ECLI:CY:EDLAR:2009:A43
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ.
Ενώπιον: Ν. Γερολέμου, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής 143/05
Μεταξύ:
ΑΝΔΡΕΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, από τη Λεμεσό,
Ενάγοντα
-και-
1. ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΗ, από τη Λάρνακα,
2. ΜΑΡΙΑΣ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΗ, από τη Λάρνακα,
Εναγόμενων
Ημερομηνία: 10 Απριλίου, 2009.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για τον ενάγοντα: Η κα Ε. Βασιλείου.
Για τους εναγόμενους 1 και 2: Ο κ. Μ. Αλεξόπουλος με τον κ. Α. Αλεξόπουλο.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ – ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ο ενάγοντας αξιώνει εναντίον των εναγομένων 1 και 2 το ποσό των £10.000,-, ως συμφωνηθείσα και/ή εύλογη αμοιβή, ως ειδικός πολιτικός μηχανικός, για εκπόνηση σχεδίων, στατικής μελέτης, κατασκευαστικών σχεδίων και επίβλεψης της οικίας των εναγομένων στην Καλαβασό. Επίσης, αξιώνει γενικές αποζημιώσεις για παράβαση προφορικής συμφωνίας, παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, αποζημιώσεις δυνάμει αδικαιολόγητου πλουτισμού, τόκους και έξοδα.
ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, που περιέχονται στην έκθεση απαίτησής του, κατά ή περί τα τέλη του 2002 οι εναγόμενοι, δυνάμει προφορικής συμφωνίας, στη Λεμεσό, ανάθεσαν σ΄ αυτόν, ως ειδικό πολιτικό μηχανικό, τη διεξαγωγή προμελέτης, την εκπόνηση σχεδίων, στατικής μελέτης, κατασκευαστικών σχεδίων και επίβλεψης της οικίας των εναγομένων αντί του ποσοστού 8% επί του κόστους της οικοδομής ή διαζευκτικά το ίδιο ποσοστό ως εύλογο ποσοστό, σύμφωνα με τους κανονισμούς και τα συναλλακτικά ήθη.
Αφού ετοίμασε, κατόπιν υποδείξεων των εναγομένων, σειρά προσχεδίων και σχέδια (όψεις, κατόψεις και τομές) παραδόθηκαν στους εναγόμενους οι οποίοι τα κατέθεσαν στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Λάρνακας και εξασφάλισαν τη σχετική πολεοδομική άδεια.
Στη συνέχεια, εκπόνησε κατά ή περί τον Μάρτιο του 2003, κατόπιν υποδείξεων των εναγομένων, αντισεισμική μελέτη και κατασκευαστικά σχέδια της εν λόγω οικίας τα οποία παραδόθηκαν στους εναγομένους και οι οποίοι κατά ή περί το Φεβρουάριο του 2004 εξασφάλισαν άδεια οικοδομής.
Στα πλαίσια της συμφωνίας τους, επέβλεψε το έργο μέχρι τον Ιανουάριο του 2004, όταν και οι εναγόμενοι τερμάτισαν τις υπηρεσίες του για την επίβλεψη και διόρισαν γι΄ αυτό το σκοπό άλλο πρόσωπο.
Το κόστος του έργου τελικά ανήλθε στις £125.000,- και ως εκ τούτου, με βάση το ποσοστό 8% επί του ποσού αυτού που δικαιούται, η αμοιβή του ανέρχεται στο ποσό των £10.000,-.
Το ποσό αυτό το ζήτησε, τόσο προφορικά όσο και γραπτώς με επιστολή της δικηγόρου του ημερομηνίας 4.11.2004, από τους εναγόμενους, πλην όμως αυτοί παραλείπουν να τον πληρώσουν.
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ
Οι εναγόμενοι με την τροποποιημένη έκθεση υπεράσπισης αρνούνται τα γεγονότα, όπως αυτά προβάλλονται στην έκθεση απαίτησης, επικαλούμενοι απάτη και ψευδείς παραστάσεις εκ μέρους του, κώλυμα (estoppel) και έμμεσα παρανομία στη σύμβαση. Ζητούν δε, ανταπαιτητικά, το ποσό των £30.000,- δια ζημιά που υπέστησαν λόγω καθυστέρησης στην αποπεράτωση της οικίας και αύξηση της τιμής των υλικών και των εργατικών και διορισμού νέου αρχιτέκτονα και πολιτικού μηχανικού καθώς και το ποσό των £20.000,- που πλήρωσαν ένεκα της αύξησης του εμβαδού της οικοδομής από 224 τ.μ. που συμφώνησαν σε 300 τ.μ. Ακόμη, ανταξιώνουν παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις για τη συμπεριφορά του ενάγοντα και/ή δυνάμει παράβασης συμφωνίας παροχής υπηρεσιών, τόκους και έξοδα.
Συγκεκριμένα, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι κατά ή περί τον Μάιο του 2002 ανέθεσαν στον ενάγοντα την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων, δίδοντας πίστη στα λεγόμενά του ότι ήταν και αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός, μιας οικίας η οποία δεν θα υπερέβαινε το ποσό των £65.000,- αντί αμοιβής του εκ 8% επί του ποσού των £65.000,-, συμπεριλαμβανομένης της επίβλεψης.
Τούτο όμως, όπως και ο ίδιος ο ενάγοντας επιβεβαίωσε, δεν ήταν αλήθεια αφού δεν ήταν αρχιτέκτονας και ανέθεσε σ΄ άλλο την εκπόνηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων ο οποίος ούτε αυτός ήταν αδειούχος αρχιτέκτονας.
Αφού λοιπόν ετοιμάστηκαν τα σχέδια, ως κομιστές, αφού την ευθύνη κατάθεσής τους στο Τμήμα Πολεοδομίας την είχε ο ενάγοντας, κατέθεσαν αυτά στο αναφερθέν τμήμα για να τους αναφέρουν όμως ότι υπήρχαν λάθη σ΄ αυτά. ΄Ετσι, αφού ειδοποιήθηκε ο ενάγοντας και του εξηγήθηκαν τα σφάλματα σ΄ αυτά από λειτουργό της Πολεοδομίας, τα πήρε πίσω και αφού τα διόρθωσε κατατέθηκαν ξανά οπότε και εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια, παράνομα όμως και αντικανονικά και/ή κατόπιν ψευδών παραστάσεων από τον ενάγοντα διότι δεν ήταν προσοντούχος και το απέκρυψε από τους υπαλλήλους του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Στη συνέχεια, καταγράφονται οι λεπτομέρειες απάτης και ψευδών παραστάσεων από τον ενάγοντα προς τους εναγομένους, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από τον ισχυρισμό ότι τους παρουσιάστηκε ως αρχιτέκτονας, ενώ δεν ήταν.
Επίσης προβάλλεται, στα πλαίσια των πιο πάνω λεπτομερειών, ότι η πιθανή εργασία που εξετέλεσε ο ενάγοντας να ήταν παράνομη και αντίθετη με το νόμο περί αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών.
Ακολούθως, ισχυρίζονται ότι στις 22.02.2003 ο ενάγοντας, συνοδευόμενος από τον εναγόμενο 1, κατέθεσε αίτηση για άδεια οικοδομής στην επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, η οποία δεν την έκανε δεκτή γιατί δεν ήταν αρχιτέκτονας ο ενάγοντας. ΄Ενεκα όμως έντονων παραστάσεων και διαξιφισμών από τον ενάγοντα, την έκαναν δεκτή υπό την προϋπόθεση ότι θα ζητείτο νομική γνωμάτευση και αναλόγως θα έπρατταν.
΄Ενεκα τούτου, ο ενάγοντας ανέλαβε την υποχρέωση να εξεύρει αδειούχο αρχιτέκτονα για να υπογράψει τα σχέδια αν χρειαστεί.
Επειδή όμως δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στο έργο και την υποχρέωση που ανέλαβε, εγκατέλειψε την εργασία και επέστρεψε το ποσό των £1.500,- που είχε λάβει ως προκαταβολή.
Στις 26.01.2004 ο ενάγοντας απέστειλε επιστολή στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας με την οποία την ενημέρωνε ότι δεν είχε πλέον σχέση με την ανέγερση της οικοδομής καθώς και για άλλα θέματα. Τότε η Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας τους απέστειλε επιστολή και τους υποδείκνυε ότι έπρεπε να εξεύρουν άλλο προσοντούχο πολιτικό μηχανικό για να εκδοθεί η άδεια οικοδομής και να συνεχιστεί η ανέγερση της οικοδομής. Ως εκ τούτου, διόρισαν άλλο πολιτικό μηχανικό.
Τελικά η οικοδομή αντί να στοιχίσει £65.000,-, που συμφώνησαν, κόστισε £160.00,- αφού από 224 τ.μ. εμβαδό ανήλθε στα 300 τ.μ.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ
Ο ενάγοντας με την απάντηση στην υπεράσπιση και την υπεράσπιση στην ανταπαίτηση αρνείται όλους τους ισχυρισμούς των εναγομένων, εκτός αυτών που ειδικά παραδέχεται και ισχυρίζεται ότι τα γεγονότα είναι ως αυτός τα επικαλείται.
Επιπρόσθετα αναφέρει ότι ο εναγόμενοι γνώριζαν ότι ήταν πολιτικός μηχανικός και όχι αρχιτέκτονας και ουδέποτε τους έδωσε τέτοια εντύπωση. Συμφωνεί ότι του ανέθεσαν την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων και ότι υπέβαλε σχέδια (όψεις, κατόψεις και τομές) στο Τμήμα Πολεοδομίας τα οποία δέχθηκε.
Ακολούθως απορρίπτει τις λεπτομέρειες απάτης και ψευδών παραστάσεων και θέτει τους δικούς του ισχυρισμούς που ως κύριο άξονα έχουν τη γνώση των εναγομένων ότι ήταν πολιτικός μηχανικός και όχι αρχιτέκτονας.
Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι η εργασία που εξετέλεσε δεν είναι παράνομη ούτε αντίθετη με τη νομοθεσία. Προβάλλει δε τη θέση ότι το άρθρο 8Α του Νόμου 126(1)/00 είναι αντισυνταγματικό και προσκρούει στα άρθρα 25 και 28 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι είναι θέμα ερμηνείας του νόμου εάν χρειάζονται δύο βεβαιώσεις ή μια από το ΕΤΕΚ και την άποψή του, ότι μια βεβαίωση είναι αρκετή, εξέφρασε πλειστάκις δι΄ εγγράφων επιστολών του και οι εναγόμενοι ήταν γνώστες αυτών.
Με την πληρωμή δε του ποσού των £1.500,- μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας δεικνύεται ότι οι εναγόμενοι επέλεξαν να συνεχίσουν μαζί του. Η επιστροφή δε του ποσού αυτού έγινε για να αρθεί η μεταξύ τους ένταση και να παύσουν οι πιέσεις που εδέχετο, χωρίς τούτο να σήμαινε ότι παραιτείτο της αμοιβής του αλλά τούτο το θέμα μετατίθετο μέχρι την έκδοση της πολεοδομικής άδειας, προφανώς εννοείται της άδειας οικοδομής, και σε καμιά περίπτωση έχει εφαρμογή το δόγμα του κωλύματος (estoppel).
Αρνείται δε ότι τους ανέφερε ότι η οικοδομή θα στοίχιζε £65.000,- αλλά απεναντίας, επειδή ο εναγόμενος 1, κατά τους ισχυρισμούς του, έκανε κτιριακές εργασίες στην Αγγλία ήθελε ο ίδιος να κάνει τον εργολάβο και προέβη ο ίδιος σε διευθετήσεις με τον κοινοτάρχη για ν΄ αρχίσει την ανέγερση της οικοδομής χωρίς την άδεια οικοδομής.
Συνακόλουθα δε απορρίπτει τους ισχυρισμούς οποιασδήποτε καθυστέρησης εκ μέρους του και ισχυρίζεται ότι η οικοδομή άρχισε το Μάρτιο του 2003 και μέχρι τον Οκτώβριο του 2003 αποπερατώθηκε το 60% έως 70% της οικοδομής.
Κατά τον Οκτώβριο δε του 2003 ένεκα του ότι δεν είχε εκδοθεί η άδεια οικοδομής, ο εναγόμενος 1 που ασκούσε χρέη εργολάβου, άρχισε να τον πιέζει και να του ζητά να αναφέρει ότι άλλος έκανε τα πολεοδομικά σχέδια και να υπογράψει άλλος.
Σε σχέση δε με το μέγεθος της οικοδομής, ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι εξέτασαν και υπέγραψαν τα σχέδια πριν τα καταθέσουν στην Πολεοδομία και γνώριζαν ότι η οικοδομή θα στοίχιζε περί τις £125.000,-.
Αρνείται δε ότι προκάλεσε οποιαδήποτε καθυστέρηση και ότι οι εναγόμενοι δικαιούνται στην αποζημίωση που ανταξιώνουν και ανέρχεται συνολικά στις £50.000,-. Θέτει δε αυτούς σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών τους.
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕ Ο ΕΝΑΓΟΝΤΑΣ
Ο ενάγοντας για να αποδείξει την υπόθεσή του κάλεσε ως μάρτυρες την ΄Ελενα Φιλίππου, Μ.Ε.1, από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Λάρνακας, την Ευφροσύνη Γεωργίου, Μ.Ε.2, από το Γραφείο του Επάρχου Λάρνακας, τον Στέλιο Γρηγοριάδη από τον Δήμο Λεμεσού, Μ.Ε.4 και έδωσε μαρτυρία και ο ίδιος, Μ.Ε.3.
Η Μ.Ε.1 ανάφερε ότι η αίτηση στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως υποβλήθηκε στις 22.11.2002, Τεκμήριο 1, με επισυνημμένα αρχιτεκτονικά σχέδια (όψεις, κατόψεις και τομές), τα οποία έφεραν την υπογραφή του ενάγοντα. Ο συντελεστής δόμησης ήταν 209 τ.μ. περίπου και το ποσοστό κάλυψης ήταν 249 τ.μ. περίπου.
Η πολεοδομική άδεια εκδόθηκε στις 31.12.2002, Τεκμήριο 2. Μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας ακολουθεί αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής με την οποία απαραίτητα επισυνάπτεται η πολεοδομική άδεια η οποία είναι αναπόσπαστο μέρος της αίτησης για οικοδομική άδεια καθώς και στατική μελέτη με απαραίτητα στοιχεία αποχετεύσεις, ηλεκτρολογικά κ.λ.π.
Ακολούθως όμως, και ενώ εβρίσκετο σε ισχύ η πολεοδομική άδεια, υποβλήθηκε αίτηση για προσθηκομετατροπές από τους αιτητές στις 4.03.2005 με τροποποιημένα σχέδια και ο συντελεστής δόμησης ανήλθε στα 328 τ.μ. και το ποσοστό κάλυψης στα 198 τ.μ.
Τούτο επήλθε καθότι κλείστηκαν κάποιοι χώροι του υπόστεγου και έγινε και κάποια επέκταση του ορόφου και ελαφρώς του ισογείου.
Η οικοδομή βασικά είναι τριώροφη και αποτελείται από υπόστεγο στο οποίο περιλαμβάνει χώρο στάθμευσης, πλυσταριό, δωμάτιο υπηρεσίας, δωμάτιο παιχνιδιών, χώρους υγιεινής και κλιμακοστάσιο τα οποία έχουν λογιστεί στο συντελεστή δόμησης και στον αριθμό ορόφων. Για να μη θεωρείτο όροφος έπρεπε οι κλειστοί χώροι να μη ξεπερνούσαν το 30% του υπόστεγου και να ήταν βοηθητικές οι χρήσεις τους.
΄Ετσι, ενώ στ΄ αρχικά σχέδια του υπόστεγου, το οποίο έχει εμβαδό 140 τ.μ., οι ανοικτοί χώροι ήταν πιο πολλοί από τους κλειστούς, στα τροποποιημένα σχέδια οι κλειστοί χώροι ήταν πιο πολλοί από τους ανοικτούς χώρους. Δηλαδή, ενώ στα αρχικά σχέδια οι κλειστοί χώροι ήταν 43 τ.μ. περίπου, στα τροποποιημένα σχέδια οι κλειστοί χώροι ανήλθαν στα 82 τ.μ. περίπου.
Υπεραμύνθηκε δε της ενέργειας του Τμήματός της να δεχθεί την αίτηση για πολεοδομική άδεια που ήταν υπογραμμένη από τον ενάγοντα, ως πολιτικό μηχανικό και όχι από αρχιτέκτονα, όπως εισηγήθηκε η υπεράσπιση, αναφέροντας ότι ενήργησαν στα πλαίσια του νόμου και των κανονισμών.
Η Μ.Ε.2, αφού ανάφερε ότι στην κατοχή της είχε το φάκελο της αίτησης ημερομηνίας 9.09.2006 για καλυπτική άδεια η οποία εκδόθηκε στις 17.12.2007 και εξήγησε γατί δεν είχε τον αρχικό φάκελο και ότι απ’ αυτόν, δηλαδή τον αρχικό φάκελο, μόνο κάποια αντίγραφα σχετικών εγγράφων είχε, κατέθεσε ως Τεκμήριο 3 τη στατική μελέτη που εκπόνησε ο ενάγοντας, ως Τεκμήριο 4 επιστολή ημερομηνίας 26.01.2004 που έστειλε ο ενάγοντας στην Επαρχιακή Διοίκηση, ως Τεκμήριο 5 επιστολή ημερομηνίας 19.11.2003, ως Τεκμήριο 6 βεβαίωση με αριθμό 011951, ως Τεκμήριο 7 επιστολή ημερομηνίας 30.07.2003 και ως Τεκμήριο 8 επιστολή ημερομηνίας 19.06.2003.
Εξήγησε, από πληροφορίες που έλαβε από τo τμήμα της, ότι σύμφωνα με τη γνωμάτευση που έλαβαν για το θέμα που ανέκυψε με τον ενάγοντα, χρειάζετο για την έκδοση άδειας οικοδομής τόσο βεβαίωση πολιτικού μηχανικού όσο και αρχιτέκτονα και τότε μόνο εκδόθηκε η άδεια οικοδομής όταν έπαυσε ο ενάγοντας και ανέλαβε ο κ. Νεοκλέους, Μ.Υ.6.
Η βεβαίωση αρχιτέκτονα, που τελικά προσκομίστηκε, ήταν στο όνομα του κ. Νεοκλέους και αφορούσε τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ενάγοντα, ενώ τα αρχιτεκτονικά σχέδια που υποβλήθηκαν για καλυπτική άδεια ήταν του κ. Νεοκλέους και έφεραν τη σφραγίδα του.
Ο Μ.Ε.3, ενάγοντας, αφού ανάφερε ότι είναι πολιτικός μηχανικός, προέβη σε αναφορά των ακαδημαϊκών του προσόντων και σπουδών και κατέθεσε προς τούτο τα Τεκμήρια 9,10,11,12 και 13. Δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι είναι μέλος του ΕΤΕΚ, Τεκμήριο 14 και να καταθέσει και βεβαίωση ημερομηνίας 24.09.2008, Τεκμήριο 15. Κατέθεσε επίσης την άδεια άσκησης του επαγγέλματος του πολιτικού μηχανικού ως Τεκμήριο 16.
Είπε ότι για αρκετά χρόνια ζούσε στην Αγγλία όπου δίδασκε ως καθηγητής σε πανεπιστήμιο την πολιτική μηχανική μέχρι που ήρθε στην Κύπρο και έκτοτε ασκεί το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού.
Τον Μάϊο του 2002 τον πλησίασε ο εναγόμενος 1, ο οποίος είναι συγγενής με τη σύζυγό του και τον οποίο γνώριζε, επειδή είχαν συναντηθεί μερικές φορές όταν διέμεναν και οι δύο στην Αγγλία, και του ζήτησε να ετοιμάσει σχέδια για την οικία την οποία θα ανήγειρε στο χωριό Καλαβασός.
Παρεμβάλλεται εδώ ότι είχε προηγηθεί κάποια συνάντηση του ενάγοντα με τον αδελφό του εναγόμενου 1, Μ.Υ.4, τον οποίο γνώριζε καλύτερα, ο οποίος του είχε αναφέρει ότι ο εναγόμενος 1 είχε σκοπό να ανεγείρει οικία στην Καλαβασό και εάν μπορούσε να τον βοηθήσει.
Συνεχίζω αναφέροντας ότι, μετά από συζήτηση, ο ενάγοντας και ο εναγόμενος 1 κατέληξαν σε συμφωνία η οποία προνοούσε όπως ο ενάγοντας εκπονήσει σχέδια, στατική μελέτη και επίβλεψη για μια οικία αντί της αμοιβής εκ ποσοστού 8% επί του κόστους της οικίας, το οποίο κόστος υπολογίζετο περί τις £125.000,-, ως γνώριζαν και οι εναγόμενοι. Διαχώρισε δε το ποσοστό του 8%, σε 3% για την εκπόνηση σχεδίων, 3% για τη στατική μελέτη κ.λ.π. και 2% για την επίβλεψη, της οποίας επίβλεψης το 1% ανταποκρίνετο στη διακίνησή του από την Λεμεσό, όπου κατοικούσε, στην Καλαβασό και το αντίθετο.
Ο ενάγοντας προέβη στην ετοιμασία προσχεδίων, τα οποία απέστειλε στην Αγγλία, όπου στο μεταξύ είχε επιστρέψει ο εναγόμενος 1, και κατόπιν επιθυμίας και υποδείξεων των εναγομένων, για αλλαγές στα σχέδια, έγιναν και άλλα μέχρι που εκπονήθηκαν τα τελικά σχέδια τα οποία είδαν, ενέκριναν και συμφώνησαν οι εναγόμενοι στην Κύπρο, αφού πλέον ήλθαν για μόνιμη εγκατάσταση, και τα οποία κατατέθηκαν από τον εναγόμενο 1 στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως μαζί με την αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας κατά την ημερομηνία που ανέφερε η Μ.Ε.1, ήτοι στις 22.11.2002.
Η πολεοδομική άδεια εκδόθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα και δη κατά την ημέρα που ανάφερε η Μ.Ε.1, δηλαδή στις 31.12.2002, αφού προηγουμένως είχαν γίνει κάποιες αλλαγές σύμφωνα με τις υποδείξεις του Τμήματος Πολεοδομίας. Ο συντελεστής δόμησης της οικοδομής έφθασε περίπου τα 220-225 τ.μ.
Ο εναγόμενος, ασκώντας καθήκοντα εργολάβου, έλαβε προσφορές από υπεργολάβους για την ανέγερση της οικίας του, τις οποίες ο ενάγοντας δεν είδε αλλά είχε συναντήσει και μιλήσει μ’ αυτούς για να τους εξηγήσει τα σχέδια.
Περί τις αρχές Μαϊου του 2003 οι εναγόμενοι, αφού επέλεξαν τους υπεργολάβους, χωρίς να εκδοθεί άδεια οικοδομής, στην αίτηση που υποβλήθηκε στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας στις 22.02.2003, άρχισαν την ανέγερση της οικίας τους. Γι’ αυτό το λόγο ετοίμασε ένα έγγραφο στην αγγλική γλώσσα, Τεκμήριο 18Α, το οποίο μετάφρασε στην ελληνική γλώσσα, Τεκμήριο 18Β, με το οποίο ουσιαστικά οι εναγόμενοι αναλάμβαναν την ευθύνη των πράξεών τους ότι εν γνώσει τους ανήγειραν την οικοδομή ενώ δεν εδικαιούντο.
Ενόσω όμως ανεγείρετο η οικοδομή, και πριν προκύψει η μεταξύ τους διαφωνία, επέβλεπε την οικοδομή.
Να σημειωθεί ότι, κατά την υποβολή της αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας στις 22.02.2003, αρμόδιος λειτουργός δεν εδέχετο την παραλαβή της καθότι, κατά την άποψή του, προσέκρουε στο άρθρο 8 Α του ΚΕΦ96 επειδή συνοδεύετο μόνο από βεβαίωση πολιτικού μηχανικού και όχι και από βεβαίωση αρχιτέκτονα. Τελικά, κατόπιν έντονων παραστάσεων του ενάγοντα, δέχθηκε την παραλαβή της υπό την αίρεση γνωμάτευσης που θα ετύγχανε από τη Νομική Υπηρεσία του κράτους.
Κατά τη διάρκεια ανέγερσης της οικοδομής στάληκε επιστολή από την Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας ότι για να εκδοθεί η άδεια οικοδομής χρειάζετο απαραίτητα η βεβαίωση από αρχιτέκτονα για τα αρχιτεκτονικά σχέδια.
Επειδή υπήρξε διαφωνία στον τρόπο χειρισμού αυτής της θέσης της Επαρχιακής Διοίκησης, ένεκα του ότι δεν συμφωνούσαν οι εναγόμενοι με τον ενάγοντα για να προσφύγουν στα δικαστήρια, δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση και αντιπαράθεση.
Με σκοπό να κατευνάσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε, ο ενάγοντας απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 27, στους εναγόμενους με την οποία επέστρεφε με επιταγή το ποσό των £1.500,- που έλαβε μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας.
Επειδή στη συνέχεια ο εναγόμενος 1 έκανε ό,τι ήθελε στην οικοδομή, όπως και κατά την κατασκευή του τοίχου αντιστήριξης, για την οποία κατασκευή δεν ειδοποιήθηκε να επιβλέψει, απέστειλε την επιστολή ημερομηνίας 26.01.2004, Τεκμήριο 4, στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας με την οποία την πληροφορούσε ότι ανέστελλε τις υπηρεσίες του στους εναγόμενους, περιέγραφε δε τις εργασίες που έγιναν υπό την επίβλεψή του.
Μέχρι τον Ιανουάριο του 2004, που ανέστειλε τις υπηρεσίες του προς τους εναγόμενους, είχε επιβλέψει το 80% της κατοικίας.
Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 19Α επιστολή ημερομηνίας 4.11.2004, και ως Τεκμήριο 19Β ειδοποίηση επίδοσης του Τεκμηρίου 19Α, με την οποία καλούντο οι εναγόμενοι από τη δικηγόρο του ενάγοντα να καταβάλουν το ποσό το οποίο αξιώνεται με την παρούσα αγωγή.
Κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 20, 21 και 22 ισάριθμες άδειες οικοδομής του Δήμου Λεμεσού ημερομηνίας 8.01.2004, 23.11.2006 και 29.11.2006 αντίστοιχα με σκοπό να καταδειχθεί ότι για την έκδοσή τους χρειάστηκε μόνο η βεβαίωση πολιτικού μηχανικού από τον ενάγοντα.
Κατατέθηκαν επίσης ως Τεκμήρια 23, 24, 25 επιστολές ημερομηνίας 4.09.2003, 19.10.2003 και 7.10.20/03 με αντικείμενο το άρθρο 8 Α του ΚΕΦ96. Ακόμη κατατέθηκε ως Τεκμήριο 26 γνωμάτευση επί του άρθρου 8 Α του ΚΕΦ96 από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.
Ο ενάγοντας σε διάφορα στάδια της μαρτυρίας του κατά την εξέταση αναφέρθηκε και στα ουσιωδέστερα θέματα, εκτός αυτού του περιεχομένου της συμφωνίας μεταξύ του και των εναγομένων, τα οποία αφορούν την απάτη για την ειδικότητα του αρχιτέκτονα, που του αποδίδουν οι εναγόμενοι, την παρανομία στην οποία μετήλθε εκπονώντας αρχιτεκτονικά σχέδια ενώ δεν είναι αρχιτέκτονας αλλά πολιτικός μηχανικός, στο κώλυμα που έχει να αξιώνει οιονδήποτε ποσό ένεκα της γραπτής επιστολής του ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 27, προς τους εναγόμενους, καθώς και στην ανταπαίτηση που έχουν εναντίον του οι εναγόμενοι, για να αναφέρει ότι οι εναγόμενοι γνώριζαν ότι ήταν καθηγητής πολιτικής μηχανικής και πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, ότι ο ίδιος, ως ερμηνεύει το άρθρο 8 Α του ΚΕΦ96, δικαιούται να εκπονεί σχέδια, ότι η επιστολή ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 27, στάληκε για να μειώσει την ένταση που επικρατούσε μεταξύ τους αλλά σε καμία περίπτωση δεν απεμπολούσε την αμοιβή του, και ότι οι εναγόμενοι σε καμία ταλαιπωρία περιήλθαν από συμπεριφορά, ενέργεια ή παράλειψη δική του, αφού η ανέγερση της οικοδομής δεν επηρεάστηκε από τη μη έκδοση της άδειας οικοδομής αλλά ούτε και υπήρχε οιαδήποτε καθυστέρηση εκ μέρους του σε οιονδήποτε στάδιο από την ημέρα της συμφωνίας τους.
Κατά την αντεξέταση ουσιαστικά επανέλαβε όσα ανάφερε και στην εξέτασή του και οι οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις, αν χρειαστεί, θα καταγραφούν σ’ άλλο μέρος της απόφασης. Σ’ αυτό το στάδιο είναι αρκετό να καταγραφεί ότι αρνήθηκε επίμονα ότι με τη συμφωνία αναλάμβανε, πέραν αυτών που ήδη έχει αναφέρει, την υποχρέωση έκδοσης πολεοδομικής και οικοδομικής άδειας καθώς και την εκτέλεση ολόκληρου του έργου σαν εργολάβος.
Στη συνέχεια ανέφερε ότι η Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας σε τίποτε δεν απάντησε με την επιστολή της, Τεκμήριο 8, παρά μόνο έκανε αναφορά στο άρθρο 8 Α του ΚΕΦ96 και ως ο ίδιος αντιλαμβάνεται εκείνο που χρειάζεται για την έκδοση άδειας οικοδομής είναι πολεοδομικά σχέδια και στατική μελέτη τα οποία έγιναν από τον ίδιο και υπεγράφησαν από τον ίδιο.
Ακολούθως ανέφερε ότι επέβλεπε την οικοδομή 3-4 φορές την εβδομάδα μέχρι και τις 26.01.2004 και ότι η οικοδομή είχε ανεγερθεί μέχρι του ποσοστού του 80%. Αρνήθηκε υποβολή ότι έφυγε πολύ πριν τις 26.01.2004 από μόνος του από την οικοδομή και ισχυρίστηκε ότι εκδιώχθηκε με τον τρόπο που ανάφερε στην εξέτασή του. Επίσης αρνήθηκε υποβολή ότι η κατοικία που ανεγέρθηκε είναι διαφορετική από τα σχέδια που εκπόνησε και ότι το εμβαδό της ξεπέρασε κατά πολύ το συμφωνηθέν εμβαδόν. Αρνήθηκε ότι συμφώνησαν ότι η αξία της κατοικίας θα ήταν £65.000,- και ότι ανήλθε στις £160.000,-.
Σε υποβολή ότι ο λόγος επιστροφής του ποσού των £1.500,- στους εναγομένους ήταν γιατί δεν πραγματοποιήθηκε ο ουσιώδης όρος της συμφωνίας τους, για έκδοση της άδειας οικοδομής, απάντησε ότι τούτο είναι αναλήθεια και εξήγησε τι εννοούσε με την επιστολή, Τεκμήριο 27, με την οποία επέστρεψε το αναφερθέν ποσό.
Ο Μ.Ε.4 ανάφερε ότι όντως εκδόθηκαν οι τρεις άδειες οικοδομής, Τεκμήρια 20, 21 και 22, μόνο με τη βεβαίωση του πολιτικού μηχανικού, ήτοι του ενάγοντα, και επίσης κατέθεσε ως Τεκμήριο 28 αίτηση άδειας οικοδομής, ως Τεκμήριο 29 έγκριση άδειας οικοδομής, ως Τεκμήριο 30 βεβαίωση δυνάμει του άρθρου 8 Α του ΚΕΦ96 από το ΕΤΕΚ για τον ενάγοντα και ως Τεκμήριο 31 εξουσιοδότηση εντολής του ενάγοντα από το ΕΤΕΚ ως εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ.
Κατά την αντεξέταση ανέφερε ότι εκείνο το οποίο έλεγχαν ως Επαρχιακή Διοίκηση Λεμεσού είναι εάν υπάρχει βεβαίωση του ΕΤΕΚ. Όπως είπε, δεν διευκρινίστηκε ποιοι δικαιούνται να εκπονούν αρχιτεκτονική μελέτη και ποιοι μελέτη πολιτικού μηχανικού και ως εκ τούτου παραλαμβάνουν τις αιτήσεις και εκδίδουν και άδεια οικοδομής μόνο με μια βεβαίωση. Αρνήθηκε ότι παράνομα εκδίδουν τις άδειες οικοδομής.
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΑΝ ΟΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ 1 ΚΑΙ 2
Οι εναγόμενοι 1 και 2, προς υπεράσπισή τους αλλά και για να αποδείξουν την ανταπαίτησή τους, κάλεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης (Μ.Υ.) τον Ανδρέα Παγώγη, Μ.Υ.1, ο οποίος έκανε τις χωματουργικές εργασίες στην οικοδομή, τον Παναγιώτη Παναγή, Μ.Υ.2, ο οποίος τοποθέτησε το σίδηρο στην οικοδομή, τον Ιωάννη Νικολαϊδη, Μ.Υ.3, ο οποίος ανήγειρε την οικοδομή ως κτίστης, όπως είπε, τον Χαράλαμπο Πικροδάφνη, Μ.Υ.4, αδελφός του εναγόμενου 1, ο οποίος έκανε την πρώτη νύξη προς τον ενάγοντα για την πρόθεση των εναγομένων να ανεγείρουν οικοδομή στην Καλαβασό και έλαβε μέρος σε συζητήσεις τους, τον Νεοκλή Νεοκλέους, Μ.Υ.6, ο οποίος είναι πολιτικός μηχανικός και επίσης έδωσε μαρτυρία και ο εναγόμενος 1, Μ.Υ.5.
Ο Μ.Υ.1 ανάφερε ότι ο εναγόμενος 1 τον κάλεσε στη οικία της αδελφής του στην Καλαβασό, όπου εβρίσκετο και ο ενάγοντας τον οποίο του σύστησε ως τον αρχιτέκτονα της οικίας του, αλλά ο ίδιος δεν γνώριζε εάν ήταν αρχιτέκτονας ή πολιτικός μηχανικός ούτε και ρώτησε. Αφού μίλησαν για λίγο, και ο ενάγοντας του έκανε παζάρι για την τιμή, τελικά συμφώνησαν και του αναφέρθηκε η ημέρα που θα άρχιζε εργασία. Ο εναγόμενος 1 του ανάφερε ότι θα έκανε ότι του έλεγε ο ενάγοντας.
Κατά την έναρξη των εργασιών του αλλά και μερικές φορές αργότερα ήταν παρών ο ενάγοντας και ο ίδιος εργάζετο καθ’ υπόδειξη του ενάγοντα και πληρώνετο από τον εναγόμενο 1 κατόπιν εντολής του ενάγοντα.
Ενώ σε σχετική ερώτηση κατά την αντεξέταση ανάφερε ότι συμφώνησε και με τους δύο, δηλαδή τον ενάγοντα και τον εναγόμενο1, για την εκ μέρους του εργασία, στη συνέχεια σε υποβολή ότι ήταν με τον εναγόμενο 1 που έκανε τη συμφωνία απάντησε ότι δεν ήταν μ’ αυτόν.
Ακολούθως κατέληξε να αναφέρει ότι γνώριζε ότι ο ενάγοντας ανέλαβε ως εργολάβος και ο ίδιος υπεργολάβος του και δεν ήταν εργολάβος ο εναγόμενος 1 αφού ήταν στην Αγγλία, για να αυτοαναιρεθεί στη συνέχεια λέγοντας ότι δεν τον προσέλαβε ο ενάγοντας ως υπεργολάβο του, αλλά του φώναξαν να κάνει τις εκσκαφές.
Ο Μ.Υ.2 είπε ότι κατόπιν που του τηλεφώνησε ο εναγόμενος 1 μετέβη κάποιο απόγευμα στην Καλαβασό όπου του σύστησε τον ενάγοντα ως τον αρχιτέκτονά του. Ακολούθως στην οικία του ενάγοντα στη Λεμεσό συμφώνησαν για την τιμή του σιδήρου που θα τοποθετούσε. Όταν θα τοποθετούσε το σίδηρο, περί τα τέλη Απριλίου 2003, αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε τελειωμένο σχέδιο και αφού το ανάφερε στον ενάγοντα και συναντήθηκαν, ο ενάγοντας του έκανε άλλα σχέδια σε μια κόλλα άσπρη.
Τον Νοέμβριο του 2003, που έκανε την τελευταία πλάκα, ήταν η τελευταία φορά που τον επέβλεψε ο ενάγοντας.
Κατά την αντεξέταση ενώ αρχικά ανάφερε ότι ήταν τον Οκτώβριο του 2003 που μετέβη στην οικία του ενάγοντα στην Λεμεσό, στη συνέχεια το διόρθωσε και είπε τον Απρίλη του 2003, συμπληρώνοντας όμως ότι δεν ενθυμείτο ακριβώς. Ακολούθως όμως είπε ότι ήταν τον Απρίλη.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά την αντεξέταση, ανάφερε ότι μέχρι τον Οκτώβριο του 2004 που εβρίσκετο στην οικοδομή δεν είδε κανένα άλλο επιβλέποντα μηχανικό. Σε άλλη ερώτηση, ότι ο ενάγοντας επέβλεπε την οικοδομή μέχρι τον Ιανουάριο του 2004, απάντησε ότι δεν γνώριζε γιατί δεν ήταν εκεί.
Κατά την επανεξέταση επανέλαβε ότι ήταν στην οικοδομή μέχρι τον Οκτώβριο του 2004, και ότι μετά τον Οκτώβριο του 2003, που έκανε την πλάκα, δεν ξαναπήγε.
Ο Μ.Υ.3 Ιωάννης Ιωαννίδης, κτίστης στο επάγγελμα, ανάφερε ότι η εναγόμενη 2 είναι θεία του και ο εναγόμενος 1 επομένως θείος του και τον γνωρίζει.
Ο εναγόμενος 1 του είχε τηλεφωνήσει περί τον Φεβρουάριο του 2003 και μετέβη στην Καλαβασό, όπου μαζί με τον εναγόμενο 1 εβρίσκετο και ο ενάγοντας, για να δει κάποια σχέδια και να δώσει προσφορά όπως του ζήτησαν και οι δύο.
Αφού ετοίμασε προσφορά, τηλεφωνήθηκε με τον ενάγοντα και βρέθηκαν στην οικία του τελευταίου. Μετά από συζήτηση συμφώνησαν σε κάποια τιμή, αλλά όχι σε συμφωνία εκτέλεσης του έργου.
Αφού περίμενε για δύο-τρεις ημέρες, ο ενάγοντας τηλεφώνησε του εναγομένου 1 και του ανάφερε ότι έπιασε τη δουλειά.
Στην οικία του ενάγοντα υπογράφηκε μια συμφωνία την οποία δεν είχε ο ίδιος αλλά θεώρησε ότι πρέπει να την έχει ο ενάγοντας. Τελικά κατέθεσε ως Τεκμήριο 31 ένα έγγραφο στην αγγλική γλώσσα, άνευ ημερομηνίας και ανυπόγραφο. Η συμφωνία που έκαναν, αν και αρχικά είχε ζητήσει £50.000,-, προέβλεπε ότι θα εκτελούσε το έργο, εργατικά και υλικά, για £46,000,-. Στο Τεκμήριο 31, όπως είπε, πράγματι αναφέρεται το ποσό των £32.000,- αλλά αυτό το έγραψε ο ενάγοντας και λάθος του που δεν το πρόσεξε. Την εκτέλεση του έργου, που άρχισε περί τον Απρίλιο – Μάιο του 2003, επέβλεπε ο ενάγοντας ο οποίος αρχικά τον πλήρωνε ο ίδιος ενώ αργότερα τα κανόνιζε με τη θεία του, εναγομένη 2.
Μέχρι τον Νοέμβριο το 2003 είχε κτίσει το υπόγειο και τον πρώτο όροφο μέχρι και το δεύτερο χέρι σουβά στο εσωτερικό και τον δεύτερο όροφο μέχρι το χύσιμο της πλάκας και άρχισαν τη διαδικασία για τοποθέτηση κεραμιδιών. Ο ίδιος, επειδή δεν υπήρχε εργασία να κάνει, έφυγε τον Νοέμβριο του 2003 και επέστρεψε τον Ιανουάριο του 2004 για να συνεχίσει, ενώ ο ενάγοντας δεν ξαναήρθε στην οικοδομή μετά τον Νοέμβριο του 2003. Την οικία την τέλειωσε περί τον Ιούνιο – Ιούλιο του 2004.
Κατά την αντεξέταση ανάφερε ότι τον ενάγοντα τον ήξερε ως αρχιτέκτονα γιατί έτσι του τον σύστησε ο εναγόμενος 1. Αργότερα όμως ο ενάγοντας του ανάφερε ότι ήταν καθηγητής σε πανεπιστήμιο.
Σε υπόδειξη ότι στο Τεκμήριο 31 αναφέρεται ότι αναλάμβανε την εκτέλεση του έργου αντί του ποσού των £32.000,-, είπε ότι η συμφωνία ήταν £46.000,- και ότι ο ενάγοντας έγραψε £32.000,- και ότι θα επληρώνετο και ο καλουψής για το ποσό των £12.000,-, πράγμα που έγινε καταβάλλοντας σταδιακά τα χρήματα σ’ αυτόν η εναγόμενη 2 και αυτός στον καλουψή.
Σε υποβολή ότι από την εμπλοκή του ενάγοντα κέρδισαν οι εναγόμενοι, αφού έριξε την προσφορά του πιο κάτω, συμφώνησε.
Επίσης ανάφερε ότι έκτισε ένα δωμάτιο το οποίο ήταν εκτός της συμφωνίας αλλά, όπως είπε, δεν ενθυμείτο εάν ήταν με απόφαση των εναγομένων.
Ακολούθως ανάφερε ότι μέχρι τον Νοέμβριο του 2003 είχε γίνει το 50% έως 60% του έργου και τον Μάιο τέλειωσε το υπόγειο και κατοίκησε σ’ αυτό η οικογένεια των εναγομένων.
Σε σχέση με τον τοίχο αντιστήριξης κοντά στο κρημνό, είπε ότι η κατασκευή του άρχισε στις αρχές του Οκτώβρη του 2003 και ολοκληρώθηκε αφού είχε φύγει ο ενάγοντας.
Ο Μ.Υ.4, αδελφός του εναγόμενου 1, αναφέρθηκε στον τόπο και χρόνο γνωριμίας του με τον ενάγοντα καθώς και την επαφή που είχε με τον ενάγοντα, σε σχέση με την απόφαση του αδελφού του να ανεγείρει οικία στην Καλαβασό, η οποία έλαβε χώρα πριν την συμφωνία του ενάγοντα με τους εναγομένους, καθώς και ότι έτυχε να βρίσκεται σε μερικές από τις συναντήσεις που είχε ο εναγόμενος 1 με τον ενάγοντα κυρίως μετά την άρνηση της Επαρχιακής Διοίκησης να εκδώσει άδεια οικοδομής για την οικία των εναγομένων στην Καλαβασό λόγω της μη συνοδείας της αίτησης και από βεβαίωση αρχιτέκτονα για την αρχιτεκτονική μελέτη, όπως και όσα του ανάφερε ο εναγόμενος 1 ότι διαμείφθηκαν μεταξύ του και του ενάγοντα.
Σημαντικότερα απ’ αυτά είναι ότι γνώριζε ότι ο ενάγοντας ήταν καθηγητής πολιτικής μηχανικής σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας, ότι ο ενάγοντας είχε πει ότι θα αναλάμβανε την ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων, στατιστική μελέτη, κατασκευαστικά σχέδια, επίβλεψη και ολοκλήρωση του έργου αντί του ποσοστού 8% επί του κόστους της οικοδομής η οποία τότε θα στοίχιζε περί τις £300,- το τ.μ. και το συνολικό κόστος θα ήταν περί τις £65.000,-, για το πρόβλημα που προέκυψε με την έκδοση της άδειας οικοδομής και την πίεση από την μια προς τον εναγόμενο 1 από τον ενάγοντα να αποταθούν στα Δικαστήρια με σκοπό την ανατροπή της αρνητικής απάντησης του Επάρχου, και από την άλλη τις υποσχέσεις του ότι θα έβαζε κάποιον δικό του αρχιτέκτονα έτσι ώστε να καταχωρηθεί και η βεβαίωση αρχιτέκτονα στην αίτηση και να εκδοθεί η άδεια οικοδομής, ότι ο ενάγοντας καθυστέρησε στην ετοιμασία των σχεδίων και για την επιστολή που έστειλε ο ενάγοντας στους εναγόμενους τον Νοέμβριο του 2003 και τους επέστρεφε με επιταγή το ποσό των £1.500,-.
Επίσης ανάφερε ότι ένα μήνα περίπου μετά που στάληκε από τον ενάγοντα η αναφερθείσα επιστολή, του τηλεφώνησε ο αδελφός του και του είπε ότι θα είχαν συνάντηση στην οικοδομή με τον ενάγοντα για να δουν εάν θα προχωρούσαν και του ζήτησε να μεταβεί κι’ αυτός στο μέρος. Στην συνάντηση αυτή ο ενάγοντας ήταν ανένδοτος στη θέση του να αποταθούν στα Δικαστήρια μαζί. Όταν έφευγαν, ο εναγόμενος 1 είπε στον ενάγοντα εάν και όταν θα ξανάρχετο να είχε υπογραφή αρχιτέκτονα για τα αρχιτεκτονικά σχέδια.
Λέχθηκαν και άλλα μεταξύ του Μ.Υ.4 και του ενάγοντα αλλά δεν χρειάζεται να καταγραφούν.
Ακόμη είπε ότι γνώριζε ότι το κόστος ανέγερσης οικοδομής ήταν προς £300,- το τετραγωνικό μέτρο γιατί ανήγειρε οικία η θυγατέρα του, κάποια χρόνια πριν σε μισό οικόπεδο, εμβαδού 220 τετραγωνικών μέτρων και της στοίχισε £85.000,-. Τέλος, ανάφερε ότι δεν γνώριζε πότε κατοίκησαν στην οικία τους οι εναγόμενοι.
Ο Μ.Υ.5, εναγόμενος 1, ανάφερε ότι γνώριζε τον ενάγοντα από την Αγγλία αφού τον είχε συναντήσει δύο – τρεις φορές αλλά πολύ καλύτερα τον γνώριζε ο αδελφός του Μ.Υ.4. Επειδή είχε υποστεί κάποιο καρδιακό επεισόδιο αποφάσισαν μαζί με τη σύζυγό του να εγκατασταθούν στην Κύπρο και γι’ αυτό το σκοπό αγόρασαν οικόπεδο στην Καλαβασό. Όταν ήλθε στην Κύπρο περί τον Φεβρουάριο του 2002, δηλαδή μετά τη συνάντηση του ενάγοντα με τον Μ.Υ.4 και αφού του είχε αναφέρει ο Μ.Υ.4 τι λέχθηκε σ’ αυτή την συνάντηση, συνάντησε τον ενάγοντα.
Στη συνάντηση που είχαν, αφού τον γνώριζε ως αρχιτέκτονα, συμφώνησαν όπως ο ενάγοντας αναλάβει την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων, στατικής μελέτης, εξασφάλιση πολεοδομικής και οικοδομικής άδειας, την επίβλεψη της ανέγερσης της οικοδομής, να πάρει προσφορές, να εξεύρει εργολάβους και γενικά ότι θα αναλάμβανε ωσάν να ήταν δική του η κατοικία.
Όπως είπε, ο ενάγοντας του ανάφερε ότι η κατοικία, η οποία θα είχε τέσσερα υπνοδωμάτια, θα στοίχιζε περί τις £300,- το τετραγωνικό μέτρο, ήτοι περί τις £65.000,- και η αμοιβή του θα ήταν 6%. Όταν όμως τον ρώτησε εάν θα συμπεριλαμβάνετο στην αμοιβή του και η αμοιβή του για τις αγορές των υλικών, τότε του ανάφερε ότι ήθελε και 2% γι’ αυτό το σκοπό και ότι θα εξοικονομούσε πολύ περισσότερα γιατί γνώριζε αυτούς που πωλούσαν τα διάφορα υλικά.
Επίσης συμφώνησαν ότι θα άρχιζε την ανέγερση της οικίας τον Μάιο του 2002 και θα ήταν έτοιμη να κατοικήσουν εντός αυτής τον Αύγουστο – καλοκαίρι του 2003.
Στην Κύπρο οι εναγόμενοι ήρθαν τον Οκτώβριο του 2002 και ακόμη ο ενάγοντας δεν είχε ετοιμάσει τα σχέδια. Τελικά τα σχέδια τα κατέθεσε ο ίδιος ο εναγόμενος 1 στην Πολεοδομία τον Νοέμβριο του 2003 και αφού ο ενάγοντας διόρθωσε κάποια σφάλματα που υπήρχαν σ’ αυτά καθ΄ υπόδειξη της Πολεοδομίας, η πολεοδομική άδεια εκδόθηκε στις 31.12.2002.
Ακολούθως μετέβη μαζί με τον ενάγοντα στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας όπου υπέβαλαν την αίτηση για άδεια οικοδομής με επισυναπτόμενη την πολεοδομική άδεια και τη στατική μελέτη, την οποία όμως αίτηση δεν την δέχθηκε ο λειτουργός της Επαρχιακής Διοίκησης γιατί δεν υπήρχε βεβαίωση από αρχιτέκτονα. Αφού ο ενάγοντας αποτάθηκε έντονα στον λειτουργό και έκανε φασαρία, ο τελευταίος δέχθηκε την αίτηση υπό την προϋπόθεση ότι η τύχη της θα εξαρτάτο από γνωμάτευση που θα έπαιρνε από τη νομική υπηρεσία του κράτους.
Όταν ανάφερε στον ενάγοντα ότι εάν η απάντηση ήταν αρνητική θα έμενε εκτεθειμένος, ο ενάγοντας του υποσχέθηκε ότι θα έβαζε αρχιτέκτονα να υπογράψει.
Έτσι άρχισαν την ανέγερση της οικοδομής χωρίς οικοδομική άδεια και με την ανοχή του Κοινοτάρχη της Καλαβασού, αφού όλοι έτσι έκαναν. Ο ενάγοντας όμως τους έβαλε και υπέγραψαν το Τεκμήριο 18Α.
Επειδή δημιουργήθηκε θέμα, ο Κοινοτάρχης του χωριού τους ανάφερε ότι επιθυμία του ήταν να σταματήσουν την ανέγερση της οικοδομής επειδή ήταν σε κεντρικό δρόμο και εφαίνετο.
Τα άτομα τα οποία ανέλαβαν τις διάφορες εργασίες για την ανέγερση της οικοδομής, εκτός από το άτομο που προέβη στην εγκατάσταση της κεντρικής θέρμανσης, επειδή του το ζήτησε ο ενάγοντας, τους βρήκε ο ίδιος ο εναγόμενος 1, με τους οποίους όμως διαπραγματεύετο ο ενάγοντας και μείωνε το ποσό της προσφοράς που ζητούσαν. Τα οικοδομικά υλικά τα πλήρωναν οι εναγόμενοι.
Με την αρνητική απάντηση της Επαρχιακής Διοίκησης και τη θέση της ότι για να εκδοθεί άδεια οικοδομής χρειάζετο η βεβαίωση από αρχιτέκτονα, άρχισαν τα προβλήματα, αφού ο ενάγοντας ήθελε και επεδίωκε να αποταθούν στα δικαστήριο μαζί παρά τη διαφωνία των εναγομένων. Ο ενάγοντας ήταν τόσο ανένδοτος που είπε στον εναγόμενο 1 ότι χρειάζεται ένα πτώμα για να προωθήσει τις απόψεις του, και αυτό το πτώμα ήταν οι εναγόμενοι. Αφού ο ενάγοντας είδε ότι δεν επρόκειτο να συναινέσουν στις επιδιώξεις του οι εναγόμενοι, τους έστειλε μια επιστολή με επιστροφή του ποσού των £1.500,- σε επιταγή, την οποία τότε μόνο εξαργύρωσε όταν ο ενάγοντας τους κίνησε αγωγή, γιατί όπως είπε δεν ήθελε να πει ο ενάγοντας ότι του «έφαγα» λεφτά. Εξήγησε δε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η αλλαγή της ημερομηνίας επί της επιταγής από την τράπεζα και την εξαργύρωσή της. Τον Νοέμβριο που ο ενάγοντας έστειλε την επιστολή αυτή εγκατέλειψε και την επίβλεψη της οικοδομής.
Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 33 επιστολή ημερομηνίας 31.10.2003, ως Τεκμήριο 34 επιστολή ημερομηνίας 18.03.2004, ως Τεκμήριο 35, επιστολή ημερομηνίας 31.10.2003, ως Τεκμήριο 36 αντίγραφο επιταγής ημερομηνίας 21.11.2003, ως Τεκμήριο 37 αντίγραφο ίδιας επιταγής με ημερομηνία 2.03.2005, όταν δηλαδή εξαργυρώθηκε η επιταγή και ως Τεκμήριο 38 επιστολή ημερομηνίας 18.11.2003.
Να λεχθεί ότι με την αποχώρηση του ενάγοντα, οι εναγόμενοι διόρισαν άλλο πολιτικό μηχανικό, τον Μ.Υ.6, που δικαιούτο να υπογράψει και αρχιτεκτονικά σχέδια και έτσι υπέβαλε βεβαίωση για την αρχιτεκτονική μελέτη και εκδόθηκε η άδεια οικοδομής. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα αλλά ακόμη και μετά τον Μάιο του 2004 που τέλειωσε το υπόγειο και εγκαταστάθηκε σ΄ αυτό η οικογένειά του, τόσο αυτός όσο και η γυναίκα του και τα παιδιά του υποβλήθηκαν σε μεγάλη ταλαιπωρία.
Ένεκα δε της παράβασης της συμφωνίας τους εκ μέρους του ενάγοντα με την αύξηση του εμβαδού της οικοδομής στα τρακόσια (300) και πλέον τετραγωνικά μέτρα και την καθυστέρηση που επέφερε ο ενάγοντας τόσο με την αργοπορία εκπόνησης και κατάθεσης των σχεδίων στην Πολεοδομία αλλά και της μη έκδοσης της άδειας οικοδομής, ως ήταν η υποχρέωση του, υπέστη ζημιά συνολικής αξίας £Κ.50.000,- αφού σ΄ όλα τα υλικά αυξήθηκαν οι τιμές αλλά και αναγκάστηκαν να καταβάλουν και περισσότερα χρήματα για μεγαλύτερη οικοδομή απ΄ αυτή που ήθελαν και συμφωνήθηκε, αφού από £65.000,- κόστισε £160.000,-.
Τέλος είπε, ενώ η οικία θα άρχιζε τον Αύγουστο του 2002 κα θα τέλειωνε τον Αύγουστο του 2003, τελικά άρχισε τον Μάιο του 2003 και τέλειωσε τέλος του 2004.
Κατά την αντεξέταση ανέφερε ότι ήρθε στην Κύπρο τον Μάρτιο του 2002 και αφού συναντήθηκε με τον ενάγοντα μετήλθαν σε προφορική συμφωνία, όπως την περιέγραψε στην εξέτασή του.
Επέμενε ότι δεν γνώριζε ότι ο ενάγοντας ήταν πολιτικός μηχανικός, αν και ο αδελφός του, Μ.Υ.4, που ήταν το πρόσωπο που του πρότεινε τον ενάγοντα, γνώριζε ότι όταν ήταν στην Αγγλία ο ενάγοντας ήταν καθηγητής πολιτικής μηχανικής σε πανεπιστήμιο, και επίσης ότι δεν γνώριζε τη διαφορά μεταξύ αρχιτέκτονα και πολιτικού μηχανικού.
Σε σχετική ερώτηση για τον τρόπο συνεννόησης για τη δημιουργία των σχεδίων και την τελική κατάληξη σ΄ αυτά που καταχωρήθηκαν με την αίτηση για πολεοδομική άδεια, είπε ότι μιλούσαν με τον ενάγοντα, του έλεγαν τις ιδέες τους, άλλαζε τα σχέδια και κατέληξαν εκεί που οι ίδιοι νόμιζαν ότι ήθελαν.
Στη συνέχεια και σ΄ άλλες ερωτήσεις σχετικές με την επιθυμία του για το εμβαδό της οικοδομής ανέφερε κάποιους αριθμούς ενώ δεν μπορούσε να αναφέρει ποιο ήταν το εμβαδό που τελικά έχει η οικοδομή.
Με το ξεκίνημα της οικοδομής αλλά και στη συνέχεια μέχρι την ημέρα που εγκατέλειψε αυτή ο ενάγοντας, ο τελευταίος δεν επέβλεπε καθημερινά την οικοδομή, όπως ήταν η συμφωνία τους, ως επιβλέπων και συντονιστής αυτής.
Επανέλαβε ότι αυτός βρήκε τους υπεργολάβους και ο ενάγοντας συζητούσε μαζί τους και μείωνε τις τιμές προς όφελός του και ότι τις αγορές των υλικών τις έκανε αυτός και όχι ο ενάγοντας. Επίσης τους υπεργολάβους δεν τους πλήρωνε ο ενάγοντας, απλά στην αρχή έλεγε σ΄ αυτούς να πληρώσουν τους υπεργολάβους, ενώ αργότερα οι υπεργολάβοι συνεννοούνταν με τη σύζυγό του που τους πλήρωνε.
Σε σχέση με την παύση των εργασιών ανέγερσης της οικοδομής, ανάφερε ότι τούτο έγινε εκ μέρους του για να μη δημιουργηθεί παρεξήγηση με την Επαρχιακή Διοίκηση και γι΄ αυτό το λόγο τον Μ.Υ.3 τον έστειλε σ΄ άλλη δουλειά.
Αρνήθηκε ότι είπε στον Μ.Υ.3 να μην φωνάξει τον ενάγοντα όταν θα κατασκευάζετο ο τοίχος αντιστήριξης αλλά είπε, αν λέχθηκε κάτι, θα ήταν ότι δεν χρειάζετο η παρουσία του ενάγοντα και να μην καλείτο. Εν πάση όμως περιπτώσει σε καμιά περίπτωση δεν έπαυσε τον ενάγοντα.
Όσον αφορά τη διαμονή του ίδιου και της οικογένειάς του στην αδελφή του και όχι σε κάποια οικία που θα ενοικίαζε, όπως και αργότερα η διαμονή τους στο υπόγειο της οικοδομής που το διαμόρφωσε αναλόγως, είπε ότι τούτα ήταν δική του επιλογή αλλά και για το λόγο ότι δεν υπήρχε πρόσφορη κατοικία για την άνετη διαμονή της οικογένειάς του.
Στη συνέχεια ανέφερε λεπτομερώς την περιουσία που έχει στην Κύπρο και στην Αγγλία αλλά και τις δύσκολες οικονομικές περιστάσεις στις οποίες περιήλθε εξ υπαιτιότητας του ενάγοντα.
Περιέγραψε ακόμα τις συνθήκες υπό τις οποίες διόρισε τον Μ.Υ.6 τόσο για να εκδοθεί η πρώτη άδεια οικοδομής όσο και αργότερα για να εκδοθεί η καλυπτική άδεια οικοδομής.
Να λεχθεί ότι έδωσε τη δική του ερμηνεία σε σχέση με τις παραγράφους 3 και 8 της έκθεσης υπεράσπισης καθώς και για κάποια τεκμήρια.
Ο Μ.Υ.6 ανέφερε ότι είναι πολιτικός μηχανικός από το 1984 και κατόπιν που ο εναγόμενος 1 τον πλησίασε και του ανέφερε το πρόβλημα που είχε με την μη έκδοση της άδειας οικοδομής και ότι δεν υπήρχε οικονομική διαφορά με τον ενάγοντα και ότι ο ενάγοντας είχε δώσει την εξουσιοδότησή του για να υπογράψει άλλος αρχιτέκτονας ή πολιτικός μηχανικός που δικαιούτο και αφού είδε και το λειτουργό της Επαρχιακής Διοίκησης και του εξήγησε σχετικά με το πρόβλημα που δημιουργήθηκε, υπέγραψε τα σχέδια του ενάγοντα και κατατέθηκε και η βεβαίωση αρχιτέκτονα για να βοηθήσει τους εναγόμενους από τους οποίους δεν έλαβε καμιά αμοιβή γι΄ αυτή του την υπηρεσία.
Μετά δε την παρέλευση κάποιου χρονικού διαστήματος ο εναγόμενος 1 επικοινώνησε και πάλι μαζί του επειδή ήθελε να εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης της οικοδομής. Αφού επισκέφθηκε την οικοδομή και σύγκρινε τα σχέδια με την υπάρχουσα κατάσταση διαπίστωσε ότι είχαν γίνει τροποποιήσεις.
Έτσι αφού προέβη σε μετρήσεις και έκανε τα σχέδια, Τεκμήριο 39, όπως η επί τόπου κατάσταση και συνεννοήθηκε με την Πολεοδομία, υπέβαλε τούτα πρώτα στην Πολεοδομία που τα έγκρινε και μετά στην Επαρχιακή Διοίκηση, η οποία εξέδωσε καλυπτική άδεια.
Η οικία, σύμφωνα με τις μετρήσεις που έκανε την πρώτη φορά, είχε εμβαδόν γύρω στα 200 – 220 τ.μ. ενώ τη δεύτερη φορά, με βάση τη μέτρηση που προέβη και έκανε τα νέα σχέδια, το εμβαδό της οικοδομής ήταν όπως το υπολόγισε, περί τα 300 τ.μ.
Για την εργασία αυτή αμείφθηκε από τους εναγόμενους με το ποσό των £.2.000,-
ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ
Ο συνήγορος των εναγομένων στην εμπεριστατωμένη αγόρευσή του, αφού προέβη σε αναφορές από τη μαρτυρία του ενάγοντα, του εναγόμενου 1 και των μαρτύρων τους, ζήτησε από το Δικαστήριο όπως κρίνει τον ενάγοντα αναξιόπιστο ενώ τον εναγόμενο 1 και τους μάρτυρές του αξιόπιστους.
Με βάση δε τη μαρτυρία του εναγόμενου και τους μάρτυρές του και τα γεγονότα όπως προκύπτουν απ΄ αυτές, εισηγήθηκε ότι η απαίτηση του ενάγοντα πρέπει να απορριφθεί ενώ η ανταπαίτηση των εναγομένων να επιτύχει.
Προέβη δε σε νομική ανάλυση των γεγονότων που πηγάζουν από την κατ΄ εισήγησή του μαρτυρία που πρέπει να δεχθεί το Δικαστήριο ως αληθινή και στοιχειοθετούν τις νομικές θέσεις που εκφράζονται μέσα από την έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης επικαλούμενος σχετική νομολογία και αυθεντίες.
Από την άλλη η δικηγόρος του ενάγοντα στην ενδιαφέρουσα αγόρευση της, με αναφορές και αυτή στην μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου ζήτησε όπως ο ενάγοντας κριθεί αξιόπιστος και ο εναγόμενος 1 και οι μάρτυρες υπεράσπισης αναξιόπιστοι.
Σε σχέση με τα νομικά θέματα που ετέθησαν με την έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης και προωθήθηκαν από το συνήγορο των εναγομένων στην αγόρευσή του κάλεσε το Δικαστήριο όπως τ΄ απορρίψει. Προς επίρρωση αυτής της θέσης επικαλέσθηκε σχετική νομολογία.
Τέλος, εισηγήθηκε ότι ο ενάγοντας απέδειξε την απαίτησή του και το Δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει απόφαση ως αξίωση ενώ οι εναγόμενοι απέτυχαν να αποδείξουν την ανταπαίτησή τους και θα πρέπει να απορριφθεί.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Η μαρτυρία εξετάζεται στο σύνολό της και όχι αποσπασματικά και ανεξάρτητα η μια από την άλλη (βλ. Mustafa v. Κακούρη κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 165). Η λογική του πράγματος, δηλαδή των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων που περιβάλλουν και περιστοιχίζουν όλη την έκταση της διαφοράς, μπορεί να εξαχθεί από την σύγκριση, σύγκλιση και την αντιπαραβολή όλου του φάσματος της μαρτυρίας όπως αυτή έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τη σκοπιά που κάθε ένας μάρτυρας έχει αντιληφθεί τα γεγονότα στο βαθμό που έχει εμπλακεί άμεσα ή έμμεσα (βλ. Mustafa ανωτέρω), σε άμεση συσχέτιση βέβαια, αν θα ληφθεί υπόψη ή όχι, με τους ισχυρισμούς και θέσεις όπως αυτές προβάλλονται στη δικογραφία, αφού μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη (βλ. Κουκούνη κ.α. ν. A.N. Stasis Estates Co Ltd κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 489 και Σοφοκλής ν. Τσεσμέλογλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 1153).
Ούτε βέβαια, από μόνο του το γεγονός, ότι κάποιος μάρτυρας δεν θυμάται όλα τα γεγονότα ή όλες τις λεπτομέρειες, ή μέρος ή κάποιο σημείο της μαρτυρίας του δεν είναι ίδιο με κάποιου άλλου που ενθυμείται καλύτερα τα γεγονότα ή λεπτομέρειες αυτών καταδεικνύει πρόθεση του μάρτυρα να πει ψέματα (βλ. Παπακόκκινου κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1833) ή τον καθιστά ψεύτη ή ότι μέρος της μαρτυρίας του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό όταν σε γενικές γραμμές κρίνεται αξιόπιστος και το μέρος αυτό της μαρτυρίας του συνάδει με το σύνολο της μαρτυρίας. Η αποδοχή μέρους μαρτυρίας ενός μάρτυρα και η απόρριψη άλλης δεν αποτελεί μεμπτό διάβημα (βλ. Mustafa ανωτέρω και Μεσίτης ν. Χρίστου (2006) 1 Α.Α.Δ. 888).
Καθοδηγούμενος από τις πιο πάνω αρχές, προχωρώ στην αξιολόγηση.
Είχα την ευκαιρία να ακούσω και να παρακολουθήσω τόσο τον ενάγοντα και τους μάρτυρές του όσο και τον εναγομένο 1 και τους δικούς του μάρτυρες, καθ΄ ων χρόνο εβρίσκοντο στο εδώλιο του μάρτυρα κατά την ακροαματική διαδικασία και είμαι σε θέση να τους αξιολογήσω με δείκτη, μεταξύ άλλων, την ειλικρίνειά τους, την ευθύτητά τους, την προσήλωσή τους στην αλήθεια, το συμφέρον που είχαν στην υπόθεσή τους και στην εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Οι Μ.Ε.1, Μ.Ε.2, Μ.Ε.4 και Μ.Υ.6 μου έκαναν πολύ καλή εντύπωση. Ήταν ειλικρινείς, ευθείς και μάρτυρες της αλήθειας.
Σε σχέση τόσο με τα τετραγωνικά μέτρα του εμβαδού της οικοδομής, που συνάγονται από τα αρχικά σχέδια που κατετέθησαν στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως και για τα οποία εκδόθηκε η πρώτη πολεοδομική άδεια, όσο και σε σχέση με τα τετραγωνικά μέτρα του εμβαδού της οικοδομής όπως αυτή τελικά ανεγέρθηκε, η μαρτυρία της Μ.Ε.1 και του Μ.Υ.6 σχεδόν συμπίπτει απόλυτα. Έτσι επί αυτού του σημείου διαπιστώνω ότι παρουσιάστηκε εκ μέρους των δύο πλευρών σχεδόν όμοια μαρτυρία.
Όσον αφορά τη μαρτυρία και των τεσσάρων μαρτύρων που περιστρέφεται γύρω από το άρθρο 8 Α του Κεφ. 96 αυτή εκφράζει από τη μια την άποψή τους και από την άλλη όσον αφορά τους Μ.Ε.1, Μ.Ε.2 και Μ.Ε.4 την πρακτική που ακολουθούσε το Τμήμα το οποίο αντιπροσωπεύουν.
Αποδέχομαι τη μαρτυρία τους.
Ο Μ.Ε.3, ενάγοντας, σε γενικές γραμμές μου έκανε καλή εντύπωση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αποδέχομαι ολόκληρη τη μαρτυρία του. Έτσι, αποδέχομαι τη μαρτυρία του όσον αφορά το περιεχόμενο της προφορικής συμφωνίας που έκανε με τους εναγομένους ότι αυτή συμπεριλάμβανε (α) αρχιτεκτονικά σχέδια, άσχετα εάν αυτός τα αποκαλούσε πολεοδομικά σχέδια, αφού στην ουσία είναι το ίδιο πράγμα αφού αυτά κατατέθηκαν και αποτελούν μέρος της αίτησης για άδεια οικοδομής, (β) στατική μελέτη με κατασκευαστικά σχέδια και αντισεισμική μελέτη και (γ) επίβλεψη της οικοδομής. Ποια έννοια έχει ο κάθε ένας από αυτούς τους τρεις όρους της συμφωνίας θα διαφανεί κατωτέρω.
Το ίδιο θα γίνει και για την έννοια της επιστολής ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 27 και της επιστολής ημερομηνίας 26.1.2004, Τεκμήριο 4, αλλά και άλλων τεκμηρίων.
Σε σχέση με την επιστολή ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 27, αυτό που θα ήθελα εδώ να σημειώσω είναι ότι τούτη αλλά και άλλη μαρτυρία που θα αναφερθώ κατωτέρω, όπως του Μ.Υ.3, καταδεικνύουν ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι επέβλεπε την οικοδομή έως τις 26.01.2004 που έστειλε την επιστολή Τεκμήριο 4, δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου τον απορρίπτω και δεν τον αποδέχομαι, αφού με αυτή την επιστολή μόνος του έθετε τον εαυτό του εκτός υπηρεσιών προς τους εναγόμενους. Συνέπεια τούτου αλλά και διαπίστωση μου είναι ότι ο ισχυρισμός του ότι ο εναγόμενος τον εκδίωξε από την οικοδομή με τον τρόπο του, ήτοι επειδή δεν εκλήθη να επιβλέψει την κατασκευή του τοίχου αντιστήριξης, δεν ευσταθεί αφού δεν θα μπορούσε τέτοιο γεγονός να σημαίνει, ή να έχει την έννοια ή να υπονοεί αυτό που ο ενάγοντας ισχυρίζεται. Να σημειωθεί ότι ούτε στην επιστολή ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 27, αλλά ούτε και στην επιστολή ημερομηνίας 26.01.2004, Τεκμήριο 4, αναφέρεται ένας τέτοιος ισχυρισμός.
Ότι υπήρξε διαφωνία, μετά την αρνητική απάντηση της Επαρχιακής Διοίκησης για έκδοση άδειας οικοδομής, μεταξύ του ενάγοντα και του εναγομένου 1 ως προς τον τρόπο χειρισμού αυτού του θέματος δεν υπάρχει αμφιβολία, αφού ο μεν εναγόμενος 1 ήθελε την εύκολη και γρήγορη λύση της υπογραφής των αρχιτεκτονικών σχεδίων από αρχιτέκτονα ή πολιτικό μηχανικό που δικαιούτο να υπογράψει, ο δε ενάγοντας την προσφυγή του εναγόμενου 1 στα Δικαστήρια με απώτερο σκοπό την προώθηση των δικών του συμφερόντων και επιδίωξης δικής του δικαίωσης που συνεπάγετο την καθήλωση της οικοδομής μέχρι την απόφαση από το Δικαστήριο για άγνωστο χρονικό διάστημα.
Η διαφωνία αυτή σαφώς αποτυπώνεται στην επιστολή ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 27, που έστειλε ο ενάγοντας στους εναγόμενους και με καθαρότητα διαφαίνεται ότι ήταν και αυτός ο λόγος που έθετε τον εαυτό του εκτός υπηρεσιών των εναγομένων.
Σε σχέση δε με τον ισχυρισμό του, ότι δεν έβλεπε τις προσφορές των υπεργολάβων αλλά εξηγούσε απλώς τα σχέδια σ΄ αυτούς, τον απορρίπτω αφού τούτο αποδεικνύεται από τη μαρτυρία του ίδιου αλλά και τη γραμμή αντεξέτασης που ακολούθησε η δικηγόρος του, προβάλλοντας τη θέση ότι από τη συζήτηση των προσφορών και μείωσή τους κέρδιζαν οι εναγόμενοι.
Επίσης απορρίπτω τον ισχυρισμό του ότι δεν υποσχέθηκε στον εναγόμενο 1 ότι εάν χρειαστεί θα υπογράψει αρχιτέκτονας τα σχέδια.
Επίσης δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι στην παράγραφο 3 της έκθεσης απαίτησης αναφέρεται ότι η προφορική συμφωνία μεταξύ του και των εναγομένων έγινε περί τα τέλη του 2002 ενώ στη μαρτυρία του ανάφερε ότι αυτή έγινε το Μάιο του 2002. Όμως ότι έγινε το Μάιο του 2002 επιβεβαιώνεται και από τον εναγόμενο. Ούτε βέβαια εάν η αντισεισμική μελέτη και τα κατασκευαστικά σχέδια έγιναν τον Μάρτη που αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης ή τον Φεβράρη που φαίνεται ότι προσκομίστηκαν μαζί με την αίτηση για άδεια οικοδομής. Ως εκ τούτου δεν κρίνεται ότι η διαφοροποίηση αυτή έχει καταλυτικές συνέπειες στην αξιοπιστία του
Μ΄ αυτές τις εξαιρέσεις, αποδέχομαι την υπόλοιπη μαρτυρία του ενάγοντα.
Όσον αφορά τον Μ.Υ.1, εκτός από το γεγονός, το οποίο αποδέχομαι, ότι διεκπεραίωσε τις χωματουργικές εργασίες που ήταν αναγκαίες για την ανέγερση της οικοδομής, ό,τι άλλο είπε στη μαρτυρία του και σχετίζεται ότι δήθεν ο ενάγοντας ήταν αρχιτέκτονας ή ότι ο ενάγοντας ανέλαβε ως εργολάβος και ο ίδιος ως υπεργολάβος το απορρίπτω και δεν το αποδέχομαι γιατί περιέπεσε σε σωρεία και σοβαρών αντιφάσεων επί αυτού του θέματος. Τέτοιες αντιφάσεις είναι ότι, ενώ αρχικά είπε ότι συμφώνησε και με τους δύο για την ανάληψη και εκτέλεση των χωματουργικών εργασιών, στη συνέχεια είπε ότι δεν ήταν με τον εναγόμενο 1 που έκανε τη συμφωνία και ακολούθως ενώ είπε ότι γνώριζε ότι ο ενάγοντας ανέλαβε ως εργολάβος και αυτός ως υπεργολάβος, στην εξέλιξη της μαρτυρίας του είπε ότι δεν τον προσέλαβε ο ενάγοντας ως υπεργολάβο. Αλλά το γεγονός ότι δεν τον προσέλαβε ο ενάγοντας ως υπεργολάβο του εξάγεται και από τη μαρτυρία που ανάφερε ότι ο εναγόμενος 1 του είπε «θα κάνεις ό,τι σου λέει ο ενάγοντας». Τέτοια οδηγία ή/και διαταγή όμως, δίνει μόνο αυτός που είναι υπεράνω όλων, δηλαδή υπεράνω και του ενάγοντα.
Τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 που αφορά, (α) ότι ήξερε τον ενάγοντα ως αρχιτέκτονα γιατί έτσι του τον σύστησε ο εναγόμενος 1, (β) για την κρίση του για τις ικανότητες του ενάγοντα και (γ) τον χρόνο που έπαυσε ο ενάγοντας να προσφέρει τις υπηρεσίες του, δεν την αποδέχομαι και την απορρίπτω αφού ο ίδιος δεν έχει ιδία γνώση, καθότι η γνώση του προέρχεται από αναφορά του ενάγοντα προς αυτόν ότι είναι αρχιτέκτονας, δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις γιατί ο ενάγοντας δεν είχε ικανότητες και τέλος επειδή ο ίδιος τέλειωσε τον Νοέμβριο του 2003 την τελευταία πλάκα, έφυγε από την οικοδομή και δεν μπορούσε να γνωρίζει πότε έπαυσε να επιβλέπει την οικοδομή ο ενάγοντας.
Εκτός από τα μέρη της μαρτυρίας του Μ.Υ.3, (α) ότι τον ενάγοντα τον ήξερε ως αρχιτέκτονα και αυτό γιατί έτσι του τον σύστησε ο εναγόμενος 1, (β) ότι ο ενάγοντας μαζί με τον εναγόμενο 1 του ανέθεσαν το έργο και (γ) ότι ανέλαβε την ανέγερση οικοδομής, εργατικά και υλικά αντί του ποσού των £46.000,-, τα οποία δεν αποδέχομαι και απορρίπτω, την υπόλοιπη μαρτυρία του που είναι σχετική με την ουσία της υπόθεσης και αφορά τα θέματα (α) πότε είδε για τελευταία φορά τον ενάγοντα στην οικοδομή να επιβλέπει ενόσω ο ίδιος εβρίσκετο στην οικοδομή, (β) ότι δεν ήταν παρών ο ενάγοντας κατά την κατασκευή του τοίχου αντιστήριξης και (γ) ότι μέχρι τον Νοέμβριο του 2003 που έγινε και η τελευταία πλάκα της οικοδομής είχε αποπερατωθεί το μεγαλύτερο από το ήμισυ της οικοδομής, την αποδέχομαι. Προτιμώ, όμως, όσον αφορά το ακριβές ποσοστό ανέγερσης της οικοδομής, αυτό το οποίο ανέφερε ο ενάγοντας αλλά και υπέβαλλε στον Μ.Υ.3 η συνήγορος του ενάγοντα καθότι η μαρτυρία του ήταν πιο συγκεκριμένη απ΄ αυτή του Μ.Υ.3 όπως φαίνεται από την επιστολή ημερομηνίας 26.1.2004, Τεκμήριο 4.
Ο Μ.Υ.4, αδελφός του εναγομένου 1, στην ουσία, εκτός από τη συνάντηση που είχε με τον ενάγοντα πριν τη συμφωνία που έκανε ο ενάγοντας με τους εναγομένους, και της παρουσίας του στη συνάντηση που έγινε μεταξύ του ενάγοντα και του εναγομένου 1 στο ενδιάμεσο του χρόνου που στάληκε η επιστολή Τεκμήριο 27 και η επιστολή Τεκμήριο 4, δεν είχε ιδία γνώση των υπόλοιπων γεγονότων. Η παρουσία του δε στο Δικαστήριο ήταν για να βοηθήσει τον αδελφό του και τη νύμφη του. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι είπε ψέματα. Από τη μαρτυρία του διαφάνηκε, και διαπιστώνεται από το Δικαστήριο, ότι γνώριζε ότι ο ενάγοντας ήταν καθηγητής πολιτικής μηχανικής και πολιτικός μηχανικός και ότι ο ενάγοντας επέμενε να προσφύγουν στα Δικαστήρια εναντίον της απόφασης της Επαρχιακής Διοίκησης που ζητούσε βεβαίωση αρχιτέκτονα για την έκδοση άδειας οικοδομής, καθώς και την υπόσχεση του ενάγοντα να βρει αρχιτέκτονα να υπογράψει τα αρχιτεκτονικά σχέδια. Επομένως αποδέχομαι τη μαρτυρία του, όπως αυτή την έχω διατυπώσει και καθορίσει ανωτέρω, ενώ απορρίπτω τη μαρτυρία του που δεν είχε ιδία γνώση αλλά επαναλάμβανε αυτά που του ανάφερε ο εναγόμενος 1.
Ο εναγόμενος 1, Μ.Υ.5, δεν μου έκανε καλή εντύπωση. Δεν ήταν ειλικρινής και δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του, κατ΄ αρχάς, δεν συνάδει σε ουσιαστικά γεγονότα με τους ισχυρισμούς της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης και γενικά με τη μαρτυρία που πρόσφερε ως υπεράσπιση αλλά υπάρχουν και αντιφάσεις στην ίδια τη μαρτυρία του.
Ενώ στην παράγραφο 3 της έκθεσης υπεράσπισης της ανταπαίτησης ισχυρίζεται ότι ο ενάγοντας του είπε ότι ήταν και αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός, στην ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία του δεν ανάφερε καθόλου ότι ο ενάγοντας του είπε ότι ήταν πολιτικός μηχανικός και ισχυρίστηκε ότι όταν ο ίδιος τον αποκαλούσε αρχιτέκτονα και τον σύστηνε σ΄ άλλους ως αρχιτέκτονα, ο ενάγοντας δεν αντιδρούσε για να τον διορθώσει και να αναφέρει ότι ήταν πολιτικός μηχανικός.
Το ίδιο συμβαίνει και με την παράγραφο 5(α) της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης. Ενώ δηλαδή αναφέρεται σ΄ αυτήν την παράγραφο ότι ο ενάγοντας παρουσίασε τον εαυτό του σ΄ αυτούς ως αρχιτέκτονα, στην παράγραφο 3 της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης αναφέρεται ότι τους παρουσιάσθηκε ως πολιτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας. Στη μαρτυρία του δε ανέφερε αυτά που καταγράφονται αμέσως πιο πάνω.
Επίσης πως ήταν δυνατό ο αδελφός του, που γνώριζε καλά τον ενάγοντα και ήταν αυτός που του εισηγήθηκε τον ενάγοντα, να μην ανέφερε στον εναγόμενο 1 ότι ήταν καθηγητής πολιτικής μηχανικής και πολιτικός μηχανικός; Η απάντηση είναι γιατί ο εναγόμενος 1 δεν λέει την αλήθεια.
Μετά, ενώ ανέφερε ότι με τον ενάγοντα συναντήθηκε αρχές του 2002 και μετήλθαν σε συμφωνία, στη συνέχεια αναφέρει ότι τούτο έγινε περί τους μήνες Γενάρη έως Απρίλιο. Όμως στην παράγραφο 3 της έκθεσης υπεράσπισης της ανταπαίτησης αναφέρει ότι τον Μάιο του 2002 ανάθεσε στον ενάγοντα την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων.
Ακολούθως, ενώ από τον συνδυασμό των παραγράφων 3 και 8 της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης συνάγεται ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων είναι ότι ο ενάγοντας ανέλαβε (α) την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων αντί αμοιβής 8% επί του κόστους της οικοδομής, που ισχυρίζονται και πάλι ότι ο ενάγοντας τους είπε θα ανέρχετο στις Λ.Κ.65.000, (β) συμπληρωμένα σχέδια (καλουψήδων, ηλεκτρολόγων, σιδεράδων κ.λ.π.) και (γ) καθημερινή επίβλεψη, στη μαρτυρία του είπε ότι η συμφωνία περιλάμβανε (1) την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων, (2) στατική μελέτη, (3) καθημερινή επίβλεψη, (4) την έκδοση πολεοδομικής και οικοδομικής άδειας, (5) την ανάληψη εκ μέρους του ενάγοντα της ανέγερσης της οικοδομής ως εργολάβος, (6) υπεύθυνος και συντονιστής και (7) υποχρέωση να του παραδώσει κλειδί στο χέρι.
Σημειώνω εδώ ότι άλλο είναι το θέμα τι συνεπάγεται όταν ένας αρχιτέκτονας ή πολιτικός μηχανικός αναλαμβάνει την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων ή στατικής μελέτης σε σχέση μ΄ αυτά λόγω ακριβώς της ειδικότητάς τους και τι αναμένεται όταν παρουσιασθούν στα αρμόδια τμήματα Πολεοδομίας και Επαρχιακής Διοίκησης προς εξέταση.
Πέραν της επισήμανσης ότι αυτή η μαρτυρία είναι εκτός δικογράφων, άσχετα με το τι σημαίνει η εκπόνηση αρχιτεκτονικού σχεδίου και στατικής μελέτης, από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, και μάλιστα και της δικής του, όλους τους υπεργολάβους πλήρωνε η εναγόμενη 2, σύζυγός του. Εάν πράγματι ο ενάγοντας είχε αναλάβει ως εργολάβος την ανέγερση της οικοδομής, θα αναμένετο οι εναγόμενοι να κατέβαλλαν στον ενάγοντα κάποιο σημαντικό ποσό χρημάτων για να άρχιζε την οικοδομή, πράγμα που δεν έγινε, και τη διαφορά από τις προσφορές, τις οποίες μείωνε, να καρπούτο αυτός και όχι οι εναγόμενοι όπως παραδέχθηκε τόσο ο εναγόμενος 1 όσο και οι υπεργολάβοι. Επίσης από το Τεκμήριο 18 Α καθίσταται φανερό ότι οι ίδιοι οι εναγόμενοι επέλεξαν τον εργολάβο και τους υπεργολάβους που είναι άλλος από τον ενάγοντα τον οποίο στη δεύτερη παράγραφο του Τεκμηρίου 18 Α τον διαχωρίζουν από τον εργολάβο και τον αποκαλούν επιβλέπων μηχανικό.
Ακόμη, ενώ γίνεται προσπάθεια από τον εναγόμενο 1 να καταδειχθεί εκ μέρους του ενάγοντα ευθύνη για καθυστέρηση σε δύο επίπεδα, ήτοι (α) στο στάδιο εκπόνησης των σχεδίων και (β) στην αποπεράτωση της οικοδομής, τελικά, από τα ίδια τα λεγόμενά του, αυτοαναιρείται και αυτοκαταρρίπτεται η θέση του αυτή από τον ίδιο.
Συγκεκριμένα, ενώ διαφαίνεται ότι η συμφωνία για εκπόνηση σχεδίων έγινε σίγουρα πριν να έρθουν οι εναγόμενοι στην Κύπρο τον Οκτώβριο του 2002, και αυτή μάλιστα έγινε τον Μάιο του 2002, όταν δηλαδή διέμεναν στην Αγγλία και τους αποστέλλοντο από τον ενάγοντα τα σχέδια και τα άλλαζαν σύμφωνα με την επιθυμία τους, αυτά τελικά ολοκληρώθηκαν όταν οι εναγόμενοι ήρθαν στην Κύπρο τον Οκτώβρη του 2002 και αφού και πάλι αλλάχθηκαν σύμφωνα με την επιθυμία τους και κατατέθηκαν από τον εναγόμενο 1 στην Πολεοδομία μαζί με την αίτηση για πολεοδομική άδεια τον Νοέμβριο του 2002.
Επομένως καμιά καθυστέρηση εκ μέρους του ενάγοντα δεν υπήρχε στην εκπόνηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και την κατάθεσή τους στην Πολεοδομία. Ας σημειωθεί ότι η πολεοδομική άδεια εκδόθηκε στις 31.12.2002, ήτοι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Σε σχέση με την αποπεράτωση της οικοδομής, από τη μαρτυρία του εναγόμενου 1 και των Μ.Υ. καταδεικνύεται ότι από τις 31.12.2002 που εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια, στο σύντομο χρονικό διάστημα των τριών – τεσσάρων μηνών αφού ο εναγόμενος 1 βρήκε τους Μ.Υ.1, Μ.Υ.2, Μ.Υ.3 και τον καλουψή, προχώρησε, παράνομα, στην ανέγερση της οικοδομής κατά ή περί τον Απρίλιο – Μάιο του 2003 υπό την επίβλεψη του ενάγοντα.
Προς το τέλος Νοεμβρίου 2003, και αφού δεν εκδίδετο η άδεια οικοδομής από την Επαρχιακή Διοίκηση χωρίς βεβαίωση αρχιτέκτονα, μόνος του ο εναγόμενος 1 έπαυσε τις εργασίες, επειδή του το ζήτησε ο κοινοτάρχης της Καλαβασού, για ένα – δύο μήνες, αφού όπως είπε και ο Μ.Υ.3 μετά που έφυγε από την οικοδομή τον Νοέμβριο του 2003 επανήλθε στην οικοδομή τον Ιανουάριο του 2004 και συνέχισε μέχρι τον Ιούνιο – Ιούλιο που ολοκληρώθηκε η οικοδομή.
Επομένως καμιά καθυστέρηση στην ανέγερση και ολοκλήρωση της οικοδομής δεν διαπιστώνω να έγινε από τον ενάγοντα.
Να σημειωθεί επίσης και άλλη μια αντίφαση μεταξύ της μαρτυρίας του και του Μ.Υ.3. Ο εναγόμενος 1 στη μαρτυρία του είπε αρχικά ότι η οικοδομή τέλειωσε τον Αύγουστο του 2004, μετά είπε στο τέλος του 2004 ενώ, ως αναφέρεται αμέσως πιο πάνω, ο Μ.Υ.3 είπε ότι η οικοδομή ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο – Ιούλιο του 2004.
Επίσης άλλος ισχυρισμός του, ο οποίος δεν αληθεύει, είναι ότι συμφώνησαν να αρχίσει η ανέγερση της οικοδομής τον Αύγουστο του 2002 και να ολοκληρωθεί τον Αύγουστο του 2003 και τούτο γιατί αφού, ως διαπιστώνεται, η συμφωνία τους έγινε τον Μάιο του 2002 και από τότε ο ενάγοντας άρχισε να εκπονεί σχέδια και να τα αποστέλλει στην Αγγλία και οι εναγόμενοι να ζητούν αλλαγές, να γίνονται αυτές και να ξαναστέλλονται πίσω σ΄ αυτούς άλλα σχέδια και τέλος να γίνονται αλλαγές εκ μέρους τους ακόμη και όταν εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο τον Οκτώβρη του 2002, χρόνο που πάλι άλλαξαν τα σχέδια μέχρι που τους άρεσαν και τα ενέκριναν, θα ήταν αδύνατο να εκδοθεί η πολεοδομική και οικοδομική άδεια και να αρχίσει η ανέγερση της οικοδομής τον Αύγουστο του 2002.
Ακόμη, ενώ στην παράγραφο 10 της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης αναφέρεται ότι συμφώνησαν με τον ενάγοντα η οικοδομή να έχει εμβαδόν 224 τ.μ. αυτή ξεπέρασε τα 300 τ.μ., κατά την αντεξέταση σε ερώτηση της κας Βασιλείου εάν συμφωνούσε μαζί της ότι η οικοδομή αποτελείτο κατά προσέγγιση από 200 τ.μ. το πάνω μέρος αυτής και 200 τ.μ. το ημιυπόγειο ο εναγόμενος απάντησε ότι το σπίτι που ήθελε να κτίσει ήταν 300 με 320 τ.μ. και τώρα είναι περί τα 400 τ.μ.
΄Οσον αφορά τη μαρτυρία του που σχετίζεται με την ανταπαίτησή του και περιλαμβάνει τις ζημιές που υπέστη λόγω της καθυστέρησης εκ μέρους του ενάγοντα και της αύξησης των υλικών και εργατικών, πέραν του ότι κρίθηκε ότι δεν υπήρχε καθυστέρηση, η μαρτυρία του ήταν γενική, ασαφής και αόριστη σε σημείο που να μην είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή. ΄Οσον αφορά τη μαρτυρία του για ζημιά λόγω μεγάλου εμβαδού της κατοικίας αυτή είναι ακατανόητη αφού τούτο ήταν αποτέλεσμα δικής τους επιλογής αλλά και αυτοί καρπούνται την οικοδομή. Σε σχέση με τη δήθεν ταλαιπωρία, η κατάσταση στην οποία βρέθηκαν ήταν δική τους επιλογή που προήλθε από δικές τους ενέργειες.
Δεν είναι μόνο τα πιο πάνω ενδεικτικά παραδείγματα από τη μαρτυρία του τα οποία καταδεικνύουν τις αντιφάσεις που περιέπεσε, είναι και άλλα τα οποία δεν χρειάζονται να καταγραφούν ένα προς ένα.
Απορρίπτω και δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Ενόψει της πιο πάνω αξιολόγησης τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι τα ακόλουθα:
Ο ενάγοντας έζησε μαζί με τη σύζυγό του για πολλά χρόνια στην Αγγλία. Κατά το χρονικό διάστημα που διέμενε στη χώρα αυτή δίδασκε σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας ως καθηγητής της πολιτικής μηχανικής. Τα ακαδημαϊκά του προσόντα φαίνονται στα Τεκμήρια 9, 10, 11, 12 και 13.
Στην Αγγλία γνώρισε τον Μ.Υ.4 και τον αδελφό του, εναγόμενο 1, οι οποίοι είναι δεύτερα εξαδέλφια με τη σύζυγό του. Με τον Μ.Υ.4 γνωρίστηκαν αρκετά ώστε να έχουν φιλικές σχέσεις ενώ με τον εναγόμενο 1 η γνωριμία τους ήταν σε πολύ μικρότερο βαθμό.
Τόσο ο εναγόμενος 1 όσο και ο Μ.Υ.4 γνώριζαν ότι ήταν καθηγητής πολιτικής μηχανικής σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας και πολιτικός μηχανικός.
Ο ενάγοντας σε κάποια στιγμή μαζί με τη σύζυγό του αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην Κύπρο και έτσι το 1995, ως ήταν η υποβολή της κας Βασιλείου προς τον εναγόμενο 1, ανήγειραν την οικία τους στη Λεμεσό όπου έκτοτε διαμένουν ενώ την ίδια χρονιά, δηλαδή το 1995, ενεγράφη ως πολιτικός μηχανικός σύμφωνα με τον ισχύοντα Νόμο περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών, Τεκμήριο 14. Σύμφωνα δε με τη βεβαίωση ημερομηνίας 24.9.2008, Τεκμήριο 15, είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο μελών του κλάδου της πολιτικής μηχανικής περιλαμβανομένης της μηχανικής τοπίου του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Ε.Τ.Ε.Κ.) από τις 27.6.1997 με αριθμό μητρώου Α071113 δυνάμει του εδαφίου (2) του Άρθρου 35 του περί Ε.Τ.Ε.Κ. Νόμου 224/90 μέχρι 105 (1)/06. Κατέβαλε δε τα νενομισμένα τέλη για την ετήσια συνδρομή και ετήσια άδεια άσκησης επαγγέλματος για τα έτη 1997 μέχρι και το 2008, για το οποίο έτος φαίνεται τούτο στο Τεκμήριο 16, και κατείχε για όλα αυτά τα χρόνια τις απαραίτητες άδειες.
Περί το τέλος του 2001 τον επισκέφθηκε στη Λεμεσό ο Μ.Υ.4, αδελφός του εναγόμενου 1 όπου του ανέφερε ότι αδελφός του με την οικογένεια του θα εγκαθίστατο στην Κύπρο και θα ήθελε να ανεγείρει την οικία του. Ο ενάγοντας τότε στη συζήτηση που είχαν του ανέφερε ότι για εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων, στατική μελέτη και επίβλεψη θα ήθελε ως αμοιβή 6% επί του κόστους της οικοδομής.
Το επόμενο έτος, δηλαδή το 2002, ο εναγόμενος 1 ήρθε στην Κύπρο και το Μάιο του 2002 συμφώνησαν με τον ενάγοντα όπως ο ενάγοντας αναλάβει την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων, τη στατική μελέτη και την επίβλεψη της οικοδομής των εναγομένων 1 και 2 που θα ανήγειραν στην Καλαβασό με αμοιβή 8% επί του κόστους της οικοδομής. Αν και το ουσιαστικό είναι η συμφωνία του 8%, αναφέρω ότι το 3% αποτελούσε την αμοιβή για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων, το 3% ήταν η αμοιβή για τη στατική μελέτη και το 2% για την επίβλεψη της οποίας το 1% αφορούσε τη διακίνηση του ενάγοντα από τη Λεμεσό στην Καλαβασό και αντίστροφα.
Αφού ο ενάγοντας ετοίμαζε σχέδια τα απέστελλε στους εναγόμενους στην Αγγλία, όπου ακόμη διέμεναν, και αυτοί αφού τα έβλεπαν επικοινωνούσαν μαζί του, του ανέφεραν τις αλλαγές που ήθελαν απ΄ αυτόν και ο ενάγοντας αφού ετοίμαζε άλλα σχέδια τα απέστελλε και πάλι για να γίνει το ίδιο πράγμα από τους εναγομένους. Τούτο έγινε περίπου τρεις φορές μέχρι που τελικά οι εναγόμενοι οικογενειακώς ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο στο σπίτι της αδελφής του εναγόμενου 1 κατά τον Οκτώβριο του 2002, ότε αφού έδωσαν τις τελικές οδηγίες τους και έγιναν αρχιτεκτονικά σχέδια, (χωροταξικό, όψεις, κατόψεις, τομές κ.λ.π.), όπως τα ήθελαν, τα ενέκριναν και τα υπέβαλε ο εναγόμενος 1 μαζί με την αίτηση για πολεοδομική άδεια στις 22.11.2002, Τεκμήριο 1, στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Αφού έγιναν κάποιες διορθώσεις εκ μέρους του ενάγοντα επί των αρχιτεκτονικών σχεδίων, καθ΄ υπόδειξη λειτουργού του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, στις 31.12.2002 αποστάληκε στον εναγόμενο 1 γνωστοποίηση χορήγησης πολεοδομικής άδειας, Τεκμήριο 2.
Ως καταδεικνύεται από το Τεκμήριο 2 πρόκειται για διώροφη κατοικία, ήτοι υπόστεγος χώρος στάθμευσης, ισόγειο και πρώτος όροφος.
Σύμφωνα δε με την αίτηση για πολεοδομική άδεια, και δη στην τρίτη σελίδα αυτής, Τεκμήριο 1, το εμβαδό του ισογείου ήταν 151 τ.μ. και ο πρώτος όροφος 61 τ.μ., ήτοι συνολικά 211 τ.μ., εξαιρουμένου του υπόστεγου χώρου στάθμευσης. Να λεχθεί ότι στον υπόστεγο χώρο στάθμευσης, σχέδιο αριθμός 3 του Τεκμηρίου 1, φαίνονται ως βοηθητικός χώρος, αποθήκη, ντους και τουαλέτα για τα οποία δεν αναγράφονται πόσα τετραγωνικά μέτρα είναι. Εξηγήθηκε όμως από τη Μ.Ε.1 ότι όταν οι κλειστοί χώροι του υπόστεγου χώρου στάθμευσης καταλαμβάνουν μέχρι το 30% του χώρου αυτού τότε δεν προσμετρά στο συντελεστή δόμησης . Επειδή κλείστηκαν αυτοί οι χώροι και άλλοι χώροι από τον υπόγειο χώρο στάθμευσης οι κλειστοί χώροι που δημιουργήθηκαν ήτοι, πλυσταριό, δωμάτιο υπηρεσίας, δωμάτιο παιχνιδιών, χώροι υγιεινής και κλιμακοστάσιο, λόγω επιλογής και απόφασης των εναγομένων, υπερέβηκαν το 30% που δεν προσμετρούν στο συντελεστή δόμησης και έτσι τελικά το εμβαδό του συντελεστή δόμησης αυξήθηκε και κατέληξε στα 328 τ.μ. περίπου. Ότι το υπόστεγο γκαράζ θα χρησιμοποιείτο για τη στάθμευση και διακίνηση οχήματος φαίνεται, με τον αριθμό 116, στη δεύτερη σελίδα του Τεκμηρίου 2, δηλαδή της έγκρισης της πολεοδομικής άδειας.
Κατόπιν της εξασφάλισης της πολεοδομικής άδειας ο ενάγοντας ετοίμασε στατική μελέτη, Τεκμήριο 3, κατασκευαστικά σχέδια και αντισεισμική μελέτη, την οποία μαζί με την πολεοδομική άδεια, Τεκμήριο 4, τα αρχιτεκτονικά σχέδια και έγγραφη βεβαίωση, δυνάμει του Άρθρου 8 Α, εδάφιο 4, του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96, για εργασία πολιτικού μηχανικού, Τεκμήριο 6, ο εναγόμενος 1 συνοδευόμενος από τον ενάγοντα, υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής στις 22.2.2003, στον ΄Επαρχο Λάρνακας.
Ο λειτουργός όμως της Επαρχιακής Διοίκησης αρνήθηκε να παραλάβει την αίτηση με τα επισυναπτόμενα μ΄ αυτήν έγγραφα καθότι δεν συνοδεύετο και από έγγραφη βεβαίωση εργασίας αρχιτέκτονα. Τότε κατόπιν έντονων παραστάσεων του ενάγοντα ο λειτουργός παρέλαβε την αίτηση υπό τον όρο ότι θα αποφασίζετο η τύχη της ανάλογα με τη γνωμάτευση την οποία θα ζητούσε από τη νομική υπηρεσία του κράτους σχετικά με τη θέση που εξέφρασε ο ενάγοντας ότι δεν χρειάζοντο δύο βεβαιώσεις σύμφωνα με την ερμηνεία που ο ίδιος έδινε στο Νόμο αλλά μια βεβαίωση ήταν αρκετή.
Στη συνέχεια, αφού οι εναγόμενοι αποφάσισαν να αρχίσουν οικοδομικές εργασίες, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει άδεια οικοδομής και υπέγραψαν το Τεκμήριο 18 Α, ημερομηνίας 3.03.2003, το οποίο απάλλασσε οιασδήποτε ευθύνης τον ενάγοντα, ο εναγόμενος 1 βρήκε και επέλεξε άτομα για εκτέλεση των διαφόρων οικοδομικών εργασιών τους οποίους έφερνε σε επαφή με τον ενάγοντα και ο τελευταίος αφού διαπραγματεύετο τις τιμές που του ανέφεραν, συνήθως, κατόρθωνε να τις μειώσει προς όφελος των εναγομένων.
Υπό αυτές τις συνθήκες οι οικοδομικές εργασίες άρχισαν από τους εναγόμενους περί τον Απρίλιο του 2003 με τις χωματουργικές εργασίες που διενήργησε ο Μ.Υ.1 υπό την επίβλεψη του ενάγοντα.
Κάνω μια παρένθεση εδώ για να αναφερθεί ότι ο ΄Επαρχος Λάρνακας απέστειλε επιστολή στις 19.06.2003, Τεκμήριο 8, στον ενάγοντα με την οποία απαντούσε στην επιστολή του ημερομηνίας 17.02.2003 και του υποδείκνυε και του παράθετε το άρθρο 8Α του Νόμου 126(1)/00. Με επιστολή δε ημερομηνίας 30.07.2003 ο Έπαρχος πληροφορούσε τον εναγόμενο 1 ότι δεν μπορούσε να εξετάσει την αίτηση εκτός εάν υπήρχε και έγγραφη βεβαίωση του ΕΤΕΚ για την αρχιτεκτονική εργασία. Με επιστολή του δε ο ΄Επαρχος ημερομηνίας 18.11.2003, Τεκμήριο 38, πληροφορούσε τον εναγόμενο 1 ότι για την έκδοση άδειας χρειάζεται η βεβαίωση αρχιτέκτονα. Ο ενάγοντας με επιστολή του ημερομηνίας 19.11.2003, Τεκμήριο 5, παράθετε την άποψή του ότι δεν χρειάζετο η βεβαίωση αρχιτέκτονα και ζητούσε να εκδοθεί η άδεια οικοδομής.
Οι οικοδομικές εργασίες συνεχίστηκαν μέχρι και τον Νοέμβριο του 2003, από τον Μ.Υ.2, Μ.Υ.3 και τον καλουψή, οπότε ο ενάγοντας απέστειλε την επιστολή ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 27, με επισυναπτόμενη επιταγή εκ Λ.Κ.1.500, με εκδότη το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 36 με την οποία επέστρεφε έτσι το ποσό που είχε λάβει από τους εναγόμενους ως προκαταβολή, ελευθερώνοντας τα χέρια των εναγομένων να ενεργήσουν όπως αυτοί θεωρούσαν ορθότερο και καλύτερο γι΄ αυτούς. Ενώ στις 26.01.2004 ο ενάγοντας απέστειλε επιστολή, Τεκμήριο 4, στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας.
Αφού έγινε κάποια συνάντηση, ένα περίπου μήνα μετά την επιστολή Τεκμήριο 27, μεταξύ του εναγόμενου 1 και του ενάγοντα στην παρουσία του αδελφού του εναγόμενου 1, Μ.Υ.4, και δεν συμφώνησαν σε οτιδήποτε αλλά παρέμειναν στις θέσεις τους, ο εναγόμενος 1 πλησίασε τον Μ.Υ.6 για να τον βοηθήσει. Πράγματι ο Μ.Υ.6 αφού τον διαβεβαίωσε ο εναγόμενος 1 και του το επανέλαβαν και από την Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας ότι δεν υπήρχε θέμα οικονομικής διαφοράς μεταξύ των εναγομένων και του ενάγοντα υπέγραψε τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ενάγοντα και κατέθεσε βεβαίωση εργασία αρχιτέκτονα του Ε.Τ.Ε.Κ. χωρίς να λάβει αμοιβή. ΄Ετσι εκδόθηκε και η οικοδομική άδεια.
Επειδή δε ο γαμπρός του εναγόμενου 1, στην οικία του οποίου διέμεναν οι εναγόμενοι με τα παιδιά τους με δική τους θέληση, δεν μπορούσε να τους φιλοξενεί πλέον, ζήτησαν από τον Μ.Υ.3 και διαμόρφωσε στο χώρο στάθμευσης δύο υπνοδωμάτια, κουζίνα και χώρους υγιεινής, όπου διέμεναν πλέον από τον Μάιο του 2004, όταν και αποπερατώθηκαν οι αναφερθέντες χώροι. Ολόκληρη η οικοδομή ολοκληρώθηκε περί τον Ιούνιο – Ιούλιο του 2004.
Επειδή οι εναγόμενοι επιθυμούσαν την έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης ανέθεσαν τούτο στον Μ.Υ.6, ο οποίος μεταβαίνοντας στην κατοικία των εναγόμενων διαπίστωσε από τις μετρήσεις που έκανε ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ σχεδίων και πραγματικής κατάστασης της οικίας.
Ως εκ τούτου, με οδηγίες των εναγομένων, αφού προέβη σε μετρήσεις, εκπόνησε τροποποιητικά αρχιτεκτονικά σχέδια, τα οποία βασίζοντο στα αρχικά αρχιτεκτονικά σχέδια, τα οποία υπεβλήθησαν στην Πολεοδομία και εξασφάλισαν καλυπτική πολεοδομική άδεια. Στη συνέχεια υπεβλήθη αίτηση για καλυπτική άδεια οικοδομής με την οποία επισυνάπτετο η καλυπτική πολεοδομική άδεια, χωρίς νέα στατική μελέτη. Έτσι τελικά εκδόθηκε καλυπτική άδεια οικοδομής.
Για την υπηρεσία του αυτή ο Μ.Υ.6 ζήτησε και πληρώθηκε ως αμοιβή το ποσό των Λ.Κ.2.000.
Κατόπιν οδηγιών του ενάγοντα, η δικηγόρος του ετοίμασε επιστολή ημερομηνίας 4.11.2004, Τεκμήριο 19Α, την οποία ιδιώτης επιδότης επέδωσε στον εναγόμενο 1, Τεκμήριο 19Β, με την οποία ζητείτο από τον εναγόμενο 1 όπως του καταβάλει ως αμοιβή το 8% επί του ποσού των £125.000,-, το οποίο ήταν το κόστος της κατοικίας.
Τέλος, μετά την έγερση της αγωγής, ο εναγόμενος 1 αφού μετέβη στον εκδότη της επιταγής των £1.500,-, Τεκμήριο 36, που επέστρεψε σ΄ αυτόν ο ενάγοντας, ήτοι το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ., το Συνεργατικό άλλαξε την ημερομηνία πληρωμής που υπήρχε σ΄ αυτή και ανέγραψε την ημερομηνία 2.03.2005, Τεκμήριο 37, εξαργύρωσε την επιταγή και έλαβε το ποσό των £1.500.,-.
ΝOMIKH ΠTYXH - ΚΑΤΑΛΗΞΗ
(Α) Η ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 8Α ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 126(1)/00 ΕΠΕΙΔΗ ΑΝΤΙΒΑΙΝΕΙ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 25 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Στην υπόθεση Board for Registration of Architect and Civil Εngineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 καταγράφονται οι γενικές αρχές που το Δικαστήριο εφαρμόζει για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και έχουν ως ακολούθως:
«(α) Κανένας νόμος κηρύσσεται άκυρος εκτός σε πολύ ΄καθαρή περίπτωση΄ (clear case), ή εκτός αν ο νόμος είναι αντισυνταγματικός πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας. Με άλλα λόγια ο νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο, πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας.
(β) Τα Δικαστήρια ασχολούνται μόνο με τη συνταγματικότητα της Νομοθεσίας και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία της ή με το σύμφωνο της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, τις θεμελιώδεις αρχές της Διοίκησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.
(γ) Είναι επίσης ουσιώδης αρχή ότι εκεί που είναι δυνατόν, τα Δικαστήρια να ερμηνεύουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.
(δ) Η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται σε εξέταση αφηρημένων θεμάτων. Το Δικαστήριο εξετάζει θέματα συνταγματικότητας μόνο όταν είναι απόλυτα αναγκαίον για την επίλυση της διαφοράς που έχει τεθεί ενώπιόν του.
(ε) Στις περιπτώσεις όπου μέρος του νόμου είναι αντισυνταγματικό και άλλο όχι, το Δικαστήριο θα διαχωρίσει το πρώτο από το δεύτερο εκτός εκεί που τα δύο μέρη είναι άρρηκτα συνδεδεμένα.»
Στην υπόθεση D. Theocharides and others v. S. Ploussiou (1976) 3 C.L.R. 319, 340 ειπώθηκαν τα εξής:
«…σε τέτοιες διαδικασίες, το Δικαστήριο αυτό σαν Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν καλείται να δηλώσει τη συνταγματικότητα ενός νόμου με σκοπό να τον κηρύξει συνταγματικό ή αντισυνταγματικό γενικά για όλους τους σκοπούς, αλλά πρέπει να περιορισθεί να εξετάσει τη συνταγματικότητα του νόμου, επί της οποίας η επίδικη διοικητική πράξη ή απόφαση στηρίχθηκε, συνεπώς μια «ένσταση ως προς την αντισυνταγματικότητα» εξετάζεται μόνο σε σχέση με την επίδικη διαφορά και μόνο για τους σκοπούς της συγκεκριμένης υπόθεσης. (Βλ. σχετικά, Βλάχου “Η ΄Ερευνα της Συνταγματικότητας των Νόμων” (1954 π. 106. Σγουρίτσα Burdeeau “Traite De Science Politique”, 2η ΄Εκδοση, Τόμος 4, σελ. 469)»
Στις υποθέσεις Investylia Ltd. ν. Βασίλη Ταμπουρή (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1325 και 1343 αναφέρεται ότι είναι επιθυμητό όπως θέμα αντισυνταγματικότητας ήταν όταν σε κατοπινό στάδιο ο ενδεδειγμένος τρόπος έγερσης θέματος αντισυνταγματικότητας νόμου είναι η γραπτή διατύπωσή του και η υποστήριξη από λεπτομέρειες γιατί ο νόμος είναι αντισυνταγματικός. Το βάρος απόδειξης για ανατροπή του τεκμηρίου συνταγματικότητας του νόμου το φέρει αυτός που επικαλείται την αντισυνταγματικότητα του νόμου.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 8Α του Νόμου 126(1)/00 καθότι προσκρούει στα άρθρα 25 και 28 του Συντάγματος αποτελεί ισχυρισμό του ενάγοντα στην παράγραφο 4γ της απάντησης στην υπεράσπιση και της υπεράσπισης στην ανταπαίτηση όπου αναφέρεται ότι παραβιάζεται το δικαίωμα περί ισότητας και ελευθερίας χωρίς περιορισμούς άσκησης του επαγγέλματος, λεπτομέρειες των οποίων επεφυλάχθησαν να δοθούν κατά την ακρόαση της υπόθεσης.
Τέτοιες λεπτομέρειες όμως δεν δόθησαν κατά την ακρόαση της υπόθεσης.
Κατά την αγόρευση δε της συνηγόρου του ενάγοντα το θέμα τούτο το άφησε στην κρίση του Δικαστηρίου χωρίς να εξειδικεύσει γιατί το άρθρο 8Α του Νόμου 126(1)/00 είναι αντισυνταγματικό.
Ως εκ τούτου το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απορρίψει τη θέση αυτή του ενάγοντα αφού δεν δίνονται λεπτομέρειες στα δικόγραφα και ούτε εξειδικεύθηκε με την αγόρευση της δικηγόρου του ενάγοντα γιατί είναι αντισυνταγματικό το αναφερθέν άρθρο.
Εν πάση όμως περιπτώσει, με όσα στοιχεία βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου ο ενάγοντας δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος που έχει να αποδείξει ότι το άρθρο 8Α του Νόμου 126(1)/00 είναι αντισυνταγματικό πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αφού ο νομοθέτης προέβη σε ρύθμιση, και όχι απαγόρευση του δικαιώματος, η οποία σχετίζεται με την ειδικότητα του κάθε ενός επιστήμονα, δηλαδή του αρχιτέκτονα και του πολιτικού μηχανικού, χωρίς να στερεί το δικαίωμά τους να διεξάγουν την εργασία τους με βάση την ειδικότητά τους.
Συνεπώς η θέση αυτή του ενάγοντα απορρίπτεται.
(Β) ΑΠΑΤΗ – ΨΕΥΔΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
Η απάτη και οι ψευδείς παραστάσεις, τις οποίες επικαλoύνται οι εναγόμενοι ότι έγιναν εκ μέρους του ενάγοντα και καταγράφονται στην παράγραφο 5(α) της έκθεσης υπεράσπισης και ανταπαίτησης, προϋποθέτουν τα ακόλουθα:
(α) Παράσταση γεγονότος
(β) Ο εναγόμενος γνώριζε ότι η παράσταση ήταν ψευδής ή δεν είχε πίστη ότι ήταν αληθής ή απερίσκεπτα
(γ) ΄Εγινε με πρόθεση να ενεργήσει ο ενάγων βασιζόμενος σ΄ αυτή
(δ) Ο ενάγων ενήργησε με βάση αυτή και
(ε) Υπέστη ζημιά
(α) Η παράσταση πρέπει να αφορά γεγονός όχι απλή έκφραση γνώμης. Η παράσταση συνήθως γίνεται προφορικά ή γραπτώς αλλά μπορεί να γίνει και με διαγωγή.
(β) Κριτήριο για να χαρακτηριστεί ή καταταγεί μία δήλωση ότι αποτελεί ή όχι ψευδή παράσταση είναι κατά πόσο ο εναγόμενος είχε έντιμη και γνήσια πεποίθηση ότι η δήλωσή του ήταν αληθής. Η απερισκεψία υποδηλώνει την έλλειψη τέτοιας πεποίθησης εκτός αν ο εναγόμενος ειλικρινά πίστευε στο αληθές της δήλωσής του, με την έννοια που ο ίδιος αντιλαμβανόταν, έστω και λανθασμένα.
(γ) Η παράσταση πρέπει να γίνεται με την πρόθεση να ενεργήσει ο ενάγων βασιζόμενος σ΄ αυτή. Επομένως, εάν δεν εξαπατηθεί, δεν δικαιούται σε αποζημίωση. Επίσης ο ενάγων πρέπει να είναι το πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν η δήλωση και όχι άλλος.
(δ) Ο ενάγων πρέπει να βασιστεί στην παράσταση και σαν αποτέλεσμά της να ενεργήσει βασιζόμενος σ΄ αυτή.
(ε) Ο ενάγων να υποστεί ζημιά η οποία αποδεικνύεται.
Η μαρτυρία του εναγόμενου 1 αλλά και των άλλων μαρτύρων υπεράσπισης γι΄ αυτό το θέμα έχει απορριφθεί και δεν έχει γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο και ουσιαστικά επομένως δεν υπάρχει μαρτυρία προς υποστήριξη της θέσης περί απάτης και ψευδών παραστάσεων από τον ενάγοντα.
Με βάση τη μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν υπάρχει μαρτυρία με την οποία να αποδεικνύεται ότι ο ενάγοντας ενήργησε ή προέβηκε σε ψευδείς παραστάσεις ή απάτη για να πείσει τους εναγόμενους να μετέλθουν σε συμφωνία για εκπόνηση σχεδίων, στατική μελέτη και επίβλεψη της οικοδομής. Όπως ήδη έχει αναφερθεί, ο Μ.Υ.4, αδελφός του εναγόμενου 1, γνώριζε ότι ήταν καθηγητής πολιτικής μηχανικής σε πανεπιστήμιου στην Αγγλία και πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, γεγονός που ανάφερε σίγουρα στον εναγόμενο 1 αφού ήταν αυτός που εισηγήθηκε στον εναγόμενο 1 να προβεί σε συμφωνία με τον ενάγοντα για εκπόνηση σχεδίων, στατικής μελέτης και επίβλεψη της οικοδομής. Επίσης, εύρημα του Δικαστηρίου είναι ότι και ο ίδιος ο εναγόμενος 1 γνώριζε ότι ήταν καθηγητής πολιτικής μηχανικής σε πανεπιστήμιο στην Αγγλία, αλλά και πολιτικός μηχανικός. Επομένως, η θέση των εναγόμενων, ότι ως προς το ότι τους παρουσιάσθηκε ως αρχιτέκτονας και τους εξαπάτησε, απορρίπτεται.
Η θέση των εναγόμενων ότι ο ενάγοντας γνώριζε ότι δεν εδικαιούτο με βάση τη νομοθεσία να εκπονεί αρχιτεκτονικά σχέδια, η οποία βασίσθηκε στο άρθρο 8Α του Νόμου 126(1)/00, δεν μπορεί να ευσταθήσει όχι μόνο γιατί το Δικαστήριο έκρινε τον ενάγοντα αξιόπιστο περί αυτού αλλά και γιατί από τη μαρτυρία διαφάνηκε ότι οι ίδιες αρμόδιες υπηρεσίες της Επαρχιακής Διοίκησης Λάρνακας και Δήμου Λεμεσού ερμήνευαν διαφορετικά το άρθρο αυτό και η μια ήθελε δύο βεβαιώσεις, μια από αρχιτέκτονα και μια από πολιτικό μηχανικό και η άλλη αρκείτο με μόνο μια βεβαίωση. Γι΄ αυτό είναι που το Δικαστήριο κρίνει ότι σε κανένα στάδιο και με κανένα τρόπο δεν θέλησε ο ενάγοντας να εξαπατήσει ή να προβεί σε ψευδείς παραστάσεις ότι δήθεν ήταν αρχιτέκτονας αλλά γνήσια πίστευε ότι, ως πολιτικός μηχανικός, εδικαιούτο να ενεργεί ως ανωτέρω αναφέρεται.
Ο ασαφής και γενικός ισχυρισμός εκ μέρους της υπεράσπισης προς απόδειξη της γνώσης του ενάγοντα ότι δεν εδικαιούτο να εκπονεί αρχιτεκτονικά σχέδια που εκπηγάζει από τη θέση του ενάγοντα ότι τα σχέδια της δικής του κατοικίας, η οποία ανεγέρθηκε το 1995 στη Λεμεσό, υπεγράφησαν από αρχιτέκτονα και όχι από τον ίδιο, πέραν του γεγονότος ότι η νομοθεσία που επικαλέσθηκε η υπεράσπιση είναι του 2000 και άρα δεν τυγχάνει εφαρμογής, δεν υπάρχει μαρτυρία, πέραν αυτής του ενάγοντα που εξήγησε τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες υπέγραψε τα σχέδια αρχιτέκτονας, που να αποδεικνύει ό,τι η υπεράσπιση εισηγείται.
Έπεται ότι και αυτή η θέση των εναγομένων απορρίπτεται.
(Γ) ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ
Είναι εισήγηση της υπεράσπισης, η οποία προωθήθηκε κατά την αγόρευση, ότι η συμφωνία είναι παράνομη ή/και άκυρη ως αντίθετη με το άρθρο 8A του Νόμου 126(1)/00 που τροποποίησε τον περί Οδών και Οικοδομών Νόμο Κεφ. 96 γιατί ο ενάγοντας δεν εδικαιούτο με βάση την άδειά του να εκπονήσει αρχιτεκτονικά σχέδια αφού δεν ήταν αρχιτέκτονας.
Ο ΠΕΡΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ ΚΕΦ. 149
Το Άρθρο 23 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 έχει ως ακολούθως:
“Η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός αν:
(α) Είναι απαγορευμένος από νόμο ή
(β) Είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν επιτρεπόταν, θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή
(γ) Συνιστά απάτη ή
(δ) Επιφέρει ή ενέχει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου ή
(ε) Το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός αντίκειται στα χρήστα ήθη ή τη δημόσια πολιτική.
Σε καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος. Κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος, είναι άκυρη.”
Μια λεπτομερής ανάλυση του Άρθρου 23 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 γίνεται από τον Έντιμο Δικαστή κ. Ηλιάδη στην υπόθεση Αγαθοκλέους ν. Λάππα (1998) 1 Α.Α.Δ. 2202, και δη από τις σελίδες 2211 έως 2217, που παραθέτω πιο κάτω:
“(i) Το άρθρο 23 του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149
Το άρθρο 23 του Κεφ. 149 έχει εξεταστεί σε αρκετές υποθέσεις στις οποίες έχει τονιστεί ότι η διαπίστωση της ύπαρξης παρανομίας σε μια σύμβαση καθιστά ολόκληρη τη σύμβαση άκυρη (ίδε Kanaris n. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, G. M. Platritis & Co. V. Computer Patent Annuities (1988) 1 C.L.R. 135, Χαραλάμπους v. Daccache (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 269, όπως επίσης και τις αγγλικές αποφάσεις Anderson Ltd v. Daniel (1924) 1 K.B. 138 και St. John Shipping Corporation v. Joseph Bank, Ltd (1957) 1 Q.B. 267). Στις πιο πάνω υποθέσεις τονίστηκε ότι η παρανομία σε μια σύμβαση παρατηρείται στη συνομολόγησή της ή στην εκτέλεσή της. Αν η παρανομία επισημαίνεται στη συνομολόγησή της με απώτερο σκοπό τη διάπραξη ενός αδικήματος, η σύμβαση είναι ανεφάρμοστη. Αν η παρανομία προέρχεται και από τους δύο διαδίκους η πρόθεση κατά τη διάρκεια της συνομολόγησης είναι ουσιώδης και τούτο γιατί αν η πρόθεση είναι αμοιβαία η σύμβαση δεν μπορεί να εκτελεστεί. (Ίδε Cope v. Rowlands 2 N & W 149 και Bostel Brothers Ltd v. Hurlock (1948) 2 ΑLL E. R. 312). Αν όμως η παρανομία προέρχεται από ένα συμβαλλόμενο, η σύμβαση δεν μπορεί να εκτελεστεί από το συμβαλλόμενο που είχε την παράνομη πρόθεση. (Anderson Ltd v. Daniel (πιο πάνω)). Όπως έχει λεχθεί από το Λόρδο Devlin στην υπόθεση St. John Shipping Corporation v. Joseph Bank, Ltd (πιο πάνω):
“If the intention is mutual the contract is not enforceable at all, end, if unilateral, it is unenforceable at the suit of the party which is proved to have it”.
Οι προεκτάσεις του άρθρου 23 του Κεφ. 149 εξετάστηκαν πρόσφατα στην υπόθεση Σολωμού v. Vineyard View Τourist Enterprises Ltd όπου το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι,
“Υπάρχουν δύο γενικές αρχές. Σύμφωνα με την πρώτη μια σύμβαση που συνάπτεται με σκοπό τη διάπραξη παράνομης πράξης είναι ανεφάρμοστη. Σύμφωνα με τη δεύτερη το δικαστήριο δεν εφαρμόζει μια σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το Νόμο. (βλ. Pollock and Mulla, 10η έκδοση, σ. 227-227)”.
(ii) Ρητή απαγόρευση
Όταν μια σύμβαση απαγορεύεται ρητά από μια συγκεκριμένη νομοθετική ρόνοια, ο παράνομος χαρακτήρας της σύμβασης δεν μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση. Η σύμβαση είναι εμποτισμένη με την παρανομία και δεν μπορεί να εκτελεσθεί.
Στην υπόθεση Kanaris v. Tosoun (1969) 1 C.L.R. 637, ο εφεσείων απαίτησε την είσπραξη μιας συναλλαγματικής που αντιπροσώπευε την αξία ζώων που είχε πωλήσει στον εφεσίβλητο. Ο εφεσίων παρέλειψε να παρουσιάσει τόσο στον εφεσίβλητο όσο και στον Πρόεδρο της Κοινότητας το πιστοποιητικό ιδιοκτησίας των ζώων κατά παράβαση των άρθρων 4 και 5 του Περί Πιστοποιητικών Ζώων Νόμου, Κεφ 29. Το άρθρο 7 του πιο πάνω Νόμου προνοούσε ότι,
“Irrespectively of any proceedings which may be had or taken, a sale of any animal in contravention of the provisions of section 4 or 5 of this Law shall be void and of no effect.”
To Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι λέξεις “άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα” (void and of no effect) καθιστούσαν το αντάλλαγμα απαγορευμένο από το νόμο και τέτοιας φύσης που αν επιτρεπόταν θα καταστρατηγούσε τις διατάξεις νόμου κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 23(α) και (β) του Κεφ. 149. Η ρητή αυτή πρόνοια του άρθρου 7 καθιστούσε τη συναλλαγή άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα.
Στην υπόθεση Glamor Development Ltd v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444, ο εφεσίβλητος, που ήταν Ανώτερος Πολιτικός Μηχανικός στο Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων της Κυβέρνησης, απαίτησε την καταβολή ποσού Λ.Κ.2.450 για αρχιτεκτονικά σχέδια που συμφώνησε να ετοιμάσει προς όφελος των εφεσειόντων. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η συμφωνία ήταν παράνομη αφού (α) ερχόταν σε αντίθεση με τις πρόνοιες του άρθρου 64 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (που προνοεί ότι ένας δημόσιος υπάλληλος πρέπει να αφιερώνει όλες τις ώρες του στη Δημοκρατία και δεν μπορεί να απασχοληθεί σε κανένα άλλο επάγγελμα ή επιχείρηση χωρίς τη σχετική άδεια του Υπουργού Οικονομικών και (β) ερχόταν σε αντίθεση με τη δημόσια πολιτική (public policy). Εφόσον δε το αντάλλαγμα ήταν παράνομο, η σύμβαση ήταν παράνομη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Στην υπόθεση Κοροπούλλη & Δημητρίου ν. Αβραάμ 1 C.L.R. 78 όπου ο εφεσίβλητος ζητούσε αποζημιώσεις ως αδειούχος Τεχνικών Οικοδομών (Building Technician) για επίβλεψη ανέγερσης μιας πολυκατοικίας, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι εφόσον το άρθρο 10 του Νόμου 41/62 δεν επέτρεπε την ανάληψη εργασιών που μπορούσε να αναλάβει ένας αρχιτέκτονας ή ένας πολιτικός μηχανικός και περιόριζε την παροχή παρόμοιων υπηρεσιών σε κτίρια καθορισμένου όγκου και ύψους (υπηρεσίες τις οποίες ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να αναλάβει), το αντάλλαγμα ήταν παράνομο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 23(1) και η σχετική σύμβαση άκυρη όπως προνοεί το άρθρο 24 του Κεφ. 149.
(iii) Εξυπακουόμενη απαγόρευση
Όταν όμως ένα νομοθέτημα δεν περιέχει οποιαδήποτε απαγορευτική διάταξη για πρόσβαση στα Δικαστήρια για διεκδίκηση αποζημιώσεων και υποβάλλεται εισήγηση ότι η απαγόρευση είναι εξυπακουόμενη, η απάντηση βασίζεται πάνω στην ερμηνεία του σχετικού νόμου. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να εφαρμοσθούν διαφορετικά κριτήρια. Αν ο μόνος σκοπός του νομοθετήματος είναι η αύξηση των εσωτερικών προσόδων, όπως π.χ. όταν ο Νόμος απαιτεί τη χορήγηση μιας άδειας σε ένα επιχειρηματία για τη διεξαγωγή συγκεκριμένων εργασιών, η σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομη.
Στην υπόθεση Smith v. Mawhood (1845) 14 Μ & ΅452, αποφασίστηκε ότι ένας καπνοπώλης μπορούσε να διεκδικήσει την αξία καπνού που είχε πωλήσει αν και είχε παραλείψει να πάρει τη σχετική άδεια κα να αναρτήσει έξω από το κατάστημα του το όνομα του, κατά παράβαση νομοθετικής πρόνοιας που προνοούσε την επιβολή προστίμου μέχρι Λ.Κ.200. Όπως έχει πει ο Parke B.,
“I think the object of the legislation was not to prohibit a contract of sale by dealers who have not taken out a license pursuant to the Act of Parliament. If it was, they certainly could not recover, although the prohibition was merely for the purpose of revenue. But looking to the Act of Parliament, I think its object was not to vitiate the contract itself, but only to impose a penalty upon the party offending for the purposes of the revenue.”
Όμως τα περισσότερα νομοθετήματα σκοπεύουν στην προστασία του κοινού ή στην υλοποίηση ενός σκοπού γενικής πολιτικής. Στην περίπτωση που ο Νόμος στοχεύει στην προστασία του κοινού, όπως π.χ. με την απαγόρευση εξάσκησης ενός επαγγέλματος από πρόσωπα που δεν είναι προσοντούχα, τότε η σύμβαση που συνάπτει ένα τέτοιο μη προσοντούχο πρόσωπο είναι παράνομη και δεν μπορεί να εφαρμοστεί.
Στην υπόθεση Cope v. Rowlands (1836) 2 Μ & W 149 ο Νόμος προνοούσε ότι ένα πρόσωπο, για να ενεργεί ως χρηματιστής έπρεπε να κατέχει σχετική άδεια, διαφορετικά για κάθε πράξη που θα ενεργούσε θα υπόκειτο σε επιβολή προστίμου Λ.Κ.25. Ο ενάγων, που δεν ήταν αδειούχος, καταχώρισε μια αγωγή εναντίον του εναγομένου απαιτώντας ένα χρηματικό ποσό για υπηρεσίες που προσέφερε στον εναγόμενο ως χρηματιστής αγοράζοντας και πουλώντας μετοχές προς όφελος του εναγομένου. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η σύμβαση ήταν παράνομη και ο ενάγων δεν μπορούσε να καταφύγει στα Δικαστήρια. Όπως είπε ο Δικαστής Parker B.,
“The legislature had in view, as one object, the benefit and security of the public in those important transactions which are negotiated by brokers. The clause, therefore, which imposes a penalty, must be taken … to imply a prohibition of all unadmitted persons to act as brokers, and consequently to prohibit by necessary inference all contracts which such persons make for compensation to themselves for so acting.”
Όταν όμως ο Νόμος δεν πλήττει μια σύμβαση μεταφοράς αγαθών, αλλά τη χρήση οχημάτων χωρίς άδεια στο δρόμο σε μια προσπάθεια να ρυθμιστεί η χρήση οχημάτων από διαφορετικά πρόσωπα σε διαφορετικές περιοχές, τότε η σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι παράνομη.
Στην υπόθεση Archbolds (Freightage), Ltd v. S. Spanglett, Ltd (1961) 1 ALL E. R. 417 ο Νόμος The Road and Rail Traffic Act 1933 προνοούσε ότι κανένα πρόσωπο δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί ένα όχημα για τη μεταφορά αγαθών εκτός αν ήταν κάτοχος άδειας Α ή Γ. Η άδεια Α του επέτρεπε να μεταφέρει αγαθά τρίτων προσώπων έναντι αμοιβής και η άδεια Γ να μεταφέρει μόνο δικά του αγαθά. Οι ενάγοντες αποτάθηκαν στους εναγομένους και οι τελευταίοι συμφώνησαν να μεταφέρουν 200 κιβώτια ουίσκι των εναγόντων από το Λονδίνο στο Λιτς. Οι ενάγοντες δεν γνώριζαν ότι οι εναγόμενοι ήταν κάτοχοι μόνο άδειας Γ. Το ουίσκι κλάπηκε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του και οι ενάγοντες καταχώρισαν αγωγή για αποζημιώσεις για την απώλεια του. Ένα ερώτημα που ηγέρθηκε ήταν κατά πόσο ο σχετικός Νόμος απαγόρευε τη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας, είτε ρητά είτε με εξυπακουόμενο τρόπο. Δεν υπήρχε ρητή νομοθετική πρόνοια που απαγόρευε τη μεταφορά αγαθών, αλλά τη χρήση οχημάτων χωρίς την απαραίτητη άδεια. Υποβλήθηκε διαζευκτικά ότι ο Νόμος απαγόρευε με εξυπακουόμενο τρόπο συμβάσεις για τη μεταφορά αγαθών με οχήματα που δεν έχουν απαραίτητες άδειες. Η απάντηση στην εισήγηση αυτή βασιζόταν στην ερμηνεία του Νόμου. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε ένας τέτοιος εξυπακουόμενος τρόπος. Όπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Pearce L.J.,
“The object of the Road and Rail Traffic Act 1933, was not (in this connection) to interfere with the owner of goods or his facilities for transport, but to control those who provided the transport, with a view to promoting its efficiency. Transport of goods was not made illegal, but the various license holders were prohibited from encroaching on one another´s territory, the intention of the Act being to provide an orderly and comprehensive service”.
Όταν ένα πρόσωπο κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης μιας σύμβασης ενεργεί με τρόπο που παραβιάζει μια νομοθετική πρόνοια, η συμπεριφορά του αυτή δεν μπορεί να του αποστερήσει ταυτόχρονα και το δικαίωμα να προσφύγει στα Δικαστήρια.
Στην υπόθεση St. John Shipping Corporation v. Joseph Bank, Ltd (1957) 1 Q.B. 267, οι ενάγοντες συμφώνησαν να μεταφέρουν σιτηρά από την Αλαμπάμα Αμερικής στην Αγγλία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αγκυροβόλησαν και δέχθηκαν ένα επιπρόσθετο φορτίο σε ένα ενδιάμεσο λιμάνι, με αποτέλεσμα να υπερβούν το βάρος που επέτρεπε ο Νόμος The Merchant Shipping Act 1932. Ο πλοίαρχος βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε στην Αγγλία σε πρόστιμο Λ.Κ.1.200. Οι εναγόμενοι, που είχαν καταστεί ιδιοκτήτες μιας ποσότητας σιτηρών, απέκοψαν ένα ποσό από τα ναύλα με τον ισχυρισμό ότι το συμβόλαιο μεταφοράς είχε εκτελεστεί παράνομα. Ο Δικαστής Devlin απέρριψε την εισήγηση, αφού θεωρήθηκε ότι η παράνομη φόρτωση ήταν μια λεπτομέρεια και όχι η ουσία της σύμβασης. Όπως έθεσε το θέμα,
“In the statutes to which the principle has been applied, what was prohibited was a contract which had at its centre, indeed often filling the whole space within its circumference – the prohibited act; contracts for the sale of prohibited goods, contracts for the sale of goods without accompanying documents where the statute specifically said there must be accompanying documents; contracts for work and labour done by persons who were prohibited from doing all the work and labour for which they demanded recompense.”
Η ίδια γραμμή ακολουθήθηκε στην υπόθεση Shaw v. Groom (1970) 1 ALL. E. R. 702, όπου ένας ιδιοκτήτης μιας οικίας καταχώρισε αγωγή εναντίον ενός ενοικιαστή για καθυστερημένα ενοίκια που ανέρχονται σε Λ.Κ.103. Ο ενοικιαστής ισχυρίστηκε ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί γιατί το σχετικό έγγραφο μίσθωσης που παρουσίασε ο ιδιοκτήτης δεν περιείχε όλα εκείνα τα στοιχεία που προνοούσε ο Νόμος The Landlord and Tenant Act 1962. Η παράλειψη αυτή ετιμωρείτο με επιβολή προστίμου μέχρι Λ.Κ.50. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι η σύμβαση δεν έπρεπε να στιγματιστεί ως παράνομη. Η πρόθεση του νομοθέτη ήταν η τιμωρία του ιδιοκτήτη με πρόστιμο και όχι η αποστέρηση του δικαιώματος του να προσφύγει στα Δικαστήρια. Όπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Sachs L.J.,
“It seems to me appropriate, accordingly, to allow this appeal on the broad basis that, even if the provision of a rent book is an essential act as between landlords and weekly tenants, yet the legislature did not by … the Act of 1962 intend to preclude the landlord from recovering any rent due or impose any forfeiture on him beyond the prescribed penalty.”
Το παράλογο μιας αυστηρής ερμηνείας των νομοθετικών προνοιών που έχει σαν αποτέλεσμα την αποστέρηση καταφυγής στα Δικαστήρια, επισημαίνεται στο σύγγραμμα J. Beatson, “Anson´s Law of Contract”, 27η Έκδοση, σελ. 336, όπου αναφέρεται ότι,
“For the law to prescribe that the commission of any unlawful act in the course of performing a contract should inevitably deprive the wrongdoer of all contractual remedies might well inflict on the wrongdoer a loss far in excess of the statutory penalty. This would be unreasonable. For example, a road hauler might be unable to claim freight simply of the ground that the driver of the vehicle had exceeded the speed limit or the permitted driving hours. It is therefore necessary, in all cases of statutory illegality to have regard to the statutory language and to its scope and purpose. Was the statute intended to interfere with the contract under consideration, to render it unenforceable at the suit of a party who performs it illegally, or merely to impose a penalty on the offender?”
Σχετικές με το ζήτημα της παρανομίας στη σύμβαση είναι οι υποθέσεις Xριστόφορου Αθηνοδώρου κ. άλλης ν. Ανδρέα Κωνσταντίνου, (2000) 1 (Α) Α.Α.Δ. 615, Κώστας Πισιάρας κ.α. ν. Πάμπος Μιχαηλίδης κ.α., (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 817, Tsoulloftas Constructions ν. Μυλωνά κ.α. (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1514 και Σκουτέλα ν. Αγαπίου (2003) 1 (Α) Α.Α.Δ. 338.
Στο σημείο αυτό είναι προτιμότερο να καταγραφεί η σχετική διάταξη του άρθρου 8Α του Νόμου 126(1)/00.
Το άρθρο 8Α προνοεί:
«8Α.-(1) Όλα τα σχέδια, σχεδιαγράμματα, μελέτες συγγραφές, υπολογισμοί και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, τα οποία υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος Νόμου στην αρμόδια αρχή για την έκδοση άδειας, θα φέρουν την υπογραφή και τον τίτλο του προσώπου το οποίο τα ετοίμασε, το οποίο πρέπει να έχει μια από τις άδειες άσκηση επαγγέλματος, που χορηγούνται δυνάμει των διατάξεων των περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμων του 1990 έως 1997.
(2) Ανεξάρτητα από τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, όλα τα εκπονούμενα σχέδια, σχεδιαγράμματα, συγγραφές, μελέτες, υπολογισμοί και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο σχετικό με τα πιο πάνω, τα οποία αφορούν οποιαδήποτε οικοδομή, μετατροπή, προσθήκη, επισκευή οικοδομής ή διάνοιξη οδού, και τα οποία υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή για έκδοση άδειας, υποβάλλονται και υπογράφονται από τα ακόλουθα πρόσωπα:
(α) Ότι εκπονείται σε σχέση με αρχιτεκτονική εργασία, από αρχιτέκτονα μελετητή·
(β) ότι εκπονείται σε σχέση με εργασία πολιτικού μηχανικού, από πολιτικό μηχανικό μελετητή.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται στα πρόσωπα τα οποία ήταν εγγεγραμμένα, κατά την 4η Νοεμβρίου 1993, στα μητρώα του καταργηθέντος περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου, τα οποία συνεχίζουν να έχουν τα ίδια δικαιώματα αναφορικά με την υπογραφή οποιουδήποτε από τα έγγραφα που αναφέρονται στο εδάφιο (2), που είχαν δυνάμει του πιο πάνω καταργηθέντος νόμου.
(4)(α) Ανεξάρτητα από τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2), δύνανται να ετοιμάζουν, υπογράφουν και υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή σχέδια, σχεδιαγράμματα, μελέτες, συγγραφές, υπολογισμούς και οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο, εκτός στατικών μελετών και υπολογισμών ή αντισεισμικών μελετών και υπολογισμών, για την έκδοση άδειας για διάνοιξη ή διαίρεση γης για οικοδομικούς σκοπο0ύς και πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στο Μητρώο Μελών του Επιμελητηρίου στον κλάδο Αγρονομικής – Τοπογραφικής Μηχανικής.
(β) Τα πρόσωπα στα οποία παρέχεται δικαίωμα δυνάμει του παρόντος εδαφίου δύνανται να διενεργούν και επίβλεψη του έργου διάνοιξης ή διαίρεσης γης, μόνο για οικοδομικούς σκοπούς, όπως προνοείται στις σχετικές διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(5) Οποιοδήποτε σχέδιο, σχεδιάγραμμα, μελέτη, συγγραφή, υπολογισμός και οποιοδήποτε άλλο σχετικό προς αυτά έγγραφο, το οποίο υποβάλλεται, δυνάμει του παρόντος άρθρου στην αρμόδια αρχή, συνοδεύεται με έγγραφη βεβαίωση του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, όπως καθορίζεται από κοινού από τον Υπουργό Εσωτερικών και το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου, ότι το πρόσωπο που ετοίμασε τα πιο πάνω έχει σχετική άδεια άσκησης επαγγέλματος δυνάμει του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου.»
Από τη διατύπωση του άρθρου 8Α(2)(α)(β) και (3) καθίσταται φανερό ότι ο νομοθέτης διαχωρίζει τους αρχιτέκτονες και πολιτικούς μηχανικούς σε δύο κατηγορίες. Σ΄ αυτούς που ήταν εγγεγραμμένοι μέχρι και τις 4.11.1993 και σ΄ αυτούς που ενεγράφησαν μετά τις 4.11.1993. Τους πρώτους τους δίνει το δικαίωμα ανεξάρτητα εάν είναι εγγεγραμμένοι αρχιτέκτονες ή πολιτικοί μηχανικοί να εκπονούν, να υπογράφουν και να υποβάλλουν οτιδήποτε σχεδιάγραμμα, μελέτη, υπολογισμό ή άλλο έγγραφο είτε τούτα αποτελούν αρχιτεκτονική εργασία είτε αποτελούν εργασία πολιτικού μηχανικού.
Τους δεύτερους, δηλαδή αυτούς που ενεγράφησαν μετά τις 4.11.1993, τους δίνει το δικαίωμα εάν είναι αρχιτέκτονας μελετητής να υπογράφει και να υποβάλλει ό,τι εκπονείται σε σχέση με αρχιτεκτονική εργασία και εάν είναι πολιτικός μηχανικός μελετητής να υπογράφει και να υποβάλει στην αρμόδια αρχή ό,τι εκπονείται σε σχέση με εργασία πολιτικού μηχανικού.
Όμως ούτε στο συγκεκριμένο άρθρο 8Α, ούτε στο άρθρο 2 που δίδεται η ερμηνεία των διαφόρων όρων του Κεφ. 96, ερμηνεύεται σε τι συνίσταται η αρχιτεκτονική εργασία και σε τι η εργασία πολιτικού μηχανικού.
Ως εκ τούτου, ανέτρεξα στον περί Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμο 41/62 και το νόμο που προνοεί για την ίδρυση και λειτουργία Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμος 224/90.
Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου 41/62, και πάλι δεν δίνεται μια συγκεκριμένη λεπτομερής ερμηνεία τι σημαίνει αρχιτεκτονικό έργο και τι έργο πολιτικού μηχανικού αλλά ορίζει ότι αρχιτεκτονικό έργο σημαίνει οιοδήποτε έργο αναφορικά προς υποστατικά οιασδήποτε φύσεως το οποίο δυνάμει των διεθνώς αποδεκτών δεδομένων και τα ειωθότα του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα θεωρείται ως τοιούτο και καθορίζεται εις τους κανονισμούς. ΄Ιδια σχεδόν φρασεολογία χρησιμοποιείται και για το τι σημαίνει έργο πολιτικού μηχανικού. Ούτε και το άρθρο 7 του ίδιου νόμου όπου καταγράφεται τι σημαίνει αρχιτέκτονας και τι πολιτικός μηχανικός βοηθά στην αποκρυστάλλωση ξεκάθαρης σκέψης για την ερμηνεία του όρου «αρχιτεκτονική εργασία» και «εργασία πολιτικού μηχανικού».
Στο άρθρο 2 του Νόμου 224/90 αναφέρεται ότι κλάδος μηχανικής επιστήμης σημαίνει (α) αρχιτεκτονική περιλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής τοπίου, (β) πολιτική μηχανική, περιλαμβανομένης της μηχανικής τοπίου, ……. .
Ναι μεν από τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές ειδικότητες αλλά δεν σκιαγραφούνται ούτε καθορίζονται με σαφήνεια τι περιλαμβάνει η αρχιτεκτονική εργασία και τι η εργασία πολιτικού μηχανικού.
Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπάρχει μαρτυρία ποια είναι τα διεθνώς αποδεκτά δεδομένα και τα ειωθότα του καθενός επαγγέλματος. Στους κανονισμούς δε του νόμου περί Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών δεν αναφέρεται οτιδήποτε σχετικά με την ερμηνεία των δύο αναφερθέντων πιο πάνω φράσεων.
Μπορεί όμως κάποιος να συμπεράνει ότι τα αρχιτεκτονικά σχέδια πρέπει να υπογράφονται από αρχιτέκτονα και γι΄ αυτά να εκδίδεται βεβαίωση εργασίας, αρχιτέκτονα από το ΕΤΕΚ ενώ η στατική μελέτη, υπολογισμοί, κατασκευαστικά σχέδια, αντισεισμική μελέτη κ.λ.π. να υπογράφονται από πολιτικό μηχανικό και γι΄ αυτά εκδίδεται βεβαίωση εργασίας πολιτικού μηχανικού από το ΕΤΕΚ. Άλλωστε, δεν θα είχε νόημα ο διαχωρισμός σ΄ αυτούς που ενεγράφησαν πριν και μετά τις 4.11.1993.
΄Ο,τι όμως εξάγεται από το άρθρο 8Α του Κεφ. 96, αλλά και από τις άλλες αναφερθείσες νομοθεσίες είναι ότι δεν απαγορεύεται ρητά για πρόσβαση στα Δικαστήρια για διεκδίκηση αποζημιώσεων από τέτοια σύμβαση για την εκπόνηση της μιας ή της άλλης εργασίας από τον ένα ή τον άλλο εγγεγραμμένο επιστήμονα.
Επομένως, θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο υπάρχει εξυπακουόμενη απαγόρευση για πρόσβαση στα Δικαστήρια για διεκδίκηση αποζημιώσεων. Η απάντηση βέβαια βρίσκεται στην ερμηνεία που θα δοθεί στο άρθρο αυτό. Τα κριτήρια δε που θα εφαρμοσθούν εξαρτώνται από το σκοπό του άρθρου 8Α του Κεφ. 96.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν διαφαίνεται ότι ο σκοπός του νόμου είναι η προστασία του κοινού ή υλοποίηση ενός σκοπού γενικής πολιτικής και τούτο γιατί πρώτο (α) για μια κατηγορία αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών, ήτοι αυτούς που ενεγράφησαν μέχρι και τις 4.11.1993 παρέχεται το δικαίωμα εκπόνησης, υπογραφής και υποβολής και των δύο εργασιών και επομένως εάν η θέσπιση του άρθρου 8Α του Κεφ. 96 σκόπευε στην προστασία του κοινού ή στην υλοποίηση ενός σκοπού γενικής πολιτικής δεν θα διαχωρίζοντο με τον αναφερθέντα τρόπο, γιατί δεν νοείται ότι προστατεύει το κοινό από αυτούς που ενεγράφησαν μετά τις 4.11.1993 αλλά όχι από αυτούς που ενεγράφησαν πριν από αυτή την ημερομηνία.
Δεύτερο (β) εάν σκοπός του άρθρου 8Α του Κεφ. 96 ήταν η προστασία του κοινού ή η υλοποίηση ενός σκοπού γενικής πολιτικής θα αναμένετο τέτοια διάταξη να υπάρχει και στον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο 90/72 και τούτο γιατί όταν απευθύνεται κάποιο πρόσωπο με αίτηση για πολεοδομική άδεια με την αίτηση υποβάλλονται αρχιτεκτονικά σχέδια.
Για ενίσχυση ότι τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8Α αφορούν μόνο την οικοδομική άδεια, αναφέρω ότι όταν στο άρθρο αυτό γίνεται αναφορά ότι τα σχέδια, μελέτες, υπολογισμοί κ.λ.π. υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή, αυτή δεν είναι άλλη από την αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 3 του Κεφ. 96, ήτοι Δήμο ή ΄Επαρχο.
Οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος των εναγομένων αφορούν εντελώς ανόμοιες υποθέσεις και με διαφορετικά γεγονότα στις οποίες υποθέσεις είτε ο ενάγοντας δεν ήταν εγγεγραμμένος είτε δεν είχε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, σύμφωνα με το νόμο.
Ομοίως, ανεδαφική, είναι η θέση του, ότι ως παράνομη η σύμβαση για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων συμπαρέσυρε στην παρανομία και το υπόλοιπο μέρος της συμφωνίας για στατική μελέτη, κατασκευαστικά σχέδια, αντισεισμική μελέτη και επίβλεψη επειδή ακριβώς κρίνω ότι δεν είναι παράνομη η σύμβαση για το μέρος που αφορά την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων ως ήταν ο ισχυρισμός των εναγομένων.
Αλλά και εάν ακόμη κρίνετο παράνομη η συμφωνία για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων από τον ενάγοντα, η συμφωνία για στατική μελέτη, κατασκευαστικά σχέδια και αντισεισμική μελέτη, επειδή δεν θα μπορούσαν να εκπονηθούν από αρχιτέκτονα αλλά μόνο από πολιτικό μηχανικό, που είναι ο ενάγοντας, δεν θα ήταν παράνομη.
Επιπρόσθετα όμως αναφέρω ότι η όποια παρανομία, που δεν υπάρχει όπως έχω ήδη κρίνει, υπήρχε στην εκπόνηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και συμπαρέσυρε και την υπόλοιπη συμφωνία, αυτή άρθηκε με την υπογραφή των αρχιτεκτονικών σχεδίων, που εκπόνησε ο ενάγοντας, από τον Μ.Υ.6 και την κατάθεση της σχετικής βεβαίωσης και επομένως η στατική μελέτη, τα κατασκευαστικά σχέδια και η αντισεισμική μελέτη που εκπονήθηκαν από πολιτικό μηχανικό, ήτοι τον ενάγοντα, περιβλήθηκαν με το πέπλο της νομιμότητας και μάλιστα από ενέργειες των εναγομένων.
Εάν ήθελαν να απαλλαγούν της συμφωνίας όφειλαν να την καταγγείλουν, και όχι να τη νομιμοποιήσουν, και να προχωρήσουν με διορισμό άλλου προσώπου και όχι εκ των υστέρων, παρόλο που καρπώθηκαν των υπηρεσιών του ενάγοντα αφού τη νομιμοποίησαν, να ζητούν όπως αυτή κηρυχθεί παράνομη.
΄Οσον αφορά το μέρος της συμφωνίας που αφορά την επίβλεψη, αυτό είναι εντελώς ανεξάρτητο κομμάτι από τα άλλα αφού μπορεί είτε αρχιτέκτονας είτε πολιτικός μηχανικός, δείτε το άρθρο 2 του Κεφ. 96, που αναφέρει ότι επιβλέπων μηχανικός σημαίνει αρχιτέκτονα και πολιτικό μηχανικό, να διορισθεί επιβλέπων μηχανικός, ο οποίος δεν είναι ανάγκη να είναι είτε το πρόσωπο που εκπόνησε τα αρχιτεκτονικά σχέδια είτε τη στατική μελέτη, κατασκευαστικά σχέδια και αντισεισμική μελέτη αλλά μπορεί να είναι οιονδήποτε άλλο πρόσωπο των ειδικοτήτων αυτών.
Επίσης, ένας άλλος λόγος, εάν εκρίνετο παράνομη η σύμβαση, που δεν κρίθηκε, για το μέρος που αφορά την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων και δεν θα είχε το δικαίωμα ο ενάγοντας αναζήτησης δια της δικαστικής οδού της αμοιβής του για τις υπηρεσίες του, για εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων και πάλι για τα άλλα δύο μέρη της συμφωνίας, ήτοι τη στατική μελέτη κ.λ.π. και την επίβλεψη της οικοδομής θα δικαιούτο να αξιώσει δικαστικά, γιατί εκτός από νομικά και χρηματικά αυτή μπορεί να διαχωρισθεί ανά είδος υπηρεσίας αφού από το 8% της αμοιβής του ενάγοντα, το 3% αντιπροσωπεύει τα αρχιτεκτονικά σχέδια, το άλλο 3% τη στατική μελέτη κ.λ.π. και το 2% την επίβλεψη μαζί με τη διακίνηση.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να αναφερθεί, αν και όχι άμεσα συνδεδεμένο με το θέμα που αναπτύχθηκε για την παρανομία στη σύμβαση, ότι ναι μεν αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι στη συμφωνία δεν περιλαμβάνετο και όρος για ανάληψη εκ μέρους του ενάγοντα για έκδοση άδειας οικοδομής, αλλά από την άλλη τα αρχιτεκτονικά σχέδια, στατική μελέτη κ.λ.π πρέπει να εκπονηθούν με τέτοιο τρόπο ώστε αυτά να εγκριθούν από τις αρμόδιες αρχές και να εκδοθεί η πολεοδομική και οικοδομική άδεια.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση εκπονήθηκαν με τον κατάλληλο τρόπο από τον ενάγοντα αφού εκδόθηκε τόσο η πολεοδομική όσο και οικοδομική άδεια, άσχετα αν για την οικοδομική άδεια χρειάστηκε να υπογραφούν τα αρχιτεκτονικά σχέδια από τον Μ.Υ.6, που δεν έχει καμιά σχέση με την καταλληλότητά τους και αφορά άλλο θέμα, αφού αυτά καθ΄ αυτά τα αρχιτεκτονικά σχέδια και η στατική μελέτη κ.λ.π. κρίθηκαν ικανοποιητικά από τις αρμόδιες αρχές.
Συνεπώς, η θέση της υπεράσπισης ότι υπάρχει παρανομία στη σύμβαση στη βάση της οποίας ο ενάγοντας δεν δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο για να αξιώσει την αμοιβή του από τις υπηρεσίες που πρόσφερε στους εναγόμενους, απορρίπτεται.
(Δ) ΚΩΛΥΜΑ (ESTOPPEL)
Στο σύγγραμμα του κ. Ηλιάδη «Το Δίκαιο της Απόδειξης» (μια πρακτική προσέγγιση) αναφέρονται και τα ακόλουθα στις σελίδες 90, 101, 103 και 104:
Σύμφωνα με το Noke΄s Introduction to Evidence 3rd edition p.208 το κώλυμα (estoppel) είναι ένας κανόνας με τον οποίο ένας διάδικος εμποδίζεται από του να εγείρει ή να αρνηθεί ένα γεγονός, ενώ σύμφωνα με τον Phipson on Evidence 12th Edition p.912 είναι ένας κανόνας που εμποδίζει ένα διάδικο από το να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης γεγονότων που έχει προβάλει προηγουμένως. Το κώλυμα μπορεί να πάρει μία από τις πιο κάτω μορφές:
(α) Κώλυμα λόγω δεδικασμένου (Estoppel by record)
(β) Κώλυμα λόγω καταχωρήσεων σε έγγραφα (Estoppel by deed)
(γ) Κώλυμα λόγω συμπεριφοράς (Estoppel by conduct).
Γίνεται κατανοητό ότι μας ενδιαφέρουν οι μορφές (β) και (γ).
(β) ΚΩΛΥΜΑ ΛΟΓΩ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΝ ΣΕ ΕΓΓΡΑΦΑ.
Όταν ένας διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως μία δέσμευση δεν μπορεί αργότερα να ισχυρισθεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο έγγραφο δεν είναι σωστά.
(γ) ΚΩΛΥΜΑ ΛΟΓΩ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
Όταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του η τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους, και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη του, δεν θα επιτραπεί στον συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτήν (βλ. Χατζηγιάννης v. Γενικός Εισαγγελέας (1970) 1 C.L.R. 32).
Στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα Λτδ v. Πολυδωρίδης κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 68, 76 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
“Εγείρεται κώλυμα στη διεκδίκηση συμβατικών δικαιωμάτων οποτεδήποτε ο κάτοχος τους προβαίνει σε σαφείς παραστάσεις προς τον αντισυμβαλλόμενο ότι δεν θα ασκήσει και ο δεύτερος βασιζόμενος στις παραστάσεις αυτές μεταβάλλει τη θέση του με τρόπο που θα ήταν άδικο (λόγω δυσμενούς επηρεασμού της θέσης του) να κληθεί να επιστρέψει στην προγενέστερη θέση του και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις από τις οποίες ο ενάγων τον είχε απαλλάξει”.
Η επίκληση του δόγματος του κωλύματος λόγω συμπεριφοράς μπορεί να γίνει μόνο όταν το πρόσωπο που προβαίνει στην υπόσχεση ή τη διαβεβαίωση αναμένει ότι ο άλλος συμβαλλόμενος θα ενεργήσει σε αυτή, ή ανεξάρτητα από την πρόθεσή του ή συμπεριφορά του θα οδηγούσε ένα λογικό άνθρωπο να ενεργήσει πάνω σε αυτή (βλ. Freeman v. Cooke (1848) 2 Exch. 654 και Mahmoud v. Christou (1947) 17 C.L.R. 139).
Το κώλυμα λόγω συμπεριφοράς έχει διάφορα είδη:
(1) Κώλυμα λόγω παραστάσεων (estoppel by representation)
(2) Κώλυμα λόγω υποσχέσεων (promissory estoppel)
(3) Περιουσιακό κώλυμα (propertary estoppel)
(1) ΚΩΛΥΜΑ ΛΟΓΩ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
Όταν ένα πρόσωπο με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μία διαβεβαίωση για ένα γεγονός με απώτερο σκοπό να επηρεάσει ένα άλλο ή διαφοροποιήσει τη θέση του προς βλάβη του και το άλλο πρόσωπο πραγματικά διαφοροποιεί τη θέση του, τότε το πρόσωπο εμποδίζεται από του να αρνηθεί τη διαβεβαίωση που είχε δώσει (βλ. Hopwood v. Brown (1955) 1 All E.R. 550). Η παράσταση που γίνεται πρέπει να αναφέρεται σε ένα υφιστάμενο ή ένα γεγονός που έχει παρέλθει (βλ. Jordan v. Money (1854) 5 ΗLC 185 και Portsmouth v. Cyta (1967) 1 C.L.R. 87) πρέπει να είναι καθαρή και σαφής (βλ. Παναγή v. Αρτεμίου (1976) 3 J.S.C.510) και να μην αναφέρεται σε μελλοντική συμπεριφορά. Σχετικές είναι και οι υποθέσεις Τ.J.S. Enterprises Ltd κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1 (Α) ΑΑΔ 108, 117 και Ιωάννου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1522, 1527, 1528.
Στην υπόθεση Κάρμιος κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 768, 777, αναφέρεται ότι συμβαλλόμενος εμποδίζεται να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης την οποία έχει προβάλει προηγουμένως και ο άλλος συμβαλλόμενος ενήργησε πάνω σε αυτή διαφοροποιώντας τη θέση του. Βλέπε επίσης την υπόθεση Μάρκου ν. Πασχάλη (2001) 1 Α.Α.Δ. 829 και HadjiYianni v. Attorney General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 72.
Η πρώτη εισήγηση της υπεράσπισης είναι ότι ο ενάγοντας εμποδίζεται να αξιώνει το ποσό των £10.000,- καθότι με ρητή καταχώριση σε έγγραφό του, ήτοι την επιστολή ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 27, δηλώνει ότι ενόψει των δυσκολιών που
ανεφύησαν στην έκδοση της οικοδομικής άδειας, οφειλομένης στην παράνομη ερμηνεία του νόμου περί Οδών και Οικοδομών από την Επαρχιακή Διοίκηση, αυτός διά τούτου επιστρέφει τις £1.500,- της προκαταβολής του 8% της συμφωνηθείσας αμοιβής του, στον εναγόμενο 1 για να του ελευθερώσει τα χέρια για να προχωρήσει με το δικό του τρόπο.
Η δικηγόρος του ενάγοντα προέβαλε ότι η επιστολή αυτή δεν έχει το νόημα που η υπεράσπιση αποδίδει σ΄ αυτήν αλλά η έννοια της ήταν να βοηθήσει τη δεδομένη στιγμή από τη μια να αποκλιμακωθεί η ένταση η οποία δημιουργήθηκε μεταξύ τους και από την άλλη ο εναγόμενος 1 να ενεργήσει όπως ήθελε αλλά σε καμιά περίπτωση δεν απεμπολούσε το δικαίωμά του για αμοιβή από τις υπηρεσίες που προσέφερε.
Η δεύτερη εισήγηση της υπεράσπισης είναι ότι, με βάση την ίδια επιστολή, οι εναγόμενοι στηρίχτηκαν στα όσα δήλωνε σ΄ αυτή ο ενάγοντας και ενεργώντας σύμφωνα με΄ αυτή διαφοροποίησαν τη θέση τους προς ζημιά τους διορίζοντας άλλο αρχιτέκτονα-πολιτικό μηχανικό τον οποίο πλήρωσαν για τις υπηρεσίες του με το ποσό των £2.000,-.
Αντίθετη, βέβαια, ήταν και επ΄ αυτού του θέματος η θέση της δικηγόρου του ενάγοντα, η οποία εισηγήθηκε ότι σ΄ ότι αφορά την υπογραφή των αρχιτεκτονικών σχεδίων του ενάγοντα από τον Μ.Υ.6 και την κατάθεση της βεβαίωσης από το ΕΤΕΚ για αρχιτεκτονική εργασία ουδέν ποσό πλήρωσαν στον Μ.Υ.6 ενώ το ποσό των £2.000,- καταβλήθηκε γιατί οι εναγόμενοι εξ ιδίων προχώρησαν σ΄ αλλαγές επί της κατοικίας τόσο, στον υπόγειο χώρο στάθμευσης όσο και μερικώς στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο.
Είναι γεγονός ότι ο ενάγοντας με την επιστολή ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 27, αφού αναγνωρίζει τις δυσκολίες που ανεφύησαν στην έκδοση της οικοδομικής άδειας, ένεκα ακριβώς τούτου, επιστρέφει το ποσό των £1.500,- που έλαβε ως προκαταβολή στον εναγόμενο 1 για να του απελευθερώσει τα χέρια και να προχωρήσει με τον δικό του τρόπο αφού δεν συμφώνησε να προσφύγουν μαζί στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Παρακάτω δε αναφέρει ότι οτιδήποτε ενέργειες αποφασίσει να λάβει ο εναγόμενος 1, περιλαμβανομένου και του τερματισμού της συμφωνίας τους, θα είναι πάντοτε διαθέσιμος για συμβουλή και επίβλεψη οιωνδήποτε εργασιών συνδεδεμένων με τα σχέδια που έκανε.
Ενώ από την πρώτη παράγραφο φαίνεται ότι ο ενάγοντας από μόνος του λύνει τη συμφωνία, και αυτό βέβαια λόγω του ότι ο ΄Επαρχος Λάρνακας δεν εξέδιδε την οικοδομική άδεια χωρίς τη βεβαίωση εργασίας αρχιτέκτονα από το ΕΤΕΚ, και γι΄ αυτό επιστρέφει και τις £1.500,- που έλαβε και ελευθερώνει τον εναγόμενο 1 από τη συμφωνία τους για να ενεργήσει ο εναγόμενος 1 όπως θέλει, με τη δεύτερη παράγραφο φαίνεται να αφήνει το θέμα της λύσης της μεταξύ τους συμφωνίας στον εναγόμενο 1.
Η πραγματική έννοια όμως της πρόθεσης του ενάγοντα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, βρίσκεται στην πρώτη παράγραφο και τούτο γιατί εάν επιθυμία του δεν ήταν η λύση της μεταξύ τους συμφωνίας και η απεμπόλιση των δικαιωμάτων του, δεν υπήρχε λόγος να αποστείλει την επιταγή εκ £1.500,- στο όνομα του εναγόμενου 1, και μάλιστα η επιταγή να μην έχει ως εκδότη τον ίδιο, για να μπορεί τουλάχιστον, αν άλλαζε ιδέα, να τη σταματήσει, όταν χωρίς αμφιβολία πρόσφερε υπηρεσίες στους εναγόμενους. Το νόημα της επιστολής μαζί με την επιταγή ήταν ότι δεν ήθελε καμιά αμοιβή και ανάφερε στους εναγόμενους ότι μπορούσαν να ενεργήσουν όπως ήθελαν.
Επίσης, ως είναι το εύρημα του Δικαστηρίου, από τις 21.11.2003 που ο ενάγοντας απέστειλε την επιστολή Τεκμήριο 27 στον εναγόμενο έπαυσε να προσφέρει πλέον τις υπηρεσίες του και ουδέποτε πλέον επέστρεψε για την επίβλεψη της οικοδομής. Τούτο αποτελεί ισχυρή ένδειξη για την πρόθεσή του, όπως την έχω καταγράψει ανωτέρω.
Η πραγματική σημασία της δεύτερης παραγράφου, κατά την άποψή μου, δεν είναι ότι μεταθέτει ή αφήνει τη λύση της μεταξύ τους συμφωνίας στον εναγόμενο 1 αλλά ότι εάν ο εναγόμενος ακολουθήσει την οδό να προχωρήσει μόνος του, όπως αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο, απλά θέτει τον εαυτό του στη διάθεση του εναγόμενου 1.
Όμως, είτε το ένα συμβαίνει είτε το άλλο, το κύριο και ουσιαστικό είναι ότι ο εναγόμενος 1, παρά την προσπάθειά του ένα μήνα περίπου μετά την επιστολή ημερομηνίας 21.11.2003, Τεκμήριο 27, να έλθουν σε συνεννόηση με τον ενάγοντα με την υπογραφή των αρχιτεκτονικών σχεδίων από κάποιο αρχιτέκτονα, δικό του ενάγοντα, και την άρνηση επ΄ αυτού από τον ενάγοντα, ενήργησε στηριζόμενος σ΄ αυτή την επιστολή, Τεκμήριο 27, και διόρισε τον Μ.Υ.6 ο οποίος υπέγραψε τα αρχιτεκτονικά σχέδια και υπέβαλε και τη βεβαίωση του αρχιτέκτονα από το ΕΤΕΚ και με αυτό τον τρόπο επιβεβαίωσε τη λύση της συμφωνίας που επέφερε ο ίδιος ο ενάγοντας με την επιστολή, Τεκμήριο 27 και αποδέχθηκε την απεμπόλιση των δικαιωμάτων του ενάγοντα.
Η ενέργεια αυτή του ενάγοντα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στηρίχτηκε στα αναγραφόμενα στο έγγραφο, Τεκμήριο 27.
Σε σχέση με τη δεύτερη εισήγηση της υπεράσπισης, πράγματι, ένεκα της συμπεριφοράς του ενάγοντα, που σκοπό είχε να επηρεάσει τις μεταξύ τους νομικές σχέσεις, όπως πηγάζει από την επιστολή, Τεκμήριο 27, οι εναγόμενοι διαφοροποίησαν τη θέση τους προς βλάβη τους, αφού αναγκάστηκαν να βρουν και να διορίσουν άλλο πολιτικό μηχανικό για να καταστεί δυνατή η έκδοση της οικοδομικής άδειας. Το γεγονός ότι δεν υπέστηκαν και οικονομική ζημιά επειδή ο Μ.Υ.6 δεν πληρώθηκε γι΄ αυτή την υπηρεσία, δεν σημαίνει ότι δεν υπέστηκαν βλάβη οι εναγόμενοι. Η βλάβη είναι αυτή καθ΄ αυτή η αναζήτηση και ο διορισμός άλλου πολιτικού μηχανικού και ενδεχομένως η προοπτική μη πληρωμής του ποσού των £2.000,- στο Μ.Υ.6 για την ετοιμασία των νέων σχεδίων σύμφωνα με την πραγματική κατάσταση της κατοικίας, την οποία βέβαια οι εναγόμενοι επέφεραν με τις επιλογές τους για αλλαγές, όπως π.χ. η δημιουργία κλειστών χώρων στο χώρο στάθμευσης, αφού θα μπορούσε ο ενάγοντας να προσφέρει τροποποιητικά σχέδια χωρίς να πληρώσουν γι΄ αυτά οι εναγόμενοι, για το λόγο, μεταξύ άλλων, του προβλήματος που δημιουργήθηκε με τη μη έκδοση της άδειας οικοδομής από τον ΄Επαρχο Λάρνακας ή και αυτής ταύτης της επιλογής των εναγόμενων να έχουν τις υπηρεσίες εξ αρχής του ενάγοντα.
Με βάση τα όσα έχω αναφέρει ανωτέρω, κρίνω ότι η υπεράσπιση του κωλύματος (estoppel) ευσταθεί.
Εν κατακλείδι, παρόλο ότι κρίνω ότι ο ενάγοντας πρόσφερε τις υπηρεσίες του στους εναγόμενους, όπως αυτές συμφωνήθηκαν και μπορούν να υπολογισθούν στο 6% επί του ποσού των £125.000,- για τα αρχιτεκτονικά σχέδια και τη στατική μελέτη, κατασκευαστικά σχέδια και αντισεισμική μελέτη και το 70% του 2% της επίβλεψης επί του ποσού των £125.000,-, των οποίων το συνολικό ποσό ανέρχεται στις £9.250,-, ήτοι €15.804,56σεντ, εντούτοις το ποσό αυτό δεν μπορεί να επιδικασθεί υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων επειδή πέτυχε η υπεράσπιση του κωλύματος (estoppel) που προέβαλαν οι εναγόμενοι.
Με όλα όσα πιο πάνω προσπάθησα να αναλύσω και να εξηγήσω, κρίνω ότι η αγωγή του ενάγοντα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.
ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ
Οι εναγόμενοι αξιώνουν ανταπαιτητικά, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, το ποσό των £30.000,- λόγω καθυστέρησης εκ μέρους του ενάγοντα στην ανέγερση, περάτωση και παράδοση της οικοδομής, αύξησης του κόστους των υλικών και πληρωμής διαφόρων τεχνιτών και αρχιτέκτονα πολιτικού μηχανικού για επιδιόρθωση και συμπλήρωση της οικοδομής.
Επίσης αξιώνουν το ποσό των £20.000,- το οποίο κατέβαλαν επιπλέον λόγω αύξησης του εμβαδού της οικοδομής από 224 τ.μ. που ήταν η συμφωνία τους σε 300 τ.μ.
΄Οσον αφορά την πρώτη αξίωση εκτός της αποδεκτής μαρτυρίας ότι οι εναγόμενοι κατέβαλαν στον Μ:Υ.6 το ποσό των £2.000, την οποία θα αναλύσω στη συνέχεια, ουδεμία άλλη αποδεκτή μαρτυρία υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού ο εναγόμενος 1 κρίθηκε αναξιόπιστος, που να τεκμηριώνει και να αποδεικνύει την αξίωση αυτή. Πέραν τούτου, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, καμιά καθυστέρηση δεν υπήρξε και δεν έγινε από τον ενάγοντα.
Σε σχέση με το ποσό των £2.000,-, τo oποίο οι εναγόμενοι κατέβαλαν στον Μ.Υ.6, τούτο καταβλήθηκε για την εκπόνηση τροποποιητικών αρχιτεκτονικών σχεδίων που απεικονίζουν την πραγματική κατάσταση της οικοδομής όπως οι ίδιοι οι εναγόμενοι επέλεξαν και δημιούργησαν με το κλείσιμο χώρων στο χώρο της υπόγειας στάθμευσης αλλά και κάποιων μικροαλλαγών στους άλλους ορόφους και ως εκ τούτου το επιπρόσθετο τούτο έξοδο και κόστος προκλήθηκε από αυτούς και δεν δικαιούνται να το αναζητούν και να το αξιώνουν ως ζημιά από τον ενάγοντα.
Αλλά και αν ακόμη ο εναγόμενος 1 κρίνετο αξιόπιστος, που δεν κρίθηκε, η μαρτυρία του για το υπόλοιπο ποσό της αξίωσής τους είναι γενική, ασαφής και αόριστη αφού σε καμιά περίπτωση δεν λέχθηκε από αυτόν συγκεκριμένα ποια ήταν η αύξηση του κόστους σε κάθε ένα ξεχωριστό οικοδομικό υλικό ή ποια ήταν η αύξηση στα εργατικά. Σύμφωνα με τη νομολογία, οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται και να αποδεικνύονται αυστηρά, βλέπε υπόθεση Ζαβρού κ.α. ν. Καριτζή κ.α. (2006) 1 Α.Α.Δ. 177.
Η μαρτυρία του Μ.Υ.6, ότι κάθε έτος υπάρχει και κάποια αύξηση στο κόστος ανέγερσης οικοδομής το οποίο υπολόγισε στο 10% δεν συνδέθηκε με συγκεκριμένα και πειστικά στοιχεία, με την αύξηση των οικοδομικών υλικών ή των εργατικών. Παρέμεινε μια γενική αναφορά και ένας υπολογισμός για τον οποίο ο Μ.Υ.6 δεν έδωσε τα απαραίτητα εφόδια στο Δικαστήριο έτσι που να δύναται το Δικαστήριο να βγάλει το δικό του αντικειμενικό και ανεξάρτητο συμπέρασμα.
΄Οσον αφορά το μέρος της αξίωσης για αποζημιώσεις λόγω ταλαιπωρίας των εναγομένων, όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, η όποια ταλαιπωρία και αν είχαν, που κρίνω ότι δεν είχαν, αυτή προήλθε και προξενήθηκε από δικές τους επιλογές.
Έπεται ότι αυτή η ανταξίωση για το ποσό των £30.000,- δεν μπορεί να ευσταθήσει και απορρίπτεται.
΄Οσον αφορά τη δεύτερη αξίωση, για το ποσό των £20.000,-, πέραν του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι η αύξηση του εμβαδού της οικοδομής των εναγόμενων ήταν το αποτέλεσμα δικής τους επιλογής με τις αλλαγές που επέφεραν στα σχέδια με την απόφασή τους να κλείσουν χώρους στον υπόγειο χώρο στάθμευσης για να διαμείνουν σ΄ αυτό με τα παιδιά τους και μικροτροποποιήσεις στους άλλους δύο ορόφους, δεν μπορώ να αντιληφθώ τη λογική του πράγματος, να αξιώνουν την αξία του μέρους ή του επιπλέον εμβαδού της κατοικίας τον οποίο οι ίδιοι θα καρπούνται και θα απολαμβάνουν.
Θα ήταν παράλογο να επιδικασθούν αποζημιώσεις για ένα τέτοιο ζήτημα το οποίο όχι μόνο δεν επέφερε ζημιά στους εναγόμενους αλλά συνέβαλε και αποτελεί μέρος της γενικής αξίας της οικοδομής που κατά τα λεγόμενα του Μ.Υ.6 θα έχει και κάποια αύξηση κάθε έτος.
Επομένως, ούτε αυτή η ανταξίωση μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Με όλα όσα πιο πάνω προσπάθησα να αναλύσω και να εξηγήσω, τόσο η απαίτηση όσο και η ανταπαίτηση αποτυγχάνουν.
Κατά συνέπεια η απαίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εναγόμενων και εναντίον του ενάγοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €10.000 - €50.000 και η ανταπαίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων ομού και κεχωρισμένα όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €50.000 - €100.000.
Ν. Γερολέμου, Ε.Δ.