Kouris Dam Joint Venture κ.ά. ν. Kώστα Λουρουντζιάτη (1998) 1 ΑΑΔ 716
print
Τίτλος:
Kouris Dam Joint Venture κ.ά. ν. Kώστα Λουρουντζιάτη (1998) 1 ΑΑΔ 716

(1998) 1 ΑΑΔ 716

15 Απριλίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

KOURIS DAM JOINT VENTURE ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Eφεσείοντες-Εναγόμενοι,

v.

ΚΩΣΤΑ ΛΟΥΡΟΥΝΤΖΙΑΤΗ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9532)

 

Αποζημιώσεις — Ειδικές αποζημιώσεις — Σωματικές βλάβες — Εργοδηγός, ηλικίας 67 χρόνων, τραυματίστηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας του και δεν μπορούσε να ασκήσει την προ του ατυχήματος εργασία με αποτέλεσμα τη μείωση του μελλοντικού του εισοδήματος — Καθορισμός ειδικών αποζημιώσεων μέχρι την ημέρα της απόφασης £10.290 — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Απώλεια μελλοντικών απολαβών — Επιδίκαση σφαιρικού ποσού (£10.000) για απώλειά τους, χωρίς τη χρήση της μεθόδου του συντελεστή, παρά την ύπαρξη των στοιχείων στη μαρτυρία, που θα έδιναν το συντελεστή και θα διευκόλυνε το Δικαστήριο να καταλήξει σε ακριβή υπολογισμό της απώλειας των μελλοντικών απολαβών — Το Δικαστήριο θα πρέπει να καταφεύγει στην επιδίκαση κατ’ αποκοπή ποσού σε σπάνιες περιπτώσεις και κατ’ έξαίρεση, όταν οι συνθήκες της υπόθεσης δεν επιτρέπουν τη χρήση της μεθόδου του συντελεστή.

Αποζημιώσεις — Προσωπικές ζημίες — Δυνατότητα κτήσης εισοδήματος — Δε σταματά στην ηλικία συνταξιοδότησης που προνοείται από τη νομοθεσία περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων — Ενάγων ηλικίας 67 χρόνων, κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης, θα δικαιούτο περαιτέρω αποζημίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή για ένα ακόμα έτος.

Αμέλεια — Απόδειξη ευθύνης εναγομένου — Ο ενάγων δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει όλες τις λεπτομέρειες αμέλειας που αναφέρει στην έκθεση απαιτήσεώς του.

Αμέλεια — Συντρέχουσα αμέλεια — Η μεγάλη πείρα του ενάγοντα στο χειρισμό του εκσκαφέα που οδηγούσε όταν έγινε το ατύχημα, δεν τον καθιστούσε υπεύθυνo συντρέχουσας αμέλειας στην πρόκληση του ατυχήματος.

Ο εφεσίβλητος - ενάγων, ο οποίος ήταν μηχανοδηγός, τραυματίστηκε ενώ εργαζόταν στον υπό ανέγερση υδατοφράκτη Κούρρη. Το ατύχημα έγινε στις 30.3.88, όταν ο εκσκαφέας που χειριζόταν, ανατράπηκε λόγω αφαίρεσης από σωρό, ύψους 7 περίπου μέτρων στο οποίο βρισκόταν ο εκσκαφέας, χώματος, που είχε γίνει εν αγνοία του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπό μορφή απώλειας μελλοντικών αποζημιώσεων το ποσό των £10.000. Η απώλεια εισοδήματος, μέχρι τις 30.9.88, είχε συμφωνηθεί στις £2.750, πριν την καταχώρηση της έκθεσης απαιτήσεως. Επίσης επεδίκασε £15.000 ως γενικές αποζημιώσεις και τόκο 6% πάνω στο ποσό αυτό από 16.2.88, ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και προς 3% επί £2.750 και πάλιν από την ίδια ημερομηνία.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πρωτόδικη απόφαση ως προς την απόδοση ευθύνης σ’ αυτούς. Εισηγήθηκαν επίσης ότι:

1. Λανθασμένα επιδικάστηκε πέραν των γενικών αποζημιώσεων, το ποσό των £10.000 ως απώλεια μελλοντικών απολαβών.

2. Λανθασμένα επιδικάστηκε τόκος από 16.2.88, ενώ η αγωγή  καταχωρήθηκε στις 16.2.89.

3. Δεν αποδείχθηκαν όλες οι λεπτομέρειες αμέλειας που αναφέρονταν στην έκθεση απαιτήσεως.

4. Δεν αποδείχθηκε ποιος αφαίρεσε χώμα από τη βάση του σορού, πότε και κάτω από ποιες συνθήκες.

5. Ο ενάγων είχε συντρέχουσα αμέλεια.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθούν όλες οι λεπτομέρειες αμέλειας της έκθεσης απαιτήσεως. Αρκεί να αποδείξει ο ενάγων ότι ο εναγόμενος, με βάση τους ισχυρισμούς του στα δικόγραφα, επέδειξε αμέλεια κάποιου βαθμού, σαν αποτέλεσμα της οποίας υπέστηκε ζημιά.

2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή του ενάγοντα μετά από λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας και δε δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση.

3. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ενάγων δεν ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας είναι ορθή, εν όψει των περιστατικών της υπόθεσης.

4. Η επιδίκαση σφαιρικού ποσού για απώλεια μελλοντικών απολαβών, χωρίς τη χρήση της μεθόδου του συντελεστή, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να καλύπτει ελλείματα στη  μαρτυρία. Αν κατά τον υπολογισμό της απώλειας των μελλοντικών εισοδημάτων, το Δικαστήριο, χωρίς ικανοποιητική μαρτυρία, κατά το μάλλον ή ήττον αυθαίρετα, επιδικάζει ποσά κατά βούληση, αναπόφευκτα θα καταλήξει σε ανασφαλή συμπεράσματα. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ο εφεσίβλητος είχε απώλεια £304 μηνιαίως ή £76 εβδομαδιαίως.

    Δοθέντος του πολλαπλασιαστέου, δηλαδή του ποσού που ο εφεσίβλητος χάνει λόγω των τραυμάτων του και της ηλικίας του, που θα μας έδινε το συντελεστή, θα ήταν πιο εύκολο για το Δικαστήριο να καταλήξει σε ακριβή υπολογισμό των μελλοντικών του εισοδημάτων.

    To ποσό όμως των £304 τον μήνα δε θα μπορούσε να θεωρηθεί από το Δικαστήριο ότι αντιπροσωπεύει την απώλεια των μελλοντικών απολαβών του ενάγοντα, γιατί στις λεπτομέρειες ειδικών ζημιών της έκθεσης απαιτήσεως αναφέρεται το χαμηλότερο ποσό των £30.- εβδομαδιαίως.

    Αφού η απώλεια εισοδήματος μέχρι τις 30.9.88 έχει συμφωνηθεί, ο ενάγων δικαιούται σε επιδίκαση της απώλειας των εισοδημάτων του από 1.10.88 μέχρι την 10.7.95, ημερομηνία της απόφασης, υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων. Το ποσό αυτό ανέρχεται σε £10.290 (343 εβδομάδες προς £30 την εβδομάδα).

5. Εν όψει του γεγονότος ότι η δυνατότητα κτήσης εισοδήματος δεν σταματά στην ηλικία συνταξιοδότησης που προνοείται από τη νομοθεσία περί κοινωνικών ασφαλίσεων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ηλικία του ενάγοντα, ο ενάγων κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης θα εδικαιούτο αποζημίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή για ακόμα ένα έτος.

    Έτσι θα του επιδικάζετο ένα περαιτέρω ποσό £1.560 για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων για περίοδο 52 εβδομάδων προς £30 την εβδομάδα. Είναι φανερό ότι το ποσό που δικαιούται είναι μεγαλύτερο από αυτό που του επιδικάστηκε. Όμως δεν χωρεί επέμβαση για αύξησή του εν όψει του ότι δεν ασκήθηκε αντέφεση.

6. Ο τόκος ο οποίος επιδικάζεται αρχίζει από 16.2.89 επί του ποσού των £15.000, αφού η εν λόγω ημερομηνία είναι η ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής και είναι προς 6% και από την ίδια ημερομηνία προς 3% ετησίως επί του ποσού των £2.750 μέχρι πλήρους εξόφλησης, όπως ήταν η πρόθεση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

    Εν όψει όλων των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται μόνο αναφορικά με τον τόκο, όπως αναφέρεται πιο πάνω. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Τα έξοδα θα βαρύνουν τους εφεσείοντες.

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.

Per Curiam: Το Δικαστήριο θα πρέπει να ξεκαθαρίζει κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατά πόσο συγκεκριμένη μαρτυρία είναι αποδεκτή ή όχι για να μη δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις από τη μια και κυρίως για να δίνεται η ευκαιρία στους διαδίκους να γνωρίζουν ποια μαρτυρία βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Ηρακλέους v. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239,

Μαυροπετρής v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66,

Poullou v. Constantinou (1973) 1 C.L.R. 177.

Έφεση.

Έφεση από τους εναγομένους κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Kορφιώτης, A.E.Δ.) που δόθηκε στις 10 Iουλίου, 1995 (Aρ. Aγωγής 761/89) με την οποία επιδικάσθηκαν στον ενάγοντα £15.000 ως γενικές αποζημιώσεις, £10.000 για απώλεια μελλοντικών απολαβών και £10.290 ως ειδικές αποζημιώσεις για τραυματισμό που υπέστηκε σε εργατικό ατύχημα.

Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσείοντες.

Κ. Χατζηπιέρας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση ασκήθηκε εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία επιδικάστηκαν στον ενάγοντα-εφεσίβλητο ειδικές και γενικές αποζημιώσεις για τον τραυματισμό που υπέστη σε εργατικό ατύχημα στην περιοχή Άλασσας, ενώ εργαζόταν στον υπό ανέγερση υδατοφράκτη Κούρρη.

Με την έφεση εγείρονται τρεις λόγοι. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες-εναγόμενοι ευθύνονται για το δυστύχημα, ότι λανθασμένα επιδικάστηκε πέραν των γενικών αποζημιώσεων το ποσό των £10.000 ως απώλεια μελλοντικών απολαβών και τέλος ότι λανθασμένα επιδικάστηκε τόκος από 16.2.1988, ενώ η αγωγή καταχωρήθηκε στις 16.2.1989.

To ατύχημα έγινε στις 30.3.1988 κατά τις 10.30 μ.μ. ύστερα από ανατροπή του εκσκαφέα που χειριζόταν ο εφεσίβλητος. Σύμφωνα με την εκδοχή που δέκτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, ο εφεσίβλητος κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν πάνω σε κεκλιμένο επίπεδο, αναμειγνύοντας χώμα με λάσπη, ετοιμάζοντας το για να χρησιμοποιηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο.

Μόλις ο εφεσίβλητος άρχισε να εργάζεται και ενώ ο εκσκαφέας βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο του σωρού, σε ύψος 7 περίπου μέτρων, λόγω αφαίρεσης από το σωρό χώματος που είχε γίνει τη αγνοία του, το χώμα υποχώρησε, με αποτέλεσμα ο εκσκαφέας να ανατραπεί.

Στην ειδοποίηση έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ενώ στην παράγραφο 7 της έκθεσης απαίτησης γίνεται αναφορά σε αριθμό αμελών πράξεων των εναγομένων οι οποίες εν πάση περιπτώσει δεν αποδείχθηκαν τελικά, το Δικαστήριο περιόρισε τις διαφορές των διαδίκων σε δύο σημεία μόνο. Δεν νομίζουμε ότι το παράπονο είναι βάσιμο. Κατ’ αρχήν ο ενάγων δεν είναι υποχρεωμένος για να επιτύχει απόδειξη της ευθύνης του εναγόμενου να αποδείξει όλες τις λεπτομέρειες αμέλειας που αναφέρει στην έκθεση απαίτησης. Αρκεί να αποδείξει ότι ο εναγόμενος, με βάση βέβαια τους ισχυρισμούς στα δικόγραφα, επέδειξε αμέλεια κάποιου βαθμού και λόγω της αμέλειας αυτής ο ενάγων υπέστη ζημιά. Πέραν τούτου δεν συμφωνούμε ότι το Δικαστήριο περιόρισε τις διαφορές των διαδίκων σε δύο μόνο σημεία. Απλώς αναφέρει ότι η μαρτυρία των διαδίκων εντοπίζεται σε δύο βασικά διαφορές, στη συνέχεια δε προχωρεί και αποδέχεται την εκδοχή του ενάγοντα, όμως με τη λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι αφαιρέθηκε χώμα από τη βάση του σωρού και ότι ο αόριστος ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι είδε μετά την ανατροπή του εκσκαφέα ότι έλειπε χώμα από το σωρό δεν ήταν αρκετός.  Δεν έχει αποδειχθεί, σύμφωνα πάντα με τους εφεσείοντες, ποιός αφαίρεσε χώμα, πότε και κάτω από ποιές συνθήκες.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία. Η μαρτυρία αυτή ήταν η κατάθεση του ίδιου του ενάγοντα και άλλων δύο μηχανοδηγών. Για λογαριασμό των εναγομένων κατέθεσε μόνο ο Νεόφυτος Χατζηγεωργίου, πολιτικός μηχανικός που εργαζόταν στο ίδιο έργο. Η μαρτυρία του ήταν θεωρητική και περιγραφική μάλλον, παρά με αναφορά στα γεγονότα. Ο μάρτυρας δεν ήταν παρών, αλλά ούτε και γνώριζε ο,τιδήποτε για το ατύχημα. Χαρακτηριστικά δήλωσε ότι η εταιρεία πληροφορήθηκε ότι έγινε το ατύχημα λίγες μέρες αργότερα. Ακόμα απέφυγε να απαντήσει σε ευθεία ερώτηση κατά πόσο μετακινήθηκε χώμα από το σωρό.

Αντίθετα η μαρτυρία τόσο του ενάγοντα, όσο και του Μ.Ε.3 Αντρέα Στυλιανού Ζίττη, επίσης μηχανοδηγού στο έργο κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο οποίος επισκέφθηκε το χώρο αμέσως μετά το δυστύχημα και είχε την ευκαιρία να δει τον ανατραπέντα εκσκαφέα αναφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο στο γεγονός της αφαίρεσης του χώματος.

Δε συμφωνούμε ότι οι ισχυρισμοί του ενάγοντα ήταν ασαφείς ή αόριστοι. Κατέθεσε καθαρά ότι μετά την πτώση του αντιλήφθηκε την αφαίρεση του χώματος, το δε κενό στο σωρό διαπιστώθηκε από ένα τουλάχιστον μάρτυρα. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέκτηκε την εκδοχή του ενάγοντα ως αληθή και δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση.

Δε συμμεριζόμαστε την άποψη ότι το Δικαστήριο επηρεάστηκε από το λαϊκισμό του Μ.Ε.3 ή από τις εκφράσεις που χρησιμοποίησε. Η όλη του μαρτυρία ήταν καθαρή και σαφής. Εξ ίσου δεν συμμεριζόμαστε τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αποδέκτηκε κάποια σχεδιαγράμματα που ετοίμασε ο ενάγων για να εξηγήσει το χώρο του δυστυχήματος. Φαίνεται ότι το Δικαστήριο κατέληξε στα συμπεράσματά του επί των γεγονότων με αναφορά στην άμεση προφορική μαρτυρία που είχε ενώπιόν του και όχι στα συγκεκριμένα σχεδιαγράμματα, τα οποία εν πάση περιπτώσει κατατέθηκαν απλώς για να βοηθηθεί το Δικαστήριο.

Βέβαια το Δικαστήριο θα πρέπει να ξεκαθαρίζει κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατά πόσο συγκεκριμένη μαρτυρία είναι αποδεκτή ή όχι, ούτως ώστε να μη δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις από τη μια και κυρίως για να δίνεται η ευκαιρία στους διάδικους να γνωρίζουν ποια μαρτυρία βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου. Όμως στην παρούσα περίπτωση δε φαίνεται να υπήρξε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός των εναγομένων.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται επίσης ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντα για ανεπαρκή φωτισμό δεν ευσταθεί, γιατί ο φωτισμός ήταν επαρκής. Με τον τρόπο που εξελίχθηκε το ατύχημα θεωρούμε ότι ο φωτισμός δεν είχε και τόση σημασία και συνεπώς η οποιαδήποτε αναφορά στην απόφαση στο φωτισμό δεν παρέχει οποιαδήποτε περιθώρια επέμβασης. Αν η αναφορά γίνεται σε σχέση με την πιθανή συντρέχουσα αμέλεια του ενάγοντα, πρόθεση που δεν είναι τόσο εμφανής στην ειδοποίηση έφεσης, και πάλιν λόγω της κατάληξης του Δικαστηρίου, ο φωτισμός δεν θα είχε και τόση σημασία, αφού η αφαίρεση του χώματος δεν μπορούσε ούτως ή άλλως να γίνει αντιληπτή από τη θέση που βρισκόταν ο εφεσίβλητος.

Οι εφεσείοντες προβάλλουν περαιτέρω τη θέση ότι το Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει σε συμπέρασμα για συντρέχουσα αμέλεια του ενάγοντα, γιατί γνώριζε τον πιθανό κίνδυνο, αφού εργαζόταν ως μηχανοδηγός για τόσα πολλά χρόνια.

Πιστεύουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων δεν είχε με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης συντρέχουσα αμέλεια. Άρχισε όπως πάντα την εργασία του προσπαθώντας να αναμίξει χώματα με τη λάσπη και δεν ανέμενε ότι θα είχε αφαιρεθεί χώμα από το σωρό επί του οποίου εργαζόταν, γιατί όπως χαρακτηριστικά και ο ίδιος ανέφερε, ο σωρός δεν ήταν ακόμα έτοιμος, δεν περιείχε την απαραίτητη υγρασία για να αρχίσει να αφαιρείται από εκεί υλικό. Η μεγάλη του πείρα στο χειρισμό εκσκαφέα δεν βλέπουμε πως ενισχύει, κάτω από τις περιστάσεις, το επιχείρημα για πιθανή του ευθύνη.

Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του όχι δύο εκδοχές αλλά μόνο μία, εκείνη του ενάγοντα. Οι εναγόμενοι καμιά ουσιαστικά εκδοχή δεν έδωσαν. Η μόνη τους προσέγγιση ήταν η θεωρητική μαρτυρία του Μ.Υ.2, ο οποίος κατέθεσε πως κατά τη γνώμη του δυνατόν να έγινε το δυστύχημα.

Ο επόμενος λόγος έφεσης αναφέρεται στο ποσό που επιδικάστηκε για απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων. Οι ειδικές αποζημιώσεις περιλαμβανομένης και της απώλειας απολαβών μέχρι τις 30.9.1987 συμφωνήθηκαν από τους διάδικους στις £2.750. Το Δικαστήριο δέκτηκε επί του σημείου την εκδοχή του ενάγοντα και τη σχετική ιατρική μαρτυρία. Συγκεκριμένα στηρίκτηκε στο Δρα Αργυρόπουλο που κατέθεσε ότι ο ενάγων λόγω του ατυχήματος μπορούσε να ασκεί ελαφρά εργασία, αλλά όχι το επάγγελμα που ασκούσε προηγουμένως. Στη συνέχεια, αφού θεώρησε ότι η όλη μαρτυρία δεν επέτρεπε τον επακριβή καθορισμό της απώλειας των απολαβών του ενάγοντα, κατέληξε ότι θα έπρεπε να του επιδικάσει υπό μορφή απώλειας μελλοντικών αποζημιώσεων το ποσό των £10.000.

Δε συμφωνούμε με την πρακτική που ακολουθήθηκε. Κατ’  αρχήν θα θέλαμε να τονίσουμε ότι η νομολογία που επιτρέπει στο Δικαστήριο σε ορισμένες περιπτώσεις να επιδικάζει για απώλεια μελλοντικών απολαβών σφαιρικό ποσό χωρίς χρήση της μεθόδου του συντελεστή (Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 Α.Α.Δ. 239 και Μαυροπετρής ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για να καλύπτει ελλείμματα στη μαρτυρία. Ο τρόπος αυτός δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη σχετική μαρτυρία, η οποία είναι πάντοτε απαραίτητη. Στην επιδίκαση κατ’ αποκοπή ποσού θα πρέπει το δικαστήριο να καταφεύγει μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις και κατ’ εξαίρεση, όταν οι συνθήκες της υπόθεσης δεν επιτρέπουν, λόγω αντικειμενικών δυσκολιών, τη χρήση της μεθόδου του συντελεστή.  Αν κατά τον υπολογισμό της απώλειας των μελλοντικών εισοδημάτων, το Δικαστήριο χωρίς ικανοποιητική μαρτυρία, κατά το μάλλον ή ήττον αυθαίρετα, επιδικάζει ποσά κατά βούληση, αναπόδραστα θα καταλήξει σε ανασφαλή συμπεράσματα.

Στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του όλα τα αναγκαία για τη στάθμιση και χρηματική αποτίμηση της απώλειας των μελλοντικών εισοδημάτων του ενάγοντα στοιχεία. Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία, τόσο από την πλευρά του ενάγοντα που το Δικαστήριο δέκτηκε, όσο και από την πλευρά των εναγομένων, ο εφεσίβλητος δεν μπορούσε να ασκήσει την προ του ατυχήματος εργασία του μηχανοδηγού και θα έπρεπε να αναζητήσει άλλη ελαφρότερη εργασία. Τέτοια εργασία, όπως η εργασία του νυκτοφύλακα, θα προσπόριζε στον εφεσίβλητο εισόδημα χαμηλότερο βέβαια από το εισόδημα που είχε προηγουμένως.

Το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο ενάγων, αν συνέχιζε να εκτελεί την προ του ατυχήματος εργασία του, θα είχε εισόδημα της τάξης των £524 μηνιαίως, ενώ με τις μετά το δυστύχημα δυνατότητές του τα εισοδήματά του περιορίζονται στις £220. Σαν αποτέλεσμα, σύμφωνα πάντα με τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος είχε απώλεια £304 μηνιαίως, ή £76 την εβδομάδα. 

Δοθέντος του πολλαπλασιαστέου, του ποσού δηλαδή που ο εφεσίβλητος χάνει λόγω των τραυμάτων του και της ηλικίας του που θα μας έδινε το συντελεστή, θα ήταν εύκολο για το Δικαστήριο να καταλήξει σε ακριβή υπολογισμό της απώλειας των μελλοντικών του εισοδημάτων.

Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να πούμε όμως ότι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να θεωρήσει το ποσό των £304 το μήνα ως την απώλεια των μελλοντικών απολαβών του ενάγοντα, γιατί στην έκθεση απαίτησης και ειδικότερα στις λεπτομέρειες ειδικών ζημιών, αξιώνεται ως απώλεια εισοδημάτων από 1.10.1988 ποσό £30 εβδομαδιαίως. Έτσι παρ’ όλον του ότι ο ενάγων φαίνεται ότι είχε υποστεί μεγαλύτερη ζημιά, το Δικαστήριο  θα έπρεπε να περιορίσει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα.

Οι ειδικές αποζημιώσεις περιλαμβανομένης και της απώλειας εισοδημάτων μέχρι τις 30.9.1988 είχαν συμφωνηθεί στο ποσό των £2.750. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συμφωνία αυτή έγινε πριν την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης στην οποία ο ενάγων περιόρισε την απώλεια των μελλοντικών απολαβών στις £30 εβδομαδιαίως.

Αφού η απώλεια εισοδήματος μέχρι τις 30.9.1988 έχει συμφωνηθεί, ο ενάγων δικαιούται σε επιδίκαση της απώλειας των εισοδημάτων του από 1.10.1988 μέχρι την 10.7.1995, ημερομηνία της απόφασης, υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων. Αν οι υπολογισμοί μας είναι ορθοί, ο ενάγων θα εδικαιούτο αποζημίωσης για συνολική περίοδο 343 εβδομάδων (80 μηνών) προς £30 την εβδομάδα, ήτοι ποσό £10.290.

Κατά την ημερομηνία της απόφασης ο ενάγων ήταν 67 χρόνων. Είναι γνωστό ότι η δυνατότητα κτήσης εισοδήματος δεν σταματά στην ηλικία συνταξιοδότησης που προνοείται από τη νομοθεσία περί κοινωνικών ασφαλίσεων (Poullou v. Constantinou (1973) 1 C.L.R. 177). Έτσι λαμβάνοντας υπ’ όψη την ηλικία του πιστεύουμε ότι ο ενάγων κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης θα εδικαιούτο περαιτέρω αποζημίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών με τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή για ένα ακόμα έτος.

Έτσι θα του επιδικάζαμε ένα περαιτέρω ποσό £1.560 που αντιπροσωπεύει την απώλεια μελλοντικών εισοδημάτων του ενάγοντα για περίοδο 52 εβδομάδων προς £30 την εβδομάδα.  Είναι φανερό ότι το ποσό που δικαιούται είναι μεγαλύτερο από το ποσό που του έχει επιδικαστεί, όμως επειδή δεν έχει ασκηθεί αντέφεση δεν μπορούμε να επέμβουμε για να το αυξήσουμε. Έτσι, και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει τελικά να απορριφθεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε τόκο 6% επί του ποσού των £15.000 γενικών αποζημιώσεων από 16.2.1988, ημερομηνία όπως αναφέρει καταχώρησης της αγωγής και προς 3% επί του ποσού των £2.750 και πάλιν από της ίδιας ημερομηνίας. Αρχικά το τυπωμένο στην απόφαση ποσό ήταν £5.000, αλλά διορθώθηκε με μελάνι σε £15.000. Ελλείψει σχετικής μαρτυρίας δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε το ποσό των £15.000 ως το αληθώς αναφερόμενο στην απόφαση.

Όμως η διατύπωση  της απόφασης στο συγκεκριμένο σημείο δεν αφήνει να γίνει απόλυτα κατανοητή η πρόθεση του δικαστή.  Από τη μια επιδικάζεται τόκος επί του ποσού των £15.000 και με άλλο επιτόκιο επί του ποσού των £2.750 και στη συνέχεια ξανά τόκος επί του συνολικού ποσού των £17.250.

Λόγω κάποιου λάθους, το οποίο δέχεται και ο εφεσίβλητος, επιδικάζεται τόκος από τις 16.2.1988, ημερομηνία που αναφέρεται ως ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Η ορθή ημερομηνία είναι 16.2.1989, αφού τότε σύμφωνα με το φάκελλο, καταχωρήθηκε το κλητήριο ένταλμα.

Εν όψει των πιο πάνω θεωρούμε ορθό να επιδικάσουμε τόκο 6% επί του ποσού των £15.000 από της ημερομηνίας καταχώρησης της αγωγής, δηλαδή από τις 16.2.1989 και από την ίδια ημερομηνία προς 3% ετησίως επί του ποσού των £2.750, μέχρι πλήρους εξόφλησης όπως ήταν η πρόθεση του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Εν όψει όλων των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται όπως πιο πάνω αναφορικά με τον τόκο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Όσον αφορά τα έξοδα, επειδή η έφεση, εκτός της ασήμαντης διόρθωσης που έγινε στο θέμα των τόκων απορρίφθηκε, νομίζουμε ότι θα πρέπει να βαρύνουν τους εφεσείοντες.

H έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο