ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Δ. Θεοδώρου, Π. Ε. Δ.

Αρ. Αγωγής: 3958/2014

Μεταξύ:

1.       TOTALSERVE MANAGEMENT LIMITED

2.       TODUR TRUSTEES LIMITED

3.       TODUR MANAGEMENT LIMITED

4.       TOTALSERVE MANAGEMENT (HELLAS) LIMITED

5.       ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ

6.       ΠΕΤΡΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ

7.       ΕΛΕΑΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ

8.       ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ

9.       P.G.E. TRUST LIMITED

Εναγόντων

-και-

 

1.       ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ

2.       ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΩΝ ΛΤΔ (CISCO)

3.       ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

4.       ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

5.       ΑΝΔΡΕΑΣ ΗΛΙΑΔΗΣ

6.       ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΖΙΑΚΟΥΡΗΣ

7.       ΒΑΣΟΣ ΣΙΑΡΛΗ

8.       ΧΡΙΣΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΙΤΣΗΣ

9.       ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΑΡΥΔΑΣ

10.    ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ

11.    ERNST & YOUNG CYPRUS LIMITED

12.    KPMG LIMITED

Εναγομένων

 

                                                                                                                                                           

 

Ημερομηνία: 6 Αυγούστου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα 6: κ. Τ. Πιριλλίδης με κ. K. Κληρίδη

Για τους Εναγόμενους 1 και 7: κα Κ. Πολυβίου

                                                              

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

               Με την υπό τoν ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή, ο Ενάγοντας 6 (στο εξής «ο Ενάγοντας»)[1], επιζητεί, εναντίον των Εναγομένων 1 και 7[2], την έκδοση διακηρυκτικής απόφασης ότι η συμφωνία απόκτησης, από πλευράς του, Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (στο εξής «τα ΜΑΕΚ»), αξίας €975.000,00, που εξέδωσε η Eναγόμενη 1 τράπεζα (στο εξής «η Εναγόμενη») είναι ακυρώσιμη (voidable) και κατά συνέπεια θα πρέπει να ακυρωθεί, και στη βάση αυτής της θεώρησης, εν είδει αποκατάστασης, επιζητεί την επιστροφή του κεφαλαίου που κατάβαλε για την απόκτησή τους, πλην των τόκων που εισέπραξε ακολούθως, καθορίζοντας το εν λόγω ποσό στα €942.249,02[3]. Και τούτο, μόνο επί της νομικής βάσης ότι η συναίνεσή του στη συνομολόγηση της συμφωνίας απόκτησης των ΜΑΕΚ δεν ήταν ελεύθερη, λόγω ψυχικής πίεσης και/ή οικονομικού εξαναγκασμού από πλευράς των Εναγόμενων 1 και 7[4].

 

               Αν και οι ανωτέρω περιορισμοί ως προς, (α) τους διάδικους, στους οποίους, πλέον, αφορά η παρούσα αγωγή, (β) τα επίδικα ζητήματά της και (γ) τις νομικές βάσεις επί των οποίων εδράζεται, αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των μερών και προκύπτουν αβίαστα από τις εκατέρωθεν, κατά καιρούς, δηλώσεις των συνηγόρων των διαδίκων, κρίνω, στο σημείο αυτό, αναγκαίο να καταγράψω, επ’ ακριβώς, συγκεκριμένες αναφορές από το σχετικό μέρος της αγόρευσης του Ενάγοντα – η οποία τιτλοφορείται ως «ΓΡΑΠΤΗ ΑΓΟΡΕΥΣΗ ΕΝΑΓΟΝΤΑ 6 – ΠΕΤΡΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ», οι οποίες αφορούν σε αυτούς τους περιορισμούς.  Και τούτο γιατί, ως είναι, νομολογιακώς, γνωστό (βλ. Στέλιος Σάββα και Υιοι Λιμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα, Αγωγή υπ’ αρ.: 1/2019, του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Απόφαση ημερομηνίας 28.05.2020), «η τελική αγόρευση η οποία δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίδικο θέμα, θεωρείται ότι περιορίζει τα προς απόφαση ζητήματα και όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση, κρίνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί». Έχουν ως εξής:

 

«…πρόκειται για μια σχετικά απλή υπόθεση από νομικής σκοπιάς όπου το Σεβαστό Δικαστήριο καλείται εν προκειμένω να αποφασίσει κατά πόσο η εκ μέρους των Εναγόντων 1[5] και 6 […] απόκτηση των ΜΑΕΚ από την Εναγόμενη 1 […] δεν έγιναν με την ελεύθερη συναίνεση των Εναγόντων αλλά αποτελούν προϊόν ψυχικής πίεσης και/ή οικονομικού εξαναγκασμού.

………………………………………………………………………………………………

Η Τράπεζα Κύπρου θέτοντας τα δικά της οικονομικά συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα των Εναγόντων και καταχρώμενη την εμπιστοσύνη που της επιδείκνυαν οι Ενάγοντες και την εν γένει καλή συνεργασία τους […] εξασφάλισε παρανόμως και αδίκως την συναίνεση των Εναγόντων για σκοπούς συνομολόγησης των επίδικων συμφωνιών και μετατροπής των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ χρησιμοποιώντας απειλές μέσω του τότε Διευθυντικού Στελέχους της κ. Βάσου Σιαρλή[6].  Κατ’ επέκταση οι επίδικες συμφωνίες δεν καταρτίστηκαν με την ελεύθερη συναίνεση του Ενάγοντα 6 αλλά κατόπιν ψυχική πίεσης και/ή οικονομικού εξαναγκασμού και ο Ενάγων 6 θα πρέπει να αποζημιωθεί για την ζημιά που υπέστη ύψους €942,249.02

………………………………………………………………………………………………

Στο πλαίσιο της αγόρευσης, αρχικά θα αναφερθούμε στην νομική πτυχή που διέπει τις προωθούμενες με την παρούσα αγωγή αξιώσεις των Εναγόντων, ενώ στην συνέχεια θα προβούμε σε ανάλυση της σχετικής νομοθεσίας και της εφαρμοστέας νομολογίας σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης …».          

 

               Ακολούθως, στο πλαίσιο της αγόρευσης, οι συνήγοροι του Ενάγοντα αναλύουν τα άρθρα 2, 10, 13, 14, 15, 16, 19 και 20 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και παραθέτουν τη σχετική με τις νομικές βάσεις της «ψυχικής πίεσης» και «οικονομικού εξαναγκασμού» ξένη και κυπριακή νομολογία.

 

               Τέλος, υπό τον τίτλο Τελικά συμπεράσματα – Εισηγήσεις – Θεραπείες, στην εν προκειμένω αγόρευση προβάλλουν την θέση ότι «η αγωγή του Ενάγοντα θα πρέπει να επιτύχει», καθότι τούτος κατάφερε να αποδείξει «ότι η επίδικη πράξη έγινε κατόπιν αθέμιτης πίεσης ή κατόπιν οικονομικού εξαναγκασμού» και επιζητούν, μεταξύ άλλων θεραπειών, οι οποίες, ωστόσο, αφορούν μόνο την οικονομική πτυχή της υπόθεσης, την έκδοση απόφασης «με την οποία η σύμβαση απόκτησης των επιδίκων ΜΑΕΚ παραμερίζεται ή και κηρύττεται άκυρη ως προϊόν αθέμιτης πίεσης ή και οικονομικού εξαναγκασμού».

 

               Κρίνεται σημαντικό, στο σημείο αυτό, για σκοπούς ευχερέστερης κατανόησης των όσων ακολουθούν, να σημειώσω τα εξής, τα οποία αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των μερών.

 

               Όλοι οι Ενάγοντες της παρούσας αγωγής (φυσικά και νομικά πρόσωπα) συνδέονται μεταξύ τους, είτε στη βάση συγγένειας (τα φυσικά πρόσωπα), είτε στη βάση της ιδιότητας τους (των φυσικών προσώπων) ως αξιωματούχοι ή μέτοχοι των νομικών προσώπων/Εναγόντων. Υπό συνθήκες, που δεν θα απασχολήσουν, πλέον, για σκοπούς κρίσης επί της νομιμότητας των σχετικών συμφωνιών λόγω του ανωτέρω αναφερόμενου περιορισμού των επίδικων ζητημάτων της παρούσας αγωγής, κάθε ένας εκ των Εναγόντων 1 – 8, μέσω σχετικής συμφωνίας, απέκτησε, το 2008, αρχικώς, χρεόγραφα 2013 ? 2018, που εξέδωσε η Eναγόμενη (στο εξής «τα Χρεόγραφα»), και, ακολούθως, χρησιμοποιώντας, έκαστος, τα κεφάλαια των Χρεογράφων που κατείχαν, το 2009, απέκτησαν την επόμενη έκδοση σχετικών άξιων που εξέδωσε η Εναγόμενη, και δη τα Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου (στο εξής «τα ΜΑΚ»). Επίσης, το 2011, υπό συνθήκες που οι δύο πλευρές διαφωνούν, και για τις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να εκφράσει σχετική κρίση, όλοι οι Ενάγοντες, χρησιμοποιώντας, έκαστος, τα κεφάλαια των ΜΑΚ, που κατείχαν, απέκτησαν ΜΑΕΚ, ίσης αξίας. Τέλος, επειδή οι διαφορές των λοιπών Εναγόντων (πλην του Ενάγοντα) με την Eναγόμενη, ως προς τα ΜΑΕΚ που κατείχαν, διευθετήθηκαν, και επειδή, μέρος της διαφοράς του Ενάγοντα με την Εναγόμενη, πάντα σε σχέση με τα ΜΑΕΚ, επίσης, διευθετήθηκε, οι λοιποί Ενάγοντες εγκατέλειψαν την παρούσα αγωγή, ο δε Ενάγοντας περιόρισε τη σχετική χρηματική απαίτησή του, ως ανωτέρω αναφέρθηκε.

 

               Αποτελεί δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα, πάντα σε σχέση με τις περιορισμένες, πλέον, βάσεις της αγωγής, ότι, κατά το χρόνο έκδοσης και διάθεσης προς το κοινό των ΜΑΕΚ, μέσω των αντιπροσώπων και/ή υπαλλήλων και/ή εκπροσώπων της, η Εναγόμενη τον απείλησε, του άσκησε πίεση και τον εκμεταλλεύτηκε από θέση ισχύος, εξουσιάζοντας τη θέλησή του και επιβάλλοντας σε αυτόν όπως υποβάλει αίτηση για αγορά των ΜΑΕΚ. Δικογραφείται, σχετικώς, ότι, η Εναγόμενη εκμεταλλεύτηκε την εξάρτηση του Ενάγοντα και των λοιπών Εναγόντων, αλλά και, γενικότερα, του ομίλου εταιρειών του, προς αυτήν, λόγω των διαφόρων τραπεζικών διευκολύνσεων που τους είχε παραχωρήσει, απειλώντας τον σχετικώς, με αποτέλεσμα (στην όψη του κινδύνου η Eναγόμενη να απαιτούσε άμεση εξόφληση των διευκολύνσεων αυτών, και τούτος, τα συγγενικά του πρόσωπα, και ο όμιλος των εταιρειών του, οι οποίοι ήταν εκτεθειμένοι προς την Eναγόμενη για μεγάλα χρηματικά ποσά, να αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τις οφειλές τους και να προέκυπτε ζήτημα αφερεγγυότητας τους, αλλά και ανεπανόρθωτης έκθεσης στον επαγγελματικό χώρο της Κύπρου και διεθνώς, με ιδιαίτερο αντίκτυπο στον χώρο των πελατών και/ή των επαγγελματικών συνεργατών τους[7]), να ενδώσει και να συναινέσει να συμβληθεί για την απόκτηση των ΜΑΕΚ. Είναι, επί τούτου, η δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα ότι, η Eναγόμενη «εκμαίευσε με τις απειλές/παραστάσεις της την αγορά/μετατροπή των εν λόγω χρηματοοικονομικών μέσων»[8].

 

               Η Εναγόμενη και ο Εναγόμενος 7 (στο εξής «ο Εναγόμενος»,) με κοινή Υπεράσπιση που καταχώρισαν, αρνούνται τα όσα τους αποδίδει ο Ενάγοντας και καλούν τούτον σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών του. Προβάλλουν τη θέση ότι, για την απόκτηση των ΜΑΕΚ, ο Ενάγοντας υπέγραψε ανέκκλητες αιτήσεις, υποβάλλοντας οικειοθελώς τούτες με πλήρη επίγνωση των πράξεων του και αρνούνται, κατηγορηματικώς, την οποία παρανομία τους αποδίδει ο τελευταίος. Προβάλλουν, επίσης, ότι, ο Ενάγοντας κωλύεται να προβάλλει τις ανωτέρω θέσεις του, καθότι έχει αναγνώσει και υπογράψει την αίτηση απόκτησης των ΜΑΕΚ, δηλώνοντας, ως εκεί καταγράφεται, ότι είχε γνώση και ικανότητα να προβεί στην αξιολόγηση της επένδυσης του και ότι αποδέχεται τους σχετικούς όρους των ενημερωτικών δελτίων που τα αφορούν, αλλά και λόγω της όλης συμπεριφοράς που επέδειξε. Τέλος, προβάλλουν και τη θέση ότι, εν όψει των γνωστών γεγονότων που έλαβαν χώρα στη Κύπρο τον Μάρτιο του 2013 και της επακόλουθης απομείωση των καταθέσεων των πελατών της Εναγόμενης στη βάση των σχετικών διαταγμάτων που εκδόθηκαν δυνάμει των Νόμων που θεσπίστηκαν για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένης τούτης, οι μετοχές και τα αξιόγραφα που κατείχαν οι πελάτες της σχεδόν εκμηδενίστηκαν, με αποτέλεσμα, ακόμα και αν δεν αποκτούσε ο Ενάγοντας τα ΜΑΕΚ, το κεφάλαιο του στα ΜΑΚ, που κατείχε προηγουμένως, θα απομειωνόταν, ούτως ή άλλως, και κατά συνέπεια δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα αγωγή και να επιζητεί, εν είδει αποκατάστασης, την επιστροφή του κεφαλαίου που κατέβαλε για την απόκτηση τους.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

               Ο Ενάγοντας για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσής του κατέθεσε ενόρκως και κάλεσε, επιπροσθέτως, ως μάρτυρα, και την Δ. Θεοχάρους (Μ.Ε.2). Για σκοπούς αναχαίτισης της αγωγής, οι Εναγόμενοι κάλεσαν την Κ. Μωϋσή (Μ.Υ.1) και τον Άλκη Λοϊζίδη (Μ.Υ.2).

 

Παραδεκτά γεγονότα

 

               Κατά την ακροαματική διαδικασία, κατατέθηκε σωρεία παραδεκτών γεγονότων, τόσο υπό μορφή γραπτών δηλώσεων, που ετοίμασαν οι συνήγοροι των διαδίκων, όσο και δια της κατάθεσης εγγράφων για την αλήθεια του περιεχομένου τους.  Στο πλαίσιο αυτό, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι τα ΜΑΕΚ, και γενικότερα όλες οι αξίες που εξέδωσε η Εναγόμενη και απέκτησε ο Ενάγοντας, αποτελούν πολύπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα, τα οποία εμπεριέχουν κινδύνους κατά πολύ μεγαλύτερους από τους όποιους κινδύνους αντιμετωπίζει κάποιος καταθέτης ενός καταθετικού σχεδίου με εγγυημένη απόδοση. Μέρος των εγγράφων που κατατέθηκαν για την αλήθεια του περιεχομένου τους, αποτελούν και ενημερωτικά δελτία που εξέδωσε η Εναγόμενη σε σχέση με τις αξίες αυτές. Προκύπτει, δε, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεκτά γεγονότα και/ή την αναντίλεκτη σχετική μαρτυρία ότι, της απόκτησης των ΜΑΕΚ από τον Ενάγοντα, προηγήθηκαν συναντήσεις του ιδίου με αντιπροσώπους της Εναγόμενης, στο πλαίσιο των οποίων οι τελευταίοι προώθησαν τούτα με σκοπό να αποκτηθούν από αυτόν.  Για λόγους, που οι δυο πλευρές διαφωνούν, ο Ενάγοντας και οι λοιποί Ενάγοντες αποφάσισαν να μην τα αποκτήσουν και να παραμείνουν κάτοχοι των ΜΑΚ, που απέκτησαν κατά το 2009.  Η ημερομηνία λήξης υποβολής αιτήσεων απόκτησης των ΜΑΕΚ ήταν η 17.05.2011.  Στις 19.05.2011, οι Ενάγουσες 1 μέχρι 4, στο πλαίσιο συνεδρίας των διοικητικών τους συμβουλίων, έθεσαν και γραπτώς την πιο πάνω απόφαση να μην αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ και να παραμείνουν κάτοχοι των ΜΑΚ.  Το απόγευμα της ίδιας μέρας (19.05.2011), ο Εναγόμενος είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ενάγοντα, στο πλαίσιο της οποίας, τουλάχιστον, εισηγήθηκε[9] την αγορά από τους Ενάγοντες των ΜΑΕΚ.  Μετά το τηλεφώνημα αυτό, οι Ενάγοντες μετέβαλαν την προηγούμενη αρνητική στάση τους και αποφάσισαν να αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ.  Ο δε Ενάγοντας, ενημέρωσε, σχετικώς, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος (Τεκμήριο 9(α)) τον Εναγόμενο για την εν προκειμένω μεταβολή και ακολούθως, οι Ενάγοντες υπέβαλαν σχετικές αιτήσεις, και, αφού τούτες εγκρίθηκαν από την Εναγόμενη, απέκτησαν τα ΜΑΕΚ τον Μάιο του 2011.  Τον Ιούνιο του 2011, ο Ενάγοντας έλαβε από την Εναγόμενη την αναλογία του προνοούμενου στα ΜΑΕΚ τόκου (για το πρώτο εξάμηνο του εν λόγω έτους). Τον Αύγουστο του 2011, τμήματα της Εναγόμενης που δραστηριοποιούνται σε άλλες χώρες, τερμάτισαν συμφωνίες τραπεζικών διευκολύνσεων που παρείχαν σε τέσσερις εταιρείες του Ενάγοντα (άλλες από τις Ενάγουσες εταιρείες).  Τον Δεκέμβριο του 2011, ο Ενάγοντας έλαβε τον προνοούμενο στα ΜΑΕΚ τόκο για το δεύτερο εξάμηνο του 2011 από την Εναγόμενη.  Τον Μάρτιο του 2012, ο Εναγόμενος υπουργοποιήθηκε από τον τότε πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και η όποια σχέση του με την Εναγόμενη έπαψε να υφίσταται. Τον Ιούνιο του 2012, η Εναγόμενη δεν κατέβαλε στον Ενάγοντα (και τους λοιπούς Ενάγοντες), τον προνοούμενο στα ΜΑΕΚ τόκο του πρώτου εξαμήνου του εν λόγω έτους, και ουδέποτε, έκτοτε, κατέβαλε τόκο, ως προνοείτο στη σχετική συμφωνία. Τον Μάρτιο του 2013, στη βάση των γνωστών γεγονότων που επικρατούσαν στην χώρα μας θεσπίσθηκε ειδική νομοθεσία για την εξυγίανση των τραπεζικών ιδρυμάτων της Κύπρου, περιλαμβανομένης και της Εναγόμενης. Στο πλαίσιο της νομοθεσίας αυτής, εκδόθηκαν και σχετικοί Κανονισμοί, οι οποίοι αποτέλεσαν τη βάση για την έκδοση διαφόρων διαταγμάτων, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα η αξία των χρηματοοικονομικών μέσων που κατέχονταν από διάφορα φυσικά και νομικά πρόσωπα (περιλαμβανομένων των ΜΑΕΚ) σχεδόν να εκμηδενιστεί.  Στις 09.07.2014, καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή. 

 

Μαρτυρία

 

               Με δεδομένο τον περιορισμό των επίδικων ζητημάτων της παρούσας αγωγής, θα παραθέσω κατωτέρω, με συνοπτικό τρόπο, τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, η οποία αφορά στα, υπό αμφισβήτηση, επίδικα ζητήματα, καθώς επίσης και εκείνη που αφορά σε ισχυρισμούς που αμφισβητήθηκαν από την πλευρά που αντεξέταζε. Κρίνω, ωστόσο, σημαντικό να αναφέρω, και τούτο για ευχερέστερη κατανόηση μαρτυρίας που ακολουθεί, ότι, η εγκατάλειψη της αγωγής από τους λοιπούς Ενάγοντες (πλην του Ενάγοντα[10]), η απόσυρση της σε σχέση με του λοιπούς Εναγόμενους (πλην της Εναγόμενης και του Εναγόμενου[11]), ο περιορισμός των επιδίκων ζητημάτων της, και η εγκατάλειψη των διαφόρων, άλλων, νομικών βάσεων που δικογραφούνται στην Έκθεση Απαίτησης, έγιναν σταδιακά, μεσούσης της ακροαματικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα στη μαρτυρία, που θα αναφερθεί κατωτέρω, να γίνονται αναφορές και σε διαδίκους, που δεν τους αφορά, πλέον, η παρούσα αγωγή, αλλά και σε γεγονότα που δεν σχετίζονται με τις περιορισμένες, πλέον, νομικές βάσεις επί των οποίων εδράζεται, αλλά και τα περιορισμένα επίδικα ζητήματά της.

 

Ενάγοντας

 

               Επειδή οι σχετικές με την συμπεριφορά του Εναγόμενου αναφορές του Ενάγοντα, είναι περιορισμένες, κρίνω ορθότερο όπως τις παραθέσω αυτούσιες.

 

               Στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασής του, ως μέρος της γραπτής δήλωσης που ετοίμασε, ο Ενάγοντας, σε σχέση με τις συνθήκες απόκτησης των ΜΑΕΚ, στις παραγράφους 21 - 27 ανέφερε τα εξής:

«21. Με ειδοποίηση της ημερ.28.02.2011, η Τράπεζα Κύπρου συγκάλεσε έκτακτη γενική συνέλευση που προγραμματίστηκε για τις 23.03.2011 με σκοπό την έγκριση ψηφίσματος για την έκδοση ΜΑΕΚ. Επιθυμώ όπως καταθέσω ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ αντίγραφο της εν λόγω ειδοποίησης.
22. Την 20.04.2011 οι Εναγόμενοι 1 με επιστολή τους/Ενημερωτικό Δελτίο προέτρεψαν τους κατόχους ΜΑΚ να τα μετατρέψουν σε ΜΑΕΚ. Επιθυμώ όπως καταθέσω ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ αντίγραφο της εν λόγω επιστολής.
23. Η υπάλληλος των Εναγόμενων 1 κα Κάκια Μωυσή περί τα μέσα Μαΐου 2011 επισκέφθηκε τα γραφεία των Εναγόντων 1 όπου συναντήθηκε μαζί μου, τον κ.  Νίκο Τσιάκκα, συνδιευθύνοντα σύμβουλο των Εναγόντων 1 και την κα Δέσπω Θεοχάρους, υπεύθυνη λογιστηρίου των Εναγόντων 1, με σκοπό να μας πείσει να προχωρήσουμε με την πιο πάνω μετατροπή αφού επρόκειτο για καταθετική επένδυση εγγυημένη και με σίγουρη κερδοφορία. Αυτήν τη φορά δεν πείστηκα και όντως την 19.05.2011 οι Ενάγοντες 1 έως 4 στο πλαίσιο συνεδρίας του διοικητικού τους συμβουλίου αποφάσισαν να μην προχωρήσουν με την εν λόγω μετατροπή. Επιθυμώ όπως καταθέσω ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ αντίγραφα των πιο πάνω αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου των Εναγόντων 1 έως 4.
24. Την ίδια ημέρα, δηλ. Στις 19.05.2011 αργά το απόγευμα έλαβα τηλεφώνημα από τον κ. Βάσο Σιαρλή ? τότε Υπουργό Οικονομικών και σκιώδες διευθυντικό στέλεχος της Τράπεζας Κύπρου με απώτερο σκοπό να με πείσει να αλλάξουμε την πιο πάνω απόφασή μας. Φρόντισε μάλιστα να μου υπενθυμίσει ότι οι Εναγόμενοι 1 έως 4 ήταν ήδη εκτεθειμένοι με ποσά αρκετών εκατομμυρίων έναντι των Εναγομένων 1 για τα οποία αν αξιωνόταν άμεση εξόφλησή τους θα προκαλείτο ανεπανόρθωτη ζημία σ' αυτούς και έμμεσα σε όλους τους άλλους Ενάγοντες, ενώ θα με άφηναν εκτεθειμένο στον επαγγελματικό χώρο της Κύπρου αλλά και διεθνώς με ιδιαίτερο αντίκτυπο στον χώρο των πελατών και επαγγελματικών μου συνεργατών. Ο κ. Σιαρλής μου τόνισε ότι η απόκτηση των εν λόγω αξιογράφων θα μας εξασφάλιζε σταθερό ετήσιο επιτόκιο 6,50% για τις πρώτες δέκα Περιόδους Τόκου μέχρι τις 30.06.2016 και μετέπειτα κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το εκάστοτε
euribor 6?μηνών που θα ισχύει στην αρχή της κάθε Περιόδου Τόκου πλέον 3,00% και ότι παρόλο που ήταν αορίστου διαρκείας θα εξαγοράζονταν από την Τράπεζα Κύπρου στο σύνολό τους στην ονομαστική τους αξία με οποιουσδήποτε δεδουλευμένους τόκους την 30.06.2016 ή σε οποιανδήποτε ημερομηνία πληρωμής τόκου που έπεται και ότι σε περίπτωση που δεν αποδεχόμασταν τα εν λόγω ΜΑΚ θα μετατρέπονταν σε μετοχές, έκλεισε δε τη συζήτησή μας με τη φράση « Τώρα η Τράπεζα χρειάζεται τη βοήθεια των πελατών και συνεργατών της».
25. Μετά το πιο πάνω τηλεφώνημα και μετά από σοβαρό προβληματισμό συνακόλουθα της σφοδρής πίεσης που μου ασκήθηκε από τον κ. Σιαρλή και την Τράπεζα Κύπρου, αποφάσισα να ενδώσω στις πιο πάω απειλές και προτροπές. Με ηλεκτρονικό μου μήνυμα ημερ. 20.05.2011, ενημέρωσα τον κ. Βάσο Σιαρλή ότι θα προχωρούσα σύμφωνα με την εισήγησή του για τη μετατροπή των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ, ενώ την ίδια ημέρα συγκλήθηκαν διοικητικά συμβούλια των Εναγομένων 1 έως 4 και αποφάσισαν να ακυρώσουν την προηγούμενη απόφαση τους και να προχωρήσουν με την πιο πάνω μετατροπή. Επιθυμώ όπως καταθέσω ως ΤΕΚΜΗΡΙΑ το εν λόγω ηλεκτρονικό μου μήνυμα και τα πρακτικά συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου των Εναγόντων 1 έως 4.
26. Την ίδια πιο πάνω μέρα στείλαμε επιστολή στην κα Άννα Σωφρονίου, διευθύντρια της
CISCO, στην οποία επισυνάψαμε τις αιτήσεις των Εναγόντων 1 έως 8 για την πιο πάνω μετατροπή. Αν και οι αιτήσεις μας κατατέθηκαν εκπρόθεσμα εντούτοις είχαμε τη διαβεβαίωση τόσο του κ. Σιαρλή όσο και αργότερα της κας Σωφρονίου ότι ανεξάρτητα από το εκπρόθεσμο της κατάθεσης οι αιτήσεις μας θα γίνονταν αποδεκτές από την Τράπεζας, όπως και έγιναν. Επιθυμώ όπως καταθέσω ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ αντίγραφο της εν λόγω επιστολής με τις αιτήσεις.
27. Κατά ή περί την 25.05.2011 η Τράπεζα Κύπρου με επιστολή/απόφαση της ενημέρωσε τους Ενάγοντες 1 έως 8 ότι ενέκρινε την αποδέσμευση των ενεχυριασμένων Χρεογράφων 2013/2018 έκδοσης 2008 του καθενός από τους Ενάγοντες 1 έως 8[12] και τη μετατροπή τους σε ΜΑΕΚ τα οποία και πάλι ενεχυριάστηκαν προς όφελος της Τράπεζας Κύπρου.»

 

               Κατά την κυρίως εξέτασή του, ο συνήγορός του, συμφωνούσας και της συνηγόρου των Εναγομένων, δήλωσε ότι, ο Εναγόμενος 7, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν Υπουργός, ως ο Ενάγοντας ανέφερε, αλλά γενικός διευθυντής της Εναγόμενης στην Ανώτατη Εκτελεστική Διεύθυνση της, πλην όμως δεν ήταν μέλος στο διοικητικό συμβούλιο τούτης, με την υπουργοποίηση του να λαμβάνει χώρα τον Μάρτιο του 2012.

 

               Κατά την αντεξέτασή του, σε σχέση πάντα με τις συνθήκες υπό τις οποίες, τόσο ο ίδιος όσο και οι λοιποί Ενάγοντες, αποφάσισαν να αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ, ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε τα εξής σχετικά, πάντα υπό μορφή απαντήσεων στις σχετικές ερωτήσεις που του τέθηκαν:

«E.    Θα σας δείξω 2 αιτήσεις. Είναι το Τεκμήριο 18.1 που είναι η 3η αίτηση του 2011 για ποσό €85.000, το οποίο έχετε υπογράψει στο τέλος, σωστά;

A.      Σωστά.

E.      Και την αίτηση την προσωπική τη δική σας για €1.060.000.

A.      Σωστά.

E.      Αυτά έχουν υπογραφτεί με τον ίδιο τρόπο το 2011; Δηλαδή και πάλι μετά από συνάντηση στο γραφείο σας;

A.      Οτιδήποτε μιλάμε για τα ΜΑΕΚ.

E.      Μεταξύ.

A.      Σε αυτήν την περίπτωση, επειδή ήταν η 3η περίπτωση που μας ζητούσε η Τράπεζα να υπογράψουμε μετατροπή αυτών των καταθετικών προϊόντων, αποφάσισα με τα μέλη της οικογένειάς μου και τους συναδέλφους ότι δεν θα τα υπογράψουμε διότι δεν είχαμε πλέον εμπιστοσύνη στην Τράπεζα Κύπρου από την άποψη ότι η Τράπεζα Κύπρου έβλεπε τον ισολογισμό της και ήθελε να τον καλυτερέψει και δεν σκεφτόταν για την κάλυψη των καταθετών. Ένεκα αυτών των αμφιβολιών αποφασίσαμε ότι δεν θα μετατρέψουμε τα ΜΑΕΚ σε μετοχές. Οπόταν έληξε η ημερομηνία 17.5.11 και δεν πειστήκαμε από την Τράπεζα για να υπογράψουμε. Ένας λόγος που μας έκανε να μην πειστούμε ήταν το γεγονός ότι οι πιέσεις που είχαμε από την Τράπεζα Κύπρου ήταν πολύ έντονες και όχι μόνο πιέσεις, αλλά και απειλές. Οπόταν σκεφτήκαμε ότι για να είναι σε τέτοια κατάσταση η Τράπεζα Κύπρου και να μας πιέζει και να μας απειλεί, για εμάς σήμαινε ότι κάτι δεν πάει καλά με την Τράπεζα. Πέρασε η ημερομηνία της 17.5.11 και οι πιέσεις συνεχίστηκαν όπως και πριν την 17.5.11 και μετά. Στις 19 Μαΐου αποφασίσαμε, επειδή συνέχισαν οι πιέσεις και οι απειλές, αποφάσισα και συζήτησα το θέμα αυτό μαζί με τους συνεργάτες μου και με τους διευθυντές της εταιρείας Totalserve Management Ltd[13] στις 19.5.11 και έχω δώσει, υπάρχει σαν Τεκμήριο νομίζω, έχει κατατεθεί σαν Τεκμήριο, η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας.

 

κα Πολυβίου: Κ. Πρόεδρε, είναι το Τεκμήριο 8 μαζί με αποφάσεις και άλλων εταιρειών εναγουσών.

Ο μάρτυρας συνεχίζει:

A.      Και πήραμε γραπτή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου των 4 εταιρειών. Δεν τη στείλαμε πουθενά.

E.      Κ. Μάρτυρα, έχετε σκοπό να μας πείτε αυτά που μας είπατε στην κυρίως εξέταση για τα ΜΑΚ;

A.      Θα ήθελα να πως κάτι παραπάνω από αυτά.

        ………………………………………………………………………………………..

A.            Στις 19 Μαΐου το απόγευμα είχα τηλεφώνημα στην παρουσία της διευθύντριας του λογιστηρίου μας σε ανοικτή ακρόαση όπου άκουσα τις απειλές και τις πιέσεις από τον κ. Σιαρλή και μου είπε ότι «τώρα είναι η ώρα να βοηθήσεις την Τράπεζα που τη χρειάζεται». Ήταν πολύ σοβαρές οι απειλές και θα έρθω και στις απειλές, κ. Πρόεδρε, όπου το βράδυ 19,5 δεν κοιμήθηκα και σκεφτόμουν τις απειλές που μου είχε πει ο κ. Σιαρλής και αν εκπληρωνόντουσαν οι πιέσεις και απειλές τότε οι εταιρείες μας και εμείς ως οικογένεια θα ήμασταν σε πολύ άσχημη οικονομική κατάσταση. Να πω δυο λόγια για τις απειλές. Είχα διάφορες χρηματοδοτήσεις με την Τράπεζα Κύπρου και απόδειξη ότι ήθελαν να εκπληρώσουν αυτές τις απειλές έπειτα από 2,5 μήνες μου έστειλαν τερματισμό χρηματοδότησης σε άλλες εταιρείες μου. Και συγκεκριμένα την 1.8.11 υπόλοιπο δανείου σε εταιρεία μου €1.288.300,16 σεντ και τόκους, μου τερμάτισαν τη χρηματοδότηση αυτήν και μου ζήτησαν άμεση εξόφληση.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

A.            Στις 3.8 μου έστειλαν τερματισμό άλλων χρηματοδοτήσεων στην εταιρεία μου Landscope Developments Ltd και τα ποσά αυτών των χρηματοδοτήσεων είναι τα κιτρινισμένα.

………………………………………………………………………………………..

A.            Πλέον τη χρηματοδότηση η οποία τερματίστηκε στις 9.8.11 στην εταιρεία μου Cy. Denico Land S.R.L.

      …………………………………………………………………………………………………………………………………………….

A.            Και η τελευταία χρηματοδότηση στην εταιρεία Zenaida Imob S.R.L[14].

      …………………………………………………………………………………………………………………………………………….

A.      Όλες αυτές οι εταιρείες με τον τερματισμό χωρίς τις χρηματοδοτήσεις άμεσα μπήκαν στο «Άρτεμις» οπόταν τιμωρηθήκαμε άμεσα. Ένα τελευταίο, τα 8 δάνεια των €85.000 όταν σταματήσαμε σε κάποιο στάδιο να τα εξασφαλίσουμε και αυτά τα 8 μπήκαν στο «Άρτεμις». Οπόταν, αν και δεν υπήρχαν πλέον, μέχρι τελευταίως που αναγκαστήκαμε αυτά τα δάνεια των €85.000 να τα εξασφαλίσουμε, όλες οι άλλες εταιρείες μου και η οικογένειά μου ήμασταν στο «Άρτεμις». Άρα οι απειλές εκπληρώθηκαν με αυτά τα ογδονταπεντάρια των δανείων, διότι αποκρυσταλλώθηκε στο «Άρτεμις» η απειλή που μας έλεγε ο κ. Σιαρλής και είχαμε μεγάλο πρόβλημα γιατί όταν ήμασταν στο «Άρτεμις» όπως ο γιος μου που ήθελε να αγοράσει σπίτι, χρωστούσε €40.000 στο δάνειο αυτό και δεν μπορούσε να πάρει δάνειο από καμιά Τράπεζα στην Κύπρο. Και για αυτό αναγκαστήκαμε να ενδώσουμε στις πιέσεις και παροτρύνσεις της Τράπεζας Κύπρου και να πληρώσουμε αυτά τα ογδονταπεντάρια δανείων για να βγούμε από το «Άρτεμις».

E.      Είχατε πει ότι μετά από δικές σας μελέτες και ανησυχίες αποφασίσατε να μην προχωρήσετε στη μετατροπή των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ. Σωστά;

A.      Σωστά.

E.      Και μας υποδείξατε και κάποια πρακτικά συνεδριάσεων Διοικητικού Συμβουλίου των εταιρειών που απέρριψαν τη μετατροπή αυτήν. Η πρώτη μου ερώτηση είναι προτού πάμε στα πρακτικά, αφού δεν διαβάσατε καμία αίτηση και καμία συμφωνία δανείου και δεν είδατε κανένα ενημερωτικό δελτίο, πώς ήσασταν σε θέση να αμφισβητήσετε ένα σχέδιο το οποίο μάλιστα πήγαινε καλά και σε σχέση με το οποίο λαμβάνατε τόκους. Πώς σας ήρθε να το αμφισβητήσετε;

     ……………………………………………………………………………………………………………………………………………….

A.      Διότι ήταν η 3η φορά που ερχόταν η Τράπεζα Κύπρου να μας ζητήσει να μετατρέψουμε τα ΜΑΚ σε μετοχές.

E.      Όχι σε μετοχές. Τα ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ. 

A.      Μάλιστα. Είχαμε αρχίσει να έχουμε τις αμφιβολίες μας για το πόσο σίγουρο ήταν πλέον το καταθετικό αυτό προϊόν που είχαμε πάρει.

E.      Όμως οι τόκοι έρχονταν κανονικά ως τότε, σωστά;

A.      Σωστά.

E.      Στις 19.5.11 πράγματι οι εταιρείες σας αποφάσισαν να μην προχωρήσουν με τη μετατροπή σε ΜΑΕΚ.

A.      Σωστά.

E.      Όμως στις 20.5.11 οι εταιρείες σας και θα περιοριστώ στην ενάγουσα 1 που έχει παραμείνει στην υπόθεση αυτήν, έχει υπογράψει απόφαση για την ακύρωση, την ακυρωτική απόφαση 19.5 και να προχωρήσει με τη μετατροπή. Σωστά;

A.      Σωστά.

 

κα Πολυβίου: Είναι Εντιμότατε μέρος του Τεκμηρίου 9β.

 

Ο μάρτυρας συνεχίζει:

 

A.      Αυτό έπειτα από τις απειλές και πιέσεις που είχαμε, είχα από τον κ. Σιαρλή.

E.      Και φαντάζομαι ότι αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται ύστερα από αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου κάθε εταιρείας όπου τηρούνται κάποιες συγκεκριμένες διαδικασίες, σωστά;

A.      Σωστά.

E.      Άρα δεν ήσασταν μόνος σας που πήρατε αυτήν την απόφαση.

A.      Όχι. Ήταν πολύ σοβαρή η απόφαση αυτή και θα ήθελα να τη συζητήσω και να τη μοιραστώ μαζί με τους συναδέλφους.

E.      Έχετε καταθέσει μια σειρά εγγράφων που αφορούν τερματισμό χρηματοδοτήσεων άλλων εταιρειών, σωστά;

A.      Σωστά.

E.      Και απ' ό, τι βλέπω το κείμενο των εγγράφων αυτών παρόλο που δεν το έχω δει με λεπτομέρεια, αναφέρεται σε παραβάσεις δανείων που οδήγησαν σε τερματισμό από μέρους της Τράπεζας. 

A.      Σωστά.

E.      Βλέπω ότι οι ημερομηνίες των τερματισμών αυτών ήταν τον Αύγουστο του 2011. 

A.      Σωστό.

E.      Πώς μπορεί τότε η αποδοχή της μετατροπής των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ να βασίστηκε σε απειλές εφόσον το έγγραφο της αποδοχής της μετατροπής έχει ημερομηνία αρκετούς μήνες πριν και ειδικότερα τον Μάιο του 2011;

A.      Απλώς ήθελα να αποδείξω ότι οι απειλές που μας είχε πει ο κ. Σιαρλής υπήρχαν. Υποθέσεις που αν τις πραγματοποιούσε άμεσα θα ήταν καταστροφικό για εμάς και για την εταιρεία μας για να μας πιέσει. Δεν το έκανε τον Μάιο. Το έκανε τον Αύγουστο του 2011. Δεν ξέρω πώς το σκέφτηκε και εκπλήρωσε αυτές τις απειλές.

E.      Υποθέτω ότι το 2011 που υπήρξε η μετατροπή των ΜΑΕΚ λαμβάνατε τόκους μέχρι και το 2012 που αυτοί ακυρώθηκαν.

A.      Ναι.

E.      Οπότε τότε ήταν που αμφισβητήσατε το σχέδιο των αξιογράφων.

A.      Από τον Μάιο 2011.

E.      Όχι από την καταβολή των τόκων.

A.      Όχι.

E.      Αντιλαμβάνομαι ότι είχατε ενεργή δράση κι εσείς και η ενάγουσα 1 σε απόκτηση μετοχών και άλλων αξιών, σωστά;

A.      Τι εννοείτε;

E.      Έχουμε καταθέσει ως Τεκμήριο τη δέσμη Τεκμηρίων 19.1?9 που φαίνεται το επενδυτικό προφίλ που είχατε και το οποίο ήταν έντονο, σωστά;

A.      Μάλιστα.

E.      ………………………………………………………………………………………..

  Α.    ………………………………………………………………………………………..

E.      Σας υποβάλλω κ. Μάρτυρα ότι είχατε τεράστια γνώση επενδυτικών και άλλων συναφών ζητημάτων και ως εκ τούτου δεν μπορεί να παραπλανηθήκατε από τις οποιεσδήποτε υποδείξεις ισχυρίζεστε ότι σας έχουν γίνει. Συμφωνείτε ή όχι;

A.      Δεν συμφωνώ καθόλου. Δεν έχω καμία πείρα στις επενδύσεις χρηματοοικονομικών μέσων, πόσο μάλλον σε πιο περίπλοκα προϊόντα και ούτε είχα ποτέ άδεια να συμβουλεύω για επενδύσεις.

E.      Σας υποβάλλω ακόμα ότι έχετε υπογράψει και αποδεχτεί τις αιτήσεις χρεογράφων και αξιογράφων.

A.      Έχω υπογράψει, μάλιστα.

E.      Σας υποβάλλω ακόμα ότι τα όσα λέτε σήμερα στο Δικαστήριο είναι προϊόν δεύτερης σκέψης και προκύπτει μέσα από τη σχέση με την Τράπεζα Κύπρου που, όπως έχετε αναφέρει λίγο πριν, είχατε χαρακτηριστεί, με βάση τα όσα εσείς είπατε, με προστριβές και απειλές και ως εκ τούτου είναι η θέση μας ότι αυτά που λέτε σήμερα προκύπτουν με τη δική σας δυσαρέσκεια με την Τράπεζα Κύπρου. Συμφωνείτε ή όχι;

A.      Δεν συμφωνώ.» 

               Εν όψει των επιχειρημάτων των Εναγόμενων ως προς την αξιοπιστία του Ενάγοντα, καταγράφω, στο σημείο αυτό, ότι, ο τελευταίος, ισχυρίστηκε, επίσης, ότι, ανεξαρτήτως της ιδιότητας του αλλά και της πολυετούς εμπειρίας του ως λογιστής / ελεγκτής και επενδυτής σε μετοχές που τυγχάνουν διαπραγματεύσεις στο χρηματιστήριο, δεν ήταν γνώστης της φύσης και πολυπλοκότητας των επίδικων αξιών και ότι, ουδέποτε οι αντιπρόσωποι της Εναγόμενης, οι οποίοι τον παρότρυναν να αγοράσει, αρχικώς τα Χρεόγραφα, ακολούθως τα ΜΑΚ και τέλος τα ΜΑΕΚ, του ανέφεραν οτιδήποτε σε σχέση με την επικινδυνότητα των εν λόγω αξιών, παρά μόνο του τόνισαν κάποια εκ των θετικών χαρακτηριστικών τους, χαρακτηρίζοντας τα ως ασφαλή καταθετικά σχέδια με εγγυημένη απόδοση, χωρίς ποτέ να εξετάσουν αν ο ίδιος κατανοούσε τη φύση τους ή ήταν κατάλληλος για να επενδύσει σε αυτά ή, τούτα, ήταν συμβατά, ως επένδυση, με τον ίδιο. Ήταν, επί τούτου, η θέση του ότι, εν όψει της άγνοιας του αυτής, και συνέπεια της άριστης σχέση που είχε ο ίδιος και οι εταιρείες του ομίλου του με την Eναγόμενη, στηρίχθηκε αποκλειστικά στις παραστάσεις των αντιπροσώπων της και αποφάσιζε, σε κάθε περίπτωση απόκτησης των αξιών που εξέδωσε η τελευταία, να υποβάλλει σχετική αίτηση χωρίς να διαβάζει, προηγουμένως, το περιεχόμενο των αιτήσεων που υπέβαλλε ή τα σχετικά με αυτές ενημερωτικά δελτία. Ως προς δε την αίτηση για απόκτηση των ΜΑΕΚ, την υπέβαλε λόγω των απειλών και πίεσης που δέχθηκε από τον Εναγόμενο, ενώ είχε ήδη, από πριν, αποφασίσει να μην τα αποκτήσει.

 

Μ.Ε.2

 

               Η Μ.Ε.2, ισχυρίστηκε ότι ήταν παρούσα καθ' όλες τις συζητήσεις που έγιναν μεταξύ των Εναγόντων, τόσο πριν, όσο και μετά τις οποίες αποφάσεις τους ως προς το κατά πόσο θα αποκτούσαν τα ΜΑΕΚ. Ήταν δε αυτήκοος μάρτυρας της τηλεφωνικής συνομιλίας του Ενάγοντα με τον Εναγόμενο το απόγευμα της 19.05.2011, η οποία έγινε σε ανοικτή ακρόαση. Οι σχετικές αναφορές της ως προς τις συνθήκες που αποκτήθηκαν τα ΜΑΕΚ από τον Ενάγοντα, και τους λοιπούς Ενάγοντες καταγράφονται στις παραγράφους 13 - 16 και 19 της γραπτής δήλωσης της (Έγγραφο Β) και έχουν ως εξής:

«13. Περί τα μέσα Μαΐου 2011 επισκέφθηκε τα γραφεία των Εναγόντων 1 η υπάλληλος των Εναγομένων 1 κα Κάκια Μωυσή όπου συναντήθηκε με τον κ. Οικονομίδη, τον κ. Νίκο Τσιάκκα, συνδιευθύνοντα σύμβουλο των Εναγόντων 1 και εμένα, με σκοπό να πείσει τον κ. Οικονομίδη να προχωρήσει με τη μετατροπή των ΜΑΚ 2009 σε Μετατρέψιμα Χρεόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου 2011 (ΜΑΕΚ 2011) αφού επρόκειτο για τύπου καταθετικό σχέδιο, με εγγυημένη και σίγουρη κερδοφορία. Ο κ. Οικονομίδης δεν πείστηκε από τα λεγόμενα της κας Μωυσή και όντως, την 19.05.2011 οι Ενάγοντες 1 έως 4 στο πλαίσιο συνεδρίας του διοικητικού τους συμβουλίου αποφάσισαν να μην προχωρήσουν με την εν λόγω μετατροπή. Στις εν λόγω συνεδρίες των Εναγόντων 1?4 ήμουν παρούσα ως προσκεκλημένη καθότι γνώριζα από την αρχή όλη την υπόθεση των χρεογράφων και ήμουν παρούσα σε όλες τις επαφές με την Τράπεζα Κύπρου. 
14. Την ίδια μέρα, δηλ. στις 19.05.2011 αργά το απόγευμα ενώ ήμουν στο γραφείο του κ. Οικονομίδη, ο τελευταίος έλαβε τηλεφώνημα από τον κ. Βάσο Σιαρλή ο οποίος σε ανοιχτή ακρόαση προσπαθούσε να πείσει τον κ. Οικονομίδη να αλλάξουν την πιο ως άνω απόφασή τους. Ο κ. Σιαρλής στο πλαίσιο άσκησης πίεσης για να προβεί στην πιο πάνω μετατροπή, είχε τονίσει στον κ. Οικονομίδη ότι ο ίδιος, η οικογένεια του και άλλες προσωπικές εταιρείες τους ως επίσης οι Ενάγοντες 1 έως 8 ήταν εκτεθειμένοι έναντι της Τράπεζας Κύπρου με ποσά αρκετών εκατομμυρίων απειλώντας πως αν αυτά αξιώνονταν όπως εξοφληθούν άμεσα από την Τράπεζα Κύπρου οι Ενάγοντες 1 έως 8  αλλά και άλλες προσωπικές εταιρείες του κ. Οικονομίδη θα υφίσταντο τεράστια ζημιά, κάτι που θα άφηνε τον κ. Οικονομίδη εκτεθειμένο στον επαγγελματικό χώρο της Κύπρου αλλά και διεθνώς με ιδιαίτερο αντίκτυπο στον χώρο των πελατών και επαγγελματικών του συνεργατών. Επισυνάπτω κατάσταση με τις διάφορες οφειλές των Εναγόντων και συνδεδεμένων / συγγενικών με αυτούς εταιρειών και φυσικών προσώπων προς την Τράπεζα Κύπρου κατά το 2011.
15. Εξ όσων με πληροφόρησε ο κ. Οικονομίδης μετά το πιο πάνω τηλεφώνημα και  μετά από σοβαρό προβληματισμό, ενημέρωσε με ηλεκτρονικό μήνυμα τον κ. Βάσο Σιαρλή στις 20.05.2011 ότι θα προχωρούσε σύμφωνα με την εισήγησή του για τη μετατροπή των ΜΑΚ 2009 σε ΜΑΕΚ 2011, ενώ την ίδια ημέρα συγκλήθηκαν τα διοικητικά συμβούλια των Εναγομένων 1 έως 4 και αποφάσισαν να ακυρώσουν την προηγούμενη απόφασή τους και να προχωρήσουν με την πιο πάνω μετατροπή. Στις συνεδρίες των Εναγόντων 1?4 στις 20.5.2011 ήμουν παρούσα ως προσκεκλημένη καθότι γνώριζα από την αρχή όλη την υπόθεση των χρεογράφων και ήμουν παρούσα σε όλες τις επαφές με την Τράπεζα Κύπρου.
16. Την ίδια πιο πάνω μέρα ο κ. Οικονομίδης έστειλε επιστολή στην κα Άννα Σωφρονίου, διευθύντρια της
CISCO, στην οποία επισύναψε τις αιτήσεις των Εναγόντων 1 έως 8 για την πιο πάνω μετατροπή. Αν και οι εν λόγω αιτήσεις κατατέθηκαν εκπρόθεσμα εντούτοις ο κ. Οικονομίδης μου ανέφερε ότι είχε τη διαβεβαίωση τόσο του κ Σιαρλή όσο και αργότερα της κας Σωφρονίου ότι ανεξάρτητα από το εκπρόθεσμο της κατάθεσης οι εν λόγω αιτήσεις μας θα γίνονταν αποδεκτές από την Τράπεζα Κύπρου, όπως και έγιναν. Στις 20.05.2011 μίλησα και εγώ στο τηλέφωνο με την κ. Σωφρονίου όπου μου επιβεβαίωσε ότι είχε παραλάβει τις αιτήσεις και παρόλο που ήταν εκπρόθεσμες θα γίνονταν αποδεκτές. 
................................................................................................................................
19. Ως Διευθύντρια λογιστηρίου των Εναγόντων 1 και προσωπική βοηθός του κ Οικονομίδη επί μακρά σειρά ετών και πολύ καλή γνώστης της οικονομικής κατάστασης των Εναγόντων, θεωρώ ότι η Τράπεζα Κύπρου και οι υπάλληλοι της εκμεταλλεύτηκαν τις οικονομικές ανάγκες των Εναγόντων και την έκθεση του συγκροτήματος εταιρειών του κ. Οικονομίδη αλλά και της οικογένειας του σε υφιστάμενες δανειοδοτήσεις ως μοχλό πίεσης για τη μεταστροφή της απόφασης των Εναγόντων για τη μετατροπή των ΜΑΚ 2009 σε ΜΑΕΚ 2011 και θεωρώ ότι εάν δεν υπήρχε αυτή η πίεση δεν θα προχωρούσαν οι Ενάγοντες στην αλλαγή της απόφασης τους κυριολεκτικά εν μια νυκτί. Παρόμοια μετατροπή (ΜΑΚ 2009 σε ΜΑΕΚ 2011) είχε προταθεί και στο Ταμείο Προνοίας των  Εναγόντων 1 του οποίου ήμουν πρόεδρος κατά την ίδια περίοδο, και το οποίο είχε τοποθετηθεί ένα μικρό ποσό χρημάτων σε ΜΑΚ 2009, αλλά αρνηθήκαμε ως Ταμείο Προνοίας να τα μετατρέψουμε σε ΜΑΕΚ 2011. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που είχα πει στον κ. Οικονομίδη ότι η Τράπεζα Κύπρου δεν μπορεί να πιέσει ή να απειλήσει το Ταμείο Προνοίας γιατί ως Ταμείο δεν είχαμε καμία πιστωτική εξάρτηση με την Τράπεζα Κύπρου.»

 

               Κατά την αντεξέτασή της, στη βάση σχετικών ερωτήσεων που της τέθηκαν, προώθησε και τους εξής ισχυρισμούς:

«E. Οπόταν υπογράφτηκαν τα δάνεια και οι αιτήσεις χωρίς να διαβαστούν και μετά το 2011, λέτε ότι ήρθε η κυρία Κάκια Μωυσή και συναντήθηκε με τον κύριο Οικονομίδη και με τον Νίκο Τσιάκκα που ήταν ο συνδιευθύνοντας σύμβουλος των εναγόντων 1 και με εσάς, με σκοπό να μετατρέψουν στην ουσία τα ΜΑΕΚ του 2009 σε ΜΑΕΚ του 2011, σωστά;

A.   Σωστά.

E.   Αλλά λέτε πως σε αυτήν την περίπτωση, δεν πείστηκε ο κύριος Οικονομίδης και έτσι η απόφαση που λήφθηκε ήταν να μην μετατραπούν οι αξίες αυτές;

A.   Μάλιστα, δεν πείστηκε ο κύριος Οικονομίδης για τη μετατροπή αυτήν γιατί γινόταν η μετατροπή αυτή για τρίτη φορά άρχισε να εγείρει κάποιες υποψίες ότι η τράπεζα ίσως κάτι δεν πήγαινε καλά με την τράπεζα και ήθελαν να αλλάξουν κάτι στους ισολογισμούς τους και προβληματιζόταν, φαινόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, σκεφτόταν μήπως η τράπεζα δεν ήθελε το συμφέρον των καταθετών τους, αλλά ήθελαν το συμφέρον της ίδιας της τράπεζας, οπότε και δεν ήθελε να προχωρήσει στη μετατροπή αυτήν.

E.   Τις αιτήσεις του 2011 τις διαβάσατε που σας υποδείχθηκαν από την κυρία Κάκια Μωυσή;

A.   Δεν θυμούμαι να μας υποδείχθηκαν οι αιτήσεις του 2011 από την κυρία Κάκια Μωυσή.

E.   Οπόταν ο κύριος Τσιάκκας που ήταν σύμβουλος των εναγόντων στη συνάντηση εκείνη και η κυρία Κάκια Μωυσή εσείς και ο κύριος Οικονομίδης, αποφασίσατε στην ουσία να μην προχωρήσετε με τη μετατροπή;

A.   Ναι, στην ουσία ο κύριος Οικονομίδης αποφάσισε και εμείς ακολουθήσαμε.

E.   Απλά η απορία μου είναι πώς κάποιος μπορεί να καταλήξει στο ότι ζητείται για τρίτη φορά η μετατροπή, οπόταν κάτι περίεργο υπάρχει χωρίς να έχει αναγνώσει σε κανένα στάδιο τις επίδικες αιτήσεις και τα ενημερωτικά δελτία πώς μπορεί κάποιος να φτάνει στο συμπέρασμα αυτό από τη στιγμή που λαμβάνει τόκους κανονικά και δεν έχει γίνει κάτι άλλο που να τον κάνει να γνωρίζει πως υπήρχε κάτι το παράδοξο;

A.   Αυτήν την εντύπωση ο κύριος Οικονομίδης σκέφτηκε όταν γινόταν για τρίτη φορά αυτή η μετατροπή από τα χρεόγραφα σε ΜΑΕΚ.

E.   Κυρία μάρτυς, στο Δικαστήριο σήμερα ήρθατε για να μας μεταφέρετε τι νόμιζε και τι έλεγε ο κύριος Οικονομίδης ή για να μας πείτε τη δική σας εμπλοκή με την υπόθεση των χρεογράφων και αξιογράφων;

A.   Και για να σας πω και για την εμπλοκή μου αλλά και για να σας πω και για το τι νόμιζε ο κύριος Οικονομίδης.

E.   Διότι απ' ό,τι έχω αντιληφθεί η δική σας εμπλοκή είναι περιορισμένη εφόσον δεν ανανεώσατε αιτήσεις και δελτία, δεν θυμάστε εάν ήσασταν παρούσα σε όλες τις υπογραφές των αιτήσεων και λέτε πως δεν θα καταλαβαίνατε και τις αιτήσεις έστω και εάν διαβάζατε αυτές σωστά.

A.   Ήμουν παρούσα, στο Δικαστήριο εδώ ήρθα να πω ότι ήμουν παρούσα στις διάφορες συναντήσεις είχα καταλάβει και εγώ για το καταθετικό προϊόν, μπορώ να εκφέρω και εγώ γνώμη για το καταθετικό, ναι δεν διάβασα τις αιτήσεις, αλλά αυτό είναι γεγονός δεν μπορώ να το αλλάξω.

E.   Σας υποβάλλω ότι στο Δικαστήριο ήρθατε για να βοηθήσετε τον κύριο Οικονομίδη και την ενάγουσα 1, χωρίς να γνωρίζετε τι ακριβώς είχε γίνει και χωρίς να έχετε αναγνώσει τα επίδικα έγγραφα. Συμφωνείτε ή όχι;

A.   Διαφωνώ.

E.   Σας υποβάλλω ακόμα ότι προφανώς ο ρόλος σας ήταν διακοσμητικός στις εν λόγω συναντήσεις αφού δεν μπήκατε καν στη διαδικασία να αναγνώσετε τα επίδικα έγγραφα. Συμφωνείτε ή όχι;

A.   Διαφωνώ δεν τα διάβασα, αλλά δεν μπορείτε να πείτε ότι ήταν διακοσμητικός ο ρόλος μου, ήμουν σε όλες τις συναντήσεις και μπορώ να εκφέρω γνώμη και μπορώ να σας πω τα γεγονότα όπως αυτά έγιναν.

E.   Αναφέρεστε σε άσκηση πίεσης από μέρους συγκεκριμένων συμβούλων και διευθυντών της τράπεζας και σαν αποτέλεσμα αυτής της πίεσης, αναφέρετε ότι ακυρώθηκε, αποφασίστηκε να ακυρωθεί η απόφαση των εταιρειών να μην προχωρήσετε με τη μετατροπή των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ και σαν αποτέλεσμα πραγματοποιήθηκε η μετατροπή αυτή. Σωστά;

A.   Σωστά.

E.   Και λέτε ήσασταν παρούσα στο τηλεφώνημα που έγινε και στην απόφαση να ακυρωθεί η προηγούμενη απόφαση;

A.   Ναι, ήμουν παρούσα στο τηλεφώνημα που έγινε, ήμουν στο γραφείο του κυρίου Οικονομίδη όταν ο κύριος Σιαρλή, πήρε τηλέφωνο τον κύριο Οικονομίδη το είχε βάλει σε ανοιχτή ακρόαση και ήταν οι απειλές του και οι πιέσεις που δέχθηκε ο κύριος Οικονομίδης ήταν σφοδρές, δηλαδή τον είχε πιέσει πάνω στην ήδη δανειοδότηση που έχει ο κύριος Οικονομίδης και όπως θα δείτε και από την κατάσταση που σας έδωσα ο κύριος Οικονομίδης είχε ένα αρκετά μεγάλο ποσό που χρωστούσε στην Τράπεζα Κύπρου, οπότε σίγουρα δεν ήταν εύκολο για το ίδιο να αγνοήσει κάποιες πιέσεις που δεχόταν τη συγκεκριμένη ημέρα. Στο τηλεφώνημα ο κύριος Οικονομίδης απάντησε ότι θα το σκεφτόταν και η αλήθεια όταν έκλεισε το τηλέφωνο φαινόταν αρκετά προβληματισμένος και ήθελε να το σκεφτεί αρκετά καλά, αλλά φοβόταν για τις πιέσεις που μπορούσε και τις συστάσεις που μπορούσε να κάνει η τράπεζα. Στη συνέχεια όπως και πράγματι αυτές οι πιέσεις μετά τον Αύγουστο του 2011 είχαν γίνει, δηλαδή είχαν τερματίσει 4 δάνεια η Τράπεζα Κύπρου συγκεκριμένα είναι τα δάνεια που υπάρχουν στη Landscop, που ήταν αρκετά μεγάλα ποσά, δηλαδή ήταν γύρω στα 4 εκατομμύρια περίπου. Ένα άλλο δάνειο που ήταν στη Zenaida, σε άλλο ήταν και ένα άλλο δάνειο και ακόμα ένα δάνειο η Treetop. Βασικά θέλω να τονίσουμε ότι οι πιέσεις μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα όπως και έγιναν πραγματικότητα τα ποσά που είχε σαν δάνειο ο κύριος Οικονομίδης ήταν αρκετά οπότε έπρεπε να πάρει μια σοβαρή απόφαση, μια καθοριστική απόφαση εάν θα πρέπει να μετατρέψει τα χρεόγραφα τα ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ και τελικά πείστηκε να τα μετατρέψει. Φυσικά την άλλη ημέρα ζήτησε να γίνει συνάντηση του Διοικητικού συμβουλίου για να παρθεί και η τελική απόφαση, όπου και το συμβούλιο την πήρε, ήμουν παρούσα σε αυτήν την συνάντηση, αποφασίστηκε να μετατραπούν όλα τα αξιόγραφα που είχε στην κατοχή του να τα μετατρέψει το 2011. Στείλαμε με φαξ εκπρόθεσμα δηλαδή η τελική ήταν 17 Μαΐου του 2011 και τα στείλαμε 20 Μαΐου του 2011 με φαξ στην κυρία Άννα Σωφρονίου την οποία πήρα και τηλέφωνο και μου κονφέρμαρε ότι εάν και είναι εκπρόθεσμα θα το δεχτεί.

E.   Δηλαδή για να καταλάβω χρονικά έγιναν οι πιέσεις και οι απειλές που ήσασταν και εσείς παρούσα στο τηλέφωνο στη συνέχεια ακυρώσατε την προηγούμενη απόφασή σας να μην προχωρήσετε με την μετατροπή και του Διοικητικού Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε συνεδρία, ήσασταν και εσείς παρούσα και πραγματοποιήθηκε η μετατροπή των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ σωστά και σε κατοπινό στάδιο τερματίστηκαν κάποιες δανειακές διευκολύνσεις που έχετε παρουσιάσει με την κατάσταση σήμερα σωστά; Απλά διερωτώμαι πώς έγιναν οι απειλές και εσείς συμμορφωθήκατε σε εισαγωγικά με τις απειλές αυτές, αλλά σε συνέχεια λέτε ότι παρά το είχατε ενδώσει στα όσα σας είχαν υποδειχθεί, εντούτοις και πάλι τιμωρηθήκατε με τον τερματισμό των δανείων. Σωστά;

A.   Εδώ που ήθελα να πω για τη δύναμη που είχε η Τράπεζα τη συγκεκριμένη στιγμή, ναι η τράπεζα μετά προχώρησε στις ακυρώσεις των δανείων, ναι.

E.   Ήσασταν παρούσα στην υπογραφή των αιτήσεων απόκτησης των ΜΑΕΚ;

A.   Ναι.

E.   Δηλαδή το 2008 ήσασταν παρούσα, το 2009 δεν θυμάστε και το 2011 ήσασταν παρούσα;

A.   Το 2011 τα είχα ήδη στείλει και εγώ με το φαξ.

E.   Αλλά και πάλι δεν τα διαβάσατε;

A.   Όχι, αλλά θέλω να προσθέσω ότι στη διαφωνία μας που είχαμε τότε με το να μετατρέψουμε τα χρεόγραφα, είχαμε σαν ταμείο προνοίας νομίζω το αναφέρω και στη δήλωσή μου, είχαμε 30 αξιόγραφα τα οποία τα αγοράσαμε το 2009 και τότε όταν πιέστηκε ο κύριος Οικονομίδης εμείς επειδή είχαμε τους ίδιους ενδοιασμούς με τον κύριο Οικονομίδη δεν προχωρήσαμε στη μετατροπή και εμείς δείξαμε με αυτόν τον τρόπο ότι εμείς δεν είμαστε πιεσμένοι από κανένα μέλος της Τράπεζας Κύπρου, ότι είμαστε ανεξάρτητοι.

E.   Έγινε όμως τόσο θέμα για τη μετατροπή αυτών, πάρθηκε απόφαση, ακυρώθηκε απόφαση όλα ενώπιον φαντάζομαι Διοικητικού Συμβουλίου δεν διάβασε κάποιος που ήταν εκεί ή εσείς ή ο κύριος Οικονομίδης τις αιτήσεις εφόσον έγινε και τόσο μεγάλο θέμα ότι κάτι περίεργο συνέβαινε και τελικά αποφασίστηκε η μετατροπή τους λόγω των πιέσεων που αναφέρεται ότι σας είχαν γίνει;

A.   Απ' ό,τι γνωρίζω δεν διάβασαν τις αιτήσεις. Στις συναντήσεις αυτές ο κύριος Οικονομίδης μετέφερε στα μέλη του Διοικητικού συμβουλίου τις πιέσεις που ασκήθηκε από την Τράπεζα Κύπρου στα υπόλοιπα μέλη και έπρεπε να παρθεί η απόφαση.

E.   Δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο πήρε την απόφαση της μετατροπής, χωρίς καν να ανανεώσει τη σχετική αίτηση;

A.   Η αλήθεια είναι ναι.

E.   Λέτε ότι υπήρχαν παράπονα, διαμαρτυρήθηκε λέτε ο κύριος Οικονομίδης σε ανώτερους αξιωματούχους της τράπεζας. Γνωρίζετε πότε είχε γίνει και σε ποιους;

A.   Εντάξει όχι συγκεκριμένα δεν γνωρίζω σε ποιους το ανέφερε, αλλά θα ήταν στη διεύθυνση των ατόμων που συνεργαζόμαστε στα άτομα που είχαμε στην τράπεζα.

E.   […] Σας υποβάλλω ότι δεν σας είχαν γίνει οι απειλές που λέτε πως σας είχαν γίνει. Συμφωνείτε ή όχι;

A.   Μας υποβλήθηκαν όπως έχω πει και στη δήλωσή μου.

E.   Σας υποβάλλω ότι λόγω του ότι τα δάνεια είχαν τερματιστεί, υπήρχε από μέρους σας εμπάθεια προς την τράπεζα και γι' αυτόν τον λόγο, έχει προωθηθεί και η παρούσα αγωγή με τους ισχυρισμούς που αυτή έχει. Συμφωνείτε ή όχι;

A.   Διαφωνώ, σας παραπέμπω στη δήλωσή μου.

E.   Σας υποβάλλω ακόμα ότι τα όσα είπατε σήμερα στο Δικαστήριο, αποτελούν τα όσα σας έχει μεταφέρει ο κύριος Οικονομίδης και όχι την οποιανδήποτε δική σας εμπλοκή με το ζήτημα αυτό, το οποίο δεν υπήρξε εν πάση περιπτώσει. Συμφωνείτε ή όχι;

A.   Διαφωνώ, όπως σας είπα και προηγουμένως ήμουν παρούσα σε όλες τις συναντήσεις του κυρίου Οικονομίδη και μπορούσα να μεταφέρω τα όσα έγιναν σε διάφορες συναντήσεις είτε τηλεφωνικέ, είτε δια ζώσης. » 

Μ.Υ.1

 

               Η Μ.Υ.1, αποδέχθηκε τη θέση ότι αποτελούσε μία εκ των υπαλλήλων /  αντιπρόσωπων της Εναγόμενης, η οποία μεσολάβησε, για σκοπούς απόκτησης από τον Ενάγοντα (και τους λοιπούς Ενάγοντες) των Χρεογράφων, πλην όμως, εντόνως, διαφώνησε με την θέση ότι είχε την οποιαδήποτε εμπλοκή στην απόκτηση από αυτούς των ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ. Όπως, χαρακτηρίστηκα, ανάφερε, μετά την έκδοση και διάθεση των Χρεογράφων, και προτού η Eναγόμενη εκδώσει τα ΜΑΚ, η ίδια μεταφέρθηκε σε άλλο τμήμα της Εναγόμενης, με αποτέλεσμα να μην έχει την οποιανδήποτε επικοινωνία με τους Ενάγοντες, γενικότερα, μέχρι και το 2013 (μετά την έκδοση και διάθεση των ΜΑΕΚ), όταν και ανάλαβε εκ νέου τη συγκεκριμένη θέση, στο πλαίσιο της οποίας επανήρχισε η συνεργασία της με αυτούς. Δήλωσε άγνοια ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Ενάγοντας, και γενικότερα οι Ενάγοντες, αποφάσισαν να υποβάλουν αίτηση για την απόκτηση των ΜΑΕΚ. Ως προς την όποια δική της εμπλοκή κατά τον χρόνο απόκτησης των Χρεογράφων, ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε συμβούλεψε τους Ενάγοντες σε σχέση με αυτά και, η όποια εμπλοκή της περιορίστηκε στο να διασφαλίσει ότι οι Ενάγοντες έγιναν γνώστες της έκδοσης τούτων και της δυνατότητας απόκτησης τους, καθώς επίσης και του περιεχομένου των ενημερωτικών δελτίων που εκδόθηκαν από την Εναγόμενη σε σχέση με αυτά.

 

Μ.Υ.2

 

               Ο Μ.Υ.2 παρουσιάστηκε από την Εναγόμενη με σκοπό να καταδειχθεί το επενδυτικό προφίλ και, γενικότερα, οι γνώσεις του Ενάγοντα, καθώς επίσης και των διάφορων εταιρειών του, ως προς τη φύση και χαρακτηριστικά των επίδικων αξιών. Στο πλαίσιο της μαρτυρίας του ισχυρίστηκε ότι ο Ενάγοντας είναι πολύπειρος λογιστής / ελεγκτής, καθώς επίσης και πρόσωπο που συνδέεται με αριθμό εταιρειών, οι οποίες, είτε επενδύουν, κυρίως σε μετοχές που τυγχάνουν διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο, είτε παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες προς τρίτους. Αναφέρθηκε, ονομαστικώς, σε έξι τέτοιες εταιρείες, τις οποίες παρουσίασε ως εταιρείες συμφερόντων του Ενάγοντα. Εξέφρασε τη θέση ότι ο Ενάγοντας, λόγω της εμπειρίας και ιδιότητας του, δεν θα μπορούσε να τελεί υπό την πλάνη ότι τα Χρεόγραφα, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ ήταν καταθετικά σχέδια. Προς τούτο, με παραπομπή σε διάφορα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήρια, προώθησε τη θέση ότι ο Ενάγοντας ήταν σε θέση και κατανοούσε, κατά την απόκτηση των αξιών αυτών, ότι επρόκειτο για επενδυτικά σχέδια και όχι ασφαλή καταθετικά σχέδια με εγγυημένη απόδοση.

 

Νομική πτυχή

 

               Δεδομένου του γεγονότος ότι οι νομοθετικές πρόνοιες που διέπουν τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής αναφέρονται στα κείμενα των αποφάσεων, στις οποίες θα αναφερθώ κατωτέρω, δεν καθίσταται αναγκαία η εδώ παράθεση τους.  Αρκεί κατά την γνώμη μου, για σκοπούς παράθεσης της νομικής πτυχής που διέπει τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής, να καταγράψω τα όσα, σχετικώς, αποφασίστηκαν από την κυπριακή, αλλά και την ξένη (κυρίως αγγλική) νομολογία. 

 

Στην υπόθεση Ιωάννου Αρέστης Μιχαήλ ν. Άννας Ανδρέα Χαραλαμπίδου (1998) 1 Α.Α.Δ. 555, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά με την ψυχική πίεση και τον εξαναγκασμό: 

«Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίδικη δωρεά ήταν το αποτέλεσμα εξαναγκασμού, απειλών και ψυχικής πίεσης. Το ζήτημα της ακύρωσης δωρεάς σε τέτοια περίπτωση διέπεται από τα άρθρα 14151619 και 20 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, τα οποία προβλέπουν:

 

"14. Η σύναινεση θεωρείται ελεύθερη, όταν δεν προκαλείται με -

(α)   εξαναγκασμό, όπως ορίζεται στο άρθρο 15. ή

(β)   ψυχική πίεση, όπως ορίζεται στο άρθρο 16. ή

......................................................................................................

Συναίνεση θεωρείται ότι προκλήθηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, εφόσον αυτή δεν θα παρεχόταν ελλείψει του εν λόγω εξαναγκασμού, ψυχικής πίεσης, απάτης, ψευδούς παράστασης ή πλάνης.

 

15.-(1) 'Εξαναγκασμός' είναι η διάπραξη ή η απειλή διάπραξης πράξης απαγορευμένης από τον Ποινικό Κώδικα ή από τροποποίηση του, ή η παράνομη κατακράτηση, ή η απειλή κατακράτησης, περιουσιακού στοιχείου, προς βλάβη οποιουδήποτε προσώπου, η οποία γίνεται με πρόθεση να αναγκαστεί άλλος να συνάψει συμφωνία.

(2) ................................................................................................

 

16.-(1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία 'ψυχικής πίεσης' όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο -

(α)   έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου. ή

(β)   καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

(3) Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.

 

19.-(1)  Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού απάτης ή ψευδούς παράστασης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ' εκλογή του  μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

......................................................................................................

 

20.-(1)  Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ'  εκλογή του μέρους του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

......................................................................................................"

 

Το άρθρο 2(1) του Κεφ. 149 προβλέπει ότι ο Νόμος αυτός ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία, και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε αυτόν θεωρούνται κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια, την οποία απέδωσε σε αυτές το αγγλικό δίκαιο (Βλ. και Patsalidou v. Kyriakidou (1979) 1 C.L.R. 71). Μπορούμε, επομένως, να αντλήσουμε χρήσιμη καθοδήγηση από την αγγλική νομολογία.

 

[…]

 

Ψυχική πίεση (Undue influence):

Στον Chitty on Contract (πιο πάνω), παραγ. 7-024, η ψυχική πίεση περιγράφεται ως πιο κάτω:

 

"Equitable doctrine of undue influence. The equitable doctrine of undue influence is a comprehensive phrase covering cases of undue influence in particular relations and also case of coercion, domination, or pressure outside those special relations.

........................................................................................................................

Αt common law, the presence of duress was traditionally justified on the ground that the duress prevented the party constrained from forming a full and independent resolution to contract. In equity, however, the application of the doctrine of undue influence was intended rather to ensure that no person should be allowed to retain the benefit of his own fraud or wrongful act."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

"Η ψυχική πίεση αποτελεί δόγμα του δικαίου της επιείκειας.  Είναι μια περιεκτική φράση η οποία καλύπτει περιπτώσεις ψυχικής πίεσης όπου υπάρχουν ειδικές σχέσεις και επίσης περιπτώσεις εξαναγκασμού, επιβολής ή πίεσης έξω από εκείνες τις ειδικές σχέσεις. Σύμφωνα με το κοινοδίκαιο η παρουσία καταναγκασμού παραδοσιακά εδικαιολογείτο για το λόγο ότι ο εξαναγκασμός εμπόδιζε το συγκεκριμένο μέρος από του να λάβει μια πλήρη και ανεξάρτητη απόφαση να συμβληθεί. Σύμφωνα, όμως, με το δίκαιο της επιείκειας η εφαρμογή του δόγματος της ψυχικής πίεσης είχε σκοπό μάλλον να διασφαλίσει ότι δεν θα επιτρέπεται σε κανένα πρόσωπο να κρατήσει το όφελος του δικού του δόλου ή της παράνομης πράξης του."

 

Η θέση του δικαίου της επιείκειας έχει διατυπωθεί ως πιο κάτω στην Allcard v. Skinner (πιο πάνω):

 

"This is not a limitation placed on the action of the donor; it is a fetter placed upon the conscience of the recipient of the gift, and one which arises out of public policy and fair play."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

"Δεν αποτελεί περιορισμό πάνω στην πράξη του δωρητή.  Αποτελεί περιορισμό πάνω στη συνείδηση του παραλήπτη της δωρεάς και ο οποίος πηγάζει από την δημόσια πολιτική και την έντιμη συμπεριφορά."

 

Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω τοποθέτησης το δόγμα επεκτείνεται όχι μόνο στις περιπτώσεις εξαναγκασμού αλλά σε όλες τις περιπτώσεις όπου γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτάται και όπου προδίνεται η εμπιστοσύνη που εναποτίθεται (Βλ. Chitty on Contract, πιό πάνω, παραγ. 7-024).

 

Ο Cotton L.J. έχει προβεί στην πιο κάτω ταξινόμηση στην Allcard v. Skinner (πιο πάνω):

 

"First, where the court has been satisfied that the gift was the result of influence expressly used by the donee for the purpose; second, where the relations between the donor and donee have at or shortly before the execution of the gift been such as to raise a presumption that the donee had influence over the donor. In such a case the court sets aside the voluntary gift, unless it is proved that in fact the gift was the spontaneous act of the donor acting under circumstances which enabled him to exercise an independent will and which justify the court in holding that the gift was the result of a free exercise of the donor's will. The first class of cases may be considered as depending on the principle that no one shall be allowed to retain any benefit arising from his own fraud or wrongful act. In the second class of cases the court interferes, not on the ground that any wrongful act has in fact been committed by the donee, but on the ground of public policy, and to prevent the relations which existed between the parties and the influence arising therefrom being abused."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

 

Πρώτον, όπου το δικαστήριο έχει ικανοποιηθεί ότι η δωρεά ήταν το αποτέλεσμα πίεσης που είχε χρησιμοποιηθεί με άμεσο τρόπο από τον παραλήπτη της δωρεάς για το σκοπό. δεύτερο, όπου οι σχέσεις ανάμεσα στον δωρητή και τον παραλήπτη της δωρεάς ήταν, κατά τον χρόνο της δωρεάς ή λίγο πριν από τη δωρεά, τέτοιες  έτσι που να εγείρουν τεκμήριο ότι ο παραλήπτης της δωρεάς είχε επιρροή πάνω στο δωρητή. Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο παραμερίζει τη θεληματική δωρεά εκτός αν αποδειχθεί ότι η δωρεά ήταν η αυθόρμητη πράξη του δωρητή ο οποίος ενεργούσε κάτω από περιστάσεις που του επέτρεπαν να ασκήσει ανεξάρτητη βούληση και οι οποίες δικαιολογούν το δικαστήριο στο να αποφασίσει ότι η δωρεά ήταν το αποτέλεσμα της άσκησης της ελεύθερης βούλησης του δωρητή. Η πρώτη κατηγορία υποθέσεων μπορεί να θεωρηθεί ότι βασίζεται πάνω στην αρχή ότι δεν θα επιτραπεί σε κανένα να κρατήσει οποιοδήποτε όφελος που πηγάζει από το δικό του δόλο ή παράνομη πράξη. Στη δεύτερη κατηγορία υποθέσεων το δικαστήριο επεμβαίνει όχι επειδή έχει διαπραχθεί οποιαδήποτε παράνομη πράξη αλλά για λόγους δημόσιας πολιτικής και για να αποτρέψει κατάχρηση των σχέσεων που υπήρχαν ανάμεσα στα μέρη και της επιρροής που πηγάζει από αυτές."

 

Το βάρος απόδειξης της  ψυχικής πίεσης.

 

Όταν δεν υφίσταται ειδική σχέση ανάμεσα στα μέρη - η πρώτη περίπτωση - το βάρος απόδειξης ψυχικής πίεσης ανήκει στο διάδικο, ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή, να αποδείξει την ψυχική πίεση. Αυτό μπορεί να γίνει με το να καταδειχθεί ότι ο παραλήπτης της δωρεάς άσκησε πραγματικό εξαναγκασμό ή ότι ο τελευταίος άσκησε πάνω στο μυαλό του δωρητή τέτοιο βαθμό γενικής κυριαρχίας ή ελέγχου έτσι που να είχε υπονομευθεί ουσιωδώς η δυνατότητα να λάβει μια ανεξάρτητη απόφαση (Βλ. Chitty on Contract, πιο πάνω, παραγ. 7-028).

 

Στην δεύτερη περίπτωση όπου η πίεση τεκμαίρεται από κάποια σχέση ανάμεσα στα μέρη, το βάρος είναι πάνω στο διάδικο ο οποίος λαμβάνει το όφελος να αποδείξει ότι η δωρεά δεν έχει εξασφαλισθεί λόγω ψυχικής πίεσης (Βλ. Άρθρο 16(3) του Κεφ. 149 και Allcard v. Skinner, πιο πάνω, σελ. 171, 181).

Ο πιο συνηθισμένος τρόπος είναι να αποδείξει ότι ο δωρητής  είχε λάβει κατάλληλη και ανεξάρτητη νομική συμβουλή (Βλ. Morley v. Loughnan [1893] 1 Ch. 736, 752).

 

Εξέταση της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει ότι ο εξαναγκασμός, απειλή και ψυχική πίεση που έχουν διαπιστωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο εμπίπτουν σαφώς εντός της πρώτης κατηγορίας της ταξινόμησης του Cotton L.J. στην Allcard v. Skinner (πιο πάνω). Αποκαλύπτει, επίσης, ότι οι σχετικές διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου έγιναν με βάση τη μαρτυρία της πλευράς της εφεσίβλητης. Δεν υπάρχει τίποτε στην πρωτόδικη απόφαση που να τείνει να καταδείξει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει πλανηθεί σε σχέση με το βάρος απόδειξης. Δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο της απόφασης ότι αναμενόταν από τον εφεσείοντα να αποσείσει κάποιο βάρος απόδειξης και αυτός παρέλειψε να το αποσείσει. Ούτε ήταν αναγκαίο για το δικαστήριο να καταλήξει σε οποιοδήποτε συμπέρασμα σε σχέση με το κατά πόσο υπήρχε σχέση επιρροής ή εμπιστοσύνης ανάμεσα στους διαδίκους, όπως ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα, επειδή τέτοιο θέμα δεν είχε καταστεί επίδικο με τις έγγραφες προτάσεις. Ούτε και η συνάντηση της εφεσίβλητης με τη δικηγόρο της μπορεί να έχει οποιαδήποτε σημασία. Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω η λήψη νομικής συμβουλής διαδραματίζει ρόλο στις περιπτώσεις που η ψυχική πίεση τεκμαίρεται λόγω ειδικών σχέσεων και εδώ δεν αντιμετωπίζουμε τέτοια περίπτωση.»

 

Στην υπόθεση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως ν. Ουρανίας Κώστα Πούλλα κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 961, σημειώθηκε, επίσης, ότι:

«Η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί συστατικό κάθε νόμιμης σύμβασης (άρθρο 10 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149). Σύμφωνα με το άρθρο 14(β) η συναίνεση είναι ελεύθερη όταν δεν είναι αποτέλεσμα άσκησης ψυχικής πίεσης, η απόδειξη της οποίας οδηγεί σε απαλλαγή από αναληφθείσα συμβατική υποχρέωση (άρθρο 20(1) του Κεφ. 149. Βλέπε ακόμα Eurohouse Finance Ltd v. Μιχαηλίδη, Π.Ε. 10433, ημερ. 28.5.2002).

 

Η ψυχική πίεση μπορεί να προέλθει από μια εμπιστευτική ή εξαρτώμενη σχέση  μεταξύ δύο προσώπων, όπου η εξάρτηση του ενός θέτει τον άλλο σε πλεονεκτική θέση να εξασκήσει επιρροή επ΄αυτού, επιρροή η οποία μπορεί μεν να θεωρηθεί ως απόλυτα φυσική, αλλά από την άλλη είναι ικανή να χρησιμοποιηθεί άδικα (βλέπε Χαραλάμπους ν. Αριστοτέλους (2001) 1 Α.Α.Δ. 750).

 

Το άρθρο 16(1) του Κεφ. 149, προνοεί ότι σύμβαση θεωρείται ότι συνήφθη συνεπεία ψυχικής πίεσης, όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ούτως ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται της θέσης αυτής για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου συμβαλλόμενου.

 

Χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, ειδικότερα θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης κάποιου, κάθε πρόσωπο το οποίο έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επ΄αυτού ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντί του ή καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης (άρθρο 16(2) του Κεφ.149. Βλέπε επίσης Δημητρίου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδη, Π.Ε. 10792, ημερ. 10.10.2002).

 

Η ψυχική πίεση δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που δόθηκε (Κεφάλας κ.ά. ν. Νικόλα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1226, Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου (1998) 1 Α.Α.Δ. 555, Chitty on Contract, General Principles, 27η έκδοση, παραγρ. 7-024).

 

Οι συμβάσεις που είναι ακυρώσιμες λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών, ενώ η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει ακριβώς μια τέτοια ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει.

 

Στην περίπτωση όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση, θα πρέπει απαραίτητα να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη σύναψη της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής.

 

Στη δεύτερη περίπτωση όπου τεκμαίρεται η ύπαρξη ψυχικής πίεσης, το μέρος στο οποίο έχει εναποτεθεί η εμπιστοσύνη, έχει το βάρος να δείξει ότι αυτός που τον εμπιστεύθηκε και τώρα επιδιώκει την ακύρωση της σύμβασης, ενήργησε οικειοθελώς υπό την έννοια ότι ήταν ελεύθερος και καλά πληροφορημένος να προβεί ο ίδιος σε ανεξάρτητη εκτίμηση της ωφελιμότητας της σύμβασης (Κεφάλας κ.ά. ν. Νικόλα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1226).

 

Όταν δεν υφίσταται ειδική σχέση ανάμεσα στα μέρη, το βάρος απόδειξης της ψυχικής πίεσης ανήκει στο διάδικο ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή. Η ψυχική πίεση θα πρέπει να αποδειχθεί με το να καταδειχθεί ότι ο παραλήπτης της δωρεάς άσκησε πραγματικό εξαναγκασμό ή ότι ο τελευταίος άσκησε επί του δωρητή τέτοιο βαθμό γενικής κυριαρχίας ή ελέγχου, ούτως ώστε να είχε υπονομευθεί ουσιωδώς η δυνατότητά του να καταλήξει σε ανεξάρτητη απόφαση. Στη δεύτερη περίπτωση όπου η πίεση τεκμαίρεται από κάποια σχέση ανάμεσα στα μέρη, ο διάδικος ο οποίος λαμβάνει το όφελος βαρύνεται να αποδείξει ότι η δωρεά δεν έχει εξασφαλιστεί λόγω ψυχικής πίεσης (βλέπε άρθρο 16(3) του Κεφ.149 και Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου, ανωτέρω).

 

Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων τεκμαίρεται η ύπαρξη ψυχικής πίεσης, αφού η θέση εμπιστοσύνης που έχει ο ένας τον τοποθετεί σε θέση ασυνήθιστης εξουσίας, σε βαθμό που να δικαιολογείται η λήψη ανεξάρτητης συμβουλής. Η πιθανότητα να θέσει το πρόσωπο αυτό τα δικά του συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα του άλλου που μπορεί να επηρεαστεί είναι τόσο ορατή, που ο νόμος του επιβάλλει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν έχει καταχραστεί τη θέση του (Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1602).

 

Το τεκμήριο ότι ασκήθηκε ψυχική πίεση εγείρεται μόνο αν η συναλλαγή ήταν υπερβολικά επαχθής για το πρόσωπο που επηρεάστηκε ([1985] Α.C. 686, 704, relying on a Privy Council decision on the Indian Contracts Act, Poosathurai v. Kannappa Chettiar  [1919] L.R. 47 Ind. App.1) ή όπως τέθηκε από τον Nourse L.J. στην υπόθεση Goldsworthy v. Brickell [1987] Ch. 378, 401, το τεκμήριο παραμένει ανενεργό μέχρις ότου ο διάδικος ο οποίος επιδεικνύει την εμπιστοσύνη προβαίνει σε μία δωρεά τόσο μεγάλη ή συνάπτει σύμβαση τόσο ανισοσκελή, ούτως ώστε να μην δικαιολογείται από φιλία, συγγένεια, φιλανθρωπία ή άλλα συνήθη ελατήρια.

 

Κατά το δίκαιο της επιείκειας η εφαρμογή της αρχής της ψυχικής πίεσης είχε πρόθεση να εξασφαλίσει ότι δεν θα πρέπει να επιτραπεί σε κανένα να διατηρήσει το όφελος, που προέκυψε από το δόλο του ή την παράνομή του πράξη. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Allcard v. Skinner 56 L.J. Ch. 1052 η αρχή αυτή αποτελεί εμπόδιο στη συνείδηση του δωρεοδόχου, που προκύπτει από την έντιμη συμπεριφορά. Ως αποτέλεσμα η αρχή αυτή επεκτείνεται όχι μόνο σε υποθέσεις άσκησης πίεσης, αλλά και σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες η επιρροή αποκτάται και της γίνεται κατάχρηση, όπου η εμπιστοσύνη επιδεικνύεται και προδίδεται (Smith v. Kay [1859] 7 H.L.C. 750, 779).

 

Αν δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, όπως αυτή στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω, ο συμβαλλόμενος που αξιώνει την ακύρωση της σύμβασης θα πρέπει να αποδείξει τη ψυχική πίεση (Allcard v. Skinner, ανωτέρω). Αυτό μπορεί να γίνει αποδεικνύοντας είτε ότι υπήρξε πραγματική πίεση από το δωρεοδόχο ή ότι αυτός άσκησε επί του μυαλού του δωρητή τέτοιου βαθμού γενική επιβολή ή έλεγχο, ούτως ώστε η ανεξαρτησία στη λήψη της απόφασης να είχε ουσιαστικά υπονομευθεί, (Smith v. Kay, ανωτέρω, Bank of Montreal v. Stuart [1911] A.C. 120. Βλέπε επίσης Coldunell Ltd v. Gallon and another [1986] 1 All E.R. 429).

 

Η επίδραση τεκμαίρεται αν οι συμβαλλόμενοι ήταν κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, σε ορισμένου τύπου σχέση εμπιστοσύνης (Allcard v. Skinner, ανωτέρω). Όταν η σύμβαση αποδειχθεί ότι είναι επαχθής, το βάρος τίθεται επί των ώμων του διάδικου που έχει το όφελος, ο οποίος θα πρέπει να δικαιολογήσει ότι η σύμβαση ήταν ελεύθερη ψυχικής πίεσης. Τέτοιες εμπιστευτικές σχέσεις είναι οι σχέσεις γονιού και παιδιού, κηδεμόνα και κηδεμονευόμενου, δικηγόρου και πελάτη, καθώς και σε ορισμένες συμβάσεις μεταξύ μνηστευμένων, γιατρού και ασθενούς. Το τεκμήριο δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις ειδικές σχέσεις. Αν ο ενάγων αποδείξει ότι κατά το χρόνο της ετεροβαρούς σύμβασης, υπήρχε πράγματι σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, προκύπτει το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης (Tufton v. Sperni [1952] 2 T.L.R. 516, 522).

 

Το τεκμήριο εφαρμόζεται σε όλη την ποικιλία των σχέσεων στις οποίες ασκείται, κυριαρχία από το ένα πρόσωπο επί του άλλου (Huguenin v. Baseley [1807] 14 Ves. 286).

 

Για να καταρριφθεί το τεκμήριο της ψυχικής πίεσης, το δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι ο δωρητής ενεργούσε ανεξάρτητα οιασδήποτε επιρροής από το δωρεοδόχο και με πλήρη συνείδηση του τι έπραττε (Inche Noriah v. Shaik Allie Bin Omar [1929] A.C. 127, 135). Ο συνηθέστερος τρόπος απόδειξης του πιο πάνω είναι ότι ο δωρητής είχε ικανοποιητική και ανεξάρτητη συμβουλή (Morley v. Loughnan [1893] 1 Ch. 736, 752).

 

Σε υποθέσεις αυτού του είδους εκείνο που χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι το καθήκον που προκύπτει από τη σχέση εμπιστοσύνης έχει εκπληρωθεί. Τι συνιστά εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος εξαρτάται από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, αλλά γενικά το καθήκον αυτό απαιτεί ότι το πρόσωπο που υπάρχει ισχυρισμός ότι έχει επηρεαστεί ήταν σε θέση να διαμορφώσει ανεξάρτητη και εμπεριστατωμένη κρίση (Lloyd΄s Bank Ltd v. Bundy [1974] 3 All E.R. 757).

 

Όπου διάδικος προσπαθεί να αποφύγει τις συνέπειες σύμβασης λόγω ψυχικής πίεσης, που ασκήθηκε από τρίτο πρόσωπο, θα πρέπει να αποδειχθεί είτε ότι το τρίτο πρόσωπο ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του συμβαλλόμενου ή ότι ο συμβαλλόμενος είχε πραγματική ή τεκμαρτή γνώση της ψυχικής πίεσης (Chitty on Contracts, ανωτέρω, παραγρ. 7-040).

 

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο δέκτηκε ότι υπήρχε σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του Στέλιου και των εφεσειόντων. Θα πρέπει να διερωτηθούμε, αλήθεια, λόγω ποιας σχέσης οι εφεσείοντες ήταν σε θέση να κυριαρχούν επί της θέλησης του Στέλιου; Η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου σίγουρα δεν δημιουργεί, χωρίς την ύπαρξη άλλων παραμέτρων, μια τέτοια σχέση εμπιστοσύνης. Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σχέση αυτή αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η δέσμευση των εκπροσώπων των εφεσειόντων δεν περιελήφθη στη σχετική συμφωνία, είναι εντελώς αβάσιμη και ατεκμηρίωτη.

 

Λανθασμένη είναι και η αναφορά του Δικαστηρίου στην αρχή της ανισότητας στη διαπραγματευτική δύναμη, που αναλύεται στην υπόθεση Lloyd's Bank Ltd v. Bundy, ανωτέρω). Στην υπόθεση εκείνη ο Λόρδος Denning MR είχε υποστηρίξει την αρχή της ανισότητας στη διαπραγματευτική δύναμη. Με βάση αυτή την αρχή παρέχεται θεραπεία σε πρόσωπο το οποίο, χωρίς ανεξάρτητη συμβουλή, συμβάλλεται με όρους που είναι άδικοι ή μεταβιβάζει περιουσία για εμφανώς ανεπαρκή αντιπαροχή, όταν η διαπραγματευτική του δύναμη έχει σοβαρά περιοριστεί, είτε λόγω των δικών του αναγκών ή επιθυμιών είτε λόγω της άγνοιας ή της αστάθειάς του, αν αυτές συμπίπτουν με ψυχική πίεση, ή πιέσεις, όχι απαραίτητα παράνομες, επ' ωφελεία του ετέρου συμβαλλόμενου. Η θέση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, η οποία βάσισε τη δική της απόφαση στην ορθόδοξη άποψη της αρχής όπως αναπτύσσεται στην υπόθεση Allcard v. Skinner, ανωτέρω.

 

Περαιτέρω, στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί η σχέση μεταξύ των εφεσειόντων και του εργοδοτούμενού τους Στέλιου να θεωρηθεί ως σχέση εμπιστοσύνης, ούτε ότι λόγω μιας τέτοιας σχέσης ο Στέλιος κατέληξε στην απόφασή του, ύστερα από επίδραση που ασκήθηκε πάνω του από τους εργοδότες του. Περαιτέρω, η σύμβαση δεν ήταν ετεροβαρής. Οι εφεσείοντες δεν προσπαθούσαν να προσκομιστούν όφελος από το Στέλιο και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ τους. Εκείνο που διαφεύγει από το πρωτόδικο δικαστήριο καθ΄ όλο το πνεύμα της απόφασής του είναι ότι οι εφεσείοντες δεν προσπαθούσαν να προσκομίσουν οποιοδήποτε όφελος, αλλά να περιορίσουν, κατά το δυνατόν, την τεράστια ζημιά την οποία ο Στέλιος τους είχε προξενήσει. Η υπογραφείσα συμφωνία ήταν μία ανάληψη υποχρέωσης, που ο Στέλιος ήδη είχε και την οποία οι εφεσείοντες μπορούσαν να διεκδικήσουν ακόμα και δικαστικώς. Τέλος, ο Στέλιος είχε κάθε ευκαιρία, επανειλημμένα μάλιστα, να τύχει νομικής συμβουλής, με αποκορύφωμα το ότι η τελική συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη, να τύχει επεξεργασίας και έγκρισης από το δικηγόρο του.

 

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση National Westminster Bank plc v. Morgan [1985] 1 All E.R. 821, σύμβαση δεν μπορεί να ακυρωθεί λόγω ψυχικής πίεσης, εκτός αν αποδειχθεί ότι η σύμβαση ήταν καταφανώς επαχθής για το πρόσωπο που είχε υποστεί την επίδραση. Η βάση της αρχής αυτής δεν βρίσκεται στη δημόσια πολιτική, αλλά στην πρόληψη της θυματοποίησης του ενός συμβαλλομένου από τον άλλο και συνεπώς δεν προκύπτει απαραίτητο τεκμήριο ψυχικής πίεσης, απλώς και μόνο από το γεγονός ότι υπήρχε εμπιστευτική σχέση μεταξύ των μερών.»

 

Πάντα συναφώς, στη υπόθεση Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1602, σημειώθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Εφόσον η εγκυρότητα μιας σύμβασης βασίζεται πάνω στη συγκατάθεση των συμβαλλομένων, προκύπτει ότι μια σύμβαση που είναι αποτέλεσμα βίας ή εξάσκησης ψυχικής πίεσης μπορεί να κηρυχθεί ως άκυρη.  Είναι μέσα σε αυτά τα πλαίσια που το Κοινοδίκαιο με το περιορισμένο δόγμα της βίας (duress) και το Δίκαιο της Επιείκειας (με το δόγμα της ψυχικής πίεσης ή ανεπίτρεπτης επιρροής) (undue influence) έδωσαν το δικαίωμα σε ένα συμβαλλόμενο να ζητά την ακύρωση μιας συναλλαγής από την οποία ελλείπει το συστατικό στοιχείο της συγκατάθεσης.  Πρέπει να τονιστεί ότι το Δίκαιο της Επιείκειας δεν μπορεί να επιστρατευθεί για να διασώσει ένα πρόσωπο από τα επακόλουθα της αφροσύνης του, αλλά για να αποτρέψει τη θυματοποίηση του από τρίτα πρόσωπα.  Δωρεές ή άλλες παρόμοιες συναλλαγές μπορούν να ακυρωθούν μόνο αν είναι το αποτέλεσμα εξάσκησης ψυχικής πίεσης ή αν είναι παράλογες.  (Ιδε Snell's "Principles of Equity" 25th Edition, p. 496).

 

Οι λόγοι που οδήγησαν στη δημιουργία του δόγματος της ψυχικής πίεσης στο Δίκαιο της Επιείκειας έχουν συνοψιστεί περιεκτικά στην απόφαση του Lindley L.J. στην υπόθεση Allcard v. Skinner [1886-1890] All E.R. Rep 90, 98, ως ακολούθως:

 

"It would obviously be to encourage folly, recklessness, extravagance and vice if persons could get back property which they foolishly made away with, whether by giving it to charitable institutions or by bestowing it on less worthy objects. On the other hand, to protect people from being forced, tricked or misled in any way by others into parting with their property is one of the most legitimate objects of all laws; and the equitable doctrine of undue influence has grown out of and been developed by the necessity of grappling with insidious forms of spiritual tyranny and with the infinite varieties of fraud."

 

Συμβάσεις που μπορούν να κηρυχθούν άκυρες λόγω ψυχικής πίεσης διαιρούνται

 

     (i)   Σε περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο εξασκεί πραγματική ή προφανή εξουσία πάνω στο άλλο ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης απέναντι του ή

(ii)   Σε περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο συμβάλλεται με ένα άλλο του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

 

Όπως έχει θέσει το θέμα και ο Lord Denning στην υπόθεση Re Brocklehurst (deceased) Hall and Another v. Roberts [1978] 1 All E.R. 767, 775,

 

"As a matter of public policy, the courts have always looked with care at gifts or improvident bargains which are made by a person whose motives or judgment are impaired by reason of age or ignorance, eccentricity or infirmity, or even by a failure to know or appreciate the consequences. Equity will, as a matter of course, interfere when the recipient of the gift or the exactor of the bargain has brought undue influence or undue pressure to bear so as to induce the transaction."

 

Τα Δικαστήρια δεν έχουν μέχρι σήμερα καθορίσει επακριβώς τον ορισμό της ψυχικής πίεσης, άνκαι διάφοροι δικαστές έχουν δώσει σε ορισμένες υποθέσεις τις δικές τους ερμηνείες. Ο Lindley L.J. πιστεύει ότι η ψυχική πίεση είναι

 

"unfair and improper conduct, some coercion from outside, some overreaching, some form of cheating and generally, though not always, some personal advantage obtained by the guilty party."

(Allcard v. Skinner [1887] 36 Ch. D. 145)

 

και ο Lord Selborne την περιγράφει σαν

"the unconcientious use by one person of power possessed by him over another in order to induce the other to enter into a contract."  (Ιδε Aulesford (Earl) v. Morris [1873] 8 Ch. App. 484, 490)

 

[…]

 

Έτσι έχει αποφασιστεί νομολογιακά ότι έχει εξασκηθεί ψυχική πίεση όταν ένα πρόσωπο μειωμένης πνευματικής ικανότητας είχε πιεστεί από πρόσωπο που ισχυριζόταν ότι κατείχε υπερφυσικές δυνάμεις (Nottidge v. Prince [1860] 2 Giff. 246), όταν γυναίκα που είχε έντονες θρησκευτικές πεποιθήσεις υπήρξε θύμα εκμετάλλευσης (Νοrton v. Relly [1764] 2 Eden. 286), όταν μια γυναίκα πείστηκε ότι μηνύματα που προέρχονταν από ένα πνευματιστή ήταν μηνύματα που προέρχονταν από νεκρούς (Lyon v. Home [1868] L.R. 6 E.q. 655) και όταν ένα παιδί υπήρξε θύμα εκμετάλλευσης σχετικά με τους φόβους του για την υγεία του πατέρα του (Μutual Finance Ltd v. John Wetton and Sons Ltd [1937] 2 All E.R. 657.)

 

Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων όπως π.χ. μεταξύ δικηγόρου και πελάτη, γιατρού και ασθενούς (Radcliffe v. Price [1902] 18 TLR 466, κηδεμόνα και ανηλίκου (Hylton v. Hylton [1754] 2 Ves. Sen. 547), γονέα και παιδιού (Lancashire Loans Ltd v. Black [1934] 1 K.B. 380), θρησκευτικού συμβούλου και μαθητευομένου (Allcard v. Skinner (πιο πάνω) τεκμαίρεται η ύπαρξη ψυχικής πίεσης, αφού η θέση εμπιστοσύνης που έχει το ένα πρόσωπο τον τοποθετεί σε θέση κάποιας ασυνήθιστης εξουσίας σε βαθμό που να δικαιολογείται η λήψη κάποιας ανεξάρτητης συμβουλής. Η πιθανότητα να θέσει το πιο πάνω πρόσωπο τα δικά του συμφέροντα πάνω από τα συμφέροντα του άλλου προσώπου που μπορεί να επηρεασθεί είναι τόσο ορατή, που ο Νόμος του επιβάλλει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν έχει καταχραστεί τη θέση του.  Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η απλή ύπαρξη σχέσης εμπιστοσύνης δεν εξυπακούει αυτόματα την ύπαρξη ψυχικής πίεσης.  Η φύση της εμπιστευτικής σχέσης πρέπει να είναι τέτοια που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου.  (Ιδε Re Coomber, Coomber v. Coomber [1911] Ch. 723, 728, 729).

 

Πέρα από τις πιο πάνω αναγνωρισμένες σχέσεις από τις οποίες τεκμαίρεται ψυχική πίεση η νομολογία έχει αναγνωρίσει και άλλες περιπτώσεις στις οποίες τεκμαίρεται τέτοια πίεση. Στον Chitty on Contract (πιο πάνω) παραγ. 7-029 αναφέρεται ότι,

 

"The relationships which give rise to this presumption are described below. But even outside these recognised relationships, if the plaintiff proves that at the time of the disadvantageous transaction a confidential relationship in fact existed between the parties, the presumption of undue influence will arise.  The classic statement is that of Lord Chelmsford in Tate v. Williamson [1866] L.R. 2 Ch. App. 56, 61."

 

Στην υπόθεση Tate v. Williamson (πιο πάνω) ο Lord Chelmsford τονίζει ότι,

 

"The principles applicable to the more familiar relations of this character have been long settled by many well-known decisions, but the Courts have always been careful not to fetter this useful jurisdiction by defining the exact limits of its exercise. Wherever two persons stand in such a relation that, while it continues, confidence is necessarily reposed by one, and the influence which naturally grows out of that confidence is possessed by the other, and this confidence is abused, or the influence is exerted to obtain an advantage at the expense of the confiding party, the person so availing himself of his position will not be permitted to retain the advantage, although the transaction could not have been impeached if no such confidential relation had existed."»

 

Ακόμα, στη υπόθεση Δημητρίου κ.α. ν. Κωνσταντινίδη κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1503, σημειώθηκε ότι:

«… στην υπόθεση Σωκράτους ν. Τσιβιτανίδη, ανωτέρω, ίσως δίδεται η εσφαλμένη εντύπωση ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16(3) του Κεφ.149, θα πρέπει πάντα σε περιπτώσεις όπου η σύμβαση είναι επαχθής να αποδεικνύεται ότι η εκχώρηση δεν ήταν αποτέλεσμα εξάσκησης ψυχικής πίεσης.  Για να χρειάζεται απόδειξη του γεγονότος ότι ο δωρητής ενεργούσε ανεξάρτητα από οποιανδήποτε επίδραση που προερχόταν από το πρόσωπο που θα αποκόμιζε το όφελος, με πλήρη επίγνωση των πράξεών του, θα πρέπει πρώτα να έχει αποδειχθεί η άλλη προϋπόθεση του άρθρου 16, ότι δηλαδή ο συμβαλλόμενος είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του αντισυμβαλλόμενου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντί του.  Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να παρουσιάζεται μαρτυρία ότι η δωρεά δεν ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης.»

Με ειδική αναφορά στην «απρεπή συμπεριφορά» (unconsiderable behaviour), στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αριστοτέλους (2001) 1 Α.Α.Δ. 750, σημειώθηκε ότι:

«Ρητή συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση μιας συναλλαγής μπορεί να πάρει τη μορφή απρεπούς συμπεριφοράς που δεν ισοδυναμεί με εξαναγκασμό, όπως π.χ. όταν η ανάληψη υποχρέωσης καταβολής ενός χρηματικού ποσού είναι το αποτέλεσμα απειλής καταγγελίας για τη διάπραξη ενός αδικήματος (Mutual Finance Ltd. v. Wetton [1937] 2 KB 389). Η εξυπακουόμενη συμπεριφορά που μπορεί να οδηγήσει στην εξάσκηση ψυχικής πίεσης διαιρείται σύμφωνα με την απόφαση Bank of Credit and Commerce International SA v. Aboody [1990] 1 QB 923 στη γνωστή κατηγορία της ύπαρξης μιας ιδιάζουσας σχέσης (όπως π.χ. γονέα - παιδιού, κηδεμόνα - κηδεμονευόμενου, ιατρού - ασθενούς και δικηγόρου - πελάτη) και στην κατηγορία των υπόλοιπων σχέσεων που δεν εμπίπτουν μέσα στην πρώτη κατηγορία, αλλά σε εκείνες τις περιπτώσεις που δικαιολογημένα ένα Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα.»

 

Επίσης, πάντα σχετικώς, στη Σεργίδη ν. Χατζηπαύλου (2016) 1 Α.Α.Δ. 1192, αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:

«Όπως χαρακτηριστικά τέθηκε από τον Lord Eldon L.C. στην υπόθεση Huguenin v. Baseley [1807] 14 Ves. 273όταν εγείρεται ζήτημα ψυχικής πίεσης το βασικό ερώτημα:

 

«.is, not, whether she knew what she was doing, had done, or proposed to do, but how the intention was produced.»

 

Οπότε, όταν πρόκειται για περίπτωση που δημιουργείται τεκμήριο ψυχικής πίεσης, απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας από το μέρος που ωφελήθηκε «that the donor was acting independently of any influence from the donee and with full appreciation of what he was doing (Inche Noriah v. Shaik Allie Bin Omar [1928] All ER, Rep 189). Ο συνηθέστερος δε, όχι όμως ο μόνος, τρόπος ανατροπής του τεκμηρίου είναι η απόδειξη πως ο επηρεαζόμενος έτυχε ανεξάρτητης νομικής συμβουλής (Inche Noriah, ανωτέρω, Joan Humphreys v. Dennis Humphreys [2004] EWHC 2001 Cj, Κεφάλας ν. Νικόλα, ανωτέρω).

 

Το πρωταρχικό όμως ερώτημα είναι κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δημιουργείται τεκμήριο κυριαρχίας επί της βούλησης και, συνεπακόλουθα, τεκμήριο ψυχικής πίεσης.»

 

       Πάντα σε σχέση με την ψυχική πίεση, εκείνο, που ρητώς, αποφασίστηκε από την αγγλική, σχετική, νομολογία, είναι ότι η απόδειξη, από πλευράς του προσώπου που επιθυμεί την ακύρωση της σύμβασης, ότι τούτη (η σύμβαση) είναι καταφανώς επαχθής, αποτελεί προϋπόθεση σε κάθε αναγνωρισμένο είδος ψυχικής πίεσης, και δη, είτε αυτή χρησιμοποιήθηκε με άμεσο τρόπο (actual undue influence), είτε είναι τεκμαρτή στη βάση των σχέσεων των συμβαλλομένων (presumed undue infuence).  Η κατωτέρω περικοπή από την απόφαση Goldsworthy v. Brickell a.o. [1987] ALL ER 853, αποδεικνύει του λόγου το αληθές:

«However, the main ground of their Lordships’ decision was that before any transaction can be set aside for undue influence, whether actual or presumed, it has to be shown that the transaction has been wrongful in that it has constituted a manifest and unfair disadvantage to the person seeking to avoid it.  And it is in that part of Lord Scarman’s opinion that the references to dominating influence are, incidentally as it appears, to be found.»

 

     Για να μπορεί μια σύμβαση να θεωρηθεί επαχθής, σε τέτοιο βαθμό, που να κριθεί ότι ο διάδικος που επικαλείται την ακυρότητα της ικανοποίησε την σχετική προϋπόθεση, στην υπόθεση Kaur v. Binwaree [1988[ Lexis Citation 2175, αναφέρθηκε ότι τούτη θα πρέπει να είναι «obviously or manifestly or grossly disadvantageous» για τον ίδιο. 

      

Στην υπόθεση Goldsworthy (ανωτέρω), σε σχέση με τις υπερασπίσεις που μπορούν να προβληθούν από το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η άσκηση ψυχικής πίεσης, σημειώθηκαν τα εξής:

«The characteristics of the right which are material for present purposes were these.  Firstly, it was an equitable right and as such liable to de defeated by equitable defences.  Secondly, although it was a right to set aside a contractual transaction, it arose outside of and not under the contract.  Thirdly, it was in substance no different from other equitable rights to set aside completed transactions, for example a beneficiary’s right to set aside a purchase by his trustee of the trust property.

 

The equitable defences which would usually be regarded as being available to defeat such a right are laches, acquiescence and confirmation: see for example the judgment of Lindley LJ in Allcard v Skinner (1887) 36 Ch D 145 at 186-189 [1886-90] All ER Rep 90 at 101-103.  By any of these means the transaction could have seen affirmed, in the first two cases impliedly and in the third expressly.  These expressions are not uniformly used.  Sometimes laches is taken to mean undue delay on the part of the plaintiff in prosecuting his claim and no more.  Sometimes acquiescence is used to mean laches in that sense.  And sometimes laches is used to mean acquiescence in tis proper sense, which involves a standing by so as to induce the other party to believe that the wrong is assented to.  In this sense it has been observed that acquiescence can ear a close resemblance to promissory estoppel: see for example Holder v Holder [1968] 1 All ER 665 at 680-681, [1968] Ch 353 at 403 per Sachs LJ: cf also the approach o Bowen LJ in Allcard v Skinner (1887) 36 Ch D 145 at 192, [1886-90] All ER Rep 90 at 104.  This is not an occasion for a close analysis of the differences between acquiescence and promissory estoppel.  I would merely observe, first, that promissory estoppel is usually concerned with rights under a contract whose validity is not in dispute and, second, that the conditions for its operation have almost certainly become more formalised than those on which acquiescence depends.»

 

       Ως προς το κατά πόσο μπορούν να προβληθούν οι ανωτέρω υπερασπίσεις όταν το πρόσωπο που επικαλείται την εναντίον του ψυχική πίεση άργησε να αποταθεί στο Δικαστήριο γιατί δεν γνώριζε ότι είχε δικαίωμα να επιδιώξει την ακύρωση της σύμβασης, στην ίδια υπόθεση σημειώθηκε ότι:

 

«… it was held by this court in Holder v. Holder [1968] 1 All ER 665, [1968] Ch 353, following Wilberforce J in Re Pauling’s Settlement Trust, Younghusband v Coutts & Co [1961] 1 All ER 713, [1962] 1 WLR 86, that in the analogous case of a right to set aside a purchase by a trustee of the trust property there is no hard and fast rule that ignorance of the right is a bar to the defence of acquiescence, but that the whole of the circumstances must be looked at to see whether it is just that the complaining beneficiary should succeed. That test was recently adopted by Nicholls J as being appliable to a case of undue influence: see John v James (29 November 1985, unreported).»

 

Σημαντικά και ενδιαφέροντα είναι και τα όσα σχετικά αναφέρθηκαν και στην υπόθεση Habib Bank Ltd v. Tufail [2006] ALL ER (D) 92 (Apr).  

 

Ειδικότερα, τώρα, αναφορικά με τον «οικονομικό εξαναγκασμό», στη υπόθεση Κούτας ν. Δήμου Λευκωσίας (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 516, αναφέρθηκε ότι:

«Για να είναι δεσμευτική και δημιουργός έγκυρης νομικής σχέσης, η δήλωση του εφεσείοντα, Τεκ. 8, πρέπει να είναι αποτέλεσμα της δικής του ελεύθερης βούλησης. Αν είναι προϊόν καταναγκασμού (duress) που ασκήθηκε από τους εφεσίβλητους δεν επιφέρει οποιαδήποτε νομικά αποτελέσματα, ούτε είναι έγκυρη ή δεσμευτική. O καταναγκασμός που επικαλείται ο εφεσείων στην παρούσα περίπτωση είναι οικονομικός καταναγκασμός. H μορφή αυτή του καταναγκασμού έχει αναγνωριστεί από Άγγλους Δικαστές σε αριθμό σχετικά πρόσφατων υποθέσεων ότι επιφέρει τα ίδια ακυρωτικά αποτελέσματα που επιφέρει κάθε άλλη μορφή καταναγκασμού. Παράδειγμα παρέχουν οι υποθέσεις The Siboen and The Sibotre [1976] 1 Lloyds Rep. 293 and North Ocean Shipping Co Ltd v. Hyundai Construc­tion Co Ltd, The Atlantic Baron [1978] 3 All E.R. 1170. Μερικά αποσπάσματα από την απόφαση του Λόρδου Scarman στην υπόθεση Pao On ν. Lan Yiu [1979] 3 All E.R. 65 δείχνουν καθαρά ότι αναγνωρίζεται το δόγμα του οικονομικού καταναγκασμού. Στην ίδια υπόθεση ο Άγγλος Δικαστής σκιαγραφεί το δόγμα αυτό ως εξής στις σελ. 78 και 79:

 

"Duress, whatever form it takes, is a coercion of the will so as to vitiate consent. Their Lordships agree with the obser­vation of Kerr J in The Siboen and The Sibotre that in a con­tractual situation commercial pressure is not enough. There must be present some factor 'which could in law be regarded as a coercion of his will so as to vitiate his consent'. This con­ception is in line with what was said in this Board's decision in Barton v. Armstrong by Lord Wilberforce and Lord Simon of Glaisdale, observations with which the majority judgment appears to be in agreement. In determining whether there was a coercion of will such that there was no true consent, it is ma­terial to enquire whether the person alleged to have been coerced did not protest; whether, at the time he was allegedly coerced into making the contract, he did or did not have an al­ternative course open to him such as an adequate legal remedy; whether he was independently advised; and whether after en­tering the contract he took steps to avoid it. All these matters are, as was recognised in Maskell v: Horner, relevant in deter­mining whether he acted voluntarily or not.

 

In the present case there is unanimity amongst the judges below that there was no coercion of Lau's will. In the Court of Appeal the trial judge's finding (already quoted) that Lau con­sidered the matter thoroughly, chose to avoid litigation, and formed the opinion that the risk in giving the guarantee was more apparent than real was upheld. In short, there was com­mercial pressure, but no coercion. Even if this Board was dis­posed, which it is not, to take a different view, it would not substitute its opinion for that of the judged below on this ques­tion of fact.

 

It is, therefore, unnecessary for the Board to embark on an enquiry into the question whether English law recognises a category of duress known as 'economic duress'. But, since the question has been fully argued in this appeal, their Lordships will indicate very briefly the view which they have formed. At common law money paid under economic compul­sion could be recovered in an action for money had and re­ceived: see Astley v. Reynolds. The compulsion has to be such that the party was deprived of 'his freedom of exercising his will'. It is doubtful, however, whether at common law any duress other than duress to the person sufficed to render a con­tract voidable; see Blackstone's Commentaries and Skeate v. Beale. American law (Willstone on Contracts) now recognises that a contract may be avoided on the ground of economic dur­ess. The commercial pressure alleged to constitute such duress must, however, be such that the victim must have entered the contract against his will, must have had no alternative course open to him, and must have been confronted with coercive acts by the party exerting the pressure: see Willston on Contracts. American judges pay great attention to such evidential matters as the effectiveness of the alternative remedy available, the fact of absence of protest, the availability of independent advice, the benefit received, and the speed with which the victim has sought to avoid the contract. Recently two English judges have recognised that commercial pressure may constitute duress the pressure of which can render a contract voidable: see Kerr J in The Siboen and the Sibotre and Mocatta J in North Ocean Shipping Co Ltd v. Hyundai Constrution Co Ltd. Both stressed that the pressure must be such that the victim's consent to the contract was not a voluntary act on his part. In their Lordship's view, there is nothing contrary to principle in rec­ognising economic duress as a factor which may render a con­tract voidable, provided always that the basis οf such cognition is that it must amount to a coercion of will, which vitiates consent. It must be shown that the payment made or the contract entered into was not a voluntary act."

 

Στην υπόθεση Universe Tankships Inc of Monrovia v. In­ternational Transport Worker's Federation [1982] 2 All E.R. 67 ο Λόρδος Diplock αναγνώρισε την αρχή του οικονομικού καταναγκασμού και τόνισε ότι εφαρμόζεται εκεί που η φαινομενική συγκατάθεση της μιας πλευράς είναι προϊόν πίεσης που ασκείται από την άλλη πλευρά, την οποία ο νόμος δε θεωρεί νόμιμη.

 

Στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Atlas Express Ltd ν. Kafco (Importers and Distributors) Ltd [1989] 1 All E.R. 641 o Δικαστής Tucher υιοθετεί, αναλύει και εφαρμόζει τις αποφάσεις στις πιο πάνω υπόθεσεις και καταλήγει λέγοντας τα εξής στη σελ. 646:

 

"Reverting to the case before me, I find that the defendant's apparent consent to the agreement was induced by pressure which was illegitimate and I find that it was not approbated. In my judgment that pressure can properly be described as eco­nomic duress, which is a concept recognised by English law, and which in the circumstances of the present case vitiates the defendant's apparent consent to the agreement".

 

[…]

 

Από τα αποσπάσματα των Αγγλικών αποφάσεων που παραθέτουμε πιο πάνω προκύπτει ότι απαραίτητο στοιχείο του οικονομικού καταναγκασμού είναι η άσκηση πίεσης σε ένα συμβαλλόμενο να εγκαταλείψει ή να τροποποιήσει προς ζημιά του καθορισμένα συμβατικά δικαιώματά του προς όφελος του συμβαλλόμενου που ασκεί την πίεση την οποία ο νόμος θεωρεί απαράδεκτη και άδικη (inequitable). Η πιο συνηθισμένη μορφή οικονομικού εξαναγκασμού είναι η απειλή παράβασης συμβολαίου από το συμβαλλόμενο που ασκεί την πίεση εκτός εάν ο άλλος συμβαλλόμενος δεχθεί είτε να μειώσει το προς αυτόν οφειλόμενο ποσό είτε να αυξήσει το ποσό που οφείλει να πληρώσει βάσει του συμβολαίου. H κακόπιστη, άδικη και ασυνείδητη συμπεριφορά του προσώπου που εσκεμμένα ασκεί την πίεση ή που κομίζει όφελος από την άσκηση της πίεσης αποτελεί το βασικότερο συστατικό του οικονομικού καταναγκασμού. Απαιτείται επίσης ύπαρξη συνθηκών είτε οικονομικής αδυναμίας του θύματος είτε κινδύνου πρόκλησης μεγαλύτερης ζημιάς σ' αυτόν αν αρνηθεί να υποχωρήσει στις πιέσεις και η ταυτόχρονη ανυπαρξία λογικής διαζευκτικής λύσης ή θεραπείας. Το δόγμα του οικονομικού καταναγκασμού είναι αποτέλεσμα και έκφραση του δικαίου της επιείκειας (equity) οι αρχές του οποίου προστατεύουν τον αδύνατο έναντι του δυνατού και τον αγαθό έναντι του πονηρού, του άδικου, του ασυνείδητου και του κακόπιστου.»

 

Πάντα σε σχέση με τον οικονομικό εξαναγκασμό, στην υπόθεση Παναγία Μυρτιδιώτισσα (το πλοίο) ν. Εμμανουήλ Σιδηρόπουλλου κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1000, υποδείχθηκε ότι:

«Ο όρος "εξαναγκασμός" που αναφέρεται στο άρθρο 15 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, αναιρεί την "ελεύθερη συναίνεση", αλλά όπως είναι διατυπωμένος ο νόμος μας, δεν καλύπτει απειλές στις επιχειρήσεις ή το εμπόριο. Οι μετέπειτα εξελίξεις που σημειώθηκαν στον αγγλικό νόμο στον τομέα αυτό αναφέρονται στην Universe Tankships v. ITF (ανωτέρω) και μας φέρνουν στο δόγμα του οικονομικού εξαναγκασμού που είναι αποτέλεσμα και έκφραση του δικαίου της επιείκειας (equity) που οδηγεί και αυτό σε ακύρωση της σύμβασης αν ανατρέπει την ελεύθερη βούληση του εξαναγκασθέντος. Το δόγμα αυτό σαν δόγμα του δικαίου της επιείκειας εφαρμόζεται κατά συνέπεια και στην Κύπρο και καλύπτει τις εμπορικές συναλλαγές και εμπορικές συμβάσεις. Με βάση την αγγλική νομολογία που υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κούτας ν. Δήμου Λευκωσίας (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 516, οικονομικός εξαναγκασμός υπάρχει εκεί που δεν υπάρχει ελεύθερη βούληση και είναι επομένως σημαντικό να διαπιστωθεί κατά πόσο το άτομο που υπέστη την πίεση δεν διαμαρτυρήθηκε ή κατά πόσο είχε υπαλλακτική οδό και δεν την έλαβε, π.χ. δικαστικά μέτρα για άρση του εξαναγκασμού ή για ακύρωση της σύμβασης ή που επιβεβαίωσε τη σύμβαση.  Ο οικονομικός εξαναγκασμός εφαρμόζεται εκεί που η φαινομενική συγκατάθεση της μιας πλευράς είναι προϊόν πίεσης που ασκείται από την άλλη πλευρά, την οποία ο νόμος δεν θεωρεί νόμιμη.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση επαναλαμβάνουμε ότι υπήρξε μια απεργιακή δραστηριότητα και ακολούθως απεργία, η οποία εκδηλώθηκε με πρωτοβουλία της ITF προς προώθηση των συμφερόντων των μελών του πληρώματος του πλοίου και ειδικότερα προς το σκοπό βελτίωσης της αμοιβής τους. Η ITF όπως προκύπτει από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και από τις νέες συμβάσεις, είναι μια διεθνής ανεξάρτητη συντεχνιακή οργάνωση η οποία έδρασε προς το σκοπό διακανονισμού της εργοδότησης των μελών του πληρώματος του πλοίου, δια της υιοθέτησης νέων όρων εργασίας και αμοιβής και δια της ενσωμάτωσης της συλλογικής σύμβασης της ITF στις νέες συμβάσεις εργασίας του πληρώματος, προς βελτίωση των όρων εργασίας του.  Υπήρξε επομένως μια εργατική διαφορά και εκδήλωση απεργίας που υποστηρίχθηκε από άλλους κλάδους μελών της ITF στο λιμάνι της Udevalla. Τα μέσα που χρησιμοποίησε η ITF δεν μπορούν, με βάση τον ημεδαπό νόμο, να χαρακτηρισθούν παράνομα. Η ακινητοποίηση του πλοίου με τον τρόπο που επιτεύχθηκε ήταν το αποτέλεσμα της άσκησης του δικαιώματος της απεργίας και δεν αποδείχθηκε το ισχυριζόμενο εμπάρκο ή μαυροπινακισμός του πλοίου. Η συλλογική ενέργεια που παρατηρήθηκε είναι δικαίωμα των εργαζομένων όπως και η απεργία, η οποία αναγνωρίζεται σε πλείστες χώρες ως νόμιμο όπλο των συντεχνιών προς προώθηση των συμφερόντων των μελών τους.

 

Το δικαίωμα αυτό, που στοχεύει στην βελτίωση των όρων αμοιβής, όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν παράνομη άσκηση πίεσης ενόψει του Άρθρου 27.1 του Συντάγματος που κατοχυρώνει μια τέτοια ενέργεια σαν βασικό ανθρώπινο δικαίωμα.  […]

 

Πέραν των όσων αναφέρθηκαν, δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι στην υπό κρίση υπόθεση οι πλοιοκτήτες ενέκριναν (ratified) αδιαμαρτύρητα τις νέες συμβάσεις και ενήργησαν με βάση αυτές και πλήρωσαν στη Σουηδία, τόσο τους εφεσείοντες όσο και όλο το υπόλοιπο πλήρωμα, τη διαφορά του μισθού που προέκυψε.  Πέραν τούτου δεν λήφθηκαν δικαστικά μέτρα προς άρση των μέτρων που έλαβε η ITF. Όλα αυτά ανατρέπουν τον οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι οι νέες συμβάσεις δεν υπεγράφησαν από αυτούς με ελεύθερη βούληση. Ο εξαναγκασμός ή οικονομικός εξαναγκασμός δεν είναι εφικτός σ΄αυτή την υπόθεση όπου διενεργήθηκε νόμιμη απεργία και ο λόγος για μη ύπαρξη αντιπαροχής επομένως δεν ευσταθεί.» 

 

Ερχόμενος τώρα στην ξένη νομολογία, στη υπόθεση Times Travel (UK) Ltd v Pakistan International Airlines Corporation [2022] 2 All ER 815, σημειώθηκε ότι:

«[78] Where it is alleged that one contracting party (the defendant) has induced the other contracting party (the claimant) to enter into the contract between them by duress, the case law has laid down that there are two essential elements that a claimant needs to establish in order to succeed in a claim for rescission of the contract. The first is a threat (or pressure exerted) by the defendant that is illegitimate. The second is that that illegitimate threat (or pressure) caused the claimant to enter into the contract. As Lord Goff said, in the context of economic duress, in Dimskal Shipping Co SA v International Transport Workers' Federation, The Evia Luck [1991] 4 All ER 871 at 878[1992] 2 AC 152 at 165:

 

'[I]t is now accepted that economic pressure may be sufficient to amount to duress [which would entitle a party to avoid a contract] provided at least that the economic pressure may be characterised as illegitimate and has constituted a significant cause inducing the plaintiff to enter into the relevant contract …'

 

[79] It is also important that, in the context of economic duress (but the position appears to be different in respect of other forms of duress: see Astley v Reynolds (1731) 2 Stra 915), there is a third element. This is that the claimant must have had no reasonable alternative to giving in to the threat (or pressure): see, for example, Dyson J in DSND Subsea Ltd v Petroleum Geo-Services ASA [2000] BLR 530, para [131]; Borrelli v Ting [2010] UKPC 21(2010) 79 WIR 204, [2010] Bus LR 1718(para [35]).»

 

Ως προς το κατά πόσο απειλή διενέργειας νόμιμης πράξης (lawful act duress) θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για κρίση ότι μια συναλλαγή είναι το αποτέλεσμα οικονομικού εξαναγκασμού, στη υπόθεση Heritage Travel and Tourism Ltd and another v Windhorst and others [2021] EWHC 2380 (Comm), σημειώθηκαν τα ακόλουθα:

«‘[...]

 

34.1 [...] There are two essential elements that a claimant needs to establish in order to succeed in a claim for rescission of the contract on the ground of duress. The first is a threat (or pressure exerted) by the defendant that is illegitimate. The second is that that illegitimate threat (or pressure) caused the claimant to enter into the contract. (Times Travel)

 

34.2. Economic pressure can amount to duress, provided it may be characterised as illegitimate (Universe Tankships, Dimskal, Times Travel). However, in the context of economic (though not of other forms of) duress, there is a third element. This is that the claimant must have had no reasonable alternative to giving in to the threat or pressure.

 

34.3. In determining (in relation to the first element) whether pressure is illegitimate, it is relevant to consider both the nature of the pressure and also the nature of the demand which the pressure is applied to support (The Universe Sentinel, R v Attorney-General for England and Wales):

 

34.3.1. A threat of unlawful action such as the commission of a tort or similar wrong or of an offence will usually be treated as illegitimate, whatever the nature of the demand. Many, if not most, threats to break a contract will also similarly be regarded as illegitimate (Times Travel, Kolmar v Traxpo).

 

34.3.2. Where, however, the action threatened is a lawful one, the question of whether it is illegitimate focuses on the nature and justification of the demand rather than the nature of the threat. The court will have regard to, among other things, the behaviour of the threatening party including the nature of the pressure which it applies, and the circumstances of the threatened party. (Times Travel)

 

34.3.3. In the commercial context, it is only in extremely limited circumstances that the law will regard a threat to act lawfully as illegitimate or unconscionable. It is not ordinarily duress to threaten to do that which one has a right to do, for instance to refuse to enter into a contract or to terminate a contract lawfully. The pursuit of commercial self-interest is justified in commercial bargaining. The pressure applied by a negotiating party (unless it involves a threat to act unlawfully) will very rarely come up to the standard of illegitimate pressure or unconscionable conduct. It will therefore be a rare circumstance in which a court will find lawful act duress in the context of commercial negotiation (Times Travel).

 

34.4. A contract entered into under duress is not void, but voidable. A person who has entered into a contract under duress may therefore either affirm or avoid the contract after the duress has ceased. If he has voluntarily acted under it with a full knowledge of all the circumstances he may be held bound on the ground of ratification, or if, after escaping from the duress, he takes no steps to set aside the transaction, he may be found to have affirmed it (North Ocean Shipping).’

 

‘What the Defendants say happened here was, in my judgment, plainly a lawful act threat, coupled with a demand motivated by commercial self-interest. Such conduct is generally regarded in law as wholly legitimate (Times Travel). Nothing in the facts of this case, even taking the Defendants’ case at its highest, comes close to establishing the kind of reprehensible or improper conduct or the kind of unconscionability that could provide the Defendants with an arguable defence.’»

 

Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση ως προς το κατά πόσο ο εκφοβισμός/απειλή από ένα συμβαλλόμενο, πριν την συνομολόγηση της σύμβασης, προς τον αντισυμβαλλόμενο του, ότι θα ασκήσει νόμιμο δικαίωμα του, όπως, π.χ., να καταχωρήσει πολιτική αγωγή εναντίον του για διαφορά τους που πραγματικά πιστεύει ότι δικαιολογεί μια τέτοια ενέργεια ή ότι θα τερματίσει μια σύμβαση στη βάση παράβασης όρου της από τον αντισυμβαλλόμενο του, μπορεί να ισοδυναμεί με ψυχική πίεση ή οικονομικό εξαναγκασμό, βλέπε τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Derrick v. Trinidad Asphalt Holdings Ltd a.o. (1980) 33 WIR 273, στην οποία έγιναν αναφορές παρόμοιες με τις μόλις ανωτέρω (στη υπόθεση Heritage Travel and Tourism Ltd).  Στην υπόθεση αυτή (Derrick v. Trinidad Asphalt Holdings Ltd a.o.), πάντα σε σχέση με το βάρος που φέρει το πρόσωπο που επικαλείται την ψυχική πίεση ή τον οικονομικό εξαναγκασμό για σκοπούς ακύρωσης μιας σύμβασης, σημειώθηκε ότι: 

«To summarise then I hold that, in so far as the appellant attempted to prove undue influence by showing that she had no independent advice and she did not know the nature and effect of the second deed of mortgage because it was not explained to her, she could not succeed since she first had to prove (because the onus was on her) that undue influence was exerted upon her and it was in consequence thereof she executed the second deed of mortgage.  It was only after she had done so that the onus shifted to the first respondent to rebut it by showing that she had independent advice and that the nature and effect of the deed was fully explained to her.  She may in anticipation of these defences allege after she had proved undue influence that she had no independent advice and did not understand the nature and effect of the deed because it was not explained to her;  but she could not employ these two factors to establish undue influence.  In other words, these two factors as Mr Nelson for the first respondent put it, may be employed as a shield to rebut indue influence but it could not be employed as a sword to establish it.»

 

Ως προς την αιτιώδη συνάφια του εξαναγκασμού με το ζημιογόνο αποτέλεσμα (causation), στην υπόθεση Huyton v Cremer [1999] 1 Lloyd’s Rep 620, σημειώθηκε ότι:

 

«‘The minimum basic test of subjective causation in economic duress ought, it appears to me, to be a “but for” test. The illegitimate pressure must have been such as actually caused the making of the agreement, in the sense that it would not otherwise have been made either at all or, at least, in the terms in which it was made[15]. In that sense, the pressure must have been decisive or clinching…it also seems clear that the application of a simple “but for” test of subjective causation in conjunction with a requirement of actual or threatened breach of duty could lead too readily to relief being granted. It would not, for example, cater for the obvious possibility that, although the innocent party would never have acted as he did, but for the illegitimate pressure, he nevertheless had a real choice and could, if he had wished, equally well have resisted the pressure and, for example, pursued alternative legal redress.’»

 

Τέλος, ως προς την ερμηνεία του όρου αθέμητος εκφοβισμός ή αθέμητη απειλή («illegitimate threat»), στην υπόθεση Al Saif Group v Cable [2022] ΑLL E.R. (D) 47 (Fed), σημειώθηκε ότι:

 

«191. ‘The ordinary blackmailer normally threatens to do what he has a perfect right to do—namely, communicate some compromising conduct to a person whose knowledge is likely to affect the person threatened. Often indeed he has not only the right but also the duty to make the disclosure, as of a felony, to the competent authorities. What he has to justify is not the threat, but the demand of money.’

 

[…]

 

195 – 196. ‘a threat (or pressure exerted) which is illegitimate’ (at para [78]), citing the ‘interesting cases’ which explore the boundary between the two in the context of legal proceedings which might involve physical detention or imprisonment (citing Williams v Bayley, Kaufman v Gerson and Mutual Finance Ltd v John Wetton & Sons Ltd).

 

208. ‘I consider it doubtful whether lawful act duress could ever be established when a threat of prosecution by due process was used to obtain agreement from the person liable to prosecution (rather than a family member or other party fearing that prospect), and in respect of sums already due in law from that person. None of the cases I have been referred to demonstrate the contrary. There is support for my view in a dictum of Cotton LJ in Flower v Sadler (1882) 10 QBD 572 at 576 [not reported by LexisNexis®]:

 

“It has been contended that the plaintiffs obtained the indorsement of the bills by virtue of a threat to prosecute Maynard. It seems to me that there is a distinction between getting a security for a debt from the debtor himself and getting it from a third person who is under no obligation to the creditor. A threat to prosecute is not of itself illegal; and the doctrine contended for does not apply, where a just and bona fide debt actually exists, where there is a good consideration for giving a security, and where the transaction between the parties involves a civil liability as well, as possibly, a criminal act. In my opinion, a threat to prosecute does not necessarily vitiate a subsequent agreement by the debtor to give security for a debt, which he justly owes to his creditor.”

 

209. I recognise that this may well be a matter of degree. If the threat of prosecution were to be made in circumstances which made it particularly terrifying or oppressive, it might upon extreme facts constitute lawful act duress even though the person acting under that duress was truly guilty or, at least, properly liable to prosecution. Such extreme facts are difficult to imagine in (for example) the United Kingdom in the twenty-first century, where even arrest is usually accompanied by immediate bail, and prison conditions for those not granted bail are strictly monitored. Be that as it may, the facts as I have found them in this case fall well short of anything that constitutes duress, whether by lawful or unlawful act.’»

 

 

Αξιολόγηση

 

Ενάγοντας και Μ.Ε.2

 

               Δεδομένου του γεγονότος ότι και οι δύο αυτοί μάρτυρες προώθησαν όμοιους ισχυρισμούς επί των υπό αμφισβήτηση επίδικων ζητημάτων, και τούτο στη βάση ότι αμφότεροι δήλωσαν ότι ήταν αυτήκοοι μάρτυρες των όσων ανέφερε ο Εναγόμενος κατά την τηλεφωνική συνομιλία, το απόγευμα της 19ης Μαΐου 2011, αλλά και ότι, ήταν παρόντες σε όλες τις συναντήσεις που έγιναν μεταξύ των Εναγόντων και των αντιπροσώπων και/ή υπαλλήλων της Εναγόμενης για σκοπούς προώθησης των Χρεογράφων, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ (στο εξής «οι επίδικες αξίες»), κρίνω ορθότερο όπως αξιολογήσω τη μαρτυρία τους παράλληλα.

 

               Εξαρχής σημειώνω ότι, για τους λόγους που θα εξηγήσω κατωτέρω, η μαρτυρία τους δεν αποτελεί ασφαλές υπόβαθρο για εξαγωγή ασφαλών ευρημάτων ως προς τα υπό αμφισβήτηση επίδικα ζητήματα. Και τούτο γιατί, τούτη παρουσιάζει αντιφάσεις, συγκρούεται με την κοινή λογική, δεν συμβαδίζει με τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, παρουσιάζει ασυνέπεια και διαψεύδεται από το περιεχόμενο διαφόρων εγγράφων/τεκμηρίων, τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε από κοινού, είτε από την ίδια την πλευρά του Ενάγοντα.

 

               Παρεμβάλλω, εδώ, ότι δεν μου διαφεύγει, αυτό που επικαλείται και ο Ενάγοντας, ότι τούτος, αλλά και η Μ.Ε.2, δεν αντεξετάστηκαν επί των αναφορών τους ως προς τα όσα διαμείφθηκαν κατά την εν προκειμένω τηλεφωνική συνομιλία. Η παράληψη αυτή, όμως, δεν οδηγεί, αυτόματα, και σε υποχρέωση του Δικαστηρίου να αποδεχθεί τη σχετική μαρτυρία του. Το Δικαστήριο, παρά το αναντίλεκτο μιας μαρτυρίας, παραμένει υπόχρεο να εξετάσει και αξιολογήσει την επάρκεια της, ιδιαίτερα στη περίπτωση, που προκύπτει ότι υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με την αξιοπιστία του μάρτυρα (βλέπε, Barry Wynne v. David Costakis Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Κωστάκη Δαυΐδ Μαυρονικόλα, ανικάνου προσώπου (2009) 1 A.A.Δ. 1138 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Βασίλη Χαραλάμπους κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 829, οι οποίες αφορούσαν περιπτώσεις απόδειξης αγωγής στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης, που καταχωρήθηκε λόγω μη εμφάνισης από πλευράς του Εναγόμενου, και δη, όχι απλώς μη αντεξέτασης των μαρτύρων των εκεί εναγόντων επί συγκεκριμένων αναφορών τους, ως συμβαίνει στην υπό εξέταση περίπτωση, στην οποία, εν πάση περιπτώσει, η αξιοπιστία των εν προκειμένω μαρτύρων αμφισβητείται. Εξάλλου, και στους δύο αυτούς μάρτυρες, υποβλήθηκε, ως προκύπτει από τις ανωτέρω περικοπές της μαρτυρίας τους, ότι τα όσα ισχυρίστηκαν προς υποστήριξη της αγωγής αποτελούν δεύτερες σκέψεις των ίδιων και όχι την αλήθεια για τα όσα συνέβησαν. Ως προς, γενικότερα, το πως το Δικαστήριο ενεργεί όταν ένας μάρτυρας δεν αντεξετάζεται επί συγκεκριμένων αναφορών του, με την επάρκεια της σχετικής μαρτυρίας του να παραμένει, πάντα, υπό έλεγχο του Δικαστηρίου, παρά την μη αντεξέτασή του, βλέπε τα όσα, σχετικώς, αναφέρθηκαν στην υπόθεση Frederickou Schools Co. Ltd κ.α. v. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527).  

 

               Επανερχόμενος στην αξιολόγηση της ενώπιόν μου μαρτυρίας, αποτέλεσε βασική θέση του Ενάγοντα, η οποία επιδιώχθηκε να υποστηριχθεί και από την Μ.Ε.2, ότι, μοναδικός λόγος για τον οποίον αποφάσισε να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ ήταν η απειλή του Εναγόμενου ότι, αν δεν τα αποκτούσε, η Εναγόμενη, ενδεχομένως, θα απαιτούσε άμεση καταβολή των οφειλόμενων των Εναγόντων και γενικότερα του ομίλου εταιρειών του Ενάγοντα προς αυτήν για τραπεζικές διευκολύνσεις που τους παρείχε στο παρελθόν. Άφησαν δε να εννοηθεί ότι, η εν προκειμένω απειλή, και ειδικότερα οι τυχόν συνέπειες στην περίπτωση που δεν θα ενέδιδε ο Ενάγοντας στις πιέσεις του Εναγόμενου, ήταν τέτοιας εμβέλειας και δυναμικής, που οδήγησε, ετσιθελικά, και χωρίς δυνατότητα από πλευράς του Ενάγοντα να αρνηθεί, στην αλλαγή της ήδη ειλημμένης, προγενέστερης, αντίθετης απόφασης των Εναγόντων για μη απόκτηση των εν λόγω αξιών.

 

               Ωστόσο, τα πράγματα, ως προκύπτουν από την ενώπιον μου σχετική μαρτυρία, είναι διαφορετικά. Αν πραγματικά, μέσω της μαρτυρίας του Ενάγοντα και της Μ.Ε.2, αναφέρθηκαν όλα όσα ειπώθηκαν στην τηλεφωνική επικοινωνία του πρώτου με τον Εναγόμενο, τα ενώπιον μου σχετικά τεκμήρια, λογικό θα ήταν, να είχαν διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που παρουσιάζουν. Ενδεικτικό της μόλις παρατήρησής μου είναι το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 9 (α), το οποίο αποτελεί το ηλεκτρονικό μήνυμα που ετοίμασε ο Ενάγοντας προς τον Εναγόμενο, μετά την μεταξύ τους τηλεφωνική επικοινωνία, με το οποίο τον ενημέρωνε ότι οι Ενάγοντες αποφάσισαν να αλλάξουν την προηγούμενη, σχετική, αντίθετη, απόφασή τους και να αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ. Αν όντως ο λόγος που ο Ενάγοντας αποφάσισε να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ ήταν η απειλή του Εναγόμενου και οι τυχόν συνέπειες από ενδεχόμενη άμεση απαίτηση από πλευράς της Εναγόμενης για καταβολή των οφειλών των Εναγόντων, θα ανέμενε κάποιος, στο ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα, να γινόταν, κάποια, έστω, νύξη, είτε ως προς το ότι ο Ενάγοντας εξέλαβε ως απειλητικά τα όσα ο Εναγόμενος του ανέφερε, είτε, τουλάχιστον, ότι για την απόφαση αυτή για απόκτηση των ΜΑΕΚ, συνυπολόγισε και τις πιθανές συνέπειες από την τυχόν υλοποίηση της εν λόγω απειλής. Τέτοιες αναφορές ελλείπουν από το συγκεκριμένο ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο αποτελεί και το μόνο σχετικό έγγραφο που ετοίμασαν οι Ενάγοντες και το οποίο κοινοποιήθηκε στην Εναγόμενη. Τονίζω, συναφώς, ότι, ο Ενάγοντας δεν ανέφερε τίποτα ως προς το γιατί στο μήνυμα του αυτό δεν αναφέρει τίποτα περί απειλής του Εναγόμενου, ούτε γιατί επέλεξε να χαρακτηρίσει την όλη στάση του τελευταίου ως, απλώς, εισήγηση (recommendation).

 

               Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι, το Τεκμήριο 9 (β)[16] - στο οποίο χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά του Εναγόμενου ως απειλητική, καθώς επίσης και γίνεται αναφορά στην οικονομική εξάρτηση της Ενάγουσας 1 από την Εναγόμενη - ετοιμάστηκε από τις Ενάγουσες 1 - 4 στη βάση σχετικής πληροφόρησης του Ενάγοντα και ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην τελευταία ή στον Εναγόμενο, ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθούν ή τουλάχιστον να αντιδράσουν ως προς την αλήθεια των όσων εκεί καταγράφονται, με αποτέλεσμα να αποτελεί, στο βαθμό που αφορά στον Ενάγοντα, αυτοεξυπηρετική δήλωση (βλ. Mavrou v. Theodorou (1984) 1 C.L.R. 635, Antwerp Diamond Polisher Ltd κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 533 και Το Δίκαιο Της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη, σελ. 687 - 695), χωρίς να μπορεί, ελλείψει, επαρκούς, υποβάθρου, να ενταχθεί αυτή (η δήλωση) στην εξαίρεση του κανόνα μη αποδεκτότητας, ως δήλωση που αποτελεί μέρος των πεπραγμένων (res gestae).

 

               Επανερχόμενος στο Τεκμήριο 9 (α), η όλη συμπεριφορά του Εναγόμενου κατά την τηλεφωνική συνομιλία του με τον Ενάγοντα, χαρακτηρίζεται, ως αναφέρθηκε ήδη, ως εισήγηση («recommendation»), και ελλείπει οτιδήποτε άλλο που να αφήνει να νοηθεί ότι η απόφαση των Εναγόντων, και ειδικότερα του Ενάγοντα, που εδώ αφορά, ήταν το αποτέλεσμα οποιασδήποτε άλλης αντίληψης.

 

               Εκείνο δε που κρίνεται πολύ σημαντικό, και επιβεβαιωτικό της ανωτέρω, εκφρασθείσας, μέσω του Τεκμηρίου 9 (α), αντίληψης του Ενάγοντα περί εισηγητικής στάσης από πλευράς του Εναγόμενου, είναι και το υπόλοιπο περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου. Από αυτό, προκύπτει αβίαστα ότι ο Ενάγοντας, ανεξαρτήτως του τι διαμείφθηκε μεταξύ του και του Εναγόμενου στη συγκεκριμένη τηλεφωνική επικοινωνία, δεν είχε χάσει τη διαπραγματευτική δυνατότητά του, αφού, αμέσως μετά το αρχικό μέρος του εν λόγω μηνύματος, με το οποίο ενημερώνει τον Εναγόμενο περί της απόφασης των Εναγόντων να αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ, θέτει συγκεκριμένες προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν από πλευράς της Εναγόμενης προτού τούτος, και γενικότερα οι Ενάγοντες, υποβάλουν τις αιτήσεις για απόκτησή τους. Οι δε αυτές προϋποθέσεις, προκύπτει ότι συζητήθηκαν κατά την τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον Εναγόμενο, αφού ζητεί από αυτόν όπως επιβεβαιώσει («confirm») ότι η Εναγόμενη θα αποδεχθεί τους τρεις συγκεκριμένους όρους που αναφέρονται στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα. Το γεγονός και μόνο ότι επιζητεί επιβεβαίωση, αφήνει έκδηλα να εννοηθεί ότι το ζήτημα αυτό συζητήθηκε στην τηλεφωνική επικοινωνία, και ο Ενάγοντας επιθυμούσε όπως, τούτη (η επιβεβαίωση) δοθεί και γραπτώς πριν από την υποβολή των αιτήσεων για απόκτηση των ΜΑΕΚ. Η εικόνα που προκύπτει από το έγγραφο αυτό, το οποίο ετοιμάστηκε από τους Ενάγοντες και αφορά στις συνθήκες υπό τις οποίες αποφάσισαν να αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Εναγόμενο, και το οποίο είναι το μόνο που κοινοποιήθηκε και στην Εναγόμενη, είναι εντελώς διαφορετική από την εικόνα που άφησαν ο Ενάγοντας και η Μ.Ε.2 να εννοηθεί, ως προς το τι ακριβώς διαμείφθηκε μεταξύ του πρώτου και του Εναγόμενου στην εν λόγω τηλεφωνική τους επικοινωνία το απόγευμα της 19ης Μαΐου 2011 και ως προς το κατά πόσο ο Ενάγοντας θεώρησε ότι δεν είχε εναλλακτική οδό παρά μόνο να ενδώσει στις πιέσεις και απειλές.

 

               Πώς είναι δυνατό, στη βάση του περιεχομένου αυτού του Τεκμηρίου 9 (α), ο Ενάγοντας και η Μ.Ε.2 να ισχυρίζονται ότι η απειλητική συμπεριφορά του Εναγόμενου δεν άφησε στους Ενάγοντες περιθώρια να διατηρήσουν την αρνητική απόφαση τους να μην αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ; Και πώς, στη βάση, πάντα, του ιδίου περιεχομένου, ο Ενάγοντας και η Μ.Ε.2 περιορίστηκαν, απλώς, στο να αναδείξουν την, κατ' ισχυρισμό, απειλή από πλευράς του Εναγόμενου;

 

               Η μόλις ανωτέρω κρίση μου, δεν εννοεί κατάληξη, από πλευράς μου, ευρήματος ότι, στην εν προκειμένω τηλεφωνική συνομιλία, ο Εναγόμενος δεν αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο η Εναγόμενη να απαιτήσει άμεση καταβολή των οφειλών των Εναγόντων, αλλά για να αναδείξει ότι τυχόν τέτοια αναφορά έγινε στο πλαίσιο μιας διαπραγματευτικής συζήτησης μεταξύ δύο προσώπων για ενδεχόμενη συνομολόγηση συμφωνίας για απόκτηση των ΜΑΕΚ με επιπρόσθετο, ουσιώδες, περιεχόμενο, από το περιορισμένο που ο Ενάγοντας και η Μ.Ε.2 ισχυρίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, και με αμφότερους να διατηρούν τη διαπραγματευτική τους ικανότητα.

 

               Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι, ως προκύπτει από την σχετική μαρτυρία των εν προκειμένω μαρτύρων, αυτοί δεν ισχυρίζονται ότι η τυχόν υλοποίηση της «απειλής» από τον Εναγόμενο, θα ισοδυναμούσε με παράνομη απαίτηση (unlawful act duress), από πλευράς του και της Εναγόμενης, που εκπροσωπούσε. Τουναντίον, εκείνο που στην ουσία προέβαλαν, είναι ότι οι Ενάγοντες ήταν ήδη εκτεθειμένοι για τραπεζικές διευκολύνσεις που τους παρείχε η Εναγόμενη, με, προφανώς, καθυστερήσεις στην καταβολή των δόσεων τους, καθυστερήσεις οι οποίες επέτρεπαν, συμβατικώς, στην Εναγόμενη να απαιτήσει την άμεση καταβολή των οφειλόμενων, πλην όμως δεδομένης της μη μέχρι τότε τέτοιας απαίτησης, θεωρούσαν ότι, αδίκως, θα έπραττε κάτι τέτοιο. Ότι αυτό ισχυρίστηκαν, προκύπτει αβίαστα από την έτερη σχετική αναφορά τους, περί μερικής υλοποίησης της απειλής του Εναγόμενου, όταν, τρεις μήνες αργότερα (Αύγουστο του 2011), η Εναγόμενη προχώρησε σε άμεση απαίτηση οφειλόμενων από 4 εταιρείες του ομίλου του Ενάγοντα (άλλες από τις Ενάγουσες εταιρείες), για τραπεζικές διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν από την Εναγόμενη σε αυτές, για τις οποίες, ο Ενάγοντας, αποδέχτηκε ότι ο τερματισμός έγινε στη βάση παράβασης από πλευράς των εταιρειών του αυτών, των όρων των σχετικών συμβάσεων. Η παραδοχή αυτή, από πλευράς του Ενάγοντα, από τη μια, και ο χαρακτηρισμός του, από την άλλη, της εν λόγω ενέργειας της Εναγόμενης ως μερική υλοποίηση της απειλής του Εναγόμενου, δεν επιτρέπει άλλη κρίση, παρά μόνο ότι και οι λοιποί Ενάγοντες, στις τραπεζικές διευκολύνσεις των οποίων, κατά τον Ενάγοντα, αναφέρθηκε ο Εναγόμενος κατά την τηλεφωνική συνομιλία τους, επίσης ενεργούσαν κατά παράβαση των δικών τους σχετικών συμφωνιών. Εξάλλου, ως θα διαφανεί κατωτέρω, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Υ.1, ήταν η θέση της, η οποία και δεν αμφισβητήθηκε (δεν αντεξετάστηκε καθόλου επί της σχετικής αναφοράς της, ούτε και υπάρχουν εγγενείς ενδείξεις αξιοπιστίας της), ότι ο δανεισμός, γενικότερα, των Εναγόντων, παρουσίαζε καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα, μέχρι και το 2019 να διενεργούνται αναδιαρθρώσεις.

 

               Πώς μπορεί, στη βάση των δεδομένων αυτών, να γίνει δεκτή η θέση του Ενάγοντα και της Μ.Ε.2, ότι η αναφορά του Εναγόμενου περί ενδεχόμενης άμεσης απαίτησης καταβολής των οφειλόμενων των Εναγόντων εκλήφθηκε ως απειλητική, όταν αυτή (η τυχόν απαίτηση), αποτελούσε συμβατικό δικαίωμα της Εναγόμενης, ελλείψει, δε, άλλης θέσης του Ενάγοντα που να θέλει τούτην, λόγου χάριν, να έχει συμφωνήσει να μην εξασκήσει το εν λόγω δικαίωμα της. Εκ νέου, υπενθυμίζω, ότι, ο Ενάγοντας, αλλά και η Μ.Ε.2, ως πολύπειροι λογιστές και πρόσωπα τα οποία για χρόνια ασχολούνται με συμφωνίες παραχώρησης δανείων και τραπεζικών διευκολύνσεων, γνώριζαν ότι τυχόν καθυστέρηση στην καταβολή δόσεων από πλευράς του δανειολήπτη, παρέχει δικαίωμα στον δανειστή να απαιτήσει την καταβολή των οφειλόμενων, κίνδυνο, δηλαδή, που ήδη αντιμετώπιζαν οι Ενάγοντες και ο οποίος, ανά πάσα στιγμή, θα μπορούσε να προκύψει.

 

               Τέλος, συναφώς πάντα με το κατά πόσο ο Ενάγοντας εξέλαβε τη συμπεριφορά του Εναγόμενου ως απειλητική, σημειώνεται ότι, ως ισχυρίστηκε, από τη μη καταβολή των τόκων τον Ιούνιο του 2012 μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, διαμαρτυρόταν προς την Εναγόμενη για την εν προκειμένω συμφωνία, πλην όμως μόνο στη βάση κατ’ ισχυρισμό εξαπάτησης του από την τελευταία, χωρίς, ποτέ, να συσχετίσει τις διαμαρτυρίες του αυτές με όποια τυχόν απειλητική συμπεριφορά της ή του Εναγόμενου, και δη τα όσα προβάλλει ως συνθήκες, επί των οποίων, πλέον, εντελώς περιοριστικά, προωθείται και εδράζεται η παρούσα αγωγή.

 

               Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ του Ενάγοντα και του Εναγόμενου, κατά την τηλεφωνική τους επικοινωνία, και η αντίληψη που αποκόμισε ο πρώτος από αυτή, δεν ήταν, ακριβώς, ως αυτός και η Μ.Ε.2 ανέφεραν.

 

               Μια άλλη θέση των μαρτύρων αυτών, που συγκρούεται με την κοινή λογική, ήταν και αυτή που θέλει τους Ενάγοντες να έχουν αποφασίσει, πριν τις 19.05.2011, να μην αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ λόγω του ότι δεν είχαν πλέον εμπιστοσύνη στην Εναγόμενη συνέπεια των πιέσεων και απειλών που άσκησε τούτη ? πριν τη συνομιλία του Ενάγοντα με τον Εναγόμενο – στο πλαίσιο προώθησής τους. Εν πρώτοις, να σημειώσω ότι η αναφορά περί τέτοιων απειλών και πιέσεων έμεινε κενή περιεχομένου. Ως προκύπτει από τη σχετική μαρτυρία τους, οι πιέσεις και οι απειλές αυτές έγιναν, εκ μέρους της Εναγόμενης, από τη Μ.Υ.1 στις συναντήσεις που είχε μαζί τους, πριν τις 17 Μαΐου 2011, και δη την ημερομηνία λήξης υποβολής των σχετικών αιτήσεων. Οι όποιες σχετικές αναφορές του Ενάγοντα και της Μ.Ε.2, είναι εντελώς γενικές και αόριστες, χωρίς ποτέ να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου σε τι συνίσταντο οι κατ' ισχυρισμό πιέσεις και απειλές. Ελλείπει, λόγου χάρη, οποιαδήποτε αναφορά ως προς το τι τους ανέφερε η Μ.Υ.1 ή οι άλλοι, ενδεχομένως, αντιπρόσωποι της Εναγόμενης με τους οποίους συνομίλησαν, το οποίο εκλήφθηκε από αυτούς, είτε ως πίεση είτε ως απειλή. Επίσης, η Μ.Υ.1 κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ενόρκως και δεν αντεξετάστηκε σχετικώς. Ούτε καν της υποβλήθηκε ότι στις εν λόγω συναντήσεις άσκησε οποιανδήποτε πίεση, ή απείλησε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τους Ενάγοντες.

 

               Δεν μου διαφεύγει ότι η Μ.Υ.1 αρνήθηκε ότι ήταν παρούσα στις συναντήσεις του 2011, που έγιναν για σκοπούς προώθησης των ΜΑΕΚ. Ωστόσο, της υποβλήθηκε ότι ήταν παρούσα, με αποτέλεσμα, δεδομένης της υποβολής αυτής, αν όντως η, κατά τον Ενάγοντα και τη Μ.Ε.2, συμπεριφορά της ήταν πιεστική και απειλητική, λογικό και αναμενόμενο ήταν να της τεθεί, τουλάχιστον, σχετική υποβολή.

 

               Πέραν της ανωτέρω κρίσης μου ως προς την ποιότητα της σχετικής αναφοράς των μαρτύρων αυτών περί πιεστικής και απειλητικής συμπεριφοράς της Εναγόμενης κατά το στάδιο προώθησης των ΜΑΕΚ, σημειώνω ότι ο Ενάγοντας δεν συσχέτισε την απόφαση του, και των λοιπών Εναγόντων, να μην αποκτηθούν τα ΜΑΕΚ, με τη φύση και/ή τα χαρακτηριστικά των αξιών αυτών, παρά μόνο με την έλλειψη, πλέον, της εμπιστοσύνης που είχαν στην Εναγόμενη. Ωστόσο, η θέση του αυτή συγκρούεται με την κοινή λογική. Και τούτο γιατί τα ΜΑΕΚ, στη βάση του ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικού μαρτυρικού υλικού (βλέπε Τεκμήρια 4, 7, και 25.11), έχουν τα ίδια ή, τουλάχιστον, παρόμοια χαρακτηριστικά και φύση με τα ΜΑΚ, τα οποία ήδη κατέχοντο από τους Ενάγοντες. Δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την περίπτωση που οι Ενάγοντες ήταν απλώς καταθέτες με εξασφαλισμένη απόδοση, σε μορφή επιτοκίου, χωρίς οποιανδήποτε πολυπλοκότητα ή περιπλοκότητα στη σχετική συμβατική συναλλαγή τους με την Εναγόμενη, ώστε να έχει λογική η απόφαση των Εναγόντων να μην αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ λόγω έλλειψης πλέον εμπιστοσύνης προς την Εναγόμενη, αλλά αντιμέτωποι με την περίπτωση όπου, με την απόκτηση των ΜΑΕΚ, η έκθεση τους στους οποιουσδήποτε κινδύνους, δεν θα μεταβαλλόταν, ουσιωδώς, ή και καθόλου, λόγω της ήδη ιδιότητας τους ως κάτοχοι των ΜΑΚ, με αποτέλεσμα η όποια τυχόν έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Εναγόμενη να μην αποτελούσε ουσιαστικό παράγοντα για μη απόκτηση τους, αφού, ως κάτοχοι των ΜΑΚ, θα διατηρείτο η συμβατική τους σχέση με αυτή για αξίες που ελλόχευαν όμοιους ή, έστω παρόμοιους κινδύνους. Επαναλαμβάνω ότι η πλευρά του Ενάγοντα δεν προώθησε οποιοδήποτε ισχυρισμό που να τον θέλει, ως κάτοχο, πλέον, των ΜΑΕΚ, να βρίσκεται σε δυσμενέστερη θέση από αυτή που βρισκόταν, προηγουμένως, ως κάτοχος των ΜΑΚ.

 

               Υπενθυμίζω, στο σημείο αυτό, ότι, ο Ενάγοντας είναι πολύπειρος λογιστής/ελεγκτής και πρόσωπο το οποίο διαχειρίζεται αριθμό επενδυτικών εταιρειών, μεταξύ των οποίων, κάποιες, που παρέχουν και επενδυτικές συμβουλές, για αξίες, παρόμοιες με τις επίδικες και πρόσωπο έξυπνο και ικανό που κατάφερε να ηγείται, ως προκύπτει από τη δική του μαρτυρία, ένα μεγάλο όμιλο εταιρειών, σε διάφορες χώρες, που παρείχε και παρέχει ακόμα λογιστικές, ελεγκτικές και επενδυτικές υπηρεσίες, με 250 υπαλλήλους, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και με συνεργάτες νομικούς συμβούλους στους οποίους θα μπορούσε, ανά πάσα στιγμή, να αποταθεί.              

 

               Μολονότι η αγωγή προωθείται, πλέον, μόνο επί της θέσης ότι η συμφωνία απόκτησης των ΜΑΕΚ, και μόνο, είναι ακυρώσιμη ελλείψει ηθελημένης συναίνεσης του Ενάγοντα λόγω οικονομικού εξαναγκασμού και/ή ψυχικής πίεσης, με αποτέλεσμα η ακυρωσιμότητα ή μη των συμφωνιών απόκτησης των Χρεογράφων και των ΜΑΚ να μην αποτελούν ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο, εν τούτοις, στη βάση της θέσης των Εναγόμενων 1 και 7 ότι οι σχετικοί με τις συμβάσεις αυτές ισχυρισμοί του Ενάγοντα και της Μ.Ε.2 είναι αναληθείς, κρίνω ορθό, στο πλαίσιο της αξιολόγησης των μαρτύρων αυτών, να εκφράσω σχετική κρίση.

 

               Επί του προκειμένου, είμαι της γνώμης ότι οι σχετικοί, με τις συνθήκες υπό τις οποίες αποκτήθηκαν τα Χρεόγραφα και τα ΜΑΚ από τον Ενάγοντα, υπό αμφισβήτηση ισχυρισμοί του και της Μ.Ε.2, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, αφού τούτοι χαρακτηρίζονται από ασυνέπεια, ασάφεια και αντιφάσεις.

 

                Η βασική θέση τους ότι αμφότεροι τελούσαν υπό την πλάνη ότι οι αξίες αυτές αποτελούσαν ένα καταθετικό σχέδιο με εγγυημένη απόδοση και όχι χρηματοοικονομικό μέσο που εμπεριέχει κινδύνους, δεν είναι πειστική. Όπως δεν είναι πειστική και η έτερη, συναφής, θέση τους, ότι ο Ενάγοντας προχώρησε στην υπογραφή και υποβολή των σχετικών αιτήσεων, προτού, προηγουμένως, αναγνώσει το περιεχόμενό τους. Είναι εξόφθαλμα που προκύπτει, τόσο από την ιδιότητα του Ενάγοντα, ως πολύπειρος ελεγκτής και λογιστής και πρόσωπο που διαχειρίζεται και/ή ηγείται εταιρειών, οι οποίες, αφενός παρέχουν επενδυτικές συμβουλές και αφετέρου επενδύουν και οι ίδιες, μέσω αποφάσεών του, σε επενδυτικές αξίες, ότι πρόκειται για πρόσωπο το οποίο μπορούσε, ευκόλως, να κατανοήσει ότι οι επίδικες αξίες δεν αποτελούσαν ένα απλό καταθετικό σχέδιο με απλή εγγυημένη απόδοση, ως ισχυρίστηκαν. Εξάλλου, μετά την απόκτηση των αξιών αυτών, στους διάφορους εξελεγμένους λογαριασμούς των Εναγουσών εταιρειών, οι αξίες αυτές δεν περιγράφονται ως καταθέσεις, κάτι που θα ήταν αναμενόμενο να συμβαίνει αν όντως ο Ενάγοντας τελούσε υπό αυτή την πλάνη, αλλά κάτω από τον τίτλο ομόλογα («bonds»), ενδεικτικό ακριβώς της κατανόησης της φύσης και των χαρακτηριστικών των αξιών αυτών[17].

 

               Επίσης, στην προσπάθειά τους, αμφότεροι οι μάρτυρες, να πείσουν ότι δεν γνώριζαν τη φύση των αξιών αυτών, προώθησαν τον ισχυρισμό ότι ουδέποτε διάβαζαν το περιεχόμενο των διάφορων εγγράφων που ετοιμάζονταν από την Εναγόμενη προτού τα υπογράψουν (περιλαμβανομένων των συμφωνιών δανείων για απόκτησή τους), και τούτο στη βάση της σχέσης εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγόμενης, η οποία ήταν αμφίδρομη και αμφοτερόπλευρα επικερδής. Ωστόσο, σε άλλο μέρος της μαρτυρίας τους, αμφότεροι οι μάρτυρες αυτοί, μετέβαλαν την εν προκειμένω θέση τους, δηλώνοντας ότι, ως υπεύθυνο πρόσωπο (ο Ενάγοντας) πάντα διάβαζε τους όρους των συμφωνιών δανείων που συνομολόγησε με την Εναγόμενη προτού τις υπογράψει.

 

               Η δε Μ.Ε.2, μετέβαλε τη σχετική θέση της πολλάκις. Και δη, κατά μια εκδοχή της, ο λόγος που δεν ανέγνωσε ο Ενάγοντας το περιεχόμενο των εγγράφων που ετοίμασε η Εναγόμενη ήταν γιατί είχε πλήρη εμπιστοσύνη στην Εναγόμενη και δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι θα τους ξεγελούσε, κατά μια άλλη εκδοχή της, ο λόγος που δεν τα διάβασε ήταν γιατί, κατά τις συγκεκριμένες συναντήσεις, πέραν των αιτήσεων για απόκτηση των Χρεογράφων και των ΜΑΚ, ενώπιόν του τέθηκαν και οι συμφωνίες όλων των δανείων που τους παραχώρησε η Εναγόμενη για σκοπούς απόκτησής τους, με αποτέλεσμα ο όγκος του συνόλου των εγγράφων να συνδράμει και αυτός στην απόφαση να μην αναγνωστεί το περιεχόμενό τους, και κατά τρίτη εκδοχή της, τους όρους των συμφωνιών των δανείων (που επρόκειτο για τον μεγαλύτερο όγκο των εγγράφων), τους ανέγνωσε ο Ενάγοντας, πλην όμως δεν ανέγνωσε τις δισέλιδες αιτήσεις απόκτησης των αξιών αυτών.        

 

               Τέλος, ο Ενάγοντας, για σκοπούς απόκτησης των εν λόγω αξιών, δεν ενήργησε προσωπικά, ως αναμένεται να πράξει κάποιος ο οποίος αποφασίζει να διατηρήσει χρήματα σε καταθετικό σχέδιο ενός τραπεζικού ιδρύματος, αλλά μέσω εταιρείας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που του σύστησε η Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Δημόσια Εταιρεία Λτδ, από την οποία δανείστηκε το κεφάλαιο που κατέβαλε για την απόκτησή τους. Ποιο λόγο είχε ο Ενάγοντας να ζητήσει τις υπηρεσίες μιας τέτοιας εταιρείας, αν πραγματικά πίστευε ότι αυτό που επιδίωκε ήταν απλώς το άνοιγμα ενός καταθετικού λογαριασμού με εγγυημένο εισόδημα;    

 

               Είναι με μεγάλη ευκολία που καταλήγω ότι η όλη σχετική με το εν προκειμένω ζήτημα μαρτυρία του Ενάγοντα και της Μ.Ε.2 δεν ήταν πειστική και κατά συνέπεια το μέρος αυτό της μαρτυρίας τους δεν το αποδέχομαι.

 

               Ούτε τη θέση του Ενάγοντα και της Μ.Ε.2 ότι κατά τη συνάντηση που έγινε, το 2011, στα γραφεία των Εναγόντων με αντιπροσώπους της Εναγόμενης, για σκοπούς προώθησης των ΜΑΕΚ, παρούσα ήταν και η Μ.Υ.1, μπορώ να τη δεχθώ. Προς επίρρωση της μόλις ανώτερης κρίσης μου σημειώνω τα εξής. 

 

               Αν η εν προκειμένω θέση του Ενάγοντα και της Μ.Ε.2 ήταν αληθής, λογικό θα ήταν στις αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων των Εναγουσών 1 μέχρι 4 που λήφθηκαν στις 19 Μαΐου του 2011 για τη μη μετατροπή των ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ (Τεκμήριο 8), να αναγραφόταν ότι, παρούσα, στην εν λόγω συνάντηση, ήταν και η Μ.Υ.1[18] και ότι, κατά την συνάντηση αυτή, τούτη ενημερώθηκε περί της απόφασης των Εναγόντων να μην αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ (ως ισχυρίστηκε η Μ.Ε.2[19]), και όχι να γίνεται, εκεί, εντελώς γενική, αναφορά περί του ότι τούτη έτυχε προσωπικής ενημέρωσης για τη απόφαση αυτή, αφήνοντας να εννοηθεί ότι, μετά την εν προκειμένω απόφαση, ενημερώθηκε τούτη σχετικώς. Εξάλλου, όταν οι μάρτυρες αυτοί, και πολύ περισσότερο η Μ.Ε.2, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη θέση της Εναγόμενης ότι η Μ.Υ.1 δεν ήταν παρούσα σε οποιανδήποτε συνάντηση που έγινε με σκοπό την προώθηση των ΜΑΕΚ, μολονότι επέμειναν στη θέση τους, τίποτε σχετικό δεν ανέφεραν που να καταστήσουν τούτη πειστική. Επρόκειτο απλά για μια επιμονή, χωρίς να δώσουν οποιανδήποτε πειστική ή άλλως πως εξήγηση ως προς τη σιγουριά με την οποία την προωθούσαν. Και τούτο, σε αντιδιαστολή, ως θα φανεί κατωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Υ.1, με τις σχετικές τοποθετήσεις της τελευταίας, η οποία και έδωσε πειστικές εξηγήσεις ως προς το γιατί δεν ήταν παρούσα στην όποια τέτοια σχετική συνάντηση.

 

               Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό ότι, με δεδομένο τον πλήρη περιορισμό των υπό αμφισβήτηση επίδικων γεγονότων της παρούσας αγωγής και της σχετικής αντεξέτασης που έγινε στη Μ.Υ.1, το κατά πόσο η τελευταία ήταν ή όχι παρούσα στη συνάντηση ή συναντήσεις για σκοπούς προώθησης των ΜΑΕΚ που προηγήθηκαν της απόφασης του Ενάγοντα και γενικότερα των Εναγόντων να μην αποκτήσουν τις αξίες αυτές, δεν υπέχει οποιασδήποτε σημασίας για την τελική απόφαση επί της παρούσας αγωγής. Υπενθυμίζω ότι η θέση του Ενάγοντα ως προς τον λόγο που αποφάσισε να μεταβάλει την προγενέστερη αρνητική στάση του και να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ συναρτήθηκε, μόνο, με τα όσα του αναφέρθηκαν από τον Εναγόμενο, ως ισχυρίστηκε, στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του το απόγευμα της 19ης Μαΐου 2011, και όχι με τα όσα διαμείφθηκαν στις όποιες συναντήσεις ή και συζητήσεις είχε με εκπροσώπους της τελευταίας σε προηγούμενο στάδιο, τα οποία, κατά τον ίδιο, αποτέλεσαν απλώς το λόγο για να θεωρήσει ότι δεν θα ήταν ορθό να αποκτήσουν οι Ενάγοντες τα ΜΑΕΚ και να ληφθεί η αρχική, αρνητική, σχετική, απόφαση τους.

 

Μ.Υ.1

 

               Η Μ.Υ.1 μου έκανε πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας και δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο αποτελούν την αλήθεια, ως η ίδια την αντιλαμβανόταν. Η θέση της ότι δεν ήταν παρούσα στις όποιες συναντήσεις των Εναγόντων με εκπροσώπους της Εναγόμενης για σκοπούς προώθησης των ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ, ως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ενάγοντα και της Μ.Ε.2, ήταν πειστική. Επιβεβαιώνεται δε και από το γεγονός ότι, ως και ο συνήγορος του Ενάγοντα της υπέβαλε, αλλά και η ίδια παραδέχθηκε, οι χειρόγραφες συμπληρώσεις επί των εγγράφων που ετοιμάστηκαν από την Εναγόμενη και υπογράφτηκαν από τους Ενάγοντες για σκοπούς απόκτησης όλων των επίδικων αξιών, έγιναν από τους υπαλλήλους και/ή εκπροσώπους της Εναγόμενης, με την ίδια να έχει προβεί σε τέτοια συμπλήρωση μόνο επί των εγγράφων απόκτησης των Χρεογράφων και δη κατά το 2008, όταν, ως ισχυρίστηκε, όντως ήταν παρούσα στις σχετικές συναντήσεις. Ελλείπει δε τέτοιος γραφικός χαρακτήρας επί των εγγράφων του 2009 και του 2011, τα οποία ετοιμάστηκαν και υπογράφθηκαν για σκοπούς απόκτησης των ΜΑΚ και των ΜΑΕΚ. Επί τούτου, η σχετική αναφορά της ότι τούτα (τα εν προκειμένω έγγραφα) δεν φέρουν τον δικό της γραφικό χαρακτήρα, δεν αμφισβητήθηκε, ούτε και προβλήθηκε οτιδήποτε άλλο που να θέτει τούτη εν αμφιβόλω. Επίσης, αναντίλεκτος παρέμεινε και ο ισχυρισμός της ότι, μετά την απόκτησης Χρεογράφων από τους Ενάγοντες, και πριν την απόκτηση, από αυτούς, των ΜΑΚ, αλλά και μέχρι και το 2013, η ίδια είχε μετακινηθεί σε άλλο τμήμα της Εναγόμενης, το οποίο δεν συνεργαζόταν μαζί τους. 

 

               Τη μαρτυρία της την αποδέχομαι στο σύνολό της, αφού ήταν σαφής, άμεση, αρκούντος παραστατική, σε μεγάλο μέρος της υποστηρίζεται και από τα ενώπιον του Δικαστηρίου μη αμφισβητούμενα Τεκμήρια, και ελλείπει οποιαδήποτε ουσιαστική ή σημαντική αντίφαση ή αδυναμία που θα επέτρεπε διαφορετική κρίση.

Μ.Υ.2

 

               Και ο Μ.Υ.2 μου έκανε πολύ καλή εντύπωση ως μάρτυρας. Εξάλλου, ούτε η πλευρά του Ενάγοντα αντιμετώπισε τον μάρτυρα αυτό ως αναξιόπιστο. Τουναντίον, προς αυτόν έθεσε διευκρινιστικού αντί αντιπαραθετικού χαρακτήρα ερωτήσεις, με μόνο σκοπό να αναδείξει ότι ο Ενάγοντας, παρά την πολυετή εμπειρία του και ακαδημαϊκή κατάρτιση του ως ελεγκτής / λογιστής, αλλά και επενδυτής σε μετοχές που τύγχαναν διαπραγμάτευσης στο Χρηματιστήριο, και ως πρόσωπο που ηγείτο εταιρειών που παρείχαν επενδυτικές υπηρεσίες ή ήταν, και αυτές, επενδυτές, δεν ήταν γνώστης των χαρακτηριστικών και γενικότερα της φύσης των επίδικων αξιών, και όχι με σκοπό να ισχυριστούν ότι τούτος παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο με στόχο να ψευσθεί. Πρόκειται για ανεξάρτητο μάρτυρα, που δεν έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη σχέση με την Εναγόμενη, ούτε και κάποιο κίνητρο για τοποθετηθεί αρνητικά σε σχέση με τον Ενάγοντα και/ή τους λοιπούς Ενάγοντες.

 

                Μολονότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν τέθηκε επαρκής, λεπτομερής, μαρτυρία ως προς τις γνώσεις, γενικότερα, ενός ελεγκτή / λογιστή (όχι ειδικά του Ενάγοντα), στη βάση των ακαδημαϊκών του προσόντων ή της όποιας σχετικής εμπειρίας του, αναφορικά με τη δυνατότητα του να κατανοήσει τη φύση αξιών ως οι επίδικες, ο μάρτυρας αυτός, ο οποίος είναι επίσης ελεγκτής / λογιστής και γνωρίζει τον Ενάγοντα και την ειδική πείρα του επί διαφόρων θεμάτων, ισχυρίστηκε, πειστικά[20], ότι είναι αδύνατο για ένα πρόσωπο που κατέχει τα προσόντα και την εμπειρία του πρώτου να προβάλει τη θέση ότι τελούσε υπό την πλάνη ότι αυτές οι αξίες αποτελούσαν ένα απλό καταθετικό σχέδιο με εγγυημένη απόδοση.

 

               Εν πάση περιπτώσει, και αυτού του μάρτυρα η μαρτυρία ήταν σαφής, αταλάντευτη, χωρίς να παρουσιάζει οποιεσδήποτε αδυναμίες ή αντιφάσεις, και το μεγαλύτερο μέρος της υποστηρίζεται και από τα έγγραφα/τεκμήρια στα οποία αναφέρθηκε. Κατά συνέπεια, και αυτού του μάρτυρα η μαρτυρία γίνεται αποδεκτή.

Τελικά Ευρήματα

 

               Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης της ενώπιόν μου μαρτυρίας, τα εξής αποτελούν επιπρόσθετα και τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

               Κατά το 2008 και ενώ ο Ενάγοντας, τα συγγενικά του πρόσωπα και εταιρείες συμφερόντων του, διατηρούσαν στενή συνεργασία με την Εναγόμενη, η οποία ήταν κερδοφόρα, αμφοτερόπλευρα, εκπρόσωποι της Εναγόμενης συναντήθηκαν μαζί του με σκοπό να τον ενημερώσουν για την έκδοση και διάθεση προς το κοινό των Χρεογράφων, και να διασφαλίσουν ότι τούτος και γενικότερα οι λοιποί Ενάγοντες έλαβαν γνώση περί της διάθεσης των αξιών αυτών και του ενημερωτικού δελτίου που εκδόθηκε σχετικώς. Ο Ενάγοντας, κατόπιν των συναντήσεων αυτών, στις οποίες παρούσα, εκ μέρους της Εναγόμενης, ήταν και Μ.Υ.1, και οι οποίες έλαβαν χώρα κατά το 2008, αφού προηγουμένως δανειοδοτήθηκε, σχετικώς, από την Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Δημόσια Εταιρεία Λτδ, υπέβαλε αίτηση (βλέπε 9η και 10η σελίδα του Τεκμηρίου 18.6) για την απόκτηση Χρεογράφων αξίας €975.000, η οποία και εγκρίθηκε από την Εναγόμενη, με αποτέλεσμα να αποκτήσει τούτα. Ένα περίπου χρόνο μετά, και αφού προηγήθηκαν σχετικές συναντήσεις του Ενάγοντα με εκπροσώπους της Εναγόμενης (η Μ.Υ.1 δεν ήταν παρούσα στις συναντήσεις αυτές), στο πλαίσιο προώθησης των ΜΑΚ, ο Ενάγοντας υπέβαλε αίτηση (βλέπε την μπροστινή σελίδα του 14ου εγγράφου του Τεκμηρίου 19.6), η οποία έγινε αποδεκτή από την Εναγόμενη, με αποτέλεσμα να αποκτήσει, μεταξύ άλλων, και ΜΑΚ ίσης αξίας με το κεφάλαιο των Χρεογράφων που κατείχε προηγουμένως[21], χρησιμοποιώντας το κεφάλαιό των τελευταίων ως αντιπαροχή για την απόκτηση των ΜΑΚ. Ο Ενάγοντας, ως κάτοχος, αρχικώς, των Χρεογράφων και, ακολούθως, των ΜΑΚ, γνώριζε ότι οι αξίες αυτές δεν αποτελούσαν καταθετικό σχέδιο με εγγυημένη απόδοση, αλλά χρηματοοικονομικά μέσα, μέσων των οποίων απολάμβανε αυξημένη απόδοση επιτοκίου, πλην όμως η κατοχή τους ελλόχευε κινδύνους για τον ίδιο, μεταξύ των οποίων και η απομείωση του κεφαλαίου του που επένδυσε για την απόκτησή τους στην περίπτωση που η Εναγόμενη θα αντιμετώπιζε πρόβλημα ρευστότητας. Τα ίδια γνώριζε και σε σχέση με τα ΜΑΕΚ, στα οποία θα αναφερθώ ευθύς αμέσως.  Περί τον Μάιο του 2011, η Εναγόμενη, μέσω υπαλλήλων και αντιπροσώπων της, επικοινώνησαν εκ νέου με τον Ενάγοντα για να τον ενημερώσουν για την έκδοση και διάθεση των ΜΑΕΚ. Ακολούθησαν συναντήσεις για τον σκοπό αυτό (η Μ.Υ.1 δεν ήταν παρούσα στις συναντήσεις αυτές). Η συμπεριφορά που επέδειξαν οι εκπρόσωποι της Εναγόμενης κατά τις εν λόγω συναντήσεις δεν ήταν απειλητική, χωρίς ωστόσο να αποκλείω το ενδεχόμενο να εκλήφθηκε από τον Ενάγοντα ως επίμονη. Για λόγους, ωστόσο, που παρέμειναν άγνωστοι στο Δικαστήριο, οι Ενάγοντες αποφάσισαν να μην αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ, με αποτέλεσμα να παρέλθει η ημερομηνία λήξης υποβολής των σχετικών αιτήσεων για απόκτηση τους (17 Μαΐου 2011). Δυο μέρες μετά (19 Μαΐου 2011), οι Ενάγουσες εταιρείες στο πλαίσιο συνεδρίας των διοικητικών τους συμβουλίων, αποφάσισαν, και γραπτώς, την μη απόκτηση των ΜΑΕΚ (Τεκμήριο 8)[22].  Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο Ενάγοντας είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Εναγόμενο, ο οποίος, τότε, ήταν γενικός διευθυντής της Εναγόμενης στην Ανώτατη Εκτελεστική Διεύθυνση, πλην όμως δεν ήταν μέλος στο διοικητικό συμβούλιο τούτης. Κατά τη συνομιλία τους αυτή, επιδιώχθηκε από τον τελευταίο, μέσω σχετικής εισήγησης και/ή παρότρυνσης, όπως οι Ενάγοντες μεταβάλουν την προηγούμενη, σχετική, αρνητική απόφαση τους, και αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ.  Μολονότι κρίθηκε ότι ο Ενάγοντας και η Μ.Ε.2 δεν αποκάλυψαν, επακριβώς, τα όσα διαμείφθηκαν στην εν λόγω τηλεφωνική επικοινωνία, εν τούτοις, δεν αποκλείω, στο πλαίσιο της, ο Εναγόμενος να αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο η Εναγόμενη να προχωρούσε σε άμεση απαίτηση των οφειλομένων των Εναγόντων σε σχέση με τραπεζικές διευκολύνσεις που παραχώρησε σε αυτούς, οι οποίες, την δεδομένη στιγμή, παρουσίαζαν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή τους.  Κατά την συζήτηση αυτή, ο Ενάγοντας και ο Εναγόμενος διαπραγματεύτηκαν συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις οι οποίες θα έπρεπε να εκπληρωθούν, εκατέρωθεν, και στη βάση της σχετικής συναντίληψης, ακολούθως, ο Ενάγοντας απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον τελευταίο (βλ. Τεκμήριο 9 (α)), στο περιεχόμενο του οποίου έγινε αναφορά ανωτέρω, με το οποίο το ενημέρωσε ότι οι Ενάγοντες θα προχωρήσουν ως η εισήγησή του.  Ακολούθησε η υποβολή αιτήσεων από πλευράς των Εναγόντων, οι οποίες εγκρίθηκαν από την Εναγόμενη, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ, καταβάλλοντας, ως αντιπαροχή, το κεφάλαιο των ΜΑΚ που κατείχαν μέχρι τότε.  Η σχετική αίτηση του Ενάγοντα αποτελεί την πίσω σελίδα του 14ου εγγράφου του Τεκμηρίου 19.6. Τρεις περίπου μήνες μετά, διάφορα τμήματα της Εναγόμενης, που είχαν έδρα άλλες χώρες, προχώρησαν στην άμεση απαίτηση οφειλών εταιρειών συμφερόντων του Ενάγοντα (άλλες από τις Ενάγουσες εταιρείες), οι οποίες ενεργούσαν κατά παράβαση των συμφωνιών τους με την πρώτη σε σχέση με τραπεζικές διευκολύνσεις που τους παραχώρησε τούτη. Ως κάτοχος  των ΜΑΕΚ, ο Ενάγοντας συνέχισε να λαμβάνει, κανονικά, τον προνοούμενο σε αυτά τόκο, για το πρώτο και δεύτερο εξάμηνο του 2011 (τον Ιούνιο και Δεκέμβριο του εν λόγω έτους, αντίστοιχα).  Περί τον Μάρτιο του 2012, ο Εναγόμενος, υπουργοποιήθηκε από τον τότε Προέδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, και έπαψε, πλέον, να κατέχει οποιαδήποτε θέση στην Εναγόμενη.  Κατά τον Ιούνιο του 2012, όταν και, στη βάση των όρων της συμφωνίας απόκτησης των ΜΑΕΚ, η Εναγόμενη θα έπρεπε να του καταβάλει τον προνοούμενο εκεί τόκο για το πρώτο εξάμηνο του 2012, δεν το έπραξε και ουδέποτε, ακολούθως, κατέβαλε στον Ενάγοντα οποιονδήποτε άλλο τόκο που προβλεπόταν από τη σχετική συμφωνία. Τον Μάρτιο του 2013, στη βάση των γνωστών οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα μας, στο πλαίσιο διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει των Κανονισμών που θεσπίστηκαν προς υποστήριξη της Νομοθεσίας για την εξυγίανση των τραπεζικών ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων και η Εναγόμενη, η αξία των ΜΑΕΚ που κατείχε ο Ενάγοντας, σχεδόν, εκμηδενίστηκε. Ο Ενάγοντας και οι λοιποί Ενάγοντες, τον Ιούλιο του 2014, καταχώρησαν την παρούσα αγωγή.


Κατάληξη

 

               Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων μου, με γνώμονα τη νομική πτυχή που διέπει τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής, κρίνω ότι ο Ενάγοντας απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση του. Και τούτο για διάφορους λόγους. Και εξηγώ.

 

               Στον βαθμό που η παρούσα αγωγή εδράζεται επί της νομικής βάσης της ψυχικής πίεσης, τούτος απέτυχε να αποδείξει ότι ασκήθηκε τέτοια πίεση. Ως έχει υποδειχθεί ανωτέρω, στη νομική πτυχή, η ψυχική πίεση μπορεί να είναι πραγματική (actual undue influence) ή τεκμαρτή (presumed undue influence). Σε κάθε όμως περίπτωση, απαραίτητο συστατικό στοιχείο αποτελεί η κατάδειξη ότι η σύμβαση που συνομολογήθηκε, συνεπεία της, ήταν δυσανάλογα επαχθής στον αποδέκτη της πίεσης. Ωστόσο, ο Ενάγοντας, καμιά μαρτυρία παρουσίασε που να θέλει τη συμφωνία απόκτησης των ΜΑΕΚ να είναι δυσανάλογα επαχθής προς αυτόν ή ετεροβαρής προς όφελος της Εναγόμενης και δη ότι πρόκειται για συμφωνία «τόσο ανισοσκελή, ούτως ώστε να μην δικαιολογείται από φιλία, συγγένεια, φιλανθρωπία ή άλλα συνήθη ελατήρια». Ούτε καν ανέπτυξε ένα τέτοιο θέμα, είτε στη μαρτυρία του, είτε στην αγόρευση των συνήγορων του. Εν πάση περιπτώσει, οι όποιοι κίνδυνοι τυχόν ελλόχευαν για τον ίδιο με την απόκτηση τον ΜΑΕΚ, ισοσκελίζονταν από το αυξημένο επιτόκιο που απολάμβανε, ως κάτοχος τους, και από την δυνατότητα που παρεχόταν στην Εναγόμενη να αποκτήσει πίσω τις αξίες αυτές και να καταβάλει σε αυτόν το αρχικό κεφαλαίο που επένδυσε, αφήνοντας σε αυτόν καθαρό επενδυτικό κέρδος τους τόκους που εισέπραξε στο μεταξύ. Σχετικό επίσης, για την παρούσα κρίση, είναι και το γεγονός ότι το επαχθές ή μη της υπό συζήτηση συμφωνίας, δεν πρέπει να εξεταστεί έξω και μακριά από το καθεστώς στο οποίο βρισκόταν ο Ενάγοντας πριν τη συνομολόγηση της. Και δη τη δέσμευσή του από τους όρους της συμφωνίας των ΜΑΚ, η οποία βρισκόταν σε ισχύ κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, στη βάση των οποίων ο Ενάγοντας βρισκόταν αντιμέτωπος με παρόμοιους κινδύνους και ανάλογα αντισταθμιστικά οφέλη του ιδίου. Τίποτα δεν έχει τεθεί ενώπιον μου από πλευράς του Ενάγοντα που να θέλει τη συμφωνία απόκτησης των ΜΑΕΚ να είναι δυσανάλογα επαχθής για τον ίδιο ή ετεροβαρής προς όφελος της Εναγόμενης. Εκείνο, που, στο τέλος της ημέρας, επεσυνέβη, στη βάση των γνωστών οικονομικών συνθηκών που επικρατούσαν στη χώρα μας κατά το 2013, ήταν ο σχεδόν εκμηδενισμός της αξίας των επενδυμένων κεφαλαίων στα ΜΑΕΚ, ως αποτέλεσμα του συμβατικού κινδύνου που προέκυπτε από τους όρους των συμφωνιών απόκτησης τους, συμβατικός κίνδυνος που εμπεριεχόταν και στους όρους των συμβάσεων απόκτησης των ΜΑΚ. 

 

               Επίσης, πάντα συναφώς, ως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, το όλο επιχείρημα του Ενάγοντα περί ψυχικής πίεσης εδράζεται στη θέση ότι η συναίνεση του να αποκτήσει τα ΜΑΕΚ εξασφαλίστηκε με την απειλή του Εναγόμενου, κατά την τηλεφωνική συνομιλία τους, θέση, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο. Στη βάση των τελικών ευρημάτων μου, η όποια, τυχόν, «απειλητική» συμπεριφορά που αποδίδεται στην Εναγόμενη, ως διενεργηθείσα μέσω του Εναγόμενου, περιορίζεται στην, ενδεχόμενη, τοποθέτηση του τελευταίου ότι η πρώτη, ίσως, να απαιτήσει άμεση καταβολή των οφειλόμενων των Εναγόντων σε σχέση με τραπεζικές διευκολύνσεις που τους παραχώρησε, οι οποίες παρουσίαζαν καθυστερήσεις στην καταβολή των δόσεών τους από πλευράς των Εναγόντων. Δεδομένης της κρίσης μου ότι μια τέτοια τυχόν απαίτηση αποτελούσε συμβατικό δικαίωμα της Εναγόμενης, η απειλή διενέργειάς της, ως απειλή διενέργειας νόμιμης πράξης (lawful act duress) δεν θα μπορούσε να ισοδυναμεί με ψυχική πίεση.

 

               Τα ίδια, στην ουσία, ισχύουν και αναφορικά με τη νομική βάση του οικονομικού εξαναγκασμού, τα οποία, επίσης, επικαλείται ο Ενάγοντας. Ως έχει, ήδη, αναφερθεί στην ανωτέρω σχετική νομολογία, ο οικονομικός εξαναγκασμός, ως νομική βάση, εντάσσεται εντός της γενικότερης νομικής βάσης της ψυχικής πίεσης. Αναγνωρίστηκε δε ως ανεξάρτητη νομική βάση, καθότι, αφορά, ειδικότερα, εμπορικές και χρηματικές συναλλαγές. Εξ ου, και, για σκοπούς απόδειξης του, η νομολογία αναγνώρισε τρίτη επιπρόσθετη προϋπόθεση που πρέπει να ικανοποιήσει ο διάδικος που τον επικαλείται. Οι λόγοι, όμως, που αναφέρθηκαν ανωτέρω, και αποτέλεσαν τη βάση για την κρίση μου ότι ο Ενάγοντας δεν απέδειξε την υπόθεση επί της νομικής βάσης της ψυχικής πίεσης, τυγχάνουν εφαρμογής και σε σχέση με τον οικονομικό εξαναγκασμό και κατά συνέπεια απέτυχε να αποδείξει την αγωγή και επί αυτής της νομικής βάσης, αφού δεν κατάφερε να αποδείξει ότι η Εναγόμενη, μέσω του Εναγόμενου, ή άλλως πως, εξάσκησε σε αυτόν αθέμιτης απειλή ή εκφοβισμό (illegitimate threat). Εν πάση περιπτώσει, στη βάση των τελικών ευρημάτων μου, ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες συνομολογήθηκε η συμφωνία απόκτησης των ΜΑΕΚ, ο Ενάγοντας απέτυχε να αποδείξει και τη τρίτη προϋπόθεση για την εν προκειμένω νομική βάση, και δη την «ανυπαρξία λογικής διαζευκτικής λύσης ή θεραπείας». Και τούτο γιατί, μετά την όποια τυχόν «απειλητική» συμπεριφορά του Εναγόμενου, όχι απλά δεν ενέδωσε σε αυτή, αλλά διαπραγματεύτηκε τους όρους της εν προκειμένω συμφωνίας, σε τέτοιο βαθμό, που έθεσε την συνομολόγησή της υπό την αίρεση η Εναγόμενη να ικανοποιήσει συγκεκριμένες απαιτήσεις του. Η ενέργεια του αυτή και μόνο, εν απουσία άλλης σχετικής εξήγησης από πλευράς του Ενάγοντα[23], οδηγεί σε ένα και μόνο συμπέρασμα, και δη ότι ο Ενάγοντας αντιμετώπισε την όλη συμπεριφορά του Εναγόμενου ως τέτοια που του επέτρεπε είτε να αρνηθεί να συναινέσει στην απόκτηση των ΜΑΕΚ, είτε να διαπραγματευτεί τους όρους της σχετικής συμφωνίας, πράγμα που επέλεξε να κάνει.

 

               Κατά συνέπεια η αγωγή είναι έκθετη σε απόρριψη.

 

              

               Παρά την ήδη εκφρασθείσα κρίση μου ως προς την τύχη της παρούσας αγωγής, για να υπάρχει καταγραμμένη η σχετική άποψή μου, στη περίπτωση, που εφετειακώς, ανατραπεί τούτη, σημειώνω ότι, ακόμα και αν ο Ενάγοντας κατάφερνε να αποδείξει ότι η συναίνεση του στην απόκτηση των ΜΑΕΚ ήταν το αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης ή οικονομικού εξαναγκασμού, που ασκήθηκε από την Εναγόμενη, και πάλι δεν θα απέδιδα τις επιζητούμενες θεραπείες λόγω της συμπεριφοράς που επέδειξε μετά την συνομολόγηση της σχετικής συμφωνίας μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας αγωγής.

 

               Και τούτο γιατί, για τους λόγους που θα σκιαγραφήσω κατωτέρω, κρίνω ότι η Εναγόμενη κατάφερε να αποδείξει την υπεράσπιση της συναίνεσης (acquiescence), με αποτέλεσμα να ήταν άδικο να εκδοθεί διάταγμα παραμερισμού/ακύρωσης (set aside) της συμφωνίας των ΜΑΕΚ.  Προς επίρρωση μιας τέτοιας κρίσης μου, θα σημείωνα ότι:

 

  1. Η αγωγή κινήθηκε τρία και πλέον έτη μετά την συνομολόγηση της συμφωνίας απόκτησης των ΜΑΕΚ.
  2. Ο Ενάγοντας, εξαρχής, γνώριζε τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφάσισε να συναινέσει στην απόκτηση τους, και ότι τούτες του επέτρεπαν να αποταθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει τον παραμερισμό της σχετικής συμφωνίας[24], κάτι που προκύπτει και από όσα καταγράφονται κατωτέρω.
  3. Στη βάση των γεγονότων που περιβάλουν την υπόθεση αυτή, η εξάρτηση που είχε ο Ενάγοντας, καθώς επίσης και τα συγγενικά του πρόσωπα, αλλά και ο όμιλος εταιρειών του από την Εναγόμενη, ουδέποτε εξαλείφθηκε πριν τούτος αποταθεί στο Δικαστήριο.
  4. Ουδέποτε ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε ή καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο προώθησε ενώπιον του Δικαστηρίου την θέση, ότι ο λόγος που αποφάσισε να καταχωρήσει την παρούσα αγωγή τον Ιούλιο του 2014 ήταν γιατί δεν ήταν πλέον εξαρτημένος από την Εναγόμενη ή ότι κάτι άλλο τον οδήγησε στο να βρει τη δύναμη και σθένος, παρά την μη απαλλαγή του από την εν προκειμένω εξάρτηση, να αποταθεί στο Δικαστήριο.
  5. Τουναντίον, ως προκύπτει από την μη αμφισβητηθείσα, αποδεκτή, μαρτυρία της Μ.Υ.1, οι τραπεζικές διευκολύνσεις του ομίλου εταιρειών του Ενάγοντα, και γενικότερα των Εναγόντων ήταν υφιστάμενες και υπόκειντο σε αναδιαρθρώσεις τόσο το 2017 όσο και το 2019, λόγω αδυναμίας καταβολής των συμφωνηθέντων δόσεων.
  6. Ο Ενάγοντας δεν έδωσε καμία απολύτως εξήγηση ως προς το γιατί, ενώ ήταν ακόμα πλήρως εξαρτημένος από την Εναγόμενη (ως η εξάρτηση αυτή αναφέρθηκε από τον ίδιο και καταγράφηκε ανωτέρω κατά την παράθεση της μαρτυρίας του), αποφάσισε τον Ιούλιο του 2014 να επιδιώξει τον παραμερισμό της συμφωνίας απόκτησης των ΜΑΕΚ, ή, γιατί δεν έπραξε τούτο σε οποιοδήποτε προηγούμενο χρονικό σημείο.
  7. Δεδομένης, ακριβώς, της συνεχούς αυτής εξάρτησης του Ενάγοντα από την Εναγόμενη, η όλη συμπεριφορά που υπέδειξε από την ημέρα συνομολόγησης της συμφωνίας μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, με γνώμονα πάντα και τις δράσεις, κατά το διάστημα αυτό, της Εναγόμενης, αλλά και των λοιπών δεδομένων που έλαβαν, στο μεταξύ, χώρα, κρίνονται σημαντικά για την εν προκειμένω θεώρηση.  Έχουν ως εξής:
  8. Τα ΜΑΕΚ αποκτήθηκαν από τον Ενάγοντα τον Μάιο του 2011.
  9. Τον Ιούνιο του 2011, τούτος έλαβε την αναλογία του πρώτου εξαμηνιαίου επιτοκίου τους, χωρίς να αντιδράσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

10.  Τον Αύγουστο του 2011, και σε πλήρη σύγκρουση με το τι λογικά ανέμενε ο Ενάγοντας ενόψει της συναίνεσης του στην απόκτηση τα ΜΑΕΚ, η Εναγόμενη προχώρησε στην απαίτηση άμεσης καταβολής οφειλών τεσσάρων εταιρειών του ομίλου του για τραπεζικές διευκολύνσεις που έτυχαν από αυτή (ύψους περίπου €4.000.000,00), ενέργεια την οποία ο Ενάγοντας χαρακτήρισε ως μερική υλοποίηση της απειλής του Εναγόμενου.

11.  Παρά ταύτα, ο Ενάγοντας δεν επιδίωξε τον παραμερισμό της συμφωνίας των ΜΑΕΚ, παρά το γεγονός ότι απόκτησε τούτα με σκοπό, ακριβώς, να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

12.  Τον Δεκέμβριο του 2011, τούτος έλαβε την αναλογία του δεύτερου εξαμηνιαίου επιτοκίου τους, χωρίς, και πάλι να αντιδράσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

13.  Στις 23 Μαρτίου, 2012, ο Εναγόμενος, έπαψε πλέον να σχετίζεται με την Εναγόμενη, αφού είχε υπουργοποιηθεί.  Παρά την εξέλιξη αυτή, και δη το μη έλεγχο, πλέον, από τον Εναγόμενο της όποιας τυχόν εξέλιξης των τραπεζικών διευκολύνσεων των Εναγόντων και γενικότερα του ομίλου εταιρειών του Ενάγοντα, και πάλι ο τελευταίος δεν επιδίωξε τον παραμερισμό της συμφωνίας των ΜΑΕΚ.

14.  Τον Ιούνιο του 2012, η Εναγόμενη, ενώ στη βάση των όρων της συμφωνίας των ΜΑΕΚ θα έπρεπε να του καταβάλει τόκο για το πρώτο εξάμηνο του εν λόγου έτους, κατά παράβαση των όρων αυτών, δεν του τον κατέβαλε, όπως και δεν κατέβαλε οποιοδήποτε επόμενο προνοούμενο από αυτά τόκο.

15.  Από τη μη καταβολή των τόκων τον Ιούνιο του 2012 μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, στη βάση πάντα των όσων ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε, διαμαρτυρόταν προς την Εναγόμενη για την εν προκειμένω συμφωνία, πλην όμως μόνο στη βάση κατ’ ισχυρισμό εξαπάτησης του από την τελευταία, χωρίς, ποτέ, να συσχετίσει τις διαμαρτυρίες του αυτές με την απειλητική συμπεριφορά της, και δη τις συνθήκες, υπό τις οποίες, πλέον, εντελώς περιοριστικά, προωθείται και εδράζεται η παρούσα αγωγή.

16.  Τον Μάρτιο του 2013, έλαβαν χώρα τα γνωστά γεγονότα στην Κύπρο, που οδήγησαν στον, σχεδόν, εκμηδενισμό των κεφαλαίων του Ενάγοντα, που ήταν επενδυμένα στα ΜΑΕΚ.

17.  Μετά που συνέβησαν όλα τα πιο πάνω, και αφού παρήλθαν 16 περίπου μήνες από το τελευταίο, ανωτέρω γεγονός, ο Ενάγοντας, χωρίς να έχει απεξαρτηθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, από την έκθεση του ιδίου, των λοιπών Εναγόντων, και γενικότερα του ομίλου εταιρειών του, από την Εναγόμενη, αποφάσισε να καταχωρήσει την παρούσα αγωγή, με σκοπό να παραμερίσει / ακυρώσει την συμφωνία απόκτησης των ΜΑΕΚ στη βάση των αρχών της ψυχικής πίεσης και οικονομικού εξαναγκασμού

 

Είμαι της γνώμης, για τους λόγους που απαρίθμησα μόλις πιο πάνω, ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να εκδοθούν, οι επιζητούμενες θεραπείες επιείκειας. Θεωρώ, εν προκειμένω, εξ ου και θα έκρινα, ότι, με τον τρόπο που ενέργησε ο Ενάγοντας, μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας των ΜΑΕΚ, δημιούργησε στην Εναγόμενη την εικόνα ότι αυτός θα σεβαστεί τους όρους της και δεν θα επιδιώξει την οποιαδήποτε ακύρωση της επί της βάσης, που, μέσω της παρούσας αγωγής επιχειρεί.  Είναι δε στη βάση αυτή, που και η Εναγόμενη, εκπληρώνοντας, έστω μερικώς, της δικές της σχετικές υποχρεώσεις, κατέβαλε, τον Ιούνιο του 2011 και τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, τους τόκους στον Ενάγοντα ως αυτοί προνοούντο από τους όρους της εν προκειμένου συμφωνίας.

 

Το αν η μη καταβολή των τόκων για το πρώτο εξάμηνο του 2012 και ακολούθως, αποτελεί παράβαση της εν προκειμένω συμφωνίας, δεν είναι κάτι που θα εξεταστεί από το Δικαστήριο, ενόψει του ότι δεν προβάλλεται σχετική βάση στην παρούσα αγωγή.

 

            Είμαι, ωστόσο, της γνώμης ότι, και ως εκ τούτου θα έκρινα, ότι εκείνο που αβίαστα προκύπτει από την όλη, ανωτέρω, συμπεριφορά του Ενάγοντα, η απόφαση του να αποταθεί στο Δικαστήριο με την παρούσα αγωγή και να επιδιώξει την ακύρωση της εν προκειμένω συμφωνίας, δεν ήταν το αποτέλεσμα της επιθυμίας του να αναζητήσει θεραπεία λόγω της πικρίας και αδικίας που τον διακατείχε στη βάση του ότι συναίνεσε στην απόκτηση των ΜΑΕΚ λόγω της πίεσης και εξαναγκασμού που του άσκησε η Εναγόμενη, αλλά λόγω, αρχικώς, της αδυναμίας της πρώτης να εκπληρώσει τους όρους της εν λόγω συμφωνίας δια της καταβολής των προνοούμενων εκεί τόκων, και ακολούθως, και καταλυτικώς, του εκμηδενισμού του κεφαλαίου του που είχε επενδύσει στα ΜΑΕΚ.

 

            Με την μόλις κρίση μου, δεν θα αποφαινόμουν ως προς το κατά πόσο η εν προκειμένω συμφωνία θα μπορούσε να κριθεί ως ακυρώσιμη επί άλλων νομικών βάσεων, οι οποίες, μολονότι δικογραφήθηκαν, εγκαταλείφθηκαν, ούτε ως προς το κατά πόσο, η μετέπειτα συμπεριφορά του Ενάγοντα, ως αυτή περιγράφηκε ανωτέρω, θα μπορούσε να αποτελέσει υπεράσπιση για την Εναγόμενη, στην περίπτωση που η αγωγή προωθείτο επί κάθε τέτοιας νομικής βάσης.  Εκείνο που με ασφάλεια μπορώ να καταλήξω είναι ότι, ο Ενάγοντας, για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, πριν καταχωρήσει την παρούσα αγωγή, είχε συμπεριφερθεί με τέτοιο τρόπο που θα του στερούσε το δικαίωμα να επιζητεί την οικονομική αποκατάστασή του στη βάση των αρχών της επιείκειας επί των νομικών βάσεων της ψυχικής πίεσης και του οικονομικού εξαναγκασμού.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω η παρούσα αγωγή απορρίπτεται.

 

Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανέναν λόγο για να παρεκκλίνω του κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν τη διαδικασία και κατά συνέπεια επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων 1 και 7 και εναντίον των Εναγόντων, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλην όμως θα αφορούν ένα σετ εξόδων λόγω της κοινής εκπροσώπησης των Εναγόμενων από έναν δικηγόρο.

 

 



(Υπ.) …………………………….

                                                                                                                    Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Οι υπόλοιποι Ενάγοντες εγκατέλειψαν την αγωγή.

[2] Η αγωγή αποσύρθηκε σε σχέση με τους λοιπούς Εναγόμενους.

[3] Κάθε άλλη επιζητούμενη, μέσω της παρούσας αγωγής, θεραπεία σε σχέση με άλλα χρηματοοικονομικά μέσα που εξέδωσε η Εναγόμενη και αποκτήθηκαν από τους Ενάγοντες, πριν την απόκτηση των ΜΑΕΚ, εγκαταλείφθηκε.

[4] Κάθε άλλη δικογραφημένη νομική βάση, εγκαταλείφθηκε.

[5] Παρά την αναφορά στην Εναγόμενη 1 εταιρεία, εντούτοις, στη βάση σχετικών δηλώσεων των συνηγόρων των Εναγόντων κατά την ακροαματική διαδικασία, αλλά και ως προκύπτει από άλλες αναφορές στην τελική αγόρευσή τους, οι οποίες καταγράφονται κατωτέρω, η αγωγή προωθείται μόνο από τον Ενάγοντα. 

[6] Πρόκειται για τον Εναγόμενο 7.

[7] Παράγραφος 37(ι)της έκθεσης απαίτησης.

[8] Παράγραφο 37 (κ) της έκθεσης απαίτησης.

[9] Το κατά πόσο, πέραν της εισήγησης, ο Εναγόμενος προέβη, προς τον Ενάγοντα, σε οποιεσδήποτε άλλες παραστάσεις, απειλές ή πιέσεις, στη βάση των δικογραφημένων θέσεων των μερών και της σχετικής αντεξέτασης, στην οποία θα αναφερθώ κατωτέρω, παραμένει διαφιλονικούμενο. 

[10] Ως αυτός ορίστηκε ανωτέρω.

[11] Ως αυτοί ορίστηκαν ανωτέρω.

[12] Κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του, διόρθωσε τη σχετική αναφορά του, λέγοντας – χωρίς να αμφισβητηθεί τούτο, αποτελεί, εξάλλου, κοινό τόπο – ότι για την απόκτηση των ΜΑΕΚ αποδεσμεύτηκαν τα ενεχυριασμένα ΜΑΚ και όχι τα Χρεόγραφα.

[13] Πρόκειται για την Ενάγουσα 1.

[14] Οι τέσσερις αυτές επιστολές, της Εναγόμενης, τερματισμού των τραπεζικών διευκολύνσεων των εταιρειών του Ενάγοντα, κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 24.1 – 24.4.

[15] Υπογράμμιση δική μου.

[16] Οι αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων των Εναγουσών 1 – 4, ημερομηνίας 20.05.2011, με τις οποίες αποφάσισαν να ακυρώσουν την προγενέστερη (ημερ. 19.05.2011) αρνητική τους απόφαση και να αποκτήσουν τα ΜΑΕΚ. 

[17] Αναφορά στο γεγονός αυτό έγινε από τον Μ.Υ.2 με παραπομπή στους σχετικούς εξελεγμένους λογαριασμούς και δεν αμφισβητήθηκε.

[18] Γίνεται ειδική αναφορά σε συνάντηση του Ενάγοντα, της Μ.Ε.2 και τρίτου εκπροσώπου των Εναγουσών εταιρειών (κ. Τσιάκκα), χωρίς να αναφέρεται ότι στη συνάντηση αυτή ήταν παρούσα και Μ.Υ.1.

[19] Κατά την Μ.Ε.2, η απόφαση της μη απόκτησης των ΜΑΕΚ λήφθηκε σε συγκεκριμένη συνάντηση, με παρόντες την ίδια, τον Ενάγοντα, τον κ. Τσιάκκα και την Μ.Υ.1. 

[20] Με παραπομπή στο περιεχόμενο συγκεκριμένων τεκμηρίων και στις ιδιότητες υπό τις οποίες ενεργούσε ο Ενάγοντας κατά τον ουσιώδη, για την παρούσα αγωγή, χρόνο.

[21]      Μέσω της αίτησης αυτής, ο Ενάγοντας απέκτησε ΜΑΚ μεγαλύτερης αξίας από το κεφάλαιο των Χρεογράφων που κατείχε προηγουμένως, καταβάλλοντας επιπρόσθετο κεφάλαιο.

[22] Προκύπτει ξεκάθαρα από το περιεχόμενο των σχετικών αποφάσεων των διοικητικών Συμβουλίων των Εναγουσών 1 μέχρι 4 ότι η απόφασή τους ήταν να μην μετατρέψουν τα ΜΑΚ σε ΜΑΕΚ, και όχι, καθ' οιονδήποτε τρόπο, να αμφισβητήσουν, στο χρονικό εκείνο σημείο, τη νομιμότητα της σύμβασης απόκτησης των ΜΑΚ. Εξάλλου, καμία αντίθετη θέση προωθήθηκε από πλευράς των μαρτύρων του Ενάγοντα.

 

[23] Δεν πρόκειται για περίπτωση που ο Ενάγοντας έδωσε κάποια εξήγηση, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο, αλλά για περίπτωση που δεν ανέφερε τίποτα σχετικό.

[24] Δεν προέβαλε τίποτα διαφορετικό, ούτε και έδωσε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί δεν αποτάθηκε στο Δικαστήριο προηγουμένως. Η δε ιδιότητες του, ως αναλύθηκαν ανωτέρω, η πρόσβαση του σε σχετική νομική συμβουλη και η εν γένει ευφυΐα του και πείρα του δεν επιτρέπουν άλλη εξήγηση. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο