ECLI:CY:EDLEM:2021:A73
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Αγωγή αρ. 236/2019
Μεταξύ:
TEMPO BEVERAGES CYPRUS LIMITED
Ενάγουσα
και
P. & N. ENTERTAINMENT LTD
Εναγόμενη
Αίτηση ημερομηνίας 25.10.2019
Ημερομηνία: 09.04.2021
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα Κ. Ζαντήρα για MICHAEL KYPRIANOU & CO LLC
Για Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση: κ. Σάββας Χρ. Σαββίδης
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Ενάγουσα, εταιρεία που εμπορεύεται οινοπνευματώδη και άλλα ποτά, αξιώνει από την Εναγόμενη, η οποία διαχειρίζεται επιχείρηση στη Λάρνακα, ποσό €15.343,48 βάσει τιμολογίων που εξέδωσε από την 04.05.2018 έως και την 17.12.2018, κατόπιν συμφωνίας των μερών ημερομηνίας 01.12.2017 που συνάφθηκε στη Λεμεσό, με βάση την οποία η Ενάγουσα συμφώνησε να προμηθεύει την Εναγόμενη με τα προϊόντα της και η Εναγόμενη να πληρώνει την αξία τους και να τα εμπορεύεται με βάση τους όρους της συμφωνίας τους. Η Ενάγουσα απαίτησε την πληρωμή των οφειλόμενων ποσών, πλην όμως η Εναγόμενη παρέλειψε να ανταποκριθεί.
Με την υπό εξέταση αίτησή της, η Ενάγουσα ζητά την έκδοση συνοπτικής απόφασης βάσει της Δ.18 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Δια της ένορκης δήλωσης του κύριου XXXX, εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου της Ενάγουσας με προσωπική εμπλοκή και γνώση των γεγονότων, που υποστηρίζει την αίτηση της Ενάγουσας, αναφέρονται τα ίδια γεγονότα και προσκομίζεται περαιτέρω έγγραφη μαρτυρία, έγγραφα από το ηλεκτρονικό αρχείο του Εφόρου Εταιρειών αναφορικά με την Ενάγουσα και την Εναγόμενη (Τεκμήρια 1 και 2 αντίστοιχα), η συμφωνία ημερομηνίας 01.12.2017 για την περίοδο από την 01.12.2017 μέχρι την 31.12.2018 (Τεκμήριο 3), δέσμη τιμολογίων και πιστωτικών σημειώσεων (Τεκμήριο 4), κατάσταση λογαριασμού στην οποία περιλήφθηκαν τα τιμολόγια και οι πιστωτικές σημειώσεις (Τεκμήριο 5), και απαίτηση πληρωμής ημερομηνίας 17.12.2018 (Τεκμήριο 6). Η θέση της Ενάγουσας είναι πως η Εναγόμενη δεν έχει οποιαδήποτε ουσιαστική υπεράσπιση στην αγωγή, θα πρέπει να εκδοθεί συνοπτική απόφαση εναντίον της για το χρέος.
Με ένσταση που καταχώρισε η Εναγόμενη, προβάλλει λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι η αίτηση της Ενάγουσας θα πρέπει να απορριφθεί και να της επιτραπεί να προβάλει υπεράσπιση. Θεωρεί πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, ότι έχει πολύ καλή υπεράσπιση, ότι η αίτηση είναι νομικά αβάσιμη και ουσιαστικά ατεκμηρίωτη, και ότι γίνεται κακόπιστα και καταχρηστικά. Όπως εξηγεί η κυρία XXXX, διευθύντρια της Εναγόμενης, η οποία υποστηρίζει την ένσταση αυτή με ένορκη της δήλωσης, η Εναγόμενη δεν αμφισβητεί την ύπαρξη της συμφωνίας και την έκδοση των τιμολογίων από μέρους της Ενάγουσας, ωστόσο ισχυρίζεται πως όρος της συμφωνίας αλλά και συνήθης πρακτική ήταν πως, από τη στιγμή που έμενε κατά καιρούς μεγάλο stock (απόθεμα) ποτών στην Εναγόμενη, αυτό θα επιστρέφονταν στην Ενάγουσα με σκοπό την εξόφληση της εναπομείνασας αξίας των ποτών αντί θα γίνονταν πληρωμή σε χρήμα. Συναφώς, η Εναγόμενη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ύστερα από εκδήλωση που πραγματοποίησε στον χώρο της, κατέληξε να έχει αρκετές εναπομείνασες ποσότητες, λόγω του ότι δεν υπήρξε η αναμενόμενη προσέλευση θαμώνων. Είχε επικοινωνήσει άμεσα με την Ενάγουσα προκειμένου να της επιστρέψει τα ποτά, ωστόσο δεν υπήρξε ανταπόκριση της Ενάγουσας, με αποτέλεσμα η Εναγόμενη να αναγκαστεί να πωλήσει το εμπόρευμα σε πολύ χαμηλότερη τιμή και να ζημιωθεί περαιτέρω, ενημερώνοντας σχετικά την Ενάγουσα, και επιστρέφοντάς της το ποσό των €8.000,00. Επιπρόσθετα, η Εναγόμενη αναγκάστηκε να πετάξει μέρος του εμπορεύματος, εφόσον, λόγω της κωλυσιεργίας και κακής πίστης της Ενάγουσας, είχε λήξει και καταστεί ακατάλληλο προς κατανάλωση. Αυτά τα γεγονότα, κατά τη θέση της Ενάγουσας, συνιστούν υπεράσπισή της στην αγωγή, που θα πρέπει να της επιτραπεί να προβάλει.
Την 17.12.2020, η πλευρά της Ενάγουσας, δια του κύριου XXXX, καταχώρισε, με τη συμφωνία της πλευράς της Εναγόμενης, συμπληρωματική ένορκη δήλωση, δια της οποίας η Ενάγουσα δεν αρνείται την πρακτική της επιστροφής αποθέματος, εξ ου, όπως λέει, και είχε εκδώσει πιστωτικές σημειώσεις για όσες επιστροφές είχαν γίνει ή, εάν δεν γίνονταν επιστροφές, εκδίδονταν εκπτωτικά σημειώματα υπό μορφή επιδόματος ή και υπό μορφή χρηματοδότησης προς την Εναγόμενη, αλλά το οφειλόμενο ποσό που ζητείται ουδόλως επηρεάζεται από μια τέτοια πρακτική. Συναφώς, διαψεύδει την Εναγόμενη ως προς τον ισχυρισμό της ότι είχαν μείνει αποθέματα κατά τον ουσιώδη χρόνο, τα οποία δεν δέχονταν η Ενάγουσα να παραλάβει και τα οποία αναγκάστηκε να πωλήσει σε χαμηλότερη τιμή, πέραν του ότι επισημαίνει πως η συμφωνία τους δεν έδιδε δικαίωμα στην Εναγόμενη να πωλεί το εμπόρευμα σε χαμηλότερη τιμή. Αντιθέτως, με βάση τη συμφωνία, η Ενάγουσα παραμένει η ιδιοκτήτρια των προϊόντων μέχρι την εξόφλησή τους και η πώλησή τους από την Εναγόμενη συνιστά παράβαση της συμφωνίας τους. Προσθέτει πως, σύμφωνα με τα τιμολόγια που αφορούν στην απαίτησή της, τα προϊόντα ήταν οινοπνευματώδη ποτά, τα οποία δεν καθίστανται ακατάλληλα για πόση λόγω περιορισμένης ημερομηνίας κατανάλωσης και η θέση ότι έληξαν δεν ευσταθεί. Η Ενάγουσα διαψεύδει και τον ισχυρισμό της Εναγόμενης ότι πλήρωσε στην Ενάγουσα €8.000, εφόσον όλες οι πληρωμές στις οποίες προέβη η Εναγόμενη φαίνονταν αναλυτικά στην κατάσταση λογαριασμού που τηρεί η Ενάγουσα και έχει ήδη προσκομίσει. Επαναλαμβάνει τη θέση της, η Ενάγουσα, πως η Εναγόμενη δεν έχει υπεράσπιση σε αυτή την απαίτησή της.
Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων, χωρίς την εισαγωγή προφορικής μαρτυρίας. Το Δικαστήριο έχει υπόψη του ό,τι έχει αναφερθεί στην αίτηση και στην ένσταση και ό,τι έχει αναφερθεί και υπό μορφή νομικής επιχειρηματολογίας.
Καταρχάς, νομικά αβάσιμη δεν είναι η αίτηση της Ενάγουσας, εφόσον βασίζεται στη Δ.18 ΚΠΔ. Όπως έτυχε επανάληψης και στην πρόσφατη νομολογία, ανάμεσα στην οποία και η Μιχαηλίδου-Φατσίτα ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ECLI:CY:AD:2016:A353, Πολιτική Έφεση 60/2011, ημερομηνίας 12.07.2016 ή και η Χαραλάμπους (Καρούσου) ν. Μελά, Πολιτική Έφεση Ε242/2014, ημερομηνίας 03.09.2020, προκύπτει και από το ίδιο το κείμενο της Δ.18 ΚΠΔ, η έκδοση συνοπτικής απόφασης αποτελεί εξαιρετικό μέτρο. Δίδει στον ενάγοντα τη δυνατότητα να επιτύχει την έκδοση απόφασης, παρακάμπτοντας την πολύ σημαντική διαδικασία της δίκης. Κατ’ επέκταση, μπορεί να εκδοθεί τέτοια συνοπτική απόφαση μόνον όταν η υπόθεσή του ενάγοντος είναι τόσο ξεκάθαρη, και παράλληλα ο εναγόμενος δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας, ή ο εναγόμενος δεν έχει αποκαλύψει ικανοποιητικά γεγονότα, για να του παράσχουν ουσιαστικά δικαίωμα υπεράσπισης. Ό,τι απαιτείται από τον εναγόμενο, είναι να δείξει πως έχει ένα δικάσιμο θέμα. Όταν έχει ένα δικάσιμο θέμα, το Δικαστήριο θα του επιτρέψει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ασχέτως εάν η υπεράσπισή του έχει και προοπτικές να επιτύχει. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να παρέχει λεπτομέρειες σε μια λογική έκταση[1]. Στη Λαζάρου ν. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817, 822, λέχθηκε πως «όπου η υπεράσπιση μπορεί να περιγραφεί ως κάτι περισσότερο από σκιώδης αλλά λιγότερο από πιθανή, θα πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση». Η ευχέρεια που παρέχει η Δ.18 ΚΠΔ για εξασφάλιση απόφασης χωρίς υπεράσπιση εξετάζεται υπό το φως της ορθής αντίληψης που έχει επικρατήσει ως προς τα δικαιώματα των διαδίκων βάσει των προνοιών του άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ)[2].
Η απαίτηση της Ενάγουσας περιέχεται σε Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα και η Εναγόμενη καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης 11.07.2019. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, δεν ακολούθησε οποιοδήποτε διάβημα που να δικαιολογεί τη διαμαρτυρία. Έπειτα, η Ενάγουσα βεβαίωσε το αληθές της αιτίας αγωγής της εναντίον της Εναγόμενης δια της ένορκης δήλωσης του κύριου ΧΧΧΧ, η θετική γνώση του οποίου δεν αμφισβητήθηκε ως προς τα γεγονότα, παρέχοντας και σχετικά στοιχεία, και δήλωσε πως, κατά τη θέση του, η Εναγόμενη δεν έχει οποιαδήποτε υπεράσπιση. Έχουν εκπληρωθεί οι τυπικές και κατ’ επέκταση δικαιοδοτικές προϋποθέσεις της Δ.18,κ.1 ΚΠΔ, ώστε το βάρος να μετατίθεται πλέον στην πλευρά της Εναγόμενης, να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση.
Το ζητούμενο δεν είναι εάν τα γεγονότα είναι πράγματι όπως ισχυρίζεται η Εναγόμενη, αλλά κατά πόσον οι ισχυρισμοί που προβάλλει θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την παραχώρηση άδειας να προβάλει υπεράσπιση, σε σχέση πάντα με την συγκεκριμένη απαίτηση της Ενάγουσας, παραπέμποντας τη διαφορά σε μια κανονική δίκη (trial).
Η Εναγόμενη προβάλλει ως υπεράσπιση πως, λόγω κάποιας εκδήλωσης στην οποία δεν είχε την αναμενόμενη προσέλευση, δημιουργήθηκε stock (απόθεμα). Η Ενάγουσα δεν το παρέλαβε πίσω, παρά τις συνεχείς κλήσεις της, με αποτέλεσμα η Εναγόμενη να αναγκαστεί να το πωλήσει σε χαμηλότερη τιμή, και να πληρώσει την Ενάγουσα €8.000, ενώ μέρος του αποθέματος είχε λήξει και το πέταξε. Η Εναγόμενη δεν αμφισβητεί την παράδοση, σε αυτήν, των προϊόντων που αναφέρονται στα τιμολόγια της Ενάγουσας και σε πρώτη φάση τη δημιουργία της ανάγκης η Ενάγουσα να πληρωθεί. Ο ισχυρισμός της είναι πως η συμφωνία της με την Ενάγουσα αλλά και η πρακτική της επέτρεπε εξόφληση με την επιστροφή των αποθεμάτων έναντι της αξίας τους, αλλά επειδή η Ενάγουσα αρνήθηκε να λάβει πίσω τα αποθέματα, τότε αναγκάστηκε να τα πωλήσει σε χαμηλότερη τιμή και να πληρώσει την Ενάγουσα ποσό €8.000,00, ενώ μέρος του αποθέματος έχει καταστραφεί. Για τον λόγο αυτό, αρνείται ότι θα πρέπει να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό στην Ενάγουσα.
Η ύπαρξη της συμφωνίας (Τεκμήριο 3) δεν αμφισβητείται ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενό της. Με βάση αυτήν, η περίοδος συνεργασίας των μερών θα ήταν από την 01.12.2017 μέχρι την 31.12.2018. Με βάση τους όρους 1.6 και 1.3 και 1.7 , η Ενάγουσα θα πωλούσε τα προϊόντα της στην Εναγόμενη και η Εναγόμενη θα τα αγόραζε με σκοπό να τα προωθήσει στους καταναλωτές, με ευθύνη της Εναγόμενης. Η Ενάγουσα θα παρέμενε η ιδιοκτήτρια των προϊόντων μέχρι την πλήρη εξόφληση του οφειλόμενου και πληρωτέου ποσού, και γι’ αυτό θα διατηρούσε δικαίωμα ανάκτησης των προϊόντων που δεν θα αποπληρώνονταν ολοσχερώς «στην ώρα που έπρεπε», είτε αμέσως, μετά την ημερομηνία που θα έπρεπε να γίνει η πληρωμή, είτε σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη ημερομηνία, είτε εάν ευλόγως προέκυπτε ότι δεν θα είχε ανταμοιβή. Η συμφωνία ρύθμιζε ευρύτερα τη συνεργασία μεταξύ των δύο μερών, ώστε η Εναγόμενη, που θα προμηθεύονταν προϊόντα αποκλειστικά από την Ενάγουσα, να προωθούσε και να διαφήμιζε παράλληλα τα προϊόντα της Ενάγουσας, με τον τρόπο που θα εξυπηρετούσε συμφέροντα της Ενάγουσας, αλλά και τα δικά της συμφέροντα. Αντίστοιχα, η Εναγόμενη θα λάμβανε εκπτώσεις σε σχέση με τα προϊόντα της Ενάγουσας (θα τα προμηθεύονταν φθηνότερα από την τιμή πώλησής τους για άλλους σκοπούς) που θα πωλούσε στο κοινό και θα επωφελούνταν των όρων συναλλαγής, που πρόβλεπαν, μεταξύ άλλων, μερίδιο οφέλους της επί των καθαρών εσόδων πωλήσεων. Η Ενάγουσα θα έπρεπε να ενημερώνεται για τις πωλήσεις, που εάν γίνονταν για σκοπούς άλλους από αυτούς της συμφωνίας, η Εναγόμενη θα κατέβαλλε στην Ενάγουσα το τίμημά τους σύμφωνα με τον τιμοκατάλογο της Ενάγουσας χωρίς εκπτώσεις και θα όφειλε να επιστρέψει στην Ενάγουσα τις εκπτώσεις (όρος 3.2).
Από το σύνολο της συμφωνίας, δεν προκύπτει ότι η Εναγόμενη είχε δικαίωμα να μην καταβάλλει η ίδια, ως η αγοράστρια, το τίμημα πώλησης των προϊόντων στην Ενάγουσα μετά την προμήθειά τους, ή ότι αυτό εξαρτάτο από την περαιτέρω διάθεση των προϊόντων της Ενάγουσας στην αγορά. Εάν τα προϊόντα αυτά δεν εξοφλούνταν από την Εναγόμενη, ώστε η ίδια να καταστεί ιδιοκτήτριά τους, ιδιοκτήτρια αυτών θα παρέμενε η Ενάγουσα, με δικαίωμα να τα ανακτήσει. Συμβατική υποχρέωση της Εναγόμενης, ωστόσο, ήταν να καταβάλλει προσπάθειες να διαθέσει τα προϊόντα της Ενάγουσας κατά προτεραιότητα και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο· κάτι τέτοιο ήταν που θα εξασφάλιζε και το κέρδος της ίδιας από τη λειτουργία της συμφωνίας της με την Ενάγουσα. Ασχέτως του δικαιώματος της Ενάγουσας να ανακτήσει τα προϊόντα, σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που διέβλεπε αδυναμία πληρωμής τους· η ανάκτηση των προμηθειών δεν περιλήφθηκε στη συμφωνία ως υποχρέωση της Ενάγουσας, με τρόπο ώστε να δημιουργεί δικαίωμα της Εναγόμενης να απαιτεί την επιστροφή των προϊόντων που αγόρασε από την Ενάγουσα αλλά έμειναν αδιάθετα, είτε λόγω δικών της κακών υπολογισμών σε σχέση με τις δυνατότητες διάθεσής τους είτε άλλως πώς. Πρώτιστη υποχρέωση της Εναγόμενης, όπως προκύπτει από τους όρους της συμφωνίας, ήταν η πληρωμή των προϊόντων που προμηθεύονταν από την Ενάγουσα σε εκπτωτικές τιμές, και για τα οποία η Ενάγουσα εξέδιδε τιμολόγια, και η προώθησή τους στην αγορά. Από την καλή ή κακή προώθησή τους στην αγορά εξαρτάτο το κέρδος ή αντίστοιχα η ζημιά της Εναγόμενης από τη συμφωνία της με την Ενάγουσα.
Δεν αμφισβητείται από τα μέρη ούτε η ύπαρξη περιπτώσεων, μέσα στο χρονικό διάστημα της συνεργασίας τους, στο πλαίσιο αυτής, όπου η Ενάγουσα είχε δεχθεί κάποια επιστροφή αποθεμάτων ή που παρείχε άλλα ωφελήματα στην Εναγόμενη. Δεν έχει διαφανεί, όμως, από τα στοιχεία που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο και δεν έχουν αμφισβητηθεί, κάποια εδραιωμένη πρακτική που να αναιρεί ή να τροποποιεί το κείμενο της γραπτής συμφωνίας μεταξύ των μερών ή να αλλοιώνει τις υποχρεώσεις ενός εκάστου με βάση τη συμφωνία, που κοινά επικαλούνται οι δύο πλευρές, ιδίως το ότι η Ενάγουσα διέθετε τα προϊόντα της στην Εναγόμενη και η Εναγόμενη θα πλήρωνε στην Ενάγουσα την αξία τους.
Η Ενάγουσα απαιτεί στη βάση συγκεκριμένων τιμολογίων, που αναφέρει και στην Έκθεση Απαίτησή της, όπως και στην αίτησή της. Πρόκειται για τα:
(α) τιμολόγιο 15031856 πληρωτέο την 15.06.2018 για €480,30
(β) τιμολόγιο 15033206 πληρωτέο την 15.06.2018 για €11.939,83
(γ) τιμολόγιο 15033910 πληρωτέο την 15.06.2018 για €600,96
(δ) τιμολόγιο 15034523 πληρωτέο την 15.07.2018 για €558,41
(ε) τιμολόγιο 15034815 πληρωτέο την 15.07.2018 για €1.768,44
(στ) τιμολόγιο 15035169 πληρωτέο την 15.07.2018 για €9.963,80
(ζ) τιμολόγιο 15036360 πληρωτέο την 15.07.2018 για €219,14
(η) τιμολόγιο 15037404 πληρωτέο σε άγνωστη ημερομηνία για €209,92
(θ) τιμολόγιο 15037591 πληρωτέο την 15.07.2018 για €1.106,32
(ι) τιμολόγιο 15039801 πληρωτέο την 15.08.2018 για €4.299,99
(ια) τιμολόγιο 15040272 πληρωτέο την 15.08.2018 για €3.108,47
Ορισμένα από τα ποτά που αναφέρονται στα τιμολόγια αυτά είναι οινοπνευματώδη ποτά (όπως ουίσκι, βότκα, κ.λπ.), και άλλα είναι μπύρες, που στο παράρτημα της συμφωνίας των μερών αναφέρονται σε διακριτές κατηγορίες. Τα τιμολόγια περιλήφθηκαν σε κατάσταση λογαριασμού που τηρούσε η Ενάγουσα στο όνομα της Εναγόμενης, στην οποία περιλήφθηκαν επίσης οι εξής πιστωτικές σημειώσεις ή πιστώσεις:
(α) Πιστωτική σημείωση 15033689 για €1.413,15
(β) Πιστωτική σημείωση 15037407 για €139,77
(γ) Πιστωτική σημείωση 15040274 για €446,68
(δ) Πίστωση ημερομηνίας 09.08.2018 για €6.500,00
(ε) Πίστωση ημερομηνίας 09.08.2018 για €5.950,00 βάσει τιμολογίου που εξέδωσε η Εναγόμενη
(στ) Πίστωση ημερομηνίας 17.12.2018 για €4.462,50 στο κλείσιμο της συνεργασίας
Η κατάσταση λογαριασμού, με τη χρέωση των χρεώσεων και την αφαίρεση των πιστώσεων, καταλήγει ξεκάθαρα σε χρεωστικό υπόλοιπο €15.343,48. Την 17.12.2018, η Ενάγουσα έστειλε επιστολή προς την Εναγόμενη, ζητώντας της την πληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου των €15.343,48 εντός 14 ημερών και επισυνάπτοντας τη σχετική κατάσταση λογαριασμού.
Η απαίτηση της Ενάγουσας είναι συγκεκριμένη και η αίτησή της επαρκώς τεκμηριωμένη. Από την άλλη, η Εναγόμενη δεν αναφέρει συγκεκριμένα δεδομένα. Πότε ακριβώς έγινε κάποια εκδήλωσή της, ποιες συγκεκριμένες προμήθειες από τις περιεχόμενες στα τιμολόγια έμειναν αδιάθετες, τους ακριβείς λόγους για τους οποίους δεν κατέστη δυνατή η διάθεσή τους (που δεν φαίνεται να τους αποδίδει στην Ενάγουσα ή στην ποιότητα των προϊόντων της), σε ποια συγκεκριμένα τιμολόγια της Ενάγουσας αφορά το απόθεμα, ποια προϊόντα, τι αξίας είναι, πότε ειδοποίησε την Ενάγουσα γι’ αυτό. Δεν εξηγεί πού και πόσα πώλησε τελικά το απόθεμα, ποια ακριβώς προϊόντα, ποιο μέρος του αποθέματος κατέστρεψε, πώς, ποιας αξίας. Δεν παρουσιάζει οτιδήποτε που να καταγράφει ή να περιγράφει τα προϊόντα της Ενάγουσας των οποίων έκανε χρήση, ούτε προσκομίζει οτιδήποτε που να προέρχεται από την Εναγόμενη, τιμολόγιο, απόδειξη, κατάσταση λογαριασμού, επιταγή, κ.λπ.. Ενώ αναφέρεται σε κάποια πληρωμή €8.000,00 προς την Ενάγουσα από πώληση του αποθέματος, δεν εξηγεί έστω, πότε και έναντι ποιων τιμολογίων, και με ποιον τρόπο. Όχι για να αξιολογηθεί κάποιο έγγραφο ή κάποιος ισχυρισμός ως αμφισβητούμενο αποδεικτικό στοιχείο ή αμφισβητούμενη μαρτυρία[3], αλλά για να θεμελιωθεί εκ πρώτης όψεως ο ισχυρισμός, προσδίδοντας στη θέση της Εναγόμενης, πέραν από την απλή λεκτική διατύπωση, και έναν δικάσιμο χαρακτήρα. Ο δικάσιμος χαρακτήρας ενός ισχυρισμού προϋποθέτει συγκεκριμένο βαθμό συγκεκριμενοποίησης, σαφήνειας, τεκμηρίωσης, που να εκφεύγει έστω από ένα πλαίσιο που υποδηλώνει προσπάθεια αποφυγής της πραγματικότητας που δημιουργεί η απαίτηση του προσώπου που ενάγει, προσπάθεια εμφάνισης στην αγωγή και προβολής γενικής και αόριστης ή ανούσιας υπεράσπισης, απλά για να χρησιμοποιηθεί ο δικαστικός χρόνος και να προκληθεί κάποια καθυστέρηση. Δεν αμφισβητεί, η Εναγόμενη, ούτε την απαίτηση πληρωμής από μέρους της Ενάγουσας, μερικές μέρες μετά τη λήξη της συμβατικής περιόδου συνεργασίας τους, όταν κατά το κλείσιμο του λογαριασμού διαφάνηκε το χρεωστικό υπόλοιπο, δεν αναφέρει ότι δεν την έλαβε ή ότι απάντησε σε αυτήν και την αρνήθηκε και εξέθεσε τους δικούς της ισχυρισμούς και θέσεις προς την Ενάγουσα.
Έχοντας υπόψη και την κοινά επικαλούμενη συμφωνία και το περιεχόμενό της, εκ πρώτης όψεως, η Εναγόμενη δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει δικάσιμο θέμα, βάσει του οποίου το Δικαστήριο να μπορούσε να οδηγηθεί στο ενδεχόμενο διαπίστωσης, όχι ως προς το ότι δεν δημιουργήθηκε καθόλου το χρέος των €15.343,48 βάσει των συγκεκριμένων τιμολογίων και κατάστασης λογαριασμού (δεν αμφισβητείται ότι δημιουργήθηκε στη βάση των συγκεκριμένων τιμολογίων και κατάστασης λογαριασμού), αλλά ότι αυτό εξοφλήθηκε μετά τη δημιουργία του, ή ότι η οφειλή αποσβέστηκε με κάποιον άλλο τρόπο, που να δίνει αναφορά στη συμφωνία των μερών ή σε κάποια άλλως πώς συμβατική υποχρέωση της Ενάγουσας να παραλαμβάνει αδιάθετες προμήθειες από τις εγκαταστάσεις της Εναγόμενης. Παρεμπιπτόντως, ενώ η Ενάγουσα διέθεσε τα προϊόντα που αναφέρονται στα τιμολόγια και στην κατάσταση λογαριασμού σε εκπτωτικές τιμές στην Εναγόμενη και δεν πληρώθηκε από την Εναγόμενη, ως είναι το κοινό το έδαφος γι’ αυτό, η Εναγόμενη, σύμφωνα με τη δική της απερίφραστα εκφρασμένη θέση, διέθεσε περαιτέρω τα προϊόντα της Ενάγουσας για σκοπούς άλλους από αυτούς που προβλέπει η συμφωνία της με την Ενάγουσα, χωρίς χρήση των τιμοκαταλόγων της Ενάγουσας, όπως προβλέπεται στη συμφωνία, αλλά σε χαμηλότερες τιμές και από τις εκπτωτικές. Βεβαίως, η απαίτηση της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης περιορίζεται στο χρεωστικό υπόλοιπο στη βάση των εκπτωτικών τιμών και δεν αξιώνει άλλου είδους αποζημιώσεις.
Εάν η Εναγόμενη προσκόμιζε επαρκή και συγκεκριμένα στοιχεία, θα μπορούσε να δημιουργήσει εκ πρώτης όψεως δικάσιμο θέμα σχετικό είτε με την υπεράσπιση της εξόφλησης είτε με την υπεράσπιση του συμψηφισμού (set-off by way of defence). Δεν θεμελιώνει, όμως, αφενός εκ πρώτης όψεως συμβατική παράβαση από μέρους της Ενάγουσας που να δημιουργεί αντίστοιχη απαίτηση της Εναγόμενης εναντίον της Ενάγουσας, αφετέρου δεν προσκομίζει και κάποια εκ πρώτης όψεως απόδειξη πληρωμής ποσού €8.000,00 στην Ενάγουσα έναντι ή προς εξόφληση. Το δεδομένο, πρόσθετα και στο δεδομένο ότι δεν αμφισβητείται η δημιουργία της οφειλής βάσει των τιμολογίων και της κατάστασης λογαριασμού, είναι πως η Εναγόμενη δεν επέστρεψε στην Ενάγουσα κάποιο απόθεμα ούτε τέτοιο υφίσταται πλέον, αλλά και δεν υπάρχει οτιδήποτε συγκεκριμένο που να δείχνει είτε εξόφληση της οφειλής είτε συμψηφισμό της με την συγκεκριμένη οφειλή της Ενάγουσας έναντι στην Εναγόμενη.
Δεν θεωρώ πως ό,τι έχει ισχυριστεί η Εναγόμενη σε αυτή τη διαδικασία συνιστά ουσιαστική υπεράσπιση που να επαρκεί για να οδηγήσει την απαίτηση της Ενάγουσας σε μια κανονική δίκη (trial), ως σοβαρά αμφισβητούμενη από την Εναγόμενη. Η παραπομπή σε δίκη της απαίτησης της Ενάγουσας, για τη διαπίστωση της ύπαρξης των οφειλών, που όμως δεν αμφισβητούνται και δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις εξόφλησης, και υπό τις περιστάσεις που εκτέθηκαν στο Δικαστήριο, θα δημιουργούσε δυσανάλογη καθυστέρηση εις βάρος της Ενάγουσας, λόγος για τον οποίον υφίσταται και η διαδικασία της συνοπτικής απόφασης. Η έκδοση απόφασης υπέρ της Ενάγουσας για το ποσό της αδιαμφισβήτητης οφειλής, δηλαδή για το ποσό των €15.343,48, δεν εμποδίζει πάντως την Εναγόμενη, εάν έχει κάποια δική της απαίτηση εναντίον της Ενάγουσας, για κάποια ζημιά που υπέστη εξαιτίας συμβατικής παράλειψης της Ενάγουσας, να προσφύγει στη Δικαιοσύνη με μια δική της αγωγή και να ακουστεί επί αυτής[4].
Η αίτηση της Ενάγουσας δεν φαίνεται, τουλάχιστον από όσα έχουν εκτεθεί στο Δικαστήριο δια των ενόρκων δηλώσεων βάσει των οποίων διεξάγεται η ακρόαση αυτής της διαδικασίας, να έγινε καταχρηστικά, ήτοι για σκοπούς άλλους από την προσπάθεια της Ενάγουσας να εισπράξει το λαβείν της από την Εναγόμενη χωρίς η απαίτησή της για τη διάγνωση της οφειλής της Εναγόμενης να εισαχθεί σε κανονική δίκη και να επωφεληθεί όλα όσα εξυπηρετεί η θεσμοθετημένη δυνατότητά της να επιδιώξει την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Δεν θεωρώ ότι οποιοσδήποτε εκ των λόγων ένστασης που έχει προβάλει η Εναγόμενη μπορεί να έχει επιτυχία.
Ως εκ των ανωτέρω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης για το συνολικό ποσό των €15.343,48, πλέον νόμιμο τόκο, πλέον για τα έξοδα της αγωγής και έκδοσης της απόφασης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)…..………………………....
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] N. V. Caterchef v. P.C.P Electronics Ltd (1999) Α.Α.Δ. 1912. Βλ. και Hermes Insurance v. Theodorides (1983) 1 C.R.L. 333, Εθνική Τράπεζα ν. Χατζηνέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204, Trans Middle East Trading v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408 και Κυριάκου ν. Αναστασίου (2013) 1 Α.Α.Δ. 148.
[2] Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1Γ Α.Α.Δ. 1968, J. & M. Loizides Agencies Ltd ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1Β ΑΑΔ 1280, Ironfx Global Limited v. Χριστάκης Αλεξάνδρου & Υιοί Λτδ, Πολιτική Έφεση Ε338/2016, ημερ. 23.03.2017.
[3] Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ ν Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ.1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 418
[4] Ch. Aresti Estates Ltd v. Loucas Kyprianou & Co Enterprises Ltd, Πολιτική Έφεση 68/2011, ημερ. 21.10.2016