ECLI:CY:EDLAR:2020:A19

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον:  Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ - ΑΝΔΡΕΟΥ, Π.Ε.Δ.

 

 

Αρ. Αγωγής 3180/2018

Μεταξύ:

XXXXX SHISHKIN, εκ Ρωσίας

Αιτητής/ Αιτητής

και

1.        O1 GROUP LIMITED, εκ Λευκωσίας

2.        GISORAL HOLDINGS LIMITED, εκ Λευκωσίας

3.        AGDALIA HOLDINGS LIMITED, εκ Λευκωσίας

4.        XXXXX Mints, εκ Αγγλίας

5.        XXXXX Mints, εκ Σκωτίας

6.        XXXXX Ατάμοβιτς Χατζηκωνσταντή, εκ Λάρνακας

7.        XXXXX Στολμπόβσκιχ, εκ Λευκωσίας

 

Εναγόμενοι/ Καθ’ ων η Αίτηση

 

Αίτηση ημερ. 20/12/18 για έκδοση Προσωρινών Διαταγμάτων

 

Ημερομηνία24  Μαρτίου 2020

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα/Αιτητή:  Κ. Κουάλης για A.G. Erotocritou LLC

Για Εναγόμενους 1, 3 - 7/Καθ’ ων η Αίτηση:  Λ. Χαβιαράς για Χαβιαράς και Φιλίππου ΔΕΠΕ

Για την Εναγόμενη 2/Καθ’ ης η Αίτηση:  Λ. Χατζηδημητρίου για Λοΐζος Χατζηδημητρίου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Επιζητούμενες Θεραπείες

Με την υπό κρίση Αίτηση, όπως διαπιστώνεται, ο Αιτητής επιζητεί την έκδοση:

 

·        Διατάγματος Παγοποίησης των περιουσιακών στοιχείων των Καθ’ ων η Αίτηση ανά το παγκόσμιο, τα οποία συμπεριλαμβάνουν στο Παράρτημα Α της Αίτησης και συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν και/ή ελέγχονται από τους Καθ’ ων η Αίτηση [Διάταγμα υπό στοιχείο (Α)].

 

·        Υποβοηθητικά Διατάγματα Αποκάλυψης (Ancillary Discovery Orders) με τα οποία να διατάζονται οι Καθ’ ων η Αίτηση να αποκαλύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία προς υποβοήθηση του Διατάγματος Παγοποίησης.[Διατάγματα υπό στοιχεία (Β) και (Γ)].

 

Συγκεκριμένα, επιζητείται η έκδοση των ακολούθων Διαταγμάτων:

 

Α.    Ενδιάμεσο διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο, μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου, να απαγορεύει και/ή να εμποδίζει τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 – 7, από του:

α.     να μεταφέρουν εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας οποιαδήποτε από τα περιουσιακά τους στοιχεία βρίσκονται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, αξίας μέχρι USD $ 5.000.000· και

β.     με οποιοδήποτε τρόπο διαθέσουν, διαχειριστούν (“deal with”) ή μειώσουν την αξία οποιωνδήποτε περιουσιακών τους στοιχείων είτε αυτά βρίσκονται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας είτε όχι, μέχρι της πιο πάνω αξίας.

Νοείται ότι για σκοπούς της παρούσας παραγράφου (Α):

i.      Τα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η Αίτηση, ανά το παγκόσμιο, είτε κατέχονται εξ’ ολοκλήρου ή από κοινού με άλλους (“solely or jointly owned”), ανεξαρτήτου εάν το συμφέρον των  Καθ’ ων η Αίτηση επί αυτών είναι επ’ ονόματι τους, είναι ωφέλιμο ή κατέχεται άλλως πως (“legally, beneficially or otherwise”). Τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η Αίτηση περιλαμβάνουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων οι Καθ’ ων η Αίτηση έχουν άμεση ή έμμεση εξουσία να διαθέσουν ή να διαχειριστούν ως να ήταν δικά τους. Οι Καθ’ ων η Αίτηση θεωρούνται ότι έχουν τέτοια εξουσία και/ή δυνατότητα επί οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου το οποίο κατέχεται και/ή ελέγχεται από οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, στη βάση των άμεσων ή έμμεσων οδηγιών των Καθ’ ων η Αίτηση.

ii.         Τα απαγορευτικά διατάγματα καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τα περιουσιακά στοιχεία που σημειώνονται στο Παράρτημα Α του Διατάγματος.

iii.       Εάν η συνολική καθαρή αξία, εξαιρουμένων υποθηκών και επιβαρύνσεων, των περιουσιακών στοιχείων κάποιου Καθ’ ου η Αίτηση που βρίσκονται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας («ελεύθερα περιουσιακά στοιχεία») υπερβαίνει τα USD $ 5.000.000, αυτός δύναται να μεταφέρει οποιαδήποτε από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας ή δύναται να τα διαθέσει ή να τα διαχειριστεί, υπό την προϋπόθεση ότι η συνολική αξία των ελεύθερων περιουσιακών στοιχείων του εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας θα υπερβαίνει την προαναφερόμενη αξία.

iv.       Εάν η συνολική καθαρή αξία των ελεύθερων περιουσιακών στοιχείων κάποιου Καθ’ ου η Αίτηση που βρίσκονται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν υπερβαίνει τα USD $ 5.000.000, αυτός δεν δικαιούται να μεταφέρει οποιοδήποτε από τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν δύναται να διαθέσει ή να διαχειριστεί οποιοδήποτε από αυτά. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου (v) κατωτέρω, εάν ο Καθ’ ου η Αίτηση έχει περιουσιακά στοιχεία εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυτός δύναται να διαθέσει ή να διαχειριστεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία νοουμένου ότι η συνολική αξία των ελεύθερων περιουσιακών στοιχείων, είτε εντός είτε εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας, παραμένει υπέρ των USD $ 5.000.000. 

v.         Προτού διαθέσουν περιουσιακά στοιχεία ως προβλέπει η παράγραφος (iv) ανωτέρω, έκαστος από τους Καθ’ ων η Αίτηση πρέπει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις αποκάλυψης όλων των περιουσιακών στοιχειών τους, ως οι παράγραφος Γ κατωτέρω.

vi.       Το παρόν Διάταγμα υπόκειται στους περιορισμούς που σημειώνονται στο Παράρτημα Β του Διατάγματος.

vii.      Το παρόν Διάταγμα ερμηνεύεται σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις που σημειώνονται στο Παράρτημα Γ του Διατάγματος.

Β.    Ενδιάμεσο και/ή Υποβοηθητικό Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να διατάζει κάθε τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο θα επιδοθεί και/ή το οποίο θα λάβει γνώση του Διατάγματος, εντός 10 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης και/ή λήψης γνώσης του Διατάγματος, όπως πληροφορήσει τον Αιτητή και/ή τους δικηγόρους του Αιτητή κατά πόσο έχει δεσμευτεί οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και/ή τραπεζικός λογαριασμός δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου Α ανωτέρω και να δώσει στον Αιτητή και/ή στους δικηγόρους του Αιτητή τα στοιχεία των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων και/ή τους αριθμούς των δεσμευμένων τραπεζικών λογαριασμών καθώς και τα ονόματα των προσώπων επ’ ονόματι των οποίων διατηρούνται τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία και οι εν λόγω λογαριασμοί.

Νοείται ότι σε περίπτωση που τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει δεσμεύσει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και/ή τραπεζικό λογαριασμό δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου Α ανωτέρω, δεν έχει υποχρέωση να πληροφορήσει τον Αιτητή και/ή τους δικηγόρους αυτού.

Νοείται επίσης ότι ο Αιτητής θα υποχρεούται να καταβάλει οποιαδήποτε εύλογα έξοδα που οποιαδήποτε τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα θα υποστεί για σκοπούς της συμμόρφωσης του με τις πρόνοιες της παρούσας παραγράφου ως αυτά θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Γ.     Ενδιάμεσο και/ή Υποβοηθητικό Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου που να διατάζει έκαστο Καθ’ ου η Αίτηση, μέσω των διευθυντών του στον βαθμό που αυτός αποτελεί εταιρεία, όπως εντός 10 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης και/ή λήψης γνώσης του παρόντος Διατάγματος, ετοιμάσει, καταχωρήσει και επιδώσει στους δικηγόρους των Αιτητών, ένορκη δήλωση με την οποία να παραθέτει τις πληροφορίες που αυτός οφείλει να αποκαλύψει δυνάμει του παρόντος Διατάγματος, και που θα επισυνάπτει όλα τα σχετικά έγγραφα και αρχεία που υποστηρίζουν τις πληροφορίες που αυτός θα αποκαλύψει..

(α)    Έκαστος Καθ’ ου η Αίτηση πρέπει να αποκαλύψει όλα του τα περιουσιακά στοιχεία ανά το παγκόσμιο η αξία των οποίων υπερβαίνει τα ΕΥΡΩ 5.000, είτε αυτά είναι εγγεγραμμένα επ’ ονόματι του είτε όχι και είτε κατέχονται εξ’ ολοκλήρου ή από κοινού με άλλους (“solely or jointly owned”) είτε το συμφέρων του Καθ’ ου η Αίτηση επί αυτών είναι επ’ ονόματι του, είναι ωφέλιμο ή κατέχεται άλλως πως (“legally, beneficially or otherwise”) συμπεριλαμβανομένου υπό την ιδιότητα του ως δικαιούχου κάτω από διακριτικό εμπίστευμα (“discretionary trust”) ή ιδιωτικό ίδρυμα (“private foundation”), αποκαλύπτοντας την αξία, την τοποθεσία και τις λεπτομέρειες αυτών των περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου της ταυτότητας οποιουδήποτε προσώπου ή οργανισμού που τα κατέχει και τα κρατεί εκ μέρους και προς όφελος του Καθ’ ου η Αίτηση∙ και

(β)    Έκαστος Καθ’ ου η Αίτηση πρέπει να αποκαλύψει όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς που έχει, είτε εξ’ ολοκλήρου επ’ ονόματι του ή από κοινού με άλλους (“solely or in joint names”) και/ή επί των οποίων ο Καθ’ ου η Αίτηση έχει δικαίωμα να υπογράφει (“he is a signatory”) και/ή κατέχονται από αντιπρόσωπο εκ μέρους και προς όφελος του Καθ’ ου η Αίτηση και/ή επί των οποίων αυτός με άλλο τρόπο έχει εξουσία να ελέγχει μεταφορές από και προς τον λογαριασμό, αποκαλύπτοντας όλες τις λεπτομέρειες συμπεριλαμβανομένων του αριθμού λογαριασμού, του ονόματος του κατόχου του λογαριασμού (“account holder”), το τραπεζικό ίδρυμα στο οποίο βρίσκεται ο λογαριασμός και το υπόλοιπο του λογαριασμού κατά την ημερομηνία επίδοσης.

Νοείται ότι αν οι πιο πάνω πληροφορίες ενδεχομένως να αυτοενοχοποιήσουν τους Καθ’ ων η Αίτηση ή οιονδήποτε εξ’ αυτών, αυτοί δύνανται να αρνηθούν να παράσχουν τις πληροφορίες, αλλά συνιστάται όπως αυτοί λάβουν νομική συμβουλή πριν αρνηθούν να παράσχουν τις πληροφορίες.

Νοείται επίσης ότι αδικαιολόγητη άρνηση να παράσχει τις πληροφορίες αποτελεί καταφρόνηση Δικαστηρίου και δύναται να οδηγήσει στην επιβολή φυλάκισης, προστίμου ή σε κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων.

 

 

Νομική Βάση Αίτησης

Η παρούσα Αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.39, Δ.48, θθ. 1–8, 11–13, Δ.59, Δ.64, στο Άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60), στα Άρθρα 4 και 5 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στον Περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ. 149, στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο Κεφ. 148, στον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 και, μεταξύ άλλων, στα Άρθρα 2, 203, 209, 211, 212, 213, 216, 218, 255 – 256Β, 300, 301, 302, 307, 312, 313 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, στο Κοινοδίκαιο και τις αρχές της Επιείκειας, στις νομικές αρχές που διέπουν την έκδοση διαταγμάτων τύπου Mareva και Chabra, στη Νομολογία ως και στις συμφυείς εξουσίες, στη διακριτική εξουσία και την πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Ένορκη Δήλωση XXXXX Νικολαΐδου 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της XXXXX Νικολαΐδου (εφεξής ένορκη δήλωση Νικολαΐδου), δικηγόρου στη δικηγορική εταιρεία A.G. Erorocritou LLC, οι οποίοι εκπροσωπούν τον Ενάγοντα στην παρούσα Αγωγή.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως παρατίθενται στην ένορκη δήλωση Νικολαΐδου, συνοψίζονται στο πλαίσιο της Β΄ Ενότητας της ένορκης δήλωσης η οποία τιτλοφορείται «Εκτενής Περίληψη», ως ακολούθως:

1.         Η Αγωγή εγείρεται σε σχέση με τη μη αποπληρωμή δύο δανείων τα οποία παρείχε ο Αιτητής και τα οποία ανέλαβε να αποπληρώσει η Καθ’ ης η Αίτηση 2 δυνάμει γραπτών συμφωνιών, ως επίσης και σε σχέση με τη συμφωνία εγγύησης που συνάφθηκε με την Καθ’ ης η Αίτηση 1, η οποία εγγυήθηκε και ανέλαβε να ξεπληρώσει τα εν λόγω δάνεια.

2.         Η Αγωγή επίσης προωθείται σε σχέση με την ευρύτερη αδικοπραξία στα πλαίσια της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία της Καθ’ ης η Αίτηση 1 μεταφέρθηκαν σε τρίτες εταιρείες, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η αποπληρωμή των δανείων προς τον Αιτητή.

3.         Συνοπτικά, ο Αιτητής είχε αρχικά παραχωρήσει δάνεια σε εταιρείες εντός του ομίλου εταιρειών Ο1, ο οποίος όμιλος κατείχε περιουσιακά στοιχεία σημαντικής αξίας. Στην πορεία, κατόπιν παροτρύνσεων και παραστάσεων από τον τελικό δικαιούχο του ομίλου, ήτοι τον Καθ’ ου η Αίτηση 4, ο Αιτητής συμφώνησε στη μεταφορά των υποχρεώσεων αποπληρωμής των πιο πάνω δανείων σε άλλη εταιρεία του ομίλου Ο1, ήτοι την Καθ’ ης η Αίτηση 2, η οποία δεν είχε εργασίες ή περιουσιακά στοιχεία που να διασφαλίζουν την εξόφληση των δανείων.

4.         Ως εκ τούτου και προς εξασφάλιση της εξόφλησης των δανείων, περί τον Αύγουστο του 2016, τα μέρη συμφώνησαν και εκτέλεσαν γραπτή συμφωνία εγγύησης αποπληρωμής των δανείων μεταξύ του Αιτητή και της Καθ’ ης η Αίτηση 1. Κατά τη δεδομένη στιγμή, η Καθ’ ης η Αίτηση 1 ήταν η μητρική εταιρεία του ομίλου Ο1, η οποία, μέσω θυγατρικών της εταιρειών και στη συνέχεια μέσω της Καθ’ ης η Αίτηση 3, κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών της κυπριακής εταιρείας O1 Properties Ltd, η οποία κατείχε τα περιουσιακά στοιχεία του ομίλου Ο1.

5.         Στη συνέχεια και πριν εξοφληθούν τα δάνεια, τροχοδρομήθηκε η αποξένωση όλων ή έστω των κύριων περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Ο1, με αποτέλεσμα η Καθ’ ης η Αίτηση 1 να μην είναι σε θέση να αποπληρώσει τα δάνεια.

6.         Με σκοπό τη διακρίβωση των λεπτομερειών της αδικοπραξίας που εξελίχθηκε, ο Αιτητής προσέλαβε ιδιώτες ερευνητές στη Ρωσία, οι οποίοι ετοίμασαν λεπτομερή έκθεση σε σχέση με τη διαδικασία μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων της Καθ’ ης η Αίτηση 1, η οποία επίσης αποκαλύπτει τις εταιρείες μέσω των οποίων τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία κατέχονται σήμερα (στο εξής η «Έκθεση Ερευνητών»). Η Έκθεση Ερευνητών επισυνάπτεται στην παρούσα με τα σχετικά της παραρτήματα, και σημειώνεται ως Τεκμήριο 1.

7.         Ως προκύπτει από την Έκθεση Ερευνητών, οι Καθ’ ων η Αίτηση, ενεργώντας από κοινού και σε συνεννόηση, ενορχήστρωσαν την απογύμνωση της Καθ’ ης η Αίτηση 1, μέσω της μεταβίβασης της κυπριακής εταιρείας Ο1 Properties Ltd, σε τρίτο πρόσωπο, ενώ την ίδια περίοδο μεταβίβασαν κάποια από τα κύρια περιουσιακά στοιχεία του ομίλου Ο1, και συγκεκριμένα το έργο Bolshevik, το οποίο αποτελείτο, μεταξύ άλλων, από πολυτελή γραφειακές εγκαταστάσεις στη Μόσχα (στο εξής το «Έργο Bolshevik»), σε εταιρείες που ελέγχει ο Καθ’ ου η Αίτηση 4. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, ο Καθ’ ου η Αίτηση 4 φαίνεται να προέβη σε επενδύσεις αρκετών εκατομμυρίων σε ακίνητα στο Ηνωμένο Βασίλειο. 

8.         Ως αποτέλεσμα των παράνομων πράξεων των Καθ’ ων η Αίτηση, η Καθ’ ης η Αίτηση 1 δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της προς τον Αιτητή. 

9.         Ο Καθ’ ου η Αίτηση 5 είναι ο υιός του Καθ’ ου η Αίτηση 4 και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο για την υπόθεση ήταν ο γενικός διευθυντής του ομίλου Ο1, ενώ φαίνεται να έχει ενεργή εμπλοκή στα εταιρικά οχήματα που σήμερα κρατούν τα περιουσιακά στοιχεία που ελέγχει ο Καθ’ ου η Αίτηση 4.

10.      Οι Καθ’ ων η Αίτηση 6 και 7 ήταν οι διευθυντές τόσο της Καθ’ ης η Αίτηση 1 όσο και της Καθ’ ης η Αίτηση 3 κατά τον επίδικο χρόνο της αποξένωσης.

11.      Είναι αξιοσημείωτο ότι πριν ολοκληρωθεί η αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Ο1, περί τον Αύγουστο 2018 ο Αιτητής είχε εγείρει δικαστικές διαδικασίες στην Κύπρο, μέσω της αγωγής με αριθμό 2179/2018, στα πλαίσια της οποίας καταχώρησε μονομερή αίτηση και επιδίωξε την έκδοση διαταγμάτων που θα εμπόδιζαν την αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου.

12.      Οι προσπάθειες του Αιτητή να εμποδίσει την αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων μέσω της αγωγής με αριθμό 2179/2018 αναχαιτίστηκαν αφού η Καθ’ ης η Αίτηση 1 έλαβε γνώση της διαδικασίας, εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την μονομερή ακρόαση της αίτησης για την έκδοση διαταγμάτων, και κατάφερε να καθυστερήσει τη διαδικασία μέχρι να ολοκληρωθεί η αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων .

Σε ό,τι αφορά τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η Αίτηση, η ομνύουσα αναφέρει ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1, 2 και 3 δεν φαίνεται να κατέχουν οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία αξίας αφού τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 3 έχουν αποξενωθεί, ενώ η Καθ’ ης η Αίτηση 2 δεν φαίνεται να έχει περιουσιακά στοιχεία αξίας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Αναφέρεται, περαιτέρω, ότι ο Αιτητής δεν έχει πληροφόρηση σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η Αίτηση 6 και 7. Όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του Καθ’ ου η Αίτηση 4, για τα οποία ζητείται η δέσμευση, αναφέρεται ότι αυτά κατέχονται περίπλοκων εταιρικών δομών και υπεράκτιων εταιρειών μέσω των οποίων αποκρύβεται η ταυτότητα του τελικού ωφέλιμου δικαιούχου και, ως εκ τούτου, μπορούν να μεταβιβαστούν με ευκολία και πλήρη εμπιστευτικότητα. Σε σχέση με τον Καθ’ ου η Αίτηση 5, ο οποίος είναι υιός του Καθ’ ου η Αίτηση 4, αναφέρεται ότι έχει ενεργό ρόλο στη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του Καθ’ ου η Αίτηση 4.

Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στα περιουσιακά στοιχεία του Καθ’ ου η Αίτηση 4, τα οποία, ως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση Νικολαΐδου έχει εντοπίσει ο Αιτητής και των οποίων ζητείται η δέσμευση. Συγκεκριμένα, εξειδικεύονται τα ακόλουθα:

·        Το έργο Bolshevik

Το έργο αυτό κατέχεται πλέον από τον Όμιλο Εταιρειών της Cesium Ltd, το οποίο φαίνεται να ελέγχει κατά 57,2% ο Καθ’ ου η Αίτηση 4. Η αξία του έργου Bolshevik εκτιμάται στα US$255 εκατομμύρια.

 

·        Περιουσιακά στοιχεία στο Ηνωμένο Βασίλειο

Με βάση το Τεκμήριο 30Β και την Έκθεση Ερευνητών, ο Καθ’ ου η Αίτηση 4 είναι ο τελικός ωφέλιμος δικαιούχος του ξενοδοχείου Double Tree by Hilton Cheltenham στην Αγγλία, το οποίο κατέχεται από την Αγγλική εταιρεία Michels Ventures 1 Ltd, μέτοχος της οποίας είναι η Σκωτσέζικη εταιρεία Lethendy Estates Limited, η οποία κατέχεται από την Κυπριακή εταιρεία Milyan Investments Limited, της οποίας μέτοχοι είναι οι Asfalot Ltd και Mallom Ltd, τελικός ωφέλιμος δικαιούχος των οποίων είναι ο Καθ’ ου η Αίτηση 4. Όπως αναφέρεται, κατόπιν περαιτέρω ερευνών του Αιτητή, διαπιστώθηκε ότι ένας εκ των διευθυντών της Lethendy Estates Limited είναι ο Καθ’ ου η Αίτηση 5. Η ομνύουσα, στη βάση των στοιχείων που λεπτομερώς καταγράφει στην ένορκη της δήλωση, παραθέτει κατάλογο περιουσιακών στοιχείων τα οποία αναφέρει ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 4 κατέχει μέσω της περιγραφόμενης στον εν λόγω κατάλογο εταιρικής δομής.

 

Ένσταση Εναγομένων 1, 3, 6 και 7 – Λόγοι Ένστασης

 

Στην Αίτηση κατεχωρήθη Ένσταση από μέρους των Εναγομένων 1, 3, 6 και 7 η οποία βασίζεται βασίζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.39Δ.48, θθ.1-9 Δ.64, στο Ν.14/60Άρθρο 32, στα Άρθρα 1-10 του Ν.31(1)/1992,στα Άρθρα 3 - 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στο Κεφ. 113 Άρθρα 211 και 212, στα Άρθρα 91, 92, 93 και 103 του περί Συμβάσεων Νόμου στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 655/2014 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Ως λόγοι Ένστασης εξειδικεύονται οι ακόλουθοι:

 

1.        Οι Εναγόμενοι  ενίστανται στην δικαιοδοσία του Κυπριακού δικαστηρίου. Η μόνη διασύνδεση τους με τον Ενάγοντα είναι οι επίδικες δανειακές συμβάσεις οι οποίες προνοούν για εφαρμογή του Ρωσικού Δικαίου και για υπαγωγή των διαφορών στα Ρωσικά δικαστήρια. Επομένως το Κυπριακό Δικαστήριο, σεβόμενο τη βούληση των μερών, δεν μπορεί να προχωρήσει σε ευρήματα παράβασης των εν λόγω συμβάσεων που είναι προαπαιτούμενο δικαστικής κρίσης για την τυχόν υποχρέωση των εναγόμενων 1 και 2.

2.        Η Αγωγή είναι πρόωρη αφού οι επίδικες δανειακές συμβάσεις δεν θεωρούν ότι η καθυστέρηση αποπληρωμής τόκων συνιστά λόγο τερματισμού ή πρόωρης κλήσης αποπληρωμής, δεν έχουν καθόλου πρόνοιες πρόωρου τερματισμού και δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι κατά το Ρωσικό Δίκαιο τούτο συνιστά αιτία πρόωρης ή καθόλου κλήσης αποπληρωμής και/ή η μαρτυρία που έχει προσαχθεί προς τούτο δεν είναι  ικανοποιητική για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας

3.        Ένεκα των όσων αναφέρονται στους λόγους Ένστασης 1 και 2 ο Ενάγων δεν έχει καλή  ή συζητήσιμη υπόθεση κατά των Εναγόμενων  ή/και ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας των αξιώσεων του.

4.        Συνεπεία της κατάρτισης των τροποποιήσεων των συμβάσεων δανείου στις 31/8/2016 ως αναφέρεται στις παρ 55.5 .και 63.3 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση, δηλαδή μεταγενέστερα της κατάρτισης του εγγυητήριου που έγινε στις 26/8/2016 ,η Εναγόμενη 1 έχει εν πάση περιπτώσει απαλλαγεί από τις τυχόν υποχρεώσεις της και ο Ενάγων δεν έχει καλή  ή συζητήσιμη υπόθεση

5.        Η παρούσα Αίτηση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

6.        Η Αγωγή είναι πρόωρη κατά του Εναγόμενου 1 αφού δεν προηγήθηκε η προς αυτόν έγκυρη ειδοποίηση  30 ημερών περί της   παράλειψης του Εναγόμενου 2 να πληρώσει όπως  προνοεί η επίδικη εγγυητική σύμβαση. Η ειδοποίηση που δόθηκε ρητά δίδεται κατ’ επίκληση ειδικών προνοιών του Κυπριακού Δικαίου που δεν εφαρμόζεται .

7.        Η Αγωγή είναι πρόωρη κατά του Εναγόμενου 1 αφού  η προς αυτόν πιο πάνω  ειδοποίηση που δόθηκε  κατ’ επίκληση ειδικών προνοιών του Κυπριακού Δικαίου είναι αντίθετη με τις εν λόγω πρόνοιες .

8.        Υπήρξε σοβαρή μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων εκ μέρους του  Αιτητή  είτε αυτή στόχευε να παραπλανήσει το Δικαστήριο, είτε όχι.

9.        Ο Αιτητής δεν έχει δείξει κανένα ή κανένα βάσιμο λόγο γιατί το Δικαστήριο να μην σεβαστεί τη ρήτρα δικαιοδοσίας στις επίδικες δανειακές συμβάσεις και να ενεργήσει θέτοντας τον Εναγόμενο 1 σε κίνδυνο να μην μπορεί να διεκδικήσει όσα τυχόν καταβάλει ως εγγυητής.

10.     Ο Αιτητής δεν έχει δείξει κανένα ή κανένα βάσιμο λόγο γιατί το Δικαστήριο να μην αναμένει την έκβαση της τυχόν ρωσικής διαδικασίας  για τις επίδικες δανειακές συμβάσεις προτού ασχοληθεί με την εγγυητική σύμβαση αποφεύγοντας έτσι τη πιθανότητα σύγκρουσης ευρημάτων των δύο δικαστηρίων.

11.     Ο Αιτητής  δεν έχει δείξει ότι κινδυνεύει να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθούν τα Διατάγματα.

12.     Η Αίτηση του Αιτητή δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60, όπως τροποποιήθηκε.

13.     Η  ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση είναι αντίθετη με την Κυπριακή Νομολογία και θα πρέπει να αγνοηθεί.

14.     Τα Διατάγματα είναι φύσης και έκτασης που δεν μπορούν να εκδοθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Ένορκη δήλωση Kazakov

 

Η Ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του XXXXX XXXXX Kazakov, νομικού συμβούλου του Ομίλου Ο1.

 

Ένσταση Εναγόμενης 2 - Λόγοι Ένστασης

 

Στην Αίτηση κατεχωρήθη Ένσταση και από τον Καθ’ ου η Αίτηση 2 στην οποία εξειδικεύονται οι ακόλουθοι λόγοι Ένστασης:

 

1.        Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

2.        Δεν είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα Διατάγματα.

3.        Ο Αιτητής/Ενάγοντας καμία ανεπανόρθωτη ζημιά δεν θα υποστεί από την μη έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων

4.        Το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα Αγωγή και την υπό κρίση αίτηση, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιείται η πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, αφού οποιαδήποτε διαφορά σε σχέση με τις επίδικες συμβάσεις δανείων ρητά υπάγεται με βάση τις σχετικές συμβάσεις στη δικαιοδοσία των Ρώσικων δικαστηρίων.

5.        Η Καθ’ ης η Αίτηση 2 δεν είχε κατά τους ουσιώδεις χρόνους και/ή δεν έχει ακόμη υποχρέωση καταβολής των ποσών των δανείων με αποτέλεσμα η παρούσα Αγωγή να  έχει καταχωρηθεί πρόωρα αφού οι επίδικες συμβάσεις δανείων ουδέποτε τερματίστηκαν και/ή ουδέποτε τερματίστηκαν νόμιμα και/ή ουδέποτε τα δάνεια κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και/ή πληρωτέα.

6.        Το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη τη μαρτυρία που προσκόμισε ο Αιτητής για να τεκμηριώσει τη μη αναγκαιότητα αποστολής επιστολής τερματισμού και/ή γραπτής απαίτησης καταβολής του ισχυριζόμενου ποσού των δανείων καθότι αυτή είναι ελλιπής και/ή παραπλανητική και/ή δεν επεξηγεί ανάμεσα σ’ άλλα γιατί ο Αιτητής, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση, δεν θεωρείται «ιδιώτης επιχειρηματίας («individual entrepreneur»).

7.        Ο Αιτητής /Ενάγοντας καμία μαρτυρία και/ή λόγο δεν προσκόμισε για να πείσει το Δικαστήριο να παρεκκλίνει από την πάγια νομολογιακή αρχή, ήτοι της εφαρμογής της ρήτρας στις επίδικες συμβάσεις δανείων ότι επίλυση τυχόν διαφορών που δύναται να προκύψουν θα γίνεται με βάση το Ρωσικό δίκαιο και από τα Ρώσικα Δικαστήρια.

8.        Ο Αιτητής/Ενάγοντας δεν προσήλθε  καλή τη πίστη στο Δικαστήριο αλλά να αντλήσει και να λάβει πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία και/ή άλλως πως τρίτων προσώπων και/ή να παγοποιήσει αυτά ενώ τα πρόσωπα αυτά δεν σχετίζονται με τις επίδικες συμβάσεις δανείου και/ή την Καθ’ ης η Αίτηση 2.

9.        Ο Αιτητής/Ενάγοντας δεν έχει παρουσιάσει οποιαδήποτε γεγονότα και/ή ισχυρισμούς που να στοιχειοθετούν οποιοδήποτε δόλο και/ή ανέντιμη συμπεριφορά και/ή παράνομες ενέργειες εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση 2 και, ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως αγώγιμο δικαίωμά του.

10.     Η πώληση του έργου Bolshevik και/ή μέρους αυτού στην εταιρεία Cesium Limited ήταν ξεκάθαρα μια συναλλαγή σε καθαρά εμπορική βάση (arms length transaction) και σε καμία περίπτωση δεν έγινε με σκοπό να αποστερήσει τον Ενάγοντα/Αιτητή από οποιαδήποτε δικαιώματά του με βάση τις επίδικες συμβάσεις δανείων και/ή εγγύησης.

11.     Ο Αιτητής/Ενάγοντας παραθέτει ψευδή και/ή παραπλανητικά στοιχεία και/ή μαρτυρία με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο σ’ ό,τι αφορά τη σχέση και/ή διασύνδεση της Καθ’ ης η Αίτηση 2 με τον Καθ’ ου η Αίτηση 4 και/ή τους υπόλοιπους Καθ’ ων η Αίτηση.

12.     Τα αιτούμενα Διατάγματα είναι τέτοιας φύσεως και έκτασης που δεν μπορούν να εκδοθούν από το Δικαστήριο.

13.     Ο Αιτητής/Ενάγοντας προσπαθεί να παραπλανήσει το Δικαστήριο και να εκμαιεύσει την έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων γιατί ενώ από τη μια επιδιώκει έκδοση Διαταγμάτων, ανάμεσα σ’ άλλα, εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 2 για παγοποίηση των περιουσιακών της στοιχείων από την άλλη ισχυρίζεται ότι η Καθ’ ης η Αίτηση 2 δεν είχε κατά τους ουσιώδεις χρόνους και/ή δεν κατέχει μέχρι σήμερα κανένα περιουσιακό στοιχείο.

14.     Ο Αιτητής/Ενάγοντας καμία μαρτυρία δεν παρουσίασε που να αποδεικνύει ότι η Καθ’ ης η Αίτηση 2 είναι ανίκανη να πληρώσει το δάνειο της με βάση τις επίδικες συμβάσεις δανείων.

15.     Η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση χωρίς να παρέχεται οποιοσδήποτε εύλογος λόγος περί τούτου Η υπό κρίση Αίτηση καταχωρείται καταχρηστικά και/ή υπάρχει δεδικασμένο λόγω της καταχώρισης της προηγούμενης Αγωγής με αρ. 2179/2018.

 

Η Ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της XXXXX Gojeva στην οποία, στο μεγαλύτερο της μέρος, υιοθετούνται και επαναλαμβάνονται οι πιο πάνω λόγοι Ένστασης.

 

 

Ένσταση Εναγομένων 4 και 5 – Λόγοι Ένστασης

 

Στην Αίτηση κατεχωρήθη Ένσταση και από τους Εναγόμενους 4 και 5 με την ίδια νομική βάση ως αυτήν που κατεχώρησαν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1, 3, 6 και 7. Ως λόγοι Ένστασης εξειδικεύθηκαν οι ακόλουθοι:

1.        Οι Εναγόμενοι δεν έχουν καμία συμβατική ή άλλη διασύνδεση με τον Ενάγοντα και δεν υπάρχει καμία αιτία αγωγής εναντίον τους.  

2.        Οι Εναγόμενοι  ενίστανται στην δικαιοδοσία του Κυπριακού Δικαστηρίου. Η μόνη κατ’ ισχυρισμό διασύνδεση τους με τον Ενάγοντα είναι οι επίδικες δανειακές συμβάσεις στις οποίες όμως δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη και οι οποίες εν πάση περιπτώσει προνοούν για εφαρμογή του Ρωσικού Δικαίου και για υπαγωγή των διαφορών στα Ρωσικά Δικαστήρια. Επομένως το Κυπριακό Δικαστήριο, σεβόμενο τη βούληση των μερών, δεν μπορεί να προχωρήσει σε ευρήματα παράβασης των εν λόγω συμβάσεων που είναι προαπαιτούμενο δικαστικής κρίσης για την τυχόν υποχρέωση των Εναγόμενων 1 και 2 πολλώ δε μάλλον των Εναγόμενων.

3.        Οι Εναγόμενοι δεν μπορούν  να ευρεθούν υπεύθυνοι για αστικό αδίκημα. Ο ενάγων δεν έχει καταδείξει τα αναγκαία γεγονότα που θα αποδείκνυαν ευθύνη των Εναγομένων από αστικό αδίκημα.   Κανείς από τους Εναγόμενους δεν οφείλει καθήκον επιμέλειας προς τον Ενάγοντα και δεν υπάρχει αιτιώδεις συνάφεια μεταξύ των κατ’ ισχυρισμό πράξεων των Εναγομένων και της κατ’ ισχυρισμό ζημίας του Ενάγοντα. Ο Ενάγων παρέλειψε να καταδείξει τις τυχόν συμβατικές σχέσεις μετά των Εναγομένων που θα αποδείκνυαν την ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας  και δεν έχει καταδείξει με λεπτομέρεια ποιες συγκεκριμένες πράξεις των Εναγομένων συνέστησαν το κατ’ ισχυρισμό αστικό αδίκημα. Ο Ενάγων έχει αναφερθεί μόνο στο γεγονός ότι οι Εναγόμενοι ήταν ενεργοί επενδυτές και είχαν εμπλοκή στις εργασίες της O1 Group. Τούτο σαφώς δεν ικανοποιεί τα προαπαιτούμενα ευθύνης των Εναγομένων από αστικό αδίκημα.

4.        Η πιθανή βάσης ευθύνης από αστικό αδίκημα δυνάμει του Άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου που είναι ο δόλος δεν μπορεί να αποδοθεί στους Εναγόμενους.  Ο δόλος συνίσταται στην παραπλανητική παρουσίαση γεγονότος που γίνεται με γνώση ότι είναι ψευδές ή χωρίς την πίστη ότι είναι αληθές ή με αδιαφορία κατά πόσο είναι αληθές ή ψευδές και με πρόθεση να βασισθεί πάνω της ώστε να ενεργήσει το εξαπατούμενο πρόσωπο. Ο Ενάγων δεν έχει καταδείξει οποιαδήποτε συγκεκριμένα γεγονότα που να εισηγούνται καν ότι οι Εναγόμενοι έκαναν τέτοιες παραπλανητικές παραστάσεις στον Ενάγοντα ή ότι έχουν με οποιοδήποτε τρόπο παραπλανήσει τον Ενάγοντα.

5.        Η Αγωγή είναι πρόωρη αφού οι επίδικες δανειακές συμβάσεις δεν θεωρούν ότι η καθυστέρηση αποπληρωμής τόκων συνιστά λόγο τερματισμού ή πρόωρης κλήσης αποπληρωμής, δεν έχουν καθόλου πρόνοιες πρόωρου τερματισμού και δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι κατά το Ρωσικό δίκαιο τούτο συνιστά αιτία πρόωρης ή καθόλου κλήσης αποπληρωμής και/ή η μαρτυρία που έχει προσαχθεί προς τούτο δεν είναι  ικανοποιητική για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας

6.        Ένεκα των όσων αναφέρονται στους λόγους Ένστασης 1, 2 και 3 ο Ενάγων δεν έχει καλή  ή συζητήσιμη υπόθεση κατά των Εναγόμενων  ή/και ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας των αξιώσεων του.

7.        Συνεπεία της κατάρτισης των τροποποιήσεων των συμβάσεων δανείου στις 31/8/2016 ως αναφέρεται στις παρ. 55.5 και 63.3 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση δηλαδή μεταγενέστερα της κατάρτισης του εγγυητήριου που έγινε στις 26/8/2016 η εναγόμενη 1 έχει εν πάση περιπτώσει απαλλαγεί από τις τυχόν υποχρεώσεις της και ο Ενάγων δεν έχει καλή  ή συζητήσιμη υπόθεση έστω και εάν ήθελε αποδείξει οποιαδήποτε διασύνδεση των Εναγομένων 4 και 5 με την Εναγόμενη 1.

8.        Η παρούσα Αίτηση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

9.        Η Αγωγή είναι πρόωρη κατά του εναγόμενου 1 αφού δεν προηγήθηκε η προς αυτόν έγκυρη ειδοποίηση  30 ημερών περί της   παράλειψης του Εναγόμενου 2 να πληρώσει όπως  προνοεί η επίδικη εγγυητική σύμβαση. Η ειδοποίηση που δόθηκε ρητά δίδεται κατ’ επίκληση ειδικών προνοιών του Κυπριακού Δικαίου που δεν εφαρμόζεται .

10.     Η Αγωγή είναι πρόωρη κατά του Εναγόμενου 1 αφού  η προς αυτόν πιο πάνω  ειδοποίηση που δόθηκε  κατ’ επίκληση ειδικών προνοιών του Κυπριακού Δικαίου είναι αντίθετη με τις εν λόγω πρόνοιες .

11.     Υπήρξε σοβαρή μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων εκ μέρους του  Αιτητή  είτε αυτή στόχευε να παραπλανήσει το Δικαστήριο, είτε όχι.

12.     Ο Αιτητής δεν έχει δείξει κανένα ή κανένα βάσιμο λόγο γιατί το Δικαστήριο να μην σεβαστεί τη ρήτρα δικαιοδοσίας στις επίδικες δανειακές συμβάσεις και να ενεργήσει θέτοντας τον Εναγόμενο 1 σε κίνδυνο να μην μπορεί να διεκδικήσει όσα τυχόν καταβάλει ως εγγυητής.

13.     Ο Αιτητής δεν έχει δείξει κανένα ή κανένα βάσιμο λόγο γιατί το Δικαστήριο να μην αναμένει την έκβαση της τυχόν Ρωσικής διαδικασίας  για τις επίδικες δανειακές συμβάσεις προτού ασχοληθεί με την εγγυητική σύμβαση αποφεύγοντας έτσι τη πιθανότητα σύγκρουσης ευρημάτων των δύο Δικαστηρίων.

14.     Ο Αιτητής δεν έχει δείξει ότι κινδυνεύει να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθούν τα Διατάγματα.

15.     Η Αίτηση του Αιτητή δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60, όπως τροποποιήθηκε.

16.     Η  ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση είναι αντίθετη με την Κυπριακή Νομολογία και θα πρέπει να αγνοηθεί.

17.     Τα Διατάγματα είναι φύσης και έκτασης που δεν μπορούν να εκδοθούν από το Δικαστήριο.

 

Η ‘Ένσταση των Καθ΄ων η Αίτηση 4 και 5 υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της XXXXX Πελαβά μέσω της οποίας υιοθετείται το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του Kazakov

 

 

Νομική Πτυχή

 

Προτού προχωρήσω να εξετάσω τα ζητήματα που έχουν εγερθεί και για τα οποία οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων έχουν αναφερθεί με εμπεριστατωμένο και άκρως βοηθητικό τρόπο για το Δικαστήριο τόσο στις γραπτές όσο και προφορικές αγορεύσεις τους θεωρώ κατάλληλο στάδιο να συνοψίσω τη νομική πτυχή που διέπει Αιτήσεις για Προσωρινά Διατάγματα.

Το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση συντηρητικών Διαταγμάτων παρέχεται στο Άρθρο 32 του Νόμου 14/60, ενώ η δικονομία για τέτοια διατάγματα προσδιορίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο και Κανονισμούς[1]. Το Άρθρο αυτό παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία σχετικά με την έκδοση παρεμπιπτόντων Διαταγμάτων.[2]

 

Στην παρούσα υπόθεση με βάση το αιτητικό (Α) επιδιώκονται Διατάγματα παγοποίησης. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd κ.ά v. Joseph P. Lasala (2007) 1 A.A.Δ. 162 «στην Κύπρο η εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, περιλαμβανομένων και των διαταγμάτων τύπου Mareva διέπεται από το άρθρο 32(1) του Ν. 14/60 του οποίου η εμβέλεια είναι πολύ ευρεία δεδομένου ότι, στα δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία, παρέχεται η εξουσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα σ' όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο ή πρόσφορο».

 

Σχετική είναι και η ακόλουθη περικοπή από την υπόθεση JSC Mezhdunarodniy Promyshlenniy Bank & Anr v. Sergei Viktorovich Pugachev [2015] EWCA Civ 139 όπου υπογραμμίστηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με το σκοπό έκδοσης τέτοιας φύσεως διατάγματα:

 

The principles upon which freezing orders are granted are well-known. The purpose underlying the grant of a freezing order is to prevent a defendant from putting assets beyond the reach of judgment creditors in the event that judgment is entered against him. This has been said on many occasions, and it is unnecessary to cite authority in support of that proposition. Assets may be put beyond the reach of judgment creditors by hiding them, by transferring them abroad, or by dissipating them. But the underlying purpose of the freezing order is always the same. It is because that is the purpose of a freezing order that its scope is normally restricted to assets which would be amenable to execution in aid of a judgment.

 

                              (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω η εξουσία έκδοσης τέτοιας φύσεως διαταγμάτων διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 32. Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που το Άρθρο αυτό καθορίζει ότι πρέπει να συντρέχουν για να έχει το Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να εκδίδει παρεμπίπτοντα διατάγματα που θα έκρινε δίκαια ή πρόσφορα είναι οι εξής:

 

(α)  η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση

 

(β)  η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγων σε θεραπεία

 

(γ)  το  ότι  θα  είναι  δύσκολο  ή  αδύνατο  να  απονεμηθεί  πλήρης  δικαιοσύνη  σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

 

Η πρώτη προϋπόθεση για την ύπαρξη του σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη έχει ερμηνευθεί ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση (arguable case) με βάση τα δικόγραφα.

Η προϋπόθεση ύπαρξης πιθανότητας ο Ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία επεξηγήθηκε ότι αναφέρεται στην απόδειξη ύπαρξης κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (balance of probabilities) που είναι το μέτρο και/ή βαθμός απόδειξης που απαιτείται στις αστικές υποθέσεις. Η «πιθανότητα» στα πλαίσια της επιφύλαξης του Άρθρου 32(1) απαιτεί από τον Αιτητή μόνο να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.

Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, δηλαδή ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αυτή εξετάζεται κάτω από το ερώτημα κατά πόσο η επιδίκαση αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης. Δηλαδή αν η επιδίκαση των αποζημιώσεων υπέρ του ενάγοντα στο τελικό στάδιο της υπόθεσης είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του, τότε η έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν είναι απαραίτητη.

Τα δύο πρώτα κριτήρια και προϋποθέσεις, είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετα, ιδιαίτερα στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σ΄αυτό το ενδιάμεσο στάδιο όπου τα δικόγραφα εξετάζονται μαζί με το αποδεικτικό υλικό που εμπεριέχεται στις ενόρκους δηλώσεις και της μαρτυρίας που προκύπτει από την αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Μπορεί να λεχθεί ότι στην εξέταση της πρώτης προϋπόθεσης η βάση της αίτησης έχει άμεση σχέση με τη νομική θεμελίωση της αξίωσης, ενώ η δεύτερη προχωρεί και στην εξέταση της προσφερόμενης μαρτυρίας για την πραγματική θεμελίωση της αίτησης.

Επιπρόσθετα με τις πιο πάνω τρεις προϋποθέσεις το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει αν είναι εύλογο και δίκαιο να εκδώσει ή διατηρήσει το διάταγμα[3].

Το πραγματικό υπόβαθρο της Αίτησης πρέπει να διακριβούται μέσα από τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις τηρούμενης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Δ.39 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Στο στάδιο όμως αυτό το Δικαστήριο δεν αναμένεται να αξιολογήσει τη μαρτυρία που τίθεται ενώπιον του και πρέπει να αποφεύγει τη διεξοδική διευκρίνιση και εξέταση επίδικων θεμάτων της αγωγής. Σ΄ αυτό το στάδιο το Δικαστήριο καλείται μόνο να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Νόμου 14/60 όπως αναφέρθηκαν ανωτέρω. Για να αποδειχθούν δε οι τρεις αυτές προϋποθέσεις, ο αιτητής πρέπει να παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το υπόβαθρο της μαρτυρίας (the substratum of evidence), η οποία θα χρειαστεί σκοπό μόνο να δικαιολογήσει την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος[4]. Ωστόσο, τονίζω ότι σε ενδιάμεσες αιτήσεις, όπως η παρούσα, τα θέματα δεν αποφασίζονται τελεσίδικα από το Δικαστήριο το οποίο θα πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε τελικά συμπεράσματα ως προς το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο της υπόθεσης[5].

 

Εξέταση Αίτησης  με βάση τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω την υπό κρίση Αίτηση με βάση τις προϋποθέσεις που τίθενται στο Άρθρο 32 του Ν.14/60.

 

Εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση υπενθυμίζεται ότι, με βάση τη νομολογία, η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος αποκαλύπτεται στη βάση του καταχωρημένου δικογράφου και αφορά τη νομική θεμελίωση της αξίωσης του Ενάγοντα.

 

Συγκεκριμένα με βάση το περιεχόμενο του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος που καταχωρήθηκε και με βάση τις θεραπείες που επιζητούνται στην παρούσα υπόθεση διαπιστώνω ότι επιδιώκονται εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 ειδικές και/ή γενικές αποζημιώσεις ύψους USD 5.000.000 και/ή το ισόποσο σε Ευρώ ως ποσό οφειλόμενο και/ή πληρωτέο δυνάμει Συμφωνιών Δανείων και Σύμβασης Εγγύησης λόγω παράβασης Συμφωνιών Δανείου και Σύμβασης Εγγύησης.

 

Επιπλέον εναντίον των Εναγομένων 1-7 επιδιώκεται η εξασφάλιση Δηλωτικών Αποφάσεων ότι:

 

Οι Εναγόμενοι 1-7 συνωμότησαν μεταξύ τους με σκοπό την εξαπάτηση και/ή καταδολίευση του Ενάγοντα και ότι προξένησαν ως αποτέλεσμα οικονομική ζημιά σε αυτόν.

 

Οι Εναγόμενοι 3-7, άνευ επαρκούς δικαιολογίας και/ή απερισκέπτως, προκάλεσαν τους Εναγόμενους 1 και 2 να παραβιάσουν τις Συμβάσεις δανείου και Σύμβαση Εγγύησης που συνήφθησαν μεταξύ του Ενάγοντα και των Εναγομένων 1 και 2 αντίστοιχα.

 

Επιπλέον επιδιώκονται εναντίον των Εναγομένων 1-7 αποζημιώσεις για δόλο και/ή απάτη και/ή συνομωσία και/ή εξαπάτηση του Ενάγοντα για πρόκληση και/ή παρότρυνση παράβασης Σύμβασης δανείων και Εγγυήσεως.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω και έχοντας κατά νου ότι  βασικά εκείνο το οποίο εξετάζεται αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση είναι το κατά πόσον αποκαλύπτεται κάποια γνωστή στον νόμο αιτία αγωγής, η οποία, αν επιτύχει, θα έχει ως συνέπεια τη χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας, διαπιστώνεται ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και, ως εκ τούτου, η πρώτη προϋπόθεση πληρείται.

 

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, επαναλαμβάνω ότι είναι αρκετό ο ενάγων να πείσει το Δικαστήριο ότι έχει κάποια σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας. Ο Ενάγων πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα που θα πείθουν το Δικαστήριο ότι έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας, η δε ικανοποίηση του εξαρτάται από τη συσχέτιση της νομικής θεμελίωσης της αξίωσης με την προσφερόμενη μαρτυρία, όπως αυτή εξάγεται σ΄ αυτό το στάδιο από τις ένορκες δηλώσεις και από τυχόν προφορική μαρτυρία σε περίπτωση αντεξέτασης, κάτι που στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει ζητηθεί από οποιαδήποτε από τις αντίδικες πλευρές. Επισημαίνεται ότι σε σχέση με την δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32, η προοπτική επιτυχίας εξετάζεται σε συνάρτηση και με την αντίθετη εκδοχή.

 

Όπως υπεδείχθη στην  Απόφαση Κωνσταντίνος Λόρδος κ.ά ν. Πέτρου Σιακόλα κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, Απόφαση ημερ. 23/3/17 «τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία.».  Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, ελέχθη συναφώς ότι, «κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο

 

 

Εκδοχή του Ενάγοντα/Αιτητή

 

Η εκδοχή του Ενάγοντα/Αιτητή είναι ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση/Εναγόμενοι διευθέτησαν όπως δανειακές υποχρεώσεις προς τον Αιτητή ύψους USD 5.000.000 αναληφθούν και πληρωθούν από την Εναγόμενη 1 δυνάμει Σύμβασης Εγγύησης ημερ. 26/8/2016, ενώ στη συνέχεια και, πριν εξοφληθούν τα εν λόγω δάνεια, διευθετήθηκε η αποξένωση όλων των περιουσιακών στοιχείων της Καθ’ ης η Αίτηση 1 ώστε να μην καταστεί δυνατή η αποπληρωμή των δανείων.

 

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται, ο Αιτητής παραχώρησε στη βάση δύο ξεχωριστών γραπτών Συμβάσεων Δανείων δύο δάνεια[6] για τη χρηματοδότηση του Έργου Bolshevik (ένα έργο το οποίο αποτελείτο, μεταξύ άλλων από πολυτελείς γραφειακές εγκαταστάσεις στη Μόσχα). Ο Αιτητής ήταν ωφέλιμος δικαιούχος του 49,9% του Έργου Bolshevik ενώ ο Καθ΄ου η Αίτηση 4 ήταν ωφέλιμος δικαιούχος του υπόλοιπου 50,1%[7].  Ο Καθ΄ου η Αίτηση είναι Ρώσος επενδυτής ο οποίος μέχρι τις 24/1/18 ήταν Διευθυντής της Καθ΄ης η Αίτηση και, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο τελικός ωφέλιμος δικαιούχος του Ομίλου Ο1[8]. Ως συμφωνήθηκε μεταξύ του Αιτητή και του Καθ΄ου η Αίτηση 4, η χρηματοδότηση του εν λόγω Έργου έγινε με την παροχή προσωπικών δανείων από εκατέρωθεν επενδυτή. Ο Καθ΄ου η Αίτηση 4 κατείχε τις μετοχές των εταιρειών που κατείχαν το Έργο Bolshevik.[9] Όπως προβάλλεται, η παρούσα διαδικασία προκύπτει από τη μη εξόφληση κάποιων εκ των εν λόγω δανείων που παρασχέθηκαν από τον Αιτητή  προς τις εταιρείες του Ομίλου Ο1 σε σχέση με το πιο πάνω Έργο[10]. Μετά την εκτέλεση μιας σειράς Συμφωνιών τροποποιήσεων και υποκατάστασης μερών των Συμφωνιών Δανείων, η Καθ’ ης η Αίτηση 2 ανέλαβε την υποχρέωση εξόφλησης των δανείων.

 

Σύμφωνα πάντοτε με την εκδοχή του Αιτητή, αυτός είχε ωθηθεί στο να πωλήσει στον Καθ’ ου η Αίτηση 4 το μερίδιο του στο έργο Bolshevik που ανήρχετο στο 49,9% καθ’ ην στιγμή δεν είχε αποπληρωθεί το Δάνειο ύψους US$5.000.000 με το να του δοθεί γραπτή Εγγύηση από την Καθ’ ης η Αίτηση 1 - η οποία αποτελούσε τη μητρική εταιρεία του Ομίλου Ο1 προς εξασφάλιση εξόφλησης των δανείων. Ως εκ τούτου η Καθ’ ης η Αίτηση 1 εγγυήθηκε την αποπληρωμή των δανείων δυνάμει γραπτής Σύμβασης Εγγύησης ημερ. 26/8/2016[11].

 

Ταυτόχρονα, με την υπογραφή της Σύμβασης Εγγύησης τροποποιήθηκαν οι Συμφωνίες Δανείων ώστε τα δάνεια και οι οφειλόμενοι τόκοι εξοφληθούν σε δύο δόσεις[12]. Ενώ η πρώτη δόση καταβλήθηκε κανονικά, προτού καταβληθεί η δεύτερη δόση με την οποία θα εξοφλούνταν τα Δάνεια, οι Καθ’ ων η Αίτηση διευθέτησαν την αποξένωση όλων των περιουσιακών στοιχείων της Καθ’ ης η Αίτηση 1 με αποτέλεσμα αυτή να καταστεί ανίκανη να αποπληρώσει τα Δάνεια.

 

Όπως ειδικότερα προβάλλεται, η αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων της Καθ’ ης η Αίτηση 1 επιτεύχθηκε σε δύο σκέλη:

 

·        Μέσω της μεταβίβασης του συνόλου των μετοχών της O1 Properties Limited που ήλεγχε η Καθ’ ης η Αίτηση 1 στην Καθ’ ης η Αίτηση 3 και στη συνέχεια μέσω της επιβάρυνσης, προς όφελος της Ρωσικής Τράπεζας Credit Bank of Moscow, αριθμού μετοχών της Καθ’ ης η Αίτηση 3 που κατείχε στην O1 Properties Limited στη βάση Συμφωνίας Ενεχυρίασης ημερ. 27/12/17 αναφορικά με κάποιες Συμβάσεις Δανείων[13]. Αποτέλεσμα τούτου ήταν κάποιες από τις μετοχές της O1 Properties Limited να τεθούν, όπως αναφέρεται, εκτός της εμβέλειας των πιστωτών της Καθ’ ης η Αίτηση 1. Στη συνέχεια δε, το σύνολο των μετοχών της O1 Properties Limited που ήλεγχε η Καθ’ ης η Αίτηση 1 μέσω της Καθ’ ης η Αίτηση 3 μεταβιβάστηκε στην Riverstretch Limited[14].

 

·        Μέσω της μεταβίβασης του μεριδίου του έργου Bolshevik που ο Καθ’ ου η Αίτηση 4 ήλεγχε μέσω της O1 Properties Limited σε τρίτες εταιρείες που ήλεγχε ο ίδιος, ήτοι τον Όμιλο Εταιρειών κάτω από την ομπρέλα της Κυπριακής εταιρείας Cesium Limited[15].

 

 

Σε ό,τι αφορά τον ρόλο των Καθ’ ων η Αίτηση προβάλλεται ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 4 αποτελούσε τον δικαιούχο του Ομίλου[16] και ο Καθ’ ου η Αίτηση 5 ήταν ο διευθύνων σύμβουλος[17] ενώ και οι δύο τους αποτελούσαν τα πρόσωπα που είχαν τον απόλυτο έλεγχο. Όσον αφορά τους Καθ’ ων η Αίτηση 6 και 7 αυτοί ήταν, όπως είναι ο σχετικός ισχυρισμός, οι διευθυντές των εταιρειών Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 3 που πρωταγωνίστησαν στην όλη ισχυριζόμενη αδικοπραξία, ήτοι συνωμοσία για εξαπάτηση του Αιτητή[18]. Επισημαίνεται περαιτέρω με βάση τα όσα έθεσε η πλευρά του Αιτητή ότι η Καθ΄ης η Αίτηση 1 αποτελούσε τη μητρική εταιρεία του Ομίλου Ο1 η οποία μέσω της Καθ΄ης η Αίτηση 3 κατείχε τα περιουσιακά στοιχεία του Ομίλου Ο1[19].

 

 

Εκδοχή Καθ΄ων η Αίτηση 1, 3, 6 και 7

 

Από την άλλη, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση 1, 3 6 και 7 ισχυρίζονται ότι αφενός τα επίδικα Δάνεια δεν κατέστησαν ποτέ πληρωτέα κάτω από τις Συμβάσεις Δανείων στη βάση του ότι ο χρόνος αποπληρωμής δεν έχει παρέλθει και άρα οποιαδήποτε απαίτηση είναι πρόωρη και αφετέρου ότι ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται να προωθεί απαιτήσεις σε σχέση με τα Δάνεια.

 

Ειδικότερα, σε σχέση με την πρώτη Σύμβαση Δανείου προβάλλεται ότι δεν υφίσταται πρόνοια πρόωρου τερματισμού και ότι σε περίπτωση μη αποπληρωμής του δανείου η μόνη θεραπεία είναι η χρέωση τόκου υπερημερίας[20], ενώ για τη δεύτερη Σύμβαση Δανείου προβάλλεται ότι, αν και έχει παρέλθει ο χρόνος αποπληρωμής, η μόνη προσφερόμενη θεραπεία είναι η επιβάρυνση υψηλότερου τόκου[21].

 

Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι  η πλευρά του Αιτητή, αφού υπογραμμίζει ότι οι επίδικες Συμβάσεις Δανείων διέπονται από το Ρωσικό Δίκαιο, παραπέμπει στο Τεκμήριο 13 που είναι γνωμάτευση Ρωσικού Δικαίου, στη βάση της οποίας, όπως προβάλλεται, επιβεβαιώνεται η θέση ότι τα Δάνεια έχουν καταστεί πληρωτέα.

 

Επιπλέον, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση 1, 3, 6 και 7 προβάλλει ότι ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται να προωθεί απαιτήσεις σε σχέση με τα επίδικα Δάνεια, αφού τα δικαιώματα κάτω από τις Συμβάσεις Δανείων δεν έχουν μεταβιβαστεί πίσω στον Αιτητή[22].

 

Σε σχέση με τα πιο πάνω, ωστόσο, η πλευρά του Αιτητή επισημαίνει ότι η μοναδική βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε τέτοιος ισχυρισμός να προωθηθεί είναι αν οι Καθ’ ων η Αίτηση αμφισβητούσαν τις τροποποιήσεις σε κάθε Σύμβαση Δανείου ημερ. 11/8/16, δυνάμει των οποίων τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις κάτω από τις Συμβάσεις Δανείων μεταβιβάστηκαν από την εταιρεία Stenlar Enterprises Ltd στον Αιτητή. Ταυτόχρονα, η πλευρά του Αιτητή επισημαίνει ότι στις 31/8/16 υπέγραψαν Συμβάσεις τροποποιητικές των Συμβάσεων Δανείων στις οποίες ήταν μέρος ο Αιτητής και όχι η Stenlar Enterprises Ltd και η Καθ’ ης η Αίτηση 2 οι οποίες είναι παραδεκτές.

 

Σε ό,τι αφορά τη Σύμβαση Εγγύησης η πλευρά των Καθ΄ων η Αίτηση  εγείρει δύο ζητήματα. Κατά πρώτο εγείρεται θέμα αμφισβήτησης της δεσμευτικότητας της Σύμβασης Εγγύησης στη βάση του ότι  αυτή φέρει ημερομηνία προγενέστερη της τελευταίας τροποποίησης των Συμβάσεων Δανείων, ήτοι οι τροποποιήσεις των Συμβάσεων Δανείων έλαβαν χώρα στις 31/8/16, ενώ η Σύμβαση Εγγύησης φέρει ημερομηνία 26/8/16[23]. Όπως ισχυρίζεται η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση, το γεγονός ότι οι τροποποιητικές Συμφωνίες των Δανείων υπεγράφησαν μεταγενέστερα της Σύμβασης Εγγύησης, οδηγούν στην απαλλαγή της Καθ’ ης η Αίτηση 2 από οποιαδήποτε ευθύνη απορρέει από την εν λόγω Σύμβαση. Γίνεται δε παραπομπή σε σχετική Έκθεση του Andrew Tomas η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1 στην Ένορκη δήλωση Kazakov[24]

Επιπλέον, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση ισχυρίζεται ότι η απαίτηση του Αιτητή για αποπληρωμή των Δανείων κάτω από τη Σύμβαση Εγγύησης είναι πρόωρη δεδομένου ότι δεν προηγήθηκε απαίτηση εναντίον του Πρωτοφειλέτη[25].

 

Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα, η πλευρά του Αιτητή το απορρίπτει επικαλούμενη ότι η Καθ’ ης η Αίτηση 1 γνώριζε από τις 24/8/16 τις τροποποιήσεις που θα γίνονταν στις Συμβάσεις Δανείων καθώς και ότι ρητά συγκατατέθηκε σε αυτές με την υπογραφή της στη Σύμβαση Εγγύησης.

 

Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, η προσέγγιση της πλευράς του Αιτητή είναι ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση για την απαίτηση ποσών από εγγυητή να έχουν προηγηθεί οποιαδήποτε διαβήματα εναντίον του Πρωτοφειλέτη.

 

Αναφορικά με τη Σύμβαση Εγγύησης η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση αμφισβητεί το δικαίωμα του Αιτητή να απαιτήσει αποπληρωμή των Δανείων κάτω από τη Σύμβαση Εγγύησης, στη βάση του ότι δεν έχει αποδειχθεί η υποχρέωση αποπληρωμής κάτω από τις Συμβάσεις Δανείων για τους λόγους που αναφέρθηκαν σε σχέση με τις επίδικες Συμφωνίες Δανείων.

 

 

Εκδοχή Καθ΄ης η Αίτηση αρ.2

 

Όσον αφορά την Καθ΄ης η Αίτηση αρ.2 προβάλλεται ότι δεν καταδεικνύεται μέσω της ένορκης δήλωσης Νικολαίδου οποιαδήποτε επιλήψιμη συμπεριφορά και ειδικότερα οποιαδήποτε δόλια ενέργεια της μαζί με τους υπόλοιπους Εναγόμενους για προσπάθεια αποξένωσης οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων εις βάρος του Ενάγοντα.

 

Συγκεκριμένα η Καθ’ ης η Αίτηση 2 μέσω της ένορκης δήλωσης Gojeva ισχυρίζεται ότι η πώληση του έργου Bolshevik και/ή μέρους αυτού στην εταιρεία Cessium Ltd ήταν ξεκάθαρα μια συναλλαγή σε καθαρά εμπορική βάση και ότι σε καμιά περίπτωση έγινε με σκοπό να αποστερήσει τον Ενάγοντα/Αιτητή από οποιαδήποτε δικαιώματά του με βάση τις επίδικες συμβάσεις Δανείων και Εγγύησης. Δέστε παραγράφους 10-12 της ένορκης δήλωσης Gojeva.

 

Από την άλλη, με βάση τα όσα έχει θέσει η πλευρά του Αιτητή, ουσιώδες στην παρούσα υπόθεση ζήτημα υπήρξε, όπως προβάλλεται, η ανάληψη από πλευράς της Καθ’ ης η Αίτηση 2 – μιας εταιρείας του Ομίλου Ο1 η οποία δεν είχε εργασίες ή περιουσιακά στοιχεία που να διασφαλίζουν εξόφληση δανείων - της υποχρέωσης αποπληρωμής των δανείων τα οποία ο Αιτητής/Ενάγοντας παρείχε σε εταιρείες εντός του Ομίλου Εταιρειών O1 με βάση τις επίδικες Δανειακές Συμβάσεις.

 

Επιπλέον, προβάλλεται ότι ενώ η Καθ’ ης η Αίτηση 2 είχε καταβάλει στον Αιτητή τα οφειλόμενα ποσά την 1/7/2017, εντούτοις μόλις έλαβαν χώραν  ενέργειες για αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων της Καθ’ ης η Αίτηση 1, η Καθ’ ης η Αίτηση 2 παρέλειψε να καταβάλει τα οφειλόμενα την 1/7/2018[26].

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 2, πέραν του αγωγίμου δικαιώματος της συνωμοσίας με σκοπό της εξαπάτηση και/ή δόλο και/ή απάτη, προωθούνται και άλλες αιτίες αγωγής όπως η παράβαση συμφωνιών δανείου.

 

Το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση Αίτησης για προσωρινό Διάταγμα, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά τη δίκη της ουσίας της υπόθεσης. Το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεν προχωρεί να διαγνώσει την ουσία της παρούσας υπόθεσης[27]. Το Δικαστήριο δεν χρειάζεται αλλά ούτε και πρέπει να εξάξει οποιοδήποτε θετικό και/ή δεσμευτικό εύρημα ως προς τα συγκρουόμενα πραγματικά γεγονότα που περιστοιχίζουν τα πιο πάνω ή να καταλήξει σε οποιοδήποτε τελικό συμπέρασμα ως προς το νομικό υπόβαθρο της υπόθεσης εφόσον σε μια τέτοια ενδιάμεση Αίτηση τα ζητήματα που εγείρονται δεν αποφασίζονται τελεσίδικα. Η έρευνα του Δικαστηρίου θα πρέπει να σταματά όπου επιτρέπει τη διαπίστωση ύπαρξης ή ανυπαρξίας κάποιας προοπτικής επιτυχίας[28].

Το κατά πόσο ευσταθούν οι πιο πάνω θέσεις του Αιτητή δεν είναι επί του παρόντος για να κριθεί. Τα νομικά και πραγματικά θέματα που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση προς εξέταση και τα οποία σε τελευταία ανάλυση συνθέτουν τα επίδικα της παρούσας υπόθεσης θέματα σαφώς και δεν είναι σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας που θα απαντηθούν προς επίλυση της διαφοράς[29]. Το ζητούμενο εν προκειμένω δεν είναι η διαμόρφωση οριστικής κατάληξης είτε για την υπόθεση του Ενάγοντα, είτε για τη βασιμότητα της Υπεράσπισης. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Κατά πόσο με τα όσα ο Αιτητής έχει θέσει υπόψη του Δικαστηρίου και λαμβανομένων υπόψη των θέσεων της άλλης πλευράς, στοιχειοθετείται ορατή πιθανότητα επιτυχίας; Πιθανότητα τέτοια που δεν είναι μια απλή πιθανότητα, αλλά πάντως με τον πήχη να βρίσκεται πιο χαμηλά από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων»;

         Όλα όσα πιο πάνω έχουν εκτεθεί κρίνω ότι είναι αρκετά για σκοπούς κατάδειξης ορατής πιθανότητας επιτυχίας εκ μέρους των Αιτητών/Εναγόντων σε σχέση με τα αστικά αδικήματα της συνομωσίας προς εξαπάτηση από τους Καθ΄ων η Αίτηση, παράβαση σύμβασης εγγύησης από μέρους της Καθ΄ης η Αίτηση 1 και πρόκλησης παράβασης σύμβασης από μέρους των Καθ΄ων η Αίτηση 3-7 και παράβασης Συμφωνιών από μέρους των Καθ΄ων η Αίτηση 1 και 2, και, ως εκ τούτου, καθόσον αφορά αυτούς πληρείται και η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32.

 

Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση, απαιτείται να διαφανεί ότι, χωρίς την έκδοση του διατάγματος, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Το ζήτημα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων εξετάζεται μέσα στο πλαίσιο της προϋπόθεσης αυτής. Όσο απομακρύνεται η πιθανότητα να συνιστά η θεραπεία των αποζημιώσεων επαρκή θεραπεία τόσο ενισχύεται η πιθανότητα να πληρείται η προϋπόθεση αυτή. Με δεδομένο ότι η θεραπεία του προσωρινού διατάγματος ανάγεται κατ΄εξοχή στο δίκαιο της Επιείκειας, αν η αποτίμηση σε χρήμα μπορεί να γίνει εύκολα, τότε η έκδοση του αποκλείεται. Ακόμη και ασυνήθης δυσκολία στην εκτίμηση των ζημιών δεν δικαιολογεί κατ΄ανάγκη την έκδοση  προσωρινού διατάγματος.[30] Όπως έχει νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής και/ή χρηματικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία.[31]

 

Σε ό,τι αφορά την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 η πλευρά του Αιτητή διατείνεται ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος τυχόν μελλοντική απόφαση υπέρ του αιτητή να παραμείνει ανικανοποίητη αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα Διατάγματα.

 

Κατ΄αρχάς εκείνο που εξετάζεται σε αυτό το πλαίσιο είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η τυχόν αποξένωση περιουσίας ή επιβάρυνση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μην ικανοποιηθεί η όποια απόφαση ήθελε εκδοθεί, αν αποξενωθεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία[32].  Εκεί βεβαίως που αποδεικνύεται πρόθεση αποξένωσης ή αποξένωση περιουσιακών στοιχείων προς αποφυγή υποχρεώσεων, αυτό συνιστά άλλον έναν παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Για το σκοπό αυτό η πλευρά του Αιτητή επέσυρε την προσοχή του Δικαστηρίου στο ανέντιμο της συμπεριφοράς των Καθ’ ων η Αίτηση όπως, στη βάση των όσων έθεσε η πλευρά του Αιτητή, διακριβώνεται από τα πιο κάτω:

 

·        τη μεταβίβαση όλων των περιουσιακών στοιχείων της Καθ’ ης η Αίτηση 1 χωρίς να έχουν εξοφληθεί οι υποχρεώσεις προς τον Αιτητή.

 

·        τη στάση της Καθ’ ης η Αίτηση 1 στην Αγωγή 2179/18 στο πλαίσιο της μονομερούς Αίτησης ημερ. 1/8/18 όπου ισχυρίζετο ότι δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη έκδοσης των Διαταγμάτων, ενώ η Καθ’ ης η Αίτηση 1 συμφώνησε να μεταβιβάσει όλα της τα περιουσιακά στοιχεία.

 

·        το ότι μέρος των περιουσιακών στοιχείων και συγκεκριμένα το έργο Bolchevic μεταβιβάστηκε στον τελικό δικαιούχο της Καθ’ ης η Αίτηση 1, ήτοι τον Καθ’ ου η Αίτηση 4 διά της μεταφοράς του σε τρίτες εταιρείες που ελέγχει ο Καθ’ ου η Αίτηση 4 (ήτοι τον Όμιλο Εταιρειών κάτω από την Κυπριακή Εταιρεία Cesium Ltd).

·        το ότι στην Ένσταση τους στην προηγούμενη Αίτηση έκδοσης Διαταγμάτων που προηγήθηκε στην Αγωγή 2179/18 η Καθ’ ης η Αίτηση 1 είχε ισχυριστεί ότι στην καλύτερη περίπτωση η μαρτυρία του Αιτητή έδειχνε ότι υπήρχε πρόθεση πώλησης περιουσιακών στοιχείων της Καθ’ ης η Αίτηση 1[33], ενώ λίγες μέρες αργότερα το ουσιαστικότερο περιουσιακό στοιχείο της Καθ’ ης η Αίτηση 1, ήτοι η Κυπριακή Εταιρεία O1 Properties Ltd, μεταβιβάστηκε σε τρίτη εταιρεία, στην Riverstrech Ltd

 

Μαρτυρία που δείχνει ότι μια εταιρεία έχει αποξενώσει περιουσιακά στοιχεία είναι αρκετή για να στοιχειοθετήσει κίνδυνο αποξένωσης από μέρους εκείνων οι οποίοι ελέγχουν την εταιρεία.

 

Όπως έχει πρόσφατα αναφερθεί στην υπόθεση PJSC National Bank Trust and PJSC Okritie Bank Financial Corporation v. Boris Mints, Dmitry Mints, Alexander Mints and Igor Mints [2019] EWHC 2061 (Comm):

 

When considering risk of dissipation, it is in my view legitimate to look at the actions of those who control a corporate entity; evidence that a company has dissipated assets may constitute relevant evidence of a risk of dissipation against those who control the company”.

Σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η ισχυριζόμενη, δόλια και ανέντιμη συμπεριφορά συνίσταται σε αποξένωση των κύριων περιουσιακών στοιχείων του Ομίλου Εταιρειών στον οποίο ανήκουν η Καθ’ ης η Αίτηση 1 και η Καθ’ ης η Αίτηση 2, κάποια εκ των οποίων στη συνέχεια, όπως παρουσιάζεται, φαίνεται να έχουν τεθεί υπό τον έλεγχο των Καθ’ ων η Αίτηση 4 και 5.

 

Όπως αναφέρθηκε στην Πρωτόδικη Απόφαση Joseph P. Lasala κ.ά ν. Λυκούργου Κυπριανού κ.ά., Αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας 5581/05, Απόφαση ημερ. 20/2/2006, του κ. Στέλιου Ναθαναήλ, Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου ως ήταν τότε[34]:

 

«Διαφαίνεται από όλα τα πιο πάνω, ότι ο κίνδυνος αποξένωσης και πιθανής μη ικανοποίησης τελικώς ενός ενάγοντα, συνάγεται από όλα τα στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου και στο τέλος της ημέρας αποτελεί ουσιαστικά θέμα διακριτικής ευχέρειας, δεδομένης της όλης μαρτυρίας, αν ο κίνδυνος αντικειμενικά μπορεί να κριθεί ως υπαρκτός. Εδώ, υπό το φως αφενός του περίπλοκου των γεγονότων και αφετέρου, υπό το φως του καταλογιζομένου περίτεχνου δόλου στους εναγόμενους, με τον οποίο, κατ’ ισχυρισμό πάντοτε σ' αυτό το στάδιο, εξαπατήθηκαν τόσο οι αρχές των Η.Π.Α. όσο και οι μέτοχοι της εταιρείας, αλλά και η ίδια η εταιρεία, είναι φανερό ότι οι εναγόμενοι πολύ πιθανόν να εξανέμιζαν ή να αποξένωναν τα οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία τα οποία έχουν εντός ή εκτός Κύπρου, ώστε να τα απομακρύνουν από τη νομική εμβέλεια των εναγόντων

 

                              (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Όπως ορθά επισημάνθηκε από τον κ. Κουάλη, διάδικος ο οποίος επιδεικνύει τέτοια συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζεται ως δόλια ή απατηλή, αναμένεται ότι θα φροντίσει να λάβει μέτρα προς την κατεύθυνση μη ικανοποίησης της απόφασης που ήθελε εκδοθεί εναντίον του, στοιχείο το οποίο αβίαστα, ως έχει νομολογηθεί, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ικανοποιείται και η τρίτη προϋπόθεση.

 

 

Ισοζύγιο της ευχέρειας

 

Πέραν των πιο πάνω τριών προϋποθέσεων το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει σαν θέμα ισοζυγίου της ευχέρειας αν είναι εύλογο και δίκαιο να εκδώσει και/ή να διατηρήσει το διάταγμα. 

 

Αναφορικά με το ισοζύγιο της ευχέρειας αυτό υποδηλώνει το ενδιαφέρον του Δικαστηρίου να ισοζυγίσει τον κίνδυνο αδικίας η οποία θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφαση που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο ήταν εσφαλμένη[35]. Ένα διάταγμα εκδίδεται αν το Δικαστήριο κρίνει ότι τούτο είναι δίκαιο ή πρόσφορο και προς εξυπηρέτηση των αναγκών της δικαιοσύνης, δηλαδή τη διατήρηση των πραγμάτων ως έχουν, ώστε να αποφευχθεί τέτοια αποξένωση ως αποτέλεσμα της οποίας να μην μπορεί να ικανοποιηθεί ο Αιτητής[36]. Η ανάγκη προστασίας του Αιτητή σταθμίζεται πάντοτε με την αντίστοιχη ανάγκη να προστατευθούν οι Εναγόμενοι από ζημιά που θα ήταν δυνατόν να υποστούν στην άσκηση των δικών τους δικαιωμάτων. Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί η επίδραση που ενδεχομένως θα είχε τυχόν έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων στα συμφέροντα των δύο πλευρών. Κατά την αξιολόγηση του που κλίνει το ισοζύγιο της ευχέρειας ένας σημαντικός παράγων είναι η έκταση κατά την οποία τα μειονεκτήματα του κάθε μέρους θα είναι αδύνατο να αποζημιωθούν με αποζημιώσεις.

 

Το Δικαστήριο πρέπει πάντοτε να σταθμίζει αυτές τις δύο ανάγκες και να καθορίσει ποια από τις δύο πλευρές θα υφίστατο τη μεγαλύτερη ταλαιπωρία[37] υιοθετώντας εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας[38].

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Ευστρατίου v. Dicran Ouzounian and Company Limited, Πολιτική Έφεση 292/2010, ημερ. 20/1/14: 

 

«…………………είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε ότι το ισοζύγιο των πιθανών επιπτώσεων (balance of convenience) έχει στο επίκεντρο του τον κίνδυνο αδικίας που θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφαση που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο είναι λανθασμένη. Ο κίνδυνος αυτός εναποθέτει στο Δικαστήριο το καθήκον όπως, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, ισοζυγίζει τα ενώπιον του στοιχεία και υιοθετεί εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους λιγότερους κίνδυνους αδικίας (βλ. Baccardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 788 η οποία υιοθέτησε τα λεχθέντα από το Δικαστή Hoffman στην Films Rover International Limited v. Cannon Film Sales Limited (1987) 1 W.L.R. 670).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρώ ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ του Αιτητή. Σε περίπτωση που εκδοθεί μελλοντικά απόφαση υπέρ του Αιτητή, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να μην μπορεί να γίνει πλήρης αποκατάσταση των δικαιωμάτων του Αιτητή και να παραμείνει ανικανοποίητη τέτοια απόφαση ένεκα αποξένωσης ή περαιτέρω αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Από την άλλη, το ενδεχόμενο πρόκλησης ζημιάς στους Καθ’ ων η Αίτηση από την έκδοση των αιτουμένων Διαταγμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τη συμπερίληψη σε αυτά διαφόρων ασφαλιστικών δικλείδων με τις οποίες διασφαλίζεται ότι αυτοί θα μπορούν να συνεχίζουν να διεξάγουν τις εργασίες τους μετά την έκδοση των Διαταγμάτων, φαίνεται να έχει μειωθεί σημαντικά.

 

Η έκδοση επομένως των αιτουμένων Διαταγμάτων στην υπό συζήτηση περίπτωση ενέχει, υπό τις περιστάσεις, τους λιγότερους κινδύνους αδικίας.

 

 

Διατάγματα Αποκάλυψης υπό στοιχεία (Β) και (Γ)

Μέσω των αιτουμένων Διαταγμάτων Αποκάλυψης υπό στοιχεία (Β) και (Γ) ο Αιτητής επιδιώκει –

 

Την έκδοση Διατάγματος υποβοηθητικού του Διατάγματος Παγοποίησης με το οποίο να διατάζονται Τράπεζες και Πιστωτικά Ιδρύματα όπως αποκαλύψουν τα στοιχεία και τους αριθμούς των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων των Καθ’ ων η Αίτηση και τα ονόματα των προσώπων επ’ ονόματι των οποίων διατηρούνται και

 

■ Την έκδοση Διατάγματος υποβοηθητικού του Διατάγματος Παγοποίησης με το οποίο οι Καθ’ ων η Αίτηση να διατάζονται όπως αποκαλύψουν όλα τους τα άμεσα και έμμεσα περιουσιακά στοιχεία ανά το παγκόσμιο με αξία πέραν των €5.000.000 συμπεριλαμβανομένων της αξίας και τοποθεσίας τους, της ταυτότητας οποιωνδήποτε προσώπων τα κατείχε εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση και τους τραπεζικούς λογαριασμούς των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Τα Διατάγματα Αποκάλυψης θεωρούνται επικουρικά (ancillary) για υποβοήθηση των Διαταγμάτων Παγοποίησης. Σκοπός ενός τέτοιου διατάγματος είναι να καταστήσει αποτελεσματική την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στην έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος παγοποίησης περιουσίας. Συγκεκριμένα με το διάταγμα αποκάλυψης περιουσίας, εξασφαλίζεται η αστυνόμευση (policed) του διατάγματος παγοποίησης ώστε να γνωρίζει ο ενάγοντας ποια ακριβώς περιουσιακά στοιχεία είχε ο εναγόμενος κατά την επίδοση του διατάγματος παγοποίησης για να είναι σε θέση να ελέγξει σε μεταγενέστερο στάδιο κατά πόσον υπήρξε συμμόρφωση με το διάταγμα παγοποίησης[39].

 

Στην δική μας νομολογία η εξουσία έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης προς υποβοήθηση διαταγμάτων παγιοποίησης αναγνωρίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd κ.ά v. Joseph P. Lasala (2007) 1 A.A.Δ. 162. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Μετά το 1987 η Αγγλική Νομολογία διαφοροποιήθηκε ώστε τα δικαστήρια να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τα προβλήματα  των καιρών.  Έτσι, για παράδειγμα, στην υπόθεση Gidrxslme Shipping v. Tantomar-Transportes [1994] 4 All E.R. 507 Αγγλικό δικαστήριο έκρινε ότι δυνάμει του άρθρου 37(1) του Supreme Court Act του 1981 συνδυασμένου με το άρθρο 12(6) (f) και (h) του Arbitration Act του 1950, είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων εκτός δικαιοδοσίας με σκοπό την υποβοήθηση της διαδικασίας εκτέλεσης διατάγματος τύπου Mareva».  

 

                              (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Στην πρωτόδικη Απόφαση Joseph P. Lasala κ.ά ν. Λυκούργου Κυπριανού κ.ά. (πιο πάνω), η πιο κάτω περικοπή σε σχέση με τα εν λόγω διατάγματα είναι απόλυτα κατατοπιστική:

 

«Μετέπειτα, οι παρεπόμενες αυτές Θεραπείες («ancillary relief»), είναι ενίοτε αναγκαίες για την τελεσφόρο ικανοποίηση των ουσιαστικών διαταγμάτων. Είναι γνωστό, ιδιαίτερα σε Θέματα τύπου mareva, και ιδιαίτερα σε υποθέσεις όπου εμπλέκονται πολλοί παράγοντες, αλλά και μεσάζοντες για τη διοχέτευση και αποξένωση περιουσιακών στοιχείων, εξ ου και η θεραπεία του εντοπισμού («tracing»), ότι η ανεύρεση λεπτομερειών και στοιχείων δεν είναι καθόλου εύκολη και αν δεν αναγκαστεί ο εναγόμενος να δώσει ο ίδιος λεπτομέρειες λογαριασμών, τρόπου απόκτησης περιουσίας, κλπ, δεν είναι δυνατόν, έστω και αν ενάγων κερδίσει την υπόθεση του, να επιτευχθεί ουσιαστική δικαιοσύνη στο τέλος της ημέρας. Τα στοιχεία που καλείται ο εναγόμενος να αποκαλύψει είναι στα πλαίσια της βοήθειας που οφείλει να δώσει προς τη δικαιοσύνη ώστε να αποκαλυφθεί η αλήθεια, έστω και αν δυνατόν να θεωρηθεί ιδιαίτερα δυσχερές να το πράξει.»

 

Στην υπόθεση Motorola Credit Corporation v. Uzan [2002] EWCA Civ 989 ο Δικαστής WallerLJ παρέπεμψε στην αναφορά του Δικαστή SteynLJ στην. Grupo Torras SA v. Al- Sabah (μη δημοσιευθείσα) ημερ. 16/2/94 ότι χωρίς το διάταγμα αποκάλυψης ένα διάταγμα παγοποίησης θα ήταν μία αναποτελεσματική διαδικασία στη μάχη κατά της διεθνούς απάτης (“relatively toothless procedure in the fight against rampant transnational fraud”).

 

Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

 

«If the direction to make a disclosure order is as narrow as Mr Smith says the worldwide Mareva injunction will be a relatively toothless procedure in the fight against rampant transnational fraud. In many such cases, despite a cogent case of fraud, the connections of transactions with different countries will enable a Defendant to raise jurisdictional challenges which may take months to resolve at first instance, many months to determine in the Court of Appeal and even longer to decide in the House of Lords. And there may be a reference to the European Court. During such a lengthy delay it would be impossible to 'police' the Mareva injunction, and that is the purpose of the disclosure order

 

                              (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση  Malofeev  vVTB Capital plc  (2011)  EWCA Civ 1252:

 

In order to be effective the worldwide freezing order, certainly in the context of this litigation, should be accompanied by an order for disclosure of assets”.

 

Επίσης στην ίδια υπόθεση σε άλλο σημείο τονίστηκε ότι ένα διάταγμα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων συνήθως συνοδεύει ένα παγκοσμίου εμβέλειας διάταγμα παγοποίησης και ότι τέτοιας φύσης διάταγμα είναι αναγκαίο για να προσδώσει στο διάταγμα παγοποίησης το στοιχείο της αποτελεσματικότητας.

 

 Όπως συγκεκριμένα τέθηκε το θέμα:

 

An order for disclosure of assets normally accompanies a worldwide freezing order. Such an order is usually necessary to give the worldwide freezing order teeth”.

 

‘Όπως επεξηγείται στο Σύγγραμμα Commercial  Injunctions  του  Steven  Gee 6η έκδοση (2016) η αιτιολογική βάση της έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων ως επικουρικό διάταγμα στο διάταγμα παγοποίησης έγκειται στο γεγονός ότι αφής στιγμής ο Αιτητής αποδείξει πραγματικό κίνδυνο αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων κρίνεται κατάλληλο κατά κανόνα να εκδοθεί το διάταγμα αποκάλυψης ούτως ώστε αυτό να υποβοηθήσει στην αποτελεσματικότητα του διατάγματος παγοποίησης.

 

Σχετική είναι η ακόλουθη αναφορά:

 

23-013 It has become the usual practice of the court to order disclosure of information about assets as an ancillary order in aid of a freezing injunction,………….. The justification for this is that once the claim has shown a real risk of dissipation of assets it will usually be appropriate to grant relief to assist the claimant make the injunction effective”.

 

Όπως προκύπτει, τόσο από τη φύση των αιτουμένων Διαταγμάτων όσο και από τη σχετική επί του θέματος νομολογία, ως συνοψίστηκε ανωτέρω, σκοπός τους είναι η ταυτοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των Καθ’ ων η Αίτηση και ειδικότερα η διακρίβωση περιουσιακών στοιχείων τα οποία κατέχονται από τρίτους και δεν είναι γνωστά στον Αιτητή ούτως ώστε να μπορεί στη συνέχεια να ελεγχθεί η συμμόρφωσή τους με το Διάταγμα Παγοποίησης.

 

Η φύση της υπό κρίση υπόθεσης η οποία, με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, φαίνεται να αφορά ανέντιμη και/ή δόλια συμπεριφορά των Καθ’ ων η Αίτηση μέσω πράξεων αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων ώστε αυτά να τεθούν εκτός της εμβέλειας των πιστωτών της Καθ’ ης η Αίτηση 1 δικαιολογεί, κατά την κρίση μου, την έκδοση των αιτουμένων επικουρικών και/ή υποβοηθητικών Διαταγμάτων Αποκάλυψης.

 

 

 

 

 

 

 

 

Λόγοι Ένστασης:

 

Ι. Έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου

 

Με τις Ενστάσεις τους οι Καθ’ ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας στην παρούσα διαφορά καθώς οι επίδικες Δανειακές Συμβάσεις περιέχουν ρήτρα δικαιοδοσίας των Ρωσικών Δικαστηρίων. Όπως προκύπτει ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται τόσο από πλευράς Καθ’ ων η Αίτηση 1, 3, 6 και 7, όσο και από πλευράς Καθ’ ης η Αίτηση 2.

 

Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι η επίδικη Σύμβαση Εγγύησης διέπεται από το Κυπριακό Δίκαιο και περιέχει ρήτρα δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.

 

Με δεδομένη της καταχώρηση εμφάνισης άνευ όρων στην Αγωγή από πλευράς των Καθ’ ων η Αίτηση 1, 2, 3, 6 και 7, αυτοί έχουν ήδη υπαχθεί στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου με αποτέλεσμα ο πιο πάνω λόγος Ένστασης να είναι άνευ ερείσματος.

 

Σε ό,τι αφορά τους Καθ’ ων η Αίτηση 4 και 5, το ζήτημα της δικαιοδοσίας έχει πλέον αποφασιστεί με την απόρριψη των Αιτήσεων παραμερισμού που είχαν καταχωρηθεί.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι δεν τίθεται, εν προκειμένω, θέμα ανυπαρξίας δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

 

 

ΙΙ. Ασάφεια Διατάγματος

 

Ως προς το λεκτικό των αιτούμενων Διαταγμάτων και την παγκόσμια εμβέλεια αυτών, θεωρώ αρκετό να παραπέμψω στην υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala (2007) 1(A) A.A.Δ. 162, όπου μεταξύ άλλων αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:

 

«Με την ευρύτητα του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, όπως ερμηνεύτηκε στην Κιταλίδης (ανωτέρω), κρίνουμε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε κώλυμα στο να επεκτείνει, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το διάταγμα τύπου Mareva που εξέδωσε και σε περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας. Σημειώνουμε ότι στο Άρθρο 32 δεν τίθεται οποιοσδήποτε περιορισμός, εκτός από τις τρεις προϋποθέσεις. Ο μόνος περιορισμός που τέθηκε από την Pastella (ανωτέρω), ήταν η μη επέκταση του διατάγματος σε περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας και τούτο ένεκα της Αγγλικής προσέγγισης του θέματος, μέχρι τότε. Σημειώνουμε ότι η ίδια η Pastella (ανωτέρω) είχε επεκτείνει την αρχή της Polish Ocean Lines and Another v. N. Spyropoullos and Another, 20 (Part II) C.L.R. 73, λαμβάνοντας υπόψη εξελίξεις στην Αγγλική νομολογία και πρακτική, οι οποίες αφαιρούσαν από την Spyropoullos  το υπόβαθρο στο οποίο είχε βασιστεί.  Με την ευρύτατη εξουσία που παρέχει το Άρθρο 32 στα Δικαστήρια, το ιστορικό της επέκτασης των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων όπως φαίνεται και από τις απόφασεις Spyropoullos και Pastella (ανωτέρω) και τις νέες αντιλήψεις που επικράτησαν στην Αγγλία μετά την Pastella, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε δικαίωμα και εξουσία να ενεργήσει όπως ενήργησε, ουσιαστικά ακολουθώντας την αρχή της Pastella,η οποία επιτρέπει την επέκταση της εμβέλειας των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων μέσα στα ευρύτατα πλαίσια του Άρθρου 32 και χωρίς αυτοπεριορισμούς που τέθηκαν πάνω σε υπόβαθρο που στο μεταξύ έχασε τη σημασία, την πειστικότητα και την εγκυρότητά του».   

 

                              (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Όπως προκύπτει και από τη σχετική νομολογία, η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει δυνάμει του Άρθρου 32 (1) του Ν.14/60 Διάταγμα Παγοποίησης, εκτείνεται ώστε αυτό να καλύπτει και περιουσιακά στοιχεία τα οποία βρίσκονται και εκτός της δικαιοδοσίας του και επομένως δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα το Δικαστήριο να περιορίζεται στην έκδοση Διαταγμάτων ημεδαπής εμβέλειας.

 

Εν προκειμένω δεν τίθεται, κατά την κρίση μου, οποιοδήποτε θέμα ασάφειας των αιτουμένων Διαταγμάτων.

 

 

ΙΙΙ.  Καθυστέρηση

 

Μέσω της Ένστασης της Καθ΄ης η Αίτηση προβάλλεται ζήτημα καθυστέρησης στην προώθηση από τον Αιτητή της παρούσας διαδικασίας.

 

Όπως ορθά επισημαίνει ο κ. Κουάλης, στις παραγράφους 166-169 της ένορκης δήλωσης Νικολαίδου γίνεται αναφορά στα γεγονότα που προηγήθηκαν της καταχώρησης της παρούσας Αίτησης και ειδικότερα στην προηγηθείσα στην Αγωγή 2179/2018 Πρώτη Αίτηση για Ενδιάμεσα Διατάγματα και στην απόσυρση της όπως, επίσης, και στις έρευνες που διενεργήθηκαν τόσο μέσω του Αιτητή όσο και μέσω ιδιωτών ερευνητών οι οποίοι και παρέδωσαν σε αυτόν την Έκθεση τους μόλις κατά την 13/12/2018.

 

Στη βάση όλων όσων έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου θεωρώ ότι δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη καθυστέρησης στην καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης.

 

Εν πάση δε περιπτώσει η υπό κρίση Αίτηση, δεν προωθήθηκε σε μονομερή βάσηοπόταν οπόταν και η όποια καθυστέρηση στη διεκδίκηση των αιτούμενων θεραπειών και αν υπήρχε δεν θα είχε την ίδια δυναμική που θα υφίστατο στην περίπτωση όπου επιδιώκετο θεραπεία μέσω μονομερούς αίτησης[40].

 

 

IV. Δεδικασμένο λόγω της Αγωγής 2179/2018

 

Η Καθ΄ης η Αίτηση 2 ισχυρίζεται ότι υπάρχει δεδικασμένο σε σχέση με την παρούσα διαδικασία ως αποτέλεσμα της καταχώρησης και συνεπακόλουθης απόσυρσης της Αγωγής 2179/2018.

 

Για το ζήτημα αυτό σχετική είναι η παράγραφος 25 της ένορκης δήλωσης Νικολαίδου στην οποία αναφέρονται τα εξής:

 

25. Η Αγωγή υπ΄αριθμό 2179/2018 αποσύρθηκε άνευ βλάβης των δικαιωμάτων του Αιτητή να καταχωρήσει περαιτέρω διαδικασίες εναντίον των Καθ΄ων η Αίτηση, κατά τις 17/08/2018.

 

Παρόμοια αναφορά γίνεται και στην παράγραφο 166 της ένορκης δήλωσης Νικολαίδου, ήτοι ότι η προηγούμενη Αγωγή είχε αποσυρθεί «με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων του Αιτητή».

 

Στο βαθμό που η πλευρά της Καθ΄ης η Αίτηση 2 επικαλείται την ύπαρξη, στην προκειμένη περίπτωση, του δεδικασμένου όφειλε να παρουσιάσει σχετική μαρτυρία η οποία να υποστηρίζει ότι η απόσυρση της προηγούμενης Αγωγής έγινε υπό συνθήκες οι οποίες δημιουργούν δεδικασμένο. Επισημαίνεται ότι, πέραν της μαρτυρίας που προσκομίσθηκε από την πλευρά του Αιτητή για το πιο πάνω θέμα, ουδεμία μαρτυρία έχει προσκομισθεί από πλευράς Καθ΄ης η Αίτησης 2. Επιπλέον ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με την απόσυρση της Αγωγής 2179/2018 άνευ βλάβης ουδόλως έχει αμφισβητηθεί μέσω της ένορκης δήλωσης Gojeva.

 

Να πω και κάτι τελευταίο. Αναφέρθηκε από την πλευρά της Καθ΄ης η Αίτηση 2 ότι δεν τεκμηριώνεται ότι η Αγωγή 2179/2018 «αποσύρθηκε κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου». Αρκεί να αναφέρω ότι με βάση τα διαλαμβανόμενα στη Δ.15 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας είναι σαφές ότι πριν την καταχώρηση υπεράσπισης ή και μετά, αλλά οπωσδήποτε πριν διενεργηθεί οποιοδήποτε διαδικαστικό διάβημα, ο Ενάγοντας μπορεί να διακόψει την αγωγή χωρίς εξασφάλιση άδειας από το Δικαστήριο[41]. Με άλλα λόγια η αναγκαιότητα εξασφάλισης της άδειας του Δικαστηρίου εν πάση περιπτώσει προϋποθέτει ότι η διαδικασία έχει προχωρήσει και δεν παρέμεινε σε πρώιμο στάδιο.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου είναι άνευ ερείσματος και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

 

V.      Παραβίαση Τραπεζικού Απορρήτου

 

Η πλευρά των Καθ΄ων η Αίτηση 1, 3, 6 και 7 προέβαλε, επίσης, τον ισχυρισμό ότι τυχόν έκδοση του Διατάγματος υπό στοιχείο (Β) παραβιάζει το τραπεζικό απόρρητο.

 

Η αρχή ότι το δημόσιο συμφέρον υπερέχει έναντι της εμπιστευτικής σχέσης τράπεζας-πελάτη καθιερώθηκε στην υπόθεση Tournier v. National Provincial and Union Bank of England Ltd (1923) All E.R Rep. 550 όπου στη σελ. 554 αναφέρονται τα εξής:-

 

In my opinion it is necessary in a case like the present to direct the jury what are the limits, and what are the qualifications of the contractual duty of secrecy implied in the relation of banker and customer. There appears to be no authority on the point. On principle I think that the qualifications can be classed under four heads: (a) where disclosure is under compulsion by law; (b) where there is a duty to the public to disclose; (c) where the interests of the bank require disclosure; (d) where the disclosure is made by the express or implied consent of the customer.”

 

Στην υπόθεση Penderhill Holdings Limited κ.α. ν. Ιωάννη Κλουκίνα, Πολ. Εφέσεις 319 και 320/11, ημερ. 13/1/2014, λέχθηκαν τα εξής αναφορικά με την παράκαμψη της αρχής της εμπιστευτικότητας υπέρ του δημοσίου συμφέροντος:

 

«Το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπερέχει έναντι της εμπιστευτικής σχέσης Τράπεζας - πελάτη ή  Πελάτη - παροχέα υπηρεσιών καθιερώθηκε στην Τournier ν. Νational Provincial and Union Bank of England Ltd (1923) All E.R. 550, στην οποία παραπέμπει και το Δικαστήριο. Στην τελευταία απόφαση η επιδίωξη σκοπού καταστολής δολίων πράξεων ή εγκλημάτων είναι στοιχείο που συνάδει με το δημόσιο συμφέρον και απαιτεί ή επιβάλλει αποκάλυψη. Το συμφέρον της δικαιοσύνης ως έκφανση του δημοσίου συμφέροντος υπερτερεί της προστασίας των εμπιστευτικών δεδομένων των αδικοπραγούντων. Η υπερίσχυση του δημοσίου συμφέροντος έναντι της αρχής της εμπιστευτικότητας, όπως προκύπτει από την αρχή του τραπεζικού απορρήτου, τονίστηκε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε, και στην Ι.Β.L. v. Planet (1990) J.L.R. 294.  Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το δημόσιο συμφέρον υπερέχει έναντι της αρχής του απορρήτου όταν σκοπείται η αποκάλυψη πληροφοριών ή δεδομένων που αφορά σε δόλιες πράξεις ή εγκληματικές συμπεριφορές όπως και στην υπό κρίση υπόθεση αποδίδονται στους εφεσείοντες…»  

 

                                 (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Στη βάση των πιο πάνω βρίσκω ότι η ένσταση για παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου δεν ευσταθεί.

 

 

Δικαιοδοσία Chabra

 

Όπως προκύπτει, με βάση όσα τέθηκαν στην ένορκη δήλωση Νικολαΐδου και ειδικότερα στις παραγράφους 149 – 165, στο Παράρτημα Α των αιτούμενων Διαταγμάτων καταγράφεται αριθμός περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στον Καθ’ ου η Αίτηση 4 και περιλαμβάνουν τις εταιρείες μέσω των οποίων κατέχεται το έργο Bolchevic καθώς και άλλα περιουσιακά στοιχεία στο Ηνωμένο Βασίλειο.

 

Είναι γνωστή η αρχή ότι το Δικαστήριο μπορεί να εκδόσει Διατάγματα τα οποία να απαγορεύουν σε έναν Εναγόμενο να αποξενώσει περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν είναι εγγεγραμμένα στο όνομά του, χωρίς να θεωρείται ότι αυτά στρέφονται εναντίον τρίτου προσώπου.

 

Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Shishkarev v. Lanuria Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. E385/2016, ημερ. 7/6/2018:

 

 

«(δ)  Περιουσιακά Στοιχεία που κατέχονται από τρίτο:

Οι παρατηρήσεις, ανωτέρω, ως προς τη συμπεριφορά του εφεσείοντος, κρίνονται σχετικές και για μια επιμέρους πτυχή του διατάγματος παγοποίησης που στρέφεται εναντίον του και αφορά στα δύο περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο, τα οποία εμφανίζεται να κατέχονται από τη σύζυγό του.  Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι αυτά αγοράστηκαν και πληρώθηκαν μεσολαβούντος του εφεσείοντος, ώστε, εύλογα, μπορεί να υποτεθεί ότι και ο ίδιος έχει συμφέρον σε τούτα.  Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν αμφισβητηθεί.  Ο εφεσείων, μάλιστα, επικαλούμενος το ρωσικό δίκαιο, ισχυρίζεται ότι αυτός και η σύζυγός του έχουν εξ ημισείας συμφέρον στα εν λόγω δύο περιουσιακά στοιχεία.  Βέβαια, με δεδομένο ότι αυτά βρίσκονται στην Κύπρο, η κυριότητά τους διέπεται, μάλλον, από το ημεδαπό δίκαιο.  Το θέμα, όμως, αυτό, καθώς και η έκταση του συμφέροντος του εφεσείοντος στα προαναφερθέντα περιουσιακά στοιχεία δεν απαιτείται να εξεταστούν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.  Το εν λόγω διάταγμα, στην πραγματικότητα, δε στρέφεται εναντίον της συζύγου του εφεσείοντος. Στρέφεται μόνο εναντίον του ιδίου, σε σχέση με το πιο πάνω συμφέρον του. Επομένως, δε στρέφεται εναντίον τρίτου προσώπου, ώστε να πρέπει αυτό να εξεταστεί υπό το πρίσμα των αποφασισθέντων στις υποθέσεις  SCF  Finance  Co  Ltd v  Masri  1985] 2 All ER 747 (υιοθετήθηκε στην Κύπρο από την υπόθεση  Global  Cruises  v.  Metro  Shipping  (1989) 1 Α.Α.Δ.  (Ε) 607) και TSB  Private  Bank  International  v  Chabra  [1992] 2  All  ER  245Τέτοιας φύσεως είναι το διάταγμα παγοποίησης το οποίο εκδόθηκε εναντίον των εταιρειών  DCP  Holdings  Ltd και Atokosa Ltd, στις οποίες γίνεται αναφορά πιο πάνω, όμως, δε διαπιστώνεται να υπάρχει λόγος έφεσης σε σχέση με αυτό. Ανεξαρτήτως τούτου, μπορεί, παρεμπιπτόντως, να αναφερθεί ότι, σε σχέση με την περίπτωση των εν λόγω δύο εταιρειών, προφανώς, τυγχάνει εφαρμογής η υπόθεση  Global  Cruises  vMetro Shipping, ανωτέρω".

                                 (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι μέσω των Αιτουμένων Διαταγμάτων επιδιώκεται η απαγόρευση στους Καθ’ ων η Αίτηση και όχι σε οποιοδήποτε τρίτο της αποξένωσης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

 

Εν πάση δε περιπτώσει, με βάση την αρχή που καθιερώθηκε στην υπόθεση Chabra μπορούν να εκδοθούν Διατάγματα παγοποίησης τα οποία καλύπτουν περιουσιακά στοιχεία και κατέχονται από τρίτους προς όφελος των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Η δικαιοδοσία τύπου Chabra μπορεί να ασκηθεί νοουμένου ότι αποδεικνύεται μέσα από τη μαρτυρία που προσφέρεται στο Δικαστήριο ότι περιουσία που βρίσκεται στα χέρια τρίτου προσώπου κατέχεται από αυτό το πρόσωπο ως καταπιστευματοδόχος (bare trustee/nominee) για τον Εναγόμενο ενώ πραγματικός ιδιοκτήτης είναι ο Εναγόμενος (beneficial owner) ή ακόμη ότι ο τελευταίος είναι εκείνος ο οποίος διατηρεί τον ουσιώδη έλεγχο (substantive control) επί αυτής.

 

Στο White Book 2016, τόμος 2, παρ. 15-63  η δικαιοδοσία τύπου  Chabra  συνοψίζεται με αναφορά και σε μεταγενέστερη νομολογία ως ακολούθως:

 

     “In Linsen International Ltd v Humpuss Sea Transport Pte Ltd [2011] EWHC

 2339 (Comm), September 14, 2011, unrep., Flaux J. examined the authorities on the Chabra jurisdiction and stated that it arises when: (1) a third party against whom there was no cause of action is in possession of assets beneficially owned by the defendant (against whom there is a cause of action); (2) the latter can be shown to control or have a power of disposition over the former’s assets; and (3) it can be seen that there is, or may be, a process ultimately available to cause the beneficial owner to disgorge the assets held by the third party ([147] to [150]). The relevant authorities were also examined and explained in Parbulk II SA v PT Humpuss Intermoda Transportasi TBK [2011] EWHC 3143 (Comm), November 30, 2011, unrep. (Gloster J.) and summarised by Popplewell J. in PJSC Vseukrainskyi Aktsionernyi Bank v Maksimov [2013] EWHC 422 (Comm) at para.[7]. Where the court exercises the Chabra jurisdiction and restrains a third party, in effect the court is granting ancillary relief in aid of, and as part of, the freezing relief granted against the defendant”.

 

                                            (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Παραπέμπω στην ακόλουθη περικοπή από το Αγγλικό Σύγγραμμα Zuckerman  on  Civil  Procedure: Principles of Practice 3rd Ed. από την παράγραφο  10.231:

 

   The jurisdiction may be exercised where there is good reason to suppose that the assets of the third party are, in truth, the assets of the injuncted defendant (e.g. where the assets are held by the third party on a bare trust (or as nominee) for the defendant), but it is not limited to such a case and may extend to a situation where the principal defendant, whilst having no legal or equitable right to the assets in question, has some right in respect of, or control over, or other rights of access to them.”[42]

 

                                            (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Με δεδομένο ότι έχει τεθεί μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου η οποία υποστηρίζει ότι τα περιουσιακά στοιχεία που απαριθμούνται και καταγράφονται στα Παραρτήματα της υπό κρίση Αίτησης συμπεριλαμβανομένων του Έργου Bolchevic και των ακινήτων στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέχονται προς όφελος των Καθ΄ων η Αίτηση και ελέγχονται από τους ίδιους το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τα αιτούμενα Διατάγματα Παγοποίησης αναφορικά με τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία.

 

 

 

Κατάληξη

 

 Ως ελέχθη, το Δικαστήριο έχει ήδη βρει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτουμένων υπό (Α) Διαταγμάτων.

 

Περαιτέρω, βρίσκω ότι ο Ενάγων χρειάζεται τα αιτούμενα υπό (Β) και (Γ) Διατάγματα για να μπορέσει να εντοπίσει τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ΄ων η Αίτηση και για να είναι έτσι αποτελεσματικά τα εκδοθέντα υπό (Α) Διατάγματα. Πριν αποφασίσω κατά πόσον θα πρέπει να εκδοθούν τα Διατάγματα υπό (Β) - (Γ), βρίσκω, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία και τα όσα τέθηκαν ανωτέρω, ότι ο Ενάγων/Αιτητής έχει ικανοποιήσει τις γνωστές προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60.

 

Ως εκ τούτου εκδίδονται Διατάγματα εναντίον των Εναγομένων/Καθ΄ων η Αίτηση 1-7 ως η παράγραφος (Α). Επιπλέον εκδίδονται  Ενδιάμεσα και/ή Υποβοηθητικά Διατάγματα ως οι παραγράφοι (Β) και (Γ). Ο χρόνος συμμόρφωσης σε σχέση με τα Διατάγματα (Β) και (Γ) καθορίζεται σε 45 ημέρες.

 

Νοείται ότι τα Διατάγματα θα ισχύουν μέχρι πλήρους εκδίκασης της Αγωγής ή μέχρι εκδοθεί άλλη διαταγή από το Δικαστήριο.

 

Εδώ αφού έλαβα υπόψη μου το περιεχόμενο των εκδοθέντων Διαταγμάτων, το οποίο είναι μεν δραστικό αλλά αναγκαίο, και αφού συνεκτίμησα τους κινδύνους που συνεπάγεται η έκδοση των εν λόγω Διαταγμάτων, τα οποία συνιστούν ενδιάμεσες θεραπείες, αποφάσισα να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια και να επιβάλω όρο όπως ο Ενάγων/Αιτητής πριν από τη σύνταξη των Διαταγμάτων καταθέσει στον Πρωτοκολλητή τραπεζική εγγύηση ύψους €150.000 για κάλυψη τυχόν ζημιών στους Εναγόμενους/Καθ΄ων η Αίτηση σε περίπτωση που αυτές ήθελον προκληθεί συνεπεία τυχόν λανθασμένης εξασφάλισης των Διαταγμάτων[43].

 

Νοείται ότι ο Ενάγων/Αιτητής δύναται να χρησιμοποιήσει τις όποιες πληροφορίες θα του δοθούν δυνάμει των εκδοθέντων Διαταγμάτων μόνο για σκοπούς της παρούσας Αγωγής[44].

 

Όσον αφορά το θέμα των εξόδων της παρούσας Αίτησης δεν βρίσκω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω από το γενικό κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα, εκτός αν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής και, συνεπώς, ο Αιτητής/Ενάγων δικαιούται στα έξοδα του.

 

Οι Καθ΄ων η Αίτηση/Εναγόμενοι να καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας Αίτησης όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.    

 

 

 

 

 

(Υπ.) ....................................................

 

 

          Λ. Δημητριάδου - Ανδρέου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητή

     /Λ.Δ.



[1] * M Δέστε Demades  Overseas Ltd v. Studio MA.ST (1996) 1 A.A.Δ.799 και Αίτηση Χάρη Φεσσ ά (1990) 1 Α.Α.Δ. 704.

2   Δέστε Acropol Shipping Co Ltd v. Petros I. Rossis (1976) 1 C.L.R. 38, Constantinides v. Macrigiorgi (1978) 1 C.L.R. 585, M & M Transport v. Εται ρεία Α στι κ ών Λ εω φ ορείων (1981) 1 C.L.R. 605, Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 C.L.R. 557, National Bank of Greece S.A. v. Motovia Ltd (1987) 1 C.L.R.303, Pastella Marine Co Ltd v. National Iranian Tanker Co Ltd (1987) 1 C.L.R. 583, 599-602, Metro Shipping & Travel Ltd v. Global Cruises S.A.  (1989) 1 Α.Α.Δ. 182, Ζεμενί δη ς ν. Ζεμενί δο υ (1992) 1 Α.Α.Δ. 54, Τσολάκη ν. Στυλι ανίδη (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 282, Louis Vuitton v. Dermosak Limited κ.α. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453.

 

 

[3] Δέστε Bacardi v. Vinco (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 788,  Ζην τί λη ς ν. Ανδρ έου (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1603, Mitsingas v. Timberland (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1791 και Ά κη ς (Μετ α φο ρές Δε μά των) Εξ π ρές Λτ δ ν. C. Kokkouri Trading (1998) 1 Α.Α.Δ. 149.

[4] Δέστε Hadjikyriacos Co Ltd v. United Biscuits UK Ltd  (1984) 1 C.L.R. 263, 267-268, Δη μ οκ ρα τί α τη ς Σλοβενί ας ν. Beograbska Banka (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 225, 235, P.A. Micrologic Consultants Ltd v. Microsoft  Corporation (2002) 1 Α.Α.Δ. 1802.

[5] Δέστε Adidas v. Jonitexo Ltd (1984) 1 C.L.R. 263, Ά κη ς άλλω ς Γρηγό ρη ς Ν. Γρηγορί ου κ. α. ν. Χρι στι άν α Στ αύρ ου Χρι στ οφ όρ ου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248.

[6] Δέστε παραγράφους 51-59 ένορκης δήλωσης Νικολαίδου και Τεκμήρια 7Α και (Πρώτη Σύμβαση Δανείου ημερ. 1/11/2011 και επιβεβαίωση εμβάσματος ημερ. 3/11/2011 και παραγράφους 59-66 ένορκης δήλωσης Νικολαίδου και Τεκμήρια 14Α και 14Β (Δεύτερη Σύμβαση Δανείου ημερ.24/2/2012 και επιβεβαίωση εμβάσματος ημερ. 24/2/2012).

[7]   Δέστε παράγραφο 45 ένορκης δήλωσης Νικολαίδου.

[8]   Δέστε παράγραφο 36 ένορκης δήλωσης Νικολαίδου.

[9]    Δέστε παράγραφο 46 ένορκης δήλωσης Νικολαίδου.

[10]   Δέστε παράγραφο 47 ένορκης δήλωσης Νικολαίδου.

[11]  Δέστε Τεκμήριο 19 στην ένορκη δήλωση Νικολαίδου.

[12]  Δέστε παραγράφους 55.5,  63.3 και 71-73 ένορκης δήλωσης Νικολαίδου.

[13] Δέστε παραγράφους 88 και 89 ένορκης δήλωσης Νικολαίδου.

[14] Δέστε παραγράφους 93-101 ένορκης δήλωσης Νικολαίδου.

[15] Δέστε παραγράφους 102-113 ένορκης δήλωσης Νικολαίδου.

[16]  Δέστε παραγράφους 37 και 40 της Ένορκης Δήλωσης Νικολαίδου.

[17] Δέστε παράγραφο 38 της Ένορκης Δήλωσης Νικολαίδου.

[18] Δέστε παράγραφο 41 της Ένορκης Δήλωσης Νικολαίδου.

[19] Δέστε παραγράφους 35 και 36 της Ένορκης Δήλωσης Νικολαίδου.

[20] Δέστε παράγραφο 12 (i), (ii) της Ένορκης δήλωσης Kazakov τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:

 

“12. Therefore, the position of the defendants in relation to the first loan agreement is that:

i.      It is a loan agreement to be performed in the future and

ii.    The time for repayment has not elapsed and therefore any demand was premature.”

iii.  ………….

[21] Δέστε παράγραφο 15 (i), (ii) της Ένορκης δήλωσης Kazakov τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:

«15. It is the position of the defendants regarding the second loan agreement that:

i.   It is a loan agreement to be performed in the future and

ii. The repayment time passed but the only allowed remedy is the charge of higher interest.”

iii.          ……..

[22] Δέστε παράγραφο 12 (iii) και 15 (iii) της Ένορκης δήλωσης Kazakov τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:

“12 (iii). Any rights that derive from that agreement did not return to the plaintiff who lacks any right to file an action.”

15 (iii). The rights deriving from it haven’t returned to the plaintiff who does not have any right for action in his name.”

[23] Δέστε παράγραφο 16 (iv) της Ένορκης δήλωσης Kazakov τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:16 (iv).    As a result of the amendment of the loan agreements on the 31/08/2016 as it is stipulated in paragraphs 26.5 and 31.3 of the affidavit that supports the application, which was established after the guarantee dated 26/08/2016, the defendant 1 was exempted from any obligations and the plaintiff does not have a strong or arguable case.

[24] Δέστε παράγραφο 16 (v) της Ένορκης δήλωσης Kazakov τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:

16 (v).  As I am advised in this case, the rule of exemption is applied for defendant 1 as a guarantor because its rights are affected for the worse and it was never agreed or had any information for the amendment of the loan agreements. For that, I refer to a report of an English law expert who confirms this position. A copy of this report and his professional profile is attached and marked as Exhibit 1.

 

[25] Δέστε παράγραφο 16 (ii) και (iii) της Ένορκης δήλωσης Kazakov τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα:

16 (ii).  The claim is premature since there was not any preceded valid claim as it is stipulated in para. 2 of the guarantee.

   (iii).    The notice that was given according to the Cypriot Law is invalid and contrary to the provisions of the Company Law.  

[26] Δέστε, μεταξύ άλλων, τις παραγράφους 67-69, 74,76 και 82-113 της ένορκης δήλωσης Νικολαΐδου

[27] Δέστε Δημοκρατία τηςc Σλοβενίας ν. Beograska Banka D.D (1999) 1 Α.Α.Δ. 225.

[28] Δέστε Hellenic Bank Public Co Ltd v. Alpha Panareti Public Ltd (2013) 1 Α.Α.Δ. 1235.

[29] Δέστε, μεταξύ άλλων, Ιερά Μονά Κύκκου δια του Ηγούμένου της Παν. Μητροπολίτη Κύκκου & Τυλληρίας κ. κ. Νικηφόρου ν. White Moon Services Ltd (2013) 1Α.Α.Δ. 354.

[30]Δέστε Κ.Ο.Τ. v. Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 255.

[31] Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Παναγίδου ν. Παναγίδου κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 396.

[32] Δέστε C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυρ. "Λεωνικ" Λίμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785, Τσιολάκη κ.ά ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782.

[33] Δέστε παράγραφο 25 ένορκης δήλωσης Κουρουπίδη ημερομηνίας 10/8/2018 στην ένσταση της πρώτης Αίτησης Ενδιάμεσων Διαταγμάτων στην οποία αναφέρονταν τα εξής:

«25. Η μαρτυρία του Ενάγοντα στην καλύτερη περίπτωση δείχνει ότι υπάρχει πρόθεση πώλησης περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους των Εναγομένων. Αυτό δεν σημαίνει την ελάττωση της οικονομικής επιφάνειας των Εναγομένων. Σημαίνει απλά τη διαφοροποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων χωρίς αυτό να σημαίνει μείωση της αξίας τους. Αυτό που ζητά ο Ενάγων είναι παρέμβαση στην επιχειρηματικότητα των Εναγομένων.»

[34]Σημειώνεται ότι η πρωτόδικη Απόφαση επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο SEAMARK COUNSULTANCY SERVICES LIMITED v. JOSEPH P. LASALA κ.ά. (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 162

[35] Όπως το έχει θέσει ο Δικαστής Hoffman στην Films Rover International Limited v. Cannon Film Sales Limited (1987) 1 W.L.R. 670:

«The principal dilemma about the grant of interlocutory injunctions whether prohibitory or mandatory, is that there is by definition a risk that the Court may make the “wrong” decision in the sense of granting an injunction to a party who fails to establish his right at the trial (or would fail if there was a trial) or alternatively in failing to grant an injunction to a party who succeeds (or would succeed) at trial.  A fundamental principle is therefore that the Court should take whichever course appears to carry the lower risk of injustice should it turn out to have been “wrong” in the sense I have described. The guidelines for the grant of both kinds of interlocutory injunctions are derived from this principle.»

[36] Δέστε  Ζεμενίδης v. Ζεμενίδου (Αρ. 1 ) (1992) 1 Α.Α.Δ. 54.

[37] Δέστε American Cyanamid Co v. Ethicon Ltd (1975) 1 All E.R. 504.

      Όπως λέχθηκε στην υπόθεση A. PIERIS (ALAKATOUDI) COURT LTD v. Χαριτίνη Ιωαννίδου (1986) 1 J.S.C. 243:

  «Η στάθμιση της ταλαιπωρίας την οποία θα υποστεί ο κάθε διάδικος συνεπεία της έκδοσης ή μη έκδοσης του Διατάγματος, λαμβάνεται υπόψιν από το Δικαστήριο σε αυτή τη διαδικασία. Το βάρος της Απόδειξης είναι στον Ενάγοντα να καταδείξει ότι η ταλαιπωρία (inconvenience) που θα υποστεί θα είναι μεγαλύτερη από εκείνη του Εναγομένου εάν δεν εκδοθεί το Διάταγμα.»

[38] Δέστε Baccardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788, NWL Ltd v. Woods [1989] 3 All E.R. 614, 625 (Η.L.)

[39] Δέστε Aldi Marine Ltd v. Rual Trade Ltd κ.ά.  Πολιτική Έφεση αρ. 182/12, ημερ. 18/1/16.

[40] Δέστε την απόφαση στην υπόθεση υπ.αρ. 4935/2013 ημερ. 11/3/2014 του Ε.Δ. Λεμεσού, Οντόνι  v. Nomatov Investments Ltd (η οποία δόθηκε από την έντιμη Δικαστή Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου (Π.Ε.Δ. ως ήταν τότε) στην οποία λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«Η καθυστέρηση στη διεκδίκηση έχει πάντα την σημασία της και σίγουρα έχει άλλη ισχυρότερη σαφώς δυναμική όταν επιδιώκεται θεραπεία με ex-parte αίτηση». 

[41] Δέστε Παμπορίδης v. Κτηματική Τράπεζα Κύπρου Ltd (1995), (1) Α.Α.Δ. 670.

[42]Δέστε την Αγγλική υπόθεση  Dadourian  Group  International  Inc v  Azuri Ltd  [2005]  EWHC 1768  (Ch) στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

29 In C v L [2001] 2 All ER (Comm) 446 Aikens J said (at paragraph 75) that, generally, it must be arguable that the assets, even if in the third party's name, are in fact beneficially owned by the relevant defendant before a Chabra -type injunction can be granted.

30 For my part, I do not believe it is necessary to establish beneficial ownership in a strict trust law sense. Clearly, if assets are held on a bare trust then the Chabra jurisdiction can be exercised. But, in my judgment, even if the relevant defendant to the substantive claim has no legal or equitable right to the assets in question (in the strict trust law sense) the Chabra jurisdiction can still be exercised if the defendant has some right in respect of, or control over, or other rights of access to, the assets. The important issue, to my mind, is substantive control. The view expressed in Gee on Commercial Injunctions 5th Edition 2004 at 13.007 is that if a network of trusts and companies has been set up by a defendant to hold assets over which that defendant has control and that this has, apparently, been done to make himself judgment-proof, then such would be an appropriate case for the granting of freezing relief against a relevant non-party. I agree. What needs to be considered is the substantive reality of control, not a strict trust law analysis as to whether the third party is a bare trustee.”

 

                                           (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

[43] Δέστε Δέσπω Στυλιανού v  Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ECLI:CY:AD:2015:A816, Πολιτική Έφεση αρ. 354/2013, ημερ. 4/12/2015 όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«Άλλο είναι βέβαια το ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να θέσει, στα ευρεία πλαίσια που εν προκειμένω το δίκαιο και οι αρχές της επιείκειας του παρέχουν, όρους που θεωρεί εύλογους και δίκαιους, κατά την εκτίμηση των κινδύνων που συνεπάγεται η παροχή μιας ενδιάμεσης θεραπείας. Σ΄αυτά τα πλαίσια, δεν παραβλέπουμε ότι στην υπόθεση Highgate Primary School Ltd κ.α. ν. Φυλακτίδη (2009) 1 Α.Α.Δ. 317, το Ανώτατο Δικαστήριο έψεξε το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέβαλε εγγύηση στους εφεσίβλητους, υπέρ των οποίων είχαν δοθεί ενδιάμεσα διατάγματα σε υπόθεση οχληρίας, για τυχόν ζημίες που μπορεί να είχαν προκληθεί εξαιτίας της τυχόν λανθασμένης εξασφάλισης απ΄αυτούς των διαταγμάτων».

 

[44] Δέστε Άντρη Αθανασίου κ.ά ν. Ροδόλφου Οντόνι, (2014) 1 Α.Α.Δ. 2669.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο