ECLI:CY:EDLEF:2011:A170
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Παπαϊωάννου, Ε.Δ.
Αγωγή αρ. 3314/2010
Μεταξύ:
Λευτέρης Παπαδόπουλος Λίμιτεδ
Εναγόντων
και
Απόστολος Πελεκάνος Λίμιτεδ
Εναγομένων
Αίτηση ημερ. 1.9.2010 για παραμερισμό της απόφασης
4 Μαΐου, 2011.
Για την αιτήτρια – εναγομένη: κος Μιχ. Βλαδιμήρου.
Για την καθ' ης η αίτηση – ενάγουσα: κα. Ανδρέου για Χριστάκη Ματθαίου.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα αίτηση η εναγομένη – αιτήτρια ζητά την έκδοση διατάγματος που να ακυρώνει και/ή παραμερίζει την εκδοθείσα στις 6.7.10 απόφαση στην αγωγή.
Η αίτηση βασίζεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.17 θ.10, Δ.48 θ.9(h) και στηρίζεται στην ένορκη δήλωση του Χρίστου Πελεκάνου, ενός εκ των διευθυντών της εναγομένης, ημερομηνίας 27.8.10, ο οποίος αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Οι άλλοι διευθυντές της εναγομένης είναι οι Απόστολος και Νίκη Πελεκάνου. Η αγωγή δεν επιδόθηκε στον ίδιο ή στους άλλους διευθυντές. Λόγω της άγνοιας καταχώρισης της αγωγής δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο στις 6.7.10 με αποτέλεσμα της έκδοση απόφασης εναντίον της εναγομένης. Από ότι γνωρίζει και τη συμβουλεύει ο δικηγόρος της, η εναγομένη έχει καλή υπεράσπιση για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Η εναγομένη ουδέποτε είχε ούτε έχει οιανδήποτε οικονομική συναλλαγή με την ενάγουσα, επομένως δεν της όφειλε ούτε της οφείλει οιονδήποτε χρηματικό ποσό.
(β) Η εναγομένη δεν γνώριζε ούτε γνωρίζει την ενάγουσα και καμία οικονομική πράξη ή σχέση συνδέει την ενάγουσα με την εναγομένη.
(γ) Η ενάγουσα δεν προσέφερε στην εναγομένη καμία υπηρεσία, εργασία ή αγαθό το οποίο να θεωρείται καλό και νόμιμο αντίκρισμα προς την εναγομένη.
(δ) Η εναγομένη έκδωσε επιταγή προς όφελος κάποιου Πολύδωρου Ευριπίδου για προσφορά εργασίας προς αυτήν αλλά την ακύρωσε προτού η επιταγή καταστεί πληρωτέα γιατί ο Πολύδωρος Ευριπίδου αθέτησε τη συμφωνία και καμία νομική σχέση υπήρξε μεταξύ της εναγομένης εταιρείας και του Πολύδωρου Ευριπίδου και επομένως ούτε και με την ενάγουσα, αφού η επιταγή που εκδόθηκε από την εναγομένη προς τον Ευριπίδου, ήτο πληρωτέα στις 30.11.09 και η επιταγή ακυρώθηκε και έγινε stop payment στις 29.11.09.
Η εναγομένη καταχώρισε ένσταση στην αίτηση. Οι λόγοι ένστασης που προβάλλει είναι βασικά ότι:
(i) Δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος.
(ii) Υπήρξε εσκεμμένη αδιαφορία προς τη δικαστική διαδικασία.
(iii) Δεν αποκαλύπτεται καλή υπεράσπιση.
(iv) Υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης.
(v) Η αίτηση ημερομηνίας 1.9.10 στηρίζεται σε προγενέστερη ένορκη δήλωση, ημερομηνίας 27.8.10.
Υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κου Λευτέρη Παπαδόπουλου, ημερομηνίας 6.12.2010, στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Αρνείται τον ισχυρισμό ότι η αγωγή δεν επιδόθηκε στους άλλους διευθυντές της εταιρείας και ότι η μη εμφάνιση τους ήταν λόγω άγνοιας και ισχυρίζεται ότι η εναγομένη είχε τη δυνατότητα να καταχωρίσει εμφάνιση, πράγμα που δεν έπραξε και η δικαιολογία που προβάλλει δεν είναι επαρκής, ούτε και αναφέρει πως πληροφορήθηκε για την έκδοση της απόφασης. Το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε νομότυπα στο εγγεγραμμένο γραφείο των εναγομένων στις 27.4.10, το ίδιο και η ποινική υπόθεση 1210/100 (Τεκμήριο Α), στα πλαίσια της οποίας στις 4.5.10 η εναγομένη και ο Χρίστος Πελεκάνος απάντησαν στις κατηγορίες.
Περαιτέρω, στις 15.7.10 καταχωρήθηκε ένταλμα κινητών εναντίον της εναγομένης που επιστράφηκε ανεκτέλεστο στις 6.8.10 (Τεκμήριο Β). Με βάση τα πιο πάνω, φαίνεται ότι οι αιτητές «ενημερώθηκαν εκ νέου μετά την έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 6.7.2010, αν όχι νωρίτερα, τουλάχιστον την 6.8.2010» και παρά το ότι έλαβαν γνώση, δεν έλαβαν μέτρα για προστασία των δικαιωμάτων τους.
Οι ισχυρισμοί της παραγράφου 4 της ένορκης δήλωσης της αιτήτριας είναι γενικοί και αόριστοι και δεν αποτελούν υπεράσπιση. Η επίδικη επιταγή παραδόθηκε και οπισθογραφήθηκε στους ενάγοντες από τον Πολύδωρο Ευριπίδου για κάλυψη χρέους του προς αυτούς, ύψους €7.000, το δε υπόλοιπό του το κατέβαλαν σε μετρητά. Πριν τη διενέργεια της πιο πάνω πράξης ο ενόρκως δηλών επικοινώνησε με τον Χρίστο Ευριπίδου, ο οποίος του είπε πως μπορούσε να παραλάβει την επιταγή η οποία θα τιμείτο κανονικά. Οι ενάγοντες παρέλαβαν την επιταγή αφού ο Πολύδωρος Ευριπίδου την οπισθογράφησε προς όφελός τους και του κατέβαλαν €4.000. Μετά την κατάθεσή της και την επιστροφή της ως μη τιμηθείσα λόγω ανάκλησής της, προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους αιτητές χωρίς αποτέλεσμα.
Οι αρχές που διέπουν τον παραμερισμό μιας απόφασης που εκδόθηκε από πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν καθορισθεί στην Αγγλική απόφαση Evans v. Bartlam (1937) 2 All E. R. 646, και έχουν υιοθετηθεί στις Κυπριακές Αποφάσεις Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317, Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159, Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Mine and Quarry Services Ltd v. Α. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ v. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 28 και Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτης (1997) 1 Α.Α.Δ. 941, Δ. Σκάρος v. 1. Π. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 291, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. 1. Ε. Ιακώβου (2001) 1 Α.Α.Δ. 457, Μ. Πατούρη v. Hellenic Bank Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2118.
Στην υπόθεση Σκάρος v. 1. Π. Χριστοδούλου κ. ά. (ανωτέρω) λέχθηκε ότι:
"Η γενική αρχή του δικαίου όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις είναι ότι για να επιτύχει τον παραμερισμό μιας απόφασης ο αιτητής θα πρέπει να πείσει ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη από τη μια την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί και από την άλλη την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών. Όμως η χωρίς ουσιαστικό λόγο παράλειψη του αιτητή να εμφανισθεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να πάρει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγους για την απόρριψη της αίτησης. (Mine and Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (Μαύρου) και Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτης (ανωτέρω))."
Σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο να αποφασίζει τον παραμερισμό ή όχι εκδοθείσας απόφασης και βασικό κριτήριο είναι ότι ο αιτητής φέρει το βάρος να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής. Επίσης θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει πράγματι σοβαρός και εύλογος λόγος που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και άφησε να εκδοθεί απόφαση εναντίον του και ότι δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη μέτρων ακύρωσης.
Όσον αφορά το αν προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης. Το Δικαστήριο δεν προχωρεί σε αξιολόγηση οποιασδήποτε μαρτυρίας στο στάδιο αυτό (βλ. Κώστας Φραντζής v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1094). Προσθέτω επίσης πως ο αιτητής στο στάδιο αυτό θα πρέπει να παρουσιάσει ικανοποιητικές λεπτομέρειες για να πείσει το Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Καλλής Ξενοφών v. Alpha Bank Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 793, στη σελίδα 799:
«Αντλώντας κατεύθυνση από την νομολογία η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης προϋποθέτει αλλά και εξυπακούσει κάτι περισσότερο από την απλή παράθεση από τον αιτητή μιας εκδοχής, διαφορετικής από αυτή του ενάγοντα. Θα πρέπει να προσκομιστούν στο Δικαστήριο κάποια αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εξυπακούεται πως θα πρέπει να εμπεριέχουν κάποιο βαθμό πειστικότητας που θα καθορίζεται και θα καταδεικνύεται μέσα από τους ίδιους τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, ώστε η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην ασκείται επί ματαίω και μόνο αν θα εξυπηρετείται χρήσιμος σκοπός επιλύσεως της διαφοράς των διαδίκων ... Αποδοχή ισχυρισμών χωρίς ίχνος υποστηρικτικού υλικού που να προσδίδει σ’ αυτούς κάποια βαρύτητα θα ισοδυναμούσε με κλονισμό της βεβαιότητας που πρέπει να υπάρχει, τόσο για την τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων, όσο και για τα δικαιώματα των πολιτών.»
Παράλειψη καταχώρησης εμφάνισης
Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα στην αίτηση, η αγωγή δεν επιδόθηκε στους διευθυντές της αιτήτριας και λόγω της «άγνοιας καταχώρησης της αγωγής» δεν παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο.
Στην αγόρευσή του, ο συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι κανένας δεν παρέλαβε το κλητήριο και ότι οι διευθυντές δεν παρέλαβαν την αγωγή και γι’ αυτό δεν γνώριζαν για αυτήν. Και ότι η επίδοση που έγινε δεν είναι καλή επίδοση σύμφωνα με το άρθρο 372 του Κεφ. 113.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του επιδότη, επέδωσε το κλητήριο ένταλμα στις 27.4.10 «αφήνοντάς το στην παρουσία του» Απόστολου Πελεκάνου άνευ της υπογραφής του.
Το άρθρο 372 του Κεφ.113 προβλέπει:
«Έγγραφο δύναται να επιδοθεί σε εταιρεία με την άφεση του ή με την αποστολή του ταχυδρομικώς στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας.»
Ενώ η Δ.5 θ.7, στο μέρος της που αφορά στην παρούσα υπόθεση:
«In the absence of any statutory provision regulating service of process upon a corporate body, service of an office copy of a writ of summons or other process on the president or other head officer, or on the treasurer or secretary of such body, or delivery of such copy at the office of such body, shall be deemed good service.»
Kαι σε μετάφραση:
«Εάν δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια, η οποία να ρυθμίζει την επίδοση δικαστικής κλήσης σε νομικό πρόσωπο, η επίδοση επίσημου αντίγραφου του κλητηρίου εντάλματος ή άλλης δικαστικής κλήσης στον πρόεδρο ή σε άλλο ανώτερο αξιωματούχο, ή στον ταμία ή το γραμματέα του νομικού προσώπου ή παράδοση τέτοιου αντιγράφου στα γραφεία του νομικού προσώπου, θα θεωρείται καλή επίδοση.
Θεωρώ πως η επίδοση στην περίπτωση που μας αφορά ήταν καθόλα νόμιμη. Το κλητήριο ένταλμα αφέθηκε στον κο Απόστολο Πελεκάνο στις 27.4.10. Το γεγονός ότι ο τελευταίος ήταν διευθυντής της εταιρείας γίνεται παραδεκτό από το δικηγόρο του στην αγόρευσή του. Σε κανένα δε σημείο της ένορκης δήλωσης του κου Πελεκάνου δεν αμφισβητείται το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της επίδοσης.
Στην απόφαση στην υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού v. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 43, 48-9, αναφέρονται τα εξής στις σελίδες 48 και 49:
«Η καλή επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο. Τότε μόνον παρέχεται η δυνατότητα να υπερασπισθεί. Πρόκειται για δικαίωμα που έχει αναχθεί σε θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Το Άρθρο 30(1 )(α) και (β) περιλαμβάνεται στο χάρτη του ‘θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών’ του Συντάγματος».
Αδιαμφισβήτητα με το κλητήριο ένταλμα αφέθηκε στο διευθυντή της εταιρείας. Σε αυτή την περίπτωση τα περί «άγνοιας» της καταχώρησης και της μη επίδοσης, τέθηκαν αόριστα. Ούτε και αναφέρει ο ενόρκως δηλών πότε και με ποιο τρόπο κατά τον ισχυρισμό του έλαβε γνώση της αγωγής.
Δεν θεωρώ ότι τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση συνιστούν δικαιολόγηση για τη μη εμφάνιση της εναγομένης στο Δικαστήριο μετά την επίδοση της αγωγής. Δεν θεωρώ ότι έχει δοθεί σοβαρός ή ικανοποιητικός λόγος για την παράλειψη της αιτήτριας να εμφανιστεί.
Στην απόφαση Mine & Quarry Services Ltd ν. Γεωργίου (πιο πάνω) αποφασίστηκε μεταξύ άλλων στη σελίδα 29 ότι «Το γεγονός όμως πως είναι αιτητής δίνει απλώς κάποια εξήγηση δεν συνιστά δικαιολόγηση».
Εκ πρώτης όψεως Υπεράσπιση
Σύμφωνα με το συνήγορο της εναγομένης η Υπεράσπιση της είναι ότι ουδέποτε είχε οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή με την ενάγουσα και ουδέποτε έκδωσε οποιαδήποτε επιταγή στην ενάγουσα αλλά προς όφελος κάποιου Πολύδωρου Ευριπίδου που «ακυρώθηκε» λόγω άρνησης του τελευταίου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς την εναγομένη. Έχω υπόψη μου ότι στο παρόν στάδιο δεν γίνεται αξιολόγηση μαρτυρίας ή διαπίστωση γεγονότων. Έχω την άποψη ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας έχουν τεθεί γενικά και αόριστα και δεν συνοδεύονται από οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία να ενέχουν το στοιχείο της πειστικότητας.
Σημειώνω στο σημείο αυτό, ότι δεν αντικρούστηκαν οι θέσεις της καθ' ης η αίτηση στην παράγραφο 4 της ένορκης δήλωσής της και ειδικότερα η θέση ότι η επιταγή οπισθογραφήθηκε και παραδόθηκε στην ενάγουσα από τον Ευριπίδου έναντι νόμιμου ανταλλάγματος. Ούτε και προβλήθηκε η θέση ότι η ενάγουσα δεν είναι κάτοχος της επιταγής (Βλ. Μάριου Παπαγεωργίου ν. 1. Πληροφορική και Πολιτιστική Εταιρείας ο «Λόγος» Λτδ κ.ά (2002) 1 Α.Α.Δ. 1344).
Συνεπώς, ελλείπει η αναγκαία θεμελίωση της προβαλλόμενης υπεράσπισης (βλ. Μιχάλης Πατούρης ν. Hellenic Bank Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2118).
Θεωρώ ότι δεν στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ της διατήρησης της απόφασης.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της ενάγουσας – καθ' ης η αίτηση και εις βάρος της εναγομένης – αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ……………………………………
Μ. Παπαϊωάννου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΓΑ