ECLI:CY:EDLAR:2006:B1

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ, Ε. Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 54/05

 

ΑΣΤΥΝΟΜ ΙΚΟΣ  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ  ΛΑΡΝΑΚΑΣ

 

- ν -

 

ΒΑΣΙΛΗ  Χ”ΦΙΛΙΠΠΟΥ από Αγ. Ανάργυροι Λάρνακας

                                                                                          Κατηγορούμενου

 

Ημερομηνία:  9 Ιανουαρίου 2006

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα Χ”Κωνσταντή.

Για τον Κατηγορούμενο:  Ο κ. Κλαϊδης.

Κατηγορούμενος:  Παρών.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΤΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ

 

          Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει δυο κατηγορίες, 1η και 3η κατηγορία, για κυκλοφορία παραχαραγμένου νομίσματος κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 5(1), 16 και 17 του περί Νομίσματος (Παραχάραξη και άλλα Συναφή Θέματα) Νόμου 110(1)/04 και δύο κατηγορίες, 2η και 4η κατηγορία, για απόσπαση χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

 


Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

          Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε δώδεκα (12) μάρτυρες κατηγορίας (Μ.Κ.).  Ως Μ.Κ.1 τον λοχία 2700 Τρύφωνα Θεοχάρους, Μ.Κ.2 τον Ανωτ. Υπ/μο Γεώργιο Φράγκου εμπειρογνώμονα στην εξέταση χαρτονομισμάτων, Μ.Κ.3 τον Αστ. 1706 Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου, Μ.Κ.4 τον Αστ. 2011 Χαράλαμπο Αριστοδήμου, Μ.Κ.5 τον Αστ. 2121 Ζαχαρία Ταουσιάνης, Μ.Κ.6 τον Αστ. 278 Χριστόδουλο Κυριάκου, Μ.Κ.7 τον Υπ/μο Ιάκωβο Ιωάννου, Μ.Κ.8 την Άνθη Στεφάνου υπάλληλο στην Σ.Π.Ε Αλεθρικού, Μ.Κ.9 τον Κωνσταντίνο Αριστοφάνους γραμματέας στην Σ.Π.Ε Αλεθρικού, Μ.Κ.10 τον Βαρνάβα Βαρνάβα ταμία στο υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στην Μοσφιλωτή, Μ.Κ.11 τον Στυλιανό Αχιλλέως διευθυντή του αναφερθέντος υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας και την Μ.Κ.12 Μαριλένα Σιήππη γραφέα – ταμία στην Σ.Π.Ε Αλεθρικού.

 

          Κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 1, 11, 12, 13, 14, 18, 19, 20, 22, 23, 28, 29, 30, 31, 32 και 33 οι καταθέσεις των Μ.Κ.1, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 12 ως αποτελούσες μέρος της κυρίως εξέτασης τους.

 

          Εκ συμφώνου κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 15, 16, 24 και 25 ως προς το αληθές του περιεχομένου τους οι καταθέσεις του λοχία 1344 Α. Λουκά, του Αστ. 4111 Μ. Γεωργίου, του Παναγιώτη Παναγιώτου και του Μιχαήλ Μιχαήλ αντίστοιχα.

 

          Εκ συμφώνου κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 17 δέσμη εκ 9 φωτογραφιών από τη Σ.Π.Ε Αλεθρικού στις οποίες φαίνεται ο κατηγορούμενος με άλλο πρόσωπο και ως Τεκμήριο 21 δέσμη εκ 4 φωτογραφιών από το υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στην Μοσφιλωτή στις οποίες φαίνεται ο κατηγορούμενος και άλλο πρόσωπο.

 

          Εκ συμφώνου τα Τεκμήρια Α και Β προς Αναγνώριση (βιντεοκασέτες) κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 26 και 27 και δηλώθηκε ότι σ’ αυτές τις βιντεοκασέτες ανταποκρίνονται οι φωτογραφίες των τεκμηρίων 17 και 21 αντίστοιχα.

 

          Επίσης κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 5 φωτογραφία δεσμίδων χαρτονομισμάτων, Τεκμήριο 6 απόδειξη συναλλαγής συναλλάγματος στην Λαϊκή Τράπεζα ημερ. 3.1.2005 και ώρα 12:55:24, Τεκμήριο 7(α) έκθεση του Μ.Κ.2 ημερ. 5.1.2005, Τεκμήριο 7(β) κατάλογος χαρτονομισμάτων, Τεκμήριο 8 εικοσιπέντε (25) χαρτονομίσματα αξίας διακοσίων (200) Ευρώ έκαστο, Τεκμήριο 9(α) έκθεση του Μ.Κ.2 ημερ. 7.1.2005, Τεκμήριο 9(β) κατάλογος χαρτονομισμάτων Ευρώ, Τεκμήριο 10 εικοσιπέντε (25) χαρτονομίσματα αξίας διακοσίων (200) Ευρώ έκαστο.

 

          Δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός και εγκρίθηκε από το Δικαστήριο ότι υπήρχαν 7 κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης στην Σ.Π.Ε. Αλεθρικού οι οποίες ήταν ορατές.

 

          Τέλος κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 2 η γραπτή κατηγορία εναντίον του κατηγορούμενου, Τεκμήριο 3 ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου ημερ. 7.1.2005 και Τεκμήριο 4 ανακριτική κατάθεση του κατηγορούμενου ημερ. 9.1.2005. 

 

          Αφού το Δικαστήριο βρήκε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και κάλεσε τον κατηγορούμενο σε απολογία και του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματά του, ο κατηγορούμενος επέλεξε και προέβη σε ανώμοτη δήλωση.

 

Η ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ

 

          Στις 3.1.2005 και περί ώρα 12:20 ο κατηγορούμενος εισήλθε στην Σ.Π.Ε Αλεθρικού, στο εξής (Σ.Π.Ε), μαζί με ακόμη ένα άτομο ονόματι George.  Ο George έδωσε στην ταμία, Μ.Κ.12 Μαριλένα Σιήππη, πλαισιούμενος από τον κατηγορούμενο με τον οποίο συνομιλούσε, είκοσι πέντε (25) χαρτονομίσματα Ευρώ αξίας διακοσίων (200) Ευρώ το κάθε ένα για να του δώσει κυπριακές λίρες.  Σύμφωνα δε με την τιμή αξίας εκείνης της ημέρας η Μ.Κ.12 του έδωσε το ποσό των ΛΚ2.825,00 λιρών Κύπρου.  Ο κατηγορούμενος μαζί με τον George στη συνέχεια έφυγαν από την Σ.Π.Ε.

 

          Την ίδια ημέρα και περί ώρα 12:55 ο κατηγορούμενος εισήλθε μαζί με τον George στο υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στη Μοσφιλωτή, στο εξής (ΛΑΙΚΗ).  Αφού έβγαλε από την τσέπη του τον ίδιο αριθμό και είδος χαρτονομισμάτων όπως και ανωτέρω αναφέρεται και αφού διαβουλεύθηκε με τον κατηγορούμενο τα έδωσε στον ταμία, Μ.Κ.10 Βαρνάβα Βαρνάβα, για να του τα ανταλλάξει με κυπριακές λίρες.  Ο Μ.Κ.10 του έδωσε σε κυπριακές λίρες το ποσό των ΛΚ2.787,55 σεντ και εξέδωσε απόδειξη συναλλαγής, Τεκμήριο 6.  Ακολούθως ο κατηγορούμενος και ο George μαζί αναχώρησαν από το εν λόγω μέρος.

 

          Η Σ.Π.Ε στις 3.1.2005 έκλεινε στις 18:00 και όπως συνήθως γίνεται στο τέλος κάθε ημέρας ο γραμματέας της Σ.Π.Ε, Μ.Κ.9 προέβη σε έλεγχο των ταμιακών πράξεων, συναλλαγών και τραπεζικών εργασιών.  Από την πρώτη κιόλας επαφή με τα χέρια του με το πρώτο χαρτονόμισμα των διακοσίων (200) Ευρώ αντιλήφθηκε ότι ήταν πλαστό γεγονός που διαπίστωσε και επιβεβαίωσε όταν το τοποθέτησε στο ειδικό μηχάνημα που υπάρχει στην Σ.Π.Ε γι’ αυτό το σκοπό και εβρίσκετο κλειδωμένο σε γραφείο αφού αυτός απουσίαζε κατά το χρόνο που έγινε η αναφερθείσα συναλλαγή των Ευρώ.

 

          Αμέσως ειδοποίησε την Επιτροπή της Σ.Π.Ε και αποφασίσθηκε η καταγγελία του γεγονότος στην Αστυνομία.  Καταστρώθηκε σχέδιο με βάση το οποίο οι αστυφύλακες Μ.Κ.1 και 4 παρέμειναν κρυμμένοι στο πίσω μέρος του κτιρίου που στεγάζεται η Σ.Π.Ε.  Εν τω μεταξύ η Μ.Κ.8 Ανθη Στεφάνου, που γνώριζε εξ όψεως τον κατηγορούμενο, αφού εξασφάλισε το τηλέφωνο του κατηγορούμενου μέσω κοινού γνωστού τους, περί ώρα 18:15 τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο και του είπε να επιστρέψει εντός δεκαπέντε (15) λεπτών το ποσό των ΛΚ2.825,00 καθ’ ότι τα Ευρώ ήταν πλαστά.  Ο κατηγορούμενος της ανέφερε ότι τα λεφτά δεν ήταν δικά του αλλά της υποσχέθηκε ότι θα έβρισκε τον George και θα τα έφερνε πίσω.  Μετά από λίγα λεπτά ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στην Μ.Κ.8 και της είπε ότι κρατούσε τα λεφτά και έρχετο να τα φέρει.

 

          Γύρω στις 19:05 ο κατηγορούμενος εισήλθε στην Σ.Π.Ε μαζί με τον γιο του και κάποιο Ευγένιο παραδίδοντας το ποσό των ΛΚ2.825,00 και παραλαμβάνοντας τα χαρτονομίσματα των Ευρώ.  Αφού ειδοποιήθηκαν οι Μ.Κ.1 και 4 για την είσοδο του κατηγορούμενου στη Σ.Π.Ε. εισήλθαν σ’ αυτή κατά την ώρα που ο κατηγορούμενος είχε στα χέρια του τα Ευρώ.  Ο Μ.Κ.1 τότε του ανάφερε ποιος ήταν και τον ρώτησε εάν τα Ευρώ που κρατούσε στα χέρια του ήταν δικά του.  Ο κατηγορούμενος του απάντησε αρνητικά και έβαλε τα Ευρώ πάνω στον πάγκο του ταμείου λέγοντας στους υπαλλήλους της Σ.Π.Ε να τα πιάσουν γιατί δεν τα ήθελε.

 

          Ακολούθως του επέστησε την προσοχή του στο νόμο, τον μετέφερε στον αστυνομικό σταθμό Κοφίνου και τον ανέκρινε.  Ανάκριση του κατηγορούμενου έγινε και στο ΤΑΕ Λάρνακας. 

 

          Ο Μ.Κ.11 Στυλιανός Αχιλλέως επειδή είδε στη τηλεόραση σχετική είδηση για το συμβάν στις 5.1.2005 αφού διαπίστωσε ότι τα Ευρώ στη ΛΑΙΚΗ που ήταν διευθυντής, ήταν πλαστά, το ανάφερε τηλεφωνικά στον Μ.Κ.1.

 

          Αφού παραλήφθηκαν τα χαρτονομίσματα Ευρώ και των δύο τραπεζών και υπεβλήθησαν για σχετικές εξετάσεις και λήφθηκαν καταθέσεις κατηγορήθηκε γραπτώς ο κατηγορούμενος ενώ ο George  αν και αναζητήθηκε δεν ανευρέθηκε.


 

Η ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

 

          Από την αντεξέταση των Μ.Κ. και από την ανώμοτη δήλωση στην οποία προέβη ο κατηγορούμενος προβάλλεται ως κύρια θέση, χωρίς να είναι η μοναδική, ότι ο κατηγορούμενος τυχαία παρεβρίσκετο στη συναλλαγή που προέβη ο George στις δύο τράπεζες ανταλλάζοντας τα χαρτονομίσματα Ευρώ παίρνοντας κυπριακές λίρες και δεν γνώριζε ότι τα χαρτονομίσματα Ευρώ ήταν πλαστά.  Σε ουδεμία δε ενέργεια προέβη ο ίδιος αφού αυτός που κατείχε τα Ευρώ και τα κυκλοφόρησε ήταν ο George ο οποίος πήρε και τις κυπριακές λίρες από τη συναλλαγή.

 

ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

 

          Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει αξιόπιστους τους Μ.Κ.  Με βάση δε τη μαρτυρία τους εισηγήθηκε ότι αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων.  Ζήτησε δε από το Δικαστήριο να κρίνει ένοχο τον κατηγορούμενο και στις τέσσερις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

          Από την άλλη ο δικηγόρος του κατηγορούμενου με αναφορά στη μαρτυρία που η Κατηγορούσα Αρχή πρόσφερε, εισηγήθηκε κυρίως ότι αυτή καταδεικνύει, ότι ο κατηγορούμενος (α) δεν έλαβε μέρος με κανένα τρόπο στην ανταλλαγή των Ευρώ με κυπριακές λίρες, (β) ότι τα χαρτονομίσματα Ευρώ δεν αποδείχθηκε ότι ήταν πλαστά (γ) εν πάση περιπτώσει ότι δεν γνώριζε ότι τα χαρτονομίσματα ήταν πλαστά και (δ) ότι δεν έθεσε σε κυκλοφορία τα πλαστά χαρτονομίσματα αφού δεν ήταν αυτός που τα είχε στην κατοχή του.  Ζήτησε δε από το Δικαστήριο όπως κρίνει τον κατηγορούμενο αθώο σ’ όλες τις κατηγορίες.


 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

 

          Είχα την ευκαιρία στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας να ακούσω και να παρακολουθήσω τους Μ.Κ ενώ έδιναν τη μαρτυρία τους και είμαι σε θέση να αξιολογήσω τη μαρτυρία τους με δείκτη μεταξύ άλλων την ειλικρίνεια τους, την ευθύτητά τους, τη σαφήνεια τους, τη φιλαλήθεια τους και το προσωπικό συμφέρον στην υπόθεση.

 

          Όλοι οι Μ.Κ. μου έκαναν πολύ καλή εντύπωση.  Ήταν ειλικρινείς, σαφείς, ευθείς, φιλαλήθεις, δεν περιέπεσαν σε αντιφάσεις και η μαρτυρία τους δεν εκλονίσθη κατά την αντεξέταση.  Εκτός από τον Μ.Κ.2, Γεώργιο Φράγκο εμπειρογνώμονα επί των χαρτονομισμάτων ο οποίος αντεξετάστηκε σχετικά μακρά σε σύγκριση με τους υπόλοιπους μάρτυρες, για την πλαστότητα των πενήντα (50) χαρτονομισμάτων Ευρώ ο οποίος με περισσή λεπτομέρεια εξήγησε τα ευρήματά του ότι αυτά είναι παραχαραγμένα και του Μ.Κ.10 Βαρνάβα Βαρνάβα ταμία της Λαϊκής Τράπεζας ο οποίος έκανε αναφορά ότι ο κατηγορούμενος συνομιλούσε και διαβουλεύετο με τον George για τη συναλλαγή, η μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων ουσιαστικά ήταν αποδεκτή από την υπεράσπιση εξαιρουμένης της πλαστότητας των Ευρώ.

 

          Ο Μ.Κ.2 Γεώργιος Φράγκος έχει κυρηχθεί εμπειρογνώμονας με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου Κ.Δ.Π. 139/95 ημερ. 12.5.1995.   Παρ’ όλο τούτο αφού εξέτασα τα προσόντα, γνώσεις, εκπαίδευση, πείρα και επάγγελμα του, και έχοντας κατά νου τις αρχές που καθορίζουν πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας (βλ. υπόθεση Ευαγγέλου κ.α. ν. Αμπίζας (1982) 1 C.L.R 41, 57) εκ περισσού, εάν με την αντεξέταση υπονοείτο τέτοιο θέμα από την υπεράσπιση, θα κατέληγα ότι ο μάρτυρας αυτός είναι εμπειρογνώμονας.

 

          Επομένως η μαρτυρία του θα τύχει προσέγγισης με βάση τις αρχές προσέγγισης μαρτυρίας εμπειρογνώμονα.  Κατ’ εξαίρεση προς τον γενικό κανόνα που απαγορεύει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα, μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του σε θέματα της ειδικότητας του (βλ. υποθέσεις VassilikoCements Works v. Stavrou (1983) 1 C.L.R 663, Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 746).

 

          Σ΄ αυτή την περίπτωση ο εμπειρογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του έτσι που να δυνηθεί το Δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση επί των γεγονότων (βλ. Davie v. Edinborough Magistrates (1953) SC 34, Andreas Anastasiades v. R. (1977) 2 C.L.R. 97, Pouris and Another v. R. (1980) 2 C.L.R 170, Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R 1, Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ 298, Χριστοφίδης ν. Κοτζαναστάση, Πολ. Έφ. 8099 ημερ. 30.9.1991, Βασίλης Τσαγγαρίδης ν. Ανδρέα Αυγουστή, Πολ. Έφ. 9934, ημερ. 6.4.2000, Νεόφυτος Χαραλάμπους ν. Χαράλαμπος Αβραάμ κ.α, Πολ. Έφ. 10909, ημερ. 28.9.1999, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου, Πολ. Έφ. 10467, ημερ. 26.6.2000).

 

          Όσο κι αν είναι δυνατό ο εμπειρογνώμονας να αναφερθεί σε μια υποθετική περίπτωση ή σε γεγονότα που δεν έχει προσωπική γνώση για να στηρίξει την άποψη του, αυτή η αναφορά δεν μπορεί να εισαχθεί ως απόδειξη για την ύπαρξη τους (βλ. Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ 746).

 

          Ο μάρτυρας αυτός μου έκανε πολύ καλή εντύπωση.  Ήταν ειλικρινής, ευθύς και σαφής στις απαντήσεις.  Εφοδίασε το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για να δυνηθεί να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη στο συγκεκριμένο θέμα.  Η μαρτυρία του δεν εκλονίσθη.  Αποδέχομαι τη μαρτυρία του.

 

          Αποδέχομαι τη μαρτυρία και όλων των άλλων Μ.Κ. 

 

          Τα παραδεκτά γεγονότα γίνονται αποδεκτά.

 

          Τις καταθέσεις του Λοχία 1344 Α. Λουκά Τεκμήριο 15, Αστ. 4111 Μ. Γεωργίου Τεκμήριο 16, Παναγιώτη Παναγιώτου Τεκμήριο 24 και Μιχαήλ Μιχαήλ Τεκμήριο 25 τις αποδέχομαι. 

 

          Αποδέχομαι επίσης ότι στις φωτογραφίες Τεκμήρια 17 και 21 εμφαίνεται ο κατηγορούμενος και ο George.

 

          Όσον αφορά την ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου αναφέρω τα ακόλουθα:

 

          Στο σύγγραμμα “Archbold Criminal Procedure & Practice”, 41η έκδοση σελ. 423 υπό τον τίτλο statements from the dock αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

 

          “… This provision entitles the defendant if he chooses to make an answorn statement instead of giving evidence on his own behalf.  (R. v. Pope (1901) 18 TLR 717).”

 

          Ακολούθως στο ίδιο σύγγραμμα και υπό τον τίτλο Evidential value γίνεται αναφορά στην υπόθεση R. v. Frost & Hale (1964) 48 Cr. App. R. 284 όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

          “Such a statement is certainly more than a mere comment and in so far as it is stating facts, it is clearly something more and different from the comments in counsels speeches.

       …………………………………………………………………………

          it cannot prove facts not otherwise proved by the evidence but it might show the evidence in a different light.”

 

          Η Κυπριακή Νομολογία παρότι στο Νόμο αναφέρεται ο όρος “κατάθεση” έχει στην πλειοψηφία της υιοθετήσει την έκφραση “Ανώμοτη Δήλωση”.  (βλ. Μάριος Ανδρέα Σωφρονίου ν. Δήμος Στροβόλου (1991) 2 CLR 369, Ιωάννης Μαραγκός ν. Αστυνομίας 6628 ημερ. 22.6.1999 και Vrakas v. The Republic (1973) 2 CLR 139).

 

          Στην αποδεικτική αξία της ανώμοτης δήλωσης αναφέρονται οι αποφάσεις Themistokleous v. The Police (1981) 2 CLR 200 και Anastassiades v. The Republic (1977) 2 CLR 97.

 

          Επίσης στην Onisiforou v. The Police (1987) 2 CLR 261 λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με την αποδεικτική αξία της ανώμοτης δήλωσης.

 

          “… It was pointed out in Anastasiades v. The Republic (1977) 2 CLR 97, 210 that it is not entirely accurate to describe an answorn statement from the dock as evidence in the strict sence.”

 

          Σχετικές είναι και οι υποθέσεις Σάββα Πλαστήρα Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 6854 και Χρίστος Σάββα Συμιανός ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 6855 και οι δυο ημερ. 30.3.2001 σελ. 38, 39.

 

          Από τις πιο πάνω αρχές προκύπτει ότι η ανώμοτη δήλωση δεν είναι χωρίς απολύτως καμιά αποδεικτική ισχύ.  Δεν αποτελεί μαρτυρία με την αυστηρή έννοια του όρου είναι όμως παρόλα αυτά κάτι περισσότερο από ένα απλό σχόλιο (mere comment).  Δεν μπορεί να αποδείξει γεγονότα που μόνο με μαρτυρία μπορούν να αποδειχθούν αλλά μπορεί να βοηθήσει στη θεώρηση της μαρτυρίας από διαφορετική σκοπιά.  Η πιο πάνω νομολογία έχει διασαφηνίσει επίσης ότι η ανώμοτη δήλωση δεν μπορεί να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο όπως η μαρτυρία.

 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ

 

          Στις 3.1.2005 και περί ώρα 12:20 ο κατηγορούμενος μαζί με κάποιο George εισήλθαν στην Σ.Π.Ε.  Ο George ζήτησε από την ταμία Μαριλένα Σιήππη, Μ.Κ.12, να του μετατρέψει εικοσιπέντε (25) χαρτονομίσματα των διακοσίων (200) Ευρώ, δηλαδή πέντε χιλιάδες (5.000) Ευρώ σε κυπριακές λίρες.  Αφού ρώτησε και έμαθε από την Ανθη Στεφάνου Μ.Κ.8 η οποία εβρίσκετο μαζί της στην Σ.Π.Ε την ισοτιμία του νομίσματος και διαπίστωσε μέσω του διαβατηρίου του ποιο ήταν το πρόσωπο που ζητούσε τη συναλλαγή πήρε τα Ευρώ και παρέδωσε στον George το ποσό των ΛΚ2.825,00 χωρίς να εκδώσει σχετική απόδειξη καθ’ ότι σε τούτη την ενέργεια προβαίνει η Κεντρική Συνεργατική Τράπεζα στην οποία καταλήγει το ξένο συνάλλαγμα.  Από την Σ.Π.Ε κατά την ώρα της συναλλαγής απουσίαζε ο γραμματέας, Μ.Κ.9, Κωνσταντίνος Αριστοφάνους.  Κατά την ώρα της συναλλαγής ο κατηγορούμενος, που ας σημειωθεί ήταν γνωστός εξ όψεως της Μ.Κ.8, συνομιλούσε με τον George.  Στην Σ.Π.Ε εντός και εκτός αυτής υπήρχαν επτά (7) κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης που ήταν ορατές και κάποιες απ’ αυτές που είχαν οπτική γωνία λήψης το ταμείο, την εξωτερική και εσωτερική πλευρά της εισόδου κατέγραψαν τις κινήσεις των δυο αναφερθέντων προσώπων Τεκμήριο 26 οι οποίες αποτυπώθηκαν σε δέσμη εννέα (9) φωτογραφιών Τεκμήριο 17.  Μετά τη συναλλαγή ο κατηγορούμενος και ο George έφυγαν μαζί από τη Σ.Π.Ε.

 

          Την ίδια ημέρα, 3.1.2005 και περί ώρα 12:55 ο κατηγορούμενος μαζί με τον George μετέβησαν στη ΛΑΙΚΗ.  Στο ταμείο εβρίσκετο ο Μ.Κ.10 Βαρνάβας Βαρνάβα ο οποίος αφού πληροφόρησε τον George για την ισοτιμία, επειδή τον ρώτησε, και στη συνέχεια ο Μ.Κ.10 τον ρώτησε πόσα ήθελε να αλλάξει, αφού ο George μίλησε στον κατηγορούμενο είπε στον Μ.Κ.10 ότι ήθελε να αλλάξει πέντε χιλιάδες (5.000) Ευρώ τα οποία έδωσε στον Μ.Κ.10, ήτοι εικοσιπέντε (25) χαρτονομίσματα των διακοσίων (200) Ευρώ, σε κυπριακές λίρες.  Κατά τη διάρκεια και αναμονή της συναλλαγής ο κατηγορούμενος συνομιλούσε με τον George.  Ο Μ.Κ.10 ζήτησε ταυτότητα ή διαβατήριο και από τους δύο αλλά ως του ανέφεραν δεν είχαν μαζί τους.  Αφού ήδη τα χαρτονομίσματα τα μέτρησε και θεώρησε ότι ήταν γνήσια αφού τα πέρασε από τη μηχανή καταμέτρησης ζήτησε από τον George το ονοματεπώνυμο του ο οποίος του είπε ότι ονομάζετο George Sergiou.  Σε ερώτηση του πού διέμεναν, ο κατηγορούμενος του ανάφερε ότι διέμεναν στην Χοιροκοιτία.  Για τη συναλλαγή αυτή ο Μ.Κ.10 εξέδωσε απόδειξη στο όνομα George Sergiou Τεκμήριο 6.  Στη συνέχεια αφού πήρε στα χέρια του ο George το ποσό των ΛΚ2.787,55 σεντ έφυγαν μαζί από το μέρος.

 

          Στη ΛΑΙΚΗ υπήρχε κάμερα κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης η οποία κατέγραψε τις κινήσεις τους Τεκμήριο 21 οι οποίες αποτυπώθηκαν σε δέσμη εκ 4 φωτογραφιών Τεκμήριο 17 στις οποίες εμφαίνεται ο κατηγορούμενος με τον George.

 

          Ο Μ.Κ.9 το απόγευμα της ίδιας ημέρας, επειδή η Σ.Π.Ε παρέμεινε ανοικτή μέχρι τις 18:00, επέστρεψε για εργασία σ’ αυτήν.  Όπως κάθε ημέρα, με το πέρας του ωραρίου εργασίας, έτσι και στις 3.1.2005 και περί ώρα 18:00 ο Μ.Κ.9 προέβη σε έλεγχο ταμείου, συναλλάγματος, συναλλαγών και τραπεζικών εργασιών.  Με την επαφή του πρώτου χαρτονομίσματος Ευρώ με τα χέρια του αντελήφθηκε από την αφή του ότι επρόκειτο για παραχαραγμένο χαρτονόμισμα.  Το τοποθέτησε σε ειδικό μηχάνημα ελέγχου γνησιότητας χαρτονομισμάτων που είχε στο γραφείο του κλειδωμένο αφού απουσίαζε κατά την ώρα της συναλλαγής και διαπίστωσε ότι πράγματι ήταν παραχαραγμένο.  Ενημέρωσε την Επιτροπή της Σ.Π.Ε περί του γεγονότος και ακολούθως ειδοποιήθηκε η Αστυνομία. 

 

          Η Μ.Κ.8 αφού εξασφάλισε το τηλέφωνο του κατηγορούμενου από κάποιο κοινό γνωστό τους στις 18:15 τηλεφώνησε του κατηγορούμενου στον οποίο ανέφερε ότι τα Ευρώ ήταν πλαστά και ζήτησε απ’ αυτόν όπως εντός δεκαπέντε λεπτών (15) επέστρεφε το ποσό των κυπριακών λιρών πίσω.  Ο κατηγορούμενος αφού της ανάφερε ότι δεν ήταν δικά του τα λεφτά της υποσχέθηκε ότι θα έβρισκε τον George και θα τα έφερνε πίσω.  Μετά από λίγα λεπτά της τηλεφώνησε και της είπε ότι κρατούσε τα λεφτά και θα πήγαινε να τα πάρει.

 

          Ο λοχίας Θεοχάρους Μ.Κ.1 και ο αστ. Αριστοδήμου Μ.Κ.4 που ενημερώθηκαν για το συμβάν μετέβησαν στη Σ.Π.Ε και σε συνεννόηση με την Επιτροπή και τους υπαλλήλους της Σ.Π.Ε κρύφτηκαν στο πίσω μέρος του κτιρίου της Σ.Π.Ε και περίμεναν το σύνθημα, που ήταν μια αναπάντητη κλήση, ότι ο κατηγορούμενος εισήλθε στην Σ.Π.Ε για να εισέλθουν και αυτοί.

 

          Γύρω στις 19:05 ο κατηγορούμενος μαζί με τον γιο του και κάποιο Ευγένιο εισήλθαν στη Σ.Π.Ε.  Ο κατηγορούμενος παρέδωσε τις κυπριακές λίρες.  Την στιγμή δε που παρέλαβε τα παραχαραγμένα Ευρώ και τα κρατούσε στα χέρια του αφού έλαβαν το σύνθημα οι Μ.Κ.1 και 4 εισήλθαν στην Σ.Π.Ε.  Αφού ο Μ.Κ.1 του ανάφερε ποιος ήταν τον ρώτησε εάν τα Ευρώ ήταν δικά του για να πάρει αρνητική απάντηση ενώ ταυτόχρονα τοποθέτησε τα Ευρώ στον πάγκο του ταμείου λέγοντας στους υπαλλήλους της Σ.Π.Ε να τα πάρουν γιατί δεν τα ήθελε.  Τότε ο Μ.Κ.1 του επέστησε την προσοχή του στον νόμο και τον μετέφερε στον αστυνομικό σταθμό Κοφίνου όπου τον ανέκρινε.  Επίσης ο Μ.Κ.1 παρέλαβε τόσο τα παραχαραγμένα Ευρώ όσο και τις κυπριακές λίρες που επέστρεψε ο κατηγορούμενος.   Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος μεταφέρθηκε στα γραφεία του ΤΑΕ Λάρνακας όπου ανακρίθηκε, ενώ αργότερα οδηγήθηκε στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης.

 

          Ο Μ.Κ.11 ο οποίος πληροφορήθηκε μέσω της τηλεόρασης για το συμβάν αυτό, στις 5.1.2005 αφού διαπίστωσε ότι τα εικοσιπέντε (25) χαρτονομίσματα των διακοσίων (200) Ευρώ ήταν παραχαραγμένα περί τις 08:00 ειδοποίησε τον Μ.Κ.1 για το περιστατικό ο οποίος μετέβη στη ΛΑΙΚΗ και παρέλαβε τα Ευρώ.

 

          Τα πρώτα Ευρώ, δηλαδή αυτά που παραλήφθησαν από τη Σ.Π.Ε, ο Μ.Κ.1 στις 3.1.2005 τα παρέδωσε στον Μ.Κ.3 αστ. 1706 Κ. Κωνσταντίνου ο οποίος τα παρέδωσε στον Μ.Κ.2 για εξέταση.  Τα δεύτερα Ευρώ, δηλαδή αυτά που παραλήφθησαν από την ΛΑΙΚΗ, ο Μ.Κ.1 στις 5.1.2005 τα παρέδωσε στον Μ.Κ.2 για εξέταση.  Από την εξέταση που προέβη ο Μ.Κ.2 σ’ όλα τα Ευρώ διαπιστώθηκε ότι αυτά ήταν παραχαραγμένα (πλαστά) που αποτελεί και εύρημα του Δικαστηρίου.  Ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε γραπτώς και αρνήθηκε ενοχή.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ – ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

(Α)     ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΠΑΡΑΧΑΡΑΓΜΕΝΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

 

          Οι κατηγορίες 1 και 3 στηρίζονται στο άρθρο 5(1) του Νόμου 110(1)/04 Περί Νομίσματος (Παραχάραξη και άλλα συναφή θέματα) το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

          “5(1).  Κάθε πρόσωπο που θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο νόμισμα, το οποίο γνωρίζει ή πιστεύει ότι είναι παραχαραγμένο είναι ένοχο κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη.”

 

          Στο άρθρο 2 δίδεται η ερμηνεία του όρου νόμισμα και παραχαραγμένο νόμισμα ενώ στο άρθρο 3 το πεδίο εφαρμογής του νόμου 110(1)/04.

 

          Κατά την άποψη του Δικαστηρίου τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι τα εξής:


 

(α)     παραχαραγμένο νόμισμα,

(β)     η κυκλοφορία του παραχαραγμένου νομίσματος και

(γ)     γνώση ή πίστη ότι το νόμισμα είναι παραχαραγμένο.

 

(α)     ΠΑΡΑΧΑΡΑΓΜΕΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

 

          Παραχαραγμένο νόμισμα είναι το αντικείμενο που έχει μορφή νομίσματος αλλά δεν είναι γνήσιο και έχει παραχθεί με δόλιο τρόπο ώστε να προσομοιάζει είτε στη μια είτε και στις δύο όψεις με χαρτονόμισμα, τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα αντίστοιχα με σκοπό να εκληφθεί ως γνήσιο, ή παραποιηθεί ή αλλοιωθεί με δόλιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να εκληφθεί ως χαρτονόμισμα, τραπεζογραμμάτιο ή κέρμα αντίστοιχα μεγαλύτερης αξίας.  Επίσης αντικείμενο που περιέχει απεικόνιση των δύο ή της μιας όψης νομίσματος ή που προέρχεται από συγκόλληση τεμαχίων δύο ή περισσότερων νομισμάτων ή με την προσθήκη άλλων υλικών ή νόμισμα νόμιμα παραχθέν που δεν έχει τεθεί σε κυκλοφορία αλλά τίθεται σε κυκλοφορία χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση ή με δόλιο τρόπο.

 

          Στη συγκεκριμένη υπό εξέταση υπόθεση πρέπει να αποδειχθεί ότι τα πενήντα (50) χαρτονομίσματα Ευρώ δεν ήταν γνήσια και παράχθησαν με δόλιο τρόπο ώστε να προσομοιάζουν και στις δύο όψεις τους με χαρτονόμισμα με σκοπό να εκληφθούν γνήσια.

 

(β)     ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ

 

          Είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι το παραχαραγμένο νόμισμα τέθηκε σε κυκλοφορία υπό την έννοια ότι χρησιμοποιήθηκε σε τρίτο πρόσωπο με πρόθεση καταδολίευσης του άσχετα εάν αποκτήθηκε ή όχι όφελος.


 

(γ)     ΓΝΩΣΗ  Ή ΠΙΣΤΗ ΌΤΙ ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΓΜΕΝΟ

 

          Σημαντικό στοιχείο του αδικήματος είναι αυτός που έχει στην κατοχή του το νόμισμα και το θέτει σε κυκλοφορία, να γνωρίζει ή να πιστεύει ότι το νόμισμα είναι παραχαραγμένο.  Τόσο η γνώση όσο και η πίστη όπου δεν υπάρχει άμεση μαρτυρία, και αυτό συμβαίνει στις πλείστες των περιπτώσεων, συνάγεται από τα γεγονότα της υπόθεσης, δηλαδή από περιστατική μαρτυρία.

 

(Β)     ΕΞΑΦΑΣΦΑΛΙΣΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΨΕΥΔΕΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ

 

          Οι κατηγορίες 2 και 4 που καταλογίζονται στον κατηγορούμενο, ήτοι της εξασφάλισης χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων εδράζεται στα άρθρα 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

          “297.  Ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παράσταση γεγονότος, παρελθόντος ή παρόντος, που γίνεται με λόγια, με έγγραφο ή με συμπεριφορά η οποία είναι ψευδής στην πραγματικότητα και την οποία εκείνος που παριστάνει γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή δεν πιστεύει ότι είναι αληθινή.”

 

          “298.  Όποιος με οποιαδήποτε ψευδή παράσταση και με σκοπό καταδολίευσης, αποκτά από άλλο οτιδήποτε που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, ή υποκινεί άλλο να παραδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο τέτοιο πράγμα, είναι ένοχος πλημελλήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.”

 

          Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος κατά την άποψη μου είναι τα ακόλουθα:

 

 

(α)     Η ύπαρξη ψευδής παράστασης.

(β)     Η απόκτηση περιουσίας ένεκα ψευδούς παράστασης.

(γ)     Πρόθεση καταδολίευσης

(δ)     Το ψευδές της παράστασης.

 

(α)     Η ΥΠΑΡΞΗ ΨΕΥΔΟΥΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

 

          Ψευδής παράσταση είναι η παρουσίαση γεγονότος σαν υφιστάμενου ενώ στην πραγματικότητα δεν υφίσταται.  Η απλή υπόσχεση μελλοντικής ενέργειας ή πράξης ή συμπεριφοράς η οποία δεν πραγματοποιείται δεν αποτελεί ψευδή παράσταση, όμως αποτελεί κάτι τέτοιο η ψευδής παράσταση υφιστάμενου γεγονότος έστω και αν συνοδεύεται από υπόσχεση για μια μελλοντική ενέργεια ή συμπεριφορά.  Δεν είναι, εξάλλου, απαραίτητο όπως η ψευδής παράσταση γίνεται με λόγια αλλά η συμπεριφορά και οι πράξεις του δράστη χωρίς οποιαδήπτοε προφορική ή γραπτή παράσταση θα ήταν αρκετές.  Από την άλλη η δήλωση με αναφορά σε υφιστάμενο γεγονός είτε γίνεται προφορικά είτε γραπτά δεν χρειάζεται να είναι ρητά εκπεφρασμένη αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Νόμου αν η δήλωση λογικά και φυσιολογικά μπορεί να εξαχθεί από τον προφορικό ή γραπτό τρόπο που έγινε.  Είναι όμως αναγκαίο όπως ο δράστης γνωρίζει ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής (βλ. B.R. v. Jones (1898) 1 Q.B. 119).

 

(β)     ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΕΝΕΚΑ ΨΕΥΔΟΥΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

 

          Είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η περιουσία που αναφέρεται στο κατηγορητήριο ή κάποιο τμήμα της αποκτήθηκε σαν αποτέλεσμα της ισχυριζόμενης ψευδούς παράστασης.  Με άλλα λόγια θα πρέπει η μαρτυρία να δείξει ότι η ψευδής παράσταση επέδρασε στο μυαλό του εξαπατηθέντος και ήταν αυτή που ώθησε είτε πλήρως είτε μερικώς να αποξενωθεί από την περιουσία του.  (βλ. R. v. Sullivan, 30 Cr. App. R. 132).

 

          Στην υπόθεση R. v. Sullivan (ανωτέρω) αποφασίσθηκε εξάλλου ότι η απόδειξη ότι η ψευδής παράσταση όντως ενήργησε στο μυαλό του εξαπατηθέντος δεν χρειάζεται σε κάθε περίπτωση να προσφέρεται με την κατευθείαν μαρτυρία κάποιου μάρτυρα, εφόσον τα γεγονότα είναι τέτοια ώστε η ισχυριζόμενη ψευδής παράσταση να εμφανίζεται σαν μόνος λόγος ο οποίος θα μπορούσε να προβληθεί σαν ο αποφασιστικός παράγοντας για την τέλεση της πράξης.

 

(γ)     ΠΡΟΘΕΣΗ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗΣ

 

          Σημαντικό στοιχείο του αδικήματος είναι η πρόθεση για καταδολίευση, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δυνατό να συνάγεται από τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως είναι για παράδειγμα η περίπτωση όπου λαμβάνονται χρήματα με παραστάσεις που εκ πρώτης όψεως είναι ψευδείς τότε υπάρχει πρόθεση καταδολίευσης.  (βλ. R. v. Hammerson, 10 Cr. App. R. 121).  Η χρήση ψευδών δηλώσεων ή εγγράφων  για απóκτηση χρημάτων, παρά το γεγονός ότι τα χρήματα μπορούσαν να είχαν ληφθεί χωρίς αυτά, είναι μαρτυρία από την οποία δυνατό να εξαχθεί πρόθεση για καταδολίευση.

 

(δ)     ΤΟ ΨΕΥΔΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

 

          Θα πρέπει επίσης να αποδειχθεί ότι οι παραστάσεις που χρησιμοποιήθηκαν ήταν όντως ψευδείς ή θα πρέπει οι ισχυρισμοί που φανερώνουν το ψευδές της παράστασης να αποδειχθούν καίτοι δεν φαίνεται ότι είναι αναγκαίον να αποδεικνύονται όλοι στο βαθμό που αυτοί που αποδεικνύονται δείχνουν το ψευδές της ουσίας των παραστάσεων.

 

          Σχετική με το υπό εξέταση θέμα είναι η υπόθεση Police v. Christaki Kassianou Kyzas, (1982) 1 J.S.C. 202.

 

          Στην υπόθεση Μιχάλη Ζένιου και άλλοι ν. Αστυνομίας, (1995) 2 Α.Α.Δ 65 η ψευδής παράσταση συνίστατο στο γεγονός πως όταν ο παραπονούμενος έκαμε τη συμφωνία αγοράς των διαμερισμάτων και πλήρωσε προκαταβολή οι κατηγορούμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να παραδώσουν τα δύο διαμερίσματα, ενώ γνώριζαν πως η πολυκατοικία δεν μπορούσε να αποπερατωθεί γιατί δεν υπήρχε άδεια οικοδομής ούτε και μπορούσε να εκδοθεί τέτοια άδεια οικοδομής για την υπό ανέγερση πολυκατοικία κάτω από το σχετικό Νόμο.

 

          Στην παρούσα περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι ο κατηγορούμενος ήταν μαζί με τον George όταν ο τελευταίος αντάλλαξε τα Ευρώ με κυπριακές λίρες στα δύο προαναφερθέντα τραπεζικά ιδρύματα.  Εκείνο το οποίο αμφισβητείται είναι (α) η συμμετοχή του ιδίου του κατηγορούμενου στις δύο συναλλαγές αφού τυχαία ήταν μαζί με τον George, (β) ότι είχε γνώση ή πίστη ότι ήταν παραχαραγμένα τα Ευρώ, (γ) εν πάση περιπτώσει δεν αποδείχθηκε ότι τα Ευρώ ήταν παραχαραγμένα και (δ) ότι αυτός τα έθεσε σε κυκλοφορία αφού δεν ήταν αυτός που είχε τη φυσική κατοχή των χαρτονομισμάτων Ευρώ.

 

(Α)     ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΠΑΡΑΧΑΡΑΓΜΕΝΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

 

          Από την αξιολόγηση και τα ευρήματα στα οποία έχω προβεί έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι τα είκοσι πέντε (25) χαρτονομίσματα αξίας διακοσίων (200) Ευρώ έκαστο που ανταλλάγησαν στην Σ.Π.Ε και τα είκοσι πέντε (25) χαρτονομίσματα αξίας διακοσίων (200) Ευρώ έκαστο στη ΛΑΙΚΗ, ήταν παραχαραγμένα στην έννοια του παραχαραγμένου νομίσματος που αναφέρεται στο νόμο αφού δεν είχαν τα χαρακτηριστικά του γνήσιου νομίσματος όπως τα ανάφερε ο εμπειρογνώμονας Μ.Κ.2. και παράχθηκαν με δόλιο τρόπο ώστε να προσομοιάζουν σε γνήσιο χαρτονόμισμα αφού και αυτοί οι τραπεζικοί υπαλλήλοι που τα αντάλλαξαν δεν κατάλαβαν τη διαφορά από τα γνήσια χαρτονομίσματα και έγινε αντιληπτό μόνο όταν τοποθετήθηκε σε ειδική μηχανή με σκοπό να εκληφθούν ως γνήσια όπως πράγματι εκλήφθησαν από τους τραπεζικούς υπαλλήλους οι οποίοι τα παρέλαβαν και παρέδωσαν στον George κυπριακές λίρες.   Επομένως το πρώτο (α) συστατικό στοιχείο έχει αποδειχθεί.

 

          Επίσης έχει αποδειχθεί και το δεύτερο (β) συστατικό στοιχείο ότι το παραχαραγμένο νόμισμα τέθηκε σε κυκλοφορία αφού παρουσιάσθηκε και χρησιμοποιήθηκε σε τρίτο πρόσωπο, ήτοι στους τραπεζικούς υπαλλήλους των δύο τραπεζών και μάλιστα αποκτήθηκε όφελος από την χρησιμοποίηση των παραχαραγμένων Ευρώ αφού λήφθηκαν στην μια περίπτωση ΛΚ2.825,00 και στην άλλη ΛΚ2.787,55 σεντ. 

 

          Το ερώτημα είναι, με βάση τα γεγονότα όπως αυτά παρουσιάσθηκαν από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, αν αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος έθεσε σε κυκλοφορία τα παραχαραγμένα Ευρώ;

 

          Το ερώτημα αυτό θα απαντηθεί όταν θα εξετάζεται κατωτέρω το τρίτο (γ) συστατικό στοιχείο του αδικήματος.  Εκείνο το οποίο όμως μπορεί να λεχθεί, διαφωνώντας με την υπεράσπιση, είναι ότι δεν είναι αναγκαίο και απαραίτητο να έχει κάποιος τη φυσική κατοχή των πλαστών νομισμάτων για να τα θέσει σε κυκλοφορία αλλά αρκεί να ασκεί τον έλεγχο αυτών ή να βρίσκονται υπό τον έλεγχο του ή από κοινού με άλλο ή άλλα πρόσωπα να προβαίνουν στην συναλλαγή αυτών τη δεδομένη στιγμή άσχετα ποιος τα κατέχει ή ποιου το χέρι παραδίδει τα πλαστά χαρτονομίσματα στο τρίτο πρόσωπο που με πρόθεση καταδολιεύουν.

 

          Το βάρος απόδειξης του τρίτου (γ) συστατικού στοιχείου του αδικήματος, ήτοι της γνώσης ή της πίστης του κατηγορούμενου ότι το νόμισμα ήταν παραχαραγμένο παραμένει στην Κατηγορούσα Αρχή και αυτή αποδεικνύεται είτε με άμεση μαρτυρία είτε με περιστατική μαρτυρία.  Η περιστατική μαρτυρία πρέπει να αποκλείει κάθε άλλη λογική εξήγηση πλην της ενοχής.  Τα περιστατικά δηλαδή πρέπει να συνηγορούν μόνο υπέρ της ενοχής και να είναι ασυμβίβαστα με την πιθανότητα κάθε άλλου ενδεχομένου.  Η αδυναμία εισχώρησης στο μυαλό ενός κατηγορουμένου ώστε να διακριβωθεί η γνώση του ή η πίστη του, το Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα “γνώσης” ή “πίστης” λαμβάνοντας υπόψη τη νοητική ικανότητα του συγκεκριμένου κατηγορούμενου, την πείρα του στη ζωή, την ικανότητα του να αντιληφθεί και να εκτιμήσει καταστάσεις (ίσως και την πονηριά του) και του τρόπου που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα.

 

(Β)     ΑΠΟΣΠΑΣΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΔΙΑ ΨΕΥΔΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ

         

          Όσον αφορά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της απόκτησης χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων καταδεικνύονται ότι το πρώτο (α) συστατικό στοιχείο του αδικήματος, δηλαδή της ύπαρξης ψευδούς παράστασης, έχει αποδειχθεί αφού αυτό συνίσταται στην παρουσίαση των παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων Ευρώ στους ταμίες των δύο τραπεζών.  Επίσης το δεύτερο (β) συστατικό στοιχείο του αδικήματος, δηλαδή της απόκτησης περιουσίας ένεκα του ψεύδους και πάλιν έχει αποδειχθεί αφού ένεκα των παραχαραγμένων χαρτονιμισμάτων Ευρώ, δηλαδή της ψευδούς παράστασης, αποκτήθηκαν οι κυπριακές λίρες από τους Μ.Κ.10 και 12 υπαλλήλους των τραπεζών που επιδρώντας σ΄ αυτούς η ψευδής παράσταση εξαπατήθηκαν και ωθήθηκαν να αποξενώσουν τις κυπριακές λίρες δίδοντας αυτές στον George.  Το τέταρτο (δ) συστατικό στοιχείο της ψευδούς παράστασης έχει αποδειχθεί ως προς το μέρος ότι τα παραχαραγμένα χαρτονομίσματα Ευρώ δεν ήταν γνήσια και ήταν παραχαραγμένα.  Είναι όμως αναγκαίο να γνωρίζει ο κατηγορούμενος ότι η παράσταση ήταν όντως ψευδής, δηλαδή εδώ να γνωρίζει ότι ήταν παραχαραγμένα τα χαρτονομίσματα Ευρώ.  Τούτο το μέρος του (δ) συστατικού στοιχείου μαζί με το τρίτο (γ) συστατικό στοιχείο θα τύχουν εξέτασης κατωτέρω.

 

          Από την ανάλυση των γεγονότων και της ερμηνείας αυτών όπως ανωτέρω έχω αναφέρει θα κρίνει το Δικαστήριο και την ανάλογη απόδειξη ή μη του τρίτου (γ) συστατικού στοιχείου για το αδίκημα της κυκλοφορίας παραχαραγμένου νομίσματος και του τρίτου (γ) και μέρος του τέταρτου (δ) συστατικού στοιχείου της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις όπως τα έχω καθορίσει ανωτέρω.

 

          Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει άμεση μαρτυρία, δηλαδή μαρτυρία κάποιου προσώπου ότι ήταν μπροστά όταν ο George έλεγε στον κατηγορούμενο ότι τα χαρτονομίσματα είναι παραχαραγμένα ή ότι ο κατηγορούμενος του είπε ότι τα  χαρτονομίσματα είναι παραχαραγμένα ή από τον ίδιο που έχει παραχαράξει τα χαρτονομίσματα ότι είπε στον κατηγορούμενο ότι είναι παραχαραγμένα.    Η μαρτυρία που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου για τα εναπομείναντα υπό εξέταση συστατικά στοιχεία των αδικημάτων όπως τα παρέθεσα ανωτέρω είναι περιστατική.  Οι αρχές που διέπουν την περιστατική μαρτυρία εξετέθησαν στις υποθέσεις Παφίτης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, 119, 120, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172.    Στην υπόθεση Μενελάου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 407 λέχθηκε ότι η περιστατική μαρτυρία δεν είναι υποδεέστερης αξίας από οποιαδήποτε άλλης μορφής μαρτυρία.  Στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104 λέχθηκε ότι η γνώση ως συστατικό στοιχείο αδικήματος, αποδεικνύεται με περιστατική μαρτυρία.

 

          Το Εφετείο θεώρησε ως αποδεκτή την αρχή ότι μια ψευδής εξήγηση εκ μέρους του κατηγορούμενου είναι κάτι που μπορεί να κλείνει την κλίμακα προς όφελος ευρήματος ενοχής (R. v. Young and another (1953) 1 All E.R. 21) και ανέφερε πως μια κατασκευασμένη ψευδής ιστορία εκ μέρους της υπεράσπισης είναι γενικά ενδεικτική της ενοχής του κατηγορούμενου.  Στην υπόθεση αυτή αναφέρθηκαν επίσης με επιδοκιμασία οι υποθέσεις R. v. Chapman and Another (1973) 2 All E.R. 624, 630, όπου τονίστηκε ότι μια ψευδής εκδοχή εκ μέρους του κατηγορούμενου μπορεί να ληφθεί υπόψη σε συνάρτηση με άλλη μαρτυρία εναντίον του και Mawaz Khan and Another v. The Queen (1966) 3 W.L.R. 1275, όπου ο Λόρδος Hodson ανέφερε στη σελίδα 1279 πως εφόσον η εκδοχή των κατηγορουμένων κρίθηκε ψευδής και αναληθής συνιστούσε αποδεκτή μαρτυρία προς απόδειξη της ενοχής τους, λέγοντας ενδεικτικά πως “η προσφυγή στο ψεύδος εύλογα οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής”.

 

          Η πιο πάνω υπόθεση Mawaz υιοθετήθηκε επίσης από το Εφετείο στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) όπου στη σελ. 201 – 202 αναφέρονται τα εξής:

 

          “Προσφυγή στο ψεύδος, όπως υπογραμμίζεται στην υπόθεση Mawaz Khan and Another v. Reginam (1967) 1 All E.R. 80 εύλογα οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής.  Η αρχή αυτή δεν αποτελεί αρχή δικαίου αλλά απόρροια της ανθρώπινης πείρας και της κοινής λογικής.  Η αρχή αυτή έγινε επανειλημμένα δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. George O. Philotas v. Republic (1967) 2 C.L.R. 13).  Η σημασία που μπορεί να αποδοθεί σε ψευδείς δηλώσεις εξαρτάται, όπως υποδεικνύεται στην R. v. Lucas (1981) 2 All E.R. 1008,

 

          (α)     κατά πόσο έγιναν θεληματικά

          (β)     από το περιεχόμενο τους σε συσχετισμό με τα γεγονότα τα οποία απέβλεπαν να αποκρύψουν, και

          (γ)     το κίνητρο πίσω από τα ψέματα.”

 

          Για το ότι μια ψευδής εκδοχή του κατηγορούμενου, είτε εντός είτε εκτός της αίθουσας του Δικαστηρίου, μπορεί να αποτελέσει περιστατική μαρτυρία σε βάρος του παραπέμπω επίσης στην υπόθεση Ανδρέας Προδρόμου Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260 όπου αναλύονται παλαιότερες αποφάσεις, κυπριακές και αγγλικές, καθώς και οι αρχές που διέπουν το θέμα.  Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα:

 

          “Σύμφωνα με το Δίκαιο της Απόδειξης που εφαρμόζουμε στην Κύπρο στο θέμα “Ψέματα του κατηγορούμενου” ισχύουν οι ακόλουθες αρχές:

 

          (1)     Το γεγονός ότι το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του κατηγορούμενου δε συνιστά αφ’ εαυτού στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας ενισχυτικό της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής.

 

          (2)     Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είπε ψέματα δεν αποδεικνύει αφ’ εαυτού θετικά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.

 

          (3)     Ψέματα που λέχθηκαν από τον κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός Δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του εφόσον ικανοποιούνται τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:

 

                    (α)     Το ψέμα πρέπει να είναι ηθελημένο

                    (β)     Πρέπει να αναφέρεται σε ουσιώδες ζήτημα.

                    (γ)     Το κίνητρο για το ψέμα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας.  Το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ότι είναι ενδεχόμενο κάποιος να λέει ψέματα στην προσπάθειά του, για παράδειγμα, να προβάλει μια δίκαιη υπόθεση ή από ντροπή ή από πανικό.

                    (δ)     Το ψέμα πρέπει να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή είτε με παραδοχή είτε με μαρτυρία από ανεξάρτητο μάρτυρα.  (Βλ. Phipson on Evidence 14th Edition, 1990, para 14-22, Cross on Evidece, 7th Edition, 1990, pages 249-250, Γ. Π. ΚακογιάννηΗ Απόδειξη”, 1983 παράγραφοι 12-23, 12-24, 12-25, Blackstone´s Criminal Practice, (1995) F5.24 και F5.26, Archbold, 1998, para 4-402 και 402a, Tumahole Bereng v. King (1949) A.c. 253, R. v. Lucas (1981) 73 Cr. App. R. 159, R. v. Gooldway (1993) 98 Cr. App. R. 11, R. v. Strudwick and Merry (1994) 99 Cr. App. R. 326).

 

                    Μέσα στα πλαίσια των πιο πάνω αρχών κινήθηκε και το Κυπριακό Εφετείο στις υποθέσεις Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34, Αλ Χάματ και άλλων ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ 172.

          …………………………………………………………………...

                    το γεγονός της απόρριψης της εκδοχής του κατηγορούμενου δεν συνιστά αφ’  εαυτού στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας ενισχυτικό της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής (αρχή (1) πιο πάνω) για να μπορούσε να αντληθεί ψέμα από τη μαρτυρία του εφεσείοντα δεν αρκούσε η απόρριψη της εκδοχής του από το Κακουργιοδικείο.  Το ψέμα στο Δικαστήριο έπρεπε να αποδειχτεί με ανεξάρτητη μαρτυρία.  (Βλ. σχετικά και την υπόθεση Barber, The Times, 29.7.1998 …………….

 

                    Μόνο αν το ψέμα στο Δικαστήριο αποδεικνυόταν με ανεξάρτητη μαρτυρία θα μπορούσε, εφόσον συνέτρεχαν και τα άλλα τρία κριτήρια, να χρησιμοποιηθεί ως περιστατική μαρτυρία σε βάρος του εφεσείοντα (αρχή (3) πιο πάνω).  Πως θα μπορούσε να αποδειχτεί π.χ. με παραδοχή του εφεσείοντα κατά την αντεξέταση ότι είπε ψέματα στην κύρια εξέταση ή ότι είπε ψέματα απαντώντας προηγούμενη ερώτηση στην αντεξέταση”.

 

          Από τη μαρτυρία που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου όπως την αποδέχτηκα και τα ευρήματα, υπάρχουν τα ακόλουθα στοιχεία:

 

(1)           Στον Μ.Κ.1 κατά την ανάκριση του στον αστυνομικό σταθμό Κοφίνου ανάφερε ότι τον George τον είχε δει για πρώτη φορά τρεις με τέσσερις ημέρες στη Λάρνακα πριν τις 3.1.2005 ενώ στην ανακριτική του κατάθεση ημερ. 7.1.2005 σε σχετική ερώτηση δεν ανάφερε ότι τον είχε συναντήσει τρεις με τέσσερις ημέρες πριν τις 3.1.2005 και ότι τον συνάντησε τυχαία στις 3.1.2005.

 

(2)     Στην ανακριτική του κατάθεση ημερ. 7.1.2005 σε σχετική ερώτηση ανάφερε ότι πήγε μαζί του στην Σ.Π.Ε για να τον βοηθήσει γιατί δεν μιλούσε καλά Ελληνικά ενώ σε άλλη ερώτηση εάν τον βοήθησε απάντησε ότι συνεννοήθηκε μόνος του ο George και δεν τον βοήθησε.

 

(3)     Όταν ζητήθηκε από την Μ.Κ.12 ταμία της Σ.Π.Ε διαβατήριο, ο George της υπέδειξε το διαβατήριο του ενώ όταν ζητήθηκε από τον Μ.Κ.10 ταμία της ΛΑΙΚΗΣ στην οποία μετέβησαν με το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου φεύγοντας από το Αλεθρικό, ο George ανάφερε ότι δεν είχε μαζί του διαβατήριο ή ταυτότητα.

 

(4)     Σε ερώτηση του Μ.Κ.10 πού διέμεναν, ο κατηγορούμενος του είπε ότι διέμεναν στην Χοιροκοιτία ενώ στην ανακριτική του κατάθεση ημερ. 7.1.2005 ανάφερε ότι διέμενε στην Ηλυσσού 7 Αγ. Ανάργυροι στη Λάρνακα.

 

(5)     Ενώ ο κατηγορούμενος στις 4.1.2005 ανάφερε στον Μ.Κ.5 που τον συνόδευε καθ’ όδον προς το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για αίτημα προσωποκράτησης του, όπως αρχικά και στον Μ.Κ.7, ότι μετά που έφυγαν από τη Σ.Π.Ε. ότι πήγαν στη Λεμεσό και πουθενά αλλού και αφού το επανάλαβε δυο – τρεις φορές στον Μ.Κ.7 δίνοντας του τον λόγο του, τελικά όταν του ανάφερε για τα στοιχεία που είχαν, ότι πήγαν στην ΛΑΙΚΗ, που αρχικά έκανε πως δεν ήξερε πού ήταν, καθώς και σε τουριστικό γραφείο στην Αγία Νάπα, ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι πήγαν στα εν λόγω μέρη και ο George άλλαξε Ευρώ με κυπριακές λίρες.

 

(6)     Μετά που τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο η Μ.Κ.8 στις 18:15 στις 3.1.2005 ότι τα Ευρώ ήταν παραχαραγμένα και να τους επέστρεφε πίσω τις κυπριακές λίρες, ο κατηγορούμενος σε λίγα λεπτά τηλεφώνησε στην Μ.Κ.8 και της είπε ότι κρατούσε τα λεφτά.  Εν πάση περιπτώσει περί τα είκοσι λεπτά όπως ανέφερε στον Μ.Κ.7, ο George, που ο κατηγορούμενος τον είχε αφήσει στη Λεμεσό, μετέβη στη σχολή του στη Λάρνακα και του έδωσε τα κυπριακά χρήματα.

 

(7)     Ενώ επέστρεψε τα κυπριακά χρήματα στην Σ.Π.Ε και τα παρέδωσε, παρέλαβε τα Ευρώ, αν και γνώριζε πλέον από την Μ.Κ.8 ότι αυτά ήταν παραχαραγμένα, για να αναφέρει, όταν τον ρώτησε ο Μ.Κ.1 εάν ήταν δικά του, ότι δεν ήταν δικά του λέγοντας στους υπαλλήλους να τα πάρουν γιατί δεν τα ήθελε.

 

(8)     Ήταν μαζί με τον George, κατά δική του προφορική ομολογία στον Μ.Κ.7, και στις τρεις ανταλλαγές Ευρώ με κυπριακές λίρες σε ισάριθμα μέρη όπως τα αναφέρω πιο πάνω και ως επίσης αναφέρει σε γραπτή κατάθεση του ήταν μαζί με τον George στις δυο τράπεζες, όπως επίσης ανάφερε και στην ανώμοτη δήλωση του.

 

          Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν μαζί με τον George σε τρεις περιπτώσεις που ο τελευταίος αντάλλαξε Ευρώ και ότι προσπάθησε να αποκρύψει τις δύο από τις τρεις φορές, μια στη ΛΑΙΚΗ και μια στην Αγία Νάπα, ότι ήταν μαζί του, δεν μπορεί να ήταν προϊόν του φόβου του να μην μπλέξει περισσότερο όπως ήταν η δικαιολογία του, αφού ήδη ανακρίνετο για την υπόθεση της Σ.Π.Ε., αλλά ήταν συνειδητή προσπάθεια για να μην αποκαλυφθεί η παρουσία του στα άλλα δύο μέρη και διερευνηθούν και αυτές οι υποθέσεις εναντίον του και τοιουτοτρόπως η συμμετοχή του σ’ αυτές αφού δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί την τυχαία συνάντηση του με τον George και την τυχαία παρουσία του στους τρεις χώρους που αναφέρθηκε πιο πάνω κατά  την ανταλλαγή των παραχαραγμένων Ευρώ με κυπριακές λίρες από τον George.

 

          Γιατί ο κατηγορούμενος δεν παρενέβηκε αμέσως, μόλις ο George είπε ότι δεν είχε διαβατήριο όταν του ζητήθηκε από τον Μ.Κ.10 και να του πει ότι είχε, αφού το είχε επιδείξει προηγουμένως στην Μ.Κ.12 στη Σ.Π.Ε;  Η μόνη απάντηση είναι επειδή ο κατηγορούμενος ήθελε να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητα του George.  Επίσης τόσο μεγάλη σύμπτωση υπήρχε που ούτε ο ίδιος δεν είχε ένα αναγνωριστικό του προσώπου του έγγραφο, που είναι φυσικό να μην είχε διαβατήριο, όπως ταυτότητα ή άδεια οδήγησης, αφού ήταν με το αυτοκίνητο του που μετέβαιναν στη Λεμεσό.

 

          Αλλά και εάν ακόμη δεχτούμε ότι δεν είχε κανένα έγγραφο αναγνωριστικό του προσώπου του γιατί όταν ρωτήθηκε από τον Μ.Κ.10 πού διέμεναν ο κατηγορούμενος του ανέφερε, ψευδώς, στην Χοιροκοιτία αφού διέμενε στους Αγίους Αναργύρους;  Η μόνη απάντηση είναι διότι ήθελε να μην υπάρχουν οιαδήποτε ίχνη γι΄ αυτούς.

 

          Πως ήταν δυνατό αφού άφησε τον George  στη Λεμεσό και χωρίς να αναφέρει ούτε καν στην Μ.Κ.8 ότι ο George ήταν κάπου αλλού, όταν την πήρε τηλέφωνο για να της πει ότι είχε τα χρήματα, σε όχι περισσότερο από είκοσι (20) λεπτά, από την ώρα που ή ίδια τον πήρε τηλέφωνο και του είπε ότι τα Ευρώ ήταν πλαστά, ο George έφερε από τη Λεμεσό στη Λάρνακα τις κυπριακές λίρες;

 

          Γιατί εάν δεν είχε καμία σχέση με τα παραχαραγμένα Ευρώ αφού επέστρεψε τις κυπριακές λίρες τα πήρε πίσω αφού γνώριζε πλέον ότι ήταν παραχαραγμένα;  Η μόνη απάντηση είναι για το λόγο ότι ήθελε παίρνοντας τα παραχαραγμένα Ευρώ και φεύγοντας να εξαφανίσει τα ενοχοποιητικά στοιχεία των παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων.

 

          Κατάληξη μου είναι ότι τα ψέματα του ήταν (α) ηθελημένα, (β) σε ουσιώδες ζήτημα, (γ) το κίνητρο για τα ψέματα του ήταν η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας και (δ) τα ψέματα του αποδεικνύονται από ανεξάρτητη μαρτυρία ήτοι του Μ.Κ.10, του αστυφύλακα που τον συνόδευε προς το Δικαστήριο για αίτημα προσωποκράτησης του και από δική του παραδοχή.

 

          Τόσο από την παρουσία του μαζί με τον George στη Σ.Π.Ε, στη ΛΑΙΚΗ και τις πράξεις του όπως τις περιέγραψα ανωτέρω και στο τουριστικό γραφείο στην Αγία Νάπα κατά την ώρα της ανταλλαγής των παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων Ευρώ από τον George όσο και από τα ψέματα του έχει αποδειχθεί το τρίτο (γ) συστατικό στοιχείο της γνώσης και πίστης του αδικήματος της κυκλοφορίας παραχαραγμένου χαρτονομίσματος και το τρίτο (γ) συστατικό στοιχείο και το υπόλοιπο μέρος του τέταρτου (δ) συστατικού στοιχείου, δηλαδή της γνώσης και της πρόθεσης καταδολίευσης, του αδικήματος της απόσπασης χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων.

         

          Η περιστατική μαρτυρία που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου αποκλείει κάθε άλλη λογική εξήγηση πλην της ενοχής και είναι ασυμβίβαστη με την πιθανότητα κάθε άλλου ενδεχομένου.

 

          Από την ενώπιον μου μαρτυρία έχουν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία όλων των αδικημάτων και κατ’ επέκταση και των τεσσάρων (4) κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος.

 

          Επομένως η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

          Κατά συνέπεια ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στις κατηγορίες 1, 2, 3 και 4.

 

 

 

                                                                      (Υπ.) …………………………………

                                                                                          Ν. Γερολέμου, Ε. Δ.

 

         


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο