ECLI:CY:EDLAR:2020:A82

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1664/2019

 

Μεταξύ:

XXXXX ΚΟΥΡΤΕΛΑ

Ενάγοντα/Αιτητή

-και-

 

1. A.P.K. GARAGES LIMITED

2. XXXXX ΦΙΛΙΠΠΟΥ

Εναγομένων/Καθ’ων η Αίτηση

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 25.10.2019

για έκδοση Προσωρινού Διατάγματος

 

 

Ημερομηνία: 30 Δεκεμβρίου 2020.

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα-Αιτητή: Η κα Ηλία για ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Κ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενους1 και 2-Καθ’ων η αίτηση: Η κα Μιχαηλίδου για ΝΕΟΦΥΤΟΥ & ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, ο ενάγοντας αξιοί από τους εναγομένους 1 και 2, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, το ποσό των €227.408,63 πλέον τόκου, αντιπροσωπεύον την αξία 26.300 συνήθων μετοχών που κατείχε στην εναγομένη 1 εταιρεία και τις οποίες  μεταβίβασε στην τελευταία και/ή στον εναγόμενο 2 και/ή σε κάποιον XXXXX Κουρτέλλα από τον Κόρνο.

 

Σύμφωνα με τους προβαλλόμενους στην Έκθεση Απαίτησης ισχυρισμούς, ο ενάγοντας κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο, ήταν μέτοχος (κατείχε 26.300 μετοχές) στην εναγομένη 1 εταιρεία η οποία ασκούσε, μεταξύ άλλων, επιχείρηση επισκευής, επιθεώρησης και συντήρησης οχημάτων διατηρώντας γκαράζ στο χωριό XXXXX της επαρχίας Λευκωσίας. Ο εναγόμενος 2 ήταν κάτοχος επίσης 26.300 μετοχών και 26.300 μετοχές διατηρούσε και ο αδελφός του ενάγοντα (XXXXX Κουρτέλλας) ο οποίος απεβίωσε στις 7.9.2012. Στις 23.3.2011 συμφωνήθηκε μεταξύ ενάγοντα και εναγομένης 1 εταιρείας, όπως ο πρώτος μεταβιβάσει στην δεύτερη και/ή προς τους υπόλοιπους μετόχους, το σύνολο των μετοχών του με αντάλλαγμα το ποσό των €289.460,97, το οποίο θα καταβάλλετο από τους εναγόμενους 1 και 2 σε διάφορα πιστωτικά ιδρύματα προς εξόφληση των δανείων του ενάγοντα. Ο ενάγοντας μεταβίβασε τις μετοχές του στον εναγόμενο 2 και στον XXXXX Κουρτέλλα (από 13.150 μετοχές στον καθένα) αλλά η εναγομένη 1 και/ή ο εναγόμενος 2, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων δεν του κατέβαλαν ολόκληρο το συμφωνηθέν τίμημα (δεν εξόφλησαν τα χρέη του όπως είχε συμφωνηθεί). Κατέβαλαν μόνο το ποσό των €62.052,34, σε συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα, παραλείποντας να καταβάλουν το υπόλοιπο  ποσό των €227.408,63.

 

Στην βάση μονομερούς αίτησης που καταχωρίστηκε αυθημερόν με την καταχώρηση της αγωγής, ο ενάγοντας εξασφάλισε Διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται η πώληση και/ή η αποξένωση και/ή η μεταβίβαση και/ή η υποθήκευση και/ή η επιβάρυνση συγκεκριμένων τεμαχίων γης στο χωριό Αλάμπρα της επαρχίας Λευκωσίας, ιδιοκτησίας των εναγομένων 1 και 2 και/ή της εναγομένης 1. Στα συγκεκριμένα τεμάχια γης έχουν οικοδομηθεί υποστατικά (γκαράζ και/ή εργαστήρια) στα οποία η εναγομένη 1 εταιρεία διεξάγει τις εργασίες της.

 

Νομική βάση της Αίτησης είναι ο Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος Κεφ.6 (άρθρα 4, 5, 7 και 9), ο Περί Δικαστηρίων Νόμος Ν.14/60άρθρο 32, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 Θ.1, 2, 3 και 9, ο Περί Συμβάσεων Νόμος ΚΕΦ.149, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, η νομολογία, οι Αρχές της Επιείκειας και οι Γενικές και Συμφυείς Εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του ενάγοντα, ο οποίος επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης.  Περαιτέρω, αναφέρει τα εξής:  Η εναγόμενη 1 εταιρεία στην οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν μέτοχος και διευθυντής, ιδρύθηκε το 1995 με κύριο σκοπό την ίδρυση και λειτουργία γκαράζ επιδιόρθωσης αυτοκινήτων και μηχανημάτων. Το γκαράζ (λειτούργησε το 1999) κτίστηκε σε ακίνητο στη Βιομηχανική Περιοχή XXXXX, το οποίο αγόρασε η εταιρεία με δάνειο το οποίο εξοφλείτο από τα εισοδήματα της.  Λόγω προσωπικών χρεών που ο ίδιος είχε σε τρία πιστωτικά ιδρύματα (ΣΠΕ Σταυροβουνίου, Marfin Popular Bank και Ελληνική Τράπεζα) συνολικού ύψους €289.460.97, συμφώνησε, στις 23.3.2011 να πωλήσει το σύνολο των μετοχών του (26.300 μετοχές) στους άλλους δύο μετόχους της εταιρείας. Η συμφωνία τους αποτυπώθηκε εγγράφως (Τεκμήριο 1). Ο ίδιος μεταβίβασε τις μετοχές του, αλλά η εναγόμενη 1 εταιρεία («πρωτοστατούντος του εναγομένου αρ.2») αρνήθηκε να εξοφλήσει πλήρως τις οφειλές της, καταβάλλοντας μόνο το  ποσό των €62.052.34. Συγκεκριμένα, εξοφλήθηκε η οφειλή του στην Ελληνική Τράπεζα (Αρ. Λογαριασμού XXXXX27-02) ύψους €41.855.76. Για την οφειλή του στην ΣΠΕ Σταυροβουνίου (Αρ. Λογαριασμού XXXXX544-7) ύψους €110.089.83 καταβλήθηκε το ποσό των €10.492.68 και παραμένει υπόλοιπο €86.267.34. Για το χρέος προς την Marfin Popular Bank, για μεν τον Λογαριασμό με αρ. XXXXX2181 (το χρέος στις 30.3.2011 ανερχόταν στις €8.200=) καταβλήθηκε μόνο ποσό €3.300= και παραμένει υπόλοιπο €10.312.15, ενώ για τον Λογαριασμό με αρ. XXXXX9073, όπου το χρέος ανερχόταν στο ποσό των €129.315.38, καταβλήθηκε ποσό €6.403.90= και παραμένει υπόλοιπο €203.783.32=.  Ο εναγόμενος 2, ο οποίος μετά τον θάνατο του Κώστα Κουρτέλλα (απεβίωσε στις 7.9.2012) ελέγχει πλήρως την εταιρεία (κατέχει το 100% των μετοχών), αρνείται να υλοποιήσει τα συμφωνηθέντα παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του.  Τον τελευταίο καιρό ο ίδιος έχει «επιτείνει την πίεση» προς τον εναγόμενο 2, χωρίς αποτέλεσμα.  Πρόσφατα έχει αναρτηθεί «ανακοίνωση» για πώληση του γκαράζ (σχετική φωτογραφία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2). Είναι η θέση του πως, εάν το ακίνητο πωληθεί, υπάρχει ο κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί η απαίτηση του σε περίπτωση που επιτύχει στην αγωγή του. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος επείγει.

 

Με άδεια του Δικαστηρίου, ο ενάγοντας καταχώρησε Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση σε σχέση με την αξία των ακινήτων.  Σύμφωνα με τα λεγόμενα του το τεμάχιο XXXXX είχε αγοραστεί το 1997 για το ποσό των Λ.Κ.20.000 (€34.200=) και σ’ αυτό ανηγέρθη το γκαράζ αυτοκινήτων.  Για το κτίσμα δαπανήθηκε το ποσό των Λ.Κ.100.000 (€171.000=). Σήμερα η αξία του ακινήτου (τεμαχίου γης και κτίσματος) ανέρχεται στις €300.000=. Το τεμάχιο XXXXX είχε αγοραστεί το 2000 έναντι του ποσού των Λ.Κ.20.000 (€34.000=). Τούτο χρησιμοποιείτο για την τοποθέτηση διαφόρων εξαρτημάτων και δεν υπάρχει κτίσμα επ’  αυτού.

 

Οι εναγόμενοι 1 και 2 ενίστανται στην οριστικοποίηση του διατάγματος.  Προβάλλουν σωρεία λόγων (32 στο σύνολο). Διατείνονται κατά κύριο λόγο πως δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Αρ.14/60. Περαιτέρω, πως η Αίτηση στερείται νομικού και/ή ουσιαστικού ερείσματος, πως καταχωρήθηκε καταχρηστικά. Ο Αιτητής δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, καθότι απέκρυψε από το Δικαστήριο  ουσιώδη γεγονότα και πληροφορίες. Η Ένορκη του Δήλωση περιέχει αντιφατικούς και/ή ψευδείς και/ή ανυπόστατους και/ή άσχετους ισχυρισμούς. Οι εναγόμενοι–καθ’ ων η αίτηση δεν οφείλουν κανένα ποσό και/ή το ποσό το οποίο αξιώνει ο ενάγοντας. Διατείνονται πως σε περίπτωση που οριστικοποιηθεί το Διάταγμα, οι ίδιοι θα υποστούν δυσανάλογες αρνητικές επιπτώσεις στην εμπορική και οικονομική τους δραστηριότητα, απ’ ότι ο ενάγοντας. Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει προς την πλευρά τους. Τέλος, υποστηρίζουν πως το Επαρχιακό Δικαστηρίου Λάρνακος δεν έχει κατά τόπον ή/και καθ’ ύλην δικαιοδοσία  να εκδικάσει την αγωγή.

 

Η Ένσταση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του εναγόμενου 2, Ανδρέα Φιλίππου, διευθυντού και μοναδικού μετόχου της εναγόμενης 1 εταιρείας.  Ο ομνύων διατείνεται πως ο ενάγοντας διαστρεβλώνει τα γεγονότα. Παραδέχεται μεν την ύπαρξη της συμφωνίας της 23.3.2011, αναφέρει δε πως το ποσό των €289.460.97 εξοφλήθηκε.

 

Κατά τον ίδιο, τα γεγονότα έχουν ως εξής.  Η εναγόμενη 1 εταιρεία ιδρύθηκε το 1993 από τον ίδιο και τον αδελφό του ενάγοντα, XXXXX Κουρτέλλα (απεβίωσε στις 7.9.2012). Ο πατέρας των δύο αδελφών, του ζήτησε να «βάλει» ως συνέταιρο στην εταιρεία και τον ενάγοντα, επειδή, όπως έλεγε, ήθελε να τον «εξασφαλίσει». Δέχθηκε. Όλοι ήσαν μέτοχοι, με ίσο αριθμό μετοχών (κατά το 1/3 έκαστος). Ο ενάγοντας διαχρονικά προέβαινε σε υπεξαιρέσεις ποσών από την εταιρεία (εισέπραττε χρήματα από χρεώστες της εταιρείας και δεν τα κατέβαλλε στην τελευταία). Το 2002 και το 2007 ίδρυσαν και οι τρεις δύο νέες εταιρείες. Την ΚΑΠ ΤΕΟ ΛΙΜΙΤΕΔ και την A.P.K. SVA TEST CENTER LIMITED (η πρώτη ασχολείτο με τον έλεγχο των οχημάτων, ενώ η δεύτερη με «μέτρηση οχημάτων εκτός Ευρώπης για να γίνουν ευρωπαϊκά». Ο ενάγοντας εξακολουθούσε να δρα με τον ίδιο τρόπο.  Στην εταιρεία ΚΑΠ ΤΕΟ ΛΙΜΙΤΕΔ, όχι μόνο εισέπραττε προς ίδιον όφελος χρήματα που οφείλοντο στην εταιρεία, αλλά «περνούσε» και αυτοκίνητα χωρίς τον νενομισμένο έλεγχο, με αποτέλεσμα οι εργασίες της εταιρείας να τερματιστούν με παρέμβαση του κράτους.  Μετά από έρευνα τόσο ο ίδιος, όσο και ο αδελφός του ενάγοντα, «ανακάλυψαν» πως ο τελευταίος ασχολείτο με τον ηλεκτρονικό τζόγο. Αρχές Μαρτίου του 2011, του επιδόθηκε η αγωγή 14/2011 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος. Η αγωγή καταχωρήθηκε εναντίον του, ως εγγυητής του ενάγοντα, από την ΣΠΕ Σταυροβουνίου. Η αξίωση της ΣΠΕ ήταν για το ποσό των €101.699.69=, ενώ ο ίδιος είχε εγγυηθεί τον ενάγοντα μόνο για το ποσό των €20.000=.  Από τον υπεύθυνο της ΣΠΕ Σταυροβουνίου πληροφορήθηκε πως για την συγκεκριμένη εγγύηση, η Συνεργατική δέσμευσε με ΜΕΜΟ έξι χωράφια, δωρεά από τον πατέρα του.  Το τελευταίο ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.  Αρχικά ήθελε να «φύγει» ο ίδιος από την εναγόμενη 1 εταιρεία. Κατόπιν παρότρυνσης του αδελφού του ενάγοντα, συμφώνησαν να φύγει ο τελευταίος. Έτσι κατέληξαν στην συμφωνία της 23ης Μαρτίου του 2011.  Το ποσό των €289.460.97= πληρώθηκε στον ενάγοντα μέσω επιταγών που εκδόθηκαν στο όνομα του, με παροχή υπηρεσιών, με εξόφληση, καθ’ υπόδειξη του, διαφόρων εξόδων («λογαριασμοί ρεύματος, ασφάλειες, καύσιμα»).  Σε σχέση με τα δάνεια του, ο ενάγοντας δεν τους έδιδε πληροφορίες, είτε για τους αριθμούς των λογαριασμών του, είτε για τα οφειλόμενα υπόλοιπα. ΄Ηθελε να του δίνουν τα χρήματα για να τα πληρώνει ο ίδιος, «για να δείχνει καλό πρόσωπο στις τράπεζες», όπως έλεγε.  Οι τράπεζες (ΣΠΕ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ και MARFIN POPULAR BANK) δεν δέχονταν να τις πληρώνουν «απευθείας». Το μόνο πιστωτικό ίδρυμα που τους «επέτρεψε» να καταβάλουν χρήματα απευθείας στο δάνειο του ενάγοντα, ήταν η Ελληνική Τράπεζα με την οποία συνεργάζετο η εναγόμενη 1 εταιρεία.  Με τους πιο πάνω τρόπους πληρώθηκε στον ενάγοντα το ποσό των €222.722.90= (φωτοαντίγραφα επιταγών, εκδοθέντων επ’ ονόματι του ενάγοντα, κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 1).  Στον ενάγοντα η εναγόμενη 1 εταιρεία παραχώρησε και ένα μηχανοκίνητο όχημα μεταφοράς αυτοκινήτων (πλατφόρμα) αξίας €25.000=. Πέραν τούτου, η εταιρεία πλήρωσε και το ποσό των €7.500= για εργασίες που έγιναν στην οικία του ενάγοντα από τις 25.7.2017 μέχρι 18.8.2017 (κτίστηκε ένα υποστατικό στο πίσω μέρος της οικίας, το οποίο θα χρησιμοποιείτο από την σύζυγο του για την παρασκευή γλυκισμάτων).  Ο ενάγοντας, μετά την αποχώρηση του από την εταιρεία, εργάστηκε ως υπάλληλος της και συγκεκριμένα ως οδηγός, από τον Οκτώβριο του 2016 μέχρι και τον Μάρτιο του 2018, με μισθό €1.500= μηνιαίως. Για την συγκεκριμένη περίοδο η εταιρεία κατέβαλλε στον ενάγοντα, πέραν του μισθού του και €1.000= μηνιαίως (σύνολο €17.000=) έναντι του οφειλομένου υπολοίπου. Τέλος, τόσο ο ίδιος, όσο και η εταιρεία, πρόσφεραν στον ενάγοντα υπηρεσίες («καύσιμα, ενοικιάσεις αυτοκινήτων για δικές του μεταφορές, άλλες υπηρεσίες κλπ») συνολικής αξίας €17.238.06=. Καταληκτικά, ο ομνύων αναφέρει πως ο ίδιος δεν έχει καμία συμβατική σχέση με τον ενάγοντα, αφού η συμφωνία καταρτίστηκε μεταξύ του τελευταίου και της εναγόμενης 1 εταιρείας. Πως η τελευταία είναι φερέγγυα και πως πράγματι επιθυμεί να εξεύρει «πιο άνετο και ευρύχωρο χώρο για την διεξαγωγή των εργασιών της οι οποίες είναι αυξανόμενες».  Πως τα τεμάχια XXXXX και XXXXX ανήκουν ιδιοκτησιακά τόσο στην εταιρεία, όσο και στον ίδιο, κατά ½ μερίδιο.

 

Είναι καλά γνωστό ότι το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων παρέχεται από το άρθρο 32 του Νόμου 14/60, ενώ ο Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος και οι Κανονισμοί, προσδιορίζουν το δικαιοδοτικό πλαίσιο  [Demades V. Studio (1996) 1AAΔ και Αίτηση Χάρη Φεσσά (1990) 1 ΑΑΔ 704].

 

Το άρθρο 32 του Νόμου 14/60, παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία σχετικά με την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.  Το εν λόγω άρθρο  έχει αναλυθεί  με σαφήνεια στην Οδυσσέως ν.  Pieris Estates Ltd (1982) 1AAΔ 557 και έχει έκτοτε επιβεβαιωθεί σε πλείστες όσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Τα τρία κριτήρια που τίθενται ως προϋποθέσεις θα πρέπει να ικανοποιηθούν σωρευτικά  πριν το Δικαστήριο περάσει στην εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας, κατά πόσον δηλαδή είναι εύλογο και δίκαιο να εκδοθεί το Διάταγμα, με τη συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων.

 

Οι τρείς αυτές προϋποθέσεις είναι οι εξής:

 

(1)  Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

(2)  Η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία.

(3)  Το ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

 

Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος ικανοποιείται με αναφορά στα καταχωρημένα δικόγραφα για την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης ενώ το δεύτερο κριτήριο ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης και σχετίζεται με την ένδειξη ή παρουσίαση ορατής πιθανότητας επιτυχίας.  Ενώ το πρώτο κριτήριο σχετίζεται κατ΄ ουσία με τη νομική και μόνο θεμελίωση της αξίωσης όπως διατυπώνεται στο κλητήριο ένταλμα, το δεύτερο προχωρεί ένα πρόσθετο βήμα συσχετίζοντας τη νομική αυτή θεμελίωση με την προσφερόμενη μαρτυρία όπως εξάγεται από τις ενόρκους δηλώσεις ή την αντεξέταση των μαρτύρων για την πραγματική θεμελίωση της αγωγής επί των γεγονότων.  Επαρκεί, σε αυτό το στάδιο, να καταδειχθεί κάτι πέραν της απλής πιθανολόγησης αλλά και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων για να ικανοποιηθεί το δεύτερο αυτό κριτήριο.  Το τρίτο κριτήριο ικανοποιείται όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία.  Είναι γνωστό ότι η θεραπεία του προσωρινού διατάγματος ανάγεται κατ΄ εξοχή στο δίκαιο της επιείκειας και αν η αποτίμηση σε χρήμα μπορεί να γίνει εύλογα  τότε η έκδοση του διατάγματος ή η διατήρηση του σε ισχύ αποκλείεται.  Ακόμη και ασυνήθης δυσκολία στην εκτίμηση των ζημιών δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκη έρεισμα για την έκδοση διατάγματος [Κ.Ο.Τ. ν.  Θεωρή (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 255].

 

Το Δικαστήριο στην εξέταση κατά πόσο θα διατηρήσει ή θα ακυρώσει ένα προσωρινό διάταγμα δεν προχωρεί στην κατάληξη συμπερασμάτων αναφορικά με την πλήρη εξέταση είτε του πραγματικού είτε του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης δεδομένου ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Jonitexo v. Adidas (1984) 1 AAΔ 263, αυτό ανάγεται κατ΄ εξοχή στη σφαίρα εξέτασης του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της ουσίας της ίδιας της αγωγής.  Τα ίδια λέχθησαν και στην υπόθεση Γρηγορίου ν.  Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 248, 269, 270.  Βέβαια κάποια αξιολόγηση  της προσφερόμενης μαρτυρίας σε σχέση με τη διαπίστωση της ικανοποίησης  των τριών κριτηρίων είναι αναγκαία, όπως υπέδειξε και η Οδυσσέως (ανωτέρω) σελ.  569, αλλά με κανένα τρόπο δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι τα όσα  ακολουθούν  αποτελούν την τελεσίδικη κρίση του Δικαστηρίου.  Διαπιστώνεται απλώς η παρουσία ή η απουσία οποιουδήποτε θεμελιακού προβλήματος στο πραγματικό ή νομικό υπόβαθρο της αίτησης που θα άφηναν έκδηλα ανικανοποίητα τα τρία κριτήρια.

 

Έχει θεμελιωθεί από παλιά ότι το Δικαστήριο και δεδομένου ότι αυτό έχει τις καταβολές του στο Δίκαιο της Επιείκειας μπορεί, χωρίς να υπεισέλθει στην ουσία του προσωρινού διατάγματος, να το ακυρώσει αν διαφανεί ότι έχει γίνει τέτοια απόκρυψη γεγονότων κατά το στάδιο της μονομερούς έκδοσης του, που ενδεχόμενα να επηρέασε το Δικαστήριο το οποίο άλλως θα μπορούσε να μην  το είχε εκδώσει.  Το αξίωμα αυτό έχει κατ΄ επανάληψη τεθεί μέσα από τη νομολογία, σχετικές αποφάσεις  δε των Αγγλικών Δικαστηρίων επί του θέματος έχουν υιοθετηθεί από τα Κυπριακά Δικαστήρια πλήρως (δέστε τις επτά προτάσεις του Ralph Gibson L.J.  στην Brinks Mat Ltd vElcombe (1988) 1 WLR 1350 και Γρηγορίου ν.  Χριστοφόρου  (ανωτέρω).  Παρομοίως και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει υποδείξει το θεμελιώδες πρόβλημα που δυνατό να προκύψει από την απόκρυψη γεγονότων, όπως υποδεικνύει η υπόθεση Ahmad Zein v.  Παράσχος Κ.  Καμπανέλλας Λτδ  Π.Ε. 10494 ημερ.  27/4/2000, η οποία υιοθέτησε προηγούμενη νομολογία όπως την Resola (Cyprus) Ltd v.   Χρήστου  Π.Ε.  9610, ημερ.  31.3.1998.

 

Επίσης με άλλη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ένα διάταγμα μπορεί να ακυρωθεί και όταν το στοιχείο του κατεπείγοντος δεν υφίστατο ουσιαστικά και έτσι το βάθρο της εξουσίας του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα σε μονομερή βάση παρακάμπτοντας την συνήθη διαδικασία της ακρόασης και του άλλου μέρους στη διαφορά, ελλείπει [Stavros Hotels Apartments Ltd (No.2) (1994) 1 AAΔ 836, 841 και Babel Boutique Ltd (1995) 1 AAΔ 947, 954].

 

Το πρώτο θέμα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι το κατά πόσον το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος είναι το κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο να εκδικάσει την παρούσα αγωγή και τούτο επειδή, σε περίπτωση που κριθεί πως τούτο είναι αναρμόδιο, η ισχύς του εκδοθέντος Διατάγματος της 6.11.2019 θα πρέπει να παύσει, αφού σύμφωνα με το άρθρο 21(4) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60), το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει κατά τόπον αρμοδιότητα να εκδικάσει την αγωγή ώστε να μπορεί να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα.

 

Η θέση των εναγομένων πως εν προκειμένω το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή επειδή τα ακίνητα που έχουν δεσμευθεί με το Διάταγμα της 6.11.2020 βρίσκονται στο χωριό Αλάμπρα της Επαρχίας Λευκωσίας, δεν με βρίσκει σύμφωνη.

 

Αρμοδιότητα έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αφού η βάση της αγωγής έχει προκύψει εντός των ορίων της επαρχίας Λάρνακος. Βάση της αγωγής είναι η κατ’ ισχυρισμόν παράβαση της συμφωνίας της 23.3.2011. Τα ακίνητα στην Αλάμπρα, τα οποία δεσμεύτηκαν με το Προσωρινό Διάταγμα, δεν έχουν καμία σχέση με τη βάση της αγωγής.  Με την αγωγή δεν αξιώνεται οποιαδήποτε θεραπεία σε σχέση με τα ακίνητα.  Εκείνο που αξιώνεται είναι η πληρωμή του ποσού των €222.408.63 που, κατ’ ισχυρισμό του ενάγοντος, του οφείλουν οι εναγόμενοι 1 και 2. Είναι καλά γνωστό και νομολογημένο πως τα χρέη είναι κομίσιμα και όχι άρσιμα (Stefanidou v. Pirgoti (1975) 1 CLR 100 και Andreas Zacharia Furnishings Ltd v. Βίκτωρας Καρής, Πολιτική Έφεση αρ. 3333/2010, ημερομηνίας 13.1.2014). Υποχρέωση έχει ο οφειλέτης να βρει τον δανειστή του και να τον εξοφλήσει και όχι το αντίθετο.  Εν προκειμένω, όπως καταγράφεται στην Έκθεση Απαίτησης, ο ενάγοντας διαμένει στο χωριό Κόρνος της επαρχίας Λάρνακας. Πέραν τούτου, ο ενάγοντας διατείνεται πως οι εναγόμενοι όφειλαν να εξοφλήσουν τα χρέη του που διατηρούσε σε τράπεζες στη Λάρνακα. Συνεπώς, αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και όχι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

Επανερχόμενη στις προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται σύμφωνα με το άρθρο 32 του Νόμου 14/60, ώστε το προσωρινώς εκδοθέν Διάταγμα να οριστικοποιηθεί, καθώς και στα γεγονότα που συνθέτουν την αντιδικία στην παρούσα διαδικασία, εκείνο που μπορεί να εξαχθεί είναι πως ως προς την ουσία της διεκδίκησης του ενάγοντα, με τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, φαίνεται να ικανοποιούνται η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση του προρρηθέντος άρθρου.

 

Με βάση τα όσα ο ενάγοντας έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως αυτά έχουν εκτεθεί ανωτέρω, καταδεικνύεται η ύπαρξη μιας καλής συζητήσιμης υπόθεσης δεδομένου του γεγονότος πως ο ενάγοντας καταλογίζει στους εναγόμενους 1 και 2, παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας, με αποτέλεσμα να του οφείλεται το ποσό των €227.408.63. Τα όσα η πλευρά του ενάγοντα έχει επικαλεστεί προς υποστήριξη της Αίτησης (με το περιορισμένο βάρος που έχει για σκοπούς της παρούσης διαδικασίας) είναι αρκετά για σκοπούς κατάδειξης ορατής πιθανότητας επιτυχίας.

 

Όσον αφορά την τρίτη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 32 (Νόμος 14/60), νομολογιακά έχει λεχθεί πως θα πρέπει να καταδειχθεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.  Το κριτήριο αυτό εξετάζεται κυρίως υπό το φως του ερωτήματος κατά πόσο η απονομή αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία.

 

Ο κ. Γ. Κωνσταντινίδης, Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής όπως ήταν τότε, στη μελέτη του «Η εξουσία των Δικαστηρίων για την έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων στην Κύπρο» που δημοσιεύθηκε στο CORPUS DE JURE CYPRII του Συμβουλίου Νομικών Σπουδών, Τεύχος 1, 1987, αναφέρει στη σελίδα 211, τα εξής:

 

«Η έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν είναι αυτοσκοπός, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη κάποιου δικαιώματος που φέρεται να έχει προσβληθεί ή που υπάρχει κίνδυνος να προσβληθεί ή να συνεχίσει να προσβάλλεται.  Αλλά και η ύπαρξη δικαιώματος και η ισχυριζόμενη ή επαπειλούμενη προσβολή του, δεν είναι αρκετές για να δικαιολογήσουν την έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.  Πρέπει ταυτόχρονα να διαγνώσκεται ότι η έκδοση του είναι όρος συντελεστικός για τη διατήρηση των δυνατοτήτων που υπάρχουν για την απονομή πλήρους δικαιοσύνης στο τέλος.  Απαιτείται, δηλαδή, να φαίνεται ότι χωρίς το διάταγμα θα ήταν δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη

(Η υπογράμμιση γίνεται από το Δικαστήριο)

 

Στην υπόθεση Ανδρέου ν. Colossos Signs Ltd (Aρ.2) (2008)1(Α) Α.Α.Δ.626, η οποία αφορούσε παραβίαση δικαιώματος ευρεσιτεχνίας, κρίθηκε πως ο ισχυρισμός «αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα υποστώ ανεπανόρθωτη ζημιά», ήταν γενικός και αόριστος.  Κρίθηκε επίσης ότι δεν υπήρχε ισχυρισμός ότι η οικονομική κατάσταση της εναγόμενης ήταν τέτοια που θα είχε ως αποτέλεσμα ο Ενάγων να μην μπορεί να αποζημιωθεί σε περίπτωση που επιτύγχανε στην αγωγή του.  Αποτέλεσμα ήταν να απορριφθεί η αίτηση του για προσωρινό διάταγμα.          

 

Εν προκειμένω, η αναφορά του ενάγοντα πως «ανά πάσα στιγμή μπορεί να πωληθεί η ακίνητη ιδιοκτησία και να μην μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο», δεν ικανοποιεί την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60).  Εκ μέρους του ενάγοντα δεν έχει προβληθεί ισχυρισμός ούτε και έχουν προσκομιστεί στοιχεία που να καταδεικνύουν πως σε περίπτωση που εξασφαλιστεί οποιαδήποτε απόφαση εναντίον των εναγομένων 1 και 2, αυτοί δεν θα είναι σε θέση να την ικανοποιήσουν είτε λόγω αφερεγγυότητας είτε για οποιοδήποτε άλλο λόγο. 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω ότι το διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί και η Αίτηση να απορριφθεί, αφού δεν ικανοποιούνται σωρευτικά και οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του Νόμου 14/60.

 

Διά ταύτα η Αίτηση απορρίπτεται και το εκδοθέν διάταγμα ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ των εναγομένων 1 και 2-καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του ενάγοντα-αιτητή. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος της αγωγής, οπότε και θα είναι πληρωτέα.

   

 

 

 (Υπ.)………………….....................

                                                                                        Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Α.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο