A. Groutas Co. Ltd. ν. Δημήτριου Πεπελάση (1998) 1 ΑΑΔ 1675
print
Τίτλος:
A. Groutas Co. Ltd. ν. Δημήτριου Πεπελάση (1998) 1 ΑΑΔ 1675

(1998) 1 ΑΑΔ 1675

22 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

A. GROUTAS CO LTD,

Εφεσείουσα,

ν.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΕΠΕΛΑΣΗ,

Eφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 9951)

 

Αποφάσεις και Διατάγματα — Αλλοδαπή απόφαση — Αίτηση για αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης — Ποίες οι αναγκαίες προϋποθέσεις για επιτυχία της αίτησης — Ποίος ο ουσιώδης χρόνος και ποία η ουσιώδης διαδικασία για εξέταση ύπαρξης των αναγκαίων προϋποθέσεων.

Αυτεπάγγελτη εξέταση θεμάτων — Αίτηση για παραμερισμό εγγραφής αλλοδαπής απόφασης — Η εξέταση ως προς το κατά πόσο τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις της σχετικής νομοθεσίας μπορούσε να γίνει αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, παρόλο ότι δεν αναφερόταν στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση.

Λέξεις και Φράσεις — “Επικύρωση”, στον Κυρωτικό Νόμο 50/72, αναφορικά με την επικύρωση εγγράφων.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόρριψης της αίτησης της εφεσείουσας εταιρείας με την οποία ζητούσε παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε σε μονομερή αίτηση του εφεσίβλητου για εγγραφή και εκτέλεση απόφασης του Εφετείου Αθηνών, εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας.  Ο λόγος που προβλήθηκε ήταν ότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις για εγγραφή του άρθρου 24.3 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου του 1984 (Ν. 55/84).  Το θέμα αυτό εγέρθηκε και πρωτόδικα στην αίτηση για παραμερισμό αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να το εξετάσει, αφού τούτο δεν εγειρόταν στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της εφεσείουσας.  Προχώρησε όμως και αναφέρθηκε σ’ αυτό κρίνοντας ότι το γεγονός ότι το αντίγραφο της απόφασης έφερε την υπογραφή του Δικαστή καθώς και του Γραμματέα του Δικαστηρίου, καθιστούσε το έγγραφο επικυρωμένο και τόσο το γεγονός αυτό όσο και το ότι η απόφαση είχε γίνει τελεσίδικη προέκυπτε από προφορική μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε και όφειλε να εξετάσει αυτεπάγγελτα το θέμα που προέκυψε, αφού αυτό ήταν νομικό, παρόλον ότι δεν είχε εγερθεί στην ένορκη δήλωση.

2.  Το αντίγραφο της απόφασης δεν κατέστη “επικυρωμένο αντίγραφο” της απόφασης, για τον λόγο ότι υπεγράφη από το Δικαστή και τον Γραμματέα και ήταν σφραγισμένο.

3.  Η ύπαρξη και μόνο υπογραφών και σφραγίδας χωρίς επικύρωση της γνησιότητάς τους δεν καθιστά το έγγραφο “επικυρωμένο αντίγραφο”.  Ούτε η μαρτυρία του εφεσίβλητου, που επικαλείται το Δικαστήριο για το ότι το αντίγραφο είναι επικυρωμένο, μπορεί να αντικαταστήσει την αναγκαιότητα να φαίνεται από το ίδιο αντίγραφο της απόφασης η επικύρωση.  Για τον ίδιο λόγο, η απουσία εγγράφου αρμόδιου δικαστικού οργάνου που να πιστοποιεί ότι η απόφαση έγινε τελεσίδικη ή αμετάκλητη, δεν μπορούσε να αντικατασταθεί και πάλιν από την προφορική μαρτυρία του ιδίου μάρτυρα.

4.  Η ουσιώδης διαδικασία και ο ουσιώδης χρόνος που θα έπρεπε να εξεταστεί η ύπαρξη των πιο πάνω προϋποθέσεων ήταν η αρχική διαδικασία και ο χρόνος κατά τον οποίο ο πρωτόδικος Δικαστής επέτρεψε την εγγραφή και εκτέλεση της Ελληνικής απόφασης.  Κατά το στάδιο εκείνο έπρεπε να εξετάσει επίσης αν ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 24.3 του Νόμου 55/84.  Τότε δεν υπήρχε καμιά προφορική ή άλλη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, ούτε και έγγραφο που να πιστοποιεί το τελεσίδικο της απόφασης.  Ως εκ τούτου, η αίτηση για εγγραφή της Ελληνικής απόφασης, έπρεπε να είχε απορριφθεί κατά το αρχικό εκείνο στάδιο.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας εταιρείας.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εταιρεία κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Nικολάτος, Π.E.Δ.), που δόθηκε στις 17 Mαρτίου, 1997 (Aρ. Aίτησης 341/94), με την οποία απορρίφθηκε αίτησή της για παραμερισμό της εγγραφής Eλληνικής απόφασης.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Eφεσείουσα.

Ν. Ιωάννου, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με μονομερή αίτηση ημερομηνίας 22.6.94 ο εφεσίβλητος ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου για αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση της απόφασης του Εφετείου Αθηνών υπ΄αρ. 3138/93, εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας. Στην αίτηση του επισύναψε αντίγραφο της απόφασης του Εφετείου Αθηνών, καθώς και της πρωτόδικης απόφασης του Μονομερούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αρ. 1344/92. Στις 30.6.94 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διέταξε την αναγνώριση και την εγγραφή καθώς και την εκτέλεση της προαναφερόμενης απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Με αίτηση ημερομηνίας 13.3.95 η εφεσείουσα εταιρεία αποτάθηκε στο Δικαστήριο ζητώντας τον παραμερισμό της εγγραφής της Ελληνικής απόφασης, το δε Δικαστήριο απέρριψε την αίτησή της.  Την απορριπτική αυτή απόφαση προσβάλλει με την έφεση της η εφεσείουσα εταιρεία.

Ο τέταρτος και τελευταίος λόγος της έφεσης αφορά την εισήγηση της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε δεχθεί την αίτηση για παραμερισμό γιατί δεν τηρούνταν οι προϋποθέσεις για εγγραφή του άρθρου 24.3 του Κυρωτικού Νόμου της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου του 1984 (Ν. 55/84), που τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.  Το άρθρο αυτό προνοεί τα ακόλουθα:

“Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης, καθώς και από έγγραφο αρμοδίου δικαστικού οργάνου που να πιστοποιεί ότι η απόφαση έχει γίνει τελεσίδικη ή αμετάκληση, εκτός αν αυτό προκύπτει από την ίδια την απόφαση”.

Το θέμα εγέρθηκε και πρωτόδικα στην αίτηση για παραμερισμό κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων, αλλά επειδή τούτο δεν εγειρόταν στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορούσε να το εξετάσει.  Προχώρησε όμως και αναφέρθηκε σ’ αυτό κρίνοντας ότι το γεγονός ότι το αντίγραφο της απόφασης έφερε την υπογραφή του Δικαστή καθώς και του Γραμματέα του Δικαστηρίου, καθιστούσε το έγγραφο επικυρωμένο και τόσο το γεγονός αυτό όσο και το ότι η απόφαση είχε γίνει τελεσίδικη προέκυπτε, όπως θεώρησε το Δικαστήριο, από προφορική μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

“Πρέπει να παρατηρήσω ότι στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της υπό εξέταση αίτησης δεν αναφέρεται πουθενά ότι το αντίγραφο της απόφασης του Εφετείου Αθηνών που επισυνάφθηκε στην αρχική μονομερή αίτηση, δεν είναι επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης, ούτε ότι δεν συνοδεύεται από έγγραφο αρμόδιου Δικαστικού οργάνου που να πιστοποιεί ότι η απόφαση έχει γίνει τελεσίδικη ή αμετάκλητη.  Δεν είναι δυνατό, στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, να εξετάζονται λόγοι που δεν βασίζονται στα γεγονότα που επικαλούνται οι αιτητές.  Εν πάση όμως περιπτώσει, θεωρώ ότι το αντίγραφο της απόφασης που επισυνάφθηκε στην αρχική μονομερή αίτηση είναι επικυρωμένο εφόσον υπογράφηκε σαν ακριβές αντίγραφο από τον γραμματέα του Δικαστηρίου και φέρει και σφραγίδα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Περιπλέον, ενώπιον μου υπάρχει η αξιόπιστη μαρτυρία του κ. Καπελάρη ότι πράγματι το προαναφερόμενο αντίγραφο είναι επικυρωμένο. Δεν θεωρώ ότι οι πρόνοιες του Νόμου 50/72, (σε σχέση με τον οποίο δεν έχω ενώπιον μου στοιχεία αναφορικά με το ποιές χώρες επικύρωσαν τη σύμβαση που ο νόμος εκείνος κύρωσε) επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο την εγκυρότητα του προαναφερομένου αντιγράφου της απόφασης.

Είναι γεγονός ότι την προαναφερόμενη απόφαση του Εφετείου Αθηνών δεν συνοδεύει έγγραφο αρμόδιου δικαστικού οργάνου όπως προνοείται στο άρθρο 24.3.  Όμως, εκτός από το γεγονός ότι οι αιτητές-καθ’ ων η αίτηση δεν επικαλούνται τέτοιο λόγο στην αίτηση τους και την ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει, από το κείμενο της απόφασης αλλά και από τη μαρτυρία που δόθηκε και από τις δύο πλευρές, είναι αδιαμφισβήτητο πως η απόφαση του Εφετείου Αθηνών είναι τελεσίδικη. Περιπλέον, στην ένορκη δήλωση του κ. Α. Παπαχαραλάμπους που υποστηρίζει την αρχική μονομερή αίτηση (εγγραφής και εκτέλεσης) αναφέρεται, στην παρ. 6, ότι τα Ελληνικά Δικαστήρια και ο Ελληνικός Νόμος θεωρούν την απόφαση του Εφετείου Αθηνών ως τελεσίδικη και δεν εκδίδουν βεβαίωση επ’ αυτού.

Με τα προαναφερόμενα στοιχεία ενώπιον μου δεν μπορώ να θεωρήσω ότι η υπό εξέταση αίτηση είναι ορθό ή δίκαιο να επιτύχει, για το λόγο ότι η απόφαση δεν συνοδεύεται από το έγγραφο που προνοείται στην παρ. 24.3, λόγο που όπως ανάφερα οι αιτητές-καθ’ ων η αίτηση δεν επικαλούνται.”

Θεωρούμε τη θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου εσφαλμένη.  Παρά το γεγονός ότι το θέμα δεν είχε εγερθεί στην ένορκη δήλωση εντούτοις ήταν νομικό θέμα και αναγκαία προϋπόθεση για την εγγραφή της αλλοδαπής απόφασης και ως εκ τούτου το Δικαστήριο μπορούσε και ώφειλε να εξετάσει αυτεπάγγελτα αν ικανοποιείτο αυτή η προϋπόθεση του Νόμου.  Διαφωνούμε επίσης με την άποψη του Δικαστηρίου ότι το γεγονός ότι το αντίγραφο της απόφασης είναι υπογραμμένο από το Δικαστή και το Γραμματέα και σφραγισμένο το καθιστά ως “επικυρωμένο αντίγραφο” της απόφασης. Παρόλον ότι, όπως επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του δεν υπήρχαν στοιχεία ενώπιον του αναφορικά με το ποιές χώρες επεκύρωσαν τη σύμβαση που κυρώθηκε με το Νόμο 50/72 αναφορικά με την επικύρωση εγγράφων και παρά το εύρημα του ότι οι πρόνοιες του Νόμου αυτού δεν επηρεάζουν την εγκυρότητα του αντιγράφου της απόφασης, εντούτοις, οι πρόνοιες αυτές αναφορικά με επικύρωση είναι ενδεικτικές της έννοιας του όρου “επικύρωση”. Τέτοια επικύρωση θα έπρεπε να προέρχεται από αρμόδιο πρόσωπο που θα επιβεβαίωνε το γνήσιο των υπογραφών, καθώς και της σφραγίδας.  Η ύπαρξη και μόνο υπογραφών και σφραγίδας χωρίς επικύρωση της γνησιότητας τους δεν καθιστά το έγγραφο “επικυρωμένο αντίγραφο”. Ούτε και η μαρτυρία του κ. Καπελάρη, που επικαλείται το Δικαστήριο για το ότι το αντίγραφο είναι επικυρωμένο μπορεί να αντικαταστήσει την αναγκαιότητα να φαίνεται από το ίδιο αντίγραφο της απόφασης η επικύρωση.  Για το ίδιο λόγο η απουσία εγγράφου αρμόδιου δικαστικού οργάνου που να πιστοποιεί ότι η απόφαση έχει γίνει τελεσίδικη ή αμετάκλητη, δεν μπορούσε να αντικατασταθεί και πάλιν από την προφορική μαρτυρία του ιδίου μάρτυρα.

Εξ άλλου θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ουσιώδης διαδικασία και ο ουσιώδης χρόνος που θα έπρεπε να εξεταστεί η ύπαρξη των πιο πάνω προϋποθέσεων ήταν η αρχική διαδικασία και ο χρόνος κατά τον οποίο ο Επαρχιακός Δικαστής επέτρεψε την εγγραφή και εκτέλεση της Ελληνικής απόφασης.  Κατά το στάδιο εκείνο είχε τούτος καθήκον να εξετάσει αν ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 24.3 του Νόμου 55/84.  Είναι προφανές από τα ενώπιον μας στοιχεία ότι κατά το στάδιο εκείνο δεν υπήρχε καμμιά προφορική ή άλλη μαρτυρία ενώπιον του, ούτε και έγγραφο που να πιστοποιεί το τελεσίδικο της απόφασης.  Ως εκ τούτου, κατά το αρχικό εκείνο στάδιο θα έπρεπε να είχε απορριφθεί η αίτηση για εγγραφή της Ελληνικής απόφασης.

Εν όψει της κατάληξης μας στο λόγο αυτό της έφεσης δεν θεωρούμε αναγκαίο να εξετάσουμε τους λοιπούς λόγους έφεσης.

Κάτω από το φως των πιο πάνω η υπό έφεση απόφαση ακυρώνεται και διατάσσεται ο παραμερισμός της εγγραφής της υπό κρίση απόφασης.  Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας εταιρείας.

H έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας εταιρείας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο