ECLI:CY:EDLEF:2013:A313
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 8809/03
Μεταξύ:
Acuac Inc, εκ Νέας Υόρκης, ΗΠΑ
Εναγόντων/Αιτητών
Και
1. Frederickou Schools Co Limited, από Λευκωσία
2. Μιχαήλ Φρειδερίκου, από Λευκωσία
Εναγομένων/Καθ’ ων η Αίτηση
------------------
Ημερομηνία: 16 Σεπτεμβρίου, 2013
Αίτηση ημερομηνίας 16.7.13 για τροποποίηση τίτλου
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τους Αιτητές/Ενάγοντες : κα Χρ. Αγρότου, για Μ.Π. Σπανός & Σία και για Χρίστο Μ. Τριανταφυλλίδη
Για τους Καθ’ ων η Αίτηση/Εναγόμενους: κ. Χρ. Κληρίδης, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Μετά την ολοκλήρωση της παράθεσης της μαρτυρίας και από τις δύο πλευρές και τον ορισμό της υπόθεσης για τελικές αγορεύσεις στις 27.9.13 μεσολάβησε, από τους Ενάγοντες/Αιτητές, στις 16.7.13 η καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής. Συγκεκριμένα επιζητείται η διαφοροποίηση του ονόματος των Εναγομένων 1 από Frederickou Schools Co Limited σε Σχολαί Φρειδερίκου Λίμιτεδ.
Η Αίτηση, η οποία έχει ως βασική νομική βάση τη Δ.25, θθ1-5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του Πάρη Σπανού στην οποία αναφέρει ότι, όπως διεφάνη κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία από την κατάθεση των διαφόρων πιστοποιητικών του Εφόρου Εταιριών, μεταξύ των οποίων και του Τεκμηρίου 79, η επωνυμία υπό την οποία είναι εγγεγραμμένοι οι Εναγόμενοι ως Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης διά μετοχών στα αρχεία του Εφόρου Εταιρειών είναι στην ελληνική και είναι "Σχολαί Φρειδερίκου Λίμιτεδ». Προστίθεται δε ότι ο λόγος για τον οποίο οι Εναγόμενοι 1 ενάγοντο υπό την επωνυμία Frederickou Schools Co Limited και σε αγωγές που προηγήθηκαν της παρούσας μεταξύ των ίδιων διαδίκων, οι οποίες αναφέρονται, και όχι υπό την επωνυμία "Σχολαί Φρειδερίκου Λίμιτεδ» είναι διότι η πρώτη αγωγή που ηγέρθη η υπ΄ αρ. 4609/86 ηγέρθη στην αγγλική γλώσσα και το όνομα «Σχολαί Φρειδερίκου Λίμιτεδ» μεταφράσθηκε στην Αγγλική ως «Frederickou Schools Co Limited». Στη συνέχεια, αφού δίδεται μια εξήγηση για το λόγο που δεν υπεβλήθη αίτηση τροποποίησης του τίτλου σε προγενέστερο στάδιο και αφού ηγέρθη ισχυρισμός στα πλαίσια της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης που καταχώρησαν οι Εναγόμενοι στην αγωγή 4036/08 στις 13.1.09 ότι δεν υφίσταται εταιρεία με το όνομα Frederickou Schools Co Limited και ότι η επωνυμία διά της οποίας ενάγονται οι Εναγόμενοι 1 είναι εσφαλμένη, αναφέρεται ότι το θέμα τροποποίησης του τίτλου της αγωγής είναι τυπικό. Υποστηρίζεται δε ότι η έλλειψη οιουδήποτε νομικού επηρεασμού των Εναγομένων διεφάνη και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.
Με την Ένστασή τους οι Εναγόμενοι ήγειραν σωρεία λόγων Ένστασης μεταξύ των οποίων και θέμα υπέρμετρης καθυστέρησης στην καταχώρηση της Αίτησης. Επιπλέον προβάλλεται η θέση ότι η απλή τροποποίηση του τίτλου της αγωγής δεν διορθώνει τα δικόγραφα και/ή ότι θα τα φέρει σε αντίθεση με τη δοθείσα μαρτυρία με δεδομένο ότι τόσο ο μάρτυρας των Εναγόντων Δρ Νεοπτόλεμος Κλεόπας στη γραπτή του Δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και το έγγραφο που κατατέθηκε - η επίδικη Σύμβαση ημερ. 30.12.85 - επιμαρτυρούν συμφωνία επί της οποίας εδράζεται η αγωγή μεταξύ των Εναγόντων και Frederickou Schools Co Limited, χωρίς να δικογραφείται άλλη επεξήγηση. Προβάλλεται δε η θέση ότι η Υπεράσπιση των Εναγομένων επηρεάζεται και ότι με την προτεινόμενη τροποποίηση του τίτλου υπονοείται ότι η επίδικη Συμφωνία έγινε με τη «Σχολαί Φρειδερίκου Λίμιτεδ», κάτι το οποίο βρίσκεται, όμως, όπως είναι η σχετική θέση των Εναγομένων, σε αντίθεση με το επίδικο έγγραφο της Συμφωνίας και τη Γραπτή Δήλωση του Δρος Νεοπτόλεμου Κλεόπα
Η Δ.25(1) [1] των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε αίτημα για τροποποίηση δικογράφου έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσα από την πλούσια νομολογία που υπάρχει για το θέμα αυτό. Ενδεικτικά μπορεί να γίνει αναφορά στην υπόθεση Φοινιώτης v. Green Mar Navigation Ltd (1989) 1 A.A.Δ. 33 [2] όπου συνοψίζονται οι σχετικές αρχές. Επίσης στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon -ν- Σιακόλα (1999) 1Α Α.Α.Δ. 44, όπου επίσης γίνεται εκτενής αναφορά σε σχετικές αποφάσεις.
Προκύπτει από τη νομολογία ότι τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιτρέψει τροποποίηση του κλητηρίου ή των εγγράφων προτάσεων σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είναι ευρύτατη. Όσο πιο έγκαιρα υποβάλλεται η σχετική αίτηση, τόσο πιο εύκολα ασκείται η διακριτική ευχέρεια για αποδοχή της. Όπου η Αίτηση γίνεται καλόπιστα ακόμη και αν εντοπίζεται αμέλεια ή απροσεξία στο δικόγραφο και ανεξάρτητα από την καθυστέρηση υποβολής της Αίτησης, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την τροποποίηση νοουμένου ότι ικανοποιηθεί ότι είναι αναγκαία για να αποδοθεί δικαιοσύνη μεταξύ των διαδίκων και αυτή δεν προκαλεί αδικία στην άλλη πλευρά εκτός από ταλαιπωρία η οποία μπορεί να αποκατασταθεί με επιδίκαση εξόδων. Προκύπτει πως ο παράγοντας καθυστέρηση εξετάζεται σε συνάρτηση με τους ουσιαστικότερους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και βασικά ως συνισταμένη τυχόν επηρεασμού των δικαιωμάτων του αντιδίκου. Εξυπακούεται ότι κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται και αποφασίζεται με βάση τα δικά της γεγονότα.
Στον καθορισμό του τι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης λαμβάνεται υπόψη ότι είναι επιθυμητό όλες οι διαφορές των διαδίκων που αναφέρονται στα επίδικα θέματα να επιλύονται διεξοδικά στην ίδια διαδικασία. Στην υπόθεση Kallice Holding Ltd v. MTR Metals (Overseas) Ltd (1996) 1Α Α.Α.Δ. 162 τονίζεται σαν σημαντικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου ο βέβαιος προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων και η διατύπωση και απόδειξη των εκατέρωθεν θέσεων μέσα σε ένα σταθερό πλαίσιο. Συνεκτιμούνται ως παράγοντας σχετικός με το τι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Αν ο αντίδικος μπορεί να αποζημιωθεί επαρκώς με την κατάλληλη διαταγή για τα έξοδα αυτό αποτελεί ένα ακόμα στοιχείο που συνηγορεί υπέρ αποδοχής αίτησης τροποποίησης[3].
Λαμβάνεται ακόμα υπόψη η ανάγκη διεκπεραίωσης της διαδικασίας στα πλαίσια του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Η καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος ή ακόμα η έναρξη της δίκης δεν αποτελούν ανυπέρβλητο εμπόδιο για επιδίωξη τροποποίησης δικογράφου[4]. Όμως όσο πιο μεγάλη είναι η καθυστέρηση αυξάνεται ανάλογα και το βάρος που πρέπει να αποσείσει ο Αιτητής για την έκδοση διατάγματος για τροποποίηση.
Μετά από την έναρξη της δίκης η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκείται με φειδώ λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον εκτροχιασμό της δίκης από την πορεία που προσδιορίστηκε και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Όμως τροποποίηση δικογράφου μπορεί σε κατάλληλη περίπτωση να επιτραπεί ακόμα και μετά το πέρας της δίκης[5].
Όταν είναι εμφανές ότι ο Αιτητής ενεργεί κακόπιστα υπάρχει βάσιμος λόγος για να μην επιτραπεί η τροποποίηση[6].
Στην προκειμένη περίπτωση είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Αίτηση για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής υποβάλλεται σε ένα τελικό στάδιο της δίκης εφόσον η διαδικασία προσκόμισης μαρτυρίας έχει ολοκληρωθεί και η υπόθεση ορίστηκε για τελικές αγορεύσεις. Θα πρέπει, όμως, να εξεταστεί κάτω από το πρίσμα της υπό κρίση Αίτησης. Η παρούσα Αίτηση στοχεύει στο να διαφοροποιήσει το όνομα της Εναγομένης 1 υποβάλλοντας, ταυτόχρονα, ότι πρόκειται περί ενός λάθους (misnomer).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το υπό κρίση αίτημα υποβλήθηκε καθυστερημένα εφόσον διαπιστώνεται ότι θα μπορούσε να είχε υποβληθεί σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Αυτό το ζήτημα, βεβαίως, θα συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο εξέτασης της υπό κρίση Αίτησης.
Έχει δε κατ’ επανάληψη τονιστεί ότι η σύγχρονη τάση είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποίηση στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμα και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα[7]. Μια δε καλόπιστη αίτηση για τροποποίηση προς κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης και, συγκεκριμένα, κάλυψη κενών και παραλείψεων που διαπιστώνονται στην Έκθεση Απαίτησης, δεν θα πρέπει να απορριφθεί επειδή ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε με αναφορά σε αβλεψία ή παραδρομή. Η σημασία του θέματος της δικαιολόγησης της καθυστέρησης ποικίλλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης κυρίως σε συσχετισμό προς τη γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης[8].
Ο λόγος της καθυστέρησης, επομένως, δεν συνιστά πάντοτε και αφ΄ εαυτού αιτία απόρριψης της αίτησης. Το Δικαστήριο κρίνει και ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια ανάλογα με το υπάρχον υλικό ισοζυγίζοντας τις θέσεις της μιας ή της άλλης πλευράς. Το γεγονός της καθυστέρησης, διευκρινίζω, δεν εξισούται κατ΄ ανάγκη με κακή πίστη. Όμως η καθυστέρηση εξετάζεται σε συνάρτηση με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος που προβλέπει το δικαίωμα διαδίκου να τύχει δίκης σε εύλογο χρόνο. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ένας διάδικος αποκλείεται από του να εγείρει αίτημα τροποποίησης, αν αυτό θεωρείται δικαιολογημένο, διότι η γενικότερη αρχή είναι ότι το Δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει πάνω σε όλα τα επίδικα θέματα που νομότυπα εγείρονται ενώπιον του πριν την έκδοση της τελικής απόφασης.
Μεταξύ των λόγων Ένστασης που προβάλλει η πλευρά των Εναγομένων είναι και αυτός που αναφέρεται στο θέμα επηρεασμού της Υπεράσπισης των Εναγομένων εφόσον οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί γιατί η επίδικη Συμφωνία έγινε με ανύπαρκτο πρόσωπο, την Εναγομένη 1.
Επισημαίνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση η Εναγομένη 1/Καθ΄ ης η Αίτηση δεν ήγειραν οποιαδήποτε ένσταση σε σχέση με την επωνυμία υπό την οποία ενάγονται πλην της έγερσης του εν λόγω ζητήματος υπό μορφή Υπεράσπισης στην αγωγή και ούτε έλαβαν μέτρα για τη διαγραφή του ονόματος της Εναγομένης 1 δυνάμει των προνοιών της Δ.27,θ.3. Περαιτέρω, καταχώρησαν ανεπιφύλακτα εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου. Σχετικό με την όλη δικονομική συμπεριφορά που επέδειξαν οι Εναγόμενοι, όπως προκύπτει από το φάκελο του Δικαστηρίου, είναι και το γεγονός ότι υπεβλήθη από μέρους της Εναγομένης 1 και του Εναγομένου 2, Αίτηση για ασφάλεια εξόδων ημερ. 27.1.09.
Δεν μπορεί στο παρόν στάδιο να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι επηρεάζεται η Υπεράσπιση των Εναγομένων σε περίπτωση που το Δικαστήριο, εγκρίνοντας την Αίτηση, προχωρήσει στην τροποποίηση και διόρθωση του ονόματος της Εναγομένης 1. Οι ισχυρισμοί των Εναγομένων περί ανύπαρκτου διαδίκου, όπως εγέρθηκαν στην Υπεράσπιση και προβλήθηκαν στο πλαίσιο της ακρόασης της παρούσας αγωγής, παραμένουν και θα εξεταστούν στο κατάλληλο στάδιο. Με άλλα λόγια ο ισχυρισμός ότι η επίδικη Συμφωνία έγινε με ανύπαρκτο πρόσωπο, την Εναγόμενη 1 ως έχει σήμερα, αφορά την ουσία της αγωγής.
Το θέμα αντιμετώπισης αιτημάτων για διαφοροποίηση ονόματος διαδίκου οφειλομένου σε σφάλμα περί το όνομα (misnomer) έτυχε ανάλυσης σε σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[9].
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν. Χαρικλείδη (2001) 1 Α.Α.Δ 1608[10] τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την αίτηση έχουν σημασία έτσι ώστε το Δικαστήριο να οδηγηθεί στο συμπέρασμα κατά πόσο όντως υπάρχει λάθος περί το όνομα που πρέπει να οδηγήσει σε αποδοχή του αιτήματος για τροποποίηση ή όχι.
Στην προκειμένη περίπτωση επισημαίνεται – και αποτελεί κοινό τόπο – ότι υπάρχει μια Συμφωνία στην Αγγλική γλώσσα που αποτελεί και την επίδικη Σύμβαση (ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΣΤ στην Ένορκη Δήλωση της Ένστασης) όπου ως συμβαλλόμενο μέρος αναφέρεται η εταιρεία Frederickou Schools Co Limited. Από δε το Μ.Ε.1 κατετέθη, όπως αναφέρθηκε από τον ίδιο, το Πιστοποιητικό Σύστασης της Εναγομένης 1 (ΤΕΚΜΗΡΙΟ Β στην Ένορκη Δήλωση της Ένστασης). Είναι δε ισχυρισμός των Αιτητών στην παράγρ. 3 της Ένορκης Δήλωσης τους ότι η επωνυμία υπό την οποία είναι εγγεγραμμένη η Εναγομένη 1 ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών στα αρχεία του Εφόρου Εταιρειών είναι στην Ελληνική και είναι «Σχολαί Φρειδερίκου Λίμιτεδ». Τέλος προβλήθηκε η θέση ότι στην πρώτη αγωγή μεταξύ των διαδίκων, η οποία προηγήθηκε της παρούσας και η οποία ηγέρθη στην Αγγλική γλώσσα, το όνομα «Σχολαί Φρειδερίκου Λίμιτεδ» μεταφράστηκε στην Αγγλική ως “Frederickou Schools Co Limited».
Κατ΄ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι η υπό εξέταση περίπτωση αφορά σφάλμα ή λάθος περί το όνομα (misnomer) υπό την έννοια της απόδοσης στον τίτλο της αγωγής του ονόματος της Εναγομένης 1 Εταιρείας στην Αγγλική γλώσσα[11].
Έχοντας συνεκτιμήσει όλα τα δεδομένα της υπό κρίση Αίτησης και χωρίς να παραγνωρίζω το στάδιο στο οποίο αυτή υποβάλλεται και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της αιτούμενης τροποποίησης, το μη δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων της Υπεράσπισης, τη μη πρόκληση ιδιαίτερης καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της διαδικασίας και το ότι η πλευρά της Εναγόμενης 1/Καθ΄ ης η Αίτηση αποζημιώνεται επαρκώς με την επιδίκαση εξόδων προς όφελος της, θεωρώ ότι είναι ορθό και δίκαιο να εγκριθεί η προτεινόμενη τροποποίηση.
Παραμένει ένα τελευταίο ζήτημα το οποίο πρέπει να θιγεί. Ένας από τους λόγους Ένστασης που εγέρθηκαν είναι αυτός ο οποίος αναφέρει ότι ο τίτλος της Αίτησης έπρεπε να είναι των συνεκδικαζόμενων αγωγών 8809/03 και 4036/08 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Η υπό κρίση Αίτηση, όπως είναι φανερό, φέρει μόνο τον τίτλο της αγωγής υπ΄αρ. 8809/03. Τούτου δοθέντος επισημαίνω ότι η εγκριθείσα τροποποίηση αφορά και αναφέρεται μόνο στην εν λόγω αγωγή. Δεν θα συμφωνήσω με τη θέση των Εναγόντων/Αιτητών που προωθήθηκε στην αγόρευση τους ότι, δηλαδή, με δεδομένη την συνεκδίκαση των δύο αγωγών η αιτούμενη τροποποίηση αφορά τον τίτλο κάθε αγωγής. Επισημαίνεται ότι το Διάταγμα συνεκδίκασης αφορά μόνο στη συνεκδίκαση των δύο πιο πάνω αναφερόμενων αγωγών και δεν καλύπτει την παρούσα διαδικασία, η δε παράλειψη αναφοράς του τίτλου της άλλης αγωγής της υπ΄ αρ. 4036/08 δεν αποτελεί, κατά την άποψη μου, θέμα παρατυπίας, όπως τέθηκε από την πλευρά των Εναγόντων/Αιτητών.
Ως αποτέλεσμα η παρούσα Αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται διάταγμα τροποποίησης ως η παράγρ. (Α) της Αίτησης. Τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα να καταχωρηθεί εντός 10 ημερών από τη σύνταξη του διατάγματος και να επιδοθεί στους δικηγόρους των Εναγομένων 1.
Τα έξοδα της Αίτησης και όσα θα δημιουργηθούν ως συνέπεια της τροποποίησης (costs thrown away) επιδικάζονται υπέρ των Εναγομένων 1 και 2/Καθ΄ ων η Αίτηση και εναντίον των Εναγόντων/Αιτητών όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, να καταβληθούν δε μετά το πέρας της αγωγής.
(Υπ) Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου Π.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
/γκ
c:\my documents\LENA /interim decisions
[1] “25(1) The court or a judge may, at any stage of the proceedings, allow either party to alter or amend his endorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be just, and all such amendments shall be made as may be necessary for the purpose of determining the real question of controversy between the parties.”
[2] Πρόκειται για υπόθεση ναυτοδικείου που βασίζεται στους παλιούς Αγγλικούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι όμως αντιστοιχούν με τη δική μας Δ.25. Οι αρχές που εφαρμόζονται είναι οι ίδιες (Βλ. Sait Electronic S.A. -v- Του πλοίου «Dominique» και άλλων (Αρ.1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 264).
[3] Δέστε Χρίστου v. Αζά (1992) 1 Α.Α.Δ. 704 και Beoco Ltd v. Alfa Laval Co Ltd and another [1994] 4 All ER 464 όπου αναφέρονται:
«The guiding principle in giving leave to amend was that all amendments should be allowed at any stage in the proceedings to enable all issues between the parties to be determined, provided that the amendment did not result in prejudice or injustice to the other party which could not properly be compensated in costs.»
[4] Δέστε Federal Bank of Lebanon -ν- Σιακόλα (πιο πάνω) στην οποία επιτράπηκε τροποποίηση μετά την έναρξη της δίκης και 12 χρόνια μετά από την καταχώρηση της αγωγής. Βλ. επίσης Κρασιμίρ Βασίλιεφ Δημητρώφ -ν- Κυριάκου Ιωάννου, Πολ. Εφ. 11592 ημερομ. 19.11.2003 όπου έγινε μερικώς αποδεκτή τέταρτη κατά σειρά αίτηση τροποποίησης έξι χρόνια μετά από την καταχώρηση της αγωγής.
[5] Δέστε Sait Electronics S.A. -v- του Πλοίου Dominique & Άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 264.
[6] Δέστε Χρίστου v. Αζά (πιο πάνω).
[7] Δέστε την αγγλική υπόθεση Associated Leisure Ltd v. Associated Newspapers Ltd (1970) 2 All E.R. 754 στην οποία αναφέρονται τα εξής:-
«I start with the principle, well settled, that an amendment ought to be allowed even if it becomes late, if it is necessary to do justice between the parties, so long as any hardship done thereby can be compensated in money. That principles applies here.”
[8] Δέστε Saba & Co (T.M.P) v. T.M.P Agents (1994) 1 A.A.Δ 426
[9] Δέστε Ferro Fashions Limited v. Fashion Box S.R.L (1999) 1 A.A.Δ 1805 και Williams and Glyn’s Bank Ltd v. The Ship “Maria” (1983) 1 C.L.R 106.
[10] Δέστε τις υποθέσεις Davies v. Elsby Brothers Ltd (1960) 3 All E.R 672 και Whittam v. W.J. Danniel & Co Ltd (1961) 3 All E.R. 796 οι οποίες αναφέρονται στην υπόθεση Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς(ανωτέρω).
[11] Σχετική είναι και η αγωγή 3993/02 Ελληνική Τράπεζα Λτδ ν. Ανδρέα Πανάρη κ.α. Ε.Δ Πάφου η οποία δόθηκε από τον Πρόεδρο Κ. Παμπαλλή (όπως ήταν τότε).