ECLI:CY:EDLEF:2021:A671

Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας

Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αίτησης/Έφεσης: 326/2021

Επί τοις αφορώσι τον Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο 9/65 και επί τοις αφορώσι τον Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, εγγραφή και εκτίμηση) μόνο Κεφ. 224 ως και τις τροποποιήσεις τους και επί τοις αφορώσι τον Περί Πώλησης Ενυπόθηκου Ακινήτου Κανονισμό 185/15

ΚΑΙ

Επί τοις αφορώσι τις ειδοποιήσεις ¨Τύπος ΙΑ¨ και/ή δελτίο/ειδοποίηση ηλεκτρονικού πλειστηριασμού ημερομηνίας 20.8.2021 επί τη βάση του άρθρου 44Γ(2) του μέρους VIA του Περί Μεταβιβάσεως και υποθηκεύσεως ακινήτων νόμου του 1965 (9/1965) και/ή επί τη βάση του Κανονισμού 4 των Περί Πώλησης Ενυπόθηκου Ακινήτου Κανονισμών και/ή το δεύτερο παράρτημα αυτών

 

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

XXXXX Κώστα Καραολή

Αιτητής/Εφεσείοντας

και

 

THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED

Καθ’ ης η Αίτηση /Εφεσίβλητη

Ημερομηνία: 23 Δεκεμβρίου, 2021

Εμφανίσεις:

Για Αιτητή: κα Παυλίδου

Για Καθ’ ης η Αίτηση: κα Σοφοκλέους

Για Κτηματολόγιο: καμία εμφάνιση

Για Επίσημο Παραλήπτη – Εκκαθαριστή της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας: καμία εμφάνιση

Για Τμήμα Φορολογίας: καμία εμφάνιση (δηλώθηκε εκ μέρους τους, σε προηγούμενη δικάσιμο, ότι δεν θα καταχωρίσουν ένσταση)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Η έφεση

Με την υπό εξέταση έφεση, ο Εφεσείοντας, στην ουσία, επιδιώκει τον παραμερισμό της ειδοποίησης ΙΑ που εκδόθηκε στις 20.08.2021, στην βάση της οποίας αποφασίστηκε η διενέργεια πλειστηριασμού του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 4/XXXXX στη Λακατάμεια Αρχάγγελο-Ανθούπολη, Λευκωσία για τις 31.01.2022, καθότι, κατά τον ίδιο, η ειδοποίηση αυτή είναι άκυρη, εσφαλμένη, αντικανονική και παράνομη. Παρεμφερής θεραπεία που επιζητείται είναι η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται η διαδικασία πλειστηριασμού, θεραπεία, ωστόσο, που δεν μπορεί να αποδοθεί στα πλαίσια της υπό εξέταση έφεσης, ούτε στην νομική βάση επί της οποίας εδράζεται. Σημειώνεται, ωστόσο, συναφώς, ότι, στην περίπτωση που ήθελε κριθεί δικαιολογημένο να διαταχθεί ο παραμερισμός της ειδοποίησης ΙΑ, αυτομάτως, ο ήδη ορισθείς, μέσω της, πλειστηριασμός δεν μπορεί να διενεργηθεί.

Στην βάση του περιεχομένου του κυρίως σώματος της έφεσης, καθώς επίσης και της ένορκης δήλωσης που τη συνοδεύει, αλλά και σχετικών δηλώσεων της συνηγόρου του Εφεσείοντα κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία στο στάδιο των αγορεύσεων, εκείνα που στην ουσία προβάλλονται από αυτόν είναι:

πρώτον ότι, δεν έχει αποσταλεί και/ή επιδοθεί προς τον Εφεσείοντα η ειδοποίηση Τύπου Θ,

δεύτερον ότι, η ειδοποίηση Τύπου Ι δεν είναι σύμφωνη με τον τύπο που προβλέπεται από το νόμο και, εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση λογαριασμού που τη συνοδεύει δεν αναφέρει τις απαραίτητες λεπτομέρειες, και

τρίτον ότι, η ειδοποίηση Τύπου ΙΑ είναι πρόωρη και οι επ’ αυτής αναφορές σε οφειλόμενα ποσά και τόκους είναι εντελώς γενικές, χωρίς να γίνεται εξειδίκευση του ποσοστού του επιτοκίου που υπολογίστηκε για να προκύψει το εκεί αναφερόμενο ποσό του τόκου.

Η ένσταση

Η Εφεσίβλητη, καταχώρησε ένσταση στην έφεση και επί του κυρίως σώματός της αναφέρει 15 λόγους για τους οποίους επιζητεί την απόρριψή της. Μέσω τους, αλλά και μέσω της ενόρκου δηλώσεως που την συνοδεύει, η οποία, στην ουσία, επαναλαμβάνει τους αναφερομένους στο σώμα της έφεσης λόγους ένστασης πλην όμως με περισσότερη επιχειρηματολογία και σχετικές λεπτομέρειες, η Εφεσίβλητη επιχειρεί να αποδείξει ότι νομιμοποιείται στο να προωθεί την διαδικασία πλειστηριασμού, καθότι ενήργησε ως οι πρόνοιες του οικείου νόμου επιβάλλουν, καταθέτοντας ως τεκμήρια επί της ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την ένσταση σωρεία εγγράφων που θεωρεί ότι βοηθούν τα επιχειρήματά της. Επίσης, πάντα μέσω της ένστασης, η Εφεσίβλητη απαντά στις αιτιάσεις του Εφεσείοντα, προβάλλοντας την θέση ότι, καμία από αυτές δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση για να αποδοθούν οι αιτούμενες θεραπείες.

Ακροαματική διαδικασία

Οι συνήγοροι των μερών παρέδωσαν στο δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις και η συνήγορος του Εφεσείοντα, με δηλώσεις της, περιόρισε τα επίδικα ζητήματα της διαδικασίας. Κανένας εκ των ομνυόντων των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την έφεση και την ένσταση δεν αντεξετάστηκε.

Γεγονότα που περιβάλλουν τα επίδικα ζητήματα, νομικό πλαίσιο που τα αφορά και κρίση.

Ως προκύπτει από τα όσα αδιαμφισβήτητα τέθηκαν ενώπιον μου μέσω της προσκομισθείσας μαρτυρίας των δύο πλευρών, η ειδοποίηση Τύπου Θ απεστάλη στην διεύθυνση του Εφεσείοντα ως αυτή παρουσιάζεται στο Μητρώο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (βλ. τεκμήριο 12 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση) και ουδέποτε επιστράφηκε ως μη παραληφθείσα (βλ. άρθρο 2 του Περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 «επίδοση με ταχυδρομείο»). Δεν υπάρχει θέση του Εφεσείοντα ότι αυτή δεν αποτελεί την διεύθυνση του. Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του άρθρου 44Β (2) του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν.9/1965(στο εξής «ο νόμος»), η ειδοποίηση Τύπου Θ αποστέλλεται[1] (δεν επιδίδεται), σε αντιδιαστολή, με ότι προνοείται για τις ειδοποιήσεις Τύπου Ι και Τύπου ΙΑ (βλ. άρθρα 44Γ (1) και (2)), οι οποίες πρέπει να επιδίδονται. Η αποσταλείσα, δε, στην υπό εξέταση περίπτωση, ειδοποίηση Τύπου Θ, συνόδευε επιστολή απαίτησης λόγω υπερημερίας ως το σχετικό άρθρο προβλέπει (44Β (2)). Κατά συνέπεια, στο βαθμό που η παρούσα έφεση εδράζεται επί της θέσης ότι δεν έχει επιδοθεί ή αποσταλεί στον Εφεσείοντα η ειδοποίηση Τύπου Θ, αυτή κρίνεται ανεδαφική.

Όσον αφορά στην επίδικη ειδοποίηση Τύπου Ι, παρά την αρχική αντίθετη θέση του Εφεσείοντα, επιδόθηκε σε αυτόν σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου. Και τούτο γιατί, επιχειρήθηκε, αρχικά, να αποσταλεί με συστημένο ταχυδρομείο στην διεύθυνση του, στη οποία αποστάλθηκε και η ειδοποίηση Τύπου Θ, και αφού δεν παρουσιάστηκε για να την παραλάβει, του έγινε προσωπική επίδοση μέσω επιδότη, ως οι πρόνοιες του άρθρου 44ΙΕ του νόμου αναφέρουν.

Αναφορικά, τώρα με το περιεχόμενο της ρηθείσας ειδοποίησης, απλή σύγκριση του με το περιεχόμενο του σχετικού προτύπου του Δεύτερου Παραρτήματος του νόμου, καταδεικνύει ότι φέρει το ορθό περιεχόμενο. Συναφώς, ως προκύπτει από το σχετικό πρότυπο, στην ειδοποίηση Τύπου Ι πρέπει να γίνεται αναφορά στο απαιτητό ποσό, καθώς επίσης και στο ποσοστό του επιτοκίου που χρεώνεται και όχι στο συνολικό συσσωρευμένο ποσό του τόκου, ως πρέπει να συμβαίνει στην περίπτωση της ειδοποίησης Τύπου ΙΑ, όπου εκεί απαιτείται, σε αντιδιαστολή, να καταγράφει το συνολικό, συσσωρευμένο, ποσό του τόκου και όχι απλά το ποσοστό του χρεωθέντος επιτοκίου.

Ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, από μια απλή σύγκριση του περιεχομένου της επίδικης ειδοποίησης Ι με το περιεχόμενο του προτύπου στο Δεύτερο Παράρτημα του νόμου, προκύπτει ότι αυτή συμβαδίζει πλήρως με το περιεχόμενο του προτύπου.

Όσον, τώρα, αφορά στον ισχυρισμό του Εφεσείοντα ότι η κατάσταση λογαριασμού που συνοδεύει την ειδοποίηση Τύπου Ι δεν περιέχει τις απαραίτητες λεπτομέρειες, παρατηρώ τα εξής:

Όντως, στην κατάσταση λογαριασμού που συνοδεύει την ειδοποίηση Ι, απλά καταγράφονται τα ποσά που αφορούν σε δύο Τραπεζικούς λογαριασμούς και το τελικό άθροισμα τους, το οποίο αποτελεί και το απαιτούμενο ποσό, χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια ως προς το πως προέκυψαν τα ποσά αυτά.

Ωστόσο, σε συμφωνία με τα όσα η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται, το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για να αποδοθεί η αιτούμενή θεραπεία του παραμερισμό της ειδοποίησης ΙΑ, η οποία μπορεί να αποδοθεί μόνο στη βάση των επτά λόγων που προνοούνται από το άρθρο 44Γ (3) (βλ. Αναφορικά με την αίτηση της Α. Παπακοκκίνου, Πολ. Εφ. 110/2019, απόφαση ημερ. 18.02.2020).

Δε μου διαφεύγει η θέση του Εφεσείοντα ότι δυνάμει των προνοιών του άρθρου 44Γ (1) του νόμου, για να κηρυχθεί, με την επίδοση της ειδοποίησης Ι, η έναρξη της διαδικασίας  εκποίησης, θα πρέπει να τηρηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 44Β του νόμου. Παρατηρώ, ωστόσο, συναφώς ότι, στη βάση του περιεχομένου της ειδοποίησης Τύπου Ι, δίδεται στον ενυπόθηκο οφειλέτη το δικαίωμα να αμφισβητήσει την ενέργεια του ενυπόθηκου δανειστή να προχωρήσει στην ενεργοποίηση της διαδικασίας εκποίησης, εξ ου και του δίδει προθεσμία 30 ημερών να αποταθεί σ’ αυτόν και να αμφισβητήσει τα όσα εκεί αναφέρονται.

Επίσης, κάθε ενυπόθηκος οφειλέτης που θεωρεί ότι ο ενυπόθηκος δανειστής δεν νομιμοποιείται να προωθεί την διαδικασία εκποίησης που προβλέπεται στο Μέρος VIA του νόμου (διαδικασία η οποία άρχεται με την επίδοση της ειδοποίησης Ι), έχει το δικαίωμα, στην βάση των προνοιών του άρθρου 44Β (3), να αποταθεί στο επαρχιακό δικαστήριο για λόγους άλλους απ’ αυτούς που προβλέπονται στον νόμο (Ν.9/1965) και να αμφισβητήσει το δικαίωμα του τελευταίου να πράττει τούτο.

Ο Εφεσείοντας, μολονότι του επιδόθηκε προσωπικά η ειδοποίηση Ι, δεν αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο για να αμφισβητήσει την ενεργοποίηση της διαδικασίας, ούτε καν απέστειλε προς την Εφεσίβλητη, εντός 30 ήμερων, ως του υποδείκνυε τούτη, ένσταση για την ρηθείσα ενεργοποίηση.

Έχει, πολλάκις, αναφερθεί σε σωρεία αποφάσεων των Επαρχιακών Δικαστηρίων, αλλά και στην υπόθεση Παπακοκκίνου (ανωτέρω), ότι το δικαίωμα ενός ενυπόθηκου οφειλέτη, μέσω του άρθρου 44Γ του νόμου, να επιδιώξει τον παραμερισμό της ειδοποίησης ΙΑ, μπορεί να ασκηθεί μόνο στη βάση των επτά λόγων που, εξαντλητικά, αναφέρονται στο άρθρο αυτό, και ότι, κατά συνέπεια, ο τύπος, πληρότητα, σαφήνεια και οποιαδήποτε άλλη ασάφεια ή άλλως πως παρατηρείται σε ειδοποιήσεις άλλες από την ΙΑ, δεν αποτελούν λόγο για να αποδοθεί τέτοια θεραπεία.

Τέλος, σε ότι αφορά στο περιεχόμενο της ειδοποίησης ΙΑ, και ειδικότερα την θέση του Εφεσείοντα ότι δεν εξειδικεύεται το ποσό του επιτοκίου στην βάση του οποίου προέκυψε ο εκεί αναφερόμενος συσσωρευμένος τόκος, αλλά και ότι οι σχετικές με τα απαιτούμενα ποσά αναφορές είναι γενικές και αόριστες, θεωρώ ότι και αυτή κρίνεται ανεδαφική, για τους λόγους που ήδη, ακροθιγώς, κατέγραψα ανωτέρω κατά την ενασχόληση μου με το περιεχόμενο της ειδοποίησης Ι. 

Ως υπέδειξα, συναφώς, σε αντιδιαστολή με την ανάγκη καταγραφής επί της ειδοποίησης Ι του ποσοστού του χρεωθέντος επιτοκίου και όχι του συνολικού συσσωρευμένου ποσού του τόκου, στην ειδοποίηση ΙΑ δεν προβλέπεται η καταγραφή του ποσοστού του επιτοκίου, αλλά του συσσωρευμένου ποσού του τόκου, κάτι με το οποίο συμμορφώνεται πλήρως η επίδικη ειδοποίηση ΙΑ (βλ. πρότυπα των σχετικών ειδοποιήσεων στο Δεύτερο Παράρτημα του νόμου). Κατά συνέπεια και οι σχετικές με αυτό το θέμα αιτιάσεις του Εφεσείοντα κρίνονται ανεδαφικές.

Έχοντας κρίνει ως ανωτέρω, και έχοντας, περαιτέρω, υπόψη ότι τίποτα άλλο δεν τέθηκε ενώπιόν μου που να δικαιολογεί την απόδοση των αιτούμενων θεραπειών, η έφεση απορρίπτεται.

Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα, και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ……………………………………….

                                                         Θ. Θεοδώρου, Α. Ε. Δ.

 

 

 

Πιστόν Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΧΨ

 

 

 



[1] Τονισμός δικός μου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο