
(2012) 1 ΑΑΔ 515
20 Μαρτίου, 2012
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσείων -Εναγόμενος 1,
v.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΦΙΛΙΠΕΝΚΟ (ANASTASIA FILIPENKO),
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 316/2008)
Αμέλεια — Τροχαίο ατύχημα — Οδηγός ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητο του σε δρόμο ευθύ, διπλής κατεύθυνσης, με ορατότητα χωρίς εμπόδια, στη λανθασμένη πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του, κτύπησε πεζή που διασταύρωνε το δρόμο — Η αμέλειά της, εκρίθη περιορισμένη, επειδή δεν αναμενόταν να οδηγείται αυτοκίνητο στη λανθασμένη πλευρά του δρόμου. Καταμερισμός ευθύνης 75% στον οδηγό και 25% στην πεζή ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία καταμέρισε την ευθύνη για το τροχαίο δυστύχημα το οποίο συνέβηκε στις 18/4/2003, στην οδό Αριάδνης, στη Λεμεσό, μεταξύ του εφεσείοντα - εναγομένου 1 και της εφεσίβλητης - ενάγουσας σε ποσοστό 75% και 25%, αντίστοιχα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την εκδοχή της εφεσίβλητης- εκτός από τη θέση της ως προς το σημείο της σύγκρουσης- για το οποίο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εξεταστή του δυστυχήματος και τη μαρτυρία ανεξάρτητου μάρτυρα, κατέληξε στη διαπίστωση ότι ο εφεσείων, το συγκεκριμένο βράδυ, γύρω στις 8.00, οδηγούσε το αυτοκίνητο του σε δρόμο ευθύ, διπλής κατεύθυνσης, με ορατότητα χωρίς εμπόδια, με νότια κατεύθυνση, στη λανθασμένη πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του. Πολύ πριν από τη σύγκρουση, η εφεσίβλητη, η οποία βρισκόταν στη αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντα, άρχισε να διασταυρώνει, με σκοπό να περάσει στην απέναντι πλευρά. Όταν βρισκόταν στη μέση του δρόμου, τάχυνε το βήμα της, χωρίς όμως να κοιτάξει δεξιά, απ’ όπου ερχόταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, αφού δεν ανέμενε να οδηγείται από τα δεξιά της αυτοκίνητο.
Ο εφεσείων, ο οποίος δεν είδε την εφεσίβλητη στη μέση του δρόμου παρά μόνο την τελευταία στιγμή, χρησιμοποίησε τα φρένα του αυτοκινήτου του, αφήνοντας ίχνη τροχοπέδησης. Σταμάτησε το αυτοκίνητό του, χωρίς, όμως, να αποφύγει τη σύγκρουση, η οποία οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτός δεν πρόσεξε έγκαιρα την εφεσίβλητη.
Η μειωμένη προσοχή του ήταν η αιτία της σύγκρουσης. Βέβαια και η εφεσίβλητη, όταν ήταν στη μέση του δρόμου, το πλάτος του οποίου είναι μεγαλύτερο των 10 μέτρων και χρειάζεται κάποιος χρόνος για να τον διασχίσει ένας, αν κοίταζε προς τα δεξιά, θα αντιλαμβανόταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, αφού η ορατότητα από την κατεύθυνση που αυτός ερχόταν ήταν, περίπου, 40 μέτρα. Η αμέλειά της, κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν περιορισμένη, επειδή δεν αναμενόταν να οδηγείται αυτοκίνητο με νότια κατεύθυνση στη δεξιά πλευρά του δρόμου.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι ήταν εσφαλμένες οι πιο πάνω πρωτόδικες διαπιστώσεις και ειδικότερα ότι:
α) Ήταν εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης αλλά και της μαρτυρίας στην ολότητά της.
β) Ήταν εσφαλμένος ο επιμερισμός του ποσοστού της συντρέχουσας αμέλειας που καταλογίστηκε στην εφεσίβλητη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν παρέβλεψε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, την πραγματική μαρτυρία ούτε κατέληξε σε εσφαλμένη διαπίστωση ως προς το σημείο της σύγκρουσης. Εκείνο το οποίο ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι, λόγω της έλλειψης ανεξάρτητης μαρτυρίας σε σχέση με το ύψος του δρόμου στο σημείο που έγινε η σύγκρουση - υπήρχε μόνο πραγματική μαρτυρία - δεν μπορούσε να αποκλειστεί η σύγκρουση να έγινε μερικά μέτρα πίσω από το σημείο «Χ».
2. Δεδομένης της μαρτυρίας ότι η σύγκρουση έγινε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, μετά το μέσο του, το ακριβές ύψος στο οποίο αυτή έγινε, ήταν χωρίς σημασία για τα αίτια του δυστυχήματος.
3. Οι λόγοι απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντα, όπως και οι λόγοι αποδοχής της μαρτυρίας της εφεσίβλητης ως αξιόπιστης, παρά τις αντιφάσεις που το ίδιο το Δικαστήριο διαπίστωσε σε αυτή, ήταν καθ’ όλα εύλογοι.
4. Το κρίσιμο σημείο ως προς την ευθύνη ήταν κατά πόσο ο εφεσείων, υπό τις περιστάσεις, όπως τις περιέγραψε ο Μ.Ε.4, έλεγχε επαρκώς το δρόμο, ώστε να αντιλαμβανόταν την εφεσίβλητη, όταν αυτή άρχισε να τον διασταυρώνει. Τα ίχνη τροχοπέδησης που άφησε το αυτοκίνητό του πριν από τη σύγκρουση - 4 μέτρα μόνο - φανέρωναν ότι αυτός, όταν αντιλήφθηκε την εφεσίβλητη, βρισκόταν, ήδη, σε τέτοια απόσταση από κοντά της, που η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.
5. Η προσπάθεια της εφεσίβλητης να διασταυρώσει δεν ήταν περίπτωση απότομου και απρόσμενου εγχειρήματος διασταύρωσης του δρόμου. Αυτή, προτού κτυπηθεί, είχε, ήδη, καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου, το πλάτος του οποίου είναι 10 μέτρα. Ο εφεσείων, εάν είχε την προσοχή του στο δρόμο, τοσούτω μάλλον αφού το αυτοκίνητό του κινείτο στη λανθασμένη πλευρά της πορείας του, θα αντιλαμβανόταν πολύ πριν από την εφεσίβλητη που διασταύρωνε.
6. Από την άλλη, η εφεσίβλητη, όπως ορθά κρίθηκε, δεν ήταν άμοιρη ευθύνης, αφού αυτή, όταν βρισκόταν στη μέση του δρόμου, αν κοίταζε προς τα δεξιά, από όπου ερχόταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα - είχε ορατότητα, περίπου, 40 μέτρα - θα το έβλεπε και θα σταματούσε, αντί, με γρήγορο βηματισμό, να προχωρήσει για να διασταυρώσει.
7. Οι πρωτόδικες διαπιστώσεις ως προς την ευθύνη ήταν ορθές.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ταλαρίδου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 577/05), ημερομηνίας 17/7/2008.
Θ. Μ. Ιωαννίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Σαρρή (κα), για Κ. Π. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, με απόφασή του στην Aγωγή Αρ. 577/05, καταμέρισε την ευθύνη για το τροχαίο δυστύχημα το οποίο συνέβηκε στις 18/4/2003, στην οδό Αριάδνης, στη Λεμεσό, μεταξύ του εφεσείοντα - εναγομένου 1 και της εφεσίβλητης - ενάγουσας σε ποσοστό 75% και 25%, αντίστοιχα. Στο δυστύχημα, ενέχονταν η εφεσίβλητη, η οποία διασταύρωνε πεζή το δρόμο, και το όχημα Aρ. Εγγραφής ΗΖΡ 792, το οποίο οδηγούσε ο εφεσείων. Για τον τραυματισμό της εφεσίβλητης, επιδικάστηκαν υπέρ της γενικές και ειδικές αποζημιώσεις, οι οποίες, μετά την αφαίρεση του ποσοστού της ευθύνης της, καθορίστηκαν σε €37.500,00, πλέον τόκο προς 8% ετησίως από 18/4/2003 και €7.060,74, πλέον τόκο προς 4% ετησίως από 18/4/2003, αντίστοιχα.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε, από τον εναγόμενο 1, η παρούσα έφεση, στους λόγους της οποίας θα αναφερθούμε, αφού πρώτα παραθέσουμε τις εκδοχές των διαδίκων και τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη βάση της μαρτυρίας της πλευράς της εφεσίβλητης, που αυτό αποδέχτηκε ως αξιόπιστη. Σε σχέση με τις συνθήκες στη σκηνή, κατέθεσαν, εκτός από την εφεσίβλητη, ο Αστ. Μιχάλης Αντωνίου - Μ.Ε.2 - και ο Παναγιώτης Παναούτας - Μ.Ε.4.
Η εκδοχή της εφεσίβλητης, ηλικίας τότε 13 χρόνων, ήταν ότι, γύρω στις 8.00 το βράδυ της 18/4/2003, αυτή, με δύο φίλες της, στάθηκε έξω από το σινεμά Cineplex στη Λεμεσό, με σκοπό να διασταυρώσουν την οδό Αριάδνης. Η ίδια, αφού έλεγξε ότι ο δρόμος ήταν καθαρός, προχώρησε, ενώ οι φίλες της όχι. Όταν κάλυψε απόσταση μεγαλύτερη από το μισό του δρόμου, είδε, για πρώτη φορά, φώτα αυτοκινήτου, που οδηγείτο στη λανθασμένη πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του και, αμέσως, χτυπήθηκε από το εν λόγω αυτοκίνητο. Από τη σύγκρουση, τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Λόγω των τραυμάτων της, έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία δύο μήνες μετά το δυστύχημα και υπέδειξε ως σημείο σύγκρουσης το Χ1, το οποίο θυμόταν, επειδή τη στιγμή της σύγκρουσης είχε προσέξει απέναντί της μια φωτεινή επιγραφή, που υπήρχε εκεί.
Η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν ότι αυτός οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην κανονική πλευρά του δρόμου - αριστερά - σύμφωνα με την πορεία του, με νότια κατεύθυνση, με ταχύτητα όχι μεγαλύτερη από 50 χιλιόμετρα την ώρα. Όπως οδηγούσε, σε απόσταση 150 μέτρα νότια του Cineplex, αντιλήφθηκε ξαφνικά, σε απόσταση από κοντά του 15 - 20 μέτρα, τέσσερα ή πέντε πρόσωπα να βρίσκονται στη μέση του δρόμου, 1 - 2 μέτρα από την άκρη της αριστερής πλευράς του. Για να τα αποφύγει, έστριψε δεξιά και μπήκε στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Όταν βρισκόταν σε απόσταση από αυτά 10 - 12 μέτρα, είδε μια νεαρή κοπέλα να τρέχει, από το σημείο που βρισκόταν με τα άλλα πρόσωπα, προφανώς, για να διασταυρώσει. Χρησιμοποίησε αμέσως τα φρένα του αυτοκινήτου του, το οποίο, σε μερικά μέτρα, σταμάτησε, δεν απέφυγε, όμως, τη σύγκρουση μαζί της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως εξωπραγματική την εκδοχή του εφεσείοντα, τον οποίο έκρινε αναξιόπιστο. Δεν μπορούσε, κατέληξε, να είναι αλήθεια ότι αυτός, πριν τη σύγκρουση, είδε την εφεσίβλητη, από απόσταση 10 ή 12 μέτρων, να τρέχει να διασταυρώσει. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι αυτός, ενώ οδηγούσε με την ταχύτητα των 50 χιλιομέτρων την ώρα, όπως ήταν ο ισχυρισμός του, από τη στιγμή που είδε τα τέσσερα ή πέντε πρόσωπα και έστριψε το τιμόνι δεξιά για να τα αποφύγει μέχρι τη στιγμή της σύγκρουσης, κάλυψε απόσταση μόνο 2 μέτρα, ενώ η εφεσίβλητη, με τα πόδια, κάλυψε διπλάσια απόσταση. Ούτε μπορούσε να είναι αλήθεια ότι είχε αρχίσει να στρίβει το αυτοκίνητό του δεξιά, σε απόσταση 17 μέτρα από το σημείο που είδε την εφεσίβλητη, προτού συγκρουστεί με αυτή, γιατί δε θα υπήρχαν στη δεξιά πλευρά του δρόμου ίχνη τροχοπέδησης μήκους 4 μέτρων. Αποφασιστικό για την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ήταν και το γεγονός ότι, στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, δεν ανέφερε ότι, όταν είδε τους πεζούς, ελάττωσε ταχύτητα. Για πρώτη φορά, το είπε στο Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο την εκδοχή της εφεσίβλητης, εκτός από τη θέση της ως προς το σημείο της σύγκρουσης, για το οποίο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εξεταστή του δυστυχήματος - Μ.Ε.2 - και τη μαρτυρία του ανεξάρτητου μάρτυρα Παναγιώτη Παναούτα - Μ.Ε.4 - ο οποίος, το συγκεκριμένο βράδυ, οδηγούσε το αυτοκίνητό του στον ίδιο δρόμο, με βόρεια κατεύθυνση, αντίθετη, δηλαδή, από εκείνη του εφεσείοντα, και ο οποίος περιέγραψε τις συνθήκες της σύγκρουσης, κατέληξε στις πιο κάτω διαπιστώσεις:-
Ο εφεσείων, το συγκεκριμένο βράδυ, γύρω στις 8.00, οδηγούσε το αυτοκίνητο του υπ’ Αρ. Εγγραφής ΗΖΡ 792, στην οδό Αριάδνης, δρόμο ευθύ, διπλής κατεύθυνσης, με ορατότητα χωρίς εμπόδια, με νότια κατεύθυνση, στη λανθασμένη πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του. Πολύ πριν τη σύγκρουση, η εφεσίβλητη, η οποία βρισκόταν στη αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντα, άρχισε να διασταυρώνει, με σκοπό να περάσει στην απέναντι πλευρά. Όταν βρισκόταν στη μέση του δρόμου, τάχυνε το βήμα της, χωρίς όμως να κοιτάξει δεξιά, απ’ όπου ερχόταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, αφού δεν ανέμενε να οδηγείται από τα δεξιά της αυτοκίνητο. Ο εφεσείων, ο οποίος δεν είδε την εφεσίβλητη στη μέση του δρόμου παρά μόνο την τελευταία στιγμή, χρησιμοποίησε τα φρένα του αυτοκινήτου του, αφήνοντας ίχνη τροχοπέδησης. Σταμάτησε το αυτοκίνητό του, χωρίς, όμως, να αποφύγει τη σύγκρουση, η οποία οφειλόταν στο γεγονός ότι αυτός δεν πρόσεξε έγκαιρα την εφεσίβλητη. Όταν αυτή άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο, το αυτοκίνητο του εφεσείοντα βρισκόταν, τουλάχιστον, 50 μέτρα μακριά της, έτσι ώστε αυτός, αν έλεγχε το δρόμο μπροστά του, θα την αντιλαμβανόταν, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούσαν τη δεδομένη στιγμή σ’ αυτόν. Η μειωμένη προσοχή του ήταν η αιτία της σύγκρουσης. Βέβαια και η εφεσίβλητη, όταν ήταν στη μέση του δρόμου, το πλάτος του οποίου είναι μεγαλύτερο των 10 μέτρων και χρειάζεται κάποιος χρόνος για να τον διασχίσει ένας, αν κοίταζε προς τα δεξιά, θα αντιλαμβανόταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, αφού η ορατότητα από την κατεύθυνση που αυτός ερχόταν ήταν, περίπου, 40 μέτρα. Η αμέλειά της, κατέληξε, είναι περιορισμένη, επειδή δεν αναμενόταν να οδηγείται αυτοκίνητο με νότια κατεύθυνση στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Σε ό,τι αφορά το σημείο της σύγκρουσης, αυτό, παρά την ύπαρξη πραγματικής μαρτυρίας στο σημείο «Χ» που υπέδειξε ο Μ.Ε.2, δεν αποκλείεται να βρίσκεται μερικά μέτρα πιο πίσω.
Ο εφεσείων, με πέντε λόγους έφεσης, αμφισβητεί τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τους λόγους έφεσης 2, 3 και 4, αμφισβητεί την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσίβλητης αλλά και της μαρτυρίας στην ολότητά της. Ισχυρίζεται ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία, η οποία δεν αξιολογήθηκε και άλλη, η οποία δεν αξιολογήθηκε ορθά. Αμφισβητεί τη διαπίστωση ότι ο αυτός ευθύνεται για το δυστύχημα. Περαιτέρω, με τους λόγους έφεσης 1 και 5, αμφισβητεί το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας που καταλογίστηκε στην εφεσίβλητη. Είναι η θέση του, δεδομένου του ευρήματος ότι αυτή όχι μόνο δε σταμάτησε στη μέση του δρόμου για να ελέγξει την κίνηση αλλά επιτάχυνε και το βηματισμό της για να διασταυρώσει χωρίς προηγουμένως να κοιτάξει, ότι αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα φέρει η ίδια.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι παραγνωρίστηκε η μαρτυρία τόσο του Μ.Ε.2 όσο και του εφεσείοντα ως προς το σημείο της σύγκρουσης «Χ», το οποίο υποστηριζόταν από την πραγματική μαρτυρία - (κηλίδες αίματος, τέλος των ιχνών τροχοπέδησης). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τα πιο πάνω και, χωρίς άλλη μαρτυρία, κατέληξε ότι το σημείο σύγκρουσης μπορεί να είναι μερικά μέτρα πιο πίσω. Παραγνωρίστηκε, επίσης, η μαρτυρία της εφεσίβλητης, η οποία δέχτηκε ότι δεν περπατούσε αργά και ότι είδε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, καίτοι αυτό είχε τα φώτα του αναμμένα, δευτερόλεπτα πριν το δυστύχημα. Αυτή, αν ήταν προσεκτική, είχε τη δυνατότητα να δει το αυτοκίνητο από απόσταση 55 μέτρων. Με αναφορά σε σημεία της μαρτυρίας της εφεσίβλητης, η οποία δέχτηκε ότι δεν έλεγξε προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία της, και του εξεταστή, ο οποίος ανέφερε ότι, από το σημείο της σύγκρουσης Χ σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, σε απόσταση 35 - 40 μέτρα, αρχίζει στροφή, εισηγήθηκε ότι αιτία του δυστυχήματος ήταν η παράλειψη της εφεσίβλητης να αντιληφθεί έγκαιρα το αυτοκίνητο του εφεσείοντα και η ενέργειά της να τρέξει να διασταυρώσει, για την οποία αναφέρθηκε και ο Μ.Ε.4 στην κατάθεσή του στην Αστυνομία. Πρόκειται, κατέληξε ο συνήγορος του εφεσείοντα, για κλασσική περίπτωση πεζού ο οποίος τρέχει να διασταυρώσει.
Έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις του εφεσείοντα, σε συνδυασμό με τα σημεία της μαρτυρίας στα οποία μας παρέπεμψε αλλά και με τη μαρτυρία στο σύνολό της. Δε συμμεριζόμαστε την άποψή του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, παρέβλεψε την πραγματική μαρτυρία και κατέληξε σε εσφαλμένη διαπίστωση ως προς το σημείο της σύγκρουσης. Εκείνο το οποίο ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι, λόγω της έλλειψης ανεξάρτητης μαρτυρίας σε σχέση με το ύψος του δρόμου στο σημείο που έγινε η σύγκρουση - υπήρχε μόνο πραγματική μαρτυρία - δεν μπορούσε να αποκλειστεί η σύγκρουση να έγινε μερικά μέτρα πίσω από το σημείο «Χ». Θεωρούμε ότι, δεδομένης της μαρτυρίας ότι η σύγκρουση έγινε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, μετά το μέσο του, το ακριβές ύψος στο οποίο αυτή έγινε είναι χωρίς σημασία για τα αίτια του δυστυχήματος.
Οι λόγοι απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντα, όπως και οι λόγοι αποδοχής της μαρτυρίας της εφεσίβλητης ως αξιόπιστης, παρά τις αντιφάσεις που το ίδιο το Δικαστήριο διαπίστωσε σε αυτή, είναι καθ’ όλα εύλογοι. Η υπόδειξη διαφορετικού σημείου σύγκρουσης από την εφεσίβλητη δεν επιδρά στην αξιοπιστία της, λαμβανομένου υπόψη του λόγου που η ίδια έδωσε - κατέληξε στο σημείο, επειδή, κατά την ώρα της σύγκρουσης, πρόσεξε μια φωτεινή επιγραφή που υπήρχε στο συγκεκριμένο σημείο - αλλά και του χρόνου που διέρρευσε μέχρι αυτή να δώσει την κατάθεσή της - δύο μήνες - λόγω των τραυμάτων που υπέστη. Κατά την άποψή μας, το κρίσιμο σημείο ως προς την ευθύνη είναι κατά πόσο ο εφεσείων, υπό τις περιστάσεις, όπως τις περιέγραψε ο Μ.Ε.4, έλεγχε επαρκώς το δρόμο, ώστε να αντιληφθεί την εφεσίβλητη, όταν αυτή άρχισε να τον διασταυρώνει. Τα ίχνη τροχοπέδησης που άφησε το αυτοκίνητό του πριν τη σύγκρουση - 4 μέτρα μόνο - φανερώνουν ότι αυτός, όταν αντιλήφθηκε την εφεσίβλητη, βρισκόταν, ήδη, σε τέτοια απόσταση από κοντά της, που η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Η παρουσία της εφεσίβλητης στο δρόμο έγινε αντιληπτή από το Μ.Ε.4, ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητό του στην κανονική πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του, από απόσταση 80 μέτρων, όπως αντιληπτό έγινε και το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, από απόσταση 200 μέτρων, να κινείται στη λανθασμένη πλευρά του δρόμου Δεδομένου ότι ο φωτισμός στο σημείο της σύγκρουσης ήταν καλός, τόσο από λαμπτήρα μεγάλου φωτισμού της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ο οποίος βρισκόταν σε απόσταση 7 - 8 μέτρα από αυτό, όσο και από τα φώτα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, είναι φανερό ότι η παρουσία της εφεσίβλητης, που διασταύρωνε, δεν έγινε έγκαιρα αντιληπτή. Η προσπάθεια της εφεσίβλητης να διασταυρώσει δεν είναι περίπτωση απότομου και απρόσμενου εγχειρήματος διασταύρωσης του δρόμου. Αυτή, προτού κτυπηθεί, είχε, ήδη, καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου, το πλάτος του οποίου είναι 10 μέτρα. Ο εφεσείων, εάν είχε την προσοχή του στο δρόμο, τοσούτω μάλλον αφού το αυτοκίνητό του κινείτο στη λανθασμένη πλευρά της πορείας του, θα αντιλαμβανόταν πολύ πριν την εφεσίβλητη που διασταύρωνε. Από την άλλη, η εφεσίβλητη, όπως ορθά κρίθηκε, δεν ήταν άμοιρη ευθύνης, αφού αυτή, όταν βρισκόταν στη μέση του δρόμου, αν κοίταζε προς τα δεξιά, από όπου ερχόταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα - είχε ορατότητα, περίπου, 40 μέτρα - θα το έβλεπε και θα σταματούσε, αντί, με γρήγορο βηματισμό, να προχωρήσει για να διασταυρώσει.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι οι πρωτόδικες διαπιστώσεις ως προς την ευθύνη δε δικαιολογούν επέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο