Marketventures Ltd ν. Ιωάννη Καλλικά (2010) 1 ΑΑΔ 48
print
Τίτλος:
Marketventures Ltd ν. Ιωάννη Καλλικά (2010) 1 ΑΑΔ 48

(2010) 1 ΑΑΔ 48

22 Ιανουαρίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

MARKETVENTURES LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΛΛΙΚΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 163/2007)

 

Αντιπροσωπεία ― Φαινομένη εξουσιοδότηση (apparent or ostensible authority) ― Κατά πόσο εταιρεία η οποία πώλησε μετοχές μέσω εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου της με την παράσταση ότι οι τίτλοι των μετοχών θα εισήγοντο στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, αλλά αυτό δεν έγινε, είχε υποχρέωση, στο πλαίσιο των αρχών της φαινομένης εξουσιοδότησης, να επιστρέψει στον αγοραστή τα χρήματα τα οποία εισέπραξε για την αγορά των μετοχών από αυτόν.

Αρχές του κωλύματος (estoppel) ― Φαινομένη πληρεξουσιότητα ― Οι συνέπειές της βρίσκουν έρεισμα στις αρχές του κωλύματος που συνιστούν μέρος του Κυπριακού Δικαίου κατά το Άρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα αποδοχής μέρους της μαρτυρίας μάρτυρα ο οποίος γενικά αξιολογήθηκε ως αξιόπιστος και να απορρίψει άλλο μέρος της μαρτυρίας αυτού, αιτιολογώντας επαρκώς την απόφασή του.

Η αγωγή του εφεσίβλητου εναντίον των εφεσειόντων αφορούσε την επανάκτηση ποσού ύψους Λ.K.9.000 πλέον τόκους, το οποίο, κατ’ ισχυρισμόν, κατέβαλε στους εφεσείοντες για απόκτηση μετοχών τους, των οποίων οι τίτλοι επρόκειτο να εισαχθούν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), αλλά αυτό τελικά δεν έγινε. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι υπήρξε παρανομία στη σύμβαση και ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να τηρήσουν τις σχετικές προϋποθέσεις που θέτει ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμος του 1993 («ο Νόμος»).

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι εξέδωσαν τον τίτλο των μετοχών που αγόρασε ο εφεσίβλητος και τον απέστειλαν στον ίδιο ταχυδρομικώς. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι ο εφεσίβλητος δεν συνεβλήθη μαζί τους απ’ ευθείας αλλά μέσω της Marketrends Financial Services Ltd (MFS) η οποία ενεργούσε ως εντολοδόχος ή αντιπρόσωπος τους και ότι δεν υπήρξε εκ μέρους τους οποιαδήποτε παράβαση της νομοθεσίας ή της συμφωνίας με τον εφεσίβλητο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε διαπίστωση ότι ο περιφερειακός διευθυντής της MFS A. Τσοκκάς ενεργούσε με οδηγίες της διεύθυνσης του ομίλου εταιρειών στον οποίο ανήκαν οι εφεσείοντες ως θυγατρική εταιρεία, ήταν αυτός που υπέγραψε την απόδειξη εκ μέρους τους για το ποσό των Λ.Κ.9.000 που αυτοί εισέπραξαν από τον εφεσίβλητο και ότι φάνηκε, από τα περιστατικά της υπόθεσης, ότι ο A. Τσοκκάς ενεργούσε, τουλάχιστο δυνάμει προφανούς ή εξυπακουόμενης εξουσιοδότησης (apparent or ostensible authority) των εφεσειόντων.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν στα ακόλουθα, μεταξύ άλλων, θέματα:

Στη διαπίστωση ότι ο Α. Τσοκκάς είχε τουλάχιστο προφανή ή εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση (apparent or ostensible authority) να ενεργεί εκ μέρους των εφεσειόντων. Οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι δεν υπήρξε μαρτυρία παρέχουσα έρεισμα σ’ αυτή τη διαπίστωση.

Στη διαπίστωση ότι δεν έγινε αναφορά για πληροφοριακή έκθεση ούτε λέχθηκε στον εφεσίβλητο για πρόσκληση για εγγραφή και πληροφοριακή έκθεση και ειδικά ότι η αίτησή τους για εισαγωγή στο ΧΑΚ θα γινόταν το 2004. Η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι ο εφεσίβλητος έλαβε γνώση περί των πιο πάνω, μέσω της δήλωσης που είχε υπογράψει εκ μέρους του η MFS η οποία, κατά τους εφεσειόντες, ενεργούσε ως αντιπρόσωπός του.

Στην αξιολόγηση της μαρτυρίας

Στην απόδειξη είσπραξης.

Επίσης οι εφεσείοντες επικαλέσθηκαν τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113.

Αποφασίστηκε ότι:

Οι εφεσείοντες, όπως προκύπτει από τη συμπεριφορά τους, παρίσταναν ή επέτρεψαν όπως ο Α. Τσοκκάς ενεργεί ως αντιπρόσωπός τους για την προώθηση της πώλησης μετοχών τους ακόμη και για την είσπραξη χρημάτων για λογαριασμό τους για το συγκεκριμένο σκοπό. Ο εφεσίβλητος στηρίχθηκε στις παραστάσεις των εφεσειόντων με τις οποίες επέτρεψαν να εμφανίζεται ο Τσοκκάς ως αντιπρόσωπός τους και συνεπώς κωλύονται να αρνούνται δέσμευση τους που προέκυψε από τη συγκεκριμένη συναλλαγή.

Δεν προκύπτει από τη μαρτυρία ότι η MFS εξουσιοδοτήθηκε από τον εφεσίβλητο να υπογράψει εκ μέρους του την προαναφερθείσα δήλωση η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν επενεργεί προς απαλλαγή των εφεσειόντων από την υποχρέωση εισαγωγής τους στο ΧΑΚ. Εξ άλλου, η MFS δεν μπορούσε να αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα και για τον ίδιο σκοπό τους εφεσείοντες και τον εφεσίβλητο.

Ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία δεν αφήνει περιθώρια επέμβασης καθότι τα συμπεράσματά του είναι λογικά και αποτελούν προϊόν ορθής ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.

Τα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την ετοιμασία της απόδειξης και ότι η ετοιμασία αυτή έγινε από τους εφεσείοντες, είναι ορθά.

Οι πρόνοιες του Άρθρου 3(3) του Νόμου τηρήθηκαν από τον εφεσίβλητο, το δε πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης έπρεπε να διατάξει τους εφεσείοντες να επιστρέψουν στον εφεσίβλητο τα χρήματα που εισέπραξαν. Οι πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 στις οποίες αναφέρθηκαν οι εφεσείοντες δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση απορρίφθηκε με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Δημήτρη (1999) 1 Α.Α.Δ. 551,

Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Kυριακίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 12662/01), ημερομ. 30.5.2007.

Δ. Καλλής, για τους Εφεσείοντες.

Δ. Αμερικάνου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, με αγωγή που καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξίωσε από τους εφεσείοντες και τα μέλη του διοικητικού τους συμβουλίου Λ.Κ.9.000 πλέον τόκους. Ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε το ποσό αυτό στους εφεσείοντες με σκοπό την απόκτηση μετοχών τους, οι τίτλοι των οποίων, σύμφωνα με παραστάσεις των εφεσειόντων, επρόκειτο να εισαχθούν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ). Η αίτηση των εφεσειόντων για την εισαγωγή τους στο ΧΑΚ δεν εγκρίθηκε και οι τίτλοι ουδέποτε εισάχθηκαν. Παρά τις οχλήσεις του για επιστροφή των χρημάτων του, οι εφεσείοντες αρνήθηκαν να συμμορφωθούν. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι υπήρξε παρανομία στη σύμβαση και ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να τηρήσουν τις σχετικές προϋποθέσεις που θέτει ο περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμος του 1993 («ο νόμος»).

Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι εξέδωσαν τον τίτλο των μετοχών που αγόρασε ο εφεσίβλητος και τον απέστειλαν στον ίδιο ταχυδρομικώς. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι ο εφεσίβλητος δεν συνεβλήθη μαζί τους απ’ ευθείας αλλά μέσω της Marketrends Financial Services Ltd η οποία ενεργούσε ως εντολοδόχος ή αντιπρόσωπος του και ότι δεν υπήρξε εκ μέρους τους οποιαδήποτε παράβαση της νομοθεσίας ή της συμφωνίας με τον εφεσίβλητο.

Η αγωγή εναντίον των μελών του διοικητικού συμβουλίου των εφεσειόντων αποσύρθηκε μετά τη συμπλήρωση της ακρόασης και απορρίφθηκε. Εναντίον των εφεσειόντων εκδόθηκε απόφαση για το ποσό των Λ.Κ.9.000 εντόκως προς 6% ετησίως από 4.12.2000 πλέον έξοδα.

Για την υπόθεση του εφεσίβλητου κατέθεσε ο ίδιος και ακόμη ένας μάρτυρας. Για τους εφεσείοντες κατέθεσε ο διευθυντής τους Γ. Κωνσταντίνου. Η πρωτόδικος δικαστής αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κατέληξε σε διαπιστώσεις τις οποίες συνοπτικά παραθέτουμε.

Ο εφεσίβλητος κατέβαλε Λ.Κ.10.000 για αγορά μετοχών της Marketrends Financial Services Ltd [MFS] με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων της στο ΧΑΚ. Περί τις αρχές Σεπτεμβρίου του 2000 ο περιφερειακός διευθυντής της MFS Ανδρέας Τσοκκάς πληροφόρησε τον εφεσίβλητο ότι εγκρίθηκε για 1.000 μετοχές της MFS προς Λ.Κ.1,- έκαστη. Ταυτόχρονα εισηγήθηκε όπως το υπόλοιπο των Λ.Κ.9.000 που κατέβαλε για την αγορά μετοχών της MFS, αντί να του επιστραφεί να πληρωθεί για αγορά μετοχών των εφεσειόντων, οι οποίοι, όπως του είπε, είτε θα έμπαιναν στο ΧΑΚ απευθείας μέσα στο 2000 είτε μέσω εξαγοράς τους από την MFS. Ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε την εισήγηση και κατόπιν ενεργειών του Τσοκκά ακολούθησε η υπογραφή των σχετικών εγγράφων με σκοπό την απόκτηση μετοχών των εφεσειόντων από τον εφεσίβλητο ίσης αξίας προς το ήδη καταβληθέν ποσό των Λ.Κ.9.000. Δεν έγινε αναφορά για πληροφοριακή έκθεση ούτε ειπώθηκε στον εφεσίβλητο οτιδήποτε για πρόσκληση για εγγραφή ή ότι η αίτηση των εφεσειόντων για εισαγωγή τους στο ΧΑΚ θα γινόταν το 2004.

Στο στάδιο των αγορεύσεων, ο δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι ο Ανδρέας Τσοκκάς δεν είχε καμιά σχέση με τους πελάτες του. Αυτή όμως η θέση δεν έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η διαπίστωση επί του προκειμένου είναι ότι ο Τσοκκάς ήταν υπάλληλος της MFS και ενεργούσε με οδηγίες της διεύθυνσης του ομίλου εταιρειών στον οποίο ανήκαν και οι εφεσείοντες ως θυγατρική εταιρεία. Ο Τσοκκάς ήταν αυτός που υπέγραψε εκ μέρους των εφεσειόντων την απόδειξη για το ποσό των Λ.Κ.9.000 που οι τελευταίοι εισέπραξαν από τον εφεσίβλητο ενώ από τα λοιπά περιστατικά της υπόθεσης φάνηκε ότι ο εν λόγω μάρτυρας ενεργούσε, τουλάχιστο δυνάμει προφανούς ή εξυπακουόμενης εξουσιοδότησης (apparent or ostensible authority) των εφεσειόντων και συνεπώς οι τελευταίοι εμποδίζονται, καθώς κρίθηκε, να ισχυρίζονται το αντίθετο και δεσμεύονται από τις πράξεις και ενέργειες του Τσοκκά. Διαπιστώθηκε επίσης ότι ο εφεσίβλητος στις 11.5.2001 ζήτησε γραπτώς από τους εφεσείοντες την επιστροφή των χρημάτων του. Το ίδιο έπραξε και στις 16.5.2001. Διαπιστώθηκε τέλος, ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν εισαχθεί στο ΧΑΚ ούτε και επέστρεψαν στον εφεσίβλητο το ποσό των Λ.Κ.9.000.

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στη διαπίστωση ότι ο Ανδρέας Τσοκκάς είχε τουλάχιστο προφανή ή εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση (apparent or ostensible authority) να ενεργεί εκ μέρους των εφεσειόντων. Οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι δεν υπήρξε μαρτυρία παρέχουσα έρεισμα σ’ αυτή τη διαπίστωση. Η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ο εφεσίβλητος περιγράφει με σαφήνεια στη μαρτυρία του τα διαμειφθέντα μεταξύ του ίδιου και του κ. Τσοκκά προκειμένου το ποσό των Λ.Κ.9.000 να διατεθεί για την αγορά μετοχών των εφεσειόντων καθώς και τις ενέργειες του κ. Τσοκκά που ακολούθησαν για την επίτευξη του σκοπού. Συγκλίνουσα είναι και η άμεση μαρτυρία του κ. Τσοκκά (σελίδες 25 μέχρι 37 των πρακτικών) από την οποία σαφώς προκύπτει ότι αυτός, σε κάθε περίπτωση στα πλαίσια της συναλλαγής με τον εφεσίβλητο, ενεργούσε εκ μέρους και για λογαριασμό των εφεσειόντων. Σχετική όμως είναι και η συμπεριφορά των εφεσειόντων οι οποίοι αποδέχοντο τις διαδοχικές πράξεις και ενέργειες του κ. Τσοκκά καθώς και τα έγγραφα που συμπλήρωσε και απέστειλε με φαξ στον εφεσίβλητο προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο σκοπός. Από την όλη συμπεριφορά τους, προκύπτει ότι αυτοί παρίσταναν ή επέτρεψαν να παριστάνεται ότι ο Ανδρέας Τσοκκάς ενεργούσε ως αντιπρόσωπος τους για την προώθηση της πώλησης μετοχών τους ακόμη και για την είσπραξη χρημάτων για λογαριασμό τους για το συγκεκριμένο σκοπό. Στη Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ v. Κατερίνας Δημήτρη (1999) 1 Α.Α.Δ. 551, η οποία αναφέρεται στην εκκαλούμενη απόφαση, λέχθηκαν τα εξής:

«Οι συνέπειες από τη φαινομένη πληρεξουσιότητα βρίσκουν έρεισμα κατά τα επικρατούντα, στις αρχές του κωλύματος (estoppel) που αποτελούν μέρος του δικαίου μας κατά το Αρθρο 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν. 14/60. αφού δεν μπορεί να θεωρηθεί, ούτε βέβαια προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός, ότι αποκλείονται από τις διατάξεις του Κεφ. 149. (βλ. σχετικά Παΐκκος v. Κοντεμενιώτη (1989) 1 C.L.R. 50). Βρίσκεται στον πυρήνα της δέσμευσης η εμφάνιση των πραγμάτων όπως αυτή μπορεί να συνδεθεί προς παράσταση, ρητή ή με τη συμπεριφορά. Κωλύεται εκείνος που παριστά ή που επιτρέπει με αυτό τον τρόπο να παρίσταται άλλος ως αντιπρόσωπός του, να αρνηθεί δέσμευση όταν ο τρίτος, στηριγμένος σ’ αυτή την παράσταση, ενεργεί προς βλάβη του ή, ακόμα ευρύτερα, διαφοροποιεί τη θέση του.»

Είναι φανερό πως ο εφεσίβλητος στηρίχθηκε στις παραστάσεις των εφεσειόντων με τις οποίες επέτρεψαν να εμφανίζεται ο Τσοκκάς ως αντιπρόσωπός τους και συνεπώς οι εφεσείοντες κωλύονται να αρνούνται δέσμευση τους που προέκυψε από τη συγκεκριμένη συναλλαγή.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η αρχή της προφανούς ή εξυπακουόμενης αντιπροσώπευσης δεν εφαρμόζεται όπου ο συναλλασσόμενος τρίτος μπορεί να ανακαλύψει την αλήθεια από έγγραφα της εταιρείας που καταχωρούνται στις αρμόδιες αρχές. Λέγουν, ότι ο εφεσείων μπορούσε να ανακαλύψει την αλήθεια μέσα από το ενημερωτικό δελτίο που αυτοί κατέθεσαν στο ΧΑΚ το Μάιο 2000 όπου στην πρόσκληση για εγγραφή, αναφερόταν η πρόθεση τους να υποβάλουν αίτηση στο ΧΑΚ το έτος 2004. Το κρίσιμο σημείο δεν είναι ο χρόνος υποβολής της αίτησης για εισδοχή των αξιών στο ΧΑΚ αλλά αυτό τούτο το γεγονός της μη εισαγωγής τους. Και εφόσον η εισαγωγή αποτελούσε όρο της πρόσκλησης ο οποίος κατέρρευσε, δυνάμει του Νόμου, προκύπτει θέμα επιστροφής των χρημάτων που καταβλήθηκαν.

Οι εφεσείοντες με το δεύτερο λόγο έφεσης ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση τους ότι ο εφεσίβλητος δεν συνεβλήθη απ’ ευθείας μαζί τους αλλά μέσω της MFS. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης έγινε ανασκόπηση της σχέσης των διαδίκων και έχουν επιδοκιμαστεί οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επίδικη συναλλαγή έγινε μέσω του αντιπροσώπου των εφεσειόντων και του εφεσίβλητου και ότι οι εφεσείοντες δεσμεύονται.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν έγινε αναφορά για πληροφοριακή έκθεση ούτε λέχθηκε στον εφεσίβλητο για πρόσκληση για εγγραφή και πληροφοριακή έκθεση και ειδικά ότι η αίτησή τους για εισαγωγή στο ΧΑΚ θα γινόταν το 2004. Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι ο εφεσίβλητος έλαβε γνώση περί των πιο πάνω, μέσω της δήλωσης που είχε υπογράψει εκ μέρους του η MFS η οποία, κατά τους εφεσειόντες, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του. Από τη μαρτυρία δεν προκύπτει ότι η MFS εξουσιοδοτήθηκε από τον εφεσίβλητο για να υπογράψει εκ μέρους του την προαναφερθείσα δήλωση η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν επενεργεί προς απαλλαγή των εφεσειόντων από την υποχρέωση για την εισαγωγή τους στο ΧΑΚ, πράγμα που ουδέποτε έγινε. Εξάλλου, κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις, η MFS δεν μπορούσε να αντιπροσωπεύει ταυτοχρόνως και για τον ίδιο σκοπό τους εφεσείοντες και τον εφεσίβλητο.

Με τους λόγους έφεσης 4 και 5 προβάλλονται ισχυρισμοί, η ουσία των οποίων εμπεριέχεται στους προηγούμενους λόγους έφεσης τους οποίους εξετάσαμε και καταλήξαμε στα δικά μας συμπεράσματα. Θεωρούμε αχρείαστη την όποια επανάληψη.

Οι λόγοι έφεσης 6 και 7 αναφέρονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Υπενθυμίζουμε ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου κρίθηκε αξιόπιστη όπως και η μαρτυρία του κ. Τσοκκά. Οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία των εν λόγω μαρτύρων είναι λανθασμένη επειδή, κατά την έκταση που αφορά στο θέμα των παραστάσεων για την εισαγωγή των τίτλων των εφεσειόντων στο ΧΑΚ, διΐσταται. Είναι γεγονός ότι σχετικά με αυτή τη πτυχή του θέματος το δικαστήριο προτίμησε να στηριχθεί στη μαρτυρία του εφεσίβλητου γιατί, καθώς εξηγεί, ο τελευταίος ήταν σε καλύτερη θέση να θυμάται τα διαμειφθέντα με τον κ. Τσόκκο εφόσον ήταν στη βάση εκείνης της διαπραγμάτευσης που ο ίδιος αποφάσισε να προχωρήσει στην ολοκλήρωση της συναλλαγής. Πρόκειται για προσέγγιση η οποία δεν είναι αντίθετη με την κοινή λογική ούτε συγκρούεται με άλλα σημεία της μαρτυρίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε υπό τις περιστάσεις τη δυνατότητα αποδοχής μέρους της μαρτυρίας του μάρτυρα ο οποίος γενικά αξιολογήθηκε ως αξιόπιστος και να εξηγήσει πειστικά, όπως και έπραξε, γιατί δεν αποδέχεται άλλο μέρος της μαρτυρίας του. Βλ. Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506. Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η μεταξύ αυτών και του εφεσίβλητου οικονομική διαφορά συνιστά σοβαρή παράμετρο της υπόθεσης η οποία σχετίζεται με το θέμα της αξιοπιστίας του. Η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου είναι «ότι χρειαζόταν κάποια αιτιολογία για την κατάληξη ότι η διαφορά δεν επηρεάζει την αξιοπιστία του». Έχουμε την άποψη πως δεν χρειαζόταν να λεχθεί τίποτε περισσότερο από όσα το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει στην εκκαλούμενη απόφαση. Ο εν λόγω μάρτυρας χωρίς περιστροφές αποκάλυψε ότι υπάρχει όντως οικονομική διαφορά μεταξύ αυτού και των εφεσειόντων και το δικαστήριο αφού αξιολόγησε επαρκώς την αξιοπιστία του μάρτυρα και καθόρισε το ρόλο που διαδραμάτισε στη συναλλαγή, αναφέρει ότι οι διαφορές που έχει με την ΜFS δεν επηρέασαν την αξιοπιστία του. Συνάγεται λοιπόν ότι το θέμα δεν πέρασε απαρατήρητο από το δικαστήριο, και ότι επί αυτού, διατυπώθηκε σαφής άποψη.

Το παράπονο των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του διευθυντή τους κ. Γ. Κωνσταντίνου (Μ.Υ.1) είναι κατά την κρίση μας αβάσιμο. Το δικαστήριο εξηγεί ότι ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε γεγονότα που αφορούσαν τη συγκεκριμένη συναλλαγή για τα οποία ο ίδιος δεν είχε άμεση και προσωπική γνώση. Ο τρόπος με τον οποίο το δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του κ. Κωνσταντίνου δεν αφήνει περιθώρια επέμβασης καθότι τα σχετικά συμπεράσματα είναι λογικά και αποτελούν προϊόν ορθής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Το πιο κάτω απόσπασμα είναι νομίζουμε αρκούντως διαφωτιστικό του τρόπου με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία του κ. Κωνσταντίνου:

«Εξετάζοντας τώρα τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 Γιώργου Κωνσταντίνου Διευθυντή της Εναγομένης 1 δέχομαι ότι είπε αλήθεια στο δικαστήριο αναφορικά με τις γενικές διαδικασίες που ακολουθούντο από την Εναγόμενη εταιρεία, όμως διαφάνηκε καθαρά ότι δεν είχε ιδιαίτερη γνώση των γεγονότων της συγκεκριμένης επίδικης συναλλαγής. Δέχομαι από την μαρτυρία του ότι η Εναγομένη 1 είχε εκδώσει πληροφοριακή έκθεση, όμως δεν δέχομαι ότι υπήρχε αυτή στα γραφεία στην Λεμεσό. Επίσης δέχομαι ότι μέσα από την γενική τακτική της εταιρείας ετοιμάζετο απόδειξη είσπραξης από την εταιρεία [Τεκμήριο 9] και αποστέλλετο στους πελάτες καθώς και τίτλοι μετοχών αλλά δεν μπορώ να στηριχθώ στην μαρτυρία του ότι το Τεκμήριο 9 ή οι τίτλοι μετοχών ταχυδρομήθηκαν και πότε αφού διαφάνηκε ότι για αυτά τα ζητήματα δεν είχε προσωπική γνώση και δεν ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικός, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι η ταχυδρόμηση είχε ανατεθεί σε άλλη εταιρεία προς υποβοήθηση του έργου της Εναγόμενης 1 εταιρείας. Ούτε πότε ετοιμάστηκε το τεκμήριο 9 μπορώ να δεχθώ την μαρτυρία του αφού φαίνεται κάποια αλλοίωση στην ημερομηνία στην οποία εμφαίνετο αρχικά χρονολογία 22/9/2005 και διορθωμένη η χρονολογία 2000 για την οποία δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία του συντάξαντα το έγγραφο που να διαφωτίζει την κατάσταση. Ως εκ τούτου δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του ως προς τα πιο πάνω αμφισβητούμενα γεγονότα, ούτε μπορώ να στηριχθώ ότι αυτή ταχυδρομήθηκε και πότε. Ακόμη όμως και αν δεχόμουν από την μαρτυρία του ότι η απόδειξη Τεκμήριο 9 καθώς και οι τίτλοι μετοχών από την Εναγόμενη 1 ταχυδρομήθηκαν αυτές δεν αποστάλησαν στην διεύθυνση του Ενάγοντα αφού όπως φαίνεται από τα γεγονότα που ετέθηκαν ενώπιόν μου η διεύθυνση του Ενάγοντα ήταν Ευαγγελίστριας 58 Κάτω Πολεμίδια [βλ. Τεκμήριο 4 και προφορική μαρτυρία του Ενάγοντα] ενώ η διεύθυνση που φαίνεται στο εν λόγω Τεκμήριο με βάση το Τεκμήριο 9 ήταν Ευαγγελιστρίας 28 Κάτω Πολεμίδια.

Με αυτά τα δεδομένα δεν δημιουργείται Τεκμήριο ότι αυτά παρελήφθησαν από τον Ενάγοντα, ώστε αυτός να δεσμεύεται από την αποστολή τους. Επίσης από το Τεκμήριο 9 φαίνεται ότι η απόδειξη Τεκμήριο 9 παραλήφθηκε από υπάλληλο της Marketrends Financial Services για τον Ενάγοντα χωρίς να υπάρχει μαρτυρία ότι τον αντιπροσώπευσε με οποιονδήποτε τρόπο. Επίσης το Τεκμήριο 10 δεν αποκαλύπτει με ποιο τρόπο ή σε ποια διεύθυνση εστάληκαν οι μετοχές. Επίσης δεν δέχομαι την θέση του ότι δεν παραλήφθηκαν τα Τεκμήρια 4 και 5 από την Εναγόμενη 1 ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι η Εναγόμενη 1 με το Τεκμήριο 6 απέρριψε το αίτημα του Ενάγοντα που περιέχετο στο Τεκμήριο 5 για επιστροφή του εν λόγω ποσού.»

Με τον όγδοο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της διαπίστωσης ότι στην απόδειξη (τεκμ. 9) δεν προσδιορίζεται επακριβώς ο χρόνος έκδοσης της αφού σ’ αυτήν υπάρχει διορθωμένη η ημερομηνία. Εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι το εύρημα περί αλλοίωσης είναι αυθαίρετο εφόσον δεν υπάρχει μαρτυρία η οποία να το υποστηρίζει. Προκύπτει από τη μαρτυρία ότι το τεκμήριο 9 κατατέθηκε κατά την κυρίως εξέταση του διευθυντή των εφεσειόντων κ. Κωνσταντίνου, χωρίς αυτό να είχε υποδειχθεί στον εφεσίβλητο όταν αυτός κατέθετε. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά υπό τις περιστάσεις, αποδέχθηκε ως ημερομηνία είσπραξης των χρημάτων για αγορά των μετοχών την 4.9.2000 η οποία συμπίπτει με την ημερομηνία κατά την οποία καταρτίστηκε και στάληκε η απόδειξη είσπραξης (τεκμ. 3) για το ποσό των Λ.Κ.9.000. Φαίνεται από τα πρακτικά ότι η εν λόγω ημερομηνία δηλώθηκε εκ συμφώνου από τους δικηγόρους των διαδίκων. Βλ. σελ. 22 των πρακτικών.

Ο λόγος έφεσης 9 αναφέρεται στην απόδειξη είσπραξης. Επί αυτού, έγινε ήδη λόγος και έχουν επιδοκιμαστεί τα σχετικά ευρήματα και διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δηλαδή, η εν λόγω απόδειξη ετοιμάστηκε από τους εφεσείοντες. Θεωρούμε ότι παρέλκει η εκ νέου ενασχόληση με το ίδιο θέμα.

Ανεδαφικοί κρίνονται και οι λόγοι έφεσης 10 και 11 εφόσον έχει ήδη επικυρωθεί η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι για τους σκοπούς της συγκεκριμένης συναλλαγής ο κ. Τσοκκάς ενεργούσε κατ’ εξουσιοδότηση και ως αντιπρόσωπος των εφεσειόντων.

Η διαταγή για επιστροφή των χρημάτων στον εφεσίβλητο είναι το αντικείμενο του τελευταίου λόγου έφεσης. Επιγραμματικά σημειώνουμε ότι με βάση τις πρόνοιες του Αρθρου 3(3) του Νόμου, ο εκδότης υποχρεούται να επιστρέψει τα εισπραχθέντα ποσά εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο αγοραστής ζήτησε τούτο γραπτώς με τόκο 6% ταυτόχρονα με την επιστροφή των σχετικών τίτλων. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσίβλητος ενήργησε στα πλαίσια του νόμου το δε πρωτόδικο δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης έπρεπε να διατάξει τους εφεσείοντες να επιστρέψουν στον εφεσίβλητο τα χρήματα που εισέπραξαν. Οι πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 στις οποίες αναφέρονται οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.

Η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του εφεσίβλητου.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο