
ECLI:CY:AD:2019:A177
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. E9/2014)
9 Μαΐου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
SOLVOCHEM FRANCE, SARL,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Α. Κλεάνθους για Ν.Κ. Κλεάνθους & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Π. Πολυβίου και Γ. Μίτλεττον για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η αποτύπωση των γεγονότων που συνιστούν το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης θα βοηθήσει στην ευκολότερη κατανόηση του επίδικου ζητήματος:
Στις 21.6.1995 το Πολυμελές Πρωτοδικείο Παρισίου εξέδωσε απόφαση προς όφελος των Εφεσειόντων, γαλλικής εταιρείας, και εναντίον της Δημοκρατίας του Ιράκ, για το ποσό των 2.093.790 Δολ. ΗΠΑ πλέον τόκους και έξοδα. Βεβαίως, καθώς με την πάροδο του χρόνου οι τόκοι συσσωρεύονταν, στο ποσό αυτό προστέθηκε περαιτέρω ποσό αρκετών εκατομμυρίων. Το εξ αποφάσεως χρέος εξακολουθεί να οφείλεται, με αποτέλεσμα τη συνέχιση αύξησής του με την προσθήκη δεδουλευμένων τόκων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μέχρι και τις 8.10.2012, υπολογίστηκε ως επιπρόσθετο ποσό δεδουλευμένων τόκων 3.420.225 Δολ. ΗΠΑ.
Εν τω μεταξύ, στις 10.10.2006, οι Εφεσείοντες ενέγραψαν, καταχωρώντας την σχετική επί τούτου αίτηση 1/06 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, την εκδοθείσα στη Γαλλία απόφαση στην Κύπρο και έλαβαν άδεια για εκτέλεσή της. Ακολούθως, στις 9.7.2007 οι Εφεσείοντες, ως αιτητές, εξασφάλισαν προσωρινό διάταγμα κατάσχεσης (garnishee order nisi) για την κατάσχεση εις χείρας της Εφεσίβλητης του πιο πάνω ποσού. Προέβαλαν ότι η Εφεσίβλητη όφειλε από το 1990 στη Δημοκρατία του Ιράκ ποσό 7.074.362 Δολ. ΗΠΑ για αγορά πετρελαίου από κρατικό οργανισμό του Ιράκ. Η Εφεσίβλητη υπέβαλε, για διάφορους λόγους, ένσταση στο να γίνει απόλυτο το εν λόγω διάταγμα. Προωθούσε, μεταξύ άλλων, ότι ενεργούσε απλώς ως μεσάζων στην εισαγωγή πετρελαίου και ότι πραγματικοί οφειλέτες ήταν οι εταιρείες πετρελαιοειδών που παρέλαβαν το προϊόν. Το Δικαστήριο, Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με απόφασή του ημερομηνίας 22.12.2008 (η οποία θα αναφέρεται στη συνέχεια ως η πρώτη απόφαση), έκρινε ότι τα τιμολόγια εκδίδονταν από το Ιράκ προς την Εφεσίβλητη, η οποία ασφάλιζε το φορτίο και προέβαινε σε όλες τις σχετικές διαδικασίες και στο όνομα της οποίας είχαν εκδοθεί ενέγγυες πιστώσεις τραπεζών. Κατέληξε - δεδομένου ότι δεν είχε δοθεί καμία μαρτυρία ότι γνωστοποιήθηκε στο Ιράκ η αντιπροσωπευτική ιδιότητα της Εφεσίβλητης, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 190(2)(β) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφάλαιο 149 – ότι η Εφεσίβλητη, ως αντιπρόσωπος μη αποκαλυφθέντος αντιπροσωπευομένου, παρέμενε υπεύθυνη έναντι του τρίτου – Ιράκ. Η αίτηση όμως για οριστικοποίηση του προαναφερθέντος προσωρινού διατάγματος κατάσχεσης απορρίφθηκε για λόγους που αφορούσαν ζητήματα που προέκυπταν σε σχέση με τον Κανονισμό Αριθ. 1210/2003 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, που κάλυπτε ζητήματα κυρώσεων και απαγόρευσης των εμπορικών συναλλαγών με το Ιράκ. Στα πλαίσια αυτά μέσω του πιο πάνω κανονισμού δεσμεύθηκαν όλα τα κεφάλαια που ανήκαν στην προηγούμενη κυβέρνηση του Ιράκ. Κατά προέκταση, ο υπό αναφορά Κανονισμός κρίθηκε ότι παρείχε ασυλία έναντι οποιασδήποτε μορφής κατάσχεσης σε σχέση με το επίδικο χρέος.
Χρόνια αργότερα, στις 12.3.2013, καταχωρήθηκε νέα αίτηση και έλαβεν χώρα νέα διαδικασία, με αντικείμενο και πάλι την αναθεώρηση προσωρινού διατάγματος κατάσχεσης, με το οποίο είχαν δεσμευθεί διάφορα χρηματικά ποσά προς ικανοποίηση του εκ της αποφάσεως του γαλλικού δικαστηρίου υφιστάμενου χρέους. Αυτή τη φορά, ως μεσεγγυούχοι, πέραν της Εφεσίβλητης, προστέθηκαν και άλλα επτά νομικά πρόσωπα – πέντε εταιρείες πετρελαιοειδών και δύο τραπεζιτικοί οργανισμοί – καθώς επίσης και η Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι η αίτηση η οποία οδήγησε στην προσβαλλόμενη με την παρούσα έφεση απόφαση, η οποία εκδόθηκε από άλλο Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στις 2.12.2013.
Η πιο πάνω αίτηση απορρίφθηκε και η μεσεγγύηση που είχε αρχικά διαταχθεί ακυρώθηκε, με έξοδα υπέρ των μεσεγγυούχων. Αποφασίσθηκε, σε σχέση με τη μεσεγγυούχο 1 – Εφεσίβλητη, ότι τα χρέη προς το Ιράκ δεν υφίσταντο πλέον αφού είχαν συμψηφισθεί στα πλαίσια συμφωνίας την οποία είχε συνομολογήσει η Κυπριακή Δημοκρατία με τη Δημοκρατία του Ιράκ. Η διακρατική αυτή συμφωνία, η οποία, ως κρίθηκε, προέβλεπε και για την εκχώρηση των εν λόγω χρεών από το Ιράκ προς την Κυπριακή Δημοκρατία, προέκυπτε από δύο επιστολές του Υπουργού Οικονομικών του Ιράκ προς τον ομόλογό του της Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20.9.2006 και 17.10.2007, αντίστοιχα. Οι επιστολές αυτές είχαν επισυναφθεί ως τεκμήρια στην ένσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης, οι οποίοι έχουν ως κοινό πυρήνα την προσέγγιση ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην απόφασή του να μην εκδώσει διάταγμα κατάσχεσης εναντίον της Εφεσίβλητης – μεσεγγυούχου 1. Υποβάλλεται, πιο συγκεκριμένα, ότι οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες δεν προσέφεραν θετική μαρτυρία περί της ύπαρξης των οφειλών της Εφεσίβλητης προς το Ιράκ, ότι δεν έχουν καταδείξει την παρούσα κατάσταση σε σχέση με τις οφειλές αυτές - εάν δηλαδή εξακολουθούν να υφίστανται και ποίοι είναι οι πραγματικοί οφειλέτες - και ότι τα χρέη είχαν συμψηφισθεί ή εκχωρηθεί στα πλαίσια συμφωνίας, η οποία και δεν αμφισβητήθηκε, μεταξύ της Δημοκρατίας του Ιράκ και της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν υφίστανται πλέον, είναι εσφαλμένες.
Η διαδικασία εκτέλεσης με κατάσχεση ιδιοκτησίας στα χέρια τρίτου είναι διερευνητικής φύσεως και αποσκοπεί στη διαπίστωση της ύπαρξης χρέους από τον μεσεγγυούχο προς τον εξ αποφάσεως χρεώστη. Σύμφωνα με το άρθρο 73 και επόμενα, μέρος VII του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 6, δύναται να εκδοθεί σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τη δικαστική απόφαση με αίτηση του εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή ένταλμα κατάσχεσης στα χέρια τρίτου και με το οποίο διατάσσεται το εν λόγω πρόσωπο να μην παραιτηθεί εν τω μεταξύ από τη φύλαξη της προβλεπομένης ιδιοκτησίας. Με το ένταλμα δεσμεύεται η εν λόγω ιδιοκτησία για την ικανοποίηση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους. Το ένταλμα επιδίδεται στο τρίτο πρόσωπο, το οποίο διατάσσεται με αυτό να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Εάν, μετά την επίδοση του εντάλματος κατάσχεσης το υπό αναφορά πρόσωπο εν γνώσει του και εκούσια παραιτείται από τη φύλαξη της ιδιοκτησίας που κατασχέθηκε ή την διαθέσει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο θεωρείται ότι απείθησε και υπόκειται στην ίδια διαδικασία παρακοής διατάγματος Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αφού ακούσει τα πρόσωπα που δυνατόν να θεωρήσει ως ενδιαφερόμενα δύναται να διατάξει ανάλογη διάθεση της περιουσίας που κατασχέθηκε προς ικανοποίηση της δικαστικής αποφάσεως ή άρση του εκδοθέντος διατάγματος ή να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα, ως ήθελε κρίνει δίκαιο.
Οι αρχές και οι προϋποθέσεις έκδοσης εντάλματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου, όπως καθορίστηκαν στη νομολογία (Carna Plants Ltd v. Masalcha & Others (1990) 1 AAΔ 28, Κυριάκος και Νικόλας Τρικωμίτες Λτδ ν. Τουμαζή κ.ά. (2013) 1 ΑΑΔ 754) κατ΄ ακολουθία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων είναι:
(α) Ο αιτητής θα πρέπει να είναι εξ αποφάσεως πιστωτής και να αποδείξει στο Δικαστήριο ότι η σχετική απόφαση δεν έχει ικανοποιηθεί εν όλω ή εν μέρει,
(β) Πρέπει επίσης να καταδειχθεί σχέση πιστωτή και οφειλέτη μεταξύ του εξ αποφάσεως οφειλέτη και του τρίτου προσώπου, του μεσεγγυούχου,
(γ) Η έκδοση διατάγματος είναι ζήτημα που εμπίπτει στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Στην υπό κρίση περίπτωση, δεν αμφισβητείται η συνδρομή της πρώτης προϋπόθεσης. Οι Εφεσείοντες, δυνάμει αποφάσεως γαλλικού Δικαστηρίου και εγγραφής της στην Κύπρο, κατέστησαν εξ αποφάσεως πιστωτές εναντίον της Δημοκρατίας του Ιράκ. Έχει επίσης καταδειχθεί ότι η σχετική απόφαση δεν έχει ακόμη ικανοποιηθεί.
Το ερώτημα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και το οποίο συνιστά και την ουσία των ενώπιόν μας λόγων έφεσης είναι κατά πόσο είχε ικανοποιηθεί και η δεύτερη προϋπόθεση έκδοσης του επίδικου εντάλματος. Το ζήτημα αντικρίσθηκε κάτω από δύο πτυχές: Αφενός, κατά πόσο η Εφεσίβλητη ήταν το υπόλογο έναντι του Ιράκ πρόσωπο για την πληρωμή του τιμήματος σε σχέση με την αγορά πετρελαίου και, αφετέρου, κατά πόσο υφίσταται πλέον χρέος προς τον εξ αποφάσεως χρεώστη, ήτοι τη Δημοκρατία του Ιράκ.
Ως προς το ζήτημα του ποιος ήταν υπόλογος έναντι του Ιράκ, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε εκτεταμένα στην πρώτη απόφαση, δηλαδή, όπως ήδη λέχθηκε, την απόφαση ημερομηνίας 22.12.2008. Κατέληξε ότι αυτή «……. έχει χαρακτήρα τελικής απόφασης, σε αντιδιαστολή με ό,τι συνιστά ενδιάμεση απόφαση σε μια υπό εξέλιξη δικαστική διαδικασία. Η απόφαση του δε επί των θεμάτων ουσίας που αναφέρονται πιο πάνω είναι οριστική.» Ως θέμα ουσίας καθόρισε, μεταξύ άλλων, τη διαπίστωση στην πρώτη απόφαση ότι υπόλογη έναντι του Ιράκ για την πληρωμή του τιμήματος σε σχέση με την αγορά πετρελαίου ήταν η Εφεσίβλητη, η οποία είχε ενεργήσει ως αντιπρόσωπος μη αποκαλυφθέντος αντιπροσωπευόμενου, δηλαδή των κυπριακών εταιρειών πετρελαιοειδών. Με αυτά ως δεδομένα, έκρινε ότι δεν μπορούσε να ασχοληθεί ξανά, στα πλαίσια της ενώπιόν του δεύτερης, ταυτόσημης, διαδικασίας, με τα ουσιαστικά ζητήματα που είχαν ήδη αποφασισθεί. Συνακόλουθα, έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο τα υπό αναφορά χρέη προς το Ιράκ υφίσταντο ή όχι, εάν δηλαδή είχαν συμψηφισθεί στα πλαίσια της συμφωνίας η οποία είχε συνομολογηθεί σχετικά μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας του Ιράκ. Αναλύοντας επί του προκειμένου, κατέληξε πως σε ό,τι αφορούσε όχι μόνο την Εφεσίβλητη αλλά και τους μεσεγγυούχους 2 και 3, εταιρείες πετρελαιοειδών, τα εν λόγω χρέη δεν υφίσταντο αφού είχαν συμψηφισθεί στα πλαίσια της πιο πάνω συμφωνίας των δύο κρατών.
Κατά την εξέταση των τριών πρώτων λόγων έφεσης, έγινε εκτεταμένη συζήτηση ενώπιόν μας ως προς τη μαρτυρία που προσφέρθηκε πρωτοδίκως και την αξιολόγησή της από το Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει ότι η μαρτυρία που πρόσφεραν οι ενάγοντες και τα όσα ανέφεραν «… δεν αποκαλύπτει ποια είναι η παρούσα κατάσταση σε σχέση με τις προαναφερθείσες οφειλές. Ειδικότερα, αν αυτές εξακολουθούν να υφίστανται και ποιοι από τους μεσεγγυούχους είναι οι πραγματικοί οφειλέτες προς το Ιράκ.».
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι οι πιο πάνω αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου έγιναν παρεμφερώς και δεν συνιστούσαν την τελική του κρίση, αφού, όπως διαπιστώνεται στις αμέσως επόμενες σελίδες της προσβαλλόμενης απόφασης, σελίδες 11 και 12, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση στην πρώτη απόφαση ημερομηνίας 22.12.2008 ότι υπόλογη έναντι του Ιράκ ήταν η Εφεσίβλητη – μεσεγγυούχος 1, είχε το χαρακτήρα τελικής απόφασης επί θέματος ουσίας και επί του οποίου δεν ήταν επιτρεπτό να ασχοληθεί ξανά στα πλαίσια της δεύτερης, επίδικης, διαδικασίας. Δεδομένου δε ότι δεν προσβάλλεται η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με ενώπιόν μας λόγους έφεσης/αντέφεσης, δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασής μας προς ανατροπή της υπό αναφορά κρίσης.
Το κύριο βεβαίως ερώτημα της διαπίστωσης της ύπαρξης χρέους από μεσεγγυούχο προς τον εξ αποφάσεως χρεώστη εξακολουθεί να υφίσταται. Όπως λέχθηκε, ήταν η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σε ό,τι αφορούσε τόσο την Εφεσίβλητη όσο και τους μεσεγγυούχους 2 και 3 το επίδικο χρέος δεν υφίστατο πλέον, αφού είχε συμψηφισθεί στα πλαίσια της συμφωνίας την οποία είχαν συνομολογήσει η Κυπριακή Δημοκρατία και η Δημοκρατία του Ιράκ. Προκειμένου να καταλήξει αναφέρθηκε στις προαναφερθείσες επιστολές των Υπουργών Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας του Ιράκ ημερομηνίας 20.9.2006 και 17.10.2007, καθώς επίσης και σε δύο επιστολές του Υπουργού Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, πανομοιότυπου περιεχομένου και ημερομηνίας 16.2.2009, προς τις κυπριακές εταιρείες πετρελαιοειδών, μεσεγγυούχους 2 και 3. Εκρινε ότι από τις επιστολές αυτές προέκυπτε ότι οι εν λόγω μεσεγγυούχοι αναγνώρισαν την εκχώρηση στην οποία είχε προβεί το Ιράκ προς την Κυπριακή Δημοκρατία των συγκεκριμένων χρεών τα οποία οφείλοντο προς το κράτος αυτό και προχώρησαν στην καταβολή των αναλογούντων χρηματικών ποσών προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Αντίστοιχα, όπως αναφέρεται στις εν λόγω επιστολές, η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε και την υποχρέωση να καλύψει τις συγκεκριμένες εταιρείες σε περίπτωση που αυτές καθίσταντο υπόλογες να προβούν στην καταβολή των ποσών τα οποία αντιπροσώπευαν τα εν λόγω χρέη προς τους ενάγοντες - Εφεσείοντες. Όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Είναι προφανές ότι κατά την παραχώρηση της πιο πάνω κάλυψης (indemnity) υπήρχε ακριβώς κατά νου και η διαδικασία κατάσχεσης περιουσίας στα χέρια τρίτου, η οποία είχε προηγηθεί της παρούσας καθώς επίσης το προσωρινό μέτρο ασυλίας το οποίο προέβλεπε ο Κανονισμός 1012/2003 σε σχέση με τέτοιες υποχρεώσεις όπως είναι οι υπό αναφορά προς το Ιράκ. Βέβαια, η κάλυψη αυτή είχε δοθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία για την περίπτωση που, παρά την ύπαρξη της συμφωνίας συμψηφισμού και εκχώρησης, η οποία είχε συνομολογηθεί μεταξύ των δύο κρατών, το δικαστήριο αποφάσιζε για κάποιο λόγο να διατάξει τις εν λόγω δύο εταιρείες να εξοφλήσουν τα χρέη τους προς το Ιράκ καταβάλλοντας τα αναλογούντα ποσά προς τους ενάγοντες. Όμως, μετά την αναγνώριση από το δικαστήριο της πιο πάνω συμφωνίας η συνομολόγηση της οποίας, θα πρέπει να σημειωθεί, δεν έχει αμφισβητηθεί από την πλευρά των εναγόντων, δε συντρέχει λόγος για την έκδοση τέτοιας διαταγής που αναφέρεται πιο πάνω. Τα εν λόγω χρέη προς το Ιράκ θεωρείται ότι έχουν στα πλαίσια αυτής εξοφληθεί και δεν υφίστανται πλέον, και είτε από την ΚΕΑΠ είτε από τους μεσεγγυούχους 2 και 3.»
Οι λόγοι έφεσης επί του κρίσιμου σημείου της αμφισβήτησης των ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε αναφορά με τις συμφωνίες συμψηφισμού και/ή εκχώρησης των οφειλών/χρεών μεταξύ της Δημοκρατίας του Ιράκ και της Κυπριακής Δημοκρατίας, επιδρούν επί των δικαιωμάτων και επηρεάζουν τα οικονομικά συμφέροντα όχι μόνο της μεσεγγυούχου 1 και μοναδικής Εφεσίβλητης, αλλά και άλλων προσώπων, πιο συγκεκριμένα των μεσεγγυούχων 2 και 3, αλλά και της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιχειρείται δηλαδή μέσω της ενώπιόν μας έφεσης η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης περί της ύπαρξης και φύσης των πιο πάνω συμφωνιών μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας του Ιράκ και της πρωτόδικης κατάληξης ότι τα επίδικα χρέη δεν υφίστανται πλέον, αφού είχαν συμψηφισθεί στα πλαίσια των συμφωνιών αυτών, παρά την ύπαρξη ευρημάτων που κάλυπταν και άλλα πρόσωπα και στην απουσία των προσώπων αυτών (μεσεγγυούχων 2 και 3 και Κυπριακής Δημοκρατίας) από την κατ΄ έφεση διαδικασία.
Υπό τις πιο πάνω συνθήκες είναι ορθή η προσέγγιση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Εφεσίβλητης ότι τυχόν ανατροπή του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης και/ή δεσμευτικότητας συμφωνίας εκχώρησης – συμψηφισμού, αναντίλεκτα θα επηρεάσει τα δικαιώματα των εν λόγω προσώπων, εναντίον των οποίων οι Εφεσείοντες επέλεξαν να μην προσφύγουν κατ΄ έφεση.
Υπό το πρίσμα αυτό, έστω και αν ακόμη καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω χρέος υφίστατο, δεν θα εγκρίναμε στα πλαίσια της διακριτικής μας ευχέρειας, κατά τα λεχθέντα στην Carna Plants Ltd (ανωτέρω), την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιόμορφα οικονομικά δεδομένα και την υπό αμφισβήτηση νομική σχέση μεταξύ όλων των εμπλεκομένων μερών - Εφεσίβλητης, εταιρειών πετρελαιοειδών και Κυπριακής Δημοκρατίας – και την πιθανότητα επηρεασμού των δικαιωμάτων άλλων προσώπων, τα οποία δεν είχαν την ευκαιρία παρουσίασης της υπόθεσής τους, για τους λόγους που εκθέσαμε ανωτέρω. Σημειώνουμε, στα πλαίσια αυτά, ότι, όπως ήδη λέχθηκε, οι μεσεγγυούχοι 2 και 3, με βάση τις επιστολές ημερομηνίας 16.2.2009, κατέβαλαν ήδη τα αναλογούντα στο χρέος ποσά στην Κυπριακή Δημοκρατία. Σημειώνουμε, περαιτέρω, την αμφισβήτηση της επίδικης διακρατικής συμφωνίας από τους μεσεγγυούχους 5 και 6 σε άλλη δικαστική διαδικασία, η οποία ευρίσκεται σε εξέλιξη.
Υπό το φως των πιο πάνω, αναπόδραστα η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, καθοριζόμενα στο ποσό των €3000 πλέον ΦΠΑ, προς όφελος της Εφεσίβλητης και εις βάρος των Εφεσειόντων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΦ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο