ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

                                                                 Αριθμός αγωγής: 665/2023 (i-justice)

 

Μεταξύ:

EASTIC LIMITED

Εναγόντων                                                                                                                 

 

και

 

  1. PCT PRO CONSULT LTD

                                    2.  ARTUR KASIMOV

                                                                                                        Εναγόμενων

--------------------

Αίτηση, ημερομηνίας 1.7.2024

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 11/12/2024

 

EMΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για εναγόμενους 1 και 2 - αιτητές: ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ & ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.

Για ενάγοντες - καθ’ ων η αίτηση: GIORGOS LANDAS LLC

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μεταξύ εναγόντων και εναγόμενων 1, στις 10/1/2022 συνάφθηκε γραπτή συμφωνία παροχής λογιστικών υπηρεσιών από τους δεύτερους στους πρώτους. Η εν λόγω συμφωνία τερματίστηκε από τους ενάγοντες, με την επιστολή τους προς τους εναγόμενους 1, ημερομηνίας 25/1/2023.

 

Οι ενάγοντες, στις 7/4/2023 καταχώρησαν με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα την παρούσα αγωγή, εναντίον, τόσο των εναγόμενων 1 όσο και του εναγόμενου 2 που είναι και ο μόνος διευθυντής και γραμματέας τους. Με την αγωγή τους οι ενάγοντες αξιώνουν - μεταξύ άλλων - την έκδοση διαφόρων προστακτικών και απαγορευτικών διαταγμάτων, καθώς και το συνολικό ποσό των €120.554,55, υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων. Περαιτέρω ζητούν γενικές και/ή παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές και/ή επαυξημένες αποζημιώσεις, συνεπεία της παράνομης κατακράτησης και/ή χρήσης των εμπιστευτικών πληροφοριών που κατέχουν οι εναγόμενοι συνεπεία της παραπάνω συμφωνίας και/ή συνεπεία της προηγούμενης εργοδότησης του εναγόμενου 2 στον όμιλο εταιρειών στον οποίο ανήκουν και οι ενάγοντες.

 

Οι εναγόμενοι καταχώρησαν υπεράσπιση με την οποία αρνούνται όλες τις αξιώσεις των εναγόντων και ζητούν απόρριψη της αγωγής, ως νόμω και ουσία αβάσιμης και ενοχλητικής.

 

Με την υπό κρίση αίτηση, οι εναγόμενοι ζητούν: πρώτο, διάταγμα που να διατάσσει τους ενάγοντες να παράσχουν εντός τακτής προθεσμίας, ασφάλεια εξόδων, για το ποσό των €28.334,74, και δεύτερο, διάταγμα που να αναστέλλει την αγωγή μέχρι να κατατεθεί η ασφάλεια εξόδων και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των εναγόντων εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η αγωγή να θεωρείται ως αυτόματα απορριφθείσα, με έξοδα σε βάρος των εναγόντων.

 

Η αίτηση βασίζεται - μεταξύ άλλων - στη Δ.60 Θ.Θ.1, 5 και 6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφυείς εξουσίες, διακριτική ευχέρεια και πρακτική του Δικαστηρίου. Υποστηρίζεται δε, από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο εναγόμενος 2, ο οποίος, όπως αναφέρει στην παράγραφο 1 είναι διευθυντής των εναγόμενων 1 και δεόντως εξουσιοδοτημένος από αυτούς να προβεί στην ένορκη δήλωση.

 

Οι ενάγοντες καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 29 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη η δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων τους, Ηρώ Πέτρου.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Καθώς έχει νομολογηθεί (βλ. Alahmari v. Alia Airline (1990) 1 Α.Α.Δ. 434):

 

«Πράγματι δεν επιβάλλεται η έκδοση διαταγής για τα έξοδα οποτεδήποτε ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού. Το θέµα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του ∆ικαστηρίου όπως υποδηλώνει ο όρος "may" (δύναται) που απαντάται στο πλαίσιο της ∆60 κ1, που ασκείται δικαστικά. Το ίδιο υποστηρίζεται και από την αγγλική πρακτική, όπως συνοψίζεται στους Halsbury’s Laws of England (4th ed., Vol. 37, pp.384 - 385).

 

Όταν τεθεί το θεµέλιο για την άσκηση της δικαιοδοσίας, µε τη διαπίστωση ότι ο ενάγων (εφεσείων) έχει τη συνήθη κατοικία του στο εξωτερικό, οι παράγοντες οι οποίοι λαµβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι κατεξοχή δυο, η κατοχή εκ µέρους του ενάγοντα περιουσίας και ιδίως ακίνητης (που δε µετακινείται εύκολα) στην Κύπρο, και η ισχύς της υπόθεσής του».

 

Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Standard Ltd κ.ά. ν. Gold Seal Ship. Co Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 121:

 

«Η πρόνοια για ασφάλεια εξόδων σκοπό έχει να διασφαλίσει στον εναγόμενο την είσπραξη των εξόδων που θα δοθούν υπέρ του, στις περιπτώσεις που ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού και δεν έχει περιουσία στην Κύπρο. Διασφαλίζεται, έτσι, η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης για έξοδα - τα έξοδα του εναγομένου εναντίον του ενάγοντος, ή του ενάγοντος εναντίον ανταπαιτητή, αναλόγως της περίπτωσης.

 

……………..

 

Τα έξοδα δεν πρέπει να είναι, ούτε φανταστικά, ούτε καταπιεστικά. »

 

Αναφορικά με το ύψος του ποσού για το οποίο είναι δυνατό να δοθεί ασφάλεια ως προς τα έξοδα, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Sally Line Ltd ν. Greenmar Nav. Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 633, νοουμένου ότι η σχετική αίτηση καταχωρηθεί χωρίς καθυστέρηση, η ασφάλεια που θα διαταχθεί είναι δυνατό να καλύψει, πέραν των μελλοντικών εξόδων και έξοδα που έχουν γίνει μέχρι σήμερα.

 

Παραπέμπω ακόμη και στην πιο πρόσφατη υπόθεση Genemp Trading Ltd v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1(Β) 1314, από την οποία το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η παροχή ασφάλειας εξόδων συνεπάγεται την άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.  Τέτοια ασφάλεια διατάσσεται κατά κανόνα όταν ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού ή έχει τη συνήθη διαμονή του εκτός δικαιοδοσίας, κάτι το οποίο πρωτίστως φαίνεται από το ίδιο το κλητήριο ένταλμα.  Η τυχόν κατοχή εκ μέρους του ενάγοντα περιουσίας που βρίσκεται εντός της επικράτειας και είναι ουσιαστική και μόνιμη, δυνατόν να συνηγορήσει εναντίον της παροχής ασφάλειας εξόδων υπό την προϋπόθεση ότι η περιουσία αυτή είναι κατά κοινή λογική διαθέσιμη προς εκτέλεση και όχι υποκείμενη σε εξανεμισμό σε οποιοδήποτε χρόνο.  (δέστε Ebrand v. Gassier (1884) 28 Ch.D. 232 και In Re Apollinaris Company´s Trade Marks (1891) 1 Ch. 1).

 

Στα ευρύτερα κριτήρια για την παροχή ασφάλειας εξόδων συγκαταλέγεται και η δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα διότι αν έχει καλή υπόθεση, η δε υπεράσπιση φαίνεται να μην ευσταθεί, τότε θα ήταν αντίθετο με το πνεύμα της δικαιοσύνης να διαταχθεί η καταβολή ασφάλειας εξόδων επιβραβεύοντας έτσι ουσιαστικά τον εναγόμενο και καθυστερώντας την όλη διαδικασία.  Ο χρόνος υποβολής της αίτησης είναι ένα πρόσθετο στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη και δεν αποκλείεται η περίπτωση η καθυστέρηση του διαδίκου να αποταθεί εγκαίρως για ασφάλεια εξόδων, σε συσχετισμό με άλλους ενισχυτικούς παράγοντες, να οδηγήσει το Δικαστήριο στην απόρριψη του αιτήματος. (δέστε Union Des Cooperatives Agricoles De Cereales De Semences v. Apak Agro Industries Ltd & Άλλοι (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1170).»

 

Ακόμη ένα κριτήριο για την παροχή ασφάλειας εξόδων είναι και η οικονομική δυνατότητα του διαδίκου, εναντίον του οποίου στρέφεται το σχετικό διάταγμα να ανταποκριθεί στους όρους του. Σύμφωνα με την Studland Holdings Limited και Άλλος ν. Σωφρόνιου Ευσταθίου και Άλλης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1809, η έκδοση του διατάγματος δεν μπορεί να απολήγει σε στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Ωστόσο, το σχετικό βάρος ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο, το έχει αυτός που προβάλλει ένα τέτοιο ισχυρισμό.

 

Όπως επισημαίνεται συναφώς στην υπόθεση Λεωνίδας Κίμωνος ως εκκαθαριστής της Blue Seal Shoes Ltd ν. Χρ. Ιωάννου & Yιοί (Υποδήματα) Λτδ (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 147:

 

«Το ζήτημα εξετάστηκε σε βάθος στην Επίσημος Παραλήπτης ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2005) 1 Α.Α.Δ. 1446 με αναφορά στα Άρθρα 30.2 του Συντάγματος και 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, ως και με την ανασκόπηση της μέχρι τότε διαμορφωθείσας κυπριακής, αγγλικής και ευρωπαϊκής νομολογίας. Ό,τι προκύπτει σχετικά είναι ότι ναι μεν ο Νόμος δίδει δυνατότητα έκδοσης διαταγής για εξασφάλιση εξόδων εναντίον αφερέγγυας εταιρείας, αλλά κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου πρέπει να εξισορροπούνται τρεις παράγοντες. Ο πρώτος, η οικονομική αδυναμία της εταιρείας, ο δεύτερος, η εύλογη ανησυχία του αντιδίκου της ότι στην περίπτωση που επιτύχει στην υπεράσπισή του δεν θα επανακτήσει τα έξοδά του και, ο τρίτος, το δικαίωμα πρόσβασης κάθε φυσικού και νομικού προσώπου στο Δικαστήριο. Και αυτό πάντοτε στη βάση των περιστατικών της κάθε υπόθεσης, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για διακριτική ευχέρεια. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η Genemp Trading Ltd (ανωτέρω), όπου επισημάνθηκε ότι « Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι κατά πόσο η παροχή ασφάλειας εξόδων είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη έχοντας υπόψη όλες τις συνθήκες, καθώς και το πιθανό βάρος επί των ώμων του διαδίκου που θα διαταχθεί να καταβάλει αυτή την ασφάλεια»».

 

Στην υπόθεση The Continental Insurance Company of Hampshire ν. Sac Eugene ORegan (1998) 1 Α.Α.Δ. 1087, η απροθυμία του πρωτόδικου δικαστηρίου να εκδώσει διαταγή για εξασφάλιση των εξόδων της εφεσείουσας, ενόψει της οικονομικής αδυναμίας του εφεσίβλητου, κρίθηκε δικαιολογημένη. Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα:

 

«Εκείνο που βαραίνει στη σκέψη μας είναι η αδιαμφισβήτητη οικονομική αδυναμία του εφεσιβλήτου.  Η οποία δεν θα του επέτρεπε να συμμορφωθεί με διάταγμα για την εξασφάλιση των εξόδων της εφεσείουσας. Οπότε θα του εστερείτο η πρόσβαση στο δικαστήριο η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2  του  Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών: βλ. Airey Case Judgment of 9 October 1979, Series A, No. 32 p. 15 και Andronicou and Constantinou Judgment of 9 October 1997. Βέβαια, η πρόνοια για εξασφάλιση δεν απολήγει καθεαυτή σε στέρηση ή περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο.  Εξαρτάται από τις περιστάσεις. Όπως ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην X. v. Sweden, απόφαση ημερ. 28 Φεβρουαρίου 1979, στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσείουσας:

 

".............. it cannot  be assumed that a request for security would automatically prevent a foreign plaintiff from access to the courts, since he might have sufficient means for providing the security.  In other words, it would appear to depend on an examination of the application of the 1886 Act in a concrete case as to whether or not a demand for security could be considered to amount to a denial of access to the courts contrary to the provisions of the Convention."

 

Κατά την άποψή μας, η έκδοση διαταγής για εξασφάλιση εξόδων δεν πρέπει να παραγνωρίζει την οικονομική κατάσταση του προσώπου εναντίον του οποίου στρέφεται. Με εξαίρεση ορισμένες αναγνωρισμένες περιπτώσεις - της αφερέγγυας εταιρείας (βλ. άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113), του αναξιόχρεου μόνο κατ' όνομα ενάγοντος ή του εκδηλώσαντος με εσκεμμένες ενέργειες την πρόθεση να αποφύγει εν καιρώ τις όποιες δικές του εκ της αντιδικίας υποχρεώσεις - η οικονομική αδυναμία ενάγοντος δεν αποτελεί λόγο για εξασφάλιση των εξόδων εναγομένου: βλ. Michiels v. The Empire Palace Ltd [1892] 66 L.T.R. 132.  Το ίδιο δεν πρέπει η οικονομική αδυναμία ενάγοντος εκτός δικαιοδοσίας να απολήγει σε στέρηση της πρόσβασης του στο δικαστήριο. Αυτή η διάσταση υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο όπου την αγωγή δεν την κίνησε ο διάδικος από τον οποίο ζητείται η εξασφάλιση και ο οποίος, με δεδομένη πια την εμπλοκή του, χρησιμοποίησε τις προσφερόμενες από το σύστημα διαδικασίες για τη διεκδίκηση των όποιων  συναφών δικαιωμάτων του.

 

Καταλήγουμε ότι η απροθυμία του πρωτόδικου δικαστηρίου να εκδώσει διαταγή για εξασφάλιση των εξόδων της εφεσείουσας ήταν, ενόψει της οικονομικής αδυναμίας του εφεσίβλητου, δικαιολογημένη.»

 

Καθ’ όλα σχετικά με τα προηγούμενα είναι και τ’ ακόλουθα από την ακόμη πιο πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Σωκράτους ν. Νικολάου, Πολ. Έφ. Αρ. 405/2016, ημερ. 15 Απριλίου, 2021:

 

«Πάγια είναι η γραµµή της νοµολογίας ότι δεν χωρεί διαταγή για την παροχή ασφάλειας για τα έξοδα, όταν τούτο απολήγει σε στέρηση του δικαιώµατος πρόσβασης στο δικαστήριο του ενάγοντα ή του εφεσείοντα, αναλόγως. Οι διαδικαστικοί κανονισµοί που παρέχουν τέτοια ευχέρεια στο δικαστήριο θα πρέπει να εναρµονίζονται προς το Σύνταγµα και ειδικά προς το Άρθρο 30.2 του Συντάγµατος (βλ. Άρθρο 188.1 του Συντάγµατος) αλλά και προς το Άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης για τα ∆ικαιώµατα του Ανθρώπου (βλ. Conway (ανωτέρω)).

 

…………

…………

 

Γενικότερα αποτελεί θεµελιακό ερµηνευτικό αξίωµα του δικαίου ότι ο νόµος δεν δύναται να επιβάλλει το αδύνατο (lex non cogit ad impossibillia) (Halsbury’s Laws of England, Volume 96 (2018), para 766 ).

 

Στην υπόθεση MV Yorke Motors (a firm) v. Edwards (1982) 1 All ER 1024, 1027, επιβεβαιώθηκε µεν η αρχή, αλλά έγινε η αναγκαία διάκριση µεταξύ της περίπτωσης της επιβολής οικονοµικού όρου η εκπλήρωση του οποίου είναι αδύνατη, από την περίπτωση που δεν διαπιστώνεται αδυναµία, αλλά δυσχέρεια.»

 

Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, σ’ όλες τις παραπάνω αρχές, παρατηρώ τα εξής:

 

Οι τρεις πρώτοι λόγοι ένστασης, ως εκ του περιεχομένου τους και ιδιαίτερα, όπως αναπτύσσονται από τους ευπαίδευτους δικηγόρους των εναγόντων στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής τους, είναι δικαιοδοτικής φύσεως, επομένως, θα τους εξετάσω κατά προτεραιότητα. Με αυτούς, βασικά ζητείται απόρριψη της αίτησης, επειδή - όπως είναι η θέση των εναγόντων - αυτή διέπεται από το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 το οποίο αποτελεί ειδική πρόνοια με την οποία ρυθμίζεται το ζήτημα της παροχής ασφάλειας εξόδων από εταιρείες, που δεν περιλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης σε αντιδιαστολή με τη Δ.60 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 382 του περί Εταιρειών Νόμου:

 

«Όταν εταιρεία είναι ενάγουσα σε οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία, κάθε δικαστής που έχει δικαιοδοσία στο θέμα δύναται, αν φαίνεται με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπάρχει λόγος να πιστεύει ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα έξοδα του εναγομένου αν αυτός επιτύχει στην υπεράσπιση του, να ζητήσει να δοθεί ικανοποιητική εγγύηση για τα έξοδα εκείνα, και δύναται να αναστείλει όλες τις διαδικασίες μέχρι να δοθεί η εγγύηση.» 

 

Απ’ εκεί και πέρα, σύμφωνα με το άρθρο 2(1) του ίδιου Νόμου:

 

«Στον Νόμο αυτό εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετικά οι ακόλουθες εκφράσεις έχουν τις έννοιες που αποδίδονται στο Νόμο αυτό (δηλαδή):-

…..

“εταιρεία” σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε και γράφτηκε βάσει του παρόντος Νόμου ή υφιστάμενη Εταιρεία˙

 

“εταιρεία (ή εταιρείες) κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)” σημαίνει εταιρεία που έχει μια από τις ακόλουθες εταιρικές μορφές: -

…..

 

“υφιστάμενη εταιρεία” σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε και γράφτηκε σύμφωνα με τον περί Εταιρειών (Περιορισμένης Ευθύνης) Νόμο ή τον περί Εταιρειών (Περιορισμένης Ευθύνης με Εγγυήσεις) Νόμο του 1949˙»

 

Και οι τρεις λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι οι ενάγοντες είναι αλλοδαπή εταιρεία από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και όχι εταιρεία που συστάθηκε και γράφτηκε βάσει του περί Εταιρειών Νόμου ή σύμφωνα με τον περί Εταιρειών (Περιορισμένης Ευθύνης) Νόμο ή τον περί Εταιρειών (Περιορισμένης Ευθύνης με Εγγυήσεις) Νόμο του 1949, η οποία, ασφαλώς, ούτε και είναι εταιρεία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έπεται ότι το ορθό δικαιοδοτικό υπόβαθρο της αίτησης είναι η Δ.60 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία περιλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης.

 

Εξίσου σημαντικοί με τους προηγούμενους λόγους είναι και οι 11ος και 12ος λόγοι ένστασης. Η ουσία τους περικλείεται στην παράγραφο 11 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση στην αίτηση. Σύμφωνα με αυτή, η ένορκη δήλωση που κατατέθηκε ως μετάφραση της αγγλικής ένορκης δήλωσης, με βάση την οποία οι εναγόμενοι προσπαθούν να υποστηρίξουν την αίτησή τους, δεν πληροί τις προϋποθέσεις τού περί Εγγραφής και Ρύθμισης των Υπηρεσιών Ορκωτού Μεταφραστή Νόμου του 2019 (Ν. 45(I)/2019), βάσει του οποίου, δικαστικά έγγραφα που είναι σε ξένη γλώσσα που καταχωρούνται στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας, θα πρέπει υποχρεωτικά να είναι πιστοποιημένες μεταφράσεις από ορκωτό μεταφραστή ή σε ορισμένες περιπτώσεις, από δικηγόρο. Στην προκειμένη περίπτωση, προστίθεται, η ένορκη δήλωση η οποία κατατέθηκε ως μετάφραση της αγγλικής ένορκης δήλωσης του εναγόμενου 2 έγινε από δικηγόρο και όχι από ορκωτό μεταφραστή, ως ορίζει η νομοθεσία, ενώ, ουδεμία απολύτως εξήγηση και εξαιρετικός λόγος δεν αναφέρεται στην εν λόγω ένορκη δήλωση, δυνάμει του οποίου διενεργείται η συγκεκριμένη μετάφραση από δικηγόρο και όχι από ορκωτό μεταφραστή.

 

Είναι γεγονός, ότι η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο εναγόμενος 2 στην αγγλική γλώσσα, την οποία μετάφρασε ο Πυθαγόρας Καλυφώμματος, ο οποίος προέβη σε σχετική ένορκη δήλωση, στην οποία αναφέρει τα εξής:

 

Η μητρική του γλώσσα είναι η ελληνική, είναι δικηγόρος, δεόντως εγγεγραμμένος στο μητρώο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στη Λεμεσό. Έχει πολύ καλή γνώση της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας. Είναι κάτοχος διπλώματος English language GCE O level, ομιλεί, γράφει και κατανοεί την αγγλική γλώσσα πολύ καλά. Έχει προβεί στη μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά τής ένορκης δήλωσης του εναγόμενου 2 που συνοδεύει την αίτηση, εξ όσων κάλλιον γνωρίζει και πιστεύει ορθά και πιστά. Επισυνάπτει αντίγραφο της εν λόγω ένορκης δήλωσης στα αγγλικά και την πιστή μετάφρασή της στα ελληνικά. Η δεύτερη αποτελεί πιστή και ακριβή μετάφραση της πρώτης.

 

Με την επισήμανση ότι τίποτε από τα παραπάνω που αναφέρει ο κ. Καλυφώμματος έχει αμφισβητηθεί από τους ενάγοντες και ιδίως, το τελευταίο και συγκεκριμένα, ότι το κείμενο στα ελληνικά αποτελεί πιστή και ακριβή μετάφραση της ένορκης δήλωσης του εναγόμενου 2 στα αγγλικά, οπότε δεν τίθεται θέμα αμφισβήτησης, είτε της επάρκειας είτε της ακρίβειας της μετάφρασης και κατ’ επέκταση, να  έχουν παραβλαφτεί καθοιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα και συμφέροντα των εναγόντων, ένεκα του γεγονότος ότι ο κ. Καλυφώμματος, δεν είναι ορκωτός μεταφραστής και οι δυο αυτοί λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που κρίθηκαν αβάσιμοι οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης με την πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση A.C. Prospecta Homes Services Ltd v. Kharima Limited κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. E118/2020, ημερ. 12/10/2022, ECLI:CY:AD:2022:A439. Όπως λέχθηκε στην εν λόγω απόφαση:

       

«Ως καλώς υπέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Ν.45(Ι)/19 δεν ορίζει πουθενά πως η εγκυρότητα ενός εγγράφου εξαρτάται από το αν η μετάφραση του διενεργείται μέσω ορκωτού μεταφραστή ή όχι, και τούτο, πέραν του ότι το Άρθρο 5, Ν.67/88 διαλαμβάνει πως σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία μπορεί να γίνει αποδεκτό ως αποδεικτικό μέσο (συμπεριλαμβανόμενης ένορκης δήλωσης), έγγραφο που είναι συνταγμένο σε ξένη γλώσσα (Bitonic Ltd ν. Bank of Moscow Bank-Joint Stock Company, Π.Ε. 117/18, ημ. 16.3.22, ECLI:CY:AD:2022:A113, ECLI:CY:AD:2022:A113).»

 

Υπεισέρχομαι τώρα στην ουσία της αίτησης.

 

Καθώς ήδη έχει αναφερθεί αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι οι ενάγοντες είναι αλλοδαπή εταιρεία από τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους. Απ’ εκεί και πέρα, οι ακόλουθοι ισχυρισμοί του εναγόμενου τής παραγράφου 18(α) της ένορκης δήλωσής του που υποστηρίζει την αίτηση, έχοντας υπόψη και τι αναφέρει η κυρία Πέτρου στην παράγραφο 9 της ένορκης δήλωσής της που υποστηρίζει την ένσταση των εναγόντων στην αίτηση, ουσιαστικά δεν αμφισβητούνται από τους τελευταίους: «οι Καθ’ ων η αίτηση ενεγράφησαν σε χώρα που δεν είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εξ όσων κάλλιον γνωρίζω δεν έχει συναφθεί οποιαδήποτε διμερής συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία και τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους ή οποιαδήποτε συμφωνία που να περιορίζει το δικαίωμα των Εναγόμενων/νυν Αιτητών σε παροχή ασφάλειας εξόδων από των Καθ’ ων η αίτηση.»

 

Από τα παραπάνω το πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι έχει τεθεί το θεμέλιο για ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας μου να εξετάσω την αίτηση [βλ. τις Alahmari και Genemp Trading Ltd (ανωτέρω)].

 

Οι 13ος, 15ος, 16ος, 22ος, 23ος, 26ος και 27ος λόγοι ένστασης αναπτύσσονται και πάλιν ενιαία από τους ευπαίδευτους δικηγόρους των εναγόντων στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής τους. Οι κύριες θέσεις τους είναι οι εξής:

 

Η αίτηση, πέραν από εκδικητική, καταπιεστική, κακόπιστη και καταχρηστική γίνεται με απώτερο σκοπό να εκτροχιάσει τη δικαστική διαδικασία. Έχει υποβληθεί με απώτερο σκοπό να αναγκάσουν τους ενάγοντες, αφενός, να καταπνίξουν μια γνήσια απαίτηση που έχουν εναντίον των εναγόμενων, ως λεπτομερώς αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης και αφετέρου, να τους αναγκάσουν να διακόψουν και/ή συμβιβάσουν κάθε δικαστική διαδικασία η οποία εκκρεμεί σε άλλες χώρες. Τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα. Περαιτέρω και σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, ουδεμιά δικαιολογία δίδεται για το γεγονός ότι η υπό κρίση αίτηση δεν καταχωρίστηκε πριν τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου που θα συνεπαγόταν τη δημιουργία εξόδων. Οι εναγόμενοι καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης και έκτοτε, ένσταση στη μονομερή αίτηση, ημερομηνίας 7/4/2023, καθώς και δυο επιπλέον αιτήσεις. Είναι η θέση τους, ότι η καθυστέρηση που παρατηρείται στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, σε καμιά περίπτωση δε δικαιολογείται και αποτελεί γεγονός καταλυτικό. Ως εκ τούτου, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Αρχίζοντας με το χρόνο καταχώρησης της αίτησης και τον 22ο λόγο ένστασης, με τον οποίο υποβάλλεται ότι η αίτηση καταχωρήθηκε καθυστερημένα κ.ο.κ., δε συμφωνώ με τους ενάγοντες. Τα δικόγραφα συμπληρώθηκαν στις 9/4/2024 με την καταχώρηση εκ μέρους τους, απάντησης στην υπεράσπιση των εναγόμενων. Την επομένη, 10/4/2024, οι ενάγοντες εξέδωσαν τη διαλαμβανόμενη στη Δ.30, κλήση οδηγιών, με επισυνημμένο το Παράρτημα κατά τον Τύπο 25. Οι εναγόμενοι κατάθεσαν το δικό τους Παράρτημα - κατά τον ίδιο Τύπο -, στις 8/5/2024 και σ’ αυτό περιλαμβάνεται και αίτημα για ασφάλεια εξόδων. Το συγκεκριμένο αίτημα περιλαμβάνεται και στο σχετικό Τύπο 25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως ένα από τα αιτήματα που μπορεί να υποβληθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης και εξέτασης κλήσης οδηγιών. Οι εναγόμενοι καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση την 1/7/2024 και μάλιστα - εν αναμονή της έκβασής της - δε δόθηκαν οποιεσδήποτε οδηγίες στο πλαίσιο της κλήσης οδηγιών.

 

Από τα παραπάνω είναι σαφές, ότι οι εναγόμενοι καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση στο πλέον κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας και συγκεκριμένα, καθ’ ον χρόνο η αγωγή βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας. Αυτό δε, χωρίς να μου διαφεύγει και το γεγονός, ότι, ως θέμα αρχής, η αίτηση για ασφάλεια εξόδων με βάση τη Δ.60 μπορεί να καταχωρηθεί σ’ οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Ακολουθεί ότι ο υπό κρίση λόγος ένστασης είναι αβάσιμος.

 

Οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης, που μαζί με τον προηγούμενο αναπτύσσονται ενιαία από τους ευπαίδευτους δικηγόρους των εναγόντων, απορρίπτονται ως γενικοί, αόριστοι και χωρίς ίχνος στοιχειοθέτησης.

 

Υπεισέρχομαι τώρα στους 4ο, 5ο, 14ο και 17ο λόγους ένστασης, οι οποίοι αναπτύσσονται και πάλιν ενιαία από τους ευπαίδευτους δικηγόρους των εναγόντων. Η ουσία όσων αναφέρονται έγκειται στα εξής:

 

Οι εναγόμενοι, μέσα από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση, δεν αποκαλύπτουν επαρκείς λόγους και στοιχεία τα οποία να καταδεικνύουν ότι οι ενάγοντες δε θα κατορθώσουν να πληρώσουν τα τυχόν εναντίον τους «επιδικαστικά έξοδα» και γενικότερα, παρέλειψαν να προσκομίσουν στοιχεία, μέσω της αίτησης, την ισχυριζόμενη ανικανότητα των εναγόντων, ως θετικό γεγονός, ως απαιτείται από την κυπριακή νομολογία. Είναι η θέση τους, ότι οι εναγόμενοι με την υπό κρίση αίτηση και την υποστηρικτική της ένορκη δήλωση δεν προσκόμισαν ούτε στηρίχθηκαν σε μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει την οικονομική αδυναμία των εναγόντων, αλλά, αντίθετα, οι ισχυρισμοί που προβάλλονται μέσα από την ένορκη δήλωση δε συνιστούν τίποτε περισσότερο από ανησυχίες και αυθαίρετες πιθανολογήσεις, οι οποίες δε στηρίζονται σε οποιοδήποτε στοιχείο. Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω είναι η θέση τους, ότι οι εναγόμενοι, οι οποίοι έχουν και το βάρος απόδειξης να καταδείξουν εκ πρώτης όψεως την αφερεγγυότητα των εναγόντων δεν το έχουν πράξει, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να μην έχουν υποχρέωση ή καθήκον να παρουσιάσουν στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν την καλή οικονομική κατάστασή τους και τη δυνατότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους. Η με γενικό και αόριστο τρόπο αναφορά τους ότι οι ενάγοντες δε διαθέτουν περιουσία στην Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι ικανή να οδηγήσει σε έγκριση της αίτησης.

 

Οι εναγόμενοι, ό,τι είχαν την υποχρέωση να αποδείξουν, το απόδειξαν και με μάλιστα και με την προσαγωγή ανεξάρτητων στοιχείων μαρτυρίας. Συγκεκριμένα απόδειξαν ότι οι ενάγοντες διαμένουν στο εξωτερικό και ότι δεν έχουν περιουσία στην Κύπρο. Το πρώτο αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, ενώ το δεύτερο αποδεικνύεται από τους ακόλουθους ισχυρισμούς του εναγόμενου 2 οι οποίοι περιέχονται στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση:

 

Οι ενάγοντες δεν έχουν οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία στην Κύπρο. Το εν λόγω γεγονός επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του πιστοποιητικού έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας, ημερομηνίας 28/6/2024 (τεκμ. 3 στην ένορκη δήλωση του εναγόμενου). Οι ενάγοντες δεν έχουν οποιαδήποτε κινητή περιουσία και/ή χειροπιαστή - υπαρκτή περιουσία, με την οποία θα μπορούσαν να καλύψουν τα δικηγορικά έξοδα και άλλα έξοδά τους σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, με έξοδα σε βάρος τους. Οι εναγόμενοι 1 παρείχαν - μεταξύ άλλων - λογιστικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διεκπεραίωσης πληρωμών προς τους ενάγοντες και έτσι είναι ενήμεροι για τις λειτουργίες, περιουσιακά στοιχεία, τραπεζικούς λογαριασμούς κ.λ.π. των εναγόντων. Δεδομένης της φύσης των εργασιών των εναγόντων, που είναι κυρίως, ο χειρισμός και η διεκπεραίωση πληρωμών μεταξύ εταιρειών, δεν είχαν οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο ή στο εξωτερικό, είναι εταιρεία paper company. Οι εντολές πληρωμής εκτελούνταν από τους εναγόμενους 1. Οι ενάγοντες δε διατηρούσαν οποιαδήποτε γραφεία, δεν είχαν υπαλλήλους και το εγγεγραμμένο γραφείο τους είναι η διεύθυνση του παροχέα υπηρεσιών. Και οι δυο τραπεζικοί λογαριασμοί τους που διατηρούνταν με τις τράπεζες (αναφέρονται τα ονόματα δυο τραπεζών) που ήταν οι μόνες τράπεζες με τις οποίες συνεργάζονταν, μετά τις 22/2/2022 και την έναρξη των ρωσοουκρανικών γεγονότων, έκλεισαν, κατόπιν αιτήματος των τραπεζών. Έγιναν προσπάθειες για άνοιγμα νέων τραπεζικών λογαριασμών σε άλλες τράπεζες, χωρίς επιτυχία. Ότι οι δυο τράπεζες στις οποίες διατηρούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς οι ενάγοντες, έκλεισαν, επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο δυο εγγράφων τα οποία ο εναγόμενος επισυνάπτει στην ένορκη δήλωσή του (βλ. τα τεκμ. 4 και 5).   

 

Από τους παραπάνω ισχυρισμούς των εναγόμενων είναι φανερό, ότι οι ενάγοντες, όχι μόνο δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης των υπό εξέταση λόγων ένστασης [βλ. Hampton Advisory Group S.A. ν. Bost AD και Άλλων (2011) 1 Α.Α.Δ. 1416 και Studland Holdings Limited και Άλλος (ανωτέρω)], αλλά, αντίθετα, σε σημαντικό βαθμό το αντιστρέφουν. Αρκεί να πω ότι με τον 4ο λόγο ένστασης υποβάλλουν ότι οι εναγόμενοι δεν αποκαλύπτουν επαρκείς λόγους και/ή στοιχεία που να δεικνύουν ότι οι ενάγοντες δε θα κατορθώσουν να πληρώσουν τα τυχόν εναντίον τους επιδικαστικά έξοδα, με τον 5ο λόγο, ότι οι ενάγοντες δεν είναι αναξιόχρεοι και/ή αφερέγγυοι, αλλά ούτε και είναι υπό εκκαθάριση ώστε να μη δύνανται και/ή να είναι ανίκανοι να καταβάλουν το τυχόν ποσό των εξόδων της παρούσας αγωγής και με τον 14ο λόγο, ότι οι εναγόμενοι παρέλειψαν να προσκομίσουν, μέσω της αίτησής τους, την ισχυριζόμενη ανικανότητα των εναγόντων, ως θετικό γεγονός, ως απαιτείται από τη σχετική νομολογία και/ή νομοθεσία.

 

Το θέμα είναι πολύ πιο απλό, απ’ ό,τι το παρουσιάζουν οι ενάγοντες. Εάν αποτελούσε θέση τους - που δεν αποτελεί - ότι κατέχουν είτε κινητή είτε ακίνητη περιουσία στην Κύπρο, είτε ακόμη, ότι έχουν την οικονομική δυνατότητα να καταβάλουν τα έξοδα των εναγόμενων σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής και καταδίκης τους στα έξοδα της διαδικασίας είναι κάτι το οποίο εμπίπτει στη γνώση τους, το οποίο και γνωρίζουν καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο, επομένως, θα μπορούσαν κάλλιστα, καταρχάς, να το αναφέρουν με την ένστασή τους και έπειτα, να προσκομίσουν και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

 

Και κάτι ακόμη. Οι ενάγοντες, ενώ με τον 5ο λόγο ένστασης υποβάλλουν ότι δεν είναι αναξιόχρεοι και/ή αφερέγγυοι, αλλά ούτε και είναι υπό εκκαθάριση ώστε να μη δύνανται και/ή να είναι ανίκανοι να καταβάλουν το τυχόν ποσό των εξόδων της παρούσας αγωγής και η κυρία Πέτρου, στην ένορκη δήλωσή της που στηρίζει την ένστασή τους στην αίτηση, σε μια παράγραφο (9.3.) ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι έχουν αποτύχει να παρουσιάσουν οποιαδήποτε ικανοποιητική μαρτυρία που να τεκμηριώνει και να καταδεικνύει ότι οι ενάγοντες θα είναι ανίκανοι να πληρώσουν τα οποιαδήποτε δικηγορικά έξοδα επιδικαστούν υπέρ των εναγόμενων, η ίδια, σε άλλη παράγραφο (10.1.) ισχυρίζεται τα εξής: η αγωγή αφορά, μεταξύ άλλων, αξίωση σε σχέση με ποσό το οποίο οφείλουν οι εναγόμενοι προς τους ενάγοντες και η περιουσία των τελευταίων έχει απομειωθεί σε τέτοιο βαθμό, ένεκα υπαιτιότητας των εναγόμενων, που πιθανότατα θα είναι αδύνατο να ικανοποιήσει τυχόν διαταγή του Δικαστηρίου για καταβολή ασφάλειας εξόδων.

 

Πέραν από την προφανή αντίφαση, ο γενικός και αόριστος ισχυρισμός των εναγόντων ότι η περιουσία τους έχει απομειωθεί σε τέτοιο βαθμό, χωρίς παροχή λεπτομερειών, υπέχει μηδενικής αποδεικτικής αξίας.

 

Ακολουθεί ότι όλοι οι παραπάνω λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι.

 

Με τον 6ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι υπό τις περιστάσεις, τυχόν έγκριση της αίτησης, θα επιφέρει αθέμιτο περιορισμό στο δικαίωμα πρόσβασης των εναγόντων στο Δικαστήριο, το οποίο υπερισχύει των συμφερόντων των εναγόμενων και το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με τον 20ο λόγο υποβάλλεται ότι τυχόν έγκριση της αίτησης, θα ήταν άδικη και ενάντια στη σωστή, αποτελεσματική και απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης. Τέλος, με τον 24ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, αφού δεν είναι εύλογο και/ή δίκαιο υπό τις περιστάσεις να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Συναφώς με αυτούς τους λόγους ένστασης, η κυρία Πέτρου στην ένορκη δήλωσή της που υποστηρίζει την ένσταση στην αίτηση αναφέρει τα εξής:

 

Το ύψος του ποσού της ασφάλειας εξόδων το οποίο επιζητείται με την αίτηση, ουσιαστικά απολήγει σε απαγόρευση προσφυγής στη δικαιοσύνη, ενώ, όπως την πληροφορεί η δικηγόρος η οποία χειρίζεται την υπόθεση, οι εναγόμενοι χρησιμοποιούν τη διαδικασία ασφάλειας εξόδων καταπιεστικά, ούτως ώστε να καταπνίξουν μια γνήσια απαίτηση των εναγόντων.

 

Το ύψος του ποσού για το οποίο θα διαταχθεί παροχή ασφάλειας εξόδων σε περίπτωση επιτυχίας της αίτησης, θα με απασχολήσει αργότερα. Όμως, συναφώς με όλα τα παραπάνω που υποβάλλονται από τους ενάγοντες, ένα μόνο θέλω να πω. Όλα αυτά και ιδιαίτερα ο 6ος λόγος ένστασης, δεν μπορεί να συνυπάρχει με τον 5ο λόγο - τον οποίο επίσης προώθησαν οι ενάγοντες - με τον οποίο υποβάλλεται - για να επαναλάβω - ότι οι ενάγοντες δεν είναι αναξιόχρεοι και/ή αφερέγγυοι, αλλά, ούτε και υπό εκκαθάριση ώστε να μη δύνανται και/ή να είναι ανίκανοι να καταβάλουν το τυχόν ποσό των εξόδων της παρούσας αγωγής.

 

Ακολουθεί ότι και αυτοί οι λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι.

 

Οι επόμενοι λόγοι ένστασης που θα με απασχολήσουν είναι οι 8ος, 9ος και 10ος  και λόγω της συνάφειάς του με αυτούς και ο 18ος λόγος, ο οποίος, υποθέτω εκ λάθους, δεν περιλαμβάνεται στην ίδια ομάδα λόγων ένστασης σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων των εναγόντων.

 

Σύμφωνα λοιπόν με τον 8ο λόγο ένστασης, η αίτηση υπόκειται σε απόρριψη, καθ’ υπόδειξη της αυστηρής νομολογιακής γραμμής, πως όταν ο εναγόμενος είναι υπαίτιος για την οικονομική κατάσταση του ενάγοντα δεν μπορεί να διαταχθεί ασφάλεια εξόδων. Σύμφωνα με τον 9ο λόγο είναι άδικο και αδιανόητο οι εναγόμενοι να ζητούν ασφάλεια εξόδων, όταν η εγείρεται η παρούσα αγωγή, λόγω της συμπεριφορά τους που είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική ζημιά που προκάλεσε στους ενάγοντες, όπως αναφέρεται λεπτομερώς στην έκθεση απαίτησης. Σύμφωνα με το 10ο λόγο, οι περιστάσεις της αίτησης συνιστούν υποδειγματική περίπτωση απόρριψης του αιτήματος, εφόσον είναι αδιαμφισβήτητο πως οι εναγόμενοι οφείλουν στους ενάγοντες, τουλάχιστον το ποσό των €128.900 και είναι υπαίτιοι για την οικονομική αδυναμία των εναγόντων. Τέλος, σύμφωνα με το 18ο λόγο, το Δικαστήριο, μέσω της ενδιάμεσης απόφασής του, ημερομηνίας 27/11/2023 επιβεβαίωσε ότι οι ενάγοντες έχουν ισχυρή και/ή καλή υπόθεση και υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας.

 

Οι παραπάνω λόγοι ένστασης είναι φανερό ότι αφορούν στη ισχύ ή δύναμη της υπόθεσης των εναγόντων.

 

Με απλή αντιπαραβολή των εκατέρωθεν δικογραφημένων ισχυρισμών - τους οποίους αποτιμώ στην όψη τους και μόνο, δηλαδή, δηλαδή, χωρίς να τους αξιολογώ και να δηλώνω ποιους αποδέχομαι και ποιους απορρίπτω (αυτό θα γίνει σε κατοπινό στάδιο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, επί της ουσίας) - θεωρώ ότι η υπόθεση των εναγόμενων δεν είναι λιγότερο ισχυρή από την υπόθεση των εναγόντων. Οι περί αντιθέτου θέσεις των εναγόντων δε με βρίσκουν σύμφωνο. Και τούτο, επειδή εκλαμβάνουν εκ προοιμίου ως δεδομένη και αποδεκτή την εκδοχή τους αναφορικά με τα γεγονότα που συνθέτουν τη βάση της αγωγής τους εναντίον των εναγόμενων και έπειτα, επειδή, ειδικά η θέση τους, ότι με την ενδιάμεση απόφασή μου, ημερομηνίας 27/11/2023 επιβεβαίωσα ότι οι ενάγοντες έχουν ισχυρή και/ή καλή υπόθεση και υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας, είναι ανακριβής. Η εν λόγω απόφαση αφορούσε στην έκδοση διαφόρων προσωρινών απαγορευτικών διαταγμάτων τα οποία εκδόθηκαν μονομερώς και μετά από ακρόαση, ακυρώθηκαν. Εκείνο που ειπώθηκε στην εν λόγω απόφαση, αναφορικά με τη δεύτερη ουσιαστική προϋπόθεση για έκδοση των διαταγμάτων (ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας) και τούτο, έχοντας υπόψη, ως θέμα αρχής και το σχετικό βάρος απόδειξης που απαιτείται προκειμένου να θεωρηθούν ως αποδεδειγμένες οι τρεις ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινού διατάγματος, δεδομένης και της φύσης της σχετικής διαδικασίας, είναι ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής. Κατ’ ακρίβεια, ότι έχει αποδειχθεί και η δεύτερη ουσιαστική προϋπόθεση και όχι ότι οι ενάγοντες έχουν ισχυρή και/ή καλή υπόθεση, όπως εσφαλμένα υποβάλλεται με το 18ο λόγο ένστασης.

 

Και κάτι τελευταίο. Έχοντας υπόψη ότι οι ενάγοντες, τόσο με το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής τους όσο και με την έκθεση απαίτησης αξιώνουν εναντίον των εναγόμενων υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων, το συνολικό ποσό των €120.554,55, τίθεται και το ερώτημα, πώς γίνεται με το 10ο λόγο ένστασης να υποβάλλουν ότι τους οφείλουν, τουλάχιστον €128.900.

Έπεται ότι και αυτοί οι λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, στην άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας που διέπει την υπό κρίση αίτηση κρίνω ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις (νομικές και πραγματικές) για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Αυτονόητο πως, για σκοπούς προσδιορισμού του ύψους του ποσού εξόδων για το οποίο οι ενάγοντες θα διαταχθούν να παράσχουν ασφάλεια, λαμβάνω υπόψη και τον 28ο λόγο ένστασης στην αίτηση με τον οποίο υποβάλλεται ότι το ποσό των €28.334,74 το οποίο επιζητείται ως ασφάλεια εξόδων είναι αυθαίρετο και/ή αβάσιμο και/ή δεν είναι αποτέλεσμα λογικής ανάλυσης των εξόδων υπό τις περιστάσεις.

 

Έχω τη γνώμη, ότι το συνολικό ποσό για το οποίο οι εναγόμενοι ζητούν την έκδοση διατάγματος (€28.334,74) είναι υπερβολικό και διογκωμένο. Με αντιπαραβολή των διαφόρων ποσών που περιλαμβάνονται στο προσχέδιο καταλόγου εξόδων που έχουν ετοιμάσει οι δικηγόροι τους, με τα διαλαμβανόμενα - κατά περίπτωση - στο σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου (3/2017), ποσά, διαπιστώνω ότι οι εναγόμενοι προϋπολογίζουν τα έξοδα στο μέγιστο προβλεπόμενο ποσό. Ακολούθως, σε μια περίπτωση και συγκεκριμένα, για τη δικάσιμο της 5/7/2023, ενώ διεκδικούν το ποσό των €198, την ημερά αυτή, η σχετική διαταγή ως προς τα έξοδα ήταν «καμιά διαταγή για έξοδα». Τέλος, ενώ στο προσχέδιο περιλαμβάνεται και το συνολικό ποσό των €8.980 για 10 εμφανίσεις στο Δικαστήριο για ακρόαση, εκ πρώτης όψεως, ο αριθμός των 10 δικασίμων για σκοπούς ακρόασης της αγωγής, μου φαίνεται υπερβολικός. Μολονότι έχω και μερικές ακόμη παρατηρήσεις για το προσχέδιο καταλόγου εξόδων που έχουν ετοιμάσει οι δικηγόροι των εναγόμενων, δε θα ήθελα να επεκταθώ. Εν πάση περιπτώσει, έχω τη γνώμη, ότι, υπό τις περιστάσεις, το ποσό των €15.000 αποτελεί ικανοποιητική ασφάλεια για τα έξοδα των εναγόμενων.

 

Κατά συνέπεια εκδίδεται διάταγμα με το οποίο οι ενάγοντες διατάσσονται να δώσουν ασφάλεια για τα έξοδα στους εναγόμενους, για το ποσό των €15.000. Το ποσό αυτό να δοθεί, είτε με την κατάθεσή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, με όποιο τρόπο ήθελε γίνει αποδεκτός από τον Πρωτοκολλητή είτε με παράδοση τραπεζικής εγγύησης, από αδειοδοτημένη Κυπριακή τράπεζα, στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εντός 60 ημερών από σήμερα.

 

Κάθε περαιτέρω διαδικασία αναστέλλεται μέχρι και την κατάθεση του πιο πάνω ποσού. Σε περίπτωση μη κατάθεσής του εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η αγωγή θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και απορριφθείσα, με έξοδα υπέρ των εναγόμενων και σε βάρος των εναγόντων. Σε περίπτωση συμμόρφωσης των εναγόντων με την πιο πάνω διαταγή, ο Πρωτοκολλητής να θέσει την υπόθεση ενώπιόν μου για ορισμό.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της αίτησης, δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των εναγόμενων 1 και 2 και σε βάρος των εναγόντων.

 

 

 

                                                                         (Υπ.) …..…………………………

                                                                                    Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΚΚ-TA

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο