Kαβαλιέρος Σωφρόνης ν. Eιρήνης Σ. Kαβαλιέρου (2009) 1 ΑΑΔ 1474
print
Τίτλος:
Kαβαλιέρος Σωφρόνης ν. Eιρήνης Σ. Kαβαλιέρου (2009) 1 ΑΑΔ 1474

(2009) 1 ΑΑΔ 1474

23 Νοεμβρίου, 2009

ΔEYTEPOBAΘMIO OIKOΓENEIAKO ΔIKAΣTHPIO

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΚΑΒΑΛΙΕΡΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΕΙΡΗΝΗΣ Σ. ΚΑΒΑΛΙΕΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Έφεση Αρ. 5/2009)

 

Οικογενειακό Δίκαιο ― Διαζύγιο στη βάση ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης για λόγους που αφορούσαν στο πρόσωπο της συζύγου – Ισχυρός κλονισμός της έγγαμης σχέσης σύμφωνα με το Άρθρο 111.2 Β (β) του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε ― Τι πρέπει να αποδειχθεί για τεκμηρίωσή του.

Οικογενειακό Δίκαιο ― Διαζύγιο ― Ισχυρός κλονισμός ― Έλλειψη σεβασμού και εμπιστοσύνης προς τον σύζυγο, κατ’ επανάληψη ομολογία της συζύγου ότι δεν τον αγαπούσε, ανταλλαγή ύβρεων, απειλή εκδίωξης του συζύγου από την συζυγική οικία, παντελής έλλειψη σεξουαλικών σχέσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα και εγκατάλειψη από το σύζυγο της συζυγικής οικίας αφού δεν άντεχε πλέον τη συμπεριφορά της συζύγου ― Κατά πόσο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε ο κλονισμός της έγγαμης σχέσης μεταξύ των διαδίκων, ήταν ορθό.

Ο εφεσείων τέλεσε με την εφεσίβλητη θρησκευτικό γάμο στις 20.10.2001. Για περίοδο 4 χρόνων οι σχέσεις τους υπήρξαν καλές οπότε προέκυψαν προβλήματα και ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση διαζυγίου λόγω κλονισμού της έγγαμης σχέσης. Τα προβλήματα αυτά, σύμφωνα με την μαρτυρία του εφεσείοντος, ήταν η έλλειψη σεβασμού και εμπιστοσύνης προς τον ίδιο, η κατ’ επανάληψη ομολογία της εφεσίβλητης ότι δεν τον αγαπούσε, η απειλή εκδίωξής του από τον συζυγικό οίκο και η παντελής έλλειψη σεξουαλικών σχέσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μεταξύ τους ένταση οδηγούσε σε τσακωμούς και ανταλλαγή ύβρεων, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να εγκαταλείψει τον συζυγικό οίκο τον Μάιο 2006 μη αντέχοντας άλλο την κατάσταση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσείοντος, μόνο αυτός κατέθεσε κατά την ακροαματική διαδικασία, κατέληξε ότι η μαρτυρία δεν αποκάλυψε κατά πόσο «βασίμως η εξακολούθησις της εγγάμου σχέσεως .... είναι αφόρητος δια τον ενάγοντα». Το Δικαστήριο έκρινε ότι η δήλωση του εφεσείοντος ότι θεωρεί το γάμο του νεκρό αποτελεί μόνο την υποκειμενική διάσταση του ζητήματος η οποία δεν είναι επαρκής. Θα έπρεπε και αντικειμενικά να αποδειχθεί ότι η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης είναι αφόρητη για τον εφεσείοντα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση, προσβάλλοντας ως εσφαλμένα τα συμπεράσματα επί των οποίων το Δικαστήριο βάσισε την απόρριψη της αίτησής του για λύση του γάμου, το συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις κλονίσθηκαν τόσο ισχυρά, από λόγο ο οποίος αφορά το πρόσωπο της εφεσίβλητης ή και των δύο διαδίκων και την κατάληξη του Δικαστηρίου περί μη απόδειξης του ισχυρισμού ότι η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης ήταν αφόρητη για τον ίδιο.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία σαφώς αποδεικνύεται ότι η μεταξύ των διαδίκων έγγαμη σχέση έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα.

2. Δεν ήταν ανάγκη, υπό τις περιστάσεις, να εξηγηθεί ποιο ήταν το συγκεκριμένο επεισόδιο, που έκαμε τον εφεσείοντα, το Μάιο του 2006, μη αντέχοντας άλλο, να εγκαταλείψει τη συζυγική οικία.  Είναι φανερό ότι έτσι πράττοντας έδειξε ότι ο ίδιος δεν είχε τη ψυχική διάθεση να συνεχίσει τη σχέση του.

3. Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τα λεγόμενα του εφεσείοντος, αφού δεν είχε τεθεί εν αμφιβόλω η αξιοπιστία του, για απόρριψη της υπόθεσης.

4. Όσο αντικειμενικά κι αν θα πρέπει να βλέπονται τα κριτήρια για τεκμηρίωση του ισχυρού κλονισμού, όπως καθορίστηκαν στην υπόθεση Ζαχαρίου v. Ζαχαρίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 159, η συμβίωση όπως έχει περιγραφεί από τον εφεσείοντα κρίνεται ως πράγματι αφόρητη, χωρίς να έχει σημασία ποιος είναι ο υπαίτιος γι’ αυτό. Σ’ αυτό φαίνεται να συμφωνεί και η εφεσίβλητη.

5.     Στην εξεταζόμενη υπόθεση έχει αποδειχθεί ο κλονισμός της έγγαμης σχέσης σε βαθμό που βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για λόγους που αφορούν το πρόσωπο της εφεσίβλητης. Συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει στη λύση του γάμου.

Η έφεση επιτράπηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή εξόδων.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Ζαχαρίου v. Ζαχαρίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 159.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Oικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας-Aμμοχώστου (Kαρατσής, Π., Λιασίδης, Δ., Δημητρίου, Δ.), (Yπόθ. Αρ. 342/07), ημερομ. 27.11.2008.

Σ. Μαμαντόπουλος και Λ. Χατζηδημήτρης, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Ζαχαρίου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων και η εφεσίβλητη συνήψαν θρησκευτικό γάμο στις 20.10.2001.  Οι σχέσεις τους υπήρξαν καλές για περίοδο 4 χρόνων οπότε προέκυψαν προβλήματα τα οποία κατέληξαν σε καταχώρηση αίτησης διαζυγίου από τον εφεσείοντα, λόγω κλονισμού της έγγαμης σχέσης.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσε μόνο ο εφεσείων-αιτητής ο οποίος ανέφερε ότι τα προβλήματα που προέκυψαν στις σχέσεις του ζευγαριού ήταν η έλλειψη σεβασμού και εμπιστοσύνης προς τον ίδιο, η κατ’ επανάληψη ομολογία της εφεσίβλητης ότι δεν τον αγαπούσε, η απειλή εκδίωξής του από το συζυγικό οίκο, αλλά και η παντελής έλλειψη σεξουαλικών σχέσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μεταξύ τους ένταση υλοποιείτο με τσακωμούς και την ανταλλαγή ύβρεων και κατέληξε, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία του εφεσείοντα, στην εγκατάλειψη από τον ίδιο της συζυγικής οικίας, αφού δεν άντεχε πλέον τη συμπεριφορά της εφεσίβλητης έναντί του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η μαρτυρία δεν αποκάλυψε κατά πόσο «βασίμως η εξακολούθησις της εγγάμου σχέσεως …. είναι αφόρητος διά τον ενάγοντα».

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο οικογενειακό δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένα συμπεράσματα επί των οποίων βάσισε την απόρριψη της αίτησής του για λύση του γάμου του με την εφεσίβλητη. Υποστήριξε ακόμα ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις είχαν κλονισθεί τόσο ισχυρώς, από λόγο ο οποίος αφορά το πρόσωπο της εφεσίβλητης ή και των δύο διαδίκων, είναι λανθασμένο και αντίθετο με τη δοθείσα μαρτυρία. Τέλος, προβάλλει ότι η κατάληξη του δικαστηρίου περί μη απόδειξης του ισχυρισμού ότι η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης ήταν αφόρητη γι’ αυτόν είναι λανθασμένη.

Στο δικό του περίγραμμα ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης ουσιαστικά συνεπικουρεί τον εφεσείοντα. Επαναλαμβάνει ότι η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν ικανοποιητική και δικαιολογούσε πλήρως την έκδοση διαζυγίου. Επικεντρώνεται κυρίως στις ύβρεις τις οποίες αντάλλασσαν οι διάδικοι μεταξύ τους, οι οποίες δημιούργησαν απόσταση και χάσμα στη σχέση τους, με αποτέλεσμα τελικά να φτάσουν στον κλονισμό. Η εφεσίβλητη περατώνει ότι αντικειμενικά προκύπτει ότι η συμβίωση κατέστη αφόρητη και το δικαστήριο θα έπρεπε να κρίνει με διαφορετικό τρόπο τη δοθείσα μαρτυρία.

Η έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Από τη δοθείσα μαρτυρία έχουμε σχηματίσει την εντύπωση ότι έχει αποδειχθεί ο κλονισμός της έγγαμης σχέσης των διαδίκων. Ο εφεσείων εξήγησε με λεπτομέρεια με ποιο τρόπο η σχέση του ζευγαριού εξελίχθηκε σε σημείο που να μην αντέχει άλλο και να αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη συζυγική οικία. Περιέγραψε το γάμο του ως νεκρό.

Θυμίζουμε ότι σύμφωνα με το Άρθρο 111.2.Β(β) του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε από τον περί της Πρώτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 1989, Ν.95/89, ένας από τους λόγους διαζυγίου προκύπτει όταν οι μεταξύ των συζύγων σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσον ισχυρά από λόγο ο οποίος αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα.

Είμαστε πεπεισμένοι ότι από την ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία σαφώς αποδεικνύεται ότι η μεταξύ των διαδίκων έγγαμη σχέση έχει κλονιστεί ανεπανόρθωτα.

Δεν συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι με άγνωστη τη συμπεριφορά της συζύγου, η αξιολόγηση των αντιδράσεων του εφεσείοντα είναι αδύνατη. Κατ’ αρχάς, η συμπεριφορά της συζύγου δεν ήταν άγνωστη, αφού την περιέγραψε με σαφήνεια ο εφεσείων στη μαρτυρία του. Ανέφερε έλλειψη σεβασμού και εμπιστοσύνης, απειλές εκδίωξής του και αποχή από σεξουαλικές σχέσεις, προφανώς ύστερα από επιλογή της εφεσίβλητης. Δεν ήταν ανάγκη, υπό τις περιστάσεις, να εξηγηθεί ποιο ήταν το συγκεκριμένο επεισόδιο, που έκαμε τον εφεσείοντα, το Μάιο του 2006, μη αντέχοντας άλλο, να εγκαταλείψει τη συζυγική οικία. Είναι φανερό ότι έτσι πράττοντας έδειξε ότι ο ίδιος δεν είχε τη ψυχική διάθεση να συνεχίσει τη σχέση του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφασή του επανειλημμένα χρησιμοποιεί μέσα σε παρένθεση φράσεις που δείχνουν ότι ίσως να υπήρχαν αμφιβολίες για τα λεχθέντα. Για παράδειγμα αναφέρεται στους καβγάδες (εάν υπήρχαν), στην εμπλοκή του άλλου (εάν υπήρξε), στις ύβρεις (εάν υπήρξαν) κλπ. Πάντα με την αμφιβολία εντός παρενθέσεως. Ακόμα θέτει, ορισμένες φορές, σημαντικές για την υπόθεση λέξεις εντός εισαγωγικών. «Κλονισμός», «καβγάδες», «αλληλοϋβρισίες». Η αντιμετώπιση αυτή είναι εντελώς λανθασμένη. Αν το δικαστήριο είχε οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την αξιοπιστία του εφεσείοντα θα έπρεπε να το δηλώσει καθαρά και να μην λάβει υπ’ όψιν τη μαρτυρία του. Αφού, όπως φαίνεται, η αξιοπιστία του εφεσείοντα δεν τέθηκε εν αμφιβόλω το δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα λεγόμενα του, μάλιστα με σκοπό να ενισχύσει την επιχειρηματολογία για απόρριψη της υπόθεσης.

Όπως έχει σημειωθεί από την θεωρία (Ε. Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη Οικογενειακό Δίκαιο Τόμος Ι, Β΄ έκδοση, σελ. 365) «… κλονιστικό λόγο μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε γεγονός ή κατάσταση, που είναι δυνατόν να επιφέρει σε συγκεκριμένη περίπτωση τον κλονισμό της συζυγικής σχέσης. Το κλονιστικό γεγονός μπορεί να είναι υπαίτιο είτε αναίτιο».

Και στη σελ. 372:

«Είναι αδιάφορο ποίος κλονιστικός λόγος εμφανίστηκε πριν από τον άλλο ή αν ο κλονιστικός λόγος που αφορά το πρόσωπο του ενός συζύγου είναι απότοκος του (υπαίτιου ή ανυπαιτίου) λόγου που αφορά το πρόσωπο του άλλου».

Στην υπόθεση Ζαχαρίου v. Ζαχαρίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 159 τέθηκαν οι προϋποθέσεις της τεκμηρίωσης του ισχυρού κλονισμού:-

«Για την τεμηρίωση ισχυρού κλονισμού του γάμου βάσει του Άρθρου 111.2Β(β) του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε από το Ν.95/89, πρέπει να αποδειχθεί ότι-

(α) Ο γάμος υπέστη ισχυρό κλονισμό. Ισχυρός είναι ο κλονισμός ο οποίος ανασκάπτει το θεμέλιο του γάμου. Ο γάμος θεμελιώνεται στην πίστη των συζύγων στους σκοπούς του γάμου, την προσήλωσή τους στην ευόδωσή τους και στον αλληλοσεβασμό των συζύγων. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο γάμος κλονίστηκε μέχρι την καταβαράθρωσή του.

(β) Ο κλονισμός πρέπει να οφείλεται σε λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων. Κλονισμός ο οποίος έχει ως αιτία λόγο που δεν αφορά το πρόσωπο της εναγομένης (ή του εναγομένου), ή και των δυο συζύγων, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει λόγο διαζυγίου βάσει του Άρθρου 111.2Β(β) του Συντάγματος. Όπου η μαρτυρία αποκαλύπτει κλονιστικούς λόγους που αφορούν τόσο την εναγομένη όσο και αμφότερους τους συζύγους, πρέπει να αποφασισθεί, ως πραγματικό γεγονός, ποια ήταν η ουσιαστική αιτία του κλονισμού του γάμου. Και

(γ) το βάσιμο του αιτήματος του ενάγοντα για διαζύγιο είναι αλληλένδετο με τους λόγους του κλονισμού. Οι κλονιστικοί λόγοι πρέπει να καθιστούν εξ αντικειμένου αφόρητη για τον ενάγοντα τη συνέχιση του γάμου. Στην περίπτωση που ο κλονισμός οφείλεται σε λόγους που αφορούν και τους δυο συζύγους, πρέπει να αποφασιστεί αν το πλέγμα των σχέσεων των διαδίκων κατέστη τέτοιο ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να έχει καταστεί αφόρητη για τον αιτούντα το διαζύγιο».

Ο εφεσείων περιέγραψε το γάμο του ως νεκρό, δηλαδή χωρίς λογική πιθανότητα αναβίωσης. Η υπόλοιπη μαρτυρία έδειξε και τα αίτια του κλονισμού. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη και αλληλοκατανόηση που έπρεπε να υπάρχει μεταξύ του ζευγαριού εξέλιπε ολοσχερώς.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η δήλωση του εφεσείοντα ότι θεωρεί το γάμο του νεκρό αποτελεί μόνο την υποκειμενική διάσταση του ζητήματος η οποία δεν είναι επαρκής. Θα έπρεπε και αντικειμενικά να αποδειχθεί ότι η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης είναι αφόρητη για τον εφεσείοντα.

Όσο αντικειμενικά κι αν θα πρέπει να βλέπονται τα κριτήρια, η συμβίωση όπως περιγράφηκε από τον εφεσείοντα κρίνεται ως πράγματι αφόρητη, χωρίς να έχει σημασία ποιος είναι ο υπαίτιος γι’ αυτό. Σ’ αυτό φαίνεται να συμφωνεί και η εφεσίβλητη.

Εν κατακλείδι κρίνουμε ότι αποδείχθηκε ο κλονισμός της έγγαμης σχέσης σε βαθμό που βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για λόγους οι οποίοι αφορούν το πρόσωπο της εφεσίβλητης και συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει στη λύση του γάμου.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω κρίνουμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται διάταγμα λύσης του γάμου.

Ύστερα από σχετική συμφωνία των διαδίκων ότι ανεξαρτήτως αποτελέσματος να μην υπάρξει οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα, αποφασίζουμε έτσι να πράξουμε.

Η έφεση επιτρέπεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο