ECLI:CY:EDLEF:2011:A272
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Παπαδοπούλου, Ε.Δ.
Μεταξύ:
1. Κωνσταντή Καντούνα
2. Ιωάννας Μακρή
3. Μάριου Ιωάννου
4. Σωτήρη Βίττη
5. Jacque Clement
Ενάγοντες
1. ΣΑΚΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΛΤΔ
2. Σταύρου Σακκή
3. Μιχαήλ Σκουφαρίδη
4. Παύλου Παύλου
Εναγομένοι
Ημερομηνία: 23 Ιουνίου, 2011
Για τους Ενάγοντες 1 - 5 - Αιτητές: κ. Δ. Παπαδόπουλος
Για τους Εναγόμενους αρ. 1 – 4 - Καθ΄ων η αίτηση: κ. Λ. Βραχίμης
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αγωγή καταχωρίστηκε την 21.10.2009 και ταυτόχρονα καταχωρίστηκε και αίτηση με την οποία ζητείτο εκ μέρους των Εναγόντων η έκδοση αριθμού προσωρινών διαταγμάτων. Μετά από εκδίκαση της προαναφερόμενης Αίτησης την 23.11.2009 εξεδόθησαν τα ακόλουθα Διατάγματα, το λεκτικό των οποίων και κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο:
«Το Δικαστήριο τούτο….
ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στους εναγόμενους ή και υπηρέτες ή και υπαλλήλους ή και αντιπροσώπους ή και συνεργάτες τους να λειτουργούν το κέντρο ΣΤΟΑ, ή οποιουσδήποτε χώρους αυτού, στην πλατεία του παλιού Δημαρχείου, στην εντός των τειχών Λευκωσία, χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση άδεια λειτουργίας από τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στους εναγόμενους ή και υπηρέτες ή και υπαλλήλους ή και αντιπροσώπους ή και συνεργάτες τους να προβαίνουν σε χρήση μεγαφώνων σε οιουσδήποτε χώρους του κέντρου ΣΤΟΑ, στην πλατεία του παλιού Δημαρχείου στην εντός των τειχών Λευκωσία, χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση άδειας χρήσης μεγαφώνων από την Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στους εναγόμενους ή και υπηρέτες ή και υπαλλήλους ή και αντιπροσώπους ή και συνεργάτες τους να προβαίνουν σε χρήση μεγαφώνων σε οιουσδήποτε χώρους του κέντρου ΣΤΟΑ, στην πλατεία του παλιού Δημαρχείου, στην εντός των τειχών Λευκωσία, μετά τα ωράρια τα οποία καθορίζονται από καιρού εις καιρό, από την αρμόδια αρχή, ήτοι τον Έπαρχο Λευκωσίας.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στους εναγόμενους ή και υπηρέτες ή και υπαλλήλους ή και αντιπροσώπους ή και συνεργάτες τους να λειτουργούν το κέντρο ΣΤΟΑ, ή οποιουσδήποτε χώρους αυτού, στην πλατεία του παλιού Δημαρχείου, στην εντός των τειχών Λευκωσία, μετά τα ωράρια που καθορίζονται από τις εκάστοτε άδειες τις οποίες κατέχουν».
Την 19.3.2010 οι Ενάγοντες καταχώρησαν την υπό εκδίκαση Αίτηση με την οποία εξαιτούνται τα πιο κάτω:
«Α. Την σύλληψη, φυλάκιση, επιβολή προστίμου ή κατασχέσεως περιουσίας των Σταύρου Σακκή, Μιχαήλ Σκουφαρίδη, Παύλου Παύλου δια μη συμμόρφωση προς την διαταγή και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.11.09 καθότι διατάχθησαν να μην προβαίνουν σε χρήση μεγαφώνων σε οιουσδήποτε χώρους του κέντρου ΣΤΟΑ, στην πλατεία του παλιού Δημαρχείου, στην εντός των τειχών Λευκωσία, χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση άδειας χρήσης μεγαφώνων από την Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας.
Β. Την επιβολή προστίμου ή κατασχέσεως περιουσίας της ΣΑΚΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΛΤΔ δια μη συμμόρφωση προς την διαταγή και / ή απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.11.09 καθότι διετάχθη να μην προβαίνει σε χρήση μεγαφώνων σε οιουσδήποτε χώρους του κέντρου ΣΤΟΑ, στην πλατεία του παλιού Δημαρχείου, στην εντός των τειχών Λευκωσία χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση άδειας χρήσης μεγαφώνων από την Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας.
Γ. Επιβολή προστίμου δι’ ανυπακοή διατάγματος εκδοθέντος υπό του Δικαστηρίου την 23.11.2009».
Η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.40 Θ.Θ. 9 και 13, Δ.48 Θ.Θ. 2 – 9, στον περί Δικαστηρίων Νόμο Ν. 14/60αρ. 42 και επί των συμφυών εξουσιών και πρακτικής του Δικαστηρίου. Συνοδεύεται από την Ένορκη Δήλωση του κ. Κωνσταντή Καντούνα, Ενάγοντα αρ. 1 – Αιτητή.
Ο κ. Καντούνας αναφέρει ότι η απόφαση που περιείχε τα πιο πάνω διατάγματα επιδόθηκε στους Εναγόμενους αρ 1, 2 και 4 στις 4.2.2010 και στον Εναγόμενο αρ. 3 στις 9.2.2010. Η Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας με επιστολή ημερομηνίας 5.1.2010 (την οποία και επισυνάπτει) τον πληροφόρησε ότι για το επίδικο κέντρο ΣΤΟΑ είχε εκδοθεί άδεια χρήσης μεγαφώνων με ισχύ από 12.11.2009 μέχρι και 31.1.2010, αλλά δεν είχε εγκριθεί η ανανέωση της άδειας αυτής.
Κατά παράβαση του διατάγματος, ισχυρίζεται ο Ενάγοντας αρ. 1, την 6.1.2010 γινόταν χρήση μεγαφώνων η ώρα 2.10 π.μ., ενώ η επιτρεπόμενη ώρα ήταν η 1.00 π.μ. και ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Ο ίδιος μετέβη προσωπικά στον χώρο, και διαπίστωσε ότι αυτό λάμβανε χώρα στην παρουσία του Εναγομένου αρ. 3, ο οποίος του απολογήθηκε, δεν έδωσε όμως οδηγίες να τερματιστεί η λειτουργία των μεγαφώνων, αλλά απλά να χαμηλώσει η ένταση της μουσικής. Αφού ο Εναγόμενος αρ. 3 συνόδεψε τον Ενάγοντα αρ. 1 μέχρι το σπίτι του, τον διαβεβαίωσε για πολλοστή φορά ότι θα λάμβανε μέτρα ηχομονωτικής υποδομής και ρύθμισης της έντασης της μουσικής. Μέχρι δε την 13.3.2010 σε πολλές περιπτώσεις παραβιάστηκαν τα διατάγματα. Στις 14.3.2010 συγκεκριμένα, λάμβανε χώρα χρήση μεγαφώνων και μετά τις 2.00 π.μ., πράγμα που διαπίστωσε προσωπικά. Η πράξη αυτή των Εναγομένων συνιστά παράβαση του Διατάγματος αφού δεν υπήρχαν άδειες, αλλά και αν υπήρχαν, αυτές θα ίσχυαν μόνο μέχρι η ώρα 1.00 π.μ.
Οι Εναγόμενοι αρ. 1 - 4 καταχώρησαν Ένσταση στην Αίτηση, η οποία βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.40 Θ.Θ. 9 και 13, Δ.42Α, Δ.48 Θ.Θ. 2 – 9, Δ.64, στο άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου και επί των συμφυών εξουσιών και πρακτικής του Δικαστηρίου. Στην Ένσταση εκτίθενται 5 λόγοι ένστασης, τους οποίους και θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιους:
«α. Η αίτηση είναι παράτυπη αφού η νομική της βάση πάσχει.
β. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
γ. Δεν έχει καταδειχθεί ηθελημένη παρακοή του διατάγματος.
δ. Δεν έχει αποδειχθεί οποιοδήποτε από τα συστατικά της παρακοής αναφορικά με οποιοδήποτε από τους εναγόμενους.
ε. Η αίτηση είναι καταχρηστική αφού γίνεται για σκοπούς εξυπηρέτησης αλλότριων σκοπών του ενάγοντα και όχι η προστασία των νομίμων δικαιωμάτων του».
Η Ένσταση συνοδεύεται από την Ένορκη Δήλωση του κ. Μιχαλάκη Σκουφαρίδη, Εναγομένου αρ. 3, ο οποίος αναφέρει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από τους λοιπούς Εναγομένους να προβεί σε αυτήν. Ο κ. Σκουφαρίδης παραδέχεται την έκδοση των διαταγμάτων, αλλά όχι την επίδοση αυτών στους Εναγόμενους. Είναι η θέση του ότι η Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας εξέδωσε κανονικά άδεια χρήσης μεγαφώνων για την «Στοά» μέχρι την 31.1.2010, και πριν την λήξη αυτής υποβλήθηκε κανονικά αίτηση για ανανέωση της, η οποία εγκρίθηκε στις 18.3.2010. Η καθυστέρηση στην ανανέωση, ισχυρίζεται, οφείλετο σε παρεμβάσεις και απειλές του Ενάγοντα αρ. 1 προς τον Έπαρχο, λόγω των οποίων ο Έπαρχος αποφάσισε να πραγματοποιήσει σύσκεψη με αντιπροσώπους της αστυνομίας και του Δήμου. Κατόπιν της σύσκεψης αυτής ο Έπαρχος έκρινε ότι δεν συνέτρεχε λόγος για μη έκδοση της άδειας, και αυτή ανανεώθηκε.
Σε σχέση με το περιστατικό στο οποίο αναφέρεται ο Ενάγοντας αρ. 1 για το βράδυ μεταξύ 5 – 6 Ιανουαρίου 2010, ο κ. Σκουφαρίδης ισχυρίζεται ότι το υποστατικό είχε παραχωρηθεί σε ιδιωτική εταιρεία για εκδήλωση, και κανένα από τα κέντρα που βρίσκονται εντός της «Στοάς» λειτούργησε, ενώ λόγω του ότι ήταν παραμονή των Φώτων η επίσημη πολιτική του Υπουργείου Εσωτερικών είναι η παράταση του ωραρίου χρήσης μεγαφώνων κατά μία ώρα. Εκείνο το βράδυ ο Ενάγοντας αρ. 1 όντως προσήλθε στο μέρος και παραπονέθηκε ότι ακουγόταν η μουσική. Ο ίδιος που μόλις είχε φτάσει στο μέρος, έμαθε από το προσωπικό του κέντρου ότι κάποιο άτομο εν αγνοία του προσωπικού είχε ανοίξει μερικώς την κινητή κατασκευή της οροφής. Αμέσως έκλεισε την οροφή, και ο ίδιος συνόδεψε τον Ενάγοντα αρ. 1 σπίτι του όπου διαπίστωσαν ότι δεν προκαλείτο οποιαδήποτε οχληρία. Μετά δε από το συμβάν αυτό έχει αντικατασταθεί ο διακόπτης προς αποφυγή επανάληψης του ιδίου περιστατικού.
Αναφορικά με την 13 – 14 Μαρτίου 2010 ισχυρίζεται ότι κανένα παράπονο δεν υποβλήθηκε από οποιοδήποτε πρόσωπο, και μετά από έρευνα που έκανε ο ίδιος, διαπίστωσε ότι το βράδυ εκείνο δεν υπήρχε οποιαδήποτε εκδήλωση, αλλά λειτουργούσε μόνο ο χώρος του εστιατορίου και του lounge εντός των επιτρεπόμενων ωραρίων.
Ουδέποτε, εισηγείται ο κ. Σκουφαρίδης, υπήρξε οποιαδήποτε πρόθεση να προκληθεί οποιαδήποτε οχληρία από την λειτουργία του κέντρου «Στοά» πράγμα που φαίνεται και από τα μέτρα που λήφθησαν προς αποφυγή κάτι τέτοιου. Δηλώνει πεπεισμένος ότι οι ενέργειες του Ενάγοντα διαπνέονται από εμπάθεια και είναι καταχρηστικές, αφού σκοπός τους, ισχυρίζεται, δεν είναι η προστασία οποιουδήποτε νομίμου δικαιώματος, αλλά πηγάζουν από προσωπική διαφωνία του Ενάγοντα με την γενικότερη πολιτική του Δήμου για την ανάπτυξη της περιοχής.
Μετά από απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.1.2011, δόθηκε άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικών Ενόρκων Δηλώσεων.
Με την συμπληρωματική του Ένορκη Δήλωση αυτή ο κ. Καντούνας αναφέρεται στον ισχυρισμό του κ. Σκουφαρίδη ότι η καθυστέρηση στην ανανέωση της άδειας οφείλετο σε ενέργειες του Ενάγοντα, και δηλώνει ότι ο Έπαρχος του είπε προσωπικά ότι ο εν λόγω ισχυρισμός του Εναγομένου αρ.3 είναι αναληθής, πράγμα το οποίο παρέθεσε και γραπτώς. Από την επιστολή αυτή του Επάρχου που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2 στην συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση, ο κ. Καντούνας εισηγείται ότι προκύπτει αβίαστα ότι ο κ. Σκουφαρίδης ψεύδεται, αφού σε αυτήν ο Έπαρχος δηλώνει ότι οι ισχυρισμοί του προαναφερόμενου είναι «εντελώς ανυπόστατοι, αβάσιμοι και ατεκμηρίωτοι και δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια».
Ο κ. Καντούνας αναφέρει περαιτέρω ότι ο Ενάγοντας αρ. 3 από 1.9.2010 έχει μετακομίσει στην Λεμεσό, ενώ ο Ενάγοντας αρ. 5 από τα μέσα Ιουλίου βρίσκεται στο Ιράκ.
Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση καταχώρησαν και οι Εναγόμενοι, δια της κας Λιάνας Μηλέα, αδελφής του Εναγομένου αρ. 3. Η κα Μηλέα ανέφερε ότι κατά ή περί τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάρτιο 2010 επανειλημμένα επισκεπτόταν τα γραφεία της Επαρχιακής Διοίκησης ώστε να ενημερωθεί για την ανανέωση της άδειας μουσικής, και η απάντηση που λάμβανε από τις κοπέλλες της γραμματείας ήταν ότι υπήρχε πρόβλημα λόγω παρεμβάσεων και απειλών που δεχόταν ο Έπαρχος από τον κ. Καντούνα, το ίδιο δε της είπε και η γραμματέας του Βοηθού Επάρχου. Μετά από αίτημα της διευθετήθηκε συνάντηση με τον Έπαρχο την 8.3.2010 στην παρουσία της κας Ελένης Βραχίμη. Ο Έπαρχος εκεί τους ανέφερε ότι η καθυστέρηση στην έκδοση της άδειας οφείλετο σε παρεμβάσεις, αλλά σε ερώτηση της κας Βραχίμη εάν αυτές γίνονταν από τον Ενάγοντα, ο Έπαρχος δεν απάντησε. Εξ’ όσων γνωρίζει και πιστεύει, η σύσκεψη με την αστυνομία και αντιπρόσωπο του Δήμου έγινε στην προσπάθεια του Επάρχου να ξεπεράσει τις απειλές που δεχόταν από τον Ενάγοντα.
Τόσο ο κ. Καντούνας όσο και ο κ. Σκουφαρίδης αντεξετάστηκαν επί του περιεχομένου των Ενόρκων Δηλώσεων τους.
Αντεξεταζόμενος ο κ. Καντούνας δέχτηκε ότι απέστειλε αριθμό επιστολών στο Γραφείο του Επάρχου με τις οποίες ζητούσε να πληροφορηθεί το καθεστώς που ίσχυε, κατά πόσο υπήρχαν άδειες ή αν τέτοιες είχαν εκδοθεί. Επίσης ανέφερε οτι μετά την αποστολή αυτών, έπαιρνε τηλέφωνο να βεβαιώσει ότι αυτές είχαν παραληφθεί και τεθεί ενώπιον του αρμόδιου προσώπου. Δεν απείλησε, εκφόβισε ή προσέβαλε, όμως, κανέναν, ισχυρίστηκε. Απλά ως πολίτης ο οποίος είχε κάποιο παράπονο από οχληρία την οποία αισθάνετο ότι υφίστατο προέβαινε στα διαβήματα που του παρέχονται νόμιμα. Τηλεφωνούσε, δε, ενίοτε και ζητούσε πληροφόρηση π.χ για τα ωράρια των κέντρων ή κατά πόσο οι Εναγόμενοι είχαν υποβάλει αίτηση. Αντιθέτως, ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος έτυχε θύμα απειλών από τους Εναγόμενους αρ. 2 και 4 τις οποίες κατάγγειλε και στην Αστυνομία.
Ο κ. Καντούνας δέχτηκε περαιτέρω ότι το βράδυ της 14.3.2010 δεν υπέβαλε κάποιο παράπονο σε κανένα εκ των Εναγομένων, αλλά έδωσε την εξήγηση ότι δεν έπραξε κάτι τέτοιο λόγω του ότι η εμπειρία του ήταν ότι απλά θα οξύνονταν τα πνεύματα.
Σε αντεξέταση υποβλήθηκε και ο κ. Σκουφαρίδης. Αναφορικά με το θέμα της επίδοσης ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που δεν παραδέχθηκε αυτή στην Ένορκη του Δήλωση ήταν επειδή κατά καιρούς του επιδίδονταν διάφορα πράγματα, και δεν ήταν βέβαιος κατά πόσο μία από αυτές ήταν και η απόφαση.
Όπως ανέφερε περαιτέρω, ο ίδιος είναι διευθυντής της Εναγόμενης αρ. 1 όπως και ο Εναγόμενος αρ. 2, ενώ ο Εναγόμενος αρ. 4 είναι ο διευθυντής των υποστατικών. Υπέβαλαν αίτηση για έκδοση άδειας μεγαφώνων στον Έπαρχο Λευκωσίας το Αύγουστο 2009, η οποία εξεδόθη τέλος Οκτωβρίου 2009 με ισχύ μέχρι και το τέλος Ιανουαρίου 2010. Τον Ιανουάριο 2010 ξαναυπέβαλαν αίτηση και ζήτησαν ανανέωση της άδειας. Συμφώνησε ότι την 14.3.2010 δεν είχαν άδεια μεγαφώνων, διαφώνησε όμως με την εισήγηση ότι δεν θα έπρεπε συνεπώς να ακούγεται μουσική από μεγάφωνα.
Ο κ. Σκουφαρίδης ανέφερε ότι οι Εναγόμενοι προέβησαν σε μελέτες και την λήψη μέτρων ώστε να μην προκαλούν ενόχληση στους περοίκους.
Παρατήρησα με προσοχή τους δύο πιο πάνω μάρτυρες κατά την αντεξέταση τους.
Αναφορικά με τον κ. Καντούνα σημειώνω ότι αυτός μου έδωσε την εντύπωση του μάρτυρα της αλήθειας. Παρέμεινε σταθερός στην θέση και εκδοχή του, και δεν κλονίστηκε από την αντεξέταση στην οποία υποβλήθηκε. Παρατηρώ ότι μεγάλο μέρος της αντεξέτασης αυτής αναλώθηκε στο κατά πόσο ο κ. Καντούνας έστελλε επιστολές, ως απόδειξη της θέσης των Εναγομένων ότι προέβαινε σε απειλές του Επάρχου. Η προσπάθεια αυτή της πλευράς των Εναγομένων απέτυχε, αφού τίποτε τέτοιο δεν προέκυψε από την ενώπιον μου μαρτυρία. Αντίθετα, η επιστολή του ιδίου του Επάρχου που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2 στην συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση του κ. Καντούνα ημερομηνίας 20.1.2011, καταρρίπτει απερίφραστα την εισήγηση αυτή των Εναγομένων, αφού ο ίδιος ο Έπαρχος Λευκωσίας δηλώνει ότι οι ισχυρισμοί του κ. Σκουφαρίδη «είναι εντελώς ανυπόστατοι, αβάσιμοι και ατεκμηρίωτοι και δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια». Η δε συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση της κας Λιάνας Μηλέα που καταχωρήθηκε εκ μέρους των Καθ’ων η Αίτηση καταδεικνύει ότι η πεποίθηση αυτών ότι υπήρξαν απειλές από τον κ. Καντούνα στηρίχθηκε σε συνομιλίες που είχε η ίδια με διάφορες γραμματείς του γραφείου του Επάρχου, αλλά ακόμα και η ίδια δέχεται ότι ο Έπαρχος ουδέποτε τους επιβεβαίωσε ότι γίνονταν παρεμβάσεις από τον κ. Καντούνα.
Σημειώνω επίσης ότι ο κ. Καντούνας δεν αντεξετάστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τους Εναγόμενους αναφορικά με τα όσα αυτος δήλωσε στις παράγραφους 5 και 6 της Ένορκης του Δήλωσης, ήτοι ότι το βράδυ της 5 προς 6 Ιανουαρίου 2010 γινόταν χρήση μεγαφώνων η ώρα 2.10 π.μ, παρανομία η οποία «συντελείτο στην παρουσία του Εναγομένου 1». Παρέμεινε δε σταθερός στην θέση του ότι την 14.3.2010 η μουσική έπαιζε μετά από τις 2.00 π.μ.. Ειδικά σε σχέση με το συγκεκριμένο βράδυ, παρατηρώ ότι η θέση του κ. Καντούνα ότι χρησιμοποιούνταν μεγάφωνα στο μπαρ και το εστιατόριο βρίσκει έρεισμα και στην Ένορκη Δήλωση του κ. Σκουφαρίδη, έστω και αν οι δυο διαφωνούν ως προς την ένταση αυτής.
Σε αντίθεση, ο κ. Σκουφαρίδης δεν με έπεισε ως προς την εκδοχή που αυτός προέβαλε αντεξεταζόμενος. Σε σχέση με την μαρτυρία του Εναγομένου αρ. 3 σημειώνω τα εξής:
- Η όλη στάση του κ. Σκουφαρίδη αναφορικά με το ζήτημα των επιδόσεων κατέδειξε μία προσπάθεια εκ μέρους του να παραπλανήσει το Δικαστήριο, ενώ καταδεικνύει και μίαν τουλάχιστον επιπόλαια αντιμετώπιση πραγμάτων. Η θέση αυτού ότι επειδή του επιδίδονται διάφορα πράγματα δεν γνώριζε κατά πόσο ένα από αυτά ήταν και η απόφαση στην παρούσα, δείχνει την ελλειπή κατανόηση της σοβαρότητας της ύπαρξης Δικαστικών διαταγμάτων.
- Συνεχώς απέφευγε να απαντήσει ευθέως ως προς το κατά πόσο του είχε επιδοθεί η απόφαση ή όχι, λέγοντας απλά ότι «αν έχει υπογραφή από εμένα σημαίνει την παράλαβα».
- Αρχικά έλεγε ότι δεν ξέρει αν έχει ξαναδεί το διάταγμα ημερομηνίας 23.11.2009. Μετέπειτα δέχτηκε ότι το είδε στο γραφείο του δικηγόρου των Εναγομένων, αλλά ούτε και τότε δεν ανέφερε ευθέως ότι αυτό του είχε επιδοθεί κιόλας.
- O κ. Σκουφαρίδης δεν έπεισε αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι δίδεται παράταση ωραρίου μίας ώρας σε ορισμένες ημερομηνίες. Ερωτηθείς να δώσει λεπτομέρειες του πως δημοσιοποιείται η παράταση αυτή προέβαλε διάφορες αόριστες θέσεις, ισχυριζόμενος αρχικά ότι η Αστυνομία τους επισκέπτεται και τους λέει μέχρι ποία ώρα δικαιούνται να είναι ανοιχτοί, πράγμα που δεν βρίσκει έρεισμα στην λογική αφού θα έπρεπε τότε η Αστυνομία να επισκέπτεται όλα τα νυχτερινά κέντρα. Μετά δέχτηκε ότι η Αστυνομία πάει σε όλα τα κέντρα που παρανομούν. Ερωτηθεις κατά πόσο για την 5.1.2010 το είχε γραπτώς ότι δόθηκε παράταση απάντησε αρνητικά, αλλά ισχυρίστηκε ότι το ήξερε επειδή «είναι κοινός κανονισμός που ξέρουν όλοι που ασχολούνται με αυτές τις δουλειές». Δεδομένης, όμως, της ύπαρξης απαγορευτικών διαταγμάτων αναφορικά με την λειτουργία του κέντρου «Στοά», θα έπρεπε να υπήρχε μία πιο υπεύθυνη αντιμετώπιση.
- Σε άλλο στάδιο δέχτηκε ότι η άδεια μεγαφώνων που δόθηκε στους Εναγόμενους επέτρεπε την χρήση μεγαφώνων μέχρι τις 12.00 π.μ. μόνο.
- Σε συνδυασμό με το πιο πάνω, παρατηρώ ότι ο κ. Σκουφαρίδης ισχυρίστηκε μεν ότι δεν θυμόταν τι ώρα μετέβησαν με τον κ. Καντούνα στο σπίτι αυτού το βράδυ της 5 – 6 Ιανουαρίου, 2010, δέχτηκε όμως ότι αυτό ήταν μετά τις 12.00 π.μ.
- Για το ίδιο βράδυ, ο κ. Σκουφαρίδης ερωτήθηκε κατά την αντεξέταση του κατά πόσο απέδιδε το ότι η μουσική ακουγόταν στο ότι κάποιος είχε ανοίξει την οροφή, και απάντησε αρνητικά, πράγμα που βρίσκεται σε αντίφαση με την παράγραφο 7 της Ενόρκου Δηλώσεως του. Μεσά από τα λεχθέντα του προέκυψε ότι ο ίδιος ήταν εκεί και η οροφή ήταν ανοιχτή με την μουσική να παίζει, και μόνο μετά που ήρθε στο μέρος ο κ. Καντούνας έδωσε οδηγίες όπως την κλείσουν.
- Ιδιαίτερα σημαντικό θεωρώ το γεγονός ότι ο κ. Σκουφαρίδης συμφώνησε ότι την 14.3.2010 οι Εναγόμενοι δεν είχαν άδεια μεγαφώνων για το κέντρο «Στοά». Στην υποβολή που του τέθηκε, όμως, ότι τούτου δεδομένου δεν θα έπρεπε να ακούγεται μουσική από τα μεγάφωνα, απάντησε «Δεν συμφωνώ. Από την στιγμή που είχαμε την αίτηση στον Έπαρχο, δεν συνέτρεχε κανένας λόγος για απόρριψη και είχαμε άδεια μέχρι τέλος Ιανουαρίου, δεν υπήρχε κανένας λόγος να απορριφθεί. Κανένας χώρος δεν σταματά την μετάδοση όταν ήδη έκαναν τις διαδικασίες για ανανέωση μίας υφιστάμενης άδειας». Η πιο πάνω θέση του κ. Σκουφαρίδη καταδεικνύει το γεγονός ότι, ενώ γνώριζε ότι δεν υφίστατο άδεια μεγαφώνων, και ενώ γνώριζε την ύπαρξη των Δικαστικών διαταγμάτων που εξεδόθησαν στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, εν’ τούτοις συνειδητά επέλεξε να χρησιμοποιεί τα μεγάφωνα στην «Στοά» επικαλούμενος το ότι όλοι το ίδιο κάνουν.
- Εν πάση περιπτώσει η θέση του ότι δεν είχαν κανένα λόγο να πιστεύουν ότι υπήρχε πιθανότητα μη έκδοσης των αδειών καταρρίπτεται από το γεγονός ότι ο ίδιος ανέφερε ότι όταν οι Εναγόμενοι ρώτησαν τον Έπαρχο ενώ έτρωγε στην «Στοα» περί του θέματος, αυτός τους είπε ότι η απόρριψη της άδειας έγινε λόγω των παρεμβάσεων του Ενάγοντα αρ. 1 και ότι θα λάμβανε χώρα σύσκεψη με την Αστυνομία και τον Δήμο Λευκωσίας για το θέμα της «Στοάς». Δεν επρόκειτο καν, επομένως, για την ξεκάθαρη περίπτωση όπου μπορούσαν να θεωρούν ότι η έκδοση των αδειών ήταν δεδομένη.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Προτού προχωρήσω στην ανάλυση της νομικής πτυχής που διέπει αιτήσεις όπως και η παρούσα, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω το ζήτημα της παράλειψης στήριξης της υπό εκδίκαση Αίτησης στην Διαταγή 42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Αποτέλεσε εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εναγόμενους ότι η παράλειψη καταγραφής της Διαταγής 42Α στην Αίτηση καθιστά αυτήν παράτυπη, ειδικά αφού το θέμα προβάλλεται και ως λόγος ένστασης. Αντίθετη ήταν η θέση των συνηγόρων για τους Ενάγοντες, οι οποίοι εισηγήθηκαν ότι το γεγονός ότι δεν έχει περιληφθεί η Διαταγή 42Α στην Αίτηση δεν είναι καταστροφικό, αφού αυτή βασίζεται στο άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60, ενώ περιλαμβάνεται στην νομική πτυχή της Αίτησης η Διαταγή 40 Θ. 13 η οποία παρέχει την τιμωρία αυτών που παραβιάζουν τα Δικαστικά διατάγματα. Παρ’ όλο δε, ανέφερε ο κ. Καντούνας στην αγόρευση του, που δεν αναφέρεται η Δ.42Α στην Αίτηση, όλες οι πρόνοιες αυτής έχουν τηρηθεί. Προέχει συνεπώς, η εξέταση του κατά πόσο η παράλειψη αυτή μπορεί να διορθωθεί με βάση τις πρόνοιες της Διαταγής 64.
Στην υπόθεση Karl Heinz Wunderlich κ.α v. Ευθυβούλου Παναγιώτου, (1999) 1 Α.Α.Δ.366, είχε παραλειφθεί η περίληψη του άρθρου 42 από την νομική βάση αίτησης παρακοής. Αφού αναφέρθηκε ότι ο καθορισμός του νομικού βάθρου με αναφορά στα άρθρα και θεσμούς που το στοιχειοθετούν αποτελεί όρο απαράβατο για την εγκυρότητα του δικονομικού μέτρου, και αφού επισημάνθηκε ότι το άρθρο 42 του Ν. 14/60 είναι δικαιοδοτικό ενώ η Διαταγή 42Α πραγματεύεται απλά την διαδικασία για την αναφορά παρακοής διατάγματος στο Δικαστήριο, κρίθηκε ότι η επίκληση του άρθρου 42 ήταν επιβεβλημένη για την έγκυρη στοιχειοθέτηση της αίτησης. Ακολούθως λέχθηκαν τα εξής:
«Ποιές είναι τώρα οι συνέπειες της σχετικής παράλειψης; Με βάση την νομολογία μας (βλ. Μαχλουζαρίδης, πιο πάνω) η παράλειψη καθιστά άκυρη την αίτηση. Ωστόσο έχει προταθεί πως η αίτηση μπορεί να διασωθεί κατ΄ εφαρμογή των προνοιών της νέας Δ.64 (βλ. τον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1995).
Πράγματι σκοπός της νέας Δ.64 ήταν η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ μη συμμόρφωσης με διαδικαστικούς θεσμούς, η οποία καθιστά τη διαδικασία άκυρη και μη συμμόρφωση η οποία απλώς καθιστά την διαδικασία παράτυπη (βλ. Supreme Court Practice 1999, σελ. 10). Οποιαδήποτε μη συμμόρφωση με τους Κανονισμούς θεωρείται ως παρατυπία η οποία μπορεί να θεραπευθεί με τον τρόπο και τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νέα Δ.64. ΄Ετσι μετά τη θέσπιση της νέας Δ.64 παρέχεται διακριτική ευχέρεια διάσωσης στην κατάλληλη περίπτωση δικονομικών μέτρων, τα οποία πριν την τροποποίηση εθεωρούντο άκυρα (Βλ. Γιάννη ν. Αναπληρωτή Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων κ.α. (1995) 3 Α.Α.Δ. 334, Δημοκρατία ν. Lion Ins. Agency Ltd (1995) 3 A.A.Δ. 338, 340 και Panayiotis Georghiou (Catering Ltd) κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1516/19.7.96 - απόφαση της Ολομέλειας). Ωστόσο πρέπει να υπομνησθεί πως η εξουσία που δίδεται στο δικαστήριο από τη νέα Δ.64 είναι εξουσία για θεραπεία των παρατυπιών που αποτελούνται από παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς. Το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να θεραπεύσει θεμελιώδεις παραλείψεις (Βλ. The Supreme Court Practice 1999, σελ. 10 όπου υποδεικνύεται επίσης "πως η πρόνοια για την ύπαρξη του ενάγοντα κατά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας αποτελεί βασική νομική αρχή παρά απαίτηση των θεσμών").
Στην κρινόμενη περίπτωση πρόκειται απλώς για μη συμμόρφωση με τους θεσμούς - την Δ.48 θ.1. Δεν πρόκειται για ουσιώδη ή θεμελιώδη παράλειψη ούτε για παραβίαση βασικών νομικών αρχών. Ακολουθεί πως η σημειωθείσα παράλειψη ισοδυναμεί με παρατυπία η οποία είναι θεραπεύσιμη.»
Σύμφωνα με την νομολογία (Karl Heinz πιο πάνω) οι ακόλουθοι είναι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας:
1. Ο δυσμενής επηρεασμός της άλλης πλευράς.
2. Η πρόκληση αδικίας στον διάδικο που ευθύνεται για την παρατυπία.
3. Το μέγεθος της παρατυπίας.
Παραπέμπω επίσης στην απόφαση Χαράλαμπος Μιχαήλ v. Νίκου Α. Ττούνια, (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 113 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
"Κριτήριο ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό μπορεί να αποτιμηθεί με βάση τα γεγονότα και τις παραμέτρους της έφεσης πάντοτες υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν δικαιωμάτων/συμφερόντων και υποχρεώσεων των διαδίκων."
Στην προκειμένη περίπτωση θεωρώ ότι οι Εναγόμενοι – Καθ’ων η Αίτηση δεν έχουν υποστεί οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό από την μη συμπερίληψη της Διαταγής 42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Δεδομένης της περίληψης του άρθρου 42, αλλά και της τήρησης των προνοιών της προαναφερόμενης Διαταγής, καθώς και της περίληψης της Διαταγής 40 Θεσμός 13, οι Εναγόμενοι – Καθ’ων η Αίτηση είχαν πλήρη αντίληψη της ουσίας της Αίτησης που αντιμετώπιζαν. Αντεξέτασαν τον Ενάγοντα αρ. 1 επί της ουσίας της Αίτησης αλλά και αγόρευσαν επί της ουσίας, έχοντας υπόψη τους την καταχωρησθείσα Αίτηση. Από την άλλη θεωρώ ότι απόρριψη της Αίτησης για τον λόγο αυτό και μόνο, θα προκαλέσει δυσανάλογη αδικία στην πλευρά των Εναγόντων - Αιτητών. Το Δικαστήριο πρέπει να έχει την ευχέρεια να απονέμει δικαιοσύνη επί της ουσίας και όχι να απορρίπτονται διαδικασίες με την διαπίστωση απλών παρατυπιών.
Θεωρώ ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από την MI Holdings Public Ltd v. Τασούλα Γεωργίου Παναγή (2006) 1 Α.Α.Δ. 298 στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εναγόμενους. Στην προαναφερόμενη απόφαση είχε εκδοθεί απόφαση στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση, παρά το ότι η αγωγή είχε καταχωριστεί σε κλητήριο γενικώς οπισθογραφημένο. Από την Νομολογία, όμως, που διέπει την εξέταση αιτήσεων για συνοπτική απόφαση, προκύπτει ότι η τήρηση των προϋποθέσεων που τίθενται από την Διαταγή 18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας σχετίζεται με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδίδει συνοπτική απόφαση, ενώ η μη ικανοποίηση τους στερεί Δικαστήριο από τη δικαιοδοσία να εκδίδει συνοπτική απόφαση (βλ. Stavrinides v. Czekoslovenska Obchondi Banka AS (1972) 1 C.L.R. 130), πράγμα που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Εν' όψει των πιο πάνω, στην άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας, εκδίδω διάταγμα απαλλαγής από την συγκεκριμένη παρατυπία.
Προχωρώ τώρα στην εξέταση της νομικής πτυχής που διέπει διαδικασίες παρακοής.
Το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο να εξαναγκάζει σε υπακοή προς οποιοδήποτε διάταγμα εκδοθέν υπ’ αυτού. Όπως αναφέρθηκε και στην πρόσφατη απόφαση Μαρίας Μαυρονικόλα ν. Άντη Ξάνθου Έφεση 9/09, ημερ. 24.2.2011 με αναφορά στην Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas (1989) 1 Α.Α.Δ. 750, το άρθρο αυτό είναι δικαιοδοτικό, και «προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για τη τιμωρία προσώπων, φυσικών ή νομικών, για την παρακοή διαταγμάτων».
(βλ. επίσης Διαμάντω Χριστοδούλου ν. Πανίκου Χριστοδούλου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1085, Λάζαρος Μαύρος ν. Θεόδωρου Στυλιανού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2369, Πέτρος Πετράκη ν. Ann – Marie Petraki, Έφεση 144, ημερ. 27.6.2002, Ελισάβετ Θεοφάνους ν. CCC Laundries (Paphos) Ltd, (2009) 2 Α.Α.Δ. 634).
Το άρθρο 42 δεν ρυθμίζει ούτε τον τρόπο επίκλησης αλλά ούτε και το πλαίσιο άσκησης της δικαιοδοσίας για τιμωρία για ανυπακοή. Η άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το άρθρο 42 του Ν. 14/60 διέπεται από την Διαταγή 42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Όπως προκύπτει από τα λεχθέντα στην απόφαση Μαρίας Μαυρονικόλα ν. Άντη Ξάνθου (πιο πάνω), προϋπόθεση ενεργοποίησης της δικαιοδοσίας είναι η τήρηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων που τίθενται από την Δ.42Α (1). Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Από την ιδία τη φύση της διαδικασίας παρακοής ως οιονεί ποινικής, (βλ.Ηalin v. Timur (2005) 1 A.A.Δ. 424), αναφύεται η ανάγκη πλήρους και αποτελεσματικής διαπίστωσης ύπαρξης των πιο κάτω προϋποθέσεων, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, (Μαρκίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401:
α. ΄Υπαρξη διατάγματος
β. ΄Υπαρξη αναγκαίας οπισθογράφησης
γ. Προσωπική επίδοση του διατάγματος
δ. Προσωπική επίδοση της αιτήσεως παρακοής
Σχετική επί του θέματος της ικανοποίησης των προϋποθέσεων για απόδειξη παρακοής είναι η υπόθεση Ονουφρίου ν. Βye (2007) 1 (Α) Α.Α.Δ. 371».
Πέραν των πιο πάνω, από την Νομολογία προκύπτει ότι η απόδειξη ηθελημένης παρακοής είναι προαπαιτούμενο για στοιχειοθέτηση της καταφρόνησης Δικαστικού διατάγματος (βλ. Mouzouris v. Xylophagou Plantation (1977) 1 C.L.R. 287 και Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309). Στην απόφαση Λάζαρος Μαύρος ν. Θεόδωρου Στυλιανού (πιο πάνω) αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:
«΄Οπως επισημαίνεται στην Antonis Mouzouris & Another v. Xylophaghou Plantations Ltd. (1977) 1 C.L.R., 287 για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί ηθελημένη ανυπακοή του καθ΄ ου η αίτηση προς την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ΄ αυτού δεν αρκεί πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου».
Η διαδικασία παρακοής διατάγματος είναι ιδιόμορφη αφού, ενώ εντάσσεται στο πεδίο της αστικής δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εν’ όψει των συνεπειών που συνεπάγεται η καταδίκη του Καθ’ου η Αίτηση, η στοιχειοθέτηση και απόδειξη της κατηγορίας συναρτώνται με τα θέσμια και τους κανόνες της ποινικής δίκης (βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (πιο πάνω). Παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση Λάζαρος Μαύρος ν. Θεόδωρος Στυλιανού (πιο πάνω), όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Είναι άρθρο με ποινικό χαρακτήρα, το δε αδίκημα που διαγράφει δεν είναι αδίκημα αυστηρής ή απόλυτης ευθύνης (strict or absolute liability) αλλά αδίκημα που έχει όχι μόνο αντικειμενική αλλά και υποκειμενική υπόσταση. Η αντικειμενική του υπόσταση (actus reus) συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη η οποία παραβιάζει το διάταγμα, η δε υποκειμενική του υπόσταση (mens rea) σε ηθελημένη ανυπακοή ή, άλλως, σε πρόθεση ανυπακοής ή καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.
Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή Πική (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 στις σελίδες 314 έως 315.
"Παρά τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για καταφρόνηση και το μανδύα της πολιτικής δικαιοδοσίας που την περιβάλλει το αίτημα για καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος του δικαστηρίου αποβλέπει στην τιμωρία του παραβάτη. Κατά συνέπεια η αίτηση για καταδίκη προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας».
Αποτελεί δικαίωμα του Καθ’ου η Αίτηση συνεπώς, να πληροφορηθεί επαρκώς και σε ικανοποιητικό βαθμό πριν την εκδίκαση της υπόθεσης του για τη φύση του αδικήματος που ατιμετωπίζει. Οι λεπτομέρειες του αδικήματος πρέπει να δίδουν στον Καθ’ου η Αίτηση γνώση για το τι προτίθεται να αποδείξει ο Αιτητής. Ως λέχθηκε στην Krashias v. Adidas (πιο πάνω) «οι παραβιάσεις του διατάγματος πρέπει να προσδιορίζονται με την ίδια σαφήνεια όπως και τα αδικήματα στο κατηγορητήριο στις ποινικές υποθέσεις». Όταν ένα διάταγμα μπορεί να παραβιαστεί με διάφορους τρόπους, τότε η αίτηση για παρακοή του διατάγματος αυτού θα πρέπει να καθορίζει και τον συγκεκριμένο τρόπο παράβασης του διατάγματος (βλ. Hipkiss v. Fellows (1999) 101 Lt 701, Brammall v. Mutual Industrial Corp (1915) 84 LJ Ch. 474 και Halsbury’s Laws of England 4η έκδοση, Τόμος 9 Παρ. 93 Σελ. 58).
Το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την υπόθεση του όπως σε μία ποινική διαδικασία και δεν ικανοποιείται το βάρος απόδειξης αυτό με την απλή πιθανολόγηση (βλ. μεταξύ άλλων Re Bramblevale Ltd (1970) Ch. 128, Μάριος Ιωάννου ν. Έλλη Νίκου Μανώλη, (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1423, Χριστάκη Κώστα ν. Ελένης Κώστα (2003) 1 Α.Α.Δ. 269).
Η ύπαρξη των διαταγμάτων δεν έχει αμφισβητηθεί. Αυτά εξέδώθησαν μετά από ακροαματική διαδικασία την 23.11.2009, και συντάχθησαν από τον Πρωτοκολλητή την 7.1.2010. Το διάταγμα περιέχει και την απαραίτητη οπισθογράφηση ότι «Αν εσείς οι πιο πάνω αναφερόμενοι εναγόμενοι παραλείψετε να συμμορφωθείτε ΑΜΕΣΩΣ από της επίδοσης με το παρόν διάταγμα, εσείς μεν οι κατά νόμον υπεύθυνοι υπόκεισθε σε σύλληψη, η δε περιουσία σας σε κατάσχεση». Αποτελεί συναφώς κατάληξη μου ότι οι δύο αυτές προϋποθέσεις ικανοποιούνται.
Προχωρώ τώρα να εξετάσω το ζήτημα της επίδοσης αυτών στους Εναγόμενους. Στον φάκελο του Δικαστηρίου υπάρχουν ένορκες δηλώσεις του επιδότη κ. Ανδρέα Αβρααμίδη, με τις οποίες ορκίζεται ότι τη 4.2.2010 επέδωσε στον κ. Σταύρο Σακκή Διευθυντή της Εναγόμενης αρ. 1 στο εγγεγραμμένο γραφείο αυτής για την Εναγόμενη αρ. 1, και προσωπικά στους Εναγόμενους αρ. 2 και 4, ενώ την 9.2.2010 επέδωσε προσωπικά στον Εναγόμενο αρ. 3. Η προσπάθεια του Εναγομένου αρ. 3 να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο υπήρξε ή όχι προσωπική επίδοση των διαταγμάτων στους Εναγόμενους κατά την αντεξέταση του, δεν έγινε δεκτή. Κατ’ επέκταση θεωρώ ότι τα διατάγματα ημερομηνίας 23.11.2009 έχουν επιδοθεί προσωπικά εις ένα έκαστο εκ των Εναγομένων.
Στον φάκελο του Δικαστηρίου υπάρχουν επίσης Ένορκες Δηλώσεις επίδοσης της υπό εκδίκαση Αίτησης παρακοής του ιδίου επιδότη. Από αυτές προκύπτει ότι η Αίτηση επιδόθηκε την 7.4.2010 για την Εναγόμενη αρ. 1 στον Εναγόμενο αρ. 3 Διευθυντή της εταιρείας, και στους Εναγόμενους αρ. 2, 3 και 4 προσωπικά κατά την ίδια ημερομηνία.
Παρατηρώ, όμως ότι η επίδοση των διαταγμάτων έλαβε χώρα την 4.2.2010 στους Εναγόμενους αρ. 1, 2 και 4 και στις 9.2.2010 στον Εναγόμενο αρ. 3. Κατ’ επέκταση δεν μπορεί να επιτύχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί παρακοής του διατάγματος για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το βράδυ της 5 με 6 Ιανουαρίου 2010, αφού μέχρι και εκείνη την ημερομηνία δεν είχε λάβει χώρα η επίδοση των διαταγμάτων, με αποτέλεσμα να ελλείπει απαραίτητο στοιχείο. Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Διαμάντω Χριστοδούλου ν. Πανίκκου Χριστοδούλου (πιο πάνω):
«Στην Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989) 1 Α.Α.Δ. 750, εξηγείται ότι το ΄Αρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, παρέχει δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο, κατά την ενάσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας να τιμωρεί, κατ' ανάλογο τρόπο προς το ποινικό δικαστήριο, τους καταφρονούντες τα διατάγματά του. Διασαφηνίστηκε, επίσης, ότι η άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής διέπεται από τις διατάξεις της Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία:-
«... καθιστά την προσωπική επίδοση τόσο του οπισθογραφημένου διατάγματος όσο και της αίτησης, απαρέγκλιτο όρο για την καταδίκη προσώπου για την παρακοή διατάγματος.»
Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309, σε διαδικασία καταφρόνησης διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου. (Βλ., επίσης, Photiou v. HadjiForados (1988) 1 C.L.R. 384. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ.4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 961. Μαύρος ν. Στυλιανού κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 2389.)
Η επίδοση οπισθογραφημένου διατάγματος του δικαστηρίου αποτελεί προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση κατηγορίας για την παρακοή διατάγματος του δικαστηρίου. Η απόδειξη του γεγονότος αυτού βαρύνει, όπως και σε κάθε ποινική υπόθεση, τον κατήγορο. Υποθέσεις για την ύπαρξη γεγονότων, που συνθέτουν την κατηγορία, δε χωρούν - Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, 365».
Στρέφομαι τώρα στην εξέταση των γεγονότων της 14.3.2010. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας έχει παρατεθεί πιο πάνω. Όπως επισημάνθηκε και εκεί, ο κ. Σκουφαριδης ενώ παραδέχθηκε πως την 14.3.2010 δεν υπήρχε σε ισχύ άδεια για χρήση μεγαφώνων, και από την παράγραφο 5 της Ενόρκου Δηλώσεως αυτού προκύπτει ως παραδεκτό ότι από την 31.1.2010 μέχρι και την 18.3.2010 δεν υπήρχε άδεια μεγαφώνων σε ισχύ για το κέντρο «ΣΤΟΑ», εν’ τούτοις οι Εναγόμενοι συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα μεγάφωνα με το πρόσχημα ότι είχαν υποβάλει αίτηση για ανανέωση της άδειας αυτής. Συγκεκριμένα ήταν θέση του Εναγομένου αρ. 3 ότι το βράδυ της 13 – 14 Μαρτίου 2010 λειτουργούσε το εστιατόριο και το lounge της «Στοάς». Ειδικότερα εξέφρασε και την θέση ότι «Κανένας χώρος δεν σταματά την μετάδοση όταν ήδη έκαναν τις διαδικασίες για ανανέωση μίας υφιστάμενης άδειας». Η πιο πάνω αντιμετώπιση του Εναγομένου αρ. 3 καταδεικνύει και το ηθελημένο της αυπακοής, και η σαφέστατη πρόθεση του Εναγομένου αρ. 3 (και κατ’ επέκταση της Εναγόμενης αρ. 1 εταιρείας της οποίας αυτός είναι διευθυντής) για ανυπακοή προς το διάταγμα του Δικαστηρίου.
Όπως αναφέρθηκε και στην απόφαση Houssein Halin v. Naime Timour, (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 424 «η υποκειμενική όμως υπόσταση αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από την ίδια την πράξη του καθ΄ ου η αίτηση, ο οποίος, όπως είπαμε πιο πάνω, ηθελημένα, και παραβιάζοντας τους ρητούς όρους του διατάγματος, απέσυρε το ποσό που βρισκόταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό της διαχείρισης».
Επισημαίνω ότι οι πρόνοιες του διατάγματος ήσαν σαφείς, αφού σε αυτό προβλέπετο ότι απαγορεύεται οι Εναγόμενοι «να προβαίνουν σε χρήση μεγαφώνων σε οιουσδήποτε χώρους του κέντρου ΣΤΟΑ, στην πλατεία του παλιού Δημαρχείου στην εντός των τειχών Λευκωσία, χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση άδειας χρήσης μεγαφώνων από την Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας».
Ούτε και μπορεί να έχουν οποιαδήποτε σημασία στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας τα όσα ανέφερε επανειλημμένα ο κ. Σκουφαρίδης αναφορικά με το κατά πόσο προκαλείτο ή όχι οχληρία, και το κατά πόσο έλαβαν οι Εναγόμενοι μέτρα για αποφυγή της οχληρίας, αλλά ούτε και οι λόγοι για τους οποίους ο Έπαρχος Λευκωσίας καθυστέρησε να εκδώσει τις άδειες. Θα συμφωνήσω στο σημείο αυτό με την εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων για τους Ενάγοντες – Αιτητές όπως αυτή προβλήθηκε στην αγόρευση τους, ότι η υπό εκδίκαση Αίτηση δεν αφορά πρόκληση οχληρίας, αλλά την χρήση μεγαφώνων με τρόπο που να παραβιάζει τα διατάγματα ημερομηνίας. 23.11.2009. Τα διατάγματα ημερομηνίας 23.11.2009 καμία αναφορά δεν περιέχουν σε μη πρόκληση οχληρίας, αλλά απλά και σαφέστατα απαγορεύουν την χρήση μεγαφώνων χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση της σχετικής άδειας, ανεξαρτήτως του κατά πόσο η χρήση αυτή προκαλεί ή όχι οχληρία.
Αποτελεί συνεπώς κατάληξη μου ότι οι Ενάγοντες – Αιτητές έχουν αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ηθελημένη παρακοή διατάγματος εκ μέρους των Εναγομένων αρ. 1 και 3 κατά την 14.3.2010.
Προχωρώ τώρα στην εξέταση του κατά πόσο έχει αποδειχθεί η ηθελημένη ανυπακοή εκ μέρους των Εναγομένων αρ. 2 και 4 αναφορικά πάντα με τα όσα έλαβαν χώρα την 14.3.2010 μόνο. Από την ενώπιον μου μαρτυρία προέκυψε πως ο Εναγόμενος αρ. 2 είναι διευθυντής της Εναγομένης αρ. 1 εταιρείας, και ο Εναγόμενος αρ. 4 διευθυντής των υποστατικών. Ο ίδιος ο Ενάγοντας ανέφερε ότι δεν ήταν σε θέση να πει κατά πόσο ήσαν ή όχι παρόντες οι Εναγόμενοι αρ. 2 και 4 κατά τα δύο επεισόδια που περιέγραψε.
Η απλή ιδιότητα των Εναγομένων αρ. 2 και 4 δεν αρκεί για να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ηθελημένη παρακοή εκ μέρους τους. Χρειάζετο μαρτυρικό υλικό που να καταδεικνύει την θετική ενέργεια εκ μέρους τους που να οδηγεί σε παραβίαση των όρων των διαταγμάτων. Εικασίες δεν μπορούν να αποτελέσουν επαρκές υπόβαθρο για την απόδειξη ηθελημένης παρακοής στον βαθμό που απαιτείται.
Τούτου δεδομένου αποτελεί κατάληξη μου ότι οι Ενάγοντες – Αιτητές απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης τους σε σχέση με τους Εναγόμενους αρ. 2 και 4, και η Αίτηση ακολούθως απορρίπτεται για τους Εναγόμενους αυτούς. Αναφορικά με τους Εναγόμενους αρ. 1 και 3 οι Ενάγοντες – Αιτητές απέδειξαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την παρακοή αυτών στο διάταγμα.
Τα έξοδα της Αίτησης δεν υπάρχει λόγος να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα, γι΄αυτό και επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων – Αιτητών και εναντίον των Εναγομένων αρ. 1 και 3, και περιλαμβάνουν και τα έξοδα της εκδίκασης της αίτησης για καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Εν’ όψει των γεγονότων της υπόθεσης, κρίνω ορθό όπως δεν εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα αναφορικά με τους Εναγόμενους αρ. 2 και 4.
Οι Εναγόμενοι αρ. 1 και 3 – Καθ΄ων η Αίτηση καλούνται να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε επιθυμούν για μετριασμό της ποινής.
(Υπ.) Μ. Παπαδοπούλου, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής