ECLI:CY:EDLEM:2011:A355

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Γ. Πετάση-Κορφιώτη, Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 2326/2001

 

Μεταξύ׃

 

Alpha Asset Finance Ltd

Εναγόντων

και

1.Ελένης Φειδία

2.Κώστα Φειδία

3.Κώστα Λαζαρίδη

4.Μιχαλάκη Παναγίδη

Εναγομένων

 

……………………………………………………..

 

Αίτηση της Alpha Bank Cyprus Limited ημερομηνίας 11.8.2011 για άδεια εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 12.6.2001

 

 

Ημερομηνία: 19 Δεκεμβρίου, 2011

 

EΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

 

Για Αιτητές: κ. Ιούλιος Γιορδαμλής

 

Για Καθ’ ων η αίτηση/Εναγόμενους 1, 2 και 4: κ. Μιχάλης Ιωάννου

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          Στις 12.6.2001 οι Ενάγοντες εξασφάλισαν απόφαση εναντίον των Εναγομένων 1, 2 και 4 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των £10.912,48 με τόκο 9% ετησίως επί ποσού £10.820,33 από 12.6.2001 μέχρι εξοφλήσεως πλέον έξοδα εκ £295,00 πλέον Φ.Π.Α. και έξοδα επίδοσης.

 

          Στις 5.2.2009 οι Ενάγοντες καταχώρησαν μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν την άδεια του Δικαστηρίου ώστε να συνεχίσουν την παρούσα αγωγή με το νέο όνομα των Εναγόντων, ήτοι Alpha Bank Cyprus Ltd, όπως επίσης, άδεια του Δικαστηρίου για εκτέλεση της απόφασης λόγω παρέλευσης έξι ετών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση. Το αιτούμενο διάταγμα εκδόθηκε στις 13.2.2009, πλην όμως ακυρώθηκε με απόφαση ημερομηνίας 30.9.2010 στα πλαίσια αίτησης των Εναγομένων 1 και 2 ημερομηνίας 28.5.2010 που καταχωρήθηκε δυνάμει της Δ.48 Θ. 8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

          Στις 9.12.2010 οι Ενάγοντες καταχώρησαν μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν την άδεια του Δικαστηρίου για εκτέλεση της απόφασης λόγω παρέλευσης έξι ετών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση με το νέο τους όνομα, ήτοι Alpha Bank Cyprus Ltd.  Μετά την επίδοση της αίτησης στους Εναγόμενους 1 και 2, αυτοί καταχώρησαν ένσταση και κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση λόγω του ότι κατά τον χρόνο καταχώρησής της δικαίωμα εκτέλεσης της απόφασης είχε η Alpha Bank Cyprus Ltd και όχι οι Ενάγοντες.

 

          Με την παρούσα αίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 11.8.2011 από την Alpha Bank Cyprus Limited (στο εξής οι «Αιτητές») επιζητείται η έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:

 

         «Α. Άδεια του Δικαστηρίου όπως επιτρέψει στους Αιτητές να συνεχίσουν την παρούσα αγωγή και να παραστούν στην παρούσα αίτηση.

         Β. Άδεια του Δικαστηρίου για εκτέλεση της αποφάσεως στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, λόγω παρελεύσεως έξι (6) ετών από της ημερομηνίας που εκδόθηκε η απόφαση με το νέο όνομα των Εναγόντων που είναι  ALPHA BANK CYPRUS LTD

 

          Η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.40 Θ. 8 και Δ.48 Θ. 8(1)(κκ) και συνοδεύεται από Ένορκη Δήλωση του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου των Αιτητών κ. Νεόφυτου Παρέα ημερομηνίας 11.8.2011.

 

          Στην Ένορκή Δήλωσή του ημερομηνίας 11.8.2011 ο κ. Παρέας κάνει αναφορά, μεταξύ άλλων, στην έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 12.6.2001, στο σημερινό οφειλόμενο υπόλοιπο του λογαριασμού της συμφωνίας ενοικιαγοράς που αφορούσε η απόφαση, στα μέτρα που κατά καιρούς λήφθηκαν από τους Ενάγοντες για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 12.6.2001, στις αιτήσεις ημερομηνίας 5.2.2009, 28.5.2010 και 9.2.2010, στη μεταβίβαση των εργασιών των Εναγόντων στην Alpha Bank Limited και την αλλαγή του ονόματος της Alpha Bank Limited σε Alpha Bank Cyprus Ltd.

 

          Η αίτηση καταχωρήθηκε αρχικά μονομερώς όμως στις 28.9.2011 το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως η αίτηση επιδοθεί στους Εναγόμενους 1, 2 και 4 σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.48 Θ. 8(1)(κκ).

 

          Η αίτηση επιδόθηκε στους Εναγόμενους 1, 2 και 4 – Καθ’ ων η αίτηση (στο εξής οι «Καθ’ ων η αίτηση») οι οποίοι στις 21.10.2011 καταχώρισαν Ειδοποίηση περί Πρόθεσης Ένστασης, η οποία βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 ΘΘ. 4, 8(4), 8(1)(κκ), 9 και 13, Δ.40 Θ. 8, στο άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60, στο άρθρο 30 του Συντάγματος, όπως επίσης στις συμφυείς εξουσίες, τη γενική πρακτική και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Οι λόγοι ένστασης οι οποίοι προβάλλονται από τους Καθ’ ων η αίτηση και επεξηγούνται στη συνοδεύουσα την ένσταση Ένορκη Δήλωση του κ. Κώστα Φειδία/Εναγόμενου 2 ημερομηνίας 21.10.2011, συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

(1)      Η αίτηση δεν μπορεί να προχωρήσει διότι οι Ενάγοντες είναι ανύπαρκτο πρόσωπο και/ή μη συγκροτημένο σώμα καθότι έχουν διαλυθεί και έπρεπε να τροποποιηθεί ο σχετικός τίτλος της αγωγής πράγμα που δεν έχει γίνει.

(2)      Οι Αιτητές ουδεμία δικαιολογία δίνουν για την καθυστέρηση που επέδειξαν στην εκτέλεση της απόφασης που εκδόθηκε την 12.06.2001 και η αίτησή τους περιέχει μόνο γενικούς και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς.

(3)      Η ανάγκη για άδεια εκτέλεσης της απόφασης προκύπτει από την αδράνεια των Αιτητών να προβούν σε οποιοδήποτε διάβημα ή να λάβουν μέτρα εκτέλεσης της απόφασης.

(4)      Δεν υπάρχει στην αίτηση οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με το κατά πόσον έχει επέλθει οποιαδήποτε αλλαγή στους διαδίκους ή μεταβίβαση συμφέροντος.

(5)      Ουδεμία αναφορά γίνεται στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ως προς το κατά πόσον επήλθε οποιαδήποτε αλλαγή στους Καθ’ ων η αίτηση από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης μέχρι σήμερα.

(6)      Η παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση της απόφασης έχει επιφέρει αλλαγή στην κατάσταση των Καθ’ ων η Αίτηση οι οποίοι σήμερα βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση από ότι ήταν κατά την έκδοση της απόφασης και εντός των 6 αμέσως επόμενων χρόνων.

(7)      Η κατάσχεση της περιουσίας των Καθ’ ων η αίτηση ή η λήψη οποιωνδήποτε μέτρων εκτέλεσης εναντίον τoυς στο παρόν στάδιο τους θέτει σε δυσμενή θέση λόγω της αλλαγής των συνθηκών τους και θα ήταν άδικο να επιτραπεί κάτι τέτοιο.

(8)      Οι Καθ’ ων η Αίτηση ουδεμία ενημέρωση και/ή πληροφόρηση είχαν για τις διαδικασίες που έγιναν από την έκδοση της απόφασης μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αίτησης για τις οποίες κάνει αναφορά ο κ. Νεόφυτος Παρέας στην Ένορκη Δήλωσή του που συνοδεύει την αίτηση και δεν τους δόθηκε το δικαίωμα να εκφέρουν τις απόψεις τους σε αυτές τις διαδικασίες. 

(9)      Οι Ενάγοντες ALPHA ASSET FINANCE LIMITED δεν ήταν τράπεζα, αλλά έμποροι διαθέσεως ειδών δυνάμει του Περί Ελέγχου Ενοικιαγοράς, Πωλήσεως επί Πιστώσει και Μισθώσεως Ιδιοκτησίας Νόμου του 1966 και για το λόγο αυτό στην προκειμένη περίπτωση δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Νόμου 64(1)/1997 σε σχέση με τη μεταβίβαση τραπεζιτικών εργασιών.

(10)    Τόσο η αίτηση όσο και η Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα που τη συνοδεύει δεν περιέχουν τόσα και τέτοια στοιχεία ώστε να βοηθήσουν το Δικαστήριο να ασκήσει ορθά την διακριτική του ευχέρεια.

(11)    Το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΗΒΗ 733 που ήταν το αντικείμενο της ενοικιαγοράς δεν έχει ακόμα πωληθεί με δημόσιο πλειστηριασμό με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να διαπιστωθεί το ποσό για το οποίο οι Ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν μέτρα εκτέλεσης.

(12)    Ο λογαριασμός που επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Α στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα δεν είναι ορθός διότι ενώ ο Ενόρκως Δηλών στην παράγραφο 7 της Ένορκης Δήλωσής του αναφέρει ότι μετά την έκδοση της απόφασης οι Εναγόμενοι κατέβαλαν το ποσό των €23510,36.- δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο ότι κατεβλήθη το εν λόγω ποσό, ενώ παράλληλα από την κατάσταση λογαριασμού την οποία επισυνάπτει προκύπτει ότι έχουν χρεωθεί υπερβολικά ποσά εξόδων.

(13)    Ενώ στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Δ η απόδειξη εγγραφής ΜΕΜΟ, εντούτοις οι Αιτητές δεν δίδουν οποιαδήποτε στοιχεία αναφορικά με την περιουσία που επιβαρύνεται και σε ποιόν από τους Καθ’ ων η αίτηση ανήκει.

(14)    Οι Αιτητές εμποδίζονται στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης καθότι έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο λόγω του ότι το Δικαστήριο επιλήφθηκε παρόμοιας αίτησης με την ίδια αξίωση, τους ίδιους διαδίκους και τα ίδια θέματα και απέρριψε το αίτημα τους.

(15)    Οι Αιτητές καταχώρησαν την παρούσα αίτηση χωρίς να λάβουν υπόψη τους την τροποποίηση της Δ.40 Θ. 8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Η ακροαματική διαδικασία περιορίστηκε στις αγορεύσεις των συνηγόρων των δύο πλευρών.  Οι θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους είναι καταγεγραμμένες και γι’ αυτό δεν θεωρώ σκόπιμο να τις επαναλάβω.  Ωστόσο, αναφορά θα γίνεται όπου κρίνεται αναγκαίο.

 

Ως προς τη νομική πτυχή της αίτησης παρατηρούνται τα ακόλουθα:

 

          Όπως τονίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Panaou v. Hadjichristofi (1963) 2 CLR 19, η εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης είναι ζήτημα το οποίο εμπίπτει στον έλεγχο και την επιτήρηση του Δικαστηρίου.

 

          Η παραχώρηση άδειας από το Δικαστήριο για εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης λόγω παρέλευσης δέκα ετών από την έκδοση της, προβλέπεται από τη Διαταγή 40, Θεσμός 8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που προνοεί τα εξής[1]:

 

«8. Όταν παρέλθουν δέκα έτη από την απόφαση ή την ημερομηνία του διατάγματος, ή όταν έχει γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στους διαδίκους οι οποίοι δικαιούνται ή υπόκεινται σε εκτέλεση, ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται ότι δικαιούται σε εκτέλεση μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο ή το Δικαστή για άδεια να εκτελέσει ανάλογα.  Και το Δικαστήριο ή ο Δικαστής εάν ικανοποιηθεί ότι ο διάδικος, ο οποίος υποβάλλει την αίτηση αυτή, δικαιούται να εκτελέσει, μπορεί να εκδώσει διάταγμα προς αυτό το σκοπό, ή μπορεί να διατάξει όπως οποιοδήποτε επίδικο θέμα ή ζήτημα αναγκαίο για να αποφασιστούν τα δικαιώματα των διαδίκων εκδικαστεί με οποιοδήποτε από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκδικαστεί οποιοδήποτε ζήτημα σε αγωγή.  Και σε κάθε μια από τις περιπτώσεις το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί να επιβάλει τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή διαφορετικά, οι οποίοι θα είναι δίκαιοι.»

 

Η Δ.40 Θ. 8 διαλαμβάνει ρυθμίσεις παρόμοιες με αυτές της παλιάς αγγλικής διάταξης Ο. 42 r. 23 όπου προβλέπεται ότι άδεια για εκτέλεση απόφασης είναι αναγκαία όταν παρέθουν έξι χρόνια από την έκδοσή της, επομένως το Δικαστήριο μπορεί να αντλήσει καθοδήγηση αναφορικά με τον τρόπο εφαρμογής της διάταξης από αγγλικές αποφάσεις και συγγράμματα.

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό της Δ.40 Θ. 8 που παρατίθεται πιο πάνω, η εκτέλεση μιας απόφασης μετά την παρέλευση δέκα ετών από την έκδοσή της υπόκειται στην άδεια του Δικαστηρίου και ανάγεται στη διακριτική του ευχέρεια.  Όπως υποδεικνύεται και στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, (3η έκδοση, Τόμος 16), στην  Παράγραφο 9,  «the granting of leave is a matter of discretion, and the Court may refuse leave, or postpone it, or impose terms, or direct any necessary question to be tried first.».

 

Στο The Annual Practice 1958 καθορίζονται στη σελίδα 1020 τα στοιχεία που πρέπει να τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια εξέτασης αίτησης για άδεια εκτέλεσης απόφασης λόγω παρέλευσης έξι ετών από την έκδοσή της:

 

«… application for leave to issue execution on a judgment more than six years old should be made to a Master in chambers ex parte, on an affidavit of facts by the party applying, or his solicitor, stating (1) the date of the judgment, amount or original judgment debt, and amount still remaining due; (2) showing that the applicant is entitled to execution, i.e. that there has been no change  of parties, or devolution of interest, or, if any such, the precise nature of it, and (3) showing causes of delay.  The Master will, however, generally direct a summons to issue».

 

(Βλ. επίσης Halsburys Laws of England (4η έκδοση), Τόμος 17, στις σελίδες 241 και 242 και Atkins Court Forms (2η έκδοση), Τόμος 19, στις σελίδες 25-27).

 

Στην Duer v. Frazer (2001) 1 All ER 249, λέχθηκε ότι κάθε αίτηση για άδεια εκτέλεσης απόφασης πρέπει να κρίνεται στη βάση των δικών της περιστατικών, αλλά το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη την εξήγηση που δίδεται από τον εξ αποφάσεως πιστωτή σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους δεν προέβηκε σε μέτρα εκτέλεσης εντός της αρχικής περιόδου των έξι ετών ή εντός οποιασδήποτε περαιτέρω περιόδου ή το λόγο της καθυστέρησης, μετά τη λήξη της πιο πάνω περιόδου, στην καταχώρηση αίτησης για παράταση του χρόνου, καθώς και οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό υπέστη ο εξ αποφάσεως πιστωτής από την καθυστέρηση, συμπεριλαμβανομένης, ιδιαίτερα, οποιασδήποτε αλλαγής έχει επέλθει στην κατάστασή του από την καθυστέρηση αυτή.

 

Επίσης, στην υπόθεση W. T. Lamb & Sons v. Rider (1984) 2 All ER 402 τονίσθηκε ότι ο ενάγοντας οφείλει να δώσει στο Δικαστήριο μια ικανοποιητική εξήγηση για την αδράνεια του να προβεί σε μέτρα εκτέλεσης εντός της περιόδου των έξι ετών.

 

Εξετάζοντας τα μέτρα που έλαβαν οι Εναγόντες από την έκδοση της απόφασης μέχρι την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης όπως προκύπτουν από την Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα ημερομηνίας 11.8.2011 και το φάκελο του Δικαστηρίου τον οποίο έχω διεξέλθει, καθώς τούτο είναι επιτρεπτό (βλ. Κύπρος Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (αρ. 2) (1999) 1 ΑΑΔ 1938), εντοπίζονται τα ακόλουθα:

 

-       Στις 6.9.2001 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση έρευνας εναντίον των Εναγομένων 2 και 4 και στα πλαίσια της εν λόγω αίτησης στις 7.2.2002 εκδόθηκαν διατάγματα εναντίον τους όπως πληρώνουν το ποσό των £110,00 μηνιαίως έκαστος από 1.3.2002 μέχρι εξοφλήσεως του εξ αποφάσεως χρέους και εξόδων.

-       Στις 25.4.2002 καταχωρήθηκε αίτηση παρακοής εναντίον της Εναγομένης 1 η οποία αποσύρθηκε στις 10.6.2002 άνευ βλάβης του δικαιώματος καταχώρησης νέας αίτησης.

-       Στις 10.4.2003 καταχωρήθηκε αίτηση για είσπραξη του ποσού των ₤1.210,00 από κάθε ένα από τους Εναγομένους 2 και 4 (καθυστερημένες δόσεις 1.6.2002-1.4.2003) ως χρηματική ποινή που επιβλήθηκε σε ποινική υπόθεση, η οποία αποσύρθηκε στις 30.5.2003 άνευ βλάβης του δικαιώματος καταχώρησης νέας αίτησης.  Την ίδια ημέρα είχε αποσυρθεί και η αίτηση παρακοής ημερομηνίας 10.4.2003 η οποία είχε καταχωρηθεί εναντίον της Εναγομένης 1.

-       Το ίδιο επεσυνέβη και με την αίτηση παρακοής ημερομηνίας 30.9.2004 εναντίον της Εναγομένης 1 και την αίτηση ημερομηνίας 14.10.2004 για είσπραξη του ποσού των £2.200,00 από τους Εναγομένους 2 και 4 έκαστος (καθυστερημένες δόσεις 1.3.2003-1.10.2004), αφού στις 18.11.2004 αποσύρθηκαν και οι δύο αιτήσεις άνευ βλάβης του δικαιώματος καταχώρησης νέας αίτησης.

-       Στις 4.3.2005 οι Ενάγοντες κατέθεσαν ΜΕΜΟ επί της περιουσίας της Εναγομένης 1 με αριθμό ΕΒ534/2005 (φωτοαντίγραφο της σχετικής απόδειξης εγγραφής δικαστικής απόφασης επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Δ στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα).

-       Στις 8.10.2009 καταχωρήθηκε εκ νέου αίτηση παρακοής εναντίον της Εναγομένης 1 η οποία εκδικάστηκε από το Δικαστήριο και στις 14.5.2010 εκδόθηκε απόφαση στη βάση της οποίας κρίθηκε ότι η Εναγομένη 1 ηθελημένα παράλειψε να παραδώσει στους Ενάγοντες το αντικείμενο ενοικιαγοράς, ήτοι το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΗΒΗ 733.  Κατόπιν τούτου, η Εναγόμενη 1 παρέδωσε το επίδικο αυτοκίνητο το οποίο σήμερα είναι στην κατοχή των Αιτητών.

-       Στις 4.6.2009 οι Αιτητές προχώρησαν με την έκδοση Ειδοποίησης Πτώχευσης εναντίον του Εναγομένου 2, η οποία όμως παραμερίστηκε μετά από σχετική αίτησή του (φωτοαντίγραφο της Ειδοποίησης Πτώχευσης επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Γ στη Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα).

 

Προτού υπεισέλθω στην ουσία της αίτησης κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με τα ακόλουθα δύο ζητήματα τα οποία εγείρονται με την Ένσταση των Καθ΄ων η αίτηση:

 

Η αίτηση δεν μπορεί να προχωρήσει διότι οι Ενάγοντες είναι ανύπαρκτο πρόσωπο και/ή μη συγκροτημένο σώμα καθ΄ ότι έχουν διαλυθεί και η ορθή διαδικασία υπό τις περιστάσεις θα ήταν η τροποποίηση του τίτλου της αγωγής

 

Όπως προκύπτει από την Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα που συνοδεύει την αίτηση και τα συνημμένα σε αυτήν τεκμήρια, στα πλαίσια της Αίτησης Εταιρείας 514/2006 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επικύρωσε στις 4.12.2006 το Σχέδιο Αναδιάρθρωσης και Συγχώνευσης που υιοθετήθηκε κατά την Έκτακτη Γενική Συνέλευση του μετόχου της Alpha Asset Finance Limited που έλαβε χώρα κατά την 7.11.2006 και μεταξύ άλλων διέταξε την παραχώρηση, εκχώρηση, ανάθεση και μεταβίβαση από την Alpha Asset Finance Limited προς την Alpha Bank Limited ολόκληρης της επιχείρησης και ιδιοκτησίας της (κινητής και ακίνητης), των χρεωστικών ομολόγων και των προσωπικών και εταιρικών εγγυήσεων προς αυτήν, όπως επίσης όλων των συμβολαίων στα οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι η Alpha Asset Finance Limited (φωτοαντίγραφο του Διατάγματος ημερομηνίας 4.12.2006 στην Αίτηση Εταιρείας αρ. 514/2006 επίσης επισυνάπτεται ως μέρος του Τεκμηρίου Ε στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα). Κατόπιν τούτου, με Ειδικό Ψήφισμα η Alpha Bank Limited άλλαξε το όνομα της σε Alpha Bank Cyprus Ltd (φωτοαντίγραφο του σχετικού Πιστοποιητικού Αλλαγής Ονόματος του Εφόρου Εταιρειών ημερομηνίας 20.12.2006 επισυνάπτεται επίσης ως μέρος του Τεκμηρίου Ε στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα).

 

          Επομένως, για τους σκοπούς που αφορούν την παρούσα αίτηση, με βάση τις πρόνοιες του διατάγματος ημερομηνίας 4.12.2006, εγκρίθηκε η διάλυση της Alpha Asset Finance Ltd/Εναγόντων στην παρούσα αγωγή και όλες οι νομικές διαδικασίες που εκκρεμούσαν από ή εναντίον της Alpha Asset Finance Limited κατά την ημερομηνία υλοποίησης του Σχεδίου Αναδιάρθρωσης και Συγχώνευσης συνεχίζονται πλέον από την Alpha Bank Limited, η οποία μετά την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 4.12.2006 μετονομάσθηκε σε Alpha Bank Cyprus Ltd.

 

          Επομένως, στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, κρίνεται ότι η υπό κρίση αίτηση ορθά καταχωρήθηκε δυνάμει της Δ.40 Θ. 8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αφού από το λεκτικό της εν λόγω διάταξης παρατίθεται πιο πάνω, προκύπτει ότι σε περίπτωση αλλαγής των διαδίκων, το πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι έχει δικαίωμα να εκτελέσει την απόφαση καταχωρεί την σχετική προς τούτο αίτηση.

 

Σε σχέση με την υποβολή αίτησης για παραχώρηση άδειας εκτέλεσης απόφασης που αφορά εξ αποφάσεως χρέος το οποίο εκχωρήθηκε παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελίδα 1022 του The Annual Practice 1958:

 

Assignment - The assignment of part of a judgment debt does not effect such a change of parties as to enable the assignee to issue execution.  Execution can only be levied in respect of the whole debt (Forster v. Baker, [1910] 2 K. B. 636, C. A.; see Rothschild v. Fisher, [1920] 2 K.B. 243, C.A.).

An assignee of a judgment debt must apply for leave to issue execution under this Rule; he need not obtain an order adding him as a party under O.17, r.4 (Re Bagley, [1911] 1 K.B. 317, C.A.).  It is submitted that an application to be so added would be improper.»

 

          Επομένως, στη βάση του πιο πάνω αποσπάσματος είναι ξεκάθαρο ότι οι Αιτητές προχώρησαν με την ορθή διαδικασία και ότι η αίτηση τροποποίησης που εισηγούνται οι Καθ’ ων η αίτηση δεν είναι αναγκαία ούτε ενδεδειγμένη.  Επιπρόσθετα, υποδεικνύεται ότι στα πλαίσια της παρούσας αίτησης το Δικαστήριο δεν εξετάζει τη νομιμότητα του διατάγματος ημερομηνίας 4.12.2006 (αφού εν πάση περιπτώση δεν έχει δικαιοδοσία να πράξει τούτο) αλλά απλά διαπιστώνει κατά πόσον η ισχυριζόμενη αλλαγή στους διαδίκους έχει επέλθει.  Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα εξέτασης των προνοιών του περί της Μεταβίβασης Τραπεζικών Εργασιών και Εξασφαλίσεων Νόμου Ν. 64(Ι)/97, με τρόπο ώστε ο σχετικός λόγος ένστασης που προβάλλεται από τους Καθ’ ων η αίτηση υπό στοιχείο (9) πιο πάνω να μην μπορεί να ευσταθήσει.

 

Τέλος, σημειώνω ότι δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι με την παράγραφο (Β) του αιτητικού της υπό κρίση αίτησης ζητείται άδεια για εκτέλεση της απόφασης με το νέο όνομα των Εναγόντων ενώ η αλλαγή του ονόματος αφορούσε την Alpha Bank Limited στην οποία είχαν εκχωρηθεί και μεταβιβαστεί όλες οι εργασίες των Εναγόντων.  Παρόλα αυτά, όμως, έχοντας υπόψη τα όσα επεξηγούνται στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα που συνοδεύει την αίτηση, όπως επίσης το περιεχόμενο των συνημμένων τεκμηρίων, κρίνεται ότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν θα μπορούσε να κρίνει την τύχη της αίτησης.

 

Οι Αιτητές εμποδίζονται στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης καθότι έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο λόγω του ότι το Δικαστήριο επιλήφθηκε παρόμοιας αίτησης με την ίδια αξίωση, τους ίδιους διαδίκους και τα ίδια θέματα και απέρριψε το αίτημα τους

 

Όπως έχει αναφερθεί και πιο πάνω, οι Ενάγοντες είχαν καταχωρήσει στις 9.12.2010 μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν την άδεια του Δικαστηρίου για εκτέλεση της απόφασης λόγω παρέλευσης έξι ετών από την ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση με το νέο τους όνομα, ήτοι Alpha Bank Cyprus Ltd, η οποία κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας απορρίφθηκε από το Δικαστήριο λόγω του ότι κατά τον χρόνο καταχώρησής της δικαίωμα εκτέλεσης της απόφασης είχε η Alpha Bank Cyprus Ltd και όχι οι Ενάγοντες.

 

Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί από ανάγνωση της απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 30.5.2011, στα πλαίσια της εν λόγω απόφασης το Δικαστήριο δεν εξέτασε την ουσία της αίτησης, με αποτέλεσμα να μην τίθεται θέμα δεδικασμένου όπως το προβάλλει η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Επομένως, τα δύο πιο πάνω προδικαστικά ζητήματα δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται.

 

Εφαρμόζοντας, τώρα, τις νομικές αρχές που παρέθεσα πιο πάνω στα γεγονότα της υπό κρίση αίτησης παρατηρώ τα εξής:

 

          Αναφορικά με το πρώτο στοιχείο που απαιτείται με βάση το Τhe Annual Practice 1958 (πιο πάνω), στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα γίνεται αναφορά στην έκδοση της απόφασης ημερομηνίας 12.6.2001 και στα ποσά τα οποία επιδικάστηκαν δυνάμει αυτής.  Σε σχέση με το σημερινό οφειλόμενο υπόλοιπο, στην Ένορκη Δήλωσή του ο κ. Παρέας παραπέμπει στην επισυνημμένη ως Τεκμήριο Α Κατάσταση Λογαριασμού και αναφέρει ότι το σύνολο των καταθέσεων στο λογαριασμό από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και μετά ανέρχεται σε €23.510,36.  Στη βάση, λοιπόν, αυτής της αναφοράς του κ. Παρέα και έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της Κατάστασης Λογαριασμού και ειδικότερα τη στήλη που αφορά στις Πιστώσεις (Credit) που έγιναν στο λογαριασμό οι οποίες συμποσούνται σε £13.760,00 (το αντίστοιχο σε €23.510,36), το επιχείρημα των Καθ’ ων η αίτηση που αφορά στην ισχυριζόμενη παράλειψη αναφοράς του ποσού αυτού στην Κατάσταση Λογαριασμού δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

          Σε σχέση με το σημερινό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού οι Καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν επίσης ότι στο ποσό που εμφαίνεται στην Κατάσταση Λογαριασμού ως οφειλόμενο από τους Καθ’ ων η αίτηση περιλαμβάνονται υπερβολικά ποσά εξόδων.

 

Αναφορικά με το θέμα αυτό, ήταν η θέση του κ. Γιορδαμλή ότι τα ποσά που περιλαμβάνονται στην Κατάσταση Λογαριασμού ως χρεωθέντα έξοδα αφορούν μόνο έξοδα τα οποία έχουν επιδικαστεί από το Δικαστήριο στα πλαίσια της αγωγής.

 

          Από το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης προκύπτει ότι στα πλαίσια της αγωγής επιδικάστηκαν τα ακόλουθα ποσά εξόδων:

 

-       Κατά το στάδιο της έκδοσης της απόφασης ημερομηνίας 12.6.2001 επιδικάστηκαν έξοδα εναντίον των Εναγομένων 1, 2 και 4 εκ £295,00 συμπεριλαμβανομένων των εξόδων εκδόσεως της απόφασης με τόκο επ’ αυτού προς 8% ετησίως από 29.3.2001 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον £7,50 έξοδα επίδοσης, πλέον Φ.Π.Α.

-       Στα πλαίσια της έκδοσης του διατάγματος μηνιαίων δόσεων εναντίον των Εναγομένων 2 και 4 επιδικάστηκε εναντίον του καθενός ποσό εξόδων εκ £60,00 πλέον Φ.Π.Α. πλέον έξοδα επίδοσης εκ £2,50.

-       Τα έξοδα της αίτησης παρακοής που με βάση την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 14.5.2010 επιδικάστηκαν εναντίον της Εναγομένης 1 υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή σε €1.111,00 πλέον Φ.Π.Α. επί ποσού €1.050,00.

 

Στην Κατάσταση Λογαριασμού (Τεκμήριο Α), φαίνεται ότι τα έξοδα τα οποία χρεώθηκαν στο λογαριασμό ενοικιαγοράς και καθορίζονται σε ξεχωριστή στήλη είναι τα ακόλουθα:

 

-       Στις 22.6.2001 χρεώθηκε ποσό ₤379,60.

-       Στις 14.9.2001 χρεώθηκε ποσό ₤105,00.

-       Στις 22.4.2003 χρεώθηκε ποσό ₤137,00.

-       Στις 11.9.2010 χρεώθηκε ποσό €1.268,50.

 

Επομένως, στη βάση των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι η χρέωση του ποσού των £105,00 στις 14.9.2001 δεν αφορά επιδικασθέντα έξοδα.  Το γεγονός αυτό όμως δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αφού από την Κατάσταση Λογαριασμού φαίνεται ότι το σημερινό οφειλόμενο υπόλοιπο αποτελείται από €6.456,64 (κεφάλαιο και τόκοι) και €3.262,88 έξοδα.  Επομένως, το ποσό των £105,00 για την χρέωση του οποίου δεν υπάρχει εξήγηση από πλευράς των Αιτητών δεν μπορεί να επηρεάσει το γεγονός της ύπαρξης οφειλόμενου ποσού δυνάμει της απόφασης ημερομηνίας 12.6.2001, που είναι και το ζητούμενο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.

 

Ερχόμενη, τέλος, στο θέμα που εγείρεται από τους Καθ’ ων η αίτηση και αφορά τις ισχυριζόμενες συμφωνίες τους με τους Ενάγοντες σε σχέση με την εξόφληση του επίδικου λογαριασμού ενοικιαγοράς, παρατηρώ ότι τα όσα αναφέρονται στις παραγράφους 14-20 της Ένορκης Δήλωσης του κ. Κώστα Φειδία ημερομηνίας 21.10.2001 που συνοδεύει την Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, αφορούν σε παράδοση των περιγραφόμενων επιταγών και όχι σε πληρωμή τους.  Συναφώς σημειώνεται ότι όπως αναφέρεται στην Ένορκη Δήλωση του κ. Φειδία οι επιταγές αυτές δόθηκαν τόσο σε σχέση με τον επίδικο λογαριασμό (με αριθμό 318-15702-5001-2/517-500-002719-3) όσο και σε σχέση με το λογαριασμό που διατηρούσε ο Εναγόμενος 2 με αριθμό 115-17078-2001-7, ενώ παράλληλα υποδεικνύεται ότι όπως ο ίδιος αναφέρει, είχε σταματήσει την πληρωμή κάποιων από τις επιταγές αυτές. Στη βάση δε της θέσης του κ. Φειδία ότι οι πληρωμές γίνονταν σε σχέση με δυο λογαριασμούς και της πίστωσης ποσού £5.000,00 στον επίδικο λογαριασμό ενοικιαγοράς κατά το 2006, ο ισχυρισμός του στην παράγραφο 33 της Ένορκης Δήλωσης ότι το 2006 πλήρωσε £15.000,00 στις οποίες δεν κάνει αναφορά ο κ. Παρέας δεν μπορεί να ευσταθήσει.

 

Επομένως, αν και ο κ. Φειδία δεν αντεξετάστηκε από την πλευρά των Αιτητών, εντούτοις από την αξιολόγηση των προβληθέντων ισχυρισμών δεν επιβεβαιώνεται η θέση των Καθ’ ων η αίτηση περί εξόφλησης του επίδικου λογαριασμού.  Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, οι Εναγόμενοι 1 και 2 στην παρούσα αγωγή καταχώρησαν εναντίον των Αιτητών και της Alpha Asset Finance Ltd την αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με αριθμό 3528/2009 (φωτοαντίγραφο του Κλητηρίου Εντάλματος επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Ι στην Ένορκη Δήλωση του κ. Φειδία ημερομηνίας 21.10.2001).

 

Συνεπώς, με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, υπάρχει σήμερα οφειλόμενο ποσό από τους Καθ’ ων η αίτηση με τρόπο ώστε να πληρείται η πρώτη προϋπόθεση.  Σημείωνω επίσης ότι το γεγονός ότι στα πλαίσια άλλων διαδικασιών σε σχέση με την επίδικη απόφαση οι Ενάγοντες ή οι Αιτητές παρουσίασαν στο Δικαστήριο καταστάσεις λογαριασμού όπου το οφειλόμενο  ποσό ήταν διαφορετικό από αυτό που παρουσιάζεται σήμερα δεν επηρεάζει την όλη εικόνα σε σχέση με την υπό κρίση αίτηση ενόψει της θέσης του κ. Παρέα ότι η συνημμένη ως Τεκμήριο Α Κατάσταση Λογαριασμού ετοιμάστηκε μετά από αναθεώρηση του λογαριασμού και αφού είχε προηγηθεί μια χρονοβόρα διαδικασία.  Η δε θέση που προέβαλε ο κ. Ιωάννου  κατά το στάδιο των αγορεύσεων αναφορικά με το ύψος του ποσού σε συσχετισμό με τις πρόνοιες του περί Τόκου Νόμου Ν. 1/77και την πρόνοια του άρθρου 6(1) αυτού[2], δεν προβάλλεται ως λόγος ένστασης και συνεπώς δεν χρήζει εξέτασης από το Δικαστήριο (βλ. Ανδρέας Σοφοκλέους v. Κωστάκη Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 92).

 

Σε σχέση με το δεύτερο στοιχείο που απαιτείται στη βάση του πιο πάνω αποσπάσματος από το σύγγραμμα The Annual Practice 1958 (πιο πάνω), όπως έχει ήδη αναφερθεί, με βάση το Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Αίτηση Εταιρείας με αριθμό 514/2006 ημερομηνίας 4.12.2006, ολόκληρη η επιχείρηση των Εναγόντων παραχωρήθηκε και εκχωρήθηκε στους Αιτητές, οι οποίοι και καταχώρησαν την υπο κρίση αίτηση.  Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στα πλαισία του διατάγματος ημερομηνίας 4.12.2006, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διέταξε «την συνέχιση από και ή εναντίον της Alpha Bank Limited παντών των νομικών διαδικασιών που εκκρεμούν από και ή εναντίον της Alpha Asset Finance Limited κατά την ημερομηνία υλοποίησης του Σχεδίου Αναδιάρθρωσης και Συγχώνευσης» (παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό μέρος της ένατης παραγράφου του διατάγματος). 

 

Σε ό,τι αφορά τυχόν αλλαγή στην κατάσταση των Καθ’ ων η αίτηση δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα ημερομηνίας 11.8.2011.  Αναφορικά με το θέμα αυτό, ήταν η θέση του κ. Ιωάννου στο στάδιο των αγορεύσεων ότι στο μεσοδιάστημα από την έκδοση της απόφασης μέχρι σήμερα οι Εναγόμενοι 1 και 2 οι οποίοι ήταν σύζυγοι έχουν χωρίσει, με αποτέλεσμα η Εναγομένη 1 να έχει επηρεαστεί δυσμενώς και τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος να είναι άδικη για αυτήν.   Σε σχέση με αυτή τη θέση, αναφέρονται τα ακόλουθα στην παράγραφο 35 της Ένορκης Δήλωσης του κ. Φειδία ημερομηνίας 21.10.2011:  «Μετά την έκδοση απόφασης εγώ πήρα διαζύγιο με την Εναγομένη 1 αντίγραφο του οποίου επισυνάπτω ως Τεκμήριο Ο δεν έχω επικοινωνία μαζί της άλλαξαν οι συνθήκες της υπόθεσης».

 

Κρίνεται, λοιπόν, ότι στη βάση της πιο πάνω τοποθέτησης του κ. Φειδία και ελλείψει οποιουδήποτε άλλου στοιχείου τόσο σε σχέση με την Εναγομένη 1 όσο και σε σχέση με τους Εναγομένους 2 και 4, η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ως οι λόγοι ένστασης (ζ) και (η) στην Ένστασή τους περί αλλαγής της κατάστασης τους και δυσμενούς επηρεασμού τους από τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος παραμένει χωρίς τεκμηρίωση.  Επιπρόσθετα, με αυτά τα δεδομένα, το γεγονός και μόνο της λύσης του γάμου των Εναγομένων 1 και 2 δεν είναι αρκετό ώστε το Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα δυσμενούς επηρεασμού των Καθ’ ων η αίτηση σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.

 

Ερχόμενη, τέλος, στην τρίτη προϋπόθεση που τίθεται στο The Annual Practice 1958, παρατηρείται καταρχήν ότι στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα που συνοδεύει την αίτηση παρατίθενται τα διάφορα μέτρα εκτέλεσης που λήφθηκαν σε σχέση με την απόφαση ημερομηνίας 12.6.2001 από την ημερομηνία έκδοσης της μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης ημερομηνίας 5.2.2009, οπότε και ζητήθηκε για πρώτη φορά άδεια δυνάμει της Δ.40 Θ. 8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Απομένει, λοιπόν, να εξεταστεί από το Δικαστήριο κατά πόσον οι Ενάγοντες ολιγώρησαν και/ή αδράνησαν σε σχέση με τη λήψη μέτρων προς το σκοπό ικανοποίησης της απόφασης ημερομηνίας 12.6.2001 εντός της περιόδου κατά την οποία η απόφαση βρισκόταν σε ισχύ.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω αναφερόμενα και για τους λόγους που επεξηγούνται πιο κάτω, κρίνω ότι η συμπεριφορά των Εναγόντων ως προς τη λήψη μέτρων εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 12.6.2001 δεν ήταν τέτοια ώστε να χαρακτηριστεί αδρανής και να δικαιολογείται η απόρριψη της αίτησης αφού:

 

Καταρχήν, από την έκδοση της απόφασης και έπειτα, οι Ενάγοντες προέβηκαν στα μέτρα εκτέλεσης που περιγράφονται πιο πάνω και σε γενικότερο πλαίσιο θα πρέπει να λεχθεί ότι η συμπεριφορά τους δεν ήταν τέτοια ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση στους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν προωθείτο η εκτέλεση της απόφασης.  Επισημαίνεται ότι δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτουν οι λόγοι απόσυρσης τόσο των διαφόρων αιτήσεων παρακοής που καταχωρήθηκαν εναντίον της Εναγόμενης 1, όσο και των αιτήσεων ημερομηνίας 10.4.2003 και 14.10.2004 για είσπραξη καθυστερημένων δόσεων εναντίον των Εναγομένων 2 και 4, πλην όμως από την Κατάσταση Λογαριασμού (Τεκμήριο Α) διαπιστώνονται, μεταξύ άλλων, τα πιο κάτω:

 

  1. Πληρωμή ποσού £660,00 την 10.6.2002, ημερομηνία κατά την οποία αποσύρθηκε η αίτηση παρακοής εναντίον της Εναγομένης 1 ημερομηνίας 25.4.2002.
  2. Στις 15.5.2003 και ενώ εκκρεμούσαν οι αιτήσεις παρακοής εναντίον της Εναγομένης 1 και για είσπραξη καθυστερημένων δόσεων εναντίον των Εναγομένων 2 και 4, πληρώθηκε στο λογαριασμό ποσό £1.700,00 και ακολούθως οι αιτήσεις αποσύρθηκαν στις 30.5.2003.
  3. Ακολούθως, στις 28.5.2003 πληρώθηκε ποσό £400,00 και στις 29.10.2004, 3.11.2004, 10.11.2004, 20.12.2004 και 24.12.2004 καταβαλλόταν ποσό £200,00 κάθε φορά.

 

Επιπρόσθετα, υποδεικνύεται ότι κατά τους πιο πάνω ουσιώδεις χρόνους η Εναγόμενη 1 ήταν ακόμα συζευγμένη με τον Εναγόμενο 2 (βλέπε Τεκμήριο Ο στην Ένορκη Δήλωση του κ. Κώστα Φειδία). 

 

Γενικότερα, μπορεί να λεχθεί ότι όπως προκύπτει από την Κατάσταση Λογαριασμού (Τεκμήριο Α στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα) κατά την περίοδο 10.6.2002 μέχρι 16.11.2007, οι Εναγόμενοι προέβαιναν σε πληρωμές και καταθέσεις διαφόρων ποσών στο λογαριασμό που αφορούσε η απόφαση ημερομηνίας 12.6.2001, επομένως ήταν εις γνώση τους ότι υπήρχε οφειλόμενο ποσό.  Αυτό συνάγεται και από το γεγονός ότι σε διάφορα χρονικά σημεία, όπως οι ίδιοι οι Εναγόμενοι υποστηρίζουν με την Ένορκη Δήλωση του κ. Φειδία ημερομηνίας 21.10.2011, έκαναν διευθετήσεις με τους Ενάγοντες ώστε να πληρωθούν κάποια ποσά και να εξοφληθεί το ποσό της απόφασης.  Από την Ένορκη Δήλωση του κ. Φειδία διαφαίνεται επίσης ότι οι Εναγόμενοι γνώριζαν για την επιβάρυνση της ακίνητης περιουσίας της Εναγομένης 1  με ΜΕΜΟ (βλέπε παράγραφο 14(γ) της Ένορκης Δήλωσης).  Σημειώνεται δε ότι ναι μεν η πτωχευτική διαδικασία δεν αποτελεί μέτρο εκτέλεσης της απόφασης, πλην όμως η έκδοση Ειδοποίησης Πτώχευσης εναντίον του Εναγομένου 2 ήταν ακόμα μια ένδειξη προς αυτόν αναφορικά με την ύπαρξη απόφασης προς εκτέλεση.

 

          Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα που κατά καιρούς έχουν ληφθεί από τους Ενάγοντες προς το σκοπό εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 12.6.2001, το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβαιναν σε πληρωμές και διευθετήσεις προς το σκοπό εξόφλησης του εξ’ αποφάσεως χρέους εν γνώση του ότι οι Ενάγοντες προωθούσαν την εκτέλεση της με διάφορους τρόπους και έχοντας κατά νου ότι η πρόσφατη τροποποίηση της Δ.40 Θ. 8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας με τον Διαδικαστικό Κανονισμό 1/2011 σκοπό είχε την επέκταση του χρόνου εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης σε πρώτο στάδιο, κρίνω ότι η συμπεριφορά των Εναγόντων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αδρανής ή καταχρηστική ή περιφρονητική για τη δικαστική διαδικασία ώστε το Δικαστήριο να αρνηθεί στους Αιτητές την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.  Στην υπόθεση National Westminster Bank Plc v. Powney and others (1990) 2 All ER 416, το αγγλικό Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και χορήγησε άδεια εκτέλεσης απόφασης, κρίνοντας ότι η εκτέλεση καθυστέρησε για λόγους που οφείλονταν κυρίως σε διοικητικές καθυστερήσεις για τις οποίες ήταν υπεύθυνο το Δικαστήριο όπου ο αιτητής αποτάθηκε για την έκδοση εντάλματος κατοχής.   Το γεγονός ότι η τράπεζα είχε κάνει κάποια λάθη στα πλαίσια των προηγούμενων διαδικασιών κρίθηκε ότι δεν δικαιολογούσε στα περιστατικά της υπόθεσης τη μη χορήγηση άδειας εκτέλεσης καθότι μια τέτοια ενέργεια θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με τιμωρία της τράπεζας για τα λάθη της προς όφελος του χρεώστη.  Τονίστηκε δε στη σελίδα 432 ότι τα Δικαστήρια δεν υπάρχουν για χάρην της πειθαρχίας («for the sake of discipline») αλλά για να αποφασίζουν τα δικαιώματα των διαδίκων.

 

          Άλλωστε στα πλαίσια εξέτασης μιας τέτοιας αίτησης το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να παραγνωρίζει την αρχή που διατυπώθηκε στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας v. Κωνσταντίνου (2000) 1 ΑΑΔ 1034 και η οποία επαναλήφθηκε στην υπόθεση Αδελφοί Θράσου και Συνεργάτες (Ομόρρυθμη Εταιρεία) v. Άβιβου Βασιλαρά κ.ά. (2008) 1 ΑΑΔ 830, ήτοι ότι η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων είναι στοιχείο που συναρτάται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας και ότι η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται άμεσα και από την αποτελεσματικότητά της.

 

          Κρίνω, λοιπόν, ότι με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου θα πρέπει να εξασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της αίτησης.

 

Με δεδομένη την πιο πάνω κατάληξή μου, παρατηρούνται τα ακόλουθα σε σχέση με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης οι οποίοι δεν αξιολογήθηκαν στα πλαίσια εξέτασης της ουσίας της αίτησης:

 

Σε σχέση με το ζήτημα που εγείρουν οι Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εκποιηθεί το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΗΒΗ 733 που ήταν το αντικείμενο της ενοικιαγοράς, υποδεικνύεται ότι στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα αναφέρεται ότι μέχρι την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης δεν κατέστη δυνατή η πώληση του επίδικου αυτοκινήτου καθότι παρά τις συνεχείς και έντονες προσπάθειες τους, δεν υπάρχει ενδιαφέρον ή ζήτηση για την αγορά του.  Επισυνάπτεται, μάλιστα, ως Τεκμήριο Β στην Ένορκη Δήλωσή του, έγγραφο διενέργειας πλειστηριασμού στις 4.7.2011 και μη πώλησης του οχήματος λόγω έλλειψης αγοραστικού ενδιαφέροντος παρά το ότι ως τιμή ανοίγματος καθορίστηκε το ποσό των €750,00.  Όπως έχει αναφερθεί και πιο πάνω, ο κ Παρέας δεν αντεξετάστηκε επί των εν λόγω ισχυρισμών του, με τρόπο ώστε αυτοί να παραμένουν αναντίλεκτοι και μη ικανοποιητικοί για να τεκμηριώσουν τον σχετικό λόγο ένστασης  των Καθ’ ων η αίτηση.  Σε κάθε περίπτωση, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ισχυρίζονται ότι σε περίπτωση πώλησης του επίδικου αυτοκινήτου θα εξοφλείτο το οφειλόμενο ποσό της απόφασης.

 

Ούτε ο λόγος ένστασης υπό αναφορά (14) πιο πάνω μπορεί να ευσταθήσει, αφού στην Ένορκη Δήλωση του κ. Παρέα ρητώς αναφέρεται ότι με το ΜΕΜΟ με αριθμό ΕΒ534/2005 δεσμεύτηκε η περιουσία της Εναγομένης 1.  Το ότι δεν αναφέρονται τα στοιχεία του ακινήτου ή των ακινήτων τα οποία δεσμεύονται δεν κρίνεται ουσιώδες ενόψει της προσκόμισης ως Τεκμήριο Δ στην Ένορκη Δήλωσή του της σχετικής απόδειξης εγγραφής ημερομηνίας 4.3.2005.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, λοιπόν, κρίνω ότι η υπό εξέταση περίπτωση είναι τέτοια ώστε το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της αίτησης.

 

          Συνεπώς, η αίτηση εγκρίνεται και ως εκ τούτου δίδεται άδεια στους Αιτητές για εκτέλεση της απόφασης ημερομηνίας 12.6.2001.  Ως προς την παράγραφο (Α) του αιτητικού, η Δ.40 Θ. 8 επί της οποίας βασίζεται η αίτηση δεν προβλέπει οτιδήποτε σχετικό.

 

 

 

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα της αίτησης, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών και εναντίον των Εναγομένων 1, 2 και 4 – Καθ’ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.)  ……………………………………

                      Γ. Πετάση-Κορφιώτη, Ε.Δ.

 

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

Subject:     Civil / Other Actions / Interim

Αναφορά:   Ενδιάμεση / Πολιτική Δικονομία / Ενδιάμεση / αίτηση για άδεια εκτέλεσης της απόφασης δυνάμει της Δ.40 Θ. 8.



[1] Ως έχει τροποποιηθεί με τον Διαδικαστικό Κανονισμό 1/2011 που τέθηκε σε ισχύ την 9.9.2011.

[2] «6.-(1) Το ποσόν το οποίον δύναται να ανακτηθή δι’ αγωγής ως καθυστερημένος τόκος εφ’ οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεως δεν θα υπερβαίνη το ποσόν του αρχικού χρέους ή υποχρεώσεως εν σχέσει προς την οποίαν ο τοιούτος τόκος είναι πληρωτέος.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο