ECLI:CY:EDLEM:2021:A58
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Στ. Χατζηγιάννη, Π.Ε.Δ.
Aγωγή Αρ. 1080/2017
Μεταξύ:
1. XXXX ΚΥΡΙΑΚΟΥ, από την Λεμεσό
2. XXXX ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ, από την Λεμεσό
3. XXXX ΚΥΡΙΑΚΟΥ και XXXX ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ, υπό την ιδιότητα
τους ως μέτοχοι της Εναγόμενης 3 εταιρείας ως παράγωγη ή/και
εκπροσωπευτική αγωγή των συμφερόντων της (derivative action),
από τη Λεμεσό
Εναγόντων
-και-
1. MERIDIAN GAMING LTD, από την Μάλτα
2. JOKER GAMES LIMITED, από τη Σερβία
3. FAIR CHAMPIONS MERIDIAN LIMITED, από τη Λεμεσό
4. XXXX BOZOVIC, από τη Σερβία
5. XXXX MILOSEVIC, από την Σερβία
6. MERIDIAN GAMING (CY) LTD, από τη Λευκωσία
Εναγομένων
-------------------------------
Αίτηση Εναγόντων ημερ. 26.7.2019 για Προσωρινό Διάταγμα
Ημερ.: 19.2.2021
Για τους Ενάγοντες-Αιτητές: PHC Tsangarides LLC
Για τoυς Εναγόμενους 1 – 5 - Καθ’ ων η Αίτηση: Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Για Εναγόμενους 6 – Καθ’ ων η Αίτηση: Καμιά εμφάνιση
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στις 30.7.2019 και στη βάση μονομερούς Αίτησης ημερ. 26.7.2019, οι Ενάγοντες (στο εξής οι Αιτητές) εξασφάλισαν μονομερώς το ακόλουθο Ενδιάμεσο Απαγορευτικό Διάταγμα:
«Ενδιάμεσο Απαγορευτικό διάταγμα που παγοποιεί (freezing) και/ή παρεμποδίζει και/ή δεσμεύει (blocking) και/ή απαγορεύει στους Εναγόμενους 1,2 και 3 προσωπικά και/ή μέσω των αξιωματούχων και/ή αντιπροσώπων τους να μεταφέρουν και/ή μετακινήσουν και /ή χρησιμοποιήσουν και/ή εισπράξουν και/ή διαφορετικά αποξενώσουν ή διαθέσουν με οποιονδήποτε τρόπο το ποσό των €560.053,48 που είναι κατατεθειμένο στο όνομα των Εναγομένων 3 σε λογαριασμό στην HELLENIC BANK PUBLIC CO. LTD, με αριθμό XXXXX649-6, μέχρι την τελική εκδίκαση της πιο πάνω αγωγής και την πλήρη ικανοποίηση οποιασδήποτε απόφασης ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.»
Η Αίτηση – η οποία βασίζεται στον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ.113, άρθρο 384, στους περί Εταιρειών Δικαστικούς Θεσμούς, στο άρθρο 29(1)(γ) και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.39 θ.2, Δ.48, θ.1-4, 8 και 9, Δ.64, άρθρα 4, 5, 6,7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6, επί των Γενικών Αρχών του Νόμου, των Κανόνων επιείκειας, της πρακτικής και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του Αιτητή 2 ημερ. 26.7.2019, προσέκρουσε σε Ένταση των Καθ’ ων η Αίτηση 1 -5, η οποία υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του XXXXX Γεωργιάδη, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση 1 – 5, ημερ. 5.11.2019.
Ο Αιτητής 2 είναι μέτοχος των Καθ’ ων η Αίτηση 3, οι οποίοι ιδρύθηκαν ως εταιρεία στις 26.1.2008 (Τεκμ.1), με σκοπούς ίδρυσης την διεξαγωγή και/ή διοργάνωση εργασιών των διοργανωτών στοιχημάτων, πρακτόρων στοιχήματος, διαμεσολαβητών στοιχήματος και τη λειτουργία τυχερών παιχνιδιών (Τεκμ.2). Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στη Μάλτα (Τεκμ.3) και οι Καθ’ ων η Αίτηση 2 είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στη Σερβία (Τεκμ.4). Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 εξυπηρετούν τα ίδια συμφέροντα. Μέτοχοι των Καθ’ ων η Αίτηση 6 είναι η Καθ’ ων η Αίτηση 1 και η ΤΟΤΟ Ltd από το Μαυροβούνιο.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 συνεργάζονταν με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1, οι οποίοι, μαζί με τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 (αφού εξυπηρετούν τα ίδια συμφέροντα) από το 2007 είχαν πλήρη εικόνα για τα δεδομένα των Καθ’ ων η Αίτηση 3. Στις 23.12.2015 υπογράφηκε Συμφωνία Πώλησης Μετοχών, δυνάμει της οποίας οι Αιτητές 1 και 2 πώλησαν στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, το 51% των μετοχών των Καθ’ ων η Αίτηση 3 (Τεκμ.6), βασιζόμενοι στην μέχρι τότε συμπεριφορά τους και εφαίνοντο ότι επρόκειτο για άτομα πλήρους εμπιστοσύνης. Στις 5.1.2016 οι Αιτητές 1 και 2 απέστειλαν στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 για σκοπούς μελέτης και σχολιασμού, προσχέδιο Συμφωνίας Μετόχων (Τεκμ.9). Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 αρνήθηκαν να υπογράψουν την εν λόγω Συμφωνία, η οποία αποτελούσε τρόπο ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ των μετόχων και καθορισμό του τρόπου λήψεως των διαφόρων αποφάσεων. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 ισχυρίζονται ότι εφόσον κατείχαν το 51% των μετοχών των Καθ’ ων η Αίτηση 3, δεν υπήρχε κανένας λόγος να υπογραφεί οποιαδήποτε Συμφωνία για ρύθμιση των σχέσεων μεταξύ των μετόχων και μπορούσαν να παίρνουν αποφάσεις χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους Αιτητές (Τεκμ.10). Με ηλεκτρονική επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 20.1.2016, οι Αιτητές απάντησαν στους Καθ’ ων η Αίτηση (Τεκμ.11) και ακολούθησε ηλεκτρονική αλληλογραφία (Τεκμ.12, 13). Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 συνέχισαν να απαιτούν την μεταβίβαση των μετοχών επ’ ονόματι τους, διόρισαν διευθυντές στο διοικητικό συμβούλιο και ανέλαβαν πλήρως και αποκλειστικά τη διαχείριση των Καθ’ ων η Αίτηση 3. Αφού απέκλεισαν τους Αιτητές 1 και 2 από το διοικητικό συμβούλιο και την διοίκηση των Καθ’ ων η Αίτηση 3, οι Αιτητές 1 και 2 ζητούσαν κατ’ επανάληψη από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1, 2, 4 και 5, στοιχεία και απόδοση λογαριασμών, όμως αυτοί αρνούντο και συνέχιζαν να ισχυρίζονται ότι είχαν το 51% των μετοχών των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και είχαν τον έλεγχο τους. Συνακόλουθα, αυθαίρετα και αδικαιολόγητα, προέβηκαν στις ακόλουθες ενέργειες:
1. Αυθαίρετα απόλυσαν υπαλλήλους των Καθ’ ων η Αίτηση 3, χωρίς να τους ειδοποιήσουν.
2. Αυθαίρετα προσέλαβαν νέους υπαλλήλους.
3. Προσέλαβαν παράνομα εργοδοτούμενους και πλήρωναν δικούς τους υπαλλήλους και των Καθ’ ων η Αίτηση 6, από έσοδα των Καθ’ ων η Αίτηση 3, με σκοπό την αύξηση των δικών τους εσόδων και την μείωση εσόδων των Καθ’ ων η Αίτηση 3.
4. Αύξησαν αδικαιολόγητα τα έξοδα των Καθ’ ων η Αίτηση 3.
5. Έκλεισαν υποστατικά των Καθ’ ων η Αίτηση 3 που επέφεραν σημαντικά έσοδα στους Καθ’ ων η Αίτηση 3, χωρίς να τους ενημερώσουν.
6. Άλλαξαν τους όρους των συμφωνιών που ρύθμιζαν την σχέση αρκετών καταστημάτων με τους Καθ’ ων η Αίτηση 3 και τον τρόπο καταβολής προμηθειών.
7. Άλλαξαν το όνομα των Καθ’ ων η Αίτηση 3 από Fair Champions Bets Ltd σε Fair Champions Meridian Ltd.
8. Άλλαξαν τις πλείστες πινακίδες έξω από τα υποστατικά των Καθ’ ων η Αίτηση 3, τονίζοντας το όνομα των ιδίων και το όνομα «Meridian». Το ίδιο έπραξαν και για τις αποδείξεις που έκδιδαν.
9. Απέκλεισαν τους Αιτητές 1 και 2 από όλα τα θέματα που αφορούσαν τους Καθ’ ων η Αίτηση 3, τη διαχείριση τους και τη λήψη αποφάσεων.
10. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί των Καθ’ ων η Αίτηση 3 στην Τράπεζα Κύπρου παγοποιήθηκαν, συνεπεία των πράξεων και/ή παραλείψεων των Καθ’ 1 και 2.
11. Οι Διευθυντές που διόρισαν και απαρτίζουν το διοικητικό συμβούλιο των Καθ’ ων Αίτηση 3, είναι μέτοχοι των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 και έχουν προσωπικό όφελος να διαχειρίζονται τα θέματα των Καθ’ η Αίτηση 3, αποκλείοντας τους Αιτητές 1 και 2 να παρευρίσκονται και να εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο και να λαμβάνουν αποφάσεις σε Γενικές συνελεύσεις των Καθ’ ων η Αίτηση 3. Γι’ αυτό αρνούνται να υπογράψουν τη Συμφωνία Μετόχων.
12. Με αβάσιμες θέσεις και ψεύτικους και/ή κατασκευασμένους ισχυρισμούς απέκλεισαν τους Αιτητές 1 και 2 από το να μεταβαίνουν στα γραφεία και υποστατικά των Καθ’ ων η Αίτηση 3.
13. Οι Διευθυντές των Καθ’ ων η Αίτηση 3 αρνούντο κατηγορηματικά να υπογράψουν τις καταστάσεις λογαριασμών των Καθ’ ων η Αίτηση 3 για το έτος 2015.
14. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 τον Ιούνιο 2016 διόρισαν νέο ελεγκτή των Καθ’ ων η Αίτηση 3, χωρίς να τους ενημερώσουν και να θέσουν το θέμα στη γενική συνέλευση. Εν τέλει υπέγραψαν τους λογαριασμούς των Καθ’ ων η Αίτηση 3 για το 2015.
15. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1, μέσω του λογισμικού που παρείχε στους Καθ’ ων η Αίτηση 3, παραποιούσαν τα δεδομένα και παρουσίαζαν λανθασμένα και ελλιπή δεδομένα και στοιχεία, με αποτέλεσμα οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 να εισπράττουν λιγότερα ποσά. Έτσι οι Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 σκόπιμα υποβάθμισαν τα οικονομικά των Καθ’ ων η αίτηση 3 και μείωσαν τα έσοδα τους, ώστε να εξαγοράσουν τις υπόλοιπες μετοχές σε μειωμένη αξία.
16. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 αύξησαν τα έξοδα των Καθ’ ων η αίτηση 3, με σκοπό τη μείωση του κέρδους, ώστε να μην γίνεται διανομή κέρδους στους μετόχους. Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 σταμάτησαν με την υπογραφή της Συμφωνίας Πώλησης Μετοχών, να τους καταβάλλουν μισθό.
17. Με επιστολή των δικηγόρων τους οι Αιτητές 1 και 2 ημερ. 22.7.16 ζήτησαν εκ νέου την υπογραφή της Συμφωνίας Μετόχων, όπως και να τους παραδοθούν τα εβδομαδιαία ταμεία με τα καταστήματα για να προβούν σε έλεγχο, όμως αυτοί αρνούνται να το πράξουν.
18. Στις 8.8.16 έγινε συνάντηση μεταξύ των μετόχων των Καθ’ ων η Αίτηση 3, όπου συμφωνήθηκε ότι θα αποστέλλοντο σχόλια επί της Συμφωνίας Μετόχων από τους Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2. Με επιστολή των Καθ’ ων η ECLI:CY:AD:2016:D147, Αίτηση 1 και 2 ημερ. 29.8.2016, ενημέρωσαν τους Αιτητές 1 και 2 ότι σύντομα θα έστελναν τα σχόλια τους επί της Συμφωνίας Μετόχων και τους κάλεσαν να υπογράψουν για σκοπούς ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού. Οι Αιτητές 1 και 2 κάλεσαν εκ νέου τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 να προχωρήσουν με απόδοση λογαριασμών μέχρι 7.9.2016. Έκτοτε οι Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 συνεχίζουν να μην ανταποκρίνονται στα αιτήματα τους. Δεν απέστειλαν καμιά παρατήρηση για την Συμφωνία Μετόχων, δεν τους ενημερώνουν για θέματα των Καθ’ ων η αίτηση 3 και ουσιαστικά τους απέκλεισαν εντελώς από τη διαχείριση των Καθ’ ων η αίτηση 3. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τα γραφεία τους και ο εξοπλισμός των γραφείων εξαφανίστηκε. Οι Καθ’ ων η αίτηση 1 , 2, 4 και 5, χωρίς να τους ειδοποιήσουν, έκλεισαν το υποστατικό όπου ήταν το εγγεγραμμένο γραφείο και το μετέφεραν σε νέο υποστατικό.
Συνεπεία των πιο πάνω, οι Αιτητές 1 και 2, στις 29.6.2019 καταχώρησαν Αίτηση καταπίεσης της μειονότητας, με την οποία αξιώνουν εξαγορά των μετοχών τους από την πλειοψηφία ή εκκαθάριση των Καθ’ ων η αίτηση 3 (Τεκμ. 18), η οποία εκκρεμεί. Στις 7.12.2016, με μονομερή αίτηση τους, στα πλαίσια της εν λόγω Αίτησης Καταπίεσης, ζήτησαν την έκδοση Διατάγματος που να απαγορεύει τη μεταβολή του μετοχικού κεφαλαίου των Καθ’ ων η αίτηση 3. Σχετικό Διάταγμα εκδόθηκε στις 9.12.16 (Τεκμ.21 και 22). Στις 31.3.2017 το Δικαστήριο ακύρωσε το Προσωρινό Διάταγμα (Τεκμ.24). Στις 17.2.2017 οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 καταχώρησαν εναντίον τους την Αγωγή XXXXX/17 (Τεκμ.25). Στις 21.4.2017 οι Αιτητές 1 και 2 καταχώρησαν την παρούσα αγωγή.
Ανέφερε ότι οι Καθ’ ων η αίτηση 3 κατέχουν άδεια κλάσης Α για την παροχή υπηρεσιών επίγειου στοιχήματος. Οι Καθ’ ων η αίτηση 6 απέκτησαν άδεια κλάσης Α στις 22.3.17 (Τεκμήριο 28). Στις 20.6.17, πρώην εργοδοτούμενος των Καθ’ ων η αίτηση 3, τους πληροφόρησε ότι κάποια υποστατικά που λειτουργούσαν υπό την άδεια κλάσης Α των Καθ’ ων η αίτηση 3, πλέον λειτουργούν υπό την άδεια κλάσης Α των Καθ’ ων η αίτηση 6. Στις 28.6.17 εξασφάλισαν μονομερώς Προσωρινά Διατάγματα (Τεκμ.30) στα πλαίσια της παρούσας αγωγής, τα οποία οριστικοποιήθηκαν από το Δικαστήριο στις 15.9.17 μετά από ακρόαση. Οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τα Διατάγματα του Δικαστηρίου και έτσι οι Αιτητές καταχώρησαν αίτηση παρακοής ημερ. 9.10.2017 εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση 3, 4 και 5.
Ισχυρίζεται ότι η πρόθεση των Καθ’ ων η Αίτηση, αφού έλαβαν πλήρη έλεγχο των Καθ’ ων η αίτηση 3, ήταν να οικειοποιηθούν τα περιουσιακά στοιχεία, τον εξοπλισμό, την φήμη και πελατολόγιο των Καθ’ ων η Αίτηση 3, μεταφέροντας τα στους Καθ’ ων η Αίτηση 6, τους οποίους χρησιμοποιούν ως όχημα δόλου και κατάφεραν όπως οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 να μην διεξάγουν πλέον οποιαδήποτε εργασία.
Στις 2.11.2018 στα πλαίσια της παρούσας αγωγής, καταχώρησαν Αίτηση δέσμευσης των καταθέσεων των Καθ’ ων η Αίτηση 3, που βρίσκονταν κατατεθειμένες στον ίδιο τραπεζικό λογαριασμό, η οποία απορρίφθηκε μετά από ακρόαση (Τεκμ.33).
Αναφέρθηκε στο ιστορικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης που πραγματοποιήθηκε στις 20.12.2017 (Τεκμ.35-39). Ισχυρίζεται ότι πλέον έχει διαφανεί ότι η πρόθεση των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 είναι να παύσουν όλες τις εργασίες των Καθ’ ων η αίτηση 3, ώστε να αναλάβουν οι Καθ’ ων η αίτηση 6 τις δραστηριότητες των Καθ’ ων η αίτηση 3 και με σχετικό ψήφισμα με απλή πλειοψηφία, η αίτηση των Καθ’ ων η αίτηση 3 στην Εθνική Αρχή Στοιχημάτων για ανανέωση της Άδειας Κλάσης Α αποσύρθηκε (Τεκμ.39). Η Άδεια Κλάσης Α αποτελεί το κυριότερο περιουσιακό στοιχείο των Καθ’ ων η Αίτηση 3, και χωρίς αυτήν δεν θα μπορεί να παρέχει υπηρεσίες σε εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους, ούτε σε δικά της υποστατικά, υπηρεσίες επίγειου στοιχήματος. Με την εκπνοή της Άδειας Κλάσης Α των Καθ’ ων η Αίτηση 3, οι Καθ’ ων η Αίτηση 6 μπορούν πλέον να παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες στους πρώην συνεργάτες των Καθ’ ων η αίτηση 3, χωρίς κίνδυνο να θεωρηθούν ότι παραβιάζουν το Διάταγμα ημερ. 15.9.2017.
Στις 22.11.2018 αποτάθηκαν στο Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας αγωγής και εξασφάλισαν Προσωρινό Διάταγμα του Δικαστηρίου (Τεκμ.41). Μετά την εκπνοή της Άδειας Κλάσης Α, οι Καθ’ ων η αίτηση 3 δεν διεξάγουν πλέον καμία απολύτως εργασία. Οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 είχαν ζητήσει από την Ελληνική Τράπεζα να εκδώσει μία εγγυητική προς όφελος της Εθνικής Αρχής Στοιχημάτων, ώστε να ανανεωθεί η Άδεια Κλάσης Α. Παρά το γεγονός ότι η Άδεια Κλάσης Α είχε εκπνεύσει στις 24.1.2018 και έκτοτε δεν ανανεώθηκε, εντούτοις η τραπεζική εγγύηση βρισκόταν σε ισχύ μέχρι 24.7.19 (Τεκμ.43). Με την εκπνοή της εγγυητικής και αφ’ ης στιγμής η Εθνική Αρχή Στοιχημάτων δεν έχει προβεί σε απαίτηση πληρωμής της εγγυητικής μέχρι τη 24.7.2019 που ήταν η ημερομηνία λήξης της εγγυητικής, το ποσό των €560.053,48 βρίσκεται σήμερα κατατεθειμένο στον τραπεζικό λογαριασμό των Καθ’ ων η Αίτηση 3 που διατηρούν στην Hellenic Bank Public Co. Ltd (Τεκμ.44). Συνεπεία των ενεργειών των Καθ’ ων η αίτηση 1-5, οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 έχουν σταματήσει να δραστηριοποιούνται και το μόνο περιουσιακό τους στοιχείο είναι σήμερα το ποσό των €560.053,48 που είναι κατατεθειμένο στον τραπεζικό λογαριασμό των Καθ’ ων η Αίτηση 3 με αρ. XXXXX649-6. Εφόσον οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 δεν διεξάγουν καμία απολύτως εργασία, δεν υπάρχει κανένας λόγος οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 να χρησιμοποιούν το εν λόγω ποσό. Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν συμμορφώθηκαν με το Διάταγμα ημερ. 22.1.2018, με αποτέλεσμα η Άδεια Κλάσης Α των Καθ’ ων η αίτηση 3 μέχρι σήμερα να μην έχει ανανεωθεί και οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 έπαυσαν όλες τις δραστηριότητες τους. Το Διάταγμα ημερ. 22.1.2018 κατέστη άνευ αντικειμένου και στις 21.12.2018 ακυρώθηκε, ώστε να αποδεσμευθεί η εγγύηση που παρείχαν στο Δικαστήριο.
Ισχυρίζεται ότι χωρίς την έκδοση και οριστικοποίηση του επίδικου Διατάγματος, οι Καθ’ ων η Αίτηση θα αποξενώσουν το ποσό των €560.055,48, όπως έπραξαν και με τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η αίτηση 3. Το εν λόγω ποσό αποτελεί πλέον το μόνο περιουσιακό στοιχείο των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και επιθυμούν να το διασφαλίσουν προς όφελος των Καθ’ ων η αίτηση 3, προς όφελος των οποίων καταχωρίσθηκε και η παρούσα παράγωγη αγωγή.
O Ενόρκως δηλών για τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 – 5 ισχυρίζεται στην Ένορκη Δήλωση του ημερ. 5.11.2019, ότι η προώθηση της παρούσας αγωγής, αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας διότι οι αξιώσεις της παρούσας αγωγής βρίσκονται σε πλήρη αντίφαση με τις θεραπείες που ζητούνται στα πλαίσια της Αίτησης Διάλυσης αρ. XXXXX/16 που καταχώρησαν οι Αιτητές, οι οποίοι αιτούνται ως κύρια θεραπεία τη διάλυση των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και διαζευκτικά την αναγκαστική εξαγορά των μετοχών υπόλοιπου ποσοστού 49% έναντι τιμήματος πολύ ψηλότερου από την πραγματική αξία των μετοχών. Αντίθετα, η παρούσα αγωγή είναι παράγωγη αγωγή και εγείρεται εκ μέρους των μετόχων μειοψηφίας προς όφελος των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και ζητείται ουσιαστικά η διατήρηση του status quo και/ή η συνέχιση λειτουργίας των Καθ’ ων η Αίτηση 3.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι Αιτητές διαστρεβλώνουν τα πραγματικά γεγονότα και/ή αποκρύπτουν από το Δικαστήριο σημαντικά γεγονότα, παραπλανώντας το Δικαστήριο. Προς επιβεβαίωση τούτου, επεσύναψε στην Ένορκη Δήλωση του, άλλες ένορκες δηλώσεις εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 1 – 5, στα πλαίσια προγενέστερων διαδικασιών, προς απάντηση των όσων οι Αιτητές αναφέρουν στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης (Τεκμ.1, 2, 3). Ισχυρίζεται ότι τα πραγματικά γεγονότα έχουν ως αναφέρονται στην παρ.6(I – VIII) της ένορκης δήλωσης του. Πολλοί αντιπρόσωποι, θορυβούμενοι από την Αίτηση διάλυσης των Αιτητών και σε συνδυασμό με τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν ως προς την άδεια κλάσης Β για διαδικτυακό στοίχημα, τερμάτισαν τις συμφωνίες τους με τους Καθ’ ων η Αίτηση 3 και συνεργάστηκαν με άλλες εταιρείες που είχαν άδεια διεξαγωγής στοιχημάτων. Κάποιοι συνεργάστηκαν με τους Καθ’ ων η Αίτηση 6, ενώ άλλοι με άλλες εταιρείες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο κύκλος εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 3 να έχει μειωθεί δραματικά και η κατάσταση τους δεν είναι βιώσιμη και λειτουργήσιμη. Οι Αιτητές δεν συνεργάστηκαν για τη νομότυπη λειτουργία των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και δεν συνείσφεραν τα κατ’ αναλογία ποσά, ώστε να καταστεί εφικτή η άδεια κλάσης Β για την διεξαγωγή διαδικτυακού στοιχήματος, γεγονός που επηρέασε οικονομικά τους Καθ’ ων η Αίτηση 3 και τους έθεσε σε μειονεκτική θέση έναντι άλλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό.
Τονίζει ότι η κύρια θεραπεία της Αίτησης διάλυσης (Τεκμ.4) είναι η διάλυση των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και η εξαναγκαστική αγορά των μετοχών τίθεται ως διαζευκτική θεραπεία. Οι Αιτητές παρέλειψαν να αποκαλύψουν στο Δικαστήριο ότι εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 9.1.2019 – με την οποία επετράπηκε η διαγραφή της Ανταπαίτησης των Καθ’ ων η Αίτηση (ως μέτοχοι πλειοψηφίας) στην Αίτηση διάλυσης (ημερ. 29.9.2016), στα πλαίσια της οποίας αποδέχονταν την διάλυση των Καθ’ ων η Αίτηση 3 – καταχωρίστηκε Έφεση (Τεκμ.5). Περαιτέρω, οι Αιτητές δεν αποκάλυψαν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 – 5 καταχώρησαν Αίτηση αναστολής ημερ. 28.3.2019 μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης (Τεκμ.6) η οποία παραμένει προς εκδίκαση. Επεσύναψε την Ενδιάμεση Απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 31.3.2017 (Τεκμ.7) (στα πλαίσια της Αίτησης Διάλυσης XXXXX/16) εναντίον της οποίας δεν καταχώρησαν Έφεση και καταχώρησαν στις 21.4.2017 την παρούσα αγωγή.
Αρνείται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 6 σκόπιμα απορρόφησαν τις εργασίες των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, παρά το γεγονός ότι μετά που είχαν επενδύσει €4.500.000 στους Καθ’ ων η Αίτηση 3, ανακάλυψαν ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 ήταν εμπλεκόμενοι σε σωρεία ποινικών υποθέσεων, προσπάθησαν να εξομαλύνουν όλες τις ατασθαλίες που είχαν δημιουργήσει οι Αιτητές και να συνεχίσουν τη διεξαγωγή των εργασιών των Καθ’ ων η Αίτηση 3 με νόμιμο τρόπο. Περαιτέρω, σπατάλησαν αρκετά χρήματα για ανανέωση της άδειας κλάσης Α και διαχειρίστηκαν αιτήσεις ανανέωσης για 50 καταστήματα. Διάφοροι αντιπρόσωποι υποκαταστημάτων είχαν θορυβηθεί από την Αίτηση διάλυσης των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και ζήτησαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση τερματισμό των συμφωνιών τους με τους Καθ’ ων η Αίτηση 3 (Τεκμ.10). Ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν μετέφεραν κανένα κατάστημα από τους Καθ’ ων η Αίτηση 3 προς τους Καθ’ ων η Αίτηση 6 και αναφέρουν ότι ο εργοδοτούμενος των Καθ’ ων η Αίτηση, είχε καταγγελθεί στην Αρχή στοιχημάτων από τους Καθ’ ων η Αίτηση γιατί διεξήγαγε παράνομα στοιχήματα σε διάφορα υποκαταστήματα σε συνεργασία με τους Αιτητές 1 και 2. Όλα αυτά απασχόλησαν το Δικαστήριο στα πλαίσια της Αίτησης ημερ. 27.6.2017 και εδόθηκε απόφαση στις 15.9.2017, εναντίον της οποίας οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 – 5 καταχώρισαν Έφεση (Τεκμ.11) το Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 22.11.2017 (Τεκμ.12) στα πλαίσια της Αίτησης Διάλυσης, διέταξε την δημοσίευση της. Εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ. 22.1.2018, καταχωρίστηκε επίσης από τους Καθ’ ων η Αίτηση Έφεση (Τεκμ.13).
Ανέφερε ότι η έκδοση άδειας κλάσης Α δεν θα μπορούσε να εκδοθεί διότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 δεν διεξήγαγαν δραστηριότητες και εκκρεμούσε η αίτηση διάλυσης. Περαιτέρω, δεν υπήρχαν καταστήματα που επιθυμούσαν την έκδοση άδειας για σκοπούς συνεργασίας με τους Καθ’ ων η Αίτηση 3. Το ποσό των €560.053,48 που δόθηκε ως εγγυητική προς όφελος της Εθνικής Αρχής, Στοιχημάτων, αποτελεί περιουσιακό στοιχείο των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και δεν ανήκει στους Αιτητές. Σε περίπτωση διάλυσης των Καθ’ ων η Αίτηση 3 στα πλαίσια της Αίτησης Διάλυσης XXXXX/16, έννομο συμφέρον θα έχει ο εκκαθαριστής και όχι οι μέτοχοι. Το εκδοθέν Διάταγμα επεμβαίνει στη διαχείριση των οικονομικών ζητημάτων των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και επηρεάζουν την υποχρέωση πληρωμής και εξόφλησης οφειλών των Καθ’ ων η Αίτηση 3 προς τρίτα πρόσωπα, ελεγκτών, λογιστών και δικηγόρων. Περαιτέρω, δεν έχει διαφανεί ίχνος κινδύνου αποξένωσης του πιο πάνω ποσού.
Έχω εξετάσει με προσοχή το περιεχόμενο των εκατέρωθεν ενόρκων δηλώσεων, τα επισυνημμένα σ’ αυτές έγγραφα και όσα υποστηρίχθηκαν από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των δύο πλευρών.
Αποτελεί λόγον Ένστασης των Καθ’ ων η Αίτηση ότι ελλείπει το στοιχείο του «κατεπείγοντος» και/ή υπό τα περιστατικά της υπόθεσης οι Αιτητές δεν έχουν ικανοποιήσει το στοιχείο του «κατεπείγοντος».
Όπως είναι νομολογημένο, το στοιχείο του «κατεπείγοντος» ή οποιασδήποτε άλλης ιδιαίτερης περίστασης, αποτελεί όρο και/ή προϋπόθεση για την ύπαρξη εξουσίας προς έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος μετά από μονομερή Αίτηση. (Βλ. Ιn Re B.P. Cyprus Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 861, Timberland Co. v. Evans & Sons Ltd κ.α., Πολ. Έφ. 9776 ημερ. 29.05.98, Μ & CH Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, In re Stavros Hotel Apartments Ltd κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 836 Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 (Β) ΑΑΔ 598 και Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453). Συγκεκριμένα, στην υπόθεση In re Stavros Hotel Apartments Ltd κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 836 λέχθηκε ότι ‘‘το στοιχείο του επείγοντος ή οποιασδήποτε άλλης ιδιαίτερης περίστασης αποτελεί όρο για την ύπαρξη εξουσίας προς έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος μετά από ex parte αίτηση’’. Στην υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598 αποφασίστηκε ότι το στοιχείο του «κατεπείγοντος» αποτελεί ‘‘δικαιοδοτικό όρο’’ για την παροχή μιας αιτούμενης θεραπείας μονομερώς, με αποτέλεσμα μόνο όταν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι αυτό αποδεικνύεται από την προσκομισθείσα μαρτυρία, να ασκήσει δικαστική εξουσία στην απουσία του καθ’ ου η αίτηση.
Στην προκειμένη περίπτωση, είναι η εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση ότι από την Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, δεν έχει διαφανεί ίχνος κινδύνου αποξένωσης του δεσμευμένου ποσού που είναι κατατεθειμένο στο λογαριασμό των Καθ’ ων η Αίτηση 3, ή τέτοια πρόθεση των Καθ’ ων η Αίτηση. Περαιτέρω, εισηγούνται ότι οι Αιτητές, προκειμένου να καταδείξουν το στοιχείο του κατεπείγοντος, επικαλέστηκαν προγενέστερα και διαστρεβλωμένα γεγονότα, ανυπόστατους και ψευδείς ισχυρισμούς, παραπλανώντας το Δικαστήριο. Η θέση αυτή των Καθ’ ων η Αίτηση δεν με βρίσκει σύμφωνη. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 δεν διεξάγουν πλέον καμιά εργασία, δεν έχουν κανένα περιουσιακό στοιχείο – πέραν του επίδικου ποσού των €560.053,48 που είναι κατατεθειμένο στον τραπεζικό λογαριασμό των Καθ’ ων η Αίτηση 3 -, δεν έχει ανανεωθεί η άδεια κλάσης Α που οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 κατείχαν και οι Καθ’ ων η Αίτηση έχουν τον πλήρη έλεγχο των Καθ’ ων η Αίτηση 3. Περαιτέρω, το εν λόγω ποσό ήταν δεσμευμένο λόγω εγγυητικής επιστολής προς όφελος της Εθνικής Αρχής Στοιχημάτων μέχρι την 24.7.2019 και η παρούσα Αίτηση καταχωρίστηκε στις 26.7.2019. Με αυτά τα δεδομένα κρίνω ότι δεν ήταν απαραίτητο να καταδειχθεί από τους Αιτητές, συγκεκριμένη πρόθεση των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 για αποξένωση του εν λόγω ποσού. Το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 έχουν τον πλήρη έλεγχο των Καθ’ ων η Αίτηση 3, ενώ οι Αιτητές αποτελούν την μειοψηφία, ως και η άμεση αντίδραση των Αιτητών με την καταχώριση της παρούσας Αίτησης στις 26.7.2019, δηλαδή μόλις δύο ημέρες μετά τη λήξη της εγγυητικής, ικανοποιούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το στοιχείο του «κατεπείγοντος». Ο κίνδυνος και/ή η πιθανότητα να αποξενωθεί άμεσα το εν λόγω ποσό από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, χωρίς τη μονομερή έκδοση του επίδικου Διατάγματος, υπήρχε και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να πραγματοποιηθεί. Συνακόλουθα, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι Αιτητές, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, έχουν ικανοποιήσει το στοιχείο του «κατεπείγοντος».
Αποτελεί περαιτέρω λόγον Ένστασης των Καθ’ ων η Αίτηση ότι οι Αιτητές δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με «καθαρά χέρια» και/ή απέκρυψαν και/ή διαστρέβλωσαν τα πραγματικά γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και/ή δεν προέβηκαν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων.
Είναι καλώς γνωστό ότι βάσει διαχρονικής και απαρέγκλιτης νομολογίας ο διάδικος που προσφεύγει στο Δικαστήριο μονομερώς έχει καθήκον όχι μόνο να αποκαλύπτει όλα τα ουσιώδη γεγονότα που μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά και να τα παρουσιάζει δίκαια και χωρίς παραπλάνηση. Διαφορετικά το Δικαστήριο πολύ πιθανόν να θέσει τέρμα στην ισχύ του εκδοθέντος διατάγματος χωρίς να εξετάσει άλλα θέματα ουσίας. Παρατίθεται επί του προκειμένου το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση D. Rybolovlev v. E. Rybolovlena, Πολ. Έφεση 130/09 ημερ. 21.1.10 που επαναλαμβάνει ό,τι προηγούμενες αποφάσεις καθιέρωσαν:
«Είναι πράγματι καλά καθιερωμένη η αρχή σύμφωνα με την οποία, εάν διαπιστωθεί ότι εισήγηση για μη πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη στο στάδιο της μονομερούς προσφυγής στο Δικαστήριο ευσταθεί, τότε το δικαστήριο, ή αργότερα το Εφετείο, πολύ πιθανόν να θέσει τέρμα στην ισχύ εκδοθέντος διατάγματος, χωρίς να εξετάσει άλλα θέματα ουσίας.
Όπως εύστοχα τονίστηκε από το Εφετείο στην απόφαση του στην υπόθεση The Timberland Co of U.S.A. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1179, η απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων ανατρέπει τη βάση του διατάγματος το οποίο έχει εκδοθεί μετά από μονομερή αίτηση και το καθιστά ακυρωτέο. Σχετικά παραπέμπει στο πιο κάτω απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:-
«…Στην απόφαση του, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνει εκτεταμένη αναφορά στην απόφαση μας της Ολομέλειας στην DEMSTAR LIMITED v. ZIM ISTRAEL NAVIGATION CO LIMITED κ.ά Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 157/09, 30/5/96, στην οποία εξηγείται ότι η αποκάλυψη συναρτάται με την καλή πίστη, η οποία πρέπει να επιδεικνύεται σε κάθε εξαιρετική περίπτωση που επιζητείται θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. Η απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος επενεργεί καταλυτικά, διασαλεύει τη βάση του διατάγματος, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πρόθεσης για εξαπάτηση του δικαστηρίου. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Συναρτάται (η μη αποκάλυψη) με τις, εξ αντικειμένου, συνέπειες στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, όπως επισημαίνεται στην DEMSTAR LIMITED v. ZIM ISRAEL NAVIGATION CO LIMITED κ.ά (ανωτέρω) (σελ.4).
«Ό,τι ανατρέπει τη βάση του διατάγματος είναι η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας γα την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην απουσία τους, η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής.»
Στη M. & CH. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. ν. THE TIMBERLAND CO OF USA (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι το ουσιώδες ενός ζητήματος προσδιορίζεται στο πλαίσιο της αντιδικίας των μερών. Δεν αποτελεί υποχρέωση του αιτούντος η προβολή αντεκδικήσεων τρίτων προς τα δικαιώματα τους, τις οποίες αμφισβητεί. Ό,τι πρέπει να αποκαλυφθεί, τονίζεται, σε κάθε περίπτωση, είναι:- (σελ.7)
«…γεγονότα γνωστά στον αιτητή ή γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογες προσπάθειες τα οποία σχετίζονται με:
(α) το βάσιμο του δικαιώματος του όπως διαγράφεται στο δικόγραφό του, και
(β) τη σοβαρότητα του ζητήματος το οποίο εγείρεται, καθ’ ως και
(γ) την πιθανότητα επιτυχίας.»
Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση εκδοθέντος διατάγματος, λόγω παράλειψης πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Αρκεί η διαπίστωση ότι η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων, συνιστούσε εξ αντικειμένου ουσιώδες στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρήστου (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 598).»
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αναφορικά με την Αίτηση των 1. Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G κ.ά και Adeona Holdings Ltd, Πολ. Εφ. Ε6/2014 ημερομηνίας 27.2.15 επαναλαμβάνονται οι καλώς γνωστές αρχές της νομολογίας επί του θέματος και σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα:
«Η υποχρέωση κάθε διαδίκου που ζητά μονομερώς διάταγμα να προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, είναι δεδομένη. Σχετική είναι η νομολογία που προκύπτει μεταξύ άλλων και από τις υποθέσεις Global Cruises SA κ.α. v. Metro Shipping & Travel Ltd (1989) 1 AAΔ.607, 616-8, Γρηγορίου ν. Χριστόφορου (1995) 1 AAΔ 248, 264-267, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 AAΔ 598 και Χαραλάμπους v. Petros Michael Exclusif Ltd κ. α. (2004) 1Γ AAΔ 1953, 1956. Όπως αναφέρεται, σε μονομερείς αιτήσεις ο αιτητής υποχρεούται να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και να ενεργήσει με καλή πίστη. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που ζητείται θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, οπότε ο Αιτητής έχει υποχρέωση να προσέλθει με «καθαρά χέρια». Η μη αποκάλυψη είτε αθώα, είτε εσκεμμένη, θεωρείται είδος εξαπάτησης γι' αυτό και προκαλεί τόσο σοβαρές συνέπειες, όπως την ακύρωση του διατάγματος, χωρίς την περαιτέρω εξέταση της ουσίας της αίτησης. Η υποχρέωση αποκάλυψης εκτείνεται σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά ή τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά μετά από εύλογη έρευνα και τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου. Όσο πιο δραστικό είναι το διάταγμα που ζητείται, τόσο μεγαλύτερη είναι η υποχρέωση πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης.
Η υποχρέωση αποκάλυψης δεν περιορίζεται μόνο σε γεγονότα, αλλά εκτείνεται και στο νόμο και νομικές αρχές, καθώς και σε σημεία τα οποία ενδεχομένως να μην είναι υπέρ των Αιτητών (βλ. Swift Fortune Ltd (The Capaz Duckling) v. Magnifica Marine SA [2008] 1 Lloyd's Rep. 54). Επίσης, περιλαμβάνει και την αποκάλυψη άνευ βλάβης αλληλογραφίας (βλ. Linsen International Ltd v. Humpuss Sea Transport Pte Ltd (2010) EWHC 303 (Comm)). Αυτό υποβοηθά το δικαστήριο στο να αντιληφθεί όλα τα σχετικά σημεία, προτού αποφασίσει. Σχετικές είναι οι Siporex Trade S.A. v. Comdel Commodities Ltd [1986] 2 Lloyd’s Rep 428 QBD και Global Cruises S.A. κ.α. v. Metro Shipping & Travel Ltd, ανωτέρω.
Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο δικαστής ο οποίος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν διστάζει να ακυρώσει το ήδη εκδοθέν μονομερές διάταγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διαπιστώνει κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του δικαστηρίου. Οδηγός είναι πάντοτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων.
Βέβαια δεν είναι κάθε παράλειψη αποκάλυψης που οδηγεί σε ακύρωση. Αν το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κρίνει ότι η παράλειψη αφορούσε σε ουσιώδες γεγονός, τότε κατά κανόνα ακυρώνει το διάταγμα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αφαιρέσει κάθε όφελος που απεκόμισε ο αιτητής. Στην αγγλική υπόθεση Bank Mellat v. Nikpour (Mohammad Ebrahaim) (1985) F.S.R. 87 CA, αναφέρθηκε ότι το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με την αρχή του locus poenitentiae (ευκαιρία για μεταμέλεια ή διόρθωση), μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η μη αποκάλυψη είναι αθώα, να ακυρώσει το προηγούμενο διάταγμα και να εκδώσει νέο, υπό όρους (βλ. επίσης Recnex Trading Ltd κ.α. v. Τράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2014:A269, Πολιτική Έφεση Αρ. 71/11, ημερ. 16.4.2014). Όμως αυτή η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με αρκετή περισυλλογή, ώστε να μην εξουδετερώνει το μοναδικό κόστος ή «τιμωρία» για μη αποκάλυψη, που δεν είναι άλλο από την ακύρωση του διατάγματος. Στην υπόθεση Brink's-Mat Ltd v. Elcombe and others [1988] 3 All ER 188 ο δικαστής Balcombe LJ επεξηγώντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, ανέφερε τα εξής:
«The rule that an ex parte injunction will be discharged if it was obtained without full disclosure has a two-fold purpose. It will deprive the wrongdoer of an advantage improperly obtained: see R ν Kensington Income Tax Commissioners, Ex parte Princess Edmond de Polignac [1917] 1 K.B. 486, 509. But it also serves as a deterrent to ensure that persons who make ex parte applications realise that they have this duty of disclosure and of the consequences (which may include a liability in costs) if they fail in that duty. Nevertheless, this judge-made rule cannot be allowed itself to become an instrument of injustice. It is for this reason that there must be a discretion in the court to continue the injunction, or to grant a fresh injunction in its place, notwithstanding that there may have been non-disclosure when the original ex parte injunction was obtained: see in general Bank Mellat ν Nikpour (Mohammad Ebrahaim) [1985] F.S.R. 87, 90 and Lloyds Bowmaker Ltd ν Britannia Arrow Holdings Plc, ante p. 1337, a recent decision of this court in which the authorities are fully reviewed. I make two comments on the exercise of this discretion. (1) Whilst, having regard to the purpose of the rule, the discretion is one to be exercised sparingly, I would not wish to define or limit the circumstances in which it may be exercised. (2) I agree with the views of Dillon L.J. in the Lloyds Bowmaker case, at. P. 1349C-D, that if there is jurisdiction to grant a fresh injunction, then there must also be a discretion to refuse, in an appropriate case, to discharge the original injunction.»
Χρήσιμη ανάλυση της νομολογίας για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δίδεται επίσης στην αγγλική υπόθεση Arena Corporation Ltd (In Provisional Liquidations) v. Schroeder (2003) All ER (D) 199.»
Εξέτασα με ιδιαίτερη προσοχή την εν λόγω εισήγηση των Καθ’ ων η αίτηση. Όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Harvardskiy Prumyslovy Hold A.S. v. Daventree Resour Ltd κ.ά (2008) 1 Α.Α.Δ. 801: «Σε μονομερείς αιτήσεις (ex parte applications) το Δικαστήριο πρέπει να βρίσκεται σε θέση να αξιολογεί όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν τη λήψη μιας απόφασης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια δεν έχει άλλη επιλογή παρά να βασίζεται στο περιεχόμενο των δηλώσεων του δικηγόρου και το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων του Αιτητή. Έτσι προκύπτει η ανάγκη της πλήρους αποκάλυψης γεγονότων».. Επαναλαμβάνω και για τους σκοπούς της παρούσας την επισήμανση αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την προσθήκη ότι το Δικαστήριο σε αιτήσεις της εξεταζόμενης φύσεως όχι μόνο δεν έχει άλλη επιλογή, αλλά ούτε και την πολυτέλεια να διεξέλθει το περιεχόμενο των πολυάριθμων εγγράφων που συνήθως συνοδεύουν μια μονομερή αίτηση για ενδιάμεση θεραπεία και κατά συνέπεια σε τέτοιες περιπτώσεις θα πρέπει να επισύρεται η προσοχή του σε καθετί που περιέχεται στα έγγραφα αυτά και τα οποία δυνατό να επηρεάσουν τη λήψη της απόφασης του. Σχετικά, εκτός από την υπόθεση Harvardskiy (ανωτέρω), παραπέμπω και στις υποθέσεις Demstar Ltd v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά (1996) 1 Α.Α.Δ. 597 και Interparlemental Concer “Uralmetrom” v. Besumo Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 557, από τις οποίες προκύπτει εμμέσως πλην σαφώς ότι η αναφορά σε ένα ουσιώδες θέμα πρέπει να γίνεται στην ένορκο δήλωση και όχι να απαντάται στα τεκμήρια που τη συνοδεύουν και τα οποία πολλές φορές – όπως και στην παρούσα περίπτωση – είναι ογκωδέστατα.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ’ ων η Αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση εισηγούνται ότι οι Αιτητές απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα, παραποίησαν γεγονότα και προέβηκαν σε αναληθείς δηλώσεις, κατά τρόπο που παραπλάνησαν το Δικαστήριο. Σε σχέση με τα κατ’ ισχυρισμό παραπλανητικά γεγονότα που περιέχονται στην Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, οι Καθ’ ων η αίτηση παρέπεμψαν το Δικαστήριο σε ένορκες δηλώσεις των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 που καταχωρίστηκαν στα πλαίσια της Αίτησης Εκκαθάρισης με αρ. XXXXX/16 (Τεκμ.1 και 4) και στα πλαίσια της παρούσας Αγωγής στην Αίτηση ημερ. 27.6.2017 (Τεκμ.2) και ημερ. 11.1.2018 (Τεκμ.3), εφόσον τα πλείστα επίδικα ζητήματα αποτέλεσαν αντικείμενο προηγούμενων διαδικασιών. Σε σχέση με τα κατ’ ισχυρισμό πραγματικά και αληθινά γεγονότα της υπόθεσης, αναφέρεται με λεπτομέρεια η δική τους θέση ως προς αυτά, στην γραπτή τους αγόρευση (σελ.21 – 34).
Έχω εξετάσει τις θέσεις των δύο πλευρών επί των εν λόγω ζητημάτων και καταλήγω ότι οι Αιτητές δεν μπορούν να κριθούν ένοχοι σοβαρής παραπλάνησης του Δικαστηρίου και απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων. Οι Αιτητές με την Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα Αίτηση, προέβαλαν την δική τους θέση επί των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης. Έχω την άποψη ότι επί αυτών δεν τίθεται θέμα απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, αλλά πρόκειται για παράθεση των αλληλοσυγκρουόμενων εκδοχών των δύο πλευρών που αφορούν την ουσία της διαφοράς μεταξύ τους, τις οποίες το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει στο παρόν στάδιο, ούτε και να καταλήξει σε συμπεράσματα σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας, ως προς την πλήρη εξέταση του πραγματικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου κατά τη δίκη για την ουσία της διαφοράς τους στα πλαίσια της παρούσας αγωγής.
Συνεπώς, κρίνω ότι ο σχετικός λόγος Ένστασης περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και παραπλάνησης του Δικαστηρίου εκ μέρους των Αιτητών, δεν γίνεται αποδεκτός και απορρίπτεται.
Προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο οι Αιτητές έχουν καταδείξει ότι ικανοποιούνται οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.
Το άρθρο 32 έτυχε νομολογιακής εξέτασης κατ’ επανάληψη (βλ. Karydas Taxi Co. v. Komodikis (1975) 1 C.L.R 321 Papastratis v. Pierides (1979) 1 C.L.R 231, Odysseos v. Pieris Estates and others (1982) 1 C.L.R. 557 και άλλες) και είναι γνωστές οι τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν προκειμένου να επιτύχει ο αιτητής. Θα πρέπει να καταδείξει ότι:
1. Εγείρεται σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, κάτι που δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν της κατάδειξης μιας συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τα δικόγραφα.
2. Έχει ορατή προοπτική ή πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία στην αγωγή του, προϋπόθεση που αναφέρεται σε κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά πολύ λιγότερο από απόδειξη με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων και
3. Θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, προϋπόθεση που φέρνει στο προσκήνιο το θέμα των αποζημιώσεων, δηλαδή αν η θεραπεία των αποζημιώσεων θα ήταν ικανοποιητική υπό τα περιστατικά της υπόθεσης.
Είναι επίσης νομολογημένο ότι στο στάδιο εξέτασης των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 32 και της σωρευτικής ικανοποίησης των κριτηρίων, το Δικαστήριο εξετάζει το δικόγραφο και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ώστε να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν οι δυο πρώτες προϋποθέσεις (βλ. Recnex Trading Ltd κ.ά ν Τράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ ECLI:CY:AD:2014:A269, Πολ. Εφ. 71/11 ημερομηνίας 16.4.2014).
Με βάση το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, έχω την γνώμη ότι οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 ικανοποιούνται. Προς τούτο είναι αρκετό να επισημάνω ότι προβάλλεται ισχυρισμός από τους Αιτητές ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 ως μέτοχοι πλειοψηφίας, - για τους λόγους που αναφέρουν και επεξηγούν με λεπτομέρεια στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα Αίτηση – δεν ανταποκρίνονται στα αιτήματα των Αιτητών, δεν προέβηκαν σε καμιά παρατήρηση για τη Συμφωνία Μετόχων, δεν τους ενημερώνουν για τα θέματα των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και στην ουσία τους απέκλεισαν εντελώς από τη διαχείριση των Καθ’ ων η Αίτηση 3. Γι’ αυτό και στις 26.9.2019 καταχώρησαν στο Δικαστήριο Αίτηση για διάλυση των Καθ’ ων η Αίτηση 3 λόγω καταπίεσης της μειοψηφίας. Στη βάση των γεγονότων που επικαλούνται οι Αιτητές, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η πρόθεση των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, αφού έλαβαν πλήρη έλεγχο των Καθ’ ων η Αίτηση 3, ήταν να οικειοποιηθούν τα περιουσιακά στοιχεία, τον εξοπλισμό, την φήμη και πελατολόγιο των Καθ’ ων η Αίτηση 3, μεταφέροντας τα στους Καθ’ ων η Αίτηση 6, τους οποίους χρησιμοποιούν ως όχημα δόλου και κατάφεραν οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 να μην διεξάγουν πλέον οποιαδήποτε εργασία μετά την εκπνοή της άδειας κλάσης Α. Το κατά πόσο ευσταθούν οι θέσεις των Αιτητών δεν είναι του παρόντος σταδίου. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι σε διαδικασία εκδίκασης αίτησης για Προσωρινό Διάταγμα, το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου κατά την δίκη της ουσίας της υπόθεσης (βλ. Φαέθων Μιχαηλίδης ν. Κυριάκος Άγγελου Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209). Στο παρόν στάδιο είναι αρκετό να λεχθεί ότι, στη βάση των όσων οι Αιτητές αποδίδουν στους Καθ’ ων η Αίτηση, εγείρεται σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και η προοπτική ότι δικαιούνται εναντίον τους θεραπεία όπως αξιώνουν με την αγωγή τους, δεν είναι δυσδιάκριτη.
Η θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι η παρούσα αγωγή εγείρεται παράτυπα από τους Αιτητές 1 και 2 υπό την προσωπική τους ιδιότητα διότι σε περιπτώσεις παράγωγης αγωγής, κατάλληλος Ενάγοντας δεν είναι οι μέτοχοι της μειοψηφίας υπό την προσωπική τους ιδιότητα αλλά η ίδια η Εταιρεία η οποία εγείρει αγωγή μέσω των μετόχων μειοψηφίας, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Αποτελεί κανόνα του Κοινοδικαίου ότι αν μια εταιρεία γίνεται θύμα αδικήματος, τότε, επειδή αποτελεί διαφορετική οντότητα από τους μετόχους της, η εταιρεία είναι αυτή που θα πρέπει να εγείρει αγωγή (βλ. Foss v. Harbottle (1843) 67 E.R. 189). Εντούτοις εξαίρεση στον γενικό κανόνα επιτρέπει σε ένα μέτοχο να εγείρει αγωγή εκ μέρους της Εταιρείας, εάν υπάρχει δόλος εναντίον της μειοψηφίας και οι υπεύθυνοι του δόλου ελέγχου την εταιρεία. Στην υπόθεση Χρίστου Ανδρέας ν. Ζήνας Μηλλιού κ.ά (2013) 1 Α.Α.Δ. 1210 αναφέρεται σχετικά:
«(iii) The company must be made a defendant in the action. As already pointed out, the company is the true plaintiff, and if a money judgment is recovered against the true defendants - the wrongdoing directors or other controllers - this will be in favour of the company and not in favour of the individual shareholder who is nominal plaintiff. The company cannot, in fact, be the plaintiff, because neither of its organs - the board of directors and the general meeting - will authorise suit by it. As the next best thing the court insists upon its being made the nominal defendant. So long as the company is a party, judgment can be given in its favour, and any decision in the case becomes res judicata so far as the company is concerned, precluding it from bringing a subsequent action on the same cause if there is a later change in control."
(Βλ. επίσης Halsbury's Laws of England, 3ος Τόμος, σελ. 446.)
Σε μετάφραση του Δικαστηρίου:
«Η εταιρεία πρέπει να προστεθεί ως εναγόμενη στην αγωγή. Όπως, ήδη έχει υποδειχθεί, η εταιρεία είναι ο πραγματικός ενάγων και εάν απόφαση εις χρήμα επιτύχει εναντίον των πραγματικών εναγομένων - των αδικοπραγούντων διευθυντών ή των άλλων που έχουν τον έλεγχο της - αυτή θα είναι προς όφελος της εταιρείας και όχι προς όφελος του μετόχου που είναι κατ' όνομα ενάγων. Η εταιρεία δεν μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ενάγων καθ' ότι κανένα από τα όργανα της - το Διοικητικό Συμβούλιο και Γενική Συνέλευση - θα επέτρεπαν έγερση της αγωγής. Ως το επόμενο καλύτερο, το Δικαστήριο επιμένει όπως προστεθεί ως εναγόμενη. Εφ' όσον η εταιρεία είναι διάδικος, απόφαση μπορεί να δοθεί προς όφελος της και οποιαδήποτε απόφαση στην υπόθεση γίνεται δεδικασμένο κατά το μέρος που αφορά την εταιρεία, εμποδίζοντας την να επαναφέρει νέα αγωγή για την ίδια αιτία, εάν στο μέλλον υπάρξει αλλαγή στον έλεγχο της.»
Σχετικές με τους κανόνες που διέπουν το θέμα στην Κύπρο είναι, μεταξύ άλλων, οι υποθέσεις Θωμά κ.ά ν. Ηλιάδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1263 και Πιριλλής κ.α ν. Κουή (2004) 1 Α.Α.Δ. 136, στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε εξαιρέσεις στον Κανόνα Foss.
Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον οι Αιτητές εγείρουν ζήτημα και καταλογίζουν στους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 πρόθεση και δόλο στις ενέργειες τους ως αναφέρθηκε ανωτέρω, εκ πρώτης όψεως φαίνεται, ότι οι Αιτητές νομιμοποιούνται στην καταχώριση της παρούσας αγωγής εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 3, ως μέτοχοι μειοψηφίας εφόσον, ισχυρίζονται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, ως υπεύθυνοι του δόλου, είναι αυτοί που ελέγχουν τους Καθ’ ων η Αίτηση 3.
Περαιτέρω, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ’ ων η Αίτηση, προέβαλαν τη θέση ότι η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε καταχρηστικά και κακόπιστα διότι οι αξιώσεις της παρούσας αγωγής, βρίσκονται σε πλήρη αντίφαση με τις θεραπείες που επιζητούνται στα πλαίσια της Αίτησης διάλυσης με αρ. 378/16 που καταχωρίστηκε από τους Αιτητές. Ειδικότερα, προβάλλουν τη θέση ότι αν διαλυθούν οι Καθ’ ων η Αίτηση 3, ή αν εξαγοραστούν οι μετοχές των Αιτητών, ως είναι το αίτημα των Αιτητών στην Αίτηση διάλυσης XXXXX/16, τότε η παρούσα αγωγή δεν θα έχει αντικείμενο προς εξέταση και οι Αιτητές δεν θα έχουν έννομο συμφέρον να προωθούν την παρούσα αγωγή. Στην δε περίπτωση έκδοσης διατάγματος διάλυσης των Καθ’ ων η Αίτηση, έννομο συμφέρον για προάσπιση των συμφερόντων των Καθ’ ων η Αίτηση 3, θα έχει ο εκκαθαριστής.
Έχω εξετάσει την εν λόγω θέση των Καθ’ ων η Αίτηση η οποία δεν με βρίσκει σύμφωνη. Η Αίτηση διάλυσης με αρ. XXXXX/16 προωθείται από τους Αιτητές ως μετόχοι μειοψηφίας των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και στοχεύει στην προάσπιση των προσωπικών τους συμφερόντων. Η παρούσα αγωγή είναι παράγωγη αγωγή και στοχεύει στην προάσπιση των συμφερόντων των Καθ’ ων η Αίτηση 3, ως εταιρεία.
Στην Πιρίλλης κ.ά ν. Κουή (2004) 1(A) Α.Α.Δ. 136, 144 επισημαίνεται η διάκριση της διαδικασίας που αφορά την καταπίεση της μειοψηφίας από την Εταιρεία, η οποία ενεργεί μέσω της πλειοψηφίας και της διαδικασίας όπου παραπονούμενη δεν είναι η μειοψηφία αλλά η ίδια η εταιρεία η οποία αποστερήθηκε παράνομα της περιουσίας της. Αναφέρεται ότι:
«Το άρθρο 202 αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει
καταπίεση της μειοψηφίας από την εταιρεία η οποία ενεργεί μέσω
της πλειοψηφίας. Δεν αναφέρεται στις περιπτώσεις, όπως η
επίδικη, όπου παραπονούμενη δεν είναι η μειοψηφία, τα
δικαιώματα της οποίας κατ' ισχυρισμό καταπιέζονται από την
εταιρεία, αλλά αυτή τούτη η εταιρεία η οποία, κατ' ισχυρισμό, αποστερήθηκε παράνομα της περιουσίας της. Είναι γι' αυτό, άλλωστε, το λόγο που η διαδικασία του άρθρου 202 στρέφεται εναντίον της εταιρείας, εφόσον είναι αυτή η οποία, μέσω της πλειοψηφίας, καταπιέζει τη μειοψηφία, και όχι υπέρ αυτής, με σκοπό να προστατευθεί από τις, κατ' ισχυρισμό, παράνομες σε βάρος της πράξεις εκείνων οι οποίοι ασκούν τον έλεγχό της. Εξάλλου, σε αίτηση βάσει του άρθρου 202, αλλά και του άρθρου 211, δεν θα μπορούσε να περιληφθεί, ως καθ' ου η αίτηση, τρίτο πρόσωπο, ήτοι η εφεσείουσα 2, ως όχημα απάτης (fraud vehicle).»
Στην Re Pelmako Development Ltd (1999) 1(B) Α.Α.Δ. 1369, 1373-4 αναφέρεται ότι:
«Όταν η πλειοψηφία καταπιέζει τη μειοψηφία, η μειοψηφία έχει εκ του νόμου τη δυνατότητα να αποταθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει τη διάλυση της εταιρείας με βάση τις διατάξεις του άρθρου 211 (στ) του νόμου. Επειδή η διάλυση της εταιρείας προκαλεί, στις πιο πολλές περιπτώσεις, τέτοιες επιζήμιες επιπτώσεις επί των συμφερόντων της μειοψηφίας που υφίσταται την καταπίεση, ο νόμος παρέχει στην καταπιεζόμενη μειοψηφία μια άλλη εναλλακτική θεραπεία, αυτή του άρθρου 202 του νόμου, ως διαζευκτική της αναγκαστικής διάλυσης.»
Τα επίδικα ζητήματα στην Εταιρική Αίτηση με αρ. XXXXX/16, αφορούν τις σχέσεις των μετόχων μεταξύ τους. Η παρούσα αγωγή ως παράγωγη αγωγή, αφορά την προάσπιση των συμφερόντων των Καθ’ ων η Αίτηση 3 ως Εταιρεία, με ουσιαστική εμπλοκή των Καθ’ ων η Αίτηση 6. Το γεγονός ότι οι Αιτητές προωθούν την Εταιρική Αίτηση διάλυσης, με επιθυμητή θεραπεία τη διάλυση των Καθ’ ων η Αίτηση 3 ή την εξαγορά των μετοχών τους, δεν ανατρέπει, ούτε και υποβαθμίζει το ενδιαφέρον τους για τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων των Καθ’ ων η Αίτηση 3. Εξάλλου, αν τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η αίτηση 3 αποξενωθούν, αυτό θα αντανακλά ζημιογόνα στα προσωπικά συμφέροντα των μετόχων. Συνεπώς, με αυτά τα δεδομένα δεν τίθεται θέμα κατάχρησης διαδικασίας με την καταχώριση της παρούσας αγωγής, αλλά προώθησης δύο διαδικασιών με επιτρεπτές θεραπείες από το Νόμο και τη σχετική Νομολογία. Σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί Διάταγμα Διάλυσης των Καθ’ ων η Αίτηση 3, ούτε και έχει διοριστεί εκκαθαριστής και συνεπώς οι Αιτητές με την παρούσα αγωγή προασπίζονται τα συμφέροντα των Καθ’ ων η Αίτηση 3.
Δεν συμφωνώ ούτε και με τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι το εκδοθέν Διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί δεν περιλαμβάνει πρόνοια για εξαίρεση ποσού για την καταβολή των αναγκαίων εξόδων των Καθ’ ων η Αίτηση 3, και/ή για την καταβολή δικηγορικών εξόδων και άλλων οφειλών έναντι τρίτων. Πρόκειται για αόριστο, γενικό και ατεκμηρίωτο ισχυρισμό και από τις 30.7.2019 που εκδόθηκε το επίδικο προσωρινό Διάταγμα, οι Καθ’ ων η Αίτηση σε κανένα δικονομικό διάβημα προέβηκαν ώστε να ζητήσουν την αποδέσμευση οποιουδήποτε ποσού.
Παρέμεινε προς εξέταση η τρίτη προϋπόθεση. Όπως είναι νομολογημένο, το βασικό κριτήριο για να κριθεί ότι η έκδοση του διατάγματος είναι απαραίτητη για να καταστεί δυνατή ή να διευκολυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης, είναι το κατά πόσο αν τελικά ο Ενάγοντας επιτύχει στην αγωγή του, θα είναι αρκετή η κατοχύρωση των δικαιωμάτων του με επιδίκαση αποζημιώσεων. Αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε η έκδοση προσωρινού Διατάγματος δεν είναι απαραίτητη. Η επιδίκαση αποζημιώσεων κρίνεται ότι αποτελεί επαρκή θεραπεία όταν η φύση της υπόθεσης επιτρέπει δίκαιο υπολογισμό της ζημιάς. Αν ο υπολογισμός είναι δύσκολος ή αδύνατος, τότε θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Είναι επίσης νομολογημένο ότι η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 συμπεριλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια και παράγοντες, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά που μπορεί να προκληθεί με την μη έκδοση του Διατάγματος. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη. Η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη προστασία των συμφερόντων του αιτούμενου την θεραπεία (βλ. Papastratis v. Pierides (1979) 1 C.L.R. 231, M & CH Mitsingas Trading Ltd v. The Timberland Co (1997) 1 A.A.Δ. 1791, Κώστας Κυρίσαββας κ.ά ν. Χάρη Κύζη (2001) 1Β Α.Α.Δ. 1245).
Είναι η εισήγηση των Αιτητών ότι σε περίπτωση μη οριστικοποίησης του εκδοθέντος Διατάγματος, οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 θα έχουν τη δυνατότητα, ως μέτοχοι πλειοψηφίας, να αποξενώσουν το επίδικο ποσό των €560.053,48 από τον τραπεζικό λογαριασμό όπου είναι κατατεθειμένο, με αποτέλεσμα να είναι όχι μόνο δύσκολο αλλά αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά την έκδοση της τελικής Απόφασης. Τούτου γιατί, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το εν λόγω ποσό, αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και σε περίπτωση αποξένωσης του από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 – προς όφελος των οποίων καταχωρίστηκε η παρούσα παράγωγη αγωγή – θα υποστούν τεράστιες και ανεπανόρθωτες ζημιές. Αντίθετα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ’ ων η Αίτηση εισηγήθηκαν ότι αν εκκαθαριστούν οι Καθ’ ων η Αίτηση 3, τότε τα περιουσιακά τους στοιχεία θα είναι στα χέρια του Εκκαθαριστή, ο οποίος θα τα διαχειριστεί με τον κατάλληλο τρόπο. Σε περίπτωση αναγκαστικής εξαγοράς του υπολοίπου των μετοχών, θα πρέπει να καταβληθεί στους Αιτητές το ανάλογο αντίτιμο ύψους €4.500.000 και συνεπώς δεν θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά.
Έχω εξετάσει τις θέσεις των διαδίκων ως ανωτέρω και συμφωνώ με τους ευπαίδευτους συνηγόρους των Αιτητών ότι σε περίπτωση μη οριστικοποίησης του εκδοθέντος Διατάγματος, ο κίνδυνος αποξένωσης από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 του δεσμευμένου ποσού, είναι υπαρκτός και πιθανός. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα τον δυσμενή και ανεπανόρθωτο οικονομικά επηρεασμό των Καθ’ ων η Αίτηση 3, προς όφελος των οποίων καταχωρίστηκε η παρούσα παράγωγη αγωγή, έχοντας κατά νου ότι το εν λόγω ποσό αποτελεί το μοναδικό πλέον περιουσιακό στοιχείο των Καθ’ ων η Αίτηση 3, οι οποίοι δεν διεξάγουν πλέον καμιά απολύτως εργασία. Στη βάση των όσων οι Αιτητές ισχυρίζονται, κρίνω ότι έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου επαρκής μαρτυρία που καταδεικνύει ότι υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2, αποξένωσης του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου των Καθ’ ων η Αίτηση 3 και συνεπώς θα είναι δύσκολο και πιθανόν αδύνατο να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα των Καθ’ ων η Αίτηση 3 σε μεταγενέστερο στάδιο, σε περίπτωση έκδοσης απόφασης προς όφελος τους.
Συνεπώς, η παγοποίηση του δεσμευθέντος ποσού προς ικανοποίηση των συμφερόντων των Καθ’ ων η Αίτηση 3, κρίνεται ως αναγκαία και επιβλητέα. Ως εκ τούτου καταλήγω ότι πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση.
Τέλος προχωρώ να εξετάσω και το ισοζύγιο της ευχέρειας. Στην υπόθεση Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 788 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 795:
«Αναφορικά με το ισοζύγιο της ευχέρειας αυτό υποδηλώνει το ενδιαφέρον του δικαστηρίου να ισοζυγίσει τον κίνδυνο αδικίας η οποία θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφασή του που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο ήταν εσφαλμένη. Όπως το έχει θέσει ο δικαστής Huffman στην Films Rover International Limited v. Cannon Film Sales Limited [1987] 1 W.L.R. 670:
“Το κύριο δίλημμα σε σχέση με την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, είτε αυτά είναι απαγορευτικά ή επιτακτικά, είναι ότι υπάρχει εξ ορισμού ο κίνδυνος ότι το δικαστήριο μπορεί να πάρει εσφαλμένη απόφαση, με το νόημα ότι έχει χορηγήσει διάταγμα σε διάδικο ο οποίος αποτυγχάνει ν’ αποδείξει τα δικαιώματα του κατά τη δίκη (ή θα αποτύγχανε αν υπήρχε δίκη) ή διαζευκτικά με το να παραλείψει να χορηγήσει διάταγμα σε διάδικο που επιτυγχάνει (ή θα πετύχει) στη δίκη. Αποτελεί επομένως θεμελιώδη αρχή ότι το δικαστήριο πρέπει να υιοθετήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται ότι ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας εάν ήθελε φανεί ότι η απόφαση του ήταν «εσφαλμένη» με το πιο πάνω νόημα. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τη χορήγηση και των δυο ειδών προσωρινών διαταγμάτων πηγάζουν από αυτή την αρχή.”»
Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ των Αιτητών. Σταθμίζοντας τη ζημιά που θα υποστούν οι Καθ’ ων η Αίτηση 3 από τη μη οριστικοποίηση του εκδοθέντος Διατάγματος, έχοντας κατά νου τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω κατά την εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης, ως και το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και 2 δεν θα υποστούν απολύτως καμιά ζημιά από την οριστικοποίηση του εκδοθέντος Διατάγματος – ούτε καν έχουν επικαλεστεί τέτοια ζημιά – κρίνω ότι η οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας, αν ήθελε φανεί στο τέλος της δίκης ότι η παρούσα απόφαση είναι εσφαλμένη, εντός της έννοιας Bacardi (ανωτέρω). Τούτο γιατί κρίνεται ως επάναγκες να διατηρηθεί η σημερινή κατάσταση πραγμάτων (status quo) μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας παράγωγης αγωγής, προς διατήρηση των δεδομένων ως είχαν πριν την καταχώριση της παρούσας Αίτησης.
Για όλα τα πιο πάνω και ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο, το εκδοθέν Προσωρινό Διάταγμα ημερ. 30.7.2019, καθίσταται απόλυτο.
Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των Αιτητών και σε βάρος των Καθ’ ων η Αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ……………………………….
Στ. Χατζηγιάννη, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο,
Πρωτοκολλητής