ECLI:CY:EDLAR:2018:A258
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 302/16
Μεταξύ:
ALPHA BANK CYPRUS LIMITED
Εναγόντων
-και-
1. N.D. ELECTRONICS LTD
2. DNC LANDWAYS PROPERTY VENTURES LTD
3. NICOS DEMETRIOU FINANCE AND CONSTRUCTION LTD
4. XXXXX ΠΟΤΑΜΑΡΗΣ
5. XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
6. XXXXX ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εναγομένων
Αίτηση ημερομηνίας 11.5.2018
για έκδοση Προσωρινού Διατάγματος.
Ημερομηνία: 31 Δεκεμβρίου, 2018.
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες-Αιτητές: κα Γεωργία Δημητρίου για ΑΝΔΡΕΑΣ Β. ΖΑΧΑΡΙΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ
(για ν΄ακούσει απόφαση ο κ. Γιώργος Μυλωνάς)
Για Εναγόμενο 5-Καθ΄ου η Αίτηση: κ. Α. Μαθηκολώνης για ΑΝΔΡΕΑΣ Θ. ΜΑΘΗΚΟΛΩΝΗΣ
(για ν΄ακούσει απόφαση η κα Ολυμπία Λάμπρου)
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι ενάγοντες είναι τραπεζίτες, διεξάγοντες εργασίες στην Κύπρο. Σύμφωνα με ό,τι προβάλλεται στην Έκθεση Απαίτησης, κατά ή περί την 18.6.2010 παραχώρησαν στους εναγόμενους 1 στην βάση γραπτής συμφωνίας, δάνειο τακτής προθεσμίας ύψους €90.000.= πληρωτέο σε πρώτη ζήτηση ή με 54 μηνιαίες δόσεις ύψους €1.970.=, της πρώτης δόσης πληρωτέας την 2.3.2011. Οι εναγόμενοι 2, 3, 4, 5 και 6, εγγυήθηκαν, βάσει γραπτών συμφωνιών, την αποπληρωμή του δανείου, των τόκων και άλλων χρεώσεων και επιβαρύνσεων. Προς περαιτέρω εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου, οι εναγόμενοι 1 ενέγραψαν στο Κτηματολόγιο Λάρνακος Υποθήκη (Υ1385/03) για ποσό €512.580,43 (Λ.Κ.300.000) επί ακινήτου ιδιοκτησίας τους (οικόπεδο στην Ενορία Σκάλα στην Λάρνακα) προς όφελος των εναγόντων. Είναι θέση των εναγόντων πως οι εναγόμενοι 1 παρέβηκαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις αφού παρέλειψαν να συμμορφωθούν με ό,τι η Συμφωνία Δανείου προνοούσε. Με την αγωγή τους επιζητούν την έκδοση απόφασης εναντίον όλων των εναγομένων, ευθυνομένων αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, για πληρωμή του ποσού των €115.460,49 πλέον τόκους και έξοδα. Επιζητούν επίσης την εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου.
Με την υπό κρίση Αίτηση, οι ενάγοντες-αιτητές αιτούνται:
«(Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στον εναγόμενο 5 και/ή στους αντιπροσώπους και/ή πληρεξούσιους αντιπροσώπους αυτού, να πωλήσουν και/ή υποθηκεύσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή διαθέσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή αποξενώσουν με οποιοδήποτε τρόπο μέχρι τελικής εκδικάσεως της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, το ακίνητο:
· υπ’ αρ. εγγραφής 1/1XX5, Φ/Σχ. 40/6XXXX4, τεμάχιο 7X0, οικόπεδο, τοποθεσία κοντά στο Κυβερνητικό Νηπιαγωγείο, Άγιος Νικόλαος, Λάρνακα, το ½ μερίδιο.
(Β) Οιανδήποτε περαιτέρω και/ή καλύτερη θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει ορθή και δίκαιη.
(Γ) Έξοδα και Φ.Π.Α.»
Η Αίτηση στηρίζεται στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ.6, άρθρα 4-9, στα άρθρα 29, 31 και 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θ.1-13, Δ.57, Δ.64, στον Περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ.9, στον Περί Ερμηνείας Νόμο, στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις αρχές της Επιείκειας, στις αρχές της Νομολογίας και στις συμφυείς και γενικές εξουσίες του Δικαστηρίου.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση της XXXXX Νικολάου, υπαλλήλου των εναγόντων, δεόντως εξουσιοδοτημένης. Η ομνύουσα επιβεβαιώνει την βάση της αγωγής επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης. Όσον αφορά την Αίτηση, είναι η θέση της πως ο εναγόμενος 5 δεν παρείχε στους ενάγοντες οποιαδήποτε εμπράγματη εξασφάλιση σε σχέση με την δική του εγγύηση, με αποτέλεσμα να μην καλύπτεται με οποιοδήποτε τρόπο το οφειλόμενο υπόλοιπο. Έχει πρόσφατα εντοπισθεί, όπως αναφέρει, ακίνητο επ’ονόματι του εναγομένου 5, το οποίο είναι ελεύθερο από εμπράγματα βάρη και το οποίο «θα ήταν δυνατό να δεσμευτεί, ως το αιτητικό της αίτησης, προς εξασφάλιση του οφειλόμενου υπολοίπου αφού δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη εμπράγματη εξασφάλιση». Ως εκ τούτου, καταλήγει, είναι δίκαιο και απαραίτητο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, αφού «σε περίπτωση που ο εναγόμενος 5 αποξενώσει το πιο πάνω ακίνητο, θα προκληθεί τεράστια, απεριόριστη και ανεπανόρθωτη ζημιά στους ενάγοντες, η οποία δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί, αφού όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε εξασφαλίσεις από τον εναγόμενο 5 οι οποίες να καλύπτουν το οφειλόμενο υπόλοιπο».
Ο εναγόμενος 5-Καθ΄ου η Αίτηση, ενίσταται στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Στην Ένσταση που καταχώρισε, διατείνεται πως η Αίτηση είναι ανυπόστατη ως μη στηριζόμενη στην σωστή νομική βάση, πως η ένορκη δήλωση που την συνοδεύει έχει συνταχθεί κατά παράβαση της Δ.39 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, πως το πραγματικό υπόβαθρο που την στηρίζει δεν τεκμηριώνει την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, πως το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει εναντίον της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.
Η Ένσταση η οποία στηρίζεται στην ίδια με την Αίτηση νομική βάση, υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του ίδιου του εναγόμενου 5. Ο ομνύων αρνείται τους ισχυρισμούς των εναγόντων. Είναι η θέση του πως οι αξιώσεις των τελευταίων είναι πλήρως εξασφαλισμένες τόσο με τις υποθήκες όσο και με τις υπόλοιπες εγγυήσεις των λοιπών εναγομένων. Στηλιτεύει το γεγονός πως οι ενάγοντες δεν αναφέρουν την αξία του ακινήτου, την δέσμευση του οποίου επιδιώκουν. Τούτο θα πρέπει να έχει καταλυτικές συνέπειες, τονίζει, ως προς την Αίτηση. Διατείνεται τέλος πως «δεν υπάρχει οποιοσδήποτε κίνδυνος ακόμα και στην περίπτωση που ήθελε εκδοθεί απόφαση εναντίον των εναγομένων, η απόφαση αυτή να μην ικανοποιηθεί».
Κατά την ακρόαση της Αίτησης η κάθε πλευρά υπεραμύνθηκε της θέσης της με αναφορά σε νομολογία.
Είναι καλά γνωστό ότι το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων παρέχεται από το άρθρο 32 του Νόμου 14/60, ενώ ο Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος και οι Κανονισμοί, προσδιορίζουν το δικαιοδοτικό πλαίσιο [Demades v. Studio (1996) 1 A.A.Δ. και Αίτηση Χάρη Φεσσά (1990) 1 Α.Α.Δ. 704].
Το άρθρο 32 του Νόμου 14/60, παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία σχετικά με την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων. Το εν λόγω άρθρο έχει αναλυθεί με σαφήνεια στην Οδυσσέως ν. Pieris Estates Ltd (1982) 1 A.A.Δ. 557 και έχει έκτοτε επιβεβαιωθεί σε πλείστες όσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τα τρία κριτήρια που τίθενται ως προϋποθέσεις θα πρέπει να ικανοποιηθούν σωρευτικά πριν το Δικαστήριο περάσει στην εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας, κατά πόσον δηλαδή είναι εύλογο και δίκαιο να εκδοθεί το Διάταγμα, με τη συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων.
Οι τρείς αυτές προϋποθέσεις είναι οι εξής:
(1) Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.
(2) Η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία.
(3) Το ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος ικανοποιείται με αναφορά στα καταχωρημένα δικόγραφα για την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης ενώ το δεύτερο κριτήριο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης και σχετίζεται με την ένδειξη ή παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Ενώ το πρώτο κριτήριο σχετίζεται κατ΄ ουσία με τη νομική και μόνο θεμελίωση της αξίωσης όπως διατυπώνεται στο κλητήριο ένταλμα, το δεύτερο προχωρεί ένα πρόσθετο βήμα συσχετίζοντας τη νομική αυτή θεμελίωση με την προσφερόμενη μαρτυρία όπως εξάγεται από τις ενόρκους δηλώσεις ή την αντεξέταση των μαρτύρων για την πραγματική θεμελίωση της αγωγής επί των γεγονότων. Επαρκεί, σε αυτό το στάδιο, να καταδειχθεί κάτι πέραν της απλής πιθανολόγησης αλλά και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων για να ικανοποιηθεί το δεύτερο αυτό κριτήριο. Το τρίτο κριτήριο ικανοποιείται όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία. Είναι γνωστό ότι η θεραπεία του προσωρινού διατάγματος ανάγεται κατ΄ εξοχή στο δίκαιο της επιείκειας και αν η αποτίμηση σε χρήμα μπορεί να γίνει εύλογα τότε η έκδοση του διατάγματος ή η διατήρηση του σε ισχύ αποκλείεται. Ακόμη και ασυνήθης δυσκολία στην εκτίμηση των ζημιών δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκη έρεισμα για την έκδοση διατάγματος [Κ.Ο.Τ. ν. Θεωρή (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 255].
Εκτός από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, η υπό κρίση Αίτηση στηρίζεται και στα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6.
Στην υπόθεση Cyprus Palestine Plantations Ltd v. Olivier & Co (Cyprus) Ltd, 16 C.L.R. 122, αποφασίστηκε πως το άρθρο 4 του Κεφ. 6, παρέχει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο όπου η περιουσία σχετικά με την οποία ζητείται το διάταγμα, είναι αντικείμενο της αγωγής. [(Βλ. επίσης τις υποθέσεις Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231 και Stavros Hotel Apartments Ltd και άλλοι (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836].
Ενώ σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Κεφ. 6, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τον εναγόμενο όπως μη αποξενώσει τόση από την ακίνητη περιουσία η οποία είναι εγγεγραμμένη επ΄ ονόματι του, όση κατά την κρίση του Δικαστηρίου θα ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει την απαίτηση του ενάγοντα και τα έξοδα της αγωγής. Σύμφωνα με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 5 του Κεφ. 6, δεν μπορούν να εξετάζονται ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Νόμου 14/60. Απλώς το εν λόγω άρθρο κάνει ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται. Δεν αφαιρεί τίποτα από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 το οποίο, όπως έχει προαναφερθεί, προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων. Επομένως, όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται αιτήσεων που βασίζονται και στα δύο άρθρα, θα εφαρμόσει τόσο τις γενικές προϋποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 αλλά και τα ειδικότερα κριτήρια ή περιορισμούς που τίθενται από το άρθρο 5 του Κεφ. 6, στον βαθμό ή μέτρο που αυτά διαφοροποιούνται.
Από το λεκτικό του Άρθρου 5 του Κεφ. 6 εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ακίνητη περιουσία που σκοπείται να δεσμευτεί δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη με την απαίτηση και τα έξοδα. Από το γεγονός αυτό συνάγεται ότι ο ενάγων πρέπει να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία για το ακίνητο για το οποίο ζητεί την δέσμευση και την κατά προσέγγιση αξία του ώστε να συσχετισθεί με το ύψος της απαίτησης του ενάγοντα. Ο ενάγων σχετικά με τις δύο άνω προϋποθέσεις, θα πρέπει να προσφέρει μαρτυρία και στοιχεία αναφορικά με την οικονομική κατάσταση του εναγομένου, την φύση και την αξία της ακίνητης περιουσίας την δέσμευση της οποίας επιζητεί, όσο και την ενδεχόμενη ύπαρξη άλλης περιουσίας από την οποία θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η απόφαση που ενδέχεται ο ενάγων να λάβει υπέρ του.
Το Δικαστήριο στην εξέταση κατά πόσο θα εκδώσει, διατηρήσει ή ακυρώσει ένα προσωρινό διάταγμα δεν προχωρεί στην κατάληξη συμπερασμάτων αναφορικά με την πλήρη εξέταση είτε του πραγματικού είτε του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης δεδομένου του ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Jonitexo v. Adidas (1984) 1 A.A.Δ. 263, αυτό ανάγεται κατ΄ εξοχή στη σφαίρα εξέτασης του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ουσίας της ίδιας της αγωγής. Τα ίδια λέχθησαν και στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 269, 270. Βέβαια κάποια αξιολόγηση της προσφερόμενης μαρτυρίας σε σχέση με τη διαπίστωση της ικανοποίησης των τριών κριτηρίων είναι αναγκαία, όπως υπέδειξε και η Οδυσσέως (ανωτέρω) σελ. 569, αλλά με κανένα τρόπο δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι τα όσα ακολουθούν αποτελούν την τελεσίδικη κρίση του Δικαστηρίου. Διαπιστώνεται απλώς η παρουσία ή η απουσία οποιουδήποτε θεμελιακού προβλήματος στο πραγματικό ή νομικό υπόβαθρο της αίτησης που θα άφηναν έκδηλα ανικανοποίητα τα τρία κριτήρια.
Τούτων λεχθέντων επανέρχομαι στην υπό κρίση Αίτηση.
Εξετάζοντας τα γεγονότα που συνθέτουν την αντιδικία στην παρούσα υπόθεση, εκείνο που μπορεί να εξαχθεί ως προς την ουσία της διεκδίκησης των εναγόντων είναι πως με τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, φαίνεται να ικανοποιούνται η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Αρ.14/60.
Από τις Έγγραφες Προτάσεις και ειδικώτερα από την Έκθεση Απαίτησης, την Αίτηση και την συνοδεύουσα αυτή Ένορκη Δήλωση, καταδεικνύεται η ύπαρξη μιας καλής συζητήσιμης υπόθεσης. Η βάση της αγωγής στηρίζεται στην κατ’ ισχυρισμό παράλειψη των εναγομένων να υλοποιήσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, δυνάμει τόσο της συμφωνίας δανείου όσο και των συμφωνιών εγγύησης. Στους εναγομένους 1, ως οι λήπτες του δανείου, επιρρίπτεται πως δεν συμμορφώθηκαν με τους όρους της συμφωνίας αφού παρέλειψαν να καταβάλουν τις οφειλόμενες δόσεις του δανείου με αποτέλεσμα αυτές να καταστούν ληξιπρόθεσμες, και συνακόλουθα ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο του δανείου να καταστεί απαιτητό. Στους εναγομένους 2, 3, 4 και 6, επιρρίπτεται πως δεν συμμορφώθηκαν με τις δικές τους υποχρεώσεις ως εγγυητές και δεν εξόφλησαν το δάνειο, την αποπληρωμή του οποίου είχαν εγγυηθεί. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί πως από πλευράς Υπεράσπισης αμφισβητείται τόσο η εγκυρότητα της Συμφωνίας Δανείου όσο και των Συμφωνιών Εγγύησης. Αμφισβητείται επίσης το ύψος του οφειλόμενου ποσού. Αυτά όμως είναι θέματα που θα απασχολήσουν το Δικαστήριο κατά την ακρόασης της υπόθεσης όπου θα εξεταστούν όλα τα επίδικα θέματα και όχι στο παρόν στάδιο. Με τα όσα στοιχεία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, θεωρώ πως οι ενάγοντες κατέδειξαν πως έχουν κάτι περισσότερο από απλή πιθανότητα να επιτύχουν την αξίωση τους.
Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 32 (Νόμος 14/60), νομολογιακά έχει λεχθεί πως θα πρέπει να καταδειχθεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Το κριτήριο αυτό εξετάζεται κυρίως υπό το φως του ερωτήματος κατά πόσο η απονομή αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία.
Νομολογιακά έχει λεχθεί πως η ύπαρξη δικαιώματος και η ισχυριζόμενη ή η επαπειλούμενη προσβολή του, δεν είναι αρκετές για να δικαιολογήσουν την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.
Εν προκειμένω θεωρώ πως η εν λόγω προϋπόθεση δεν ικανοποιείται. Οι ενάγοντες για να στηρίξουν το αίτημα τους, περιορίστηκαν στο να ισχυριστούν πως ο εναγόμενος 5 δεν παρείχε στους ενάγοντες οποιαδήποτε εμπράγματη εξασφάλιση σε σχέση με την εγγύηση του, με αποτέλεσμα «να μην καλύπτεται με οποιοδήποτε τρόπο το οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό, για το οποίο εγγυήθηκε» τους εναγόμενους 1 (παράγραφος 12 της Ένορκης Δήλωσης της Στυλιανής Νικολάου που συνοδεύει την Αίτηση). Δεν επεξήγησαν, ούτε και αιτιολόγησαν αλλά ούτε και τεκμηρίωσαν για ποιο λόγο δεν επαρκούν οι ήδη δοθείσες εξασφαλίσεις, εμπράγματες και προσωπικές εγγυήσεις των λοιπών εναγομένων (εναγόμενοι 2, 3, 4 και 6) και τούτο έχοντας ως δεδομένο πως ο εναγόμενος 5, μαζί με τους τελευταίους, εγγυήθηκε όλες τις υποχρεώσεις των εναγομένων 1 προς τους ενάγοντες. Εάν οι ενάγοντες παραχώρησαν το δάνειο στην εναγόμενη 1, χωρίς να μεριμνήσουν εκ των προτέρων για την πραγματική ή επαρκή εξασφάλιση του, θα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να μην επιβραβευθούν με την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος. Ένας συμβαλλόμενος πρέπει να μεριμνά εκ των προτέρων για την εξασφάλιση του λαβείν του, χωρίς να αναμένει από το Δικαστήριο ενίσχυση της εξασφάλισης του ώστε να καλυφθεί το ενδεχόμενο στο τέλος να μην μπορεί να ικανοποιηθεί τυχόν απόφαση υπέρ του.
Θεωρώ επίσης πως η έκδοση του ζητηθέντος Διατάγματος δεν δικαιολογείται και για έναν ακόμη λόγο.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση MARKETRENDS (CAPITAL MARKET) LTD ν. Γεωργίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1759, η δυνατότητα έκδοσης συντηρητικού διατάγματος σε σχέση με περιουσία που δεν αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής, «πρέπει να ασκείται με φειδώ, όχι ως μέτρο γενικής εξασφάλισης ενάγοντα που βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μη πληρωμή χρέους».
Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε στην υπόθεση Spidertrade Com Fim. Ltd v. Χατζηγαβριήλ (2003) 1(Α) Α.Α.Δ.121, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
«Παρότι όμως το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 παρέχει, εντός των εκεί ρητώς προσδιορισθέντων ορίων, ευρεία διακριτική εξουσία για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, και παρότι η άσκηση αυτής της εξουσίας πρέπει να διατηρείται ελαστική, ελεύθερη από τυπικούς κανόνες, υπόκειται εντούτοις σε αρχές που αποβλέπουν σε διατήρηση της ισορροπίας στα δικαιώματα των διαδίκων. Η στέρηση, μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης την οποία ο εναγόμενος θα υποστεί με τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που δεν αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής, δεν δικαιολογείται παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ήτοι σε εκείνες όπου καταδεικνύεται ότι ισχυρή αιτία αγωγής θα παρέμενε χωρίς αντίκρισμα λόγω άμεσου, απτού κινδύνου απομάκρυνσης περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό προς παρεμπόδιση ικανοποίησης της αναμενόμενης απόφασης στην αγωγή. Είναι κατά την άποψη μας προφανές ότι η παρούσα δεν ήταν μια τέτοια εξαιρετική περίπτωση.»
Εν προκειμένω, όχι μόνο δεν έχουν καταδειχθεί από πλευράς εναγόντων, εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αλλά δεν έχει παρουσιαστεί μαρτυρία με την οποία να προσδιορίζεται η αξία του ακινήτου του οποίου επιδιώκεται η δέσμευση. Οι ενάγοντες όφειλαν να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου επαρκή μαρτυρία για την αξία του ακινήτου, ώστε να συσχετισθεί με το ύψος της απαίτησης τους.
Καταληκτικά, κρίνω πως οι ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την τρίτη προϋπόθεση, ότι δηλαδή χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω πως η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.
Τα έξοδα της Αίτησης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στο τέλος της αγωγής και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο οπόταν και θα είναι πληρωτέα, επιδικάζονται υπέρ του εναγόμενου 5-καθ’ου η Αίτηση και σε βάρος των εναγόντων.
(Υπ.) ..................................................
Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Α.Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΣΣΑ