ECLI:CY:EDLAR:2006:A35
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Φιλίππου, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 3718/05
Μεταξύ:
ΜΙΣΙΕΛ ΣΑΒΒΑ
Ενάγουσας -Αιτήτριας
ΛΟΥΚΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Εναγομένου – Καθ’ού η Αίτηση
Αίτηση για προσωρινό Διάταγμα Ημερ. 30.09.2005
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 23 Μαρτίου, 2006
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για την Αιτήτρια – Εναγόμενη : κα Μικελλίδου για κ. Κύπρο Ανδρέου
Για τον Καθ΄ού η αίτηση - εναγόμενο : κ. Φούλιας για κ. Γ. Βασιλείου
Στις 30.09.2005 η ενάγουσα καταχώρησε ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα με το οποίο αξιώνει κατ΄ αρχή εναντίον του Εναγομένου διάφορα χρηματικά ποσά τα οποία προήλθαν από δώρα αρραβώνα, δικηγορικά έξοδα που κατέβαλε η ενάγουσα προς όφελος και για λογαριασμό του εναγομένου και διάφορα άλλα ποσά τα οποία κατέβαλε η ενάγουσα ή τα διεκδικεί ως αποζημιώσεις δυνάμει προκαταβολής έναντι τιμήματος για την αγορά ενός διαμερίσματος ή ως αποζημιώσεις για χρήματα που κατέβαλε σε αυτόν ή για λογαριασμό του αλλά όχι χαριστικά ακόμα και για ποσά δανείων που του έκαμε ή δυνάμει παράβασης συμφωνιών ή λόγω αθέτησης υπόσχεσης γάμου ή τέλος με βάση τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Διαζευκτικά των ανωτέρω διεκδικεί από τον εναγόμενο την εγγραφή επ΄ονόματι της του ½ μεριδίου ενός διαμερίσματος και διάφορα χρηματικά ποσά ως αποζημιώσεις δυνάμει δανείου και/ ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επί πλέον τόκους και έξοδα. Στις λεπτομέρειες της εκθέσεως απαιτήσεως προβάλλονται διάφοροι ισχυρισμοί για τις σχέσεις των διαδίκων οι οποίες με τη συμβίωση τους αρχικά και ακολούθως με τη σύναψη αρραβώνα μεταξύ τους και ακολούθως την διάλυση του δημιουργήθηκαν όλες αυτές, οι κατ΄ ισχυρισμό της, οικονομικές διαφορές τις οποίες ο εναγόμενος αρνείται να τακτοποιήσει.
Με μονομερή αίτηση που καταχώρησε την ίδια ημέρα με το κλητήριο ένταλμα της αξίωσε και πέτυχε την έκδοση στις 3.10.2005 προσωρινού διατάγματος με το οποίο απαγορευόταν στον εναγόμενο από του να πωλήσει, υποθηκεύσει, μεταβιβάσει, διαθέσει και/ ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αποξενώσει το προαναφερθέν διαμέρισμα το οποίο περιγράφεται ως διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου στον 1ο όροφο πολυκατοικίας που ανεγειρόταν επί του οικοπέδου με αριθμό εγγραφής Α 6578, Φ/Σχ. XL/17, Τεμ. 976, στη περιοχή Ορόκλινης Λάρνακας, μέχρι νεώτερων διαταγών του Δικαστηρίου. Η αίτηση της ενάγουσας συνοδευόταν από ένορκη δήλωση της στην οποία υποστήριζε τους ισχυρισμούς που προέβαλλε και στην έκθεση απαίτησης της. Επιπρόσθετα προβάλλει ότι εξ όσων κάλλιον γνωρίζει και πιστεύει και εξ όσων πληροφορείται ο εναγόμενος προτίθεται να πωλήσει και/ ή μεταβιβάσει εις τρίτον και /ή αποξενώσει το εν λόγω διαμέρισμα στο οποίο όπως είναι η συμφωνία αγοράς του, δικαιούται σε εγγραφή εφόσον αυτή, ως ήταν η συμφωνία τους, παρουσιάζει ως μοναδικό αγοραστή τον καθ΄ού η αίτηση και αυτό έγινε με σκοπό να πάρει τη προσφυγική βοήθεια. Εκεί διαμένει σήμερα και το εκμεταλλεύεται αποκλειστικά. Κατά συνέπεια υπάρχει ορατός κίνδυνος να μην ικανοποιήσει την τυχόν υπέρ της απόφαση του Δικαστηρίου. Διατείνεται ακόμα ότι είναι επείγον και δίκαιον να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα διότι εξ όσων κάλλιον γνωρίζει και πιστεύει και εξ όσων πληροφορείται ο εναγόμενος προτίθεται να πωλήσει και/ ή μεταβιβάσει σε τρίτο και/ ή αποξενώσει την ρηθείσαν περιουσία. Περαιτέρω ο εναγόμενος εκτός από το εν λόγω διαμέρισμα δεν έχει άλλη περιουσία και με τις μέχρι σήμερα συναλλαγές του δημιουργεί χρέη και υποχρεώσεις και δεν θεωρείται φερέγγυος και αξιόχρεος, περαιτέρω με την εμπλοκή του σε υποθέσεις εξαρτησιογόνων ουσιών δημιουργεί κινδύνους για τη διαχείριση του διαμερίσματος.
Η αίτηση βασίζεται στα άρθρα 4, 5,7 και 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στο άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (14/60) και στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θ. 1.
Στην ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως του ο εναγόμενος – καθ΄ ού η αίτηση παραθέτει ως λόγους για τους οποίους δεν πρέπει να οριστικοποιηθεί το προσωρινό διάταγμα τους ακόλουθους:
1. Δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος και η νομολογία για να πετύχει η αίτηση της ενάγουσας.
2. Οι ισχυρισμοί της αιτήτριας είναι αναληθείς ή /και γενικοί και αόριστοι και δεν αποκαλύπτουν την ακριβή πηγή πληροφόρησης της και πρέπει να αγνοηθούν.
3. Δεν συντρέχει το στοιχείο του κατεπείγοντος ή/ και η αιτήτρια με ένορκη δήλωση της δεν αποκαλύπτει στοιχεία που να σχετίζονται με το κατεπείγον του αιτήματος της.
4. Η παρούσα αίτηση είναι άνευ αντικειμένου καθότι για το επίδικο διαμέρισμα, δεν υπάρχει ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας ή /και έκδοση τέτοιου τίτλου δεν εξαρτάται από τη θέληση του καθ΄ού η αίτηση, και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί.
Οι πιο πάνω λόγοι υποστηρίζονται και με την ένορκο δήλωση του καθ΄ού η αίτηση ο οποίος πλην του γεγονότος ότι αρνείται τους ισχυρισμούς που προβάλλει η ενάγουσα προς υποστήριξη της αίτησης της εκτός των ισχυρισμών της περί της γνωριμίας και συμβίωσης και μετέπειτα τον αρραβώνα τους και την είσπραξη από την τελετή του τού ποσού των Λ.Κ.6.000. Παραδέχεται ακόμα τον τρόπο που αυτό το ποσό δαπανήθηκε ή αποταμιεύτηκε. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι ποτέ δεν αναμείχθηκαν τα οικονομικά τους και ότι το εν λόγω διαμέρισμα έχει αγοραστεί από τον ίδιο και το γεγονός ότι η ενάγουσα έχει μπει ως συνοφειλέτης οφείλεται σε προτροπή της τράπεζας απλά και μόνο για να είναι δυνατή η χορήγηση του δανείου σε αυτόν εφόσον δεν είχε οποιοδήποτε ακίνητο να υποθηκεύσει για να λάβει το εν λόγω δάνειο. Προβάλλει επίσης ότι υπάρχει αντικειμενική αδυναμία να αποξενώσει το διαμέρισμα εφόσον ακόμα δεν έχει εκδοθεί γι΄ αυτό ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας και τέλος ότι πρόκειται περί φερέγγυου ατόμου.
Σε περαιτέρω λεπτομέρειες των ισχυρισμών που οι δύο πλευρές προβάλλουν στις ενόρκους δηλώσεις τους θα αναφερθώ κατωτέρω, όπου χρειαστεί, κατά την εξαγωγή των συμπερασμάτων μου.
Οι ενόρκως δηλούντες δεν αντεξετάσθηκαν και οι συνήγοροι περιορίστηκαν σε αγορεύσεις. Ανέπτυξαν νομική επιχειρηματολογία και αναφέρθηκαν στα γεγονότα που περιγράφονται στις ενόρκους δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση και την ειδοποίηση περί της πρόθεσης ένστασης. Υποστήριξε η μεν πλευρά της ενάγουσας την αναγκαιότητα συνέχισης της ισχύος του διατάγματος, η δε πλευρά του εναγομένου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να καταστεί αυτό απόλυτο.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Το άρθρο 4 εφαρμόζεται εκεί που η έκδοση συντηρητικού διατάγματος έχει σκοπό τη προστασία της περιουσίας που είναι αντικείμενο της αγωγής (Βλ. Cyprus Palestine Plantation Co Ltd v. Oliver & Co (Cyprus) Ltd 16 C.L.R. 122).
Το άρθρο 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 αποτελεί το υπόβαθρο αιτήσεων που υποβάλλονται μονομερώς (βλ. σχετικά Τσιαντή v. Hellenic Bank (Investments) Ltd, (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. σελ. 2029).
Η έκδοση προσωρινού διατάγματος με μονομερή αίτηση δεν παρέχει οποιοδήποτε ουσιαστικό ή δικονομικό πλεονέκτημα, στον αιτητή, ο οποίος βαρύνεται κατά την ακρόαση να τεκμηριώσει το αίτημα του για την παροχή θεραπείας (βλ. Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ κ.ά. (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. σελ. 1453).
Οι αρχές βάσει των οποίων το Δικαστήριο αποφασίζει για την έκδοση ή μη απαγορευτικού διατάγματος ερμηνεύτηκαν σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου μεταξύ άλλων στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates & others (1982) 1 C.L.R. 557.
Το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων παρέχεται στο Άρθρο 32 του Ν.14/60, ενώ η δικονομία για τέτοια διατάγματα προσδιορίζεται από τον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο και Κανονισμούς (δέστε Demades v. Studio (1996) 1 A.A.Δ. 799 και Αίτηση Χάρη Φεσσά (1990) 1 Α.Α.Δ. 704).
Το Άρθρο 32 παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία σχετικά για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων. Δεν θα παραθέσω εδώ το τόσο γνωστό άρθρο που εξετάστηκε από τα Κυπριακά Δικαστήρια σε σειρά υποθέσεων (βλέπε Acropol Shipping Co. Ltd v. Petros I. Rossis (1976) 1 C.L.R. 38, Constantinides v. Macrigiorgi (1978) 1 C.L.R. 585, M & M Transport v. Εταιρεία Αστυκών Λεωφορείων (1981) 1 C.L.R. 605, Odysseos v. Pieris Estates (ανωτέρω), National Bank of Greece SA v. Motovia Ltd (1987) 1 C.L.R. 303, Pastella Marine Co. Ltd v. National Iranian Tanker Co. Ltd. (1987) 1 C.L.R. 583, 599-602, Metro Shipping & Travel Ltd. v. Global Cruises SA (1989) 1 A.A.Δ. 182, Zεμενίδης ν. Ζεμενίδου (1992) 1 Α.Α.Δ. 54, Τσολάκη ν. Στυλιανίδη (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 282, Vuitton v. Dermosak Limited κ.α. (ανωτέρω), αλλά θα προχωρήσω στην εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων που το άρθρο αυτό καθορίζει ότι πρέπει να συντρέχουν για να έχει το Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να εκδίδει παρεμπίπτοντα διατάγματα που θα έκρινε δίκαια ή πρόσφορα.
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι οι εξής:
(i) Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.
(ii) Η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούνται οι ενάγοντες σε θεραπεία.
(iii) Το ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
Η πρώτη προϋπόθεση για την ύπαρξη του σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη έχει ερμηνευθεί ότι δεν περιλαμβάνει ο,τιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση (arguable case) με βάση τα δικόγραφα.
Η προϋπόθεση ύπαρξης πιθανότητας η ενάγουσα να δικαιούται σε θεραπεία επεξηγήθηκε ότι αναφέρεται στην απόδειξη ύπαρξης κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (balance of probabilities) που είναι το μέτρο και/ή βαθμός απόδειξης που απαιτείται στις αστικές υποθέσεις. Η «πιθανότητα» στα πλαίσια της επιφύλαξης του Άρθρου 32 (1) απαιτεί από τους αιτητές μόνο να δείξουν ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας (“visible chance of success”).
Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αυτή εξετάζεται κάτω από το ερώτημα κατά πόσο η επιδίκαση αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης. Δηλαδή αν η επιδίκαση των αποζημιώσεων υπέρ των εναγόντων στο τελικό στάδιο της υπόθεσης είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους τότε η έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν είναι απαραίτητη.
Επιπρόσθετα με τις πιο πάνω τρεις προϋποθέσεις το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει αν είναι εύλογο και δίκαιο να εκδώσει το Διάταγμα (δέστε Bacardi v. Vinco (1996) 1(B) A.A.Δ. 788, Ζηντίλης ν. Ανδρέου (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1603, Mitsingas v. Timberland (1997) 1 (G) A.A.Δ. 1791, Akis Express ν. Aris Expres (1998) (1A) Α.Α.Δ. σελ. 149).
Τα δύο πρώτα κριτήρια και προϋποθέσεις, είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετα, ιδιαίτερα στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο όπου τα δικόγραφα εξετάζονται μαζί με το αποδεικτικό υλικό που εμπεριέχεται στις ενόρκους δηλώσεις και της μαρτυρίας που προκύπτει από την αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων (που εν προκειμένω δεν υπήρξε).
Μπορεί να λεχθεί ότι στην εξέταση της πρώτης προϋπόθεσης η βάση της αίτησης έχει άμεση σχέση με τη νομική θεμελίωση της αξίωσης, ενώ η δεύτερη προχωρεί και στην εξέταση της προσφερόμενης μαρτυρίας για την πραγματική θεμελίωση της αίτησης.
Το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης πρέπει να διακριβώνεται μέσα από τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις.
Στο στάδιο όμως αυτό το δικαστήριο δεν αναμένεται να αξιολογήσει τη μαρτυρία που τίθεται ενώπιόν του και πρέπει να αποφεύγει τη διεξοδική διευκρίνιση και εξέταση επίδικων θεμάτων της αγωγής. Σε αυτό το στάδιο το δικαστήριο καλείται μόνο να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Α.32 του Ν.14/60 όπως αναφέρθηκαν ανωτέρω. Για να αποδειχθούν δε οι τρεις αυτές προϋποθέσεις, η αιτήτρια πρέπει να παραθέσει ενώπιον του δικαστηρίου το υπόβαθρο της μαρτυρίας (the substratum of evidence), η οποία θα χρειαστεί με σκοπό μόνο να δικαιολογήσει την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος (δέστε Hadjikyriacos Co. Ltd. v. United Biscuits UK Ltd. (1984) 1 C.L.R. 263, 267-268). Ωστόσο τονίζω ότι σε ενδιάμεσες αιτήσεις, όπως η παρούσα, τα θέματα δεν αποφασίζονται τελεσίδικα από το δικαστήριο το οποίο θα πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε τελικά συμπεράσματα ως προς το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο της υπόθεσης (δέστε Jonitexo Ltd v. Adidas. (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248), Μιχαηλίδης v. Παπακυριακού (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. σελ. 209). Βέβαια κάποια αξιολόγηση της προσφερόμενης μαρτυρίας σε σχέση με τη διαπίστωση της ικανοποίησης των τριών κριτηρίων είναι αναγκαία όπως υποδεικνύεται στην (Odysseos ανωτέρω).
Με γνώμονα λοιπόν τις πιο πάνω νομοθετικές και νομολογιακές προϋποθέσεις ή αρχές που καθιερώθηκαν σε ό,τι αφορά την εξέταση αυτής της φύσης των αιτημάτων θα προσπαθήσω στη συνέχεια έχοντας υπόψη τις ενόρκους δηλώσεις που υποστηρίζουν τις εκατέρωθεν θέσεις αλλά και τις επισημάνσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων κατά το στάδιο των αγορεύσεων τους, να εξαγάγω τα συμπεράσματα μου. Σίγουρα τα όσα θα ακολουθήσουν δεν θα πρέπει να εκληφθούν ότι αποτελούν τελεσίδικη κρίση του Δικαστηρίου. Εκείνο το οποίο θα επιχειρηθεί είναι να καταδειχθεί η παρουσία ή η απουσία οποιουδήποτε θεμελιακού προβλήματος στο πραγματικό ή νομικό υπόβαθρο της αίτησης που θα καθιστούσαν έκδηλα ανικανοποίητα τα κριτήρια που θέτει το Άρθρο 32 του Ν. 14/1960.
Τίθεται επομένως το ερώτημα κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 (εφόσον έχει ευρύτερη εφαρμογή από τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ. 6).
Για να καταδείξει η αιτήτρια ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και στη συνέχεια ότι έχει πιθανότητα επιτυχίας θα πρέπει πρώτα να διαπιστωθεί αν έχει δικαίωμα να ζητήσει θεραπεία εναντίον του συγκεκριμένου εναγομένου. Η κύρια βάση της αγωγής είναι η αξίωση για αποζημιώσεις και /ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ ή λόγω αθέτησης υπόσχεσης γάμου και/ ή παράβασης συμφωνίας. Διαζευκτικά αξιώνει ακόμα την εγγραφή επ΄ονόματι της του ½ μεριδίου του διαμερίσματος για το οποίο επιζητεί την έκδοση συντηρητικού διατάγματος. Θα πρέπει επομένως να εξεταστεί κατά πόσο πράγματι με τα όσα προβάλλει στην έκθεση απαιτήσεως της και επαναλαμβάνει στην ένορκο δήλωση της καταδεικνύει το βάσιμο των ισχυρισμών της και των αξιώσεων της οι οποίοι την νομιμοποιούν να αξιώνει την έκδοση του ανωτέρω διατάγματος.
Τα γεγονότα όπως προκύπτουν από τις ενόρκους δηλώσεις και είναι αναμφισβήτητα είναι ότι η ενάγουσα συνήψε σχέσεις με τον εναγόμενο οι οποίες τους οδήγησαν αρχικά στην συμβίωση τους και ακολούθως στην τέλεση αρραβώνα. Από τη δεξίωση των αρραβώνων τους εισέπραξαν ως δώρα το ποσό των Λ.Κ.6.000. Το πως δαπανήθηκαν ή και πως αποταμιεύθηκε μέρος από αυτό το ποσό επίσης είναι κοινό έδαφος. Από εδώ και έπειτα αρχίζουν οι ισχυρισμοί να διίστανται. Προβάλλει στη παράγραφο 4 της ενόρκου δηλώσεως του ο καθ΄ού η αίτηση ότι: ¨ουδέποτε εργαζόμαστε για κοινά περιουσιακά στοιχεία αφού ο καθένας διατηρούσε τους δικούς του λογαριασμούς και καμία απολύτως ανάμειξη είχαμε ως προς τα οικονομικά του καθ΄ενός από εμάς¨. Κατά την άποψη μου, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως του καθ΄ού η αίτηση, ο πιο πάνω ισχυρισμός του συγκρούεται και είναι αντιφατικός μετά την αποδοχή των ισχυρισμών της παραγράφου 5 της ενόρκου δηλώσεως της αιτήτριας, όπου αυτή αναφέρεται για κοινά έξοδα, για καταβολή εκ των κοινών εισπράξεων δικηγορικών εξόδων που αφορούσαν τον εναγόμενο καθώς επίσης και την κατάθεση του υπόλοιπου ποσού σε κοινό τους λογαριασμό. Επίσης εφόσον ισχυρίζεται ότι το επίδικο διαμέρισμα είχε αγορασθεί αποκλειστικά από τον ίδιο πως ήταν δυνατό να αποδεχθεί η ενάγουσα να μπει και η ίδια συνοφειλέτης στο δάνειο που έγινε προς αυτόν το σκοπό και από την άλλη, ακόμα και αυτό το γεγονός, δηλαδή ότι και οι δύο είναι συνοφειλέτες ενός δανείου που συνήψαν, αποδεικνύει από μόνο του την ανάμειξη των οικονομικών τους. Για τους πιο πάνω λόγους δεν μπορούν να ευσταθούν και όσα ισχυρίζεται στη παράγραφο 8 της ενόρκου δηλώσεως του περί αποδοχής της ενάγουσας να είναι συνοφειλέτης του δανείου χωρίς αυτή να είναι δικαιούχος οποιουδήποτε μεριδίου από αυτό και όταν μάλιστα όπως ο ίδιος ισχυρίζεται στη παράγραφο 4 της ενόρκου δηλώσεως του ότι ¨η υλοποίηση υποσχέσεως γάμου ουδέποτε ήταν βέβαιη αφού εδώ και τέσσερα σχεδόν χρόνια που είμαστε μαζί ποτέ και κανένας από εμάς ήταν βέβαιος, ότι θα γίνει αυτός ο γάμος¨. Επισημαίνω ακόμα ότι δεν γίνεται άρνηση των ισχυρισμών της παραγράφου 12 της ενόρκου δηλώσεως της αιτήτριας, αν και έτυχε σχολιασμού κατά την αγόρευση του συνηγόρου του, όπου αυτή προβάλλει μεταξύ άλλων και πολύ ουσιαστικούς ισχυρισμούς προς κατάδειξη της δικής της συνεισφοράς τόσο στα έξοδα της συμβίωσης τους αλλά και για μεγάλο χρηματικό ποσό που κατά διαστήματα δάνεισε στον καθ΄ού η αίτηση με συμφωνία για επιστροφή του. Δεν αρνείται επίσης την παράγραφο 14 όπου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι ο ίδιος που εκμεταλλεύεται σήμερα αποκλειστικά με την εκεί διαμονή του το επίδικο διαμέρισμα, ενώ η ίδια διαμένει σε ενοικιαζόμενο.
Βέβαια η πιο πάνω προσέγγιση μου αναφορικά με τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς δεν αποσκοπούν σε ευρήματα περί της αξιοπιστίας. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν λανθασμένη αφού τέτοιες διαπιστώσεις γίνονται στο τέλος της εκδίκασης της ουσίας της υπόθεσης (βλ. C.T.Tobacco Ltd v. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 853. Επίσης έγιναν έχοντας υπόψη ότι η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων ( Bacardi & co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 788).
Θα διαφωνήσω ότι δεν έχει καταδειχθεί το κατεπείγων του αιτήματος με όσα η ενάγουσα προβάλλει στην ένορκη δήλωση της. Όπως ανέφερα και πιο πάνω δεν υπάρχει κανένα νομικό ή πραγματικό κώλυμα το οποίο να εμποδίζει τον καθ΄ού η αίτηση να προβεί στις πράξεις τις οποίες το αιτούμενο διάταγμα αποσκοπεί να τον αποτρέψει να κάμει. Η αιτήτρια επικαλείται πέραν των πληροφοριών, για τις οποίες είναι γεγονός ότι δεν δίδει λεπτομέρειες από που προέρχονται, και προσωπική της γνώση για τις προθέσεις του καθ΄ού η αίτηση. Κατά συνέπεια και η επιχειρηματολογία για την αοριστία των πληροφοριών που αναπτύχθηκε από τον συνήγορο του καθ΄ού η αίτηση καταρρίπτεται.
Σίγουρα οι ισχυρισμοί των παραγράφων 12 και 14(α) της ενόρκου δηλώσεως του καθ΄ού η αίτηση δεν μπορούν να ευσταθήσουν ως αποτρεπτικός λόγος για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, η μη μεταβίβαση και εγγραφή επ΄ ονόματι του τού επίδικου διαμερίσματος δεν μπορούν να αποτελέσουν αποτρεπτικό παράγοντα εάν το θελήσει, όπως διατείνεται η ενάγουσα, να το πωλήσει και αποξενώσει ή ακόμα και να το υποθηκεύσει.
Ο καθ΄ού η αίτηση αποφεύγει να σχολιάσει επισταμένα ισχυρισμούς που προβάλλει η αιτήτρια ότι ελλοχεύουν οι κίνδυνοι που επικαλείται για απώλεια της δυνατότητας της να ικανοποιηθεί, εάν τελικά δικαιωθεί στην απαίτηση της, ακόμα και για τον λόγο ότι, όπως είναι ο ισχυρισμός της, ο εναγόμενος εμπλεκόταν κατά καιρούς με υποθέσεις τοξικών και/ ή εξαρτησιογόνων ουσιών όπως είναι στις παρ. 11 και 24 της ενόρκου δηλώσεως της, ισχυρισμούς τους οποίους δεν απορρίπτει.
Είναι η άποψη μου ότι οι ισχυρισμοί της ενάγουσας δεν αμφισβητήθηκαν στην ουσία τους, αυτοί παρέμειναν αλώβητοι εφόσον όπως είναι οι πιο πάνω επισημάνσεις μου από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων οι θέσεις τις οποίες προβάλλει ο καθ΄ού η αίτηση είναι αλληλοσυγκρουόμενες αλλά και ορισμένες πέραν από κάθε λογική. Κρίνω ότι εφόσον το Δικαστήριο είχε να εξετάσει και να εξαγάγει τα συμπεράσματα του αποκλειστικά και μόνο με βάση το περιεχόμενο των εκατέρωθεν ισχυρισμών όπως αυτοί προβάλλονται στις ενόρκους δηλώσεις, η ενάγουσα πέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της, ως είχε υποχρέωση, καθώς η αμφισβήτηση που έτυχαν με τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο καθ΄ού η αίτηση ήταν αντικειμενικά εξεταζόμενη εκτός από επιφανειακή και αντιφατική.
Δεν μου διαφεύγει ότι η αιτιολογική βάση της έκδοσης ή μη διατάγματος θα πρέπει να συναρτάται με τα πραγματικά περιστατικά, όπως θα υπαχθούν στις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και κρίνονται κατά βάση με την ένορκη δήλωση και διά μέσου αυτής με την ταυτόχρονη εξέταση και της υπάρχουσας δικογραφίας. Στη παρούσα περίπτωση υπάρχει πλήρης ταύτιση των όσων η αιτήτρια υποστηρίζει στην έκθεση απαιτήσεως της με αυτά που προβάλλει στην ένορκο της δήλωση με την οποία υποστηρίζει την αίτηση της.
Επομένως έχοντας υπόψη τα πιο πάνω καταλήγω ότι η ενάγουσα κατάφερε και απόδειξε τις δύο πρώτες προϋποθέσεις όπως αυτές σημειώθηκαν πιο πάνω τόσο δηλαδή της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση όσο και της ύπαρξης πιθανότητας να δικαιούται σε θεραπεία.
Θα προχωρήσω και θα εξετάσω την τρίτη προϋπόθεση, κατά πόσο δηλαδή με τη μη έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Η τρίτη προϋπόθεση στην ουσία σχετίζεται με την επάρκεια της θεραπείας των αποζημιώσεων κάτω από το φως των γεγονότων της υπόθεσης. Βασικά εάν η επιδίκαση αποζημιώσεων στους αιτητές στο τελικό στάδιο είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της τότε η έκδοση προσωρινού διατάγματος δεν είναι απαραίτητη. Έχω αναφερθεί ανωτέρω για τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της ενάγουσας αναφορικά με το γεγονός ότι ο καθ΄ού η αίτηση δεν διαθέτει οποιαδήποτε άλλη περιουσία και ότι με τις μέχρι σήμερα συναλλαγές του δημιουργεί χρέη και υποχρεώσεις και δεν θεωρείται φερέγγυος και αξιόχρεος, περαιτέρω δε την εμπλοκή του με υποθέσεις εξαρτησιογόνων ουσιών οι οποίες δημιουργούν κίνδυνο για τη διαχείριση του επίδικου διαμερίσματος. Ισχυρισμούς τους οποίους όπως προανέφερα απέφυγε να αρνηθεί ή να σχολιάσει και στην ουσία τους παρέμειναν αναντίλεκτοι και δεν αμφισβητήθηκαν από πλευράς του. Κρίνω ότι είναι λόγοι οι οποίοι μπορούν να με οδηγήσουν σε ασφαλές συμπέρασμα ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος εάν η ενάγουσα εξασφαλίσει οποιαδήποτε απόφαση έστω και εάν αυτή θα μπορούσε να αποτιμηθεί σε χρήμα να παραμείνει ανικανοποίητη. Όλα δε αυτά λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτή είναι συνοφειλέτιδα σε δάνειο που υπάρχει σε σχέση με την αγορά του επίδικου διαμερίσματος και τις λοιπές αποζημιώσεις που διεκδικεί εναντίον του. Υπάρχει ακόμα και το ενδεχόμενο να κληθεί η αιτήτρια να εξοφλήσει η ίδια το δάνειο για την αγορά του διαμερίσματος χωρίς η ίδια να έχει οποιοδήποτε όφελος. Κρίνω κατά συνέπεια ότι συντρέχει και η τρίτη προϋπόθεση που εξετάζεται για την έκδοση ή οριστικοποίηση του αιτούμενου διατάγματος.
Η νομολογία μας όσον αφορά την έννοια της ανεπανόρθωτης βλάβης, προϋπόθεση που θέτει το Άρθρο 32, περιλαμβάνει όχι μόνο τη δυνατότητα πλήρους αποζημίωσης μετά τη δίκη. Όπως λέχθηκε στην απόφαση Κυρίσσαββα κ.ά. v. Κύζη, (2001) 1 (Β) A.A.Δ. σελ. 1245 ¨η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη¨. (βλ. επίσης Παπαστράτης v. Πετρίδης (1979) 1 C.L.R. 231).
Πριν καταλήξω θα κάμω κάποια σχόλια επί των εισηγήσεων - επισημάνσεων του ευπαιδεύτου συνηγόρου του καθ΄ού η αίτηση:
- Δεν μπορώ να διακρίνω πως είναι αλληλοσυγκρουόμενοι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας στη παρ. 6 και 12 της ενόρκου δηλώσεως της όπως ήταν η εισήγηση του. Στη παρ. 6 ισχυρίζεται ότι άρχισαν εν΄όψη της συμβίωσης και του αρραβώνα τους και του προγραμματισμού της κοινής τους ζωής να δημιουργούν κοινά περιουσιακά στοιχεία τα οποία θα αποτελούσαν και τη βάση για την υλοποίηση της υπόσχεσης τους για την τέλεση του γάμου τους. Στη δε παρ.12 ότι διατηρούσε λογαριασμό όπου κατέθετε χρήματα που της απέστελλε η μητέρα της εκ του οποίου όμως αντλούσε ποσά τα οποία δάνειζε στον καθ΄ού η αίτηση ή τα ξόδευαν για την κοινή τους συντήρηση.
- Αναφορικά με το σχόλιο της παρ. 8 της ενόρκου δηλώσεως της αιτήτριας απλώς να αναφέρω ότι εκτός του ότι υπάρχει άρνηση του ισχυρισμού της αιτήτριας στην ένορκο δήλωση του καθ΄ού η αίτηση, από την άλλη δεν επεξηγείται πως βρέθηκε η αιτήτρια σαν συνοφειλέτης του δανείου που αφορούσε την αγορά του διαμερίσματος εάν σκοπός ήταν να αγοραστεί αποκλειστικά από τον ίδιο, όπως διατείνεται.
- Η αιτήτρια αποκαλύπτει με σαφήνεια στην ένορκο δήλωση της συγκεκριμένα ποσά για πράξεις ή δοσοληψίες της με τον καθ΄ού η αίτηση για τις οποίες προβάλλει τις αξιώσεις της με την αγωγή της. Δεν απαιτείτο να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του καθ΄ού η άιτηση για τα εισοδήματα της τα οποία σαφώς και δεν ενδιαφέρουν προς το σκοπό επίλυσης της παρούσας διαφοράς ή για σκοπούς της παρούσας αίτησης.
- Δεν είναι εικασία ότι η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο καθ΄ού η αίτηση θα προβεί σε ενέργειες ώστε να μεταβιβαστεί επ΄ονόματι του το διαμέρισμα. Μια τέτοια ενέργεια του είναι ορατή εφόσον το αγοραπωλητήριο έγγραφο τον φέρει ως τον μοναδικό αγοραστή. Εξάλλου δεν είναι αυτό το ζητούμενο, η αιτήτρια δεν εμποδίζει την επ΄ονόματι του ενάγοντος εγγραφή του ακινήτου, είναι την αποξένωση του που επιδιώκει να αποτρέψει. Ακριβώς αυτή η αποξένωση του είναι που καθιστά την έκδοση ή οριστικοποίηση του επείγουσα διαδικασία.
- Τέλος αναφορικά με το σχόλιο ότι η αιτήτρια δεν αποκαλύπτει πότε πληροφορήθηκε ή έμαθε για τις προθέσεις του καθ΄ού η αίτηση επισημαίνω ότι η διάσταση όπως είναι κοινά παραδεκτό γεγονός επήλθε στις 15.08.2005. Η αγωγή και η αίτηση καταχωρήθηκαν στις 30.09.2005. Κατά συνέπεια σίγουρα τα γεγονότα που ώθησαν την αιτήτρια να λάβει τα παρόντα μέτρα επήλθαν σε αυτό το διάστημα. Δεν κρίνω ότι παρήλθε τέτοιος χρόνος που θα καθιστούσε την αίτηση αναποτελεσματική ή που επηρεάζει δυσμενώς τον καθ΄ού η αίτηση. Στην υπόθεση Bacardi & Co Ltd (ανωτέρω) έγινε εκτεταμένη παράθεση της νομολογίας που διέπει το θέμα της καθυστέρησης. Λέχθηκαν τα εξής: ¨Η καθυστέρηση, εκτός αν επεξηγηθεί, στην προώθηση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, είναι γενικώς μοιραία, αν και τα δικαστήρια θα σταθμίσουν το ζήτημα της καθυστέρησης έναντι της πιθανότητας του ενάγοντα να πετύχει τελικά στην αγωγή του, και θα λάβουν υπόψη κατά πόσο ο εναγόμενος έχει οδηγηθεί σε έξοδα ή έχει καθησυχασθεί ότι όλα ήταν ασφαλή ή παραπλανήθηκε λόγω της απραξίας του ενάγοντα. Ωστόσο η τάση της σύγχρονης νομολογίας είναι να μην απορρίπτεται αξίωση για διάταγμα κατά την ακρόαση της αγωγής απλώς και μόνο λόγω της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αγωγής¨. Συνάγεται λοιπόν ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η πιθανότητα επιτυχίας της υπόθεσης του αιτητή καθώς και το κατά πόσο η άλλη πλευρά έχει επηρεασθεί με οποιοδήποτε τρόπο λόγω της καθυστέρησης.
Η επίδραση του Διατάγματος:
Θα εξετάσω στη συνέχεια την επίδραση που ενδεχομένως θα έχει τυχόν συνέχιση του διατάγματος. Το Δικαστήριο προτού οριστικοποιήσει το διάταγμα, θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι κάτι τέτοιο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο και ότι εξυπηρετεί τις ανάγκες της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη υπόθεση.
Έχοντας υπόψη τη φύση της επίδικης διαφοράς, δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι και το ¨ισοζύγιο της ευχέρειας¨ όπως αποκαλείται στην American Cyanamid Co Ltd v. Ethicon (1975) 1 All E.R. 503, κλείνει σαφώς υπέρ της αιτήτριας- ενάγουσας για τους λόγους που έχω εξηγήσει και οι οποίοι σχετίζονται περισσότερο με την τρίτη προϋπόθεση. Από την άλλη δεν έχει καταδειχθεί ότι ο καθ΄ού η αίτηση θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά σε αντίθεση με την ενάγουσα η οποία εν΄όψη της μη ύπαρξης άλλης περιουσίας του καθ΄ού η αίτηση δεν θα μπορεί να ικανοποιήσει την τυχόν υπέρ της απόφαση (βλ. C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιϊα ¨Λεωνίκ¨Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. σελ. 785) όπου το Ανώτατο Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν είναι απαραίτητη η προσαγωγή μαρτυρίας για απόδειξη της πρόθεσης του εναγομένου να αποξενώσει ή επιβαρύνει την περιουσία του. Εκείνο που έχει σημασία είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως να εκδοθεί. Ο κίνδυνος δηλαδή να μην ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία (βλ. επίσης Lakatamitis v. Theodorou (1983) 1 C.L.R. 520, Κυριάκος Παναγιώτου v. Σταυρινής Κολλάτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1306). Εκεί έγινε αναφορά σε πρόθεση αποξένωσης αλλά αυτή ήταν η μαρτυρία που υπήρχε και δεν απασχόλησε τέτοιο θέμα. Όπως δε εξηγήθηκε στην απόφαση του Λοϊζου Π. στην Ζεμενίδης v. Άννας Ζεμενίδου (Αρ.1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 54 εκδίδεται το διάταγμα ¨ώστε να αποφευχθεί τέτοια αποξένωση ως αποτέλεσμα της οποίας να μη μπορεί να ικανοποιηθεί ο ενάγων ¨. Τα ίδια και στην Τσιολάκκη και άλλη v. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Πική Δ. ,όπως ήταν τότε, στη σελ. 785, εκείνο που απαιτείται είναι ¨η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος¨.
Κάτω από τις περιστάσεις και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, θεωρώ ορθό και δίκαιο να ασκήσω την διακριτική μου ευχέρεια εγκρίνοντας την αίτηση και οριστικοποιώντας το εκδοθέν διάταγμα το οποίο δια του παρόντος καθίσταται απόλυτο. Δεν κρίνω σκόπιμο να περιορίσω την ισχύ του στο ½ μερίδιο του διαμερίσματος εφόσον οι διεκδικούμενες αποζημιώσεις από την αιτήτρια καλύπτουν ποσά πέραν της αξίας του ½ μεριδίου του.
Τα έξοδα της αίτησης και της διαδικασίας αυτής όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή επιδικάζονται σε βάρος του εναγομένου – καθ΄ού η αίτηση τα οποία όμως θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής.
(Υπ.) ………………………….
Χρ. Φιλίππου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής