφέρει ότι εργαζόταν στην υπηρεσία της Καθ’ ης η Αίτηση από το 1973. Ότι κατά ή περί την 31/11/2012, σύμφωνα με τη σύμβαση εργοδότησής του, άρχισε να λαμβάνει συνταξιοδοτικό ωφέλημα από την Καθ’ ης η Αίτηση ύψους €1.438,59 μηνιαίως. Ότι η Καθ’ ης η Αίτηση παρανόμως και χωρίς τη συγκατάθεσή του απέκοπτε από το εν λόγω συνταξιοδοτικό ωφέλημά του το ποσό των €728,11 μηνιαίως μέχρι τις 28/02/2017. Ότι κατά ή περί την 01/03/2017 συμφώνησε και συγκατατέθηκε στο να αποκόπτεται από το συνταξιοδοτικό του ωφέλημα το ποσό των €300,00 μηνιαίως. Ότι κατά ή περί τις 15/06/2017 απέσυρε και/ή ανακάλεσε τη συγκατάθεσή του για την αποκοπή των €300,00 από το συνταξιοδοτικό ωφέλημά του και ζήτησε να του καταβάλλεται η σύνταξή του χωρίς οποιαδήποτε αποκοπή. Ότι η Καθ’ ης η Αίτηση αγνόησε την εντολή του και συνέχισε να αποκόπτει το ποσό των €300,00 από τη σύνταξή του. Ότι στις 06/09/2017 απέστειλε εκ νέου επιστολή προς την Καθ’ ης η Αίτηση αναφέροντας ότι αγνοήθηκε η ανάκληση της συγκαταθέσεώς του για αποκοπή του ποσού των €300,00 από τη σύνταξή του και γνωστοποίησε στην Καθ’ ης η Αίτηση εκ νέου την εντολή του για απόσυρση και/ή ανάκληση της συγκατάθεσής του. Ότι η Καθ’ ης η Αίτηση και πάλι αγνόησε την εντολή του, δεν συμμορφώθηκε με αυτή και συνέχισε μέχρι την καταχώρηση της Αίτησης να αποκόπτει από τη σύνταξή του το ποσό των €300,00. Ότι από την ημερομηνία που απέσυρε τη συγκατάθεσή του μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της Αίτησης απώλεσε το ποσό των €3.600,00.
Η Καθ’ ης η Αίτηση απορρίπτει τις εναντίον της αξιώσεις και ισχυρίζεται ότι διαπιστώθηκε από το αρμόδιο ελεγκτικό τμήμα της Εκκλησίας της Κύπρου και τον αρμόδιο Αναλογιστή ότι καταβλήθηκαν στον Αιτητή από αυτήν, μη οφειλόμενα από αυτήν, ποσά ύψους €13.140,52. Ότι ο Αιτητής μετά από αυτές τις διαπιστώσεις συγκατατέθηκε γραπτώς σε μηνιαίες αποκοπές από τη μηνιαία σύνταξή του. Υποστηρίζει ότι η Καθ’ ης η Αίτηση ενήργησε σύμφωνα με ότι συμφωνήθηκε με τον Αιτητή και ότι ο Αιτητής δεν μπορούσε μονομερώς να ανατρέψει τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα. Λέγει ότι περαιτέρω απορρίπτει τις αξιώσεις του Αιτητή καθ’ ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών («το Δ.Ε.Δ.») «στερείται δικαιοδοσίας για να αποφασίσει ως οι αξιώσεις του Αιτητή».
Το Δικαστήριο στις 05/11/2021 ζήτησε όπως στις 21/01/2022 οι δικηγόροι των διαδίκων τοποθετηθούν κατά πόσον το Δικαστήριο μπορεί να εκδικάσει προδικαστικά το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δ.Ε.Δ. σχετικά με τις αξιώσεις του Αιτητή με την Αίτηση.
Στις 19/01/2022 ο δικηγόρος της Καθ’ ης η Αίτηση με ηλεκτρονικό μήνυμά του προς το Δικαστήριο ανέφερε ότι ενόψει του ότι η Αίτηση «αφορά αποκοπή ποσών από τη σύνταξη του Αιτητή» θεωρεί «ότι πληρούνται όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις της Δ.27 για να εκδικαστεί από τώρα το προδικαστικό» θέμα και «να επιλυθεί το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών». Την ίδια ημερομηνία ο δικηγόρος του Αιτητή με ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στο Δικαστήριο δήλωσε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του συναδέλφου του όπως προδικαστεί το θέμα της αρμοδιότητας του Δ.Ε.Δ. σε ότι αφορά την Αίτηση.
Στις 21/01/2022 το Δικαστήριο όρισε για προδικαστική εκδίκαση στις 04/03/2022 το ζήτημα της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δ.Ε.Δ. σχετικά με την Αίτηση. Στις 04/03/2022 οι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν ενώπιόν μας γραπτές αγορεύσεις προς υποστήριξη των θέσεών τους.
Σύμφωνα με τη νομολογία, «… θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του δικαστηρίου πρέπει να επιλύονται το ενωρίτερο δυνατό (επειδή) είναι αντινομικό το δικαστήριο να αναλαμβάνει και να ασκεί δικαιοδοσία εκτός του πεδίου της αρμοδιότητας του» (βλ. Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ & άλλοι v. Γεν. Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225). Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι θέμα δημοσίας τάξης και μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμα και κατ’ έφεση (βλ. Παναγιώτου v. Χ’’ Κυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362, Γεωργίου v. Γεωργίου (2001) 1 (1) Α.Α.Δ. 1592). Λόγω της φύσης και της σοβαρότητας του, το ζήτημα μπορεί να εγερθεί και να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο σε οποιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, αφού ελλείψει δικαιοδοσίας κάθε απόφαση είναι εξ υπαρχής άκυρη (βλ. Μιχαηλίδης v. Γρηγορίου κ.α. (1988) 1 Α.Α.Δ. 88, ΘΟΚ ν. Ορέστης Σοφοκλέους, Πολιτική Έφεση Αρ. 513/12, απόφαση ημερ.18/01/2016). Στην υπόθεση Ελευθέριος Κούρου ν. Αντωνίας Ξενή Κόνου, Πολιτική Έφεση Αρ. 305/09, απόφαση ημερομ.10/10/2014 τονίστηκαν τα πιο κάτω:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθό στη σκέψη του ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας αποτελεί καταλυτικής σημασίας θέμα εφόσον οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ή επιδίωξη θεραπείας, όπως η τροποποίηση των δικογράφων, ήταν δυνατή μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είχε γενική δικαιοδοσία να εξετάσει τα ενώπιον του θέματα στη βάση της υπάρχουσας δικογραφίας. Όπως αποφασίστηκε στη Thermofast Limited (2005) 1 Α.Α.Δ. 567, το ζήτημα της δικαιοδοσίας είναι ζήτημα δημόσιας τάξης, εγείρεται και αυτεπαγγέλτως, αποτελεί δε υποχρέωση του Δικαστηρίου να ακυρώσει διάταγμα που εκδόθηκε χωρίς δικαιοδοσία. Το ζήτημα δεν επαφίεται ούτε στη συναίνεση των διαδίκων, ούτε στη συμπεριφορά ή στην τυχόν καθυστέρηση που επιδεικνύεται. Όπως αποφασίστηκε στη Michaelidou n. Gregoriou (1968) 1 C.L.R. 88, οι διάδικοι δεν μπορούν να συναινέσουν να προσδώσουν δικαιοδοσία σε Δικαστήριο εκεί όπου δεν υπάρχει.
Μάλιστα ενδείκνυται το ζήτημα της έλλειψης κατά τόπο ή καθ΄ ύλην δικαιοδοσίας να εγείρεται και να εξετάζεται το συντομότερο δυνατόν ώστε να μην προχωρά η διαδικασία χωρίς αρμοδιότητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλαβε δικαιοδοσία να εξετάσει τη δικαιοδοσία του, ένας απόλυτα θεμιτός τρόπος ενέργειας. Η εξέταση της δικαιοδοσίας υπό το φως του ευρύτερου πλαισίου της διαφοράς των διαδίκων ιδωμένης ως εμπίπτουσας στο οικογενειακό δίκαιο, πρόβαλλε επιτακτική. Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Words and Phrases Legally Defined, 2η Έκδ., Τόμος 3, σελ.113:
«Where a court takes it upon itself to exercise a jurisdiction which it does not possess, its decision amounts to nothing. Jurisdiction must be acquired before judgment is given.»»
Η έννοια της δικαιοδοσίας και πότε ένα Δικαστήριο ενεργεί εντός της δικαιοδοσίας του, αποτέλεσε αντικείμενο ευρύτερης νομολογιακής ανάλυσης. ενδεικτική είναι η αναφορά που γίνεται στην υπόθεση R.C.K. Sports Ltd (αρ.4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 618, την οποία το Δικαστήριο υιοθέτησε και στην υπόθεση Κορέλλης v. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1718:
«Στην R.C.K. Sports Ltd (Αρ. 4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 618, 623, έχει επιχειρηθεί ερμηνεία του όρου "δικαιοδοσία":
"Η λέξη 'δικαιοδοσία' έχει πολλές αποχρώσεις ερμηνείας. Μερικοί τείνουν να πουν ότι, οποτεδήποτε δικαστήριο αποφασίσει εσφαλμένα, υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του. Η δήλωση αυτή είναι πολύ ευρεία και αποτελεί υπερβολή. Το δικαστήριο ασκεί την εξουσία του σύμφωνα με το καθορισμένο δικονομικό δίκαιο.
Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιον του ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία παρουσιάζονται, σύμφωνα με Δικονομικούς Κανόνες ενώπιον του, για απόφαση. Τα όρια της δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας καθορίζονται από το Νόμο ο οποίος καθιδρύει το Δικαστήριο. Η δικαιοδοσία πρέπει να υπάρχει πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης."
(Βλ. και Thompson v. Shiel [1840] 3 Ir. Eq. R. 135, Δημητρίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 256, 261).»
Το Δ.Ε.Δ. καθιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 12 του Περί Ετήσιων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν.8/67) όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα. Στο άρθρο 12 του πιο πάνω Νόμου προσδιορίζεται το εύρος της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δ.Ε.Δ. Παραθέτουμε πιο κάτω αυτούσιο το εν λόγω άρθρο:
«12.-(1) Καθιδρύεται Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών, (εν τω παρόντι νόμω καλούμενον «Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών») εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν του οποίου υπάγεται η διάγνωσις και απόφασις επί των ακολούθως διαφορών:
(α) απασών των εργατικών διαφορών των αναφυομένων συνεπεία της εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων, περιλαμβανομένου και παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού προς τοιαύτας διαφοράς θέματος·
(β) απασών των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένου και παντός συμπληρωματικού ή παρεμπίπτοντος θέματος παραπεμπομένου αυτώ δυνάμει ρητής διατάξεως οιουδήποτε ετέρου νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων·
(γ) πάσης εργατικής διαφοράς παραπεμπομένης αυτώ υπό του Υπουργού, είτε κοινή συναινέσει αμφοτέρων των μερών, είτε δυνάμει οιασδήποτε εν ισχύϊ συλλογικής συμβάσεων ή διευθετήσεως αφορώσης την επίλυσιν εργατικών διαφορών διά διαιτησίας·
(δ) οιασδήποτε ετέρας διαφοράς, συμπεριλαμβανομένης και οιασδήποτε απαιτήσεως διά παροχήν ή αποφάσεως αρμοδίου λειτουργού, δυνάμει των διατάξεων του εκάστοτε περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων ισχύοντος Νόμου, ήτις ήθελε παραπεμφθή αυτώ, ως ήθελεν εκάστοτε καθορισθή διά νόμου ή διά κανονισμών εκδοθέντων κατ΄ εφαρμογήν του εδαφίου τούτου.
(ε) αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση.
(στ) οποιωνδήποτε διαφορών αστικής φύσεως αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου.»
Σημειώνουμε ότι ο όρος «εργατική διαφορά» που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (α), (β) και (γ) της παραγράφους (1) του άρθρου 12 του Ν.8/67 καθορίζεται στις ερμηνευτικές διατάξεις του Ν.8/67 ως εξής:
«εργατική διαφορά» σημαίνει οιανδήποτε διαφοράν μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων ή μεταξύ εργοδοτουμένων και εργοδοτουμένων, εν σχέσει προς την απασχόλησιν ή την μη απασχόλησιν ή τας συνθήκας απασχολήσεως ή τους όρους απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουμένων υπό του εργοδότου μετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε μη·»
Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση δηλαδή τα γεγονότα που προσδιορίζονται στο κλητήριο ένταλμα και την έκθεση απαίτησης (βλ. Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 Α.Α.Δ. 240, Sevegep Ltd v. United Sea Transport Ltd and others (1989) 1 B A.A.Δ. 729, Sartas Importers Distributors Ltd v. Mαρούλλη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1446, Interamerican Insurance Co. Limited ν. Άντρης Μακρίδου (2000) 1 Α.Α.Δ.1529).
Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι πρόνοιες των υποπαραγράφων (α)[1], (β)[2], (γ)[3], (δ) και (στ) του άρθρου 12(1) του Ν.8/67 δεν εφαρμόζονται. Επομένως θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το ζήτημα της δικαιοδοσίας με αναφορά στην υποπαράγραφο (ε) του εν λόγω άρθρου.
Ο κ. Νικολάου αγορεύοντας υποστήριξε ότι μια αυτοτελής αξίωση εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δ.Ε.Δ. αν η αξίωση αυτή εγείρεται από τη σύμβαση εργασίας. Ήταν η θέση του ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του Αιτητή στην παρούσα υπόθεση εγείρεται από τη σύμβαση εργασίας που είχε ο Αιτητής με την Καθ’ ης η Αίτηση όταν αυτός βρισκόταν στην υπηρεσία της. Επικαλέστηκε την απόφαση Toni & Guy Limassol Ltd κ.ά. ν. Κυριάκου Θεοδώρου (2008) 1 Α.Α.Δ. 496 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε την έννοια της αυτοτελούς αξίωσης που αναφέρεται στην παράγραφο (ε) του άρθρου 12 (1) και σημείωσε ότι η αναφορά στην εν λόγω απόφαση σε «αξίωση που αφορά στην εργασιακή σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου και βασίζεται στη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας» δεν σημαίνει ότι η σύμβαση αυτή θα πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο έγερσης της αίτησης εργατικής διαφοράς αλλά αφορά και συμβάσεις εργασίας οι οποίες έχουν λήξει και/ή έχουν τερματιστεί πριν την έγερση της αίτησης εργατικής διαφοράς.
Ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε ότι η παρούσα διαφορά δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δ.Ε.Δ. καθότι αφορά αποκοπή ποσών από τη σύνταξη του Αιτητή κατόπιν συμφωνίας του με την Καθ’ ης η Αίτηση η οποία συμφωνία επήλθε μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας που είχε με την Καθ’ ης η Αίτηση. Τονίζει ότι η εν λόγω συμφωνία τέθηκε σε ισχύ όταν πλέον η σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου έπαψε να υφίσταται και αναφέρει ότι το όποιο αγώγιμο δικαίωμα του Αιτητή, αν υπάρχει, προέκυψε μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας του. Σημειώνει ότι ο Αιτητής στην ουσία ισχυρίζεται ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ αυτού και της Καθ’ ης η Αίτηση η οποία σε μεταγενέστερο στάδιο τερματίστηκε ή η οποία ήταν εξ υπαρχής άκυρη, ζητήματα που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δ.Ε.Δ..
Σημειώνουμε ότι η παράγραφος (ε) προστέθηκε στο άρθρο 12(1) του Ν.8/67 με τον Περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996 (Ν.79(Ι)/96) αφού προηγήθηκαν δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χρ. Κυριακού ν. Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό (1993) 1 Α.Α.Δ. 1020 και στη Τ. Ζαβρού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, στις οποίες κρίθηκε ότι δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησης και είναι άσχετα με τον τερματισμό της εργοδότησης βρίσκονται εκτός του δικαιοδοτικού πλαισίου του Δ.Ε.Δ. καθότι ήταν αξιώσεις που δεν ενέπιπταν στα πλαίσια εργατικής διαφοράς που ανεφύη κατά την εφαρμογή του Ν.8/67 ή του Περί Τερματισμού της Απασχολήσεως Νόμου του 1967, Ν.24/67[4]. Οι αξιώσεις αυτής της μορφής στην απουσία νομοθετικής πρόνοιας υπάγονταν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει των γενικών διατάξεων του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60. Αξιώσεις (α) για δεδουλευμένους μισθούς, (β) για άλλα ωφελήματα δυνάμει της σύμβασης εργασίας (τα οποία δεν σχετίζονταν με τον τερματισμό της απασχόλησης) και (γ) για ποσά πληρωτέα ως εκ της εργοδότησης και όχι ως εκ του τερματισμού της εργοδότησης, κρίθηκαν ότι ήταν εκτός της υλικής αρμοδιότητας του Δ.Ε.Δ., καθ’ ότι δεν συνιστούσαν εργατική διαφορά που προέκυψε συνεπεία της εφαρμογής του Ν.24/67 (Πλοίο «Παναγία Μυρτιδιώτισσα» ν. Σιδηρόπουλου κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 991).
Συνεπεία της τροποποίησης του Ν.8/67 δυνάμει του άρθρου 2 του Ν.79(Ι)/1996 η επίλυση αυτοτελών αξιώσεων που αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησης και εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας εντάχθηκαν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δ.Ε.Δ. Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση Elbee Ltd, Αίτηση για άδεια καταχώρισης Certiorari και Prohibition, (1999) 1A A.A.Δ. 149, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι το Δ.Ε.Δ. έχει αποκλειστική δικαιοδοσία για εκδίκαση των εν λόγω αυτοτελών αξιώσεων.
Στην Παναγιώτου ν. Δ.Σ. Αρτοκουλουποιείον Λτδ (2002) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1381 λέχθηκαν στα εξής σχετικά με την εμβέλεια του 12(1)(ε) του Ν.8/67:
«Το δικαιοδοτικό πεδίο στο οποίο εντάσσεται η κρινόμενη θα είναι πλήρες αν αναφερθούμε και στο άρθρ.12(ε) του Ν.8/67 μετά την τροποποίησή του από τον περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών (Τροποποιητικό) Νόμο αρ.79(1)/96, το οποίο έχει διευρύνει τα δικαιοδοτικά όρια του Δ.Ε.Δ. για να συμπεριλάβει:
«(ε) αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο, ατομική ή συλλογική σύμβαση.»
Όμως πρέπει να λεχθεί ότι η παραπάνω νομοθεσία τέθηκε σε ισχύ από τη δημοσίευσή της στις 18.10.96, ενώ ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσείοντα έγινε προγενέστερα στις 18.5.96. Έτσι ο τροποποιημένος νόμος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σ' αυτή την υπόθεση. Πριν από την τροποποίηση, η υλική αρμοδιότητα του Δ.Ε.Δ. ήταν περιορισμένη στις διαφορές που σχετίζονται με τον τερματισμό απασχόλησης. Αλλά διαφορές χωρίς το συνδετικό αυτό στοιχείο, όπως λ.χ. οι δεδουλευμένοι μισθοί, έμεναν εκτός της εμβέλειας του Δ.Ε.Δ. Όπως το έθεσε ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην Κυριάκου κ.ά. ν. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (1993) 1 Α.Α.Δ. 1020, 1022:
«(β) Το κεντρικό χαρακτηριστικό των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων είναι ο καθορισμός των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συναρτώνται προς τον τερματισμό της απασχόλησης εργοδοτούμενου, και όχι ζητήματα σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά την διάρκεια της εργοδότησης και είναι άσχετα προς τον τερματισμό της.»»
Η πρόνοια του άρθρου 12(1)(ε) του Ν.8/67 εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Toni & Guy Limassol Ltd κ.ά. ν. Κυριάκου Θεοδώρου (2008) 1 Α.Α.Δ. 496, όπου σημειώθηκαν τ’ ακόλουθα:
«Για να εμπίπτει μια αυτοτελής αξίωση, όπως αυτή που περιλαμβάνεται στην έκθεση απαίτησης, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών θα πρέπει αυτή η αυτοτελής αξίωση να εγείρεται «από τη σύμβαση εργασίας». Κατά την κρίση μας ο όρος αυτοτελής αξίωση που εγείρεται από τη σύμβαση εργασίας, εξυπακούει αξίωση που αφορά στην εργασιακή σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου και βασίζεται στη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας. Αυτό άλλωστε δείχνουν και οι υπόλοιπες πρόνοιες της παραγράφου 12(1)(ε) οι οποίες αναφέρονται στο τι μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν τέτοιες αξιώσεις και αναφέρουν συγκεκριμένα απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο και ατομική ή συλλογική σύμβαση. Κατά την εκτίμηση μας η φράση «και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα ….» θα πρέπει να ερμηνευτεί ejusdem generis, δηλαδή σε συνάρτηση και κατ’ αναλογία προς ότι προηγείται της φράσης αυτής, που είναι διάφορα δικαιώματα που αφορούν στην εργασιακή σχέση.»
Στην εν λόγω υπόθεση, οι εφεσείοντες αξίωναν από τον εφεσίβλητο ποσό ύψους Λ.Κ.2.000,00 που στη βάση μεταξύ τους συμφωνίας θα επωμίζονταν οι πρώτοι ως δίδακτρα εκπαίδευσης από τη μαθήτευση του δεύτερου στο κομμωτήριο τους ως τεχνικού κομμωτηρίου νοουμένου ότι ο δεύτερος θα εργαζόταν και θα παρέμενε στην υπηρεσία τους για περίοδο ενός έτους. Σε αντίθετη περίπτωση ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να πληρώσει τα δίδακτρα ο ίδιος στους εφεσείοντες. Σύμφωνα με την έκθεση απαιτήσεως των εφεσειόντων, ο εφεσίβλητος παραιτήθηκε από την εργασία του πριν τη λήξη της περιόδου του ενός έτους από την ημερομηνία της σύμβασης και αυτό συνιστούσε παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας συνεπεία της οποίας οι εφεσείοντες υπέστησαν ζημιά ύψους Λ.Κ.2.000,00, ίση δηλαδή με το ύψος των διδάκτρων. Κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι το κατ’ ισχυρισμόν αγώγιμο δικαίωμα των εφεσειόντων πήγαζε από την κατ’ ισχυρισμό συμφωνία των μερών στην περίπτωση τερματισμού της σύμβασης εργασίας από τον εφεσίβλητο και δεν βασιζόταν ούτε και εγειρόταν από την ίδια τη σύμβαση εργασίας. Ακόμα, το επίδικο θέμα δεν αφορούσε στην εργασιακή σχέση των διαδίκων αλλά ήταν καθαρά θέμα αθέτησης συμφωνίας με αποτέλεσμα να εμπίπτει στη δικαιοδοσία του κατά τόπον αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Στο σύγγραμμα του Π. Πολυβίου, «Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη», 2018, στη σελ.734 αναφέρονται τα πιο κάτω:
«… Από τότε και συγκεκριμένα το 1996, προστέθηκε στον περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμο πρόνοια που διαλαμβάνει ότι «αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας» εμπίπτουν εντός της εμβέλειας του νόμου, χωρίς να διασαφηνίζεται πλήρως εάν η νέα πρόνοια καλύπτει όχι μόνο αξιώσεις του εργοδοτούμενου αλλά και του εργοδότη. Ούτε είναι απόλυτα σαφές ποια είναι η έννοια της φράσης «αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας». Φαίνεται να υπάρχει διάκριση στη νομολογία μεταξύ αξιώσεων που εγείρονται αποκλειστικά από τη σύμβαση εργασίας και αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησης (που εμπίπτουν στον όρο «αυτοτελής αξίωση»), από τη μια, και αξιώσεων που προκύπτουν από τον τερματισμό της σύμβασης έστω και αν προβλέπονται από αυτήν (και οι οποίες δεν θεωρούνται ότι εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, από την άλλη (Toni & Guy Limassol Ltd v. Κυριάκου Θεοδώρου (2008) 1 ΑΑΔ 496).»
Στο ίδιο σύγγραμμα στη σελ.751 αναφέρονται τ’ ακόλουθα:
«Φαίνεται ότι στην υπόθεση Toni & Guy Limassol Ltd v. Κυριάκου Θεοδώρου (2008) 1 ΑΑΔ 496 το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρεί ότι μια απαίτηση η οποία προβλέπεται από τη συμφωνία μεταξύ των μερών αλλά ενεργοποιείται μόνο «στην περίπτωση τερματισμού της σύμβασης εργασίας» δεν βασίζεται ούτε και εγείρεται από την ίδια τη σύμβαση εργασίας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι μια τέτοια απαίτηση δεν αφορά «στην εργασιακή σχέση των διαδίκων αλλά είναι καθαρά θέμα αθέτησης συμφωνίας».
(οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)
Από το σκεπτικό των πιο πάνω αποφάσεων καθίσταται σαφές ότι ο όρος αυτοτελής αξίωση που εγείρεται από τη σύμβαση εργασίας, εξυπακούει αξίωση που αφορά στην εργασιακή σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου και δεν περιλαμβάνει αξίωση που προκύπτει από τον τερματισμό ή τη λήξη της σύμβασης εργασίας. Επομένως αξιώσεις που συνδέονται με τη λήξη της σύμβασης εργασίας και όχι με δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησης ή οφείλονται και είναι πληρωτέα από την εργοδότηση, δεν εμπίπτουν στον όρο της αυτοτελούς αξίωσης όπως αυτός απαντάται στο άρθρο 12(1)(ε) του Ν.8/67.
Στην παρούσα περίπτωση η αξίωση του Αιτητή αφορά μηνιαίο συνταξιοδοτικό ωφέλημα, δηλαδή ωφέλημα που του παρέχεται μηνιαίως όταν έπαψε να εργάζεται ως συνέχεια της αμοιβής που λάμβανε όσο εργαζόταν. Το αγώγιμο δικαίωμα του Αιτητή σχετίζεται με δικαίωμα που απέκτησε με τη λήξη της εργασιακής σχέσης των μερών και όχι με δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του στην Καθ’ ης η Αίτηση ή οφείλονται και είναι πληρωτέα από την εργοδότησή του. Στη βάση των πιο πάνω κρίνουμε ότι το Δ.Ε.Δ. δεν κέκτηται δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 12(1)(ε) του Ν.8/67 να εκδικάσει τις αξιώσεις του Αιτητή και ότι καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο είναι Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.
Περαιτέρω σημειώνουμε ότι το Δ.Ε.Δ. δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την Αίτηση για ακόμα ένα λόγο καθότι ο Αιτητής βασίζει την αξίωσή του σε κατ’ ισχυρισμό τερματισμό από αυτόν νέας συμφωνίας που συνήψε με την Καθ’ ης η Αίτηση μετά τον τερματισμό της απασχόλησής του στην Καθ’ ης η Αίτηση για μηνιαία αποκοπή συγκεκριμένου ποσού από τη σύνταξή του η οποία συμφωνία είναι ανεξάρτητη από τη συμφωνία εργασίας του και/ή εκτός της συμφωνίας εργασίας του. Το επίδικο ζήτημα της Αίτησης αφορά την εγκυρότητα του τερματισμού της ανεξάρτητης, από τη συμφωνία εργασίας, συμφωνίας για το οποίο ζήτημα αρμόδιο είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο. Στην υπόθεση E.R.E. Electrical & Refrigeration Engineering Co Ltd (2007) 1 A.A.Δ. 1391 λέχθηκαν τ’ ακόλουθα:
«……. από τη στιγμή που η εργατική διαφορά, για την οποία αρμόδιο ήταν το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, μετατράπηκε σε συμφωνία πληρωμής συγκεκριμένου ποσού, αρμόδιο πια ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο.»
(βλ. Ανδρονίκη Παντελίδου ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση ημερ.15/09/2009[5], Π. Πολυβίου, «Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου, Θεωρία και Πράξη», 2018, σελ.746-748[6]).
Σύμφωνα με το άρθρο 64Α(2) του Περί Δικαστηρίων Νόμο του 1960 (Ν.14/60):
«Κάθε δικαστήριο ειδικής δικαιοδοσίας εφόσον διαπιστώσει ότι δεν είναι καθ΄ ύλην αρμόδιο να εκδικάσει αγωγή ή αίτηση ή υπόθεση που καταχωρίστηκε ενώπιόν του, διακόπτει την ενώπιόν του διαδικασία και παραπέμπει την αγωγή ή την αίτηση ή την υπόθεση στο καθ΄ ύλην αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο ή άλλο δικαστήριο ειδικής δικαιοδοσίας προς εκδίκαση.»
Συνεπώς, η παρούσα διαδικασία διακόπτεται και η υπόθεση παραπέμπεται προς εκδίκαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.
Τα έξοδα της διαδικασίας που αφορά το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δ.Ε.Δ. επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εις βάρος του Αιτητή.
(Υπ.) ………………………………………
Ε. Κωνσταντίνου, Δικαστής
(Υπ.) ………………………………… (Υπ.) ………………………………...
Σ. Δελίτσικου, Μέλος Π. Δημοσθένους, Μέλος
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[2] Η παρούσα διαφορά δεν παραπέμπεται από κάποιο νόμο στη δικαιοδοσία του Δ.Ε.Δ.
[3] Η παρούσα διαφορά δεν παραπέμφθηκε στο Δ.Ε.Δ. από τον Υπουργό Εργασίας.
[4] Στην αιτιολογική έκθεση του τροποιητικού νόμου Ν.79 (Ι)/1996 αναφέρονται τα εξής: «Σκοπός του προτεινόμενου νόμου είναι η τροποποίηση του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου, ώστε η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών να διευρυνθεί για να καλύψει και την εκδίκαση αυτοτελών αξιώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση εργασίας και αφορούν αιτήσεις άδειες, δεδουλευμένο ημερομίσθιο, φιλοδώρημα, 13ο μισθό και οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα προκύπτει από νόμο, κανονισμό, έθιμο και ατομική ή συλλογική σύμβαση. Σύμφωνα με τον εισηγητή, η προτεινόμενη τροποποίηση κρίνεται αναγκαία έπειτα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση την οποία οι πιο πάνω αναφερόμενες αξιώσεις δεν εμπίπτουν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών με αποτέλεσμα να ταλαιπωρούνται οι εργαζόμενοι που προσφεύγουν σ’ αυτό.»
[5] Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθότι είχε εκδοθεί κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Σε αυτήν αναφέρονται τα εξής: «Παρατηρούμε συνεπώς ότι η εργατική σχέση έχει τερματιστεί και η σχέση διαδίκων έχει καταστεί συμβατική. Από τη στιγμή που η σχέση των διαδίκων εδράζεται σε γραπτή συμφωνία, αναφύεται η ανάγκη παραμερισμού μιας συμβατικής σχέσης, θέμα που βρίσκεται έξω από το πλαίσιο της εργατικής διαφοράς.»
[6] Στη σελίδα 746 αναφέρονται τα εξής: «Εκ πρώτης όψεως, κάθε διαφορά μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτούμενου που προκύπτει από τη σύμβαση εργοδότησης συνιστά «εργατική διαφορά». Είναι όμως δυνατό κάποια διαφορά να εκκρεμεί μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου, αλλά να συνδέεται τουλάχιστον νομικά όχι με την αρχική σύμβαση εργοδότησης αλλά με άλλη νομική σχέση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των μερών ενδιάμεσα, μεταξύ δηλαδή της αρχικής σύμβασης εργοδότησης και της γένεσης της διαφοράς μεταξύ των μερών. Εάν δηλαδή ο εργοδότης και ο εργοδοτούμενος έχουν λύσει τη μεταξύ τους σχέση και έχουν συνάψει κάποια συμφωνία καταβολής συγκεκριμένου ποσού ή τέλεσης άλλης ενέργειας τότε η διαφορά που εκκρεμεί δεν είναι «εργατική διαφορά» εν τη έννοια του Νόμου, με αποτέλεσμα η σχετική δικαιοδοσία να ανήκει στο Επαρχιακό Δικαστήριο».