ECLI:CY:EDLEM:2016:B150

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ                                             Αρ.Υπόθ. 8480/16

Ενώπιον Λ. Πασχαλίδη, Ε.Δ                     

Ιωάννης Μιχελάκης

Παραπονούμενος

                                                                  - ν -

 

                                                         Ραμόνα Μιχελάκη

Κατηγορούμενη

Ημερομηνία: 14 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Παραπονούμενο: κ. Κ. Πόλεως

Για Κατηγορούμενο: κ. Α.Πιττάτζιης με κ. Μαρκουλλή (κα. Πηλακούρη για να ακούσει απόφαση

Κατηγορούμενη:        Παρούσα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ ΟΨΕΩΣ)

 

Στην παρούσα ιδιωτική ποινική υπόθεση, η οποία αφορά σε μία κατηγορία για ισχυριζόμενη διάπραξη αδικήματος με βάση το αρ.35Α του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμο του 2000 (N. 119(I)/2000), (1η κατηγορία) και μία κατηγορία στη βάση του αρ. 54(1)-(5) Κεφ.352 - Ο περί Παιδιών Νόμος (2η κατηγορία), παρατηρείται το εξής πρωτόγνωρο.

 

Ο παραπονούμενος-πατέρας, ο οποίος λαμβάνει το ρόλο του ιδιώτη κατήγορου, προσάπτει στη μητέρα-κατηγορούμενη, δύο κατηγορίες, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των οποίων, η τελευταία, σε δύο εντελώς ασύνδετα περιστατικά, αφ’ ενός παρέλειψε να καταγγείλει ότι στις 29/01/16, ο ένας ανήλικος γιος τους, ηλικίας 16 ½ χρονών, επιτέθηκε και κτύπησε τον άλλο ανήλικο τους γιο, ηλικίας 11 χρονών και αφ’ ετέρου ότι, εγκατέλειψε στις 16/3/16, τον 11 χρόνο στο Νοσοκομείο Αμμοχώστου «με τρόπο που ενδέχεται να του προκαλέσει περιττή ταλαιπωρία».

 

Εκ μέρους του παραπονούμενου κατέθεσαν δύο μάρτυρες, ο παραπονούμενος, Ιωάννης Μιχελάκης (ΜΚ1) και ο 11χρονος ανήλικος γιος των διαδίκων, Μηνάς-Στυλιανός Μιχελάκης (ΜΚ2), ο οποίος έδωσε τη μαρτυρία του κεκλεισμένων των θυρών κατόπιν σχετικής διαταγής του Δικαστηρίου. Οι εν λόγω μάρτυρες, οι οποίοι αντεξετάσθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο για τον κατηγορούμενο, κατέθεσαν, στο σύνολο τους 3 τεκμήρια.

 

Η εκδοχή του παραπονούμενου, όπως αυτή δύναται να εξαχθεί από τις λεπτομέρειες αδικήματος και την προσκομισθείσα μέχρι τώρα μαρτυρία, είναι συνοπτικά η ακόλουθη:

 

Oι οικογενειακές σχέσεις των διαδίκων έχουν υποστεί σοβαρή ρήξη ενώ δεν είναι η πρώτη φορά που οι δύο τους έρχονται αντιμέτωποι ενώπιον Δικαστηρίου, είτε για οικογενειακής είτε για ποινικής φύσεως θέματα.

 

Η φύλαξη των δύο ανήλικων τέκνων τους, έχει, με διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου στην Αίτηση 19/12, ανατεθεί, από τις 07/02/13, στην κατηγορούμενη ενώ στον παραπονούμενο έχουν δοθεί συγκεκριμένα δικαιώματα επικοινωνίας. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι δύο ανήλικοι διέμεναν με την κατηγορούμενη στην οικία της τελευταίας στην ελεύθερη Επαρχία Αμμοχώστου.

 

Περί τις νυχτερινές ώρες της 28 Ιανουαρίου 2016, στην οικία της κατηγορούμενης, προκλήθηκε λεκτικός διαπληκτισμός μεταξύ της τελευταίας και του 11χρονου γιου της με αφορμή την ενόχληση που προκαλούσε στον 11χρονο που διάβαζε τα μαθήματα του, η ένταση της τηλεόρασης που παρακολουθούσε η κατηγορούμενη. Στο διαπληκτισμό ενεπλάκη, προς «υπεράσπιση» της μητέρας του και ο δεύτερος ανήλικος γιος των διαδίκων. Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτολεξεί το περιστατικό που ακολούθησε και το οποίο συνιστά το αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας, όπως ειπώθηκε στο Δικαστήριο από τον 11χρονο.

 

«...ξαναμπήκα μέσα και άρχισα ξανά να διαβάζω. Τότε η μαμά μού μου είπε ότι ο μπαμπάς σου δεν διαβάζει μαζί σου, μόνο εγώ διαβάζω μαζί σου και δεν μου συμπεριφέρεσαι ωραία. Έτσι, χωρίς να γίνει τίποτα και τότε της είπα «ναι σιγά που μου διαβάζεις εσύ» και τρέχει ο αδερφός μου και με πιάνει από το λαιμό πίσω από τον καναπέ όπως καθόμουν και με ρίχνει στον τοίχο και με κτυπάει και μου λέει «θα ξαναπείς έτσι στη μαμά» και του λέω «άφησε με» γιατί με έσφιγγε πολύ δυνατά και τον κουντάω με τα πόδια μου και πάει πίσω. Αυτό.»

 

Το πιο πάνω περιστατικό, ο ανήλικος το εξιστόρησε στον κατήγορο-πατέρα του, την επόμενη μέρα, όταν οι δύο τους συναντήθηκαν για να επισκεφθούν κάποια έκθεση δεινοσαύρων στη Λευκωσία και ο τελευταίος, βοηθώντας τον ανήλικο να αλλάξει ρούχα παρατήρησε κάποιες εκδορές και κοκκινίλες στο πίσω μέρος του λαιμού του ανήλικου τις οποίες και φωτογράφισε οπόταν και ρώτησε τον ανήλικο τι είχε γίνει.

 

Αμέσως ο παραπονούμενος κατήγγειλε το όλο περιστατικό στο Γραφείο Ευημερίας όπου του ζήτησαν να μη δώσει περαιτέρω διάσταση στο όλο θέμα αφού θα το χειρίζονταν εκείνοι. Επειδή η μέρα ήταν Παρασκευή και μεσολαβούσε Σαββατοκύριακο, ο παραπονούμενος περίμενε μέχρι τη Δευτέρα, τρεις μέρες αργότερα δηλαδή και όταν είδε ότι δεν είχε γίνει οποιαδήποτε ενέργεια μέχρι το μεσημέρι, προέβη ο ίδιος σε σχετική καταγγελία του περιστατικού βίας στην Αστυνομία. Μέχρι σήμερα όμως κανένας δεν τον ειδοποίησε από την Αστυνομία είτε για λήψη καταθέσεων είτε για να τον ενημερώσουν που βρίσκεται το όλο θέμα, συμπεριφορά, η οποία κατά τον ίδιο επιβεβαιώνει τις θέσεις του περί «σήψης και διαφθοράς» τόσο εντός του Γραφείου Ευημερίας όσο και εντός της Αστυνομίας.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός μεταξύ των διαδίκων ότι η κατηγορούμενη δεν έχει προβεί σε οποιανδήποτε καταγγελία στις 29/06/16 για οποιονδήποτε κατ΄ισχυρισμό περιστατικό βίας στην οικογένεια.

 

Όσον αφορά το δεύτερο περιστατικό για το οποίο κατηγορείται η κατηγορούμενη και το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της δεύτερης κατηγορίας, αυτό, επεσυνέβει σύμφωνα με τον 11χρονο, το Μάη του 2016, όταν χρειάστηκε η κατηγορούμενη να τον μεταφέρει στο Νοσοκομείο Αμμοχώστου λόγω κάποιου πόνου που ένιωσε στο στήθος κατά τη διάρκεια παιχνιδιού στο σχολείο.  Θεωρώ  και πάλι σκόπιμο να παραθέσω αυτολεξεί τα λεγόμενα του 11χρονου:

 

«Πήγαμε στο νοσοκομείο, μου έκαναν κάποιες εξετάσεις που μου είπε ο γιατρός και ότι πρέπει να πάω να κάνω και άλλες εξετάσεις για να δούμε τι ακριβώς έχω και να πάω στο παιδιατρικό να ξαπλώσω για να με επιβλέπουν. Πάω εγώ, κάνω τις εξετάσεις και μου λένε ότι πρέπει να πάω στο παιδιατρικό να μείνω για να με παρακολουθούν. Πάω εγώ, κάθομαι εκεί στο κρεβάτι μου στο δωματιάκι μου, η Μαρίνα (φίλη της κατηγορούμενης), εγώ και η μαμά. Η μαμά σε κάποια στιγμή μου λέει θα πάει στο περίπτερο του νοσοκομείου για να πάρει καφέδες και τυρόπιτα για να φάω. Πάει η μαμά, φεύγει, η Μαρίνα πήγε τουαλέτα η φίλη της μαμας....Όταν έφυγε η μαμά, τότε άκουσα να μου λέει κάποιος «Μηνά Μηνά». Εγώ ήμουν μόνος. Μου λέει «Μηνά έλα να σου πω κάτι», νόμιζα ήταν ο πατέρας μου και φεύγω εγώ και γρήγορα πάω στο τηλέφωνο, βλέπω έξω και μου λέει η νοσοκόμα είναι ο μπαμπάς σου στο τηλέφωνο να του μιλήσεις. Του μιλώ εγώ και τελειώνει εκεί.»

Ο συνολικός χρόνος που ο ανήλικος έμεινε μόνος του μέχρι να επιστρέψει η κατηγορούμενη, ήταν περί τα 30-40 λεπτά, εκ των οποίων τα 10 αφορούσαν στη τηλεφωνική συνομιλία του παραπονούμενου με τη νοσοκόμα και τον ανήλικο.

 

Μετά το πέρας της υπόθεσης για τον παραπονούμενο υπεβλήθει από την υπεράσπιση ότι δεν απεδείχθει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η εισήγηση του κ. Πιττάτζιη εδράζεται στους πιο κάτω άξονες:

 

Α) Ουδόλως νομιμοποιείται ο παραπονούμενος να εγείρει και να προωθεί την παρούσα ως ιδιωτική ποινική υπόθεση και αυτό στη βάση των γνωστών αρχών που διέπουν το εν λόγω δικαίωμα του πολίτη. (βλ.Ttofinis v. Theocharides and Another (1983) 2 CLR 363 και μεταγενέστερη νομολογία που την υιοθέτησε)

 

Β) Το ισχυριζόμενο περιστατικό, αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας, ουδόλως συνιστά περιστατικό για το οποίο δύναται να εφαρμοστεί το αρ.35Α N.119(I)/2000και αυτό γιατί όχι μόνο ο σκοπός του εν λόγω άρθρου είναι παντελώς άσχετος με τέτοια σύνηθη περιστατικά της καθημερινότητας, ήτοι δύο ανήλικα αδέρφια και δη αγόρια να τσακώνονται, αλλά και γιατί ουδόλως καταδείχθηκε ότι «περιήλθε σε γνώση» της κατηγορούμενης περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας ως απαιτεί ο Νόμος.

 

Γ) Ως προς τη δεύτερη κατηγορία, απουσιάζει παντελώς μαρτυρία προς στοιχειοθέτηση του συστατικού στοιχείου της «εγκατάλειψης κατά τρόπο που δύναται να προκαλέσει αχρείαστη ταλαιπωρία ή τραυματισμό - unnecessary suffering or injury to health» – ως αναφέρεται στο αρ.54 Κεφ.352. Τα όσα προκύπτουν από τη μαρτυρία, δείχνουν, σύμφωνα με τον κ. Πιττάτζιη, ότι το μόνο που έκαμε η κατηγορούμενη, ήταν να αφήσει τον ανήλικο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, υπό τη φροντίδα και επίβλεψη των γιατρών και των νοσοκόμων του Νοσοκομείου Αμμοχώστου, όπου ο τελευταίος είχε εισαχθεί για νοσηλεία, για να του φέρει κάτι να φάει. Ούτε «εγκατάλειψη» εν τη εννοία του Νόμου καταδείχθηκε αλλά ούτε και τo απαιτούμενο «unnecessary suffering or injury to health», υποστήριξε ο κ. Πιττάτζιης, ο οποίος τόνισε εμφατικά το αδιανόητο, κατά τη γνώμη του, να θεωρεί κάποιος ότι το να αφήσεις κάποιο στο νοσοκομείο για νοσηλεία, συνεπάγεται έκθεση σε κίνδυνο για την υγεία και σωματική ακεραιότητα.

 

Στον αντίποδα, ο κ. Πόλεως, απέρριψε τις εισηγήσεις του συναδέλφου του υποστηρίζοντας κατ’ αρχή, ότι η κηδεμονευτική ιδιότητα που έχει ο πατέρας του ανήλικου του δίνει κάθε δικαίωμα και αυτό σχεδόν αποκλειστικά, να καταχωρεί και να προωθεί την παρούσα ιδιωτική ποινική υπόθεση αφού στην ουσία είναι τα δικαιώματα του κηδεμόνα πατέρα που έχουν επηρεαστεί από την ισχυριζόμενη αξιόποινη συμπεριφορά της κατηγορούμενης. Κατά δεύτερο, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος, από την προσκομισθείσα μαρτυρία, έχουν καταδειχθεί όλα εκείνα που απαιτούνται για να κληθεί, στο παρόν στάδιο, η κατηγορούμενη σε απολογία, σε σχέση με τα αδικήματα που της καταλογίζονται.

 

Εξέτασα με προσοχή το σύνολο των εκατέρωθεν θέσεων.

 

Οι αρχές που διέπουν το θέμα απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης,  είναι πολύ καλά γνωστές και δεν προτίθεμαι να της επαναλάβω.  Παραπέμπω ενδεικτικά στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Στέφανου Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, In Re Kakos (1985) 1 CL.R. 250 και Azinas and Another v. Police, (1981) 2 CL.R. 9,  ως επίσης και στη Δικαστική Πρακτική του 1962.

 

Θεωρώ ορθό και αυτό ως εκ της φύσης του, να εξετάσω πρώτα την εισήγηση περί μη νομιμοποίησης του παραπονούμενου να καταχωρεί και να προωθεί την παρούσα ιδιωτική ποινική υπόθεση στην βάση των αρ.35Α N.119(I)/2000και αρ.54 Κεφ.352 καθώς και κατά πόσο τα εν λόγω αδικήματα δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιωτικής ποινικής δίωξης.

 

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ

 

Τις αρχές που οριοθετούν το πλαίσιο άσκησης του εν λόγω δικαιώματος είχα την ευκαιρία να τις εξετάσω σε βάθος στην υπόθεση Αριστείδου ν Ιωάννου, Αρ.Υπόθ. Ε.Δ.Λ/σου 8735/14, απόφαση ημερ. 1 Ιουλίου 2016.

 

Από την έρευνα που διεξήγαγα τόσο στην κυπριακή όσο και στην αγγλική νομολογία επί του θέματος, (βλ. μεταξύ άλλων Ttofinis ανωτέρω, ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΤΡΥΦΩΝΟΣ, Ποινική ECLI:CY:AD:2016:D208, Αίτηση Αρ. 15/2015, 18/4/2016 (Γιασεμής Δ), Κλεάνθης Δημοσθένους ν. Τύχωνα Τύχωνος, Ποιν. Εφ. Αρ. 153/2011, ημερ. 16.1.2013 (Χατζηχαμπή Π., Ερωτοκρίτου Δ., Παναγή Δ.), ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ν. ΣΑΒΒΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 194/2013, 2/12/2014 (Νικολάτος Π., Παρπαρίνος Δ., Λιάτσος Δ), Gouriet v. Union of Post Office Workers and Others [1977] 3 All E.R., 70, 97 H.L και London Borough of Southwark v. Williams, [1971] 2 All E.R. 175, 179 και η νομολογία στην οποία οι εν λόγω αυθεντίες παραπέμπουν) κατέληξα στα εξής συμπεράσματα:

 

Oι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την έγκυρη άσκηση του δικαιώματος καταχώρησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, συνοψίζονται ως ακολούθως:

Α) Πρέπει να καταδειχθεί ότι το επηρεαζόμενο δικαίωμα εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου συμφέροντος.

Παρεμβάλλω εδώ τα αδικήματα για τα οποία η «αρμόδια αρχή» έχει σιωπηρά συγκατατεθεί στην ιδιωτική δίωξη τους. (βλ. σχ. αδικήματα στη βάση του Κεφ.96 ή του αρ.305Α Κεφ.154 – σημειώνω εδώ ότι το αδίκημα του αρ.305Α εισήχθη στο Κεφ.154 to 1997, μετά δηλαδή την Ttofinis και την νομολογία που ακολούθησε).

Β) Πρέπει να υπάρχει τέτοιος άμεσος επηρεασμός του δικαιώματος ώστε με τη συγκεκριμένη παράνομη πράξη τα δικαιώματα κάποιου, του παρανομούντος, να εκτείνονται εις βάρος τρίτων προσώπων κατά τρόπο που να παρατηρείται πλέον σφετερισμός και οικειοποίηση των νόμιμων δικαιωμάτων των τρίτων αυτών προσώπων.

Για σκοπούς πληρότητας παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την Αριστείδου ν Ιωάννου πιο πάνω το οποίο και υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας:

«Όπως ορθά αμφότεροι οι συνήγοροι αναγνώρισαν, το θέμα που εγείρεται είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το δικαίωμα καταχώρησης ποινικής δίωξης από ιδιώτη, όπως το δικαίωμα αυτό αναγνωρίστηκε στην υπόθεση, Ttofinis ανωτέρω, όπου σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Lord Diplock στην αγγλική απόφαση Gouriet v. Union of Post Office Workers and Others [1977] 3 All E.R., 70, 97 H.L., αναφέρθηκε με επιδοκιμασία. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την Ttofinis:

 

«In the words of Lord Diplock in Gouriet v. Union of Post Office Workers [1977] 3 All E.R. 70, 97 (HL), "it exists and is a useful constitutional safeguard against capricious, corrupt or biased failure or refusal of those authorities to prosecute offenders against the criminal law".»

 

Η απόφαση στην Ttofinis όμως, δεν περιορίστηκε στο πιο πάνω απόσπασμα ήτοι στο ότι το δικαίωμα ιδιώτη να ασκήσει ποινική δίωξη υπάρχει για την περίπτωση όπου μια ασύδοτη αρχή, ενώ έχει την ευθύνη για τη δίωξη ενός παραβάτη του ποινικού δικαίου, εντούτοις αδικαιολόγητα παραλείπει να ενεργήσει αναλόγως. (βλ. ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΤΡΥΦΩΝΟΣ, Ποινική ECLI:CY:AD:2016:D208, Αίτηση Αρ. 15/2015, 18/4/2016 Γιασεμής Δ).

 

Όπως επισημάνθηκε στην Κλεάνθης Δημοσθένους ν. Τύχωνα Τύχωνος, Ποιν. Εφ. Αρ. 153/2011, ημερ. 16.1.2013 (Χατζηχαμπή Π., Ερωτοκρίτου Δ., Παναγή Δ.0 και επαναλήφθηκε στην ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ν. ΣΑΒΒΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 194/2013, 2/12/2014 (Νικολάτος Π., Παρπαρίνος Δ., Λιάτσος Δ) στην Ttofinis το Δικαστήριο προχώρησε και εξήγησε ότι «...το δικαίωμα ενός πολίτη να εγείρει ποινική δίωξη ... πηγάζει από το αγγλικό κοινοδίκαιο το οποίο εφαρμόζεται στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα, με βάση το άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960. Τονίστηκε (στην Ttofinis) ότι καμιά πρόνοια του Συντάγματος δεν έχει εξουδετερώσει τα ισχύοντα στο κοινοδίκαιο για το δικαίωμα του πολίτη να εγείρει ιδιωτική ποινική. Όπως εξηγήθηκε από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, το δικαίωμα δεν το έχει κάθε πολίτης, αλλά μόνο όταν τα δικαιώματα του επηρεάζονται από μια παράνομη πράξη ... το δικαίωμα ενυπάρχει όπου διαπιστώνεται βλάβη στα δικαιώματα του θύματος από ποινική πράξη.  Όπως εξηγήθηκε με αναφορά στη Ttofinis, «ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους».

Οι αρχές της Ttofinis έτυχαν αντικείμενο εξέτασης σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ενδεικτικά παραπέμπω στις Hogg ν. Παπαδοπούλου, (1992) 2 Α.Α.Δ. 36, Xαραλαμπίδης Mιχάλης ν. Nικόλαου Kωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522, KALIA ν. LAMBROU, (1985) 2 Α.Α.Δ. 217, Aίπεια Λτδ ν. Sirocco Estates Co Ltd και Άλλων, (1997) 2 Α.Α.Δ. 434 καθώς και Τύχωνος και πολύ πρόσφατα Τρύφωνος ανωτέρω.

Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω υποθέσεις, δεν είναι πάντα που νομιμοποιείται ο παραπονούμενος να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική υπόθεση. Το εν λόγω δικαίωμα του δεν είναι απόλυτο. Περιορίζεται εκεί όπου παρατηρείται άμεσος επηρεασμός των δικαιωμάτων του υπό «την έννοια ότι με συγκεκριμένη παράνομη πράξη τα δικαιώματα κάποιου, του παρανομούντος, εκτείνονται εις βάρος τρίτων προσώπων κατά τρόπο που να παρατηρείται πλέον σφετερισμός και οικειοποίηση των νόμιμων δικαιωμάτων των τρίτων αυτών προσώπων.» (βλ. Ευαγγέλου ανωτέρω). Να σημειωθεί ότι η φράση «άμεσος επηρεασμός» τέθηκε στην ορθή της διάσταση στην απόφαση Ευαγγέλου, όπως η φράση αυτή είχε διατυπωθεί αρχικά στην Ttofinis, ήτοι «direct encroachment».

Όμως τα όρια εντός των οποίων δύναται να ασκηθεί το συγκεκριμένο δικαίωμα δεν εξαντλούνται στα πιο πάνω. Αντίθετα, υπάρχει και μια άλλη, πιο ευρεία διάσταση του θέματος, το κατά πόσο είναι δυνατό όλα τα αδικήματα να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιωτικής ποινικής δίωξης απλά και μόνο επειδή κάποιο προσωπικό δικαίωμα του πολίτη-παραπονούμενου φαίνεται να έχει επηρεασθεί.

Στην Ttofinis, ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ήταν τότε, μ. Τριανταφυλλίδης, με αναφορά στην υπόθεση London Borough of Southwark v. Williams, [1971] 2 All E.R. 175, 179, επεσήμανε ότι, οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η Νομοθεσία, μπορούν, κατά κανόνα, να εφαρμόζονται (enforced), μόνο στα πλαίσια διαδικασιών που εγείρουν οι «αρμόδιες αρχές» και όχι στα πλαίσια ιδιωτικών ποινικών διώξεων. Είναι σε εξαιρετικές περιπτώσεις (exceptionally), που ιδιώτης κατήγορος μπορεί να καταφύγει στην ποινική διαδικασία.

Κατ’ αρχή σημειώνω ότι η απόφαση Gouriet, από την οποία το κυπριακό Εφετείο άντλησε καθοδήγηση στην υπόθεση Ttoffinis, αφορούσε αστικής φύσεως υπόθεση και συγκεκριμένα αίτηση για έκδοση διατάγματος που να απαγορεύει στην Συντεχνία των Ταχυδρομικών Υπαλλήλων από του διαπράξουν ποινικό αδίκημα ήτοι να μποϋκοτάρουν την αλληλογραφία με τη Νότιο Αφρική, ως οι τελευταίοι ανακοίνωσαν στον Τύπο, ότι θα πράξουν.

Ο αιτητής αποτάθηκε αρχικά στον Γενικό Εισαγγελέα ζητώντας συγκατάθεση για καταχώρηση της λεγόμενης «relator action for an injunction», διαδικασία η οποία εγείρεται στο όνομα του Γενικού Εισαγγελέα «on the relation of individuals» με σκοπό την διεκδίκηση ενός δημόσιου δικαιώματος/συμφέροντος. Η συγκατάθεση ζητήθηκε γιατί τέτοιου είδους διαδικασίες εγείρονται αποκλειστικά από τον Γενικό Εισαγγελέα.

Ο Γενικός Εισαγγελέας αρνήθηκε να δώσει την συγκατάθεση του, οπόταν και ο αιτητής καταχώρησε κλητήριο ένταλμα στο όνομα του και επιχείρησε να εξασφαλίσει το σχετικό διάταγμα, αίτημα όμως που απορρίφθηκε ένεκα της απουσίας συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα. Ο αιτητής εφεσίβαλε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και το αγγλικό εφετείο (Court of Appeal) αποφάσισε:

Κατά πλειοψηφία ότι

Α) Το Δικαστήριο στερείται εξουσίας να αναθεωρήσει τους λόγους για τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έδωσε την συγκατάθεση του εφόσον αυτό είναι αποκλειστικό προνόμιο του τελευταίου και η άσκηση του προνομίου αυτού δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

Β)    Από τη στιγμή που ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έδωσε τη συγκατάθεση του, ο αιτητής δεν δικαιούτο στο απαγορευτικό διάταγμα που ζητούσε

Και ομόφωνα ότι

Γ) Παρά το Β ανωτέρω, ο αιτητής δικαιούτο σε δηλωτική απόφαση ότι παρά την απουσία συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα, αυτός δικαιούτο να προχωρήσει με την αγωγή του.

Ο αιτητής εφεσίβαλε την απόφαση του Εφετείου, στη Βουλή των Λόρδων αναφορικά με το Α και Β ανωτέρω, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας, στον οποίο δόθηκε άδεια να εμφανιστεί όπως και η Συντεχνία καταχώρησαν έφεση ως προς το Γ.

Ενώπιον της Βουλής των Λόρδων εγκαταλείφθηκε η έφεση ως προς το Α, με συνέπεια να επιβεβαιωθεί η αρχή ότι ο τρόπος με τον οποίο ασκεί τις εξουσίες του ο Γενικός Εισαγγελέας δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε δικαστικό έλεγχο, αρχή που υιοθετήθηκε πέντε χρόνια αργότερα  στην κυπριακή νομολογία στην υπόθεση,  POLICE ν. ATHIENITIS, (1983) 2 Α.Α.Δ. 194.

Τα υπό στοιχεία Β και Γ ανωτέρω σημεία που απέμειναν για εξέταση από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων, περιστράφηκαν γύρω από τον τρόπο με τον οποίο δύναται να προστατευθεί το δημόσιο συμφέρον σε αντιδιαστολή με το ιδιωτικό συμφέρον. Το κρίσιμο ερώτημα στην Gouriet ήταν επομένως κατά πόσο ένας ιδιώτης μπορεί να εγείρει διαδικασίες που αποσκοπούν στην προώθηση ή προστασία ενός δημόσιου συμφέροντος, εξουσία που κατά κανόνα ανήκει στον Γενικό Εισαγγελέα.

Είναι στα πλαίσια του συγκεκριμένου ζητήματος που λέχθηκαν από τον Λόρδο Diplock τα όσα αναφέρθηκαν με επιδοκιμασία στην Ttofinis, και αυτά ως πρόλογος στην απόφασης του, για να καταλήξει ότι:

«... there is no authority that the court has jurisdiction at the suit of a private individual as plaintiff to make declarations of public rights as distinct from rights in private law to which the plaintiff claims to be entitled. The court has jurisdiction to declare public rights but only at the suit of the Attorney-General ex officio or ex relatione, since as my noble and learned friends Lord Wilberforce and Viscount Dilhorne have demonstrated he is the only person who is recognised by public law as entitled to represent the public in a court of justice.»

Σε ελεύθερη μετάφραση

«...δεν υπάρχει οποιαδήποτε αυθεντία ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, στα πλαίσια αγωγής από ιδιώτη ως παραπονούμενο, να προβεί σε δηλώσεις αναφορικά με δημόσια δικαιώματα ως ξεχωριστά από τα δικαιώματα στο ιδιωτικό δίκαιο που ο παραπονούμενος ισχυρίζεται ότι δικαιούται. Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να δηλώνει δημόσια δικαιώματα αλλά μόνο στα πλαίσια αγωγής που καταχωρείται από τον Γενικό Εισαγγελέα είτε  ex officio or ex relatione, αφού όπως υπέδειξαν οι ευγενείς και ευπαίδευτοι φίλοι μου Lord Wilberforce and Viscount Dilhorne, είναι ο μόνος που αναγνωρίζεται από το δημόσιο δίκαιο να δικαιούται να εκπροσωπεί το δημόσιο ενώπιον δικαστηρίου».

Όπως διευκρινίζει στην απόφαση του, ο Λόρδος Diplock, τα ιδιωτικά (προσωπικά) δικαιώματα ενός πολίτη, αν έχουν επηρεαστεί, είναι θέμα αστικής/ιδιωτικής (civil) φύσεως και η εκδίκαση τους εμπίπτει στην αστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Η δίωξη όμως σε σχέση με το δημόσιο συμφέρον και η εκπροσώπηση του δημοσίου σε δικαστικές διαδικασίες εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα και όχι του οποιουδήποτε ιδιώτη. Αν ένας ιδιώτης αισθάνεται ότι έχει επηρεαστεί δυσμενώς από τέτοια αξιόποινη συμπεριφορά τότε μπορεί να αποταθεί για την ανάλογη θεραπεία στα αστικά Δικαστήρια.

«...the jurisdiction of a civil court to grant remedies in private law is confined to the grant of remedies to litigants whose rights in private law have been infringed or are threatened with infringement. To extend that jurisdiction to the grant of remedies for unlawful conduct which does not infringe any rights of the plaintiff in private law, is to move out of the field of private into that of public law with which analogies may be deceptive and where different principles apply.»

Ο Λόρδος Wilberforce, στην δική του απόφαση, με την οποία ο Λόρδος Diplock συμφώνησε, θέτει το θέμα ακόμη πιο ξεκάθαρα. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφαση:

«It can properly be said to be a fundamental principle of English law that private rights can be asserted by individuals, but that public rights can only be asserted by the Attorney-General as representing the public. In terms of constitutional law, the rights of the public are vested in the Crown, and the Attorney-General enforces them as an officer of the Crown. And just as the Attorney-General has in general no power to interfere with the assertion of private rights, so in general no private person has the right of representing the public in the assertion of public rights. If he tries to do so his action can be struck out.

An appeal was made to the Year Books to controvert this universally accepted proposition. Examples can be found of cases, in early times, where subjects were allowed to assert in the courts rights of the Crown …  they were not cases of individuals asserting rights belonging to the public. No instance of this could be brought forward, whether in ancient or modern times

….

I will cite one of many in which the contrary has been affirmed. In the Stockport District Waterworks Co. v. The Mayor, etc., of Manchester (1863) 9 Jurist N.S. 266 Lord Westbury L.C. said this:

"... those are a few of the reasons which might be assigned, showing how desirable it is not to allow any private individual to usurp the right of representing the public interest. The only arguments which I am disposed accept from those which I have heard today, are arguments founded
upon the public interest, and the general advantage of restraining an incorporated company within its proper sphere of action. But, in the present case, the transgression of those limits inflicts no private wrong upon these plaintiffs ; and although the plaintiffs, in common with the rest of the Public, might be interested in the larger view of the question, yet the “constitution” of the country has wisely intrusted the privilege with a public " officer, and has not allowed it to be usurped by a private individual ".

That it is the exclusive right of the Attorney-General to represent the public interest—even where individuals might be interested in a larger view of the matter—is not technical, not procedural, not fictional. It is constitutional.
I agree with Lord Westbury that it is also wise.

...

More than in any other field of public rights, the decision to be taken before embarking on a claim for injunctive relief, involving as it does the interests of the public over a broad horizon, is a decision which the Attorney-General alone is suited to make (see Attorney-General v. Bastow U.S.).

...

The decisions to be made as to the public interest are not such as courts are fitted or equipped to make. … Judges are equipped to find legal rights and administer, on well-known principles, discretionary remedies. These matters are widely outside those areas»

Από τα πιο πάνω, προκύπτει με σαφήνεια, η αρχή που διατυπώθηκε στην Gouriet ήτοι ότι το δικαίωμα ενός ιδιώτη να προχωρεί με ιδιωτικές διώξεις, αστικής αλλά ειδικότερα ποινικής φύσης, εξαρτάται πρωτίστως από το δικαίωμα στο οποίο αφορά η διαδικασία. Αν το δικαίωμα είναι ιδιωτικής φύσεως και αφορά στην διεκδίκηση ιδιωτικών (προσωπικών) δικαιωμάτων τότε ο ιδιώτης μπορεί να ζητήσει από μόνος του τη βοήθεια των Δικαστηρίων. Αν όμως το δικαίωμα εμπίπτει στη σφαίρα των δικαιωμάτων του κοινού γενικά, τότε, έστω και αν το θέμα ενδιαφέρει και τον παραπονούμενο, ως ένα μέλος του δημοσίου (although the plaintiffs, in common with the rest of the Public, might be interested in the larger view of the question), η εξουσία διεκδίκησης του δικαιώματος ανήκει αποκλειστικά στον Γενικό Εισαγγελέα, ως το πρόσωπο που το Σύνταγμα, σοφά, εμπιστεύτηκε για το καθήκον τούτο. Όπως δεν επιτρέπεται στον Γενικό Εισαγγελέα να επεμβεί στις ιδιωτικές αστικές διαφορές έτσι και οι ιδιώτες δεν μπορούν να επεμβούν στην αποκλειστική εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να εκπροσωπεί το δημόσιο συμφέρον.

Στη βάση των ανωτέρω, οι εφέσεις του κ. Gouriet απορρίφθηκαν, αφού αυτό που επιχειρούσε να πράξει ο τελευταίος, ήταν ακριβώς η διεκδίκηση ενός δημόσιου συμφέροντος υπό την πρόφαση ότι αυτός, εμπίπτει εντός των προσώπων που επηρεάζονται από την ισχυριζόμενη παραβίαση του Νόμου κάτι που προφανώς, δεν νομιμοποιείτο να πράξει. Οι δε εφέσεις του Γενικού Εισαγγελέα και της Συντεχνίας επιτράπηκαν. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Wilberforce

«The individual, in such situations, who wishes to see the law enforced has a remedy of his own: he can bring a private prosecution. This historical right which goes right back to the earliest days of our legal system, though rarely exercised in relation to indictable offences, and though ultimately liable to be controlled by the Attorney-General (by taking over the prosecution and, if he thinks fit, entering a nolle prosequi) remains a valuable constitutional safeguard against inertia or partiality on the part of authority. This is the true enforcement process and it must be clear that an assertion of a right to invoke it is of no help to Mr. Gouriet here. His case is not based on the committal of offence plus a refusal to prosecute, it is based on a right to take preventive action in a civil court which could have been taken but was not taken by the Attorney-General in relator proceedings»

Η πιο πάνω αρχή βρίσκεται σε πλήρη αρμονία και με όλη την κυπριακή Νομολογία επί του θέματος την οποία έχω παραθέσει ανωτέρω. Ειδική όμως αναφορά μπορεί να γίνει σε δύο υποθέσεις.

Η μια είναι η υπόθεση Ευαγγέλου ανωτέρω, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία η ιδιωτική ποινική δίωξη που καταχώρησε ο παραπονούμενος απορρίφθηκε. Αναφέρθηκαν τα εξής υπό Λιάτσο Δ.

«Τα όσα με ικανή προσπάθεια επιχείρησε να θέσει ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα προκειμένου να τεκμηριώσει νομιμοποίηση καταχώρησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, δεν είναι αρκετά για να καταδείξουν άμεσο επηρεασμό των περιουσιακών δικαιωμάτων του Εφεσείοντα, στην έκταση που αυτό είναι καθοριστικό για σκοπούς ενεργοποίησης του δικαιώματος ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Δεν εντοπίζεται, δηλαδή, σφετερισμός των νόμιμων δικαιωμάτων του Εφεσείοντα ως αποτέλεσμα της παρανομίας που διαπράχθηκε σε σχέση με τις επίδικες οικοδομές.»

Η άλλη είναι η πρόσφατη απόφαση Τρύφωνος (ανωτέρω). Σε εκείνη την υπόθεση, η οποία αν και απόφαση πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι εντούτοις πειστικής αξίας (persuasive value) (βλ. Αναφορικά με την αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την έκδοση του Victor Nicolaevich Makushin (Αρ. 1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 20), ο Γιασεμής Δ, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εγκρίνει κατηγορητήριο ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης σε σχέση με το αδίκημα της ψευδορκίας, αφού, μεταξύ άλλων, ο Γενικός Εισαγγελέας και όχι παραπονούμενος ήταν ο μόνος αρμόδιος για να καταχωρήσει τέτοια δίωξη,  ανέφερε τα εξής:

«Αναμφίβολα, με δεδομένα τα πιο πάνω, αποτελεί βασικό αξίωμα ο παραβάτης του νόμου να λογοδοτεί στη δικαιοσύνη, για προστασία της κοινωνίας από την παρανομία.  Παρεπόμενο του αξιώματος αυτού είναι η ανάγκη εξασφάλισης, στο μέτρο του δυνατού, της ορθής παρουσίασης στο δικαστήριο μιας ποινικής υπόθεσης, η οποία καταχωρείται προς εκδίκαση, κυρίως, προς το σκοπό διασφάλισης της αρχής της δίκαιης δίκης, αλλά και για να μην καταστεί ατελέσφορη η εκδίκασή της, λόγω πλημμελών χειρισμών του οποιουδήποτε αναλαμβάνει, σε σχέση με αυτήν, το ρόλο του κατηγόρου.  Είναι δε αναγνωρισμένο πως, σε καλύτερη θέση να ενεργεί, ως ανωτέρω, βρίσκεται η Υπηρεσία της οποίας προΐσταται ο Γενικός Εισαγγελέας και οι εντεταλμένοι από αυτό δημόσιοι κατήγοροι, αφού προηγηθεί η διερεύνηση της υπόθεσης από αρμόδιες υπηρεσίες της Αστυνομίας, ή άλλες εντεταλμένες για το σκοπό αυτό Υπηρεσίες του Δημοσίου.

Επομένως, αν, στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει υποψία για διάπραξη του, ομολογουμένως, σοβαρού αδικήματος της ψευδορκίας, τότε ο αιτητής οφείλει να προβεί σε καταγγελία προς την Αστυνομία, ως η υπόδειξη του Γενικού Εισαγγελέα,  η οποία, καθηκόντως, θα την διερευνήσει και, σε περίπτωση που αυτή είναι βάσιμη, θα καταχωρίσει κατηγορητήριο εναντίον παντός εμπλεκομένου στη διάπραξη του υπό αναφορά αδικήματος.... 

΄Οσον αφορά το θέμα του προσωπικού συμφέροντος του αιτητή, αν  οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα κατηγορηθούν, στη βάση καταγγελίας του, και η σχετική κατηγορία γίνει, τελικώς, αποδεκτή από το δικαστήριο και το αδίκημα αποδειχθεί, τότε, ασφαλώς, θα δικαιωθεί και ο ίδιος, αφού, ενδεχόμενη κατάληξη της κατηγορίας, ως ανωτέρω, θα ανοίξει το δρόμο για τη διόρθωση των πραγμάτων, όσον αφορά την υπόθεσή του. Για τους λόγους, όμως, που έχουν προηγουμένως εξηγηθεί, διαπιστώνεται ότι αυτός δεν είναι, στην προκειμένη περίπτωση, το κατάλληλο πρόσωπο να προβεί στην καταχώριση του συγκεκριμένου κατηγορητηρίου.»

Να σημειωθεί ότι στην Αγγλία, αντίθετα με την Κύπρο, (όπως επισημάνθηκε και στην Τρύφωνος), το δικαίωμα έχει, από το 1985, μετά την απόφαση Gouriet, λάβει πλέον νομοθετική ρύθμιση (βλ. Ss 6(1) και 7  of the Prosecution of Offences Act 1985, Stone's Justices' Manual , 136th ed (2004), Legal Services Act 2007 και ειδικότερα το Crown Prosecution Service - Prosecution Policy and Guidance 2013- Private Prosecutions, και τη σχετική μετά 1985 αγγλική νομολογία – ο «άμεσος επηρεασμός δικαιωμάτων» δεν είναι πλέον επιτακτική προϋπόθεση πρέπει όμως να πληρούνται τα Crown Prosecution Service Guidelines (Full Code Test - κριτήρια επαρκούς μαρτυρίας, δημοσίου συμφέροντος, κατάχρηση κλπ – ενώ υπάρχει επίσης η δυνατότητα των Δικαστηρίων να αποστέλλουν έκθεση στο CPS αν η περίπτωση το απαιτεί), ρύθμιση η οποία όμως δεν έγινε και δεν εφαρμόζεται στην Κύπρο όπου το εφαρμοστέο δίκαιο, το οποίο πηγάζει αποκλειστικά από την κυπριακή νομολογία και το Σύνταγμα, έθεσε τις δικές του αρχές, (βλ. Ttofinis κλπ).[1]

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο τα αδικήματα αντικείμενο των κατηγοριών που αντιμετωπίζει η κατηγορούμενη στην παρούσα υπόθεση μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιωτικής ποινικής δίωξης ως επίσης και κατά πόσο ο παραπονούμενος νομιμοποιείται στην καταχώρηση και προώθηση της παρούσας.

ΑΡ.35Α N.119(I)/2000– ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΠΟΛΙΤΗ ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ (ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ) ΒΙΑΣ[2]

 

Οι πρόνοιες του εν λόγω άρθρου, οι οποίες εισήχθηκαν κατόπιν τροποποίησης του Νόμου με το Ν.212(I)/2004, αιτιολογούνται στην σχετική αιτιολογική έκθεση του τροποποιητικού νόμου, ως αναγκαίες και αυτό κατόπιν εισηγήσεων των φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών, που εφαρμόζουν στην πράξη τη νομοθεσία αυτή, για την αναπροσαρμογή της νομοθεσίας «με τα σημερινά δεδομένα, την ενσωμάτωση σ’ αυτήν τροπολογιών που αποδείχθηκαν αναγκαίες, από τη μέχρι τώρα πρακτική εφαρμογή του νόμου για σκοπούς καλύτερης προστασίας των θυμάτων αυτών

 

Για μια ενδιαφέρουσα ανάλυση των σχετικών εισηγήσεων και απόψεων των αρμόδιων φορέων, επισημαίνω τα όσα ενδιαφέροντα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στον Ενημερωτικό Οδηγό της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας στην Οικογένεια, Έκδοση 2007 που εκδόθηκε με τη συμπαράσταση του Υπουργείου Δικαιοσύνης καθώς και στις εκθέσεις της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού οι οποίες δημοσιεύονται δυνάμει των προνοιών του Ν.74(Ι)/2007. (βλ. π.χ. «Έκθεση αναφορικά με κενά στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τον χειρισμό περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας στις οποίες εμπλέκονται παιδιά», 18 Δεκεμβρίου 2013, Αρ. Φακ.: 11.17.08.03.316 και Ετήσια Έκθεση 2012).

 

Όπως αμφότεροι οι συνήγοροι έχουν διαπιστώσει, η παρούσα, φαίνεται να αποτελεί την πρώτη φορά που κάποιος διώκεται στην Κύπρο, για το εν λόγω αδίκημα από τότε που αυτό εισήχθη στη νομοθεσία. Παρά την απουσία όμως σχετικών νομολογιακών αρχών, θεωρώ ότι το υπό εξέταση ζήτημα είναι εύκολο να απαντηθεί.

 

Η ποινικοποίηση της «παράλειψης υποβολής καταγγελίας» έχει τις ρίζες της στο παλιό αδίκημα του κοινοδικαίου, «misprision of felony» το οποίο, στην Αγγλία καταργήθηκε με τη θέσπιση του Criminal Law Act 1967. Έναυσμα για την κατάργηση του αδικήματος αποτέλεσαν οι εισηγήσεις που προβλήθηκαν με την Έβδομη Έκθεση του Criminal Law Revision Committee, «Felonies and Misdemeanours», Cmnd. 2659 of 1965, [39-42]. Κύριος άξονας των εισηγήσεων ήταν ο προβληματισμός του κατά πόσο, σε μια μοντέρνα κοινωνία, ήταν ηθικά ή νομικά ορθό, να επιβάλλεται στους πολίτες νομική υποχρέωση και μάλιστα υπό το φόβο διάπραξης αδικήματος, καταγγελίας των συμπολιτών τους. Με άλλα λόγια κατά πόσο ένα «ηθικό ουσιαστικά» καθήκον θα έπρεπε να  ανάγεται σε θέσμιο καθήκον ιδιαίτερα ενόψει και του «οικογενειακού» στοιχείου που μπορεί να υφίσταται στις πλείστες περιπτώσεις (βλ. πχ. μέλη οικογένειας που υποπτεύονται ότι κάποιο άλλο μέλος ενδεχομένως να έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα).

 

Ένεκα των εν λόγω προβληματισμών, το αδίκημα, όπως ανέφερα, καταργήθηκε, στη θέση του όμως, σταδιακά θεσπίστηκαν διάφορα άλλα «εξειδικευμένα» αδικήματα, για να αντεπεξέλθουν στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας. Τέτοια αδικήματα «παράλειψης καταγγελίας», απαντώνται και στην Κύπρο αλλά και ανά τον υπόλοιπο κόσμο ιδιαίτερα στην νομοθεσία εναντίον του «ξεπλύματος βρώμικου χρήματος», της τρομοκρατίας κλπ. Το γιατί τέτοια αδικήματα κρίθηκαν αναγκαία είναι ευνόητο αφού στις πλείστες περιπτώσεις δεν υπάρχει άλλος τρόπος εντοπισμού και καταπολέμησης τους.

Όσον αφορά τώρα τα αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας, τα οποία χαρακτηρίζονται από παρόμοιες δυσκολίες εντοπισμού και καταπολέμησης,  η ευαισθησία αλλά και η ιδιομορφία που χαρακτηρίζει τα εν λόγω αδικήματα, έχει, από τα παλιά χρόνια, αναγνωριστεί στη νομολογία και νομοθεσία. Ενδεικτικό τούτου είναι οι πρόνοιες που αφορούν την «ικανότητα» και «εξαναγκασμό» συζύγων ως μαρτύρων σε υποθέσεις που αφορούν τέτοια βία, είτε αυτή είναι σωματική είτε σεξουαλική ή άλλως πως. (βλ. αρ.14 Κεφ.9)

 

Στο Αγγλικό δίκαιο όμως, μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει αδίκημα αντίστοιχο του αρ.35Α N.119(I)/2000και αυτό βασικά λόγω των ποικίλων αντιδράσεων στη δημιουργία ενός τόσο γενικού και ευρύτατου πεδίου εφαρμογής, τουλάχιστο, ως το αρ.35Α φαίνεται να είναι. Μάλιστα δε, ενώ είναι πλήρως κατανοητή και αντιληπτή η σημασία του, στην πρόληψη και καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας, ως επίσης και η ανάγκη για «γενική διατύπωση» του στο Νόμο, ούτως ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα, την ίδια στιγμή, εκφράζονται φόβοι ότι θα ανοίξει το δρόμο για υποβολή σωρείας αβάσιμων και αλλότριων καταγγελιών, στοιχείο, που μάλλον θα δυσχεράνει παρά θα διευκολύνει την επίλυση του όλου θέματος. Το πλησιέστερο αδίκημα στο αγγλικό δίκαιο είναι αυτό του  s.5 Domestic Violence, Crime and Victims Act 2004 που επιβάλλει ποινικό καθήκο στα ενήλικα μέλη μιας οικογένειας να λάβουν τα αναγκαία μέτρα ούτως ώστε να προστατέψουν τα ανήλικα ή τα «ευαίσθητα» ενήλικα μέλη της οικογένειας, από θάνατο ή σοβαρή σωματική βλάβη.

 

Παρόμοιο με το κυπριακό αδίκημα του αρ.35Α φαίνεται να υπάρχει στις Η.Π.Α  ως επίσης και στον Καναδά και Αυστραλία, πλην όμως στις εν λόγω δικαιοδοσίες φαίνεται πως το συγκεκριμένο αδίκημα έχει τύχει μιας πιο εκτεταμένης νομοθετικής ρύθμισης, ούτως ώστε να αφορά και να περιορίζεται αποκλειστικά στον συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο προορίζεται, προσφέροντας παράλληλα και τις αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες (βλ. π.χ το αδίκημα του «failure to disclose» στο Crimes Amendment (Protection of Children) Act 2014 της πολιτείας της Βικτώρια στην Αυστραλία όπου γίνεται μνεία σε «εύλογη πεποίθηση» και «άνευ ευλόγου αιτίας» με τους όρους αυτούς να επεξηγούνται περαιτέρω στην εν λόγω νομοθεσία.)

 

Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών όμως των αδικημάτων, περιλαμβανομένου και αυτού του αρ.35Α, είναι το γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου έχουν θεσπιστεί και το οποίο δεν είναι άλλο παρά η σχέση του κράτους με τους πολίτες του. Από τη μια το κράτος υπέχει υποχρέωση να προνοήσει για την ασφάλεια των πολιτών του και δη των ευάλωτων ομάδων της κοινωνίας όπως είναι τα παιδιά και τα ευάλωτα σε μια οικογένεια πρόσωπα και από την άλλη, η υποχρέωση των πολιτών να αποδέχονται, ως αντάλλαγμα της προστασίας αυτής, την επιβολή, κάποιων, «αυστηρών» ίσως υποχρεώσεων, που τους επιβάλλει το κράτος. Το εν λόγω καθήκον της πολιτείας όμως, το οποίο αποτελεί και αρχή δικαίου, επιβάλλει αυστηρό έλεγχο κατά την εκπλήρωση του και αυτό ένεκα του εξ’ ίσου αυστηρού σεβασμού που πρέπει να επιδεικνύεται στις προσωπικές ελευθερίες και δικαιώματα. Μπορεί η αυστηρότητα των υποχρεώσεων να αυξάνεται αναλόγως της σοβαρότητας του δημόσιου αυτού καθήκοντος, όμως ανάλογα αυξάνεται και η υποχρέωση διασφάλισης ότι ο δυσμενής επηρεασμός του πολίτη θα περιοριστεί στο εύλογα αναγκαίο.

 

Στην πρόχειρη (draft) μελέτη του «OFFENCES OF FAILURE TO REPORT: A REPRISE OF MISPRISION, ο έγκριτος νομικός Andrew Ashworth παραθέτει κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες απόψεις αναφορικά με το υπό συζήτηση θέμα, απόψεις οι οποίες αποτέλεσαν, ακόμα και σήμερα, αντικείμενο διαλέξεων και συζητήσεων μεταξύ των αγγλικών νομικών κύκλων.

 

Από τα πιο πάνω, έκδηλα προκύπτει η άρρηκτα συνδεδεμένη σχέση του αρ.35Α με το δημόσιο παρά το ιδιωτικό συμφέρον, η προάσπιση του οποίου (δημόσιου συμφέροντος), έχει εναποτεθεί από το Σύνταγμα αποκλειστικά στο Γενικό Εισαγγελέα. Και αυτό, για να μπορεί ακριβώς να διασφαλιστεί, αφ’ ενός η αποτελεσματική εφαρμογή του σκοπού του Νόμου και αφ’ ετέρου να προστατευθούν οι πολίτες από την πρόκληση δυσανάλογου δυσμενή επηρεασμού. Άλλωστε, από ανάγνωση και των υπόλοιπων προνοιών του επίμαχου Νόμου, προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η ποινική δίωξη για καθαρά αδικήματα βίας στην οικογένεια, απαιτεί την συγκατάθεση ή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα (βλ. αρ.15(4)). Αυτή η αναγκαία «εμπλοκή» του Γενικού Εισαγγελέα στη δίωξη προσώπων για το εν λόγω αδίκημα, αλλά και το καθήκον των διωκτικών αρχών να «φιλτράρουν» τις επί του προκειμένου καταγγελίες, χρησιμοποιώντας την κοινή λογική ούτως ώστε να διαπιστώσουν, πρωτίστως, κατά πόσο η περίπτωση εμπίπτει ή όχι στο πνεύμα και στους σκοπούς του Νόμου, συνιστά και το εχέγγυο της διαφύλαξης των προσωπικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. (βλ. ALFONSO RAZON MARIANO ν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 112/2014, 20/11/2015).

 

Το ότι το αδίκημα δεν γίνεται να αφήνεται στα χέρια ιδιωτών να το διώξουν ποινικά, καθίσταται ακόμη πιο έντονο αν αναλογιστεί κανείς ότι το πανομοιότυπο σχεδόν αδίκημα που έχει πρόσφατα εισαχθεί στην κυπριακή έννομη τάξη με το αρ.30 του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου Ν.91(Ι)/2014, ποινικοποιεί παράλειψη καταγγελίας για αδικήματα που επιφέρουν μέχρι και ισόβια κάθειρξη. 

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι το αδίκημα του αρ.35Α N.119(I)/2000, αφορά σε θέματα δημοσίου συμφέροντος και βρίσκεται εκτός της εμβέλειας των οποιωνδήποτε ιδιωτικών διαφορών ή δικαιωμάτων. Η κηδεμονευτική ιδιότητα του πατέρα που επικαλέστηκε ο παραπονούμενος, ουδόλως τον νομιμοποιεί στην καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης αφού τέτοια ιδιότητα, όχι μόνο δεν τον καθιστά ως πρόσωπο που επηρεάζεται άμεσα από την «συμπεριφορά» που ρυθμίζει η νομοθεσία (δεν είναι το θύμα βίας) αλλά και για τους λόγους που έχω αναφέρει πιο πάνω, το δικαίωμα δίωξης ανήκει αποκλειστικά στον Γενικό Εισαγγελέα.

Στη βάση όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι o παραπονούμενος δεν νομιμοποιείται στην καταχώρηση της παρούσας ιδιωτικής ποινικής δίωξης σε σχέση με το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας και συνεπώς αυτή η πτυχή της υπόθεσης του θα πρέπει να απορριφθεί σε αυτό το στάδιο.

Θα απέρριπτα όμως την εν λόγω κατηγορία από αυτό το στάδιο και για τους εξής πρόσθετους λόγους.

Όπως ανέφερα και ανωτέρω, αλλά και επεσήμανε και ο κ. Πόλεως, ο πραγματικός σκοπός του αρ.35Α είναι να καταγγέλλονται τα σχετικά περιστατικά ούτως ώστε να μπορούν να διερευνηθούν από τις αρμόδιες αρχές. Στην παρούσα υπόθεση η καταγγελία για την ισχυριζόμενη βία έγινε και μάλιστα σε δύο δημόσιες υπηρεσίες, στο Γραφείο Ευημερίας την αμέσως επόμενη μέρα και στην Αστυνομία μετά από δύο μέρες. Το ότι η καταγγελία έγινε από τον παραπονούμενο και όχι την κατηγορούμενη είναι άνευ σημασίας αφού το αδίκημα δεν εξαρτάται από το ποιος θα καταγγείλει πρώτος. Δεν πρόκειται δηλαδή  περί «αγώνα δρόμου» όπου μόνο ο «πρώτος» απαλλάσσεται ευθύνης και όλοι οι άλλοι καθίστανται υπόλογοι. Το ουσιαστικό είναι να εμπλακούν οι αρχές με κάποιο τρόπο και αυτό στην παρούσα υπόθεση φαίνεται να έγινε. Το τι θα προκύψει απ’ εκεί και πέρα είναι καθαρά θέμα των εν λόγω αρχών και των διαπιστώσεων τους. 

ΑΡ. 54 ΚΕΦ.352 – ΚΑΚΟΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΚΑΤΩ ΤΩΝ 16

Οι επίμαχες πρόνοιες έχουν ως εξής

«54.-(1) If any person who has attained the age of sixteen years and has the custody, charge or care of any child under that age, wilfully assaults, ill-treats, neglects, abandons or exposes him or causes or procures him to be assaulted, ill-treated, neglected, abandoned or exposed in a manner likely to cause him unnecessary suffering or injury to health (including injury to or loss of sight, or hearing, or limp or organ of the body and any mental derangement) that person shall be guilty of an offence and shall be liable to imprisonment not exceeding one year or to a fine not exceeding £1000 or to both such imprisonment and fine.

 

(2) For the purposes of this section-

 

(a) a parent or other person legally liable to maintain a child shall be deemed to have neglected him in a manner likely to cause injury to his health if he has failed to provide adequate food, clothing, medical aid or lodging for him or if, having been unable otherwise to provide such food, clothing or medical aid, he failed to take other steps to procure it;

 

(b) ....

 

(3) A person may be convicted of an offence under this section-

 

(a) notwithstanding that actual suffering or injury to health or the likelihood of actual suffering or injury to health was obviated by the action of another person;

 

Από τις προαναφερόμενες πρόνοιες του επίμαχου Νόμου, τους σχετικούς Κανονισμούς αλλά και τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, FRANGISKOS KYRIACOU ν. THE WELFARE OFFICE, (1961)1 Α.Α.Δ. 227, GEORGHIOS ALIAS KOKOS P MAKRIS PETINOS ν. THE WELFARE DEPARTMENT, (V24)1 Α.Α.Δ. 242, ANDREAS IACOVOU v. THE POLICE (1971) 2 C.L.R. 179, ΜΕΛΑΝΗ ΝΕΑΡΧΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (2004) 2 Α.Α.Δ 33) προκύπτει ξεκάθαρα το δημόσιο συμφέρον το οποίο αποσκοπεί ο νόμος να ρυθμίσει και αυτό δεν είναι άλλο από την προστασία των ανήλικων παιδιών από την κακομεταχείριση αυτών που έχουν την ευθύνη για την φροντίδα και συντήρηση τους. Ενδεικτικό τούτου είναι και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των υποθέσεων, καταχωρήθηκε και προωθήθηκε από το Γραφείο Ευημερίας που είναι και η πρώτη αρχή που εμπλέκεται σε τέτοιου είδους θέματα. Αυτό βέβαια χωρίς να ατονεί η αναγκαιότητα εμπλοκής και των σύνηθων διωκτικών αρχών ήτοι της Αστυνομίας.

 

Το ότι δεν πρόκειται περί ιδιωτικών δικαιωμάτων και δη δικαιωμάτων των γονέων προκύπτει ξεκάθαρα και από τις πρόνοιες του αρ.62 του Νόμου όπου ρητά αναφέρεται ότι ποινικά υπεύθυνος για τέτοια «κακομεταχείριση» μπορεί να είναι και ο πατέρας ενός ανήλικου, ακόμα και αν αυτός εγκατέλειψε τη συζυγική οικία ή για οποιοδήποτε λόγο δεν διαμένει με τη μητέρα και το παιδί.[3]

 

Τα όσα επικαλέστηκε ο παραπονούμενος στην παρούσα αναφορικά με την κηδεμονευτική ιδιότητα του ως μέσο νομιμοποίησης του για καταχώρηση της παρούσας, όχι μόνο δεν ευσταθούν, αλλά μάλλον τον εντάσσουν και αυτόν στην κατηγορία των ποινικά υπεύθυνων προσώπων για το ισχυριζόμενο αδίκημα. Θα ήταν επομένως παράλογο, το υπό κρίση αδίκημα να μπορεί να διωχθεί ιδιωτικά όταν ταυτόχρονα ο ιδιώτης κατήγορος θα μπορούσε να ήταν ενδεχομένως και κατηγορούμενος για το ίδιο αδίκημα.

 

Τα όσα έχω αναφέρει ανωτέρω σε σχέση με το δικαίωμα καταχώρησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, σε σχέση με το καθήκον της πολιτείας να προστατέψει τις ευάλωτες ομάδες των παιδιών, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και για το υπό εξέταση αδίκημα.

 

Κρίνω συνεπώς ότι o παραπονούμενος δεν νομιμοποιείται στην καταχώρηση της παρούσας ιδιωτικής ποινικής δίωξης ούτε σε σχέση με το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας και συνεπώς και αυτή η πτυχή της υπόθεσης του θα πρέπει να απορριφθεί σε αυτό το στάδιο.

 

Επιπρόσθετα όμως η δεύτερη κατηγορία υπόκειται σε απόρριψη από αυτό το στάδιο και για τους εξής λόγους.

 

Απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η πρόθεση εγκατάλειψης – «wilfully abandons» ή η πρόθεση παραμέλησης «wilfully neglects» - καθώς και «το ενδεχόμενο πρόκλησης βλάβης ή περιττής ταλαιπωρίας» (βλ. KOKOS·P. MAKRIS PETINOS και Νεάρχου ανωτέρω).

 

Στην παρούσα υπόθεση, η εκδοχή του παραπονούμενου, φέρει την κατηγορούμενη, να εισήγαγε τον ανήλικο στο Νοσοκομείο για νοσηλεία, να τον έθεσε δηλαδή υπό την επίβλεψη των γιατρών και των νοσοκόμων και στη συνέχεια, αφού τον μετέφερε στο νοσοκομειακό δωμάτιο που της υποδείχτηκε, να φεύγει για να πάει να του φέρει κάτι να φάει αφήνοντας τον με μια ενήλικα φίλη της η οποία πήγε στην τουαλέτα. Από την ώρα που η κατηγορούμενη έφυγε μέχρι και που επέστρεψε, παρέλευσαν περί τα 30-40 λεπτά εκ των οποίων τα 10, ο ανήλικος τα πέρασε μιλώντας με τον πατέρα του στο τηλέφωνο, στην παρουσία της νοσοκόμας η οποία είχε γνώση περί της ύπαρξης του ανήλικου ως ασθενή και γενικά  του σκοπού που ο ανήλικος ήταν εκεί.

 

Δεν θεωρώ ότι η πιο πάνω συμπεριφορά καταδεικνύει είτε την απαιτούμενη εκ προθέσεως εγκατάλειψη ή παραμέληση πόσο μάλλον το ενδεχόμενο πρόκλησης βλάβης ή περιττής ταλαιπωρίας. Όπως εύστοχα επεσήμανε ο κ. Πιττάτζιης, εάν πρόθεση του Νόμου ήταν να ποινικοποιεί την εναπόθεση ανήλικων υπό την φροντίδα των γιατρών σε ένα Νοσοκομείο, αυτό θα σήμαινε ότι όποιος γονέας φεύγει τη νύχτα από το Νοσοκομείο που νοσηλεύεται το παιδί του θα διαπράττει αδίκημα, πράγμα παράλογο αλλά και σίγουρα εκτός του σκοπού του επίμαχου Νόμου.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η παρούσα υπόθεση απορρίπτεται και η κατηγορούμενη αθωώνεται και απαλλάσσεται και από τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

 

Τέλος προτού εγκαταλείψω την απόφαση μου θα πρέπει να εκφράσω τις ευχαριστίες μου και προς τους δύο συνηγόρους οι οποίοι χειρίστηκαν με υποδειγματικό τρόπο την δια ζώσης μαρτυρία του ανήλικου μάρτυρα.

Παράλληλα όμως δεν μπορώ να μην εκφράσω τον έντονο προβληματισμό μου ως προς το ότι μια τέτοια υπόθεση έφτασε να καταχωρείται ως ιδιωτική ποινική υπόθεση και να απαιτεί μάλιστα και την εμπλοκή των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, δύο αδέρφια δηλαδή, τα οποία ουσιαστικά, βρέθηκαν να είναι «κατήγοροι» και «κατηγορούμενοι» αντίστοιχα. Θεωρώ ορθό όπως δώσω οδηγίες όπως αντίγραφο της απόφασης μου κοινοποιηθεί στο Γενικό Εισαγγελέα, για σκοπούς προβληματισμού του, αφ’ ενός σε σχέση με την ανεξέλεγκτη πλέον χρήση του δικαιώματος καταχώρησης ιδιωτικών ποινικών διώξεων και αφ’ ετέρου σε σχέση με το ενδεχόμενο περαιτέρω νομοθετικής ρύθμισης των υπό κρίση αδικημάτων.

Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας, ασκώντας τη διακριτική μου εξουσία με βάση τα αρ.167-169 Κεφ.155, διατάσσω όπως αυτά επιδικασθούν υπέρ της κατηγορούμενης και εναντίον του παραπονούμενου, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

(Υπ). …………………………………..

                                                                                      Λ. Πασχαλίδης Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

Γραμματέας

ΛΠ/ΜΚ

 

 

 

Subject: Criminal/Interim

Αναφορά: Βία στην Οικογένεια/Εγκατάλειψη ανήλικου



[1] Στην προ 1985 αγγλική έννομη τάξη φαίνεται να αναγνωρίζετο ένα γενικότερο δικαίωμα στην καταχώρηση ιδιωτικών ποινικών διώξεων σε σχέση με αδικήματα που άπτονταν του δημοσίου συμφέροντος, δικαίωμα το οποίο όμως ουσιαστικά περιορίστηκε με τη δημιουργία του θεσμού του Director of Public Prosecutions (DPP) και την μετά 1985 νομοθεσία.

[2] 35Α.  Οποιοσδήποτε παραλείπει να καταγγείλει περίπτωση βίας σε βάρος ανήλικου προσώπου ή προσώπου με σοβαρές διανοητικές ή ψυχικές ανεπάρκειες, που περιέρχεται σε γνώση του, διαπράττει αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή σε χρηματική ποινή μέχρι χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές

[3] 62. For the purposes of this Part-

(a) any person who is the parent or legal guardian of a child under the age of sixteen years or who is legally liable to maintain him shall be presumed to have the custody of him, and as between father and mother, the father shall not be deemed to have ceased to have the custody of him by reason only that he has deserted or otherwise does not reside with, the mother and the child;

(b) any person to whose charge a child under the age of sixteen years is committed by any person who has the custody of him shall be presumed to have the charge of the child;

(c) any other person having actual possession or control of a child under the age of sixteen years shall be presumed to have the care of him.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο