ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:    Γ. Καραμαλλή, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1983/2020

Μεταξύ:

P & A BUSINESS & FINANCIAL CONSULTANTS LTD

 Εναγόντων

και

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΟΥΡΗΣ

Εναγόμενου

Ημερομηνία: 28 Αυγούστου 2023

Εμφανίσεις:

Για τον Εναγόμενο/ Αιτητή: κος Χ. Στρόππος για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Ενάγοντες/ Καθ' ων η Αίτηση: κος Χ. Χριστοδούλου για Μ. Ξ. Ιωάννου & Συνεργάτες

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(Σε αίτηση διαγραφής ημερομηνίας 30.06.2021)

 

Με την υπό εξέταση αίτηση, ο Εναγόμενος/ Αιτητής (ο Αιτητής) επιδιώκει την έκδοση διατάγματος διαγραφής (strike out) της έκθεσης απαίτησης ή/και απόρριψης ή/και ακύρωσης της υπό τον ως άνω τίτλο αγωγής, λόγω μη αποκάλυψης εύλογης αιτίας αγωγής ή/και λόγω του ότι το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα που καταχωρήθηκε στις 13.11.2020 ή/και η έκθεση απαίτησης που καταχωρήθηκε στις 2.11.2020 είναι επιπόλαια ή/και ενοχλητική (frivolous and vexatious) ή/και λόγω κατάχρησης της διαδικασίας (abuse of process) ή/και ότι η απαίτηση των Εναγόντων είναι κατ’ ουσία αβάσιμη ή/και αστήρικτη.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση περιλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση της Λ. Μαραγκού, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Αιτητή. Η ενόρκως δηλούσα αφού αναφέρεται στο ιστορικό της διαδικασίας, παραθέτει νομική επιχειρηματολογία προς υποστήριξη του αιτήματος. Στη βάση των όσων αναφέρει, προκύπτει ότι, το παράπονο του Αιτητή εδράζεται στη μη αναφορά επί του τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος και της έκθεσης απαίτησης, της ισχυριζόμενης δυσφημιστικής δημοσίευσης, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να αντιληφθεί με ποιο τρόπο και πότε είχε προβεί στην εν λόγω δημοσίευση για να προβάλει την υπεράσπιση του και να ελλείπει από το δικόγραφο συστατικό στοιχείο του αστικού αδικήματος της δυσφήμησης, με αποτέλεσμα να μην αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής. 

 

Η αίτηση στηρίζεται στις Δ.2 Θ.9, Δ.27 Θ.3, Δ.48 Θ.1, 2, 4, 7 και 9(ο) και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στις αρχές του δικαίου της επιείκειας και των κανόνων του κοινοδικαίου, στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη διακριτική ευχέρεια, στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Οι Ενάγοντες/ Καθ’ ων η Αίτηση (οι Καθ’ ων η Αίτηση) καταχώρησαν ειδοποίηση πρόθεσης ένστασης στις 10.11.21, προβάλλοντας τους ακόλουθους τρεις λόγους ένστασης, τους οποίους παραθέτω αυτούσιους:

 
(α)       Δεν υπάρχει οποιαδήποτε κατάχρηση από μέρους του ενάγοντος και η αξίωση του στηρίζεται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης και κατά συνέπεια η αγωγή του δεν είναι επιπόλαια ή ενοχλητική.


(β)       Είναι δικονομικά θεραπεύσιμο και δικονομικά επιτρεπτό να τροποποιηθεί ή να επεκταθεί αγώγιμο δικαίωμα με την έκθεση απαίτησης, χωρίς την τροποποίηση της οπισθογράφησης.


(γ)        Δεν έχουν τεθεί οι εναγόμενοι σε δυσμενέστερη δικονομική μεταχείριση και μπορούν να υπερασπιστούν κατάλληλα, αφού έλαβαν γνώση για το συγκεκριμένο αδίκημα που κατηγορούνται.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Χ. Παρασκευά, ασκούμενου δικηγόρου, στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων που εκπροσωπούν τους Καθ’ ων η Αίτηση, ο οποίος αρκείται να επαναλάβει και υιοθετήσει τους προβαλλόμενους λόγους ένστασης. Επίσης, στη νομική βάση της ένστασης περιλαμβάνονται οι Δ.20 Θ.1Α, Δ.48 Θ.1 - 4, 9(ο) και Δ.64 Θ.1, 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και γίνεται επίκληση των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα, χωρίς οι ενόρκως δηλούντες να τύχουν αντεξέτασης. Έχω λάβει υπόψη μου το πλήρες περιεχόμενο των εκατέρωθεν ενόρκων δηλώσεων, καθώς επίσης και των εμπεριστατωμένων αγορεύσεων των ευπαίδευτων συνηγόρων, συγκεκριμένες αναφορές επί των οποίων θα γίνουν μόνο εκεί και όπου κρίνεται σκόπιμο.

 

Νομικό υπόβαθρο της υπό εξέταση αίτησης αποτελεί η Δ.27 Θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία έχει ως ακολούθως:

 

«3. The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.»

 

Ως έχει νομολογηθεί η διαγραφή δικογράφου, δικαιολογείται μόνο σε απλές και έκδηλες περιπτώσεις όταν το δικόγραφο είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο και που το ελάττωμα του δεν μπορεί να θεραπευθεί με σχετική τροποποίηση.[1] Ο εντοπισμός κάποιας αιτίας αγωγής ή έστω κάποιου ζητήματος κατάλληλου για εκδίκαση από το Δικαστήριο, επιβάλλει τη διατήρηση της διαδικασίας στη ζωή όσο και αν η προοπτική επιτυχίας εμφανίζεται απομακρυσμένη.[2]

 

Η Δ.27 Θ.3 επιτρέπει την εξέταση του ζητήματος αποκάλυψης εύλογης αιτίας αγωγής ως προκαταρκτικού, με βάση τη δικογραφία και παρέχει κατ΄ ουσία στο Δικαστήριο το μηχανισμό και την εξουσία, χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, να απορρίψει την αγωγή όταν δεν αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής ή ως επιπόλαια ή ενοχλητική, εξουσία που αποτελεί εξαιρετικής μορφής μέτρο και ασκείται με φειδώ. Συνεπώς, κατά το στάδιο αυτό το Δικαστήριο προχωρεί σε διαγραφή του δικογράφου, εάν αυτό αδιαμφισβήτητα στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος.[3]

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, προχωρώ να εξετάσω αν εν προκειμένω συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος και η νομολογία για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Ανατρέχοντας στο τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα αλλά και στην Έκθεση Απαίτησης για σκοπούς εξέτασης του ζητήματος αποκάλυψης εύλογης αιτίας αγωγής ως του ουσιαστικότερου προς διερεύνηση θέματος, διαπιστώνω ότι η παρούσα αγωγή εδράζεται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμησης.[4]

 

Αποτελεί τη βασικότερη θέση του Αιτητή ότι, οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν αναφέρουν επαρκείς λεπτομέρειες στο δικόγραφο τους σε σχέση με τα ισχυριζόμενα δυσφημιστικά δημοσιεύματα, έτσι ώστε να είναι σε θέση ο Αιτητής να προβάλει την υπεράσπιση του καθώς ουδεμία αναφορά γίνεται σε συγκεκριμένη δυσφημιστική δημοσίευση του Αιτητή, στο χρόνο αυτής και στα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνθηκε. Η μόνη αναφορά των Καθ’ ων η Αίτηση επί του δικογράφου τους σχετίζεται, ως η θέση του Αιτητή, με την ισχυριζόμενη παραδοχή λιβέλου και/ή δυσφήμησης, χωρίς να αναφέρονται στο περιεχόμενο του δημοσιεύματος που αποτελούσε τη δυσφήμηση, χωρίς οποιανδήποτε αναφορά στις ημερομηνίες που η δυσφήμηση έλαβε χώρα και τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνθηκε. Ελλιπείς είναι κατά τη θέση του Αιτητή η δικογράφηση των Καθ’ ων η Αίτηση και ως προς την ύπαρξη ειδικής ζημιάς, καθώς η σχετική αναφορά τους είναι γενική, χωρίς να παρατίθενται συγκεκριμένα στοιχεία που να στοιχειοθετούν την ύπαρξη ειδικής ζημιάς.

 

Σε αγωγές για λίβελο τυγχάνει εφαρμογής η Δ.2 Θ.9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία διαλαμβάνει τα ακόλουθα:


"Σε αγωγές για λίβελο η οπισθογράφηση στο κλητήριο πρέπει να περιέχει επαρκείς λεπτομέρειες για να αναγνωριστούν οι δημοσιεύσεις σχετικά με την έγερση της αγωγής".

 

Ως προς την ερμηνεία της φράσης "επαρκείς λεπτομέρειες" σχετική είναι η επεξήγηση στο The Annual Practice 1958 της αντίστοιχης πρόνοιας των παλαιών Αγγλικών Θεσμών, όπου στη σελίδα 34 αναφέρονται τα εξής:


 «Sufficient Particulars.‑ In a libel action it is essential to know the  very words on which the claim is founded. The actual words must be set out. In Collins v Jones (1955) 2 W.L.R. 813,C.A.  it was held that, where the words complained of were alleged to have occurred in letters, the plaintiff must furnish particulars of each letter specifying the date, time and place of publication of each, identifying those to whom publication was alleged and setting out the precise words complained of in each letter».

 
Περαιτέρω, σε αγωγές που βασίζονται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμησης, οι λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν αποτελούν τα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων εδράζεται το αγώγιμο δικαίωμα και ως τέτοια, απαιτείται να περιλαμβάνονται στην Έκθεση Απαίτησης. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα
 Gatley on Libel and Slander, 8th edition, σελ. 1981, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«"In a libel the words used are the material facts", and must therefore be set out in the statement of claim; it is not enough to describe their substance, purport or effect [see Harris v. Warre (1879) 4 CPD 125 at 127, 129]. "The law requires the very words of the libel to be set out in the declaration in order that the court may judge whether they constitute a ground of action" [see Wright v. Clements(1829) 3 B & Ald 503 at 506, 509, 106 ER 746 at 747, 748 per Abbott CJ and Holroyd J] "whether they are a libel or not" [see Capital and Counties Bank v. Georgε Henty & Sons (1882) 7 App Cas 741 at 772, [1881 ‑ 5] All ER Rep 86 at 99]. "In libel you must declare upon the words; it is not sufficient to state their substance" [see Fitzsimons v. Duncan & Kemp &Co [1908] 2 IR 483 at 499 per Palles CB]. "A plaintiff is not entitled to bring a libel action on a letter which he has never seen and of whose contents he is unaware. He must in his pleadings set out the words with reasonable certainty. The court will require him to give particulars so as to ensure that he has a proper case to put before the court and is not merely fishing for one" [see Collins v. Jones [1955] 2 All ER 145 at 146, [1955] 1 QB 564 at 571 – 572 per Denning LJ].»

 
Τα πιο πάνω ισχύουν κατ' αναλογία και σε υποθέσεις προφορικής δυσφήμησης, ως η παρούσα. Προς τούτο παραπέμπω σχετικά στην υπόθεση British Data Management plc v Boxer Commercial Removals plc and another (1996) 3 All E.R. 707, όπου υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από την παλαιότερη υπόθεση Harris v Warre (1879) 4 CPD 125:

 

«As to the libel the claim is in most general terms. Ηeretofore, both in slander and libel, it was usual to set out the words according to a rule, not merely technical but founded on the substantial reason, stated by judges of authority to be that the defendant is entitled to know the precise charge against him and cannot shape his case until he knows. In libel and slander everything may turn on the form of words. In libel and slander the very words complained of are the facts on which the action is grounded. It is not the fact of the defendant having used defamatory expressions, but the fact of his having used those defamatory expressions alleged, which is the fact on which the case depends.»

 

Πέραν των ανωτέρω, οι ενάγοντες πρέπει να εξειδικεύουν στο δικόγραφο τους επίσης τις ημερομηνίες που διενεργήθηκε η ισχυριζόμενη δυσφήμηση και την ταυτότητα των ατόμων προς τα οποία απευθύνθηκε η δημοσίευση του εν λόγω δυσφημιστικού δημοσιεύματος.[5]

 

               Ως έχει ήδη λεχθεί, προκύπτει από τη δικογραφία ότι βάση της εναντίον του Αιτητή αγωγής αποτελεί το αστικό αδίκημα της δυσφήμησης το οποίο κωδικοποιείται στο άρθρο 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Σε συμφωνία με τα όσα αναφέρθηκαν από τον συνήγορο του Αιτητή, διαπιστώνω ότι πουθενά οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν καταγράφουν αυτολεξεί στην έκθεση απαίτησης τους ή στο τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα τις φράσεις ή λέξεις που συνιστούν το κατ' ισχυρισμό δυσφημιστικό δημοσίευμα στο οποίο προέβη ο Αιτητής. Περαιτέρω, από προσεκτική ανάγνωση του δημοσιεύματος που δικογραφείται στην έκθεση απαίτησης αντιλαμβάνομαι ότι αυτό δεν αποτελεί το ισχυριζόμενο δυσφημιστικό δημοσίευμα, αλλά η εν λόγω δήλωση που εκεί καταγράφεται αποτελεί την επιβεβαίωση του ισχυριζόμενου λιβέλου ή της δυσφήμησης που έλαβε χώρα τα προηγούμενα χρόνια και πουθενά δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά σε δηλώσεις γραπτές ή προφορικές που να αποτελούν κατά την άποψη των Καθ’ ων η Αίτηση δυσφήμηση.

 

               Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η Αίτηση παραλείπουν να εξειδικεύσουν στο δικόγραφο τους τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα κατ' ισχυρισμό δυσφημιστικά δημοσιεύματα και ούτε καταγράφονται τα πρόσωπα προς τα οποία έγιναν. Υπάρχουν μόνο γενικές αναφορές χρησιμοποιώντας τη φράση «όχι τρεις αλλά τέσσερεις πελάτες», χωρίς να καταγράφονται στοιχεία για το ποια ήταν τα πρόσωπα που αφορούσε η εν λόγω αναφορά. Η μοναδική αναφορά που περιέχεται στην έκθεση απαίτησης αφορά την επιστολή ημερομηνίας 5.02.2019 που αποστάληκε προς τους Καθ’ ων η Αίτηση από συγκεκριμένο όμιλο εταιρειών πελατών τους, αναφέροντας ότι προβαίνουν σε τερματισμό των παρεχόμενων υπηρεσιών επικαλούμενοι ότι προέβαιναν σε αυτήν την ενέργεια στη βάση των λεγομένων του Αιτητή, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στο περιεχόμενο των λεγομένων αυτού.

 

               Ενόψει των προαναφερόμενων παραλείψεων, κρίνω ότι η έκθεση απαίτησης πάσχει αφού δεν περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες ως προς τα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων βασίζεται το αγώγιμο δικαίωμα των Καθ’ ων η Αίτηση. Ως έχει νομολογηθεί σε υποθέσεις λιβέλου, οι λέξεις που στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκαν συνιστούν τα ουσιώδη γεγονότα και επιβάλλεται η παράθεση τους στο δικόγραφο του ενάγοντα ώστε ο εναγόμενος να μπορεί να γνωρίζει ποια ακριβώς είναι η κατηγορία εναντίον του και να μπορεί να την αντιμετωπίσει, αλλά και το ίδιο το Δικαστήριο να είναι σε θέση να κρίνει κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό ή όχι. Συγκεκριμένα, ως έχει ήδη αναφερθεί πουθενά δεν καταγράφονται στην έκθεση απαίτησης οι δυσφημιστικές δηλώσεις, ούτε δίδονται λεπτομέρειες για τις ημερομηνίες εκάστης δημοσίευσης, αλλά ούτε και καθορίζονται τα ονόματα των ατόμων προς τα οποία έλαβε χώρα η δημοσίευση αυτή. Αυτές οι παραλείψεις συνιστούν κατά την άποψη μου ουσιώδεις δικογραφικές παρατυπίες και η αγωγή συνεπώς δεν μπορεί να προχωρήσει σε ακρόαση βασισμένη σε αυτή, καθώς η δίκη διεξάγεται επί τη βάση των δικογράφων, τα οποία πρέπει να περιλαμβάνουν ισχυρισμούς σε σχέση με τα ουσιώδη γεγονότα και ότι τυχόν μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα δεν επιτρέπεται να παρουσιαστεί. Συνεπεία των ανωτέρω, προκύπτει ότι δεν στοιχειοθετείται επαρκές ή λογικό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Αιτητή επί τη βάση της συγκεκριμένης έκθεσης απαίτησης.

 

               Ενόψει της ανωτέρω διαπίστωσης θα πρέπει να εξεταστεί εάν δύναται με οποιονδήποτε τρόπο να περισωθεί η παρούσα αγωγή. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε και την έντιμη κυρία Λ. Δημητριάδου‑ Ανδρέου (Π.Ε.Δ  ως ήταν τότε) σε ενδιάμεση απόφασή της ημερομηνίας 21.10.10 στο πλαίσιο της αγωγής 1351/18 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, Γιώργος Τσαπής Ισορροπημέναι Ζωοτροφαί Ltd v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, σχετικό απόσπασμα από την οποία παραθέτω:


«Έχω την εντύπωση ότι σε τέτοιες περιπτώσεις αυτό το οποίο μπορεί το Δικαστήριο να κάνει είναι να διατάξει τη διαγραφή της Έκθεσης Απαίτησης.
 Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα Gatley, Libel and Slander,  έκδοση παράγραφος 1011, σελίδες 419 ‑ 420:

  

"If the statement of claim discloses no cause of action, the defendant can apply to have it struck out and the action dismissed. He should, however, only take such a step where it is "plain and obvious. That the statement of claim as it stands is insufficient" and "there is no reason to suppose that the plaintiff can improve it by amendment, ... if the statement of claim is insufficient owing to the omission of some material averment, e.g. the words are actionable only on proof of special damage, and no special damage is alleged, or if the plaintiff attempts to plead a true innuendo without setting out the extrinsic facts on which he relies, the defendant can apply to have the statement of claim struck out, though the plaintiff can generally obtain leave, upon terms, to amend.""

 
Είναι σαφές, επομένως, από τα πιο πάνω ότι, σε περίπτωση που η Έκθεση Απαίτησης πάσχει λόγω ύπαρξης, μεταξύ άλλων, και ουσιώδους δικογραφικής παρατυπίας, το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στη διαγραφή της Έκθεσης Απαίτησης.
  Ωστόσο, όπως συνάγεται από το απόσπασμα που παρατέθηκε ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, να επιλέξει αντί της απόρριψης της αγωγής την τροποποίηση του δικογράφου.  Τέτοια εξουσία συνάγεται και από τα όσα αναφέρονται στο Σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacobs Precedents of Pleadings, 12η έκδοση στο ακόλουθο απόσπασμα που διαβάζουμε στη σελίδα 143:

 
«Where the statement of claim or defence as pleaded discloses no reasonable cαuse of action or defence because some material averment has been omitted or because the pleading is defectively stated or formulated, the court, while striking out the pleading, will not dismiss the action or enter judgment, but will give the party leave to amend and if necessary to serve a fresh pleading to correct or cure the defects appearing in the original pleading.  On the other hand, if the court is satisfied that the pleading discloses no reasonable cause of action or defence, as the case may be, and that not amendment, however ingenious, will correct or cure the defect, the pleading will be struct out and the action dismissed or judgment entered accordingly."»

 

               Υιοθετώντας την πιο πάνω προσέγγιση, καταλήγω ότι ενόψει των ουσιωδών δικογραφικών παρατυπιών που εντοπίζονται στην έκθεση απαίτησης, η ακροαματική διαδικασία δεν θα μπορεί να προχωρήσει και συνεπώς η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη να εκδοθεί διάταγμα διαγραφής. Περαιτέρω, στη βάση των όσων έχουν λεχθεί ανωτέρω, κρίνω ότι η αγωγή θα μπορούσε να περισωθεί εάν τα γεγονότα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου με τον ορθό δικογραφικό τρόπο και συνεπώς θεωρώ ορθό και δίκαιο να δοθεί στους Καθ’ ων η Αίτηση η ευκαιρία να τροποποιήσουν ανάλογα το δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης τους.

 

               Συνακόλουθα, η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα διαγραφής της έκθεσης απαίτησης ημερομηνίας 02.12.2020. Οι Καθ΄ων η Αίτηση έχουν δικαίωμα να καταχωρήσουν νέα έκθεση απαίτησης εντός 30 ημερών από τη σύνταξη του παρόντος διατάγματος και κατά τα λοιπά να ακολουθηθούν οι πρόνοιες των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

               Όσον αφορά τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο να αποκλίνω από τον γενικό κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της αίτησης καθώς και τυχόν έξοδα που θα δημιουργηθούν από ενδεχόμενη τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης ως έχει λεχθεί ανωτέρω, επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

 

Υπ. ……………………………

Γ. Καραμαλλή, Προσ. Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 


 

 



[1] In Re Pelmaco Development Ltd(1991) 1 Α.Α.Δ. 246

[2] Costas Mavromoustaki v. Iacovos N. Yeroudes as executor of the will of the deceased Spyros Michaelides (1965) 1 CLR 176Michael Papamichael v. Clitos Chaholiades (1970) 1 CLR 305

[3] Πολιτική Έφεση αρ. 140/18, Cyproman Services Ltd v. Martin John Coward, ημερ. 4/04/2018, Λοϊζος Λουκά & Υιοι Λτδ v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., (1999) 1 Α.Α.Δ. 1316

[4] Άρθρο 17 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148

[5] Σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob’s “Precedents of Pleadings”, 12η έκδοση, σελ. 626


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο