ECLI:CY:EDLEM:2009:A193

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Δ. Ι. Κίτσιου, Ε.Δ.

 

                                                                   Αρ. Αγωγής: 5643/07

 

Μεταξύ:

 

Κλεόβουλος Αριστοτέλους, εκ Λεμεσού

 

                                                                   Ενάγοντας

 

και

 

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, από τη Λεμεσό

 

                                                                   Εναγομένων

 

---------------------

 

Αίτηση ημερομηνίας 10.04.09 για περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες

 

Ημερομηνία: 07.07.2009

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα-Αιτητή: κα Ασσιώτου για Κ. Μελάς & Συνεργάτες (κ. Μελάς κατά

                                 την απόφαση)

Για Εναγόμενους-Καθ΄ ων η αίτηση: κ. Π. Κουζούπης για Α. Κ. Χ″Ιωάννου &

                                                       Υιοί 

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η αξίωση του ενάγοντα εναντίον των εναγομένων στην παρούσα αγωγή στηρίζεται σε παράβαση του δικαιώματος και σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και/ή του δικαιώματος του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών και/ή παραβίαση των προσωπικών δεδομένων και/ή άλλων ανθρώπινων δικαιωμάτων του ενάγοντα κατά το έτος 2005. 

 

Πιο συγκεκριμένα ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι ως συνδρομητής των εναγομένων δεν του παρασχέθηκαν τέτοιες υπηρεσίες όπου θα προστατευόταν η προσωπική και οικογενειακή του ζωή με αποτέλεσμα να παραβιαστούν ανθρώπινα δικαιώματα του και/ή προσωπικά του δεδομένα εξαιτίας των εναγομένων οι οποίοι δεν διασφάλισαν το απόρρητο των επικοινωνιών του. 

 

Περαιτέρω ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα και/ή υπάλληλοι και/ή αξιωματούχοι και/ή εκπρόσωποι και/ή υπηρέτες των εναγομένων παρέμβαιναν σε απόρρητα στοιχεία και/ή δεδομένα του και ότι τα στοιχεία αυτά πήγαιναν στα χέρια ιδιωτικών ντέντεκτιβ και/ή άλλων προσώπων οι οποίοι ανελάμβαναν να παρακολουθήσουν τις κινήσεις διαφόρων προσώπων σε προσωπικό όσο και επαγγελματικό επίπεδο.  Επίσης ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι ενήργησαν αμελώς και/ή παρέβηκαν τα νομικά και/ή συμβατικά τους καθήκοντα και/ή υποχρεώσεις έναντι του, παρατίθενται σε σχετικές λεπτομέρειες. 

 

Στην Υπεράσπιση τους οι εναγόμενοι αρνούνται ότι αποκάλυψαν σε οποιοδήποτε πρόσωπο στοιχεία που έχουν σχέση με τον ενάγοντα ή οποιεσδήποτε επικοινωνίες του.  Ισχυρίζονται στην παράγραφο 3 της Υπεράσπισης ότι τηρούν αυστηρά το απόρρητο των επικοινωνιών και έχουν αυστηρούς εσωτερικούς κανονισμούς και συστήματα ασφαλείας του απόρρητου αυτών. 

 

Η τελευταία πιο πάνω αναφορά αποτέλεσε το έναυσμα για τον ενάγοντα να καταχωρήσει στις 10.04.09 την επίδικη αίτηση (στο εξής η αίτηση) με την οποία ζητά όπως οι εναγόμενοι διευκρινίσουν με ποιους τρόπους ή μεθόδους τηρούν το απόρρητο των επικοινωνιών και τι ακριβώς προβλέπουν οι εσωτερικοί κανονισμοί και τα συστήματα ασφαλείας του απορρήτου των επικοινωνιών που οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι έχουν.

 

Η νομική βάση της αίτησης η Δ.19, Κ.6, 7 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Στην πιο πάνω αίτηση έχει καταχωρηθεί ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης, σ΄ αυτήν προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι ένστασης:

 

1.    Παροχή των ζητουμένων λεπτομερειών θα συνιστούσε αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών και παραβίαση των μεθόδων και συστημάτων ασφαλείας του απορρήτου των επικοινωνιών.

 

2.    Στην γενικότητα τα συστήματα και μέθοδοι είναι σύμφωνα με το Νόμο. 

 

Η ακροαματική διαδικασία της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση των αγορεύσεων.  Μέσα από τις αγορεύσεις τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, προώθησαν τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους.  Ειδικότερα η πλευρά του αιτητή αφού αναφέρθηκε στο σκοπό της παροχής λεπτομερειών εισηγήθηκε πως θα πρέπει να δοθούν οι αιτούμενες λεπτομέρειες για να γνωρίζει το περίγραμμα της υπόθεσης που θα παρουσιάσουν οι εναγόμενοι αφού κάτι τέτοιο δεν μπορεί να προσδιοριστεί εν όψει της γενικότητας με την οποία προβάλλουν τον ισχυρισμός τους οι εναγόμενοι ότι τηρούσαν το απόρρητο και έπαιρναν μέτρα ασφαλείας.  Η γενικότητα αυτή ενδεχομένως να τον βρει προ εκπλήξεως στη δίκη. 

 

Από την άλλη, η πλευρά των καθ΄ ων η αίτηση εισηγούνται όπως μη εγκριθεί το αιτούμενο διάταγμα καθότι η παροχή των λεπτομερειών που ζητούνται δεν εξυπηρετεί το επίδικο θέμα και θα καθιστούσε τα συστήματα ασφαλείας διάτρητα αφού η γνωστοποίηση τους, εφόσον η δίκη είναι δημόσια θα παράσχει σε επιτήδειους να επιχειρήσουν την παραβίαση τους και ουσιαστικά θα εκτεθεί σε κίνδυνο η αποκάλυψη των επικοινωνιών του συνόλου των συνδρομητικών των εναγομένων. 

 

Νομική πτυχή:

 

Η Δ.19 Κ.6 προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«A further and better statement of the nature of the claim or defence, or further and better particulars of any matter stated in any pleading, notice, or written proceeding requiring particulars, may in all cases be ordered, up[on such terms, as to costs and otherwise, as may be just». 

 

Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Χριστόδουλου Κ. Θεμιστοκλέους ν. Χρ. Γεωργιάδης Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. σελ. 157 η Δ.19 Κ.6 θα πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται υπό το πρίσμα της Δ.19 Κ.4 στην οποία προβλέπονται τα εξής:

 

«Every pleading shall contain, and contain only, a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be but not the evidence by which they are to be proved and shall, when necessary, be divided into paragraphs, numbered consecutively.  Dates, sums, and numbers shall be expressed in figures and not in words.  The pleadings shall be signed by the advocate, or by the party, if he sues or defends in person».

 

Στην ίδιο πιο πάνω απόφαση (Χρ. Θεμιστοκλέους) γίνεται εκτενής ανάλυση των αρχών και καθοδηγητικών γραμμών που θα πρέπει να λαμβάνονται  υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε αίτημα για περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες, γι΄ αυτό και κρίνεται ορθό όπως παρατεθούν αυτούσια αποσπάσματα από την πιο πάνω απόφαση:

 

«Από το συνδυασμένο αποτέλεσμα των πιο πάνω ακολουθεί και η αρχή, που εκφράζεται ως βασική αρχή στη νομολογία, ότι περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες μπορούν να δοθούν μόνο αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται το δικόγραφο και όχι αναφορικά με τη μαρτυρία που θα προσκομισθεί προς απόδειξη τους.  Δίδονται δε ώστε ο αντίδικος να γνωρίζει ποια υπόθεση μπορεί να αναμένει να παρουσιασθεί στη δίκη και να μην καταληφθεί εξ απίνης.  Οι λεπτομέρειες έχουν σκοπό να διευκρινίσουν και εξειδικεύσουν τα ισχυριζόμενα ουσιαστικά γεγονότα, αλλά κατ΄ ουδένα λόγο να εκμαιεύσουν ή να αποκαλύψουν την ίδια τη μαρτυρία με την οποία αυτά τα αποδειχθούν. 

 

Αίτημα για λεπτομέρειες ως προς το όνομα προσώπου σχετιζόμενου προς τα γεγονότα που εκτίθενται στο δικόγραφο είναι φυσικό να δημιουργεί δυσκολίες.  Από μια άποψη, όπως ήταν και η άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου, η μη παροχή διευκρινίσεων ως προς το ποιο πρόσωπο ενήργησε εκ μέρους της εταιρείας όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων θα άφηνε την εφεσίβλητη στο σκοτάδι για το τι μπορούσε να αναμένει στη δίκη, και μάλιστα αφού η ίδια, ως ενάγουσα, δεν θα ήταν σε θέση να γνωρίζει ποιο μάρτυρα  θα αναμένετο έτσι να παρουσιάσει για να αντικρούσει την υπεράσπιση.  Από μια άλλη άποψη, η διευκρίνιση του ονόματος θα αναφέρετο στη μαρτυρία η οποία θα στοιχειοθετούσε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα.  Όσον αφορά τη νομολογία, η απόφαση The National Supply Corp. of the Libyan Arab Republic v. Achaia Shipping Ltd (1975) 1 C.L.R. 427, στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Σπυριδάκης, δεν είναι ευθέως σχετική.  Το πράγμα έχει όμως εξετασθεί στην Αγγλική νομολογία.  το πιο πάνω είναι ακριβώς το δίλημμα που είχε να αντιμετωπίσει ο Kay, J., στην υπόθεση The Briton Medical and General Life Association Ltd v. The Britannia Life Association and Whinney, 59 LT 888, σε αίτηση της ενάγουσας εταιρείας για λεπτομέρειες, μεταξύ άλλων, ως προς το ποιοι εκ των διευθυντών της ενάγουσας είχαν ενεργήσει με τον τρόπο που ισχυρίζετο η εναγόμενη εταιρεία  στο δικόγραφο της και με αλλότρια κίνητρα ώστε να επιφέρουν τη διάλυση της προς δικό τους όφελος.  Ο Kay, J., παραθέτοντας τη γενική αρχή, εξέφρασε τη δυσκολία που παρουσίαζε η αίτηση στα πλαίσια της τοσούτο μάλλον ως εκ της έλλειψης σχετικής νομολογίας.  Παρατηρώντας ότι το δικόγραφο ήταν εσκεμμένα αόριστο, ενέκρινε την αίτηση και διέταξε την παροχή λεπτομερειών ώστε να διευκρινίζετο κατά πόσον οι διευθυντές είχαν ενεργήσει προφορικά ή γραπτά και, αν προφορικά, ποιοι είχαν έτσι ενεργήσει, και αν γραπτά, πότε. 

 

Σύντομα μετά, το θέμα ηγέρθη και ενώπιον του Court of Appeal  στην υπόθεση Temperton v. Russell and Others 9 TLR 319.  Ο ενάγων στην αγωγή του εναντίον των εναγομένων αξιωματούχων συντεχνίας ισχυρίζετο ότι αυτοί είχαν επηρεάσει εργολάβους, με τους οποίους είχε συνάψει συμφωνίες, να τις παραβούν και τους υπαλλήλους τους να εγκαταλείψουν την εργοδότηση τους.  Οι εναγόμενοι ζήτησαν και τους ενεκρίθησαν λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο με τον οποίο, όπως ισχυρίζετο ο ενάγων, είχαν έτσι επηρεάσει.  Ο ενάγων έδωσε λεπτομέρειες ως προς τα ονόματα των εργολάβων στους οποίους αναφέρετο και ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι εναγόμενοι είχαν ενεργήσει, λέγοντας ότι είχαν επηρεάσει με απειλές τους υπαλλήλους μέλη της συντεχνίας να εγκαταλείψουν την εργοδότηση τους με αποτέλεσμα οι εργολάβοι να μην μπορούν να εκτελέσουν τις συμφωνίες τους με τον ενάγοντα.  Οι εναγόμενοι όμως δεν ικανοποιήθησαν και ζήτησαν περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς το ποιος από τους εναγόμενους ενήργησε και πως σε αναφορά με τους υπαλλήλους και ως προς τα ονόματα των εν λόγω υπαλλήλων.  Ο ενάγων ενέστη ισχυριζόμενος και ότι ο ίδιος δεν γνώριζε τα στοιχεία αυτά και ότι εν πάση περιπτώσει η αποκάλυψη των ονομάτων των υπαλλήλων θα συνιστούσε αποκάλυψη της μαρτυρίας και των μαρτύρων του.  Η εξέλιξη της υπόθεσης δείχνει τη διχογνωμία που μπορεί να υπάρξει σε τέτοια περίπτωση.  Ο Master απέρριψε τη θέση του ενάγοντα και ενέκρινε την παροχή περαιτέρω λεπτομερειών όπως εζητούντο, ανετράπη όμως από τον Judge in Chambers, η απόφαση του οποίου ανετράπη από το Divisional Court.  Στο Court of Appeal η έφεση του ενάγοντα επέτυχε και επικυρώθηκε η απόφαση του Judge in Chambers με την οποία παραμερίσθηκε το διάταγμα του Master για περαιτέρω λεπτομέρειες.  Ο Lord Esher, M.R., παρατήρησε ότι οι αρχικά δοθείσες λεπτομέρειες ήσαν επαρκείς.  Ο ενάγων ισχυρίζετο ότι ο κάθε ένας από τους εναγόμενους είχε ενεργήσει με τον τρόπο με τον οποίο εξήγησε και ήταν πλέον θέμα μαρτυρίας αν θα επετύγχανε εναντίον ενός εκάστου εναγόμενου, ώστε να μην ετίθετο θέμα περαιτέρω προσδιορισμού του πως ο κάθε εναγόμενος ενήργησε.  Όσον αφορά τα ονόματα των υπαλλήλων, ο Lord Esher θεώρησε ότι η αποκάλυψη τους θα ήταν εντελώς έξω από τα πλαίσια των λεπτομερειών».

 

Συνεχίζει όμως η πιο πάνω απόφαση ως εξής:

 

«Σε υποθέσεις δυσφήμισης το δικαστήριο είναι διατεθειμένο να διατάξει λεπτομέρειες των ονομάτων προσώπων τα οποία εμπλέκονται από τον εναγόμενο σε αναφορά με την υπεράσπιση της αλήθειας της αναφοράς (ίδε Zierenberg v. Laboudhere (1893) 2 Q.B. 183, Wootton v. Sievier (1913) 3 K.B. 499).  Αυτό φαίνεται να συνδέεται όχι μόνο προς την ιδιαίτερη υφή, δικογραφική και άλλη, της δυσφήμισης αλλά και προς την αρχή ότι αν οι λεπτομέρειες είναι αναγκαίες για σκοπούς διευκρίνισης της θέσης του αντιδίκου, δεν μπορεί να υπάρξει άρνηση στην παραχώρηση τους μόνο και μόνο διότι θα έχουν ως επακόλουθο την αποκάλυψη των ονομάτων ενδεχομένων μαρτύρων.  Αυτός είναι και ευρύτερος κανόνας, όπως διατυπώνεται στην υπόθεση Bishop v. Bishop (1901) P.235, όπου απεφασίσθη ότι ο ισχυρισμός της συζύγου σε αγωγή διαζυγίου για σκληρότητα εκ μέρους του συζύγου της υπό τη μορφή προσβλητικής συμπεριφοράς στην παρουσία προσκεκλημένων και υπηρετών τους δικαιολογούσε την παροχή λεπτομερειών ως προς το ποιοι ήσαν οι εν λόγω προσκεκλημένοι και υπηρέτες».

 

 

 

 

Αξιολόγηση εκατέρωθεν εκδοχών και Συμπέρασμα Δικαστηρίου:

 

Πριν προχωρήσει το Δικαστήριο επί της ουσίας της αίτησης κρίνει πως ενώπιον του υπάρχουν στοιχεία τα οποία υπαγορεύουν να εξετάσει κατά πόσο η επίδικη αίτηση είναι εμπρόθεσμη (καταχωρήθηκε 10.04.2009) συμφώνως της Δ.30 Κ.1 εν όψει του ότι είχε αρχίσει η διαδικασία για οδηγίες από τις 22.10.2008. 

 

Σ΄ αυτό το στάδιο είναι αναγκαίο να γίνει μια σύντομη αναδρομή στα ουσιώδη γεγονότα που προκύπτουν από το φάκελο.  Αυτά συνίστανται στα πιο κάτω:

 

(α) Στις 19.09.2008 η πλευρά του ενάγοντα-αιτητή και αφού είχαν συμπληρωθεί τα δικόγραφα αιτήθηκε τον ορισμό δικασίμου επικαλούμενη τη Δ.30 Κ.1, οπότε το Δικαστήριο έχοντας εξουσία σύμφωνα με τη Δ.30 Κ.1(α), όρισε την αγωγή για οδηγίες στις 22.10.2008.  Κατά αυτήν την εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου εκ συμφώνου ορίστηκε η αγωγή στις 25.11.09 τόσο για σκοπούς διευθέτησης όσο και για προετοιμασία για την ακρόαση.  Για επίτευξη του τελευταίου σκοπού το Δικαστήριο έδωσε τις ακόλουθες οδηγίες:

 

1.Οι διάδικοι να αποκαλύψουν ενόρκως όλα τα έγγραφα που θα παρουσιάσουν στη δίκη εντός 25 ημερών από σήμερα.

 

2.            Οι διάδικοι να ζητήσουν λεπτομέρειες για τους δικογραφημένους ισχυρισμούς εάν επιθυμούν εντός 25 ημερών από σήμερα.

 

3.            Οποιαδήποτε ενδιάμεση αίτηση για εκδίκαση νομικού σημείου ή για άλλο θέμα να καταχωρηθεί εντός  25 ημερών από σήμερα.

 

(β) Στις 25.11.2008, και επειδή μόνο η πλευρά του ενάγοντα καταχώρησε ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων, η πλευρά των εναγόμενων ζήτησε παράταση χρόνου για την αποκάλυψη των εγγράφων που θα παρουσιάσει στη δίκη οπότε, το Δικαστήριο όρισε ξανά την υπόθεση για οδηγίες δίδοντας νέα προθεσμία για αποκάλυψη εγγράφων από τους εναγόμενους εντός 30 ημερών.  Σημειώνεται πως κατ΄ αυτή τη δικάσιμο, δηλαδή 25.11.08, ουδέν αίτημα ή τοποθέτηση υπήρξε από τους διαδίκους ως προς το θέμα των λεπτομερειών.  Ως η επόμενη δικάσιμος μετά τις 25.11.08 ορίστηκε η 15.01.2009 και ξανά για οδηγίες ούτως ώστε να συμπληρωθεί το θέμα της αποκάλυψης των εγγράφων από τους εναγόμενους. 

 

(γ) Στις 15.01.2009 οι εναγόμενοι αιτήθηκαν εκ νέου παράταση της προθεσμίας που τους δόθηκε ως προς την αποκάλυψη εγγράφων, και με τη σύμφωνη θέση του ενάγοντα δόθηκε νέα προθεσμία 30 ημερών στους εναγόμενους και η αγωγή ορίστηκε εκ νέου για οδηγίες στις 27.02.09.  Το ίδιο ακριβώς σκηνικό επαναλήφθηκε στις 27.02.09 οπότε με τη σύμφωνη θέση του ενάγοντα δόθηκε πάλι νέα προθεσμία για αποκάλυψη εγγράφων από τους εναγόμενους και η αγωγή ορίστηκε για οδηγίες στις 14.04.2009.  Στις 10.04.2009 ο ενάγοντας καταχώρησε την επίδικη αίτηση για περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες αφού προηγουμένως στις 05.03.2009 τις ζήτησε με επιστολή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στο φάκελο της υπόθεσης. 

 

Από το ιστορικό και την εξέλιξη της διαδικασίας όπως αναφέρθηκε πιο πάνω διαπιστώνεται πως το αίτημα του ενάγοντα για λεπτομέρειες βρίσκεται εκτός των προθεσμιών που έθεσε αρχικά το Δικαστήριο αλλά και εκτός της διαδικασίας που τροχιοδρόμησε το Δικαστήριο στη βάση της Δ.30 με σκοπό την καλύτερη προετοιμασία της αγωγής για ακρόαση.  Η επίδικη αίτηση πέραν του ότι καταχωρήθηκε χωρίς έρεισμα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τη Δ.30 αλλά και τις προθεσμίες του Δικαστηρίου κρίνεται πως έγινε καταχρηστικά αφού στις προαναφερθείσες εμφανίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου θα μπορούσε η πλευρά του ενάγοντα να τοποθετηθεί για τις λεπτομέρειες που επιθυμεί να έχει στη διάθεση της οπότε θα εκδιδόταν ή όχι, αναλόγως και με τη θέση της άλλης πλευράς, διάταγμα του Δικαστηρίου χωρίς να απαιτείται ξεχωριστή αίτηση όπου έγινε στην παρούσα περίπτωση.

 

Εν όψει των πιο πάνω στοιχείων και ειδικότερα των προθεσμιών που δεν ακολουθήθηκαν, και επειδή ουδέποτε ο ενάγοντας ζήτησε παράταση κατά τις εμφανίσεις για οδηγίες ως προς το θέμα των λεπτομερειών και ούτε τέτοιο αίτημα του υπάρχει στην επίδικη αίτηση, το Δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει στοιχείο αντικανονικότητας στην αίτηση του ως προς το χρόνο που ζητούνται οι λεπτομέρειες, η οποία, δεν θεραπεύτηκε με οποιοδήποτε διάβημα και ως εκ τούτου υπάρχει κώλυμα στην εξέταση της ουσίας της επίδικης αίτησης.  Ως σχετική υπόθεση η οποία ενισχύει την πιο πάνω τοποθέτηση του Δικαστηρίου κρίνεται ότι αποτελεί η υπόθεση Remedica Ltd v. BAYER AKTIENGESELLSCHAFT (1998) 1 Α.Α.Δ. 1815 όπου σε παρόμοια γεγονότα ως προς την προθεσμία καταχώρησης αίτησης για έκδοση οδηγιών για αποκάλυψη και επιθεώρηση εγγράφων το Εφετείο αποφάσισε ότι η αίτηση ήταν εκπρόθεσμη και θα έπρεπε να απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

Ανεξάρτητα με το πιο πάνω συμπέρασμα και σε περίπτωση όπου αυτό ήθελε ανατραπεί, εξετάζεται στη συνέχεια η ουσία της επίδικης αίτησης.  

 

Αφού το Δικαστήριο έχει διέλθει με κάθε προσοχή τις θέσεις που έχουν προωθήσει οι δύο πλευρές, με αναφορά στη φύση της διαφοράς και το σκοπό που έχει θεσμοθετηθεί η διάταξη για περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες, κρίνεται ότι οι αιτούμενες από τον ενάγοντα λεπτομέρειες για την παράγραφο 3 της υπεράσπισης θα προέβαλλαν ως δικαιολογημένες και αναγκαίες.  Τούτο επειδή πρόκειται για γενική θέση η οποία θα πρέπει να εξειδικευθεί με τις αιτούμενες λεπτομέρειες ούτως ώστε ο ενάγοντας να μην βρισκόταν εξ απίνης αφού οι εναγόμενοι επικαλούνται εσωτερικούς κανονισμούς και μεθόδους ασφαλείας που δεν θα μπορούσε ο ενάγοντας να προσδιορίσει πριν τη δίκη.  Συνεπώς οι εναγόμενοι οφείλουν να κάνουν ακριβή αναφορά σε ποιον κανονισμό (εσωτερικό) αναφέρονται.  Στο σύγγραμμα Bullen & Leake σελίδες 1071-1072 γίνεται αναφορά στην αναγκαιότητα παράθεσης λεπτομερειών είτε στην Έκθεση Απαίτησης ή στην Υπεράσπιση, όταν προβάλλονται θέσεις που επικαλούνται εφαρμογής ξένης νομοθεσίας.  Το σκεπτικό δεν είναι άλλο από του να δοθούν στοιχεία στον αντίδικο για τη ξένη νομοθεσία και να λάβει γνώση ώστε να μην βρεθεί προ εκπλήξεως και να ξέρει τι θα αντιμετωπίσει στη δίκη.  Κάτι ανάλογο θα πρέπει να λειτουργήσει για τα στοιχεία που προβάλλουν οι εναγόμενοι τα οποία ανήκουν στη δική τους σφαίρα γνώσης αλλά και λεπτομέρειες των ισχυρισμών τους τις οποίες θα επικαλεστούν στη δίκη. 

 

Εν όψει των πιο πάνω το αίτημα του ενάγοντα θα κρινόταν δικαιολογημένο και θα εγκρινόταν εάν η αίτηση του δεν ήταν εκπρόθεσμη. 

 

Τα όσα προβάλλουν οι εναγόμενοι-καθ΄ ων η αίτηση περί αποκάλυψης εμπιστευτικών στοιχείων δεν δύνανται να γίνουν αποδεκτά αφού δεν πρόκειται για αποκάλυψη μαρτυρίας αλλά για στοιχεία που θα εξειδικεύσουν τη γενική τους θέση, άλλωστε σε κάποιο στάδιο στη δίκη ούτως ή άλλως θα υποχρεωθούν να παρουσιάσουν μαρτυρία που θα στηρίξει τη θέση τους. 

 

Τέλος συνακόλουθα με όλα τα πιο πάνω η επίδικη αίτηση απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη με έξοδα προς όφελος των καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα πληρωθούν στο τέλος της δίκης. 

 

 

 

 

 

 

 

                                                            (Υπ.) ..         …………………………….

                                                                      Δ. Ι. Κίτσιος, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφον

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

/ΤΑ

 

 

 

 

 

 

 

 

SubjectCivil/Other Actions/Interim

Αναφορά: Πολιτική Δικονομία – Περισσότερες και καλύτερες λεπτομέρειες – Δ.19 Κ.6, 7.  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο