ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS, Πολιτική Αίτηση Αρ. 218/2019, 20/12/2019
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS, Πολιτική Αίτηση Αρ. 218/2019, 20/12/2019
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2019:D534

ECLI:CY:AD:2019:D534

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 218/2019)

 

20 Δεκεμβρίου, 2019

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxxx ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS

KAI

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ ΣΤΗΝ ΛΕΜΕΣΟ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15/11/2019

_ _ _ _ _ _

 

Ε. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή.

 

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση, ο αιτητής – κατηγορούμενος 3 στην υπόθεση 29209/15 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, αξιώνει τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«(Α) Άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari δια του οποίου να ακυρώνεται η απόφαση του Κακουργιοδικείου Πάφου που συνεδρίασε στην Λεμεσό ημερομηνίας 15/11/2019 και Mandamus δια του οποίου να διατάσσεται το αρμόδιο Κακουργιοδικείο να εκδικάσει την αίτηση του Αιτητή ημερομηνίας 9/9/2019 και να την αποφασίσει σύμφωνα με τον Νόμο και/ή τα επίδικα θέματα.

 

(Β) Παρεμπίπτουσα αναστολή της διαδικασίας στην ποινική υπόθεση 19209/15.»

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση αναφέρονται στην έκθεση και στην ένορκη δήλωση του αιτητή, τα οποία συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

Ο αιτητής αντιμετώπισε, μεταξύ των ετών 2015-2016, τις ποινικές υποθέσεις υπ΄ αριθμό 19209/15 (επίδικη), 2282/16 και 13816/16 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού. Ξεκίνησε η εκδίκαση της υπόθεσης 2282/16 και, λόγω της συνάφειάς της, το Δικαστήριο εξαιρέθηκε από την εκδίκαση της επίδικης υπόθεσης 19209/15, ενώ, στο μεσοδιάστημα, η υπόθεση 13816/16 είχε ανασταλεί από το Γενικό Εισαγγελέα και επανακαταχωρήθηκε με αριθμό 23460/16. Λόγω της εξαίρεσης των Δικαστών του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, η υπόθεση τέθηκε προς εκδίκαση ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου, το οποίο συνεδρίασε στη Λεμεσό. Στις 15.5.2019 ο αιτητής αθωώθηκε στην υπόθεση 2282/16, με απόφαση του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπισε. Η Κατηγορούσα Αρχή αιτήθηκε και πέτυχε ριζική τροποποίηση του κατηγορητηρίου της επίδικης υπόθεσης και αυτή ορίστηκε για ακρόαση στις 10.9.2019.

 

Στις 9.9.2019 ο αιτητής καταχώρησε γραπτή αίτηση με την οποία αιτήθηκε την αναστολή της διαδικασίας στην υπόθεση 19209/15, λόγω κατάχρησης της διαδικασίας. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του αιτητή, στην οποία γίνεται αναφορά σε γεγονότα που είχαν προηγηθεί και η συνάφεια που υπήρχε μεταξύ των τριών ποινικών υποθέσεων, καθώς και η τεράστια ταλαιπωρία και καταπίεση την οποία είχε υποστεί ο αιτητής, συνεπεία της πολλαπλότητας των διαδικασιών. Αντίγραφο της αίτησης και της ένορκης δήλωσης με τα επισυναπτόμενα σ΄ αυτή τεκμήρια επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση του αιτητή ως Τεκμ. 1.

 

Η αίτηση βασιζόταν στην αρχή της διπλής διακινδύνευσης (double jeopardy) και στο γεγονός ότι η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης 19209/15, μετά την αθώωσή του στην υπόθεση 2282/16 συνιστούσε πλέον μέτρο καταπιεστικό και άδικο εις βάρος του.

 

Το Κακουργιοδικείο έδωσε οδηγίες στην Κατηγορούσα Αρχή να καταχωρήσει γραπτή ένσταση, η οποία, όμως, δεν καταχώρησε ένσταση ισχυριζόμενη πως δεν ήταν υπόχρεη να κάμει κάτι τέτοιο, ούτε υπέβαλε αίτημα για να αντεξετάσει τον ενόρκως δηλούντα για τα όσα ανέφερε στην ένορκή του δήλωση. Ως εκ τούτου, αποτελεί θέση του αιτητή πως τα όσα είχε αναφέρει στο Τεκμ. 1 παρέμειναν αναντίλεκτα. Ακολούθησαν αγορεύσεις εκ μέρους των δύο πλευρών, όπου ο συνήγορος του αιτητή υποστήριξε την αίτηση, παραδίδοντας προς το Δικαστήριο και αυθεντίες που πραγματεύονταν την αρχή της διπλής διακινδύνευσης. Από την άλλη, η εκπρόσωπος της Kατηγορούσας Aρχής εισηγήθηκε πως η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί καθότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, το υπόβαθρο των πραγματικών γεγονότων που περιέβαλαν το αίτημα δεν είχε δηλωθεί ως παραδεκτό κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 του Κεφ. 9 και, συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του οποιαδήποτε γεγονότα επί των οποίων να αποφασίσει το εγειρόμενο ζήτημα.

 

Στις 15.11.2019 το Κακουργιοδικείο εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την αίτηση, με το σκεπτικό ότι η υπόθεση 19209/15 ήταν η πρώτη που είχε καταχωρηθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού και, πως κατ΄ επέκταση, η καταχώρησή της το 2015 δε συνιστούσε κατάχρηση. Αποτελεί ισχυρισμό του αιτητή ότι κάτι τέτοιο δεν είχε εγερθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου και πως αυτό δεν εξέτασε και δεν αποφάσισε ως ήταν υπόχρεο επί του μοναδικού επίδικου θέματος που ήταν το κατά πόσο η περαιτέρω συνέχιση της υπόθεση κατέστη καταπιεστική και άδικη ενόψει της δίκης και αθώωσης του αιτητή στην υπόθεση 2282/16, με την οποία υπήρχε άρρηκτη συνάφεια. Η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης 19209/15 συνιστά, σύμφωνα με τον αιτητή, καταφανή κατάχρηση διαδικασίας και απολήγει σε μέτρο καταπιεστικό και άδικο γι΄ αυτόν, με δεδομένο ότι δικάστηκε και αθωώθηκε για ταυτόσημα ζητήματα σε υπόθεση που εμφανίστηκε περισσότερες από 125 φορές, οι οικονομικοί του πόροι έχουν εξαντληθεί και υπάρχει το άγχος και η ταλαιπωρία της δεύτερης δίκης που αντιμετωπίζονται με 99 νέες κατηγορίες και 113 μάρτυρες κατηγορίας.

 

Στην βάση των πιο πάνω γεγονότων, οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα είναι ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, ότι υπάρχει εμφανές νομικό σφάλμα στο πρακτικό και ότι επιλήφθηκε της υπόθεσης ως Ειδικό Δικαστήριο. Ως προς το δεύτερο αυτό ζήτημα που εγείρεται, η βάση του αιτήματος στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν είχε συσταθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο δεύτερη σύνθεση Κακουργιοδικείου Λεμεσού, εξού και στις 2.11.2018 το Ανώτατο Δικαστήριο με γνωστοποίησή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας παρέπεμψε την υπόθεση για εκδίκαση από το κακουργιοδικείο Πάφου, χωρίς να υποβληθεί αίτηση αλλαγής τόπου εκδίκασης, σύμφωνα με το άρθρο 174 του Κεφ. 155 και χωρίς να ακουστεί ο αιτητής. Περαιτέρω, χωρίς να προηγηθεί η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 58(2) του Ν.14/1960, το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου επιλήφθηκε της υπόθεσης συνεδριάζοντας στη Λεμεσό αναρμοδίως και/ή παρανόμως ως Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού. Μετά την εξαίρεση ενός εκ των Δικαστών του Κακουργιοδικείου Πάφου, το Ανώτατο Δικαστήριο, με δεύτερη γνωστοποίησή του ημερομηνίας 30.11.2018, άλλαξε εκ νέου τον τόπο εκδίκασης της υπόθεσης μεταφέροντάς την πίσω στη Λεμεσό, χωρίς να προηγηθεί διαδικασία του άρθρου 174 του Κεφ. 155. Την εκκαλούμενη  απόφαση εξέδωσε το Μόνιμο Κακουργιδικείο Πάφου που συνεδρίαζε όμως στη Λεμεσό.

 

Ο κ. Πουργουρίδης, με περισσή λεπτομέρεια, αγόρευσε προς υποστήριξη της αίτησης, την οποία εξέτασα με προσοχή και θα αναφερθώ εκεί και όπου απαιτείται στην πορεία της απόφασης μου.

 

Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αναφορικά με τον Α. Νεοφύτου, Πολ. ΄Εφ. 370/2018 ημερ. 24.10.2019, ECLI:CY:AD:2019:A440 τονίστηκε η πάγια και διαχρονική νομολογία, με βάση την οποία «η έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Mareware Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 ΑΑΔ 116 και Πετρίδου, Πολ. Εφ. 225/2018 ημερ. 13.11.2018), καθώς επίσης και ότι η διαδικασία έκδοσης τέτοιου εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ενδίκου μέσου της έφεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 464) εκτός όπου αποκαλύπτονται εξαιρετικές περιστάσεις (βλ. Κωνσταντινίδη (1992) 1 ΑΑΔ 853).  Και αυτό εφόσον η έκδοση τέτοιου εντάλματος μπορεί να εκδοθεί μόνο όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Κωνσταντινίδης (2003) 1 ΑΑΔ 1298).  Παραπέμπουμε επίσης στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, Κεφ.4 σελ. 127 και 128, όπου αναφέρεται πως δεν χορηγείται άδεια ούτε εκδίδεται ένταλμα Certiorari στην περίπτωση που το κατώτερο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα το Νόμο, εφόσον σε τέτοια περίπτωση η λανθασμένη αντίληψη του κατώτερου Δικαστηρίου διορθώνεται κατ΄ έφεση και όχι με προνομιακό ένταλμα.»

 

Με την παρούσα αίτηση επιζητείται επιπρόσθετα και άδεια για καταχώρηση mandamus. Με δεδομένο ότι η απόφαση του Κακουργιδικείου ήταν αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής εξουσίας, τέτοια άδεια μπορεί να δοθεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 3rd Edition, Volume 11, σελ. 101, παρα. 187:

 

«In cases where application is made for the issue of an order of mandamus to tribunals of a judicial character, the order will only be allowed to go commanding the tribunals to hear and decide a particular matter. No writ will be issued dictating to them in what manner they are to decide (u).

 

Where, accordingly, a county court judge, or a court of quarter, sessions (b), or magistrates (c), or the Railway and Canal Commissioners Act, 1949 (e), to inquire as to corrupt practices at parliamentary elections (f), or income tax commissioners (g), or any other tribunal of a judicial character have in fact heard and determined any matter within their jurisdiction no mandamus will issue for the purpose of reviewing their decision (h). The rule holds good even though the decision is erroneous (i), not only as to facts, but also in point of law (j), and although the particular circumstances of the case are such that there is only one way of performing the duty in question (k). The Court will only interfere when the tribunal has not properly exercised its jurisdiction and has not heard and determined according to law, because it has taken into account extraneous matters and allowed itself to be influenced by them (l).»

 

 

Με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης η επίδικη απόφαση εκδόθηκε μετά την καταχώρηση εκ μέρους του αιτητή, γραπτής αίτησης με την οποία αξιώνετο η διακοπή της δίωξής του και/ή η αναστολή της διαδικασίας «ως συνιστώσα κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας». Το Κακουργιοδικείο ενώπιον του οποίου καταχωρήθηκε η εν λόγω αίτηση έδωσε οδηγίες στην Κατηγορούσα Αρχή για καταχώρηση ένστασης. Δεν καταχωρήθηκε γραπτή ένσταση γιατί, σύμφωνα με τη θέση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση. Στη συνέχεια οι δύο πλευρές προχώρησαν σε αγορεύσεις και εκδόθηκε η επίδικη απόφαση.

 

Το Κακουργιοδικείο, στην απόφασή του ημερομηνίας 15.11.2019, σε όση έκταση αυτή αφορά την παρούσα υπόθεση, αναφέρθηκε αρχικά ως προς το πλαίσιο γεγονότων επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση, ως ακολούθως:

 

«Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπάρχει κοινό πλαίσιο παραδεκτών γεγονότων ούτε ακούστηκε μαρτυρία. Οι κατηγορούμενοι μέσα από τις αιτήσεις τους παρουσίασαν μαρτυρία με την μορφή ενόρκων δηλώσεων. Όπως αναφέρουμε πιο πάνω η Κατηγορούσα Αρχή δεν καταχώρησε γραπτή ένσταση που να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση αλλά η κ. Ιωαννίδου δήλωσε ότι θέτει ένσταση στις τρεις αιτήσεις.

 

Ότι υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι κοινή βάση αλλά οι ισχυρισμοί των κατηγορούμενων με παραπομπές σε Τεκμήρια, μαρτυρικό υλικό που παρουσιάστηκε στην υπόθεση 2282/16, στο κατηγορητήριο και την απόφαση του Κακουργιοδικείου στην υπόθεση 2282/2016, στο κατηγορητήριο της υπόθεσης 23460/2016 και σε αποσπάσματα των πρακτικών τόσο της παρούσας υπόθεσης όσο και της υπόθεσης 2282/2016.

 

Ενώπιον μας υπάρχει μόνο σαν κοινή θέση όπως φαίνεται μέσα από τα πρακτικά ότι η παρούσα υπόθεση 19209/15 είναι η πρώτη που καταχωρήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου εναντίον των κατηγορουμένων στις 30/09/2015 και ακολούθησαν οι υποθέσεις 2282/16 και 23460/16. Η υπόθεση 2282/16 εκδικάστηκε και στην υπόθεση αυτή οι κατηγορούμενοι απαλλάχτηκαν με ενδιάμεση απόφαση στο εκ πρώτης όψεως όπως φαίνεται από το κείμενο της απόφασης που επισυνάπτεται στην αίτηση του κατηγορούμενου 3 και δεν αμφισβητήθηκε από την κατηγορούσα αρχή.

 

Κρίνουμε ότι η κοινή θέση των πλευρών όπως την αναφέρουμε πιο πάνω αποτελεί το ουσιαστικότερο στοιχείο που αφορά την παρούσα υπόθεση και υπάρχει ενώπιον μας ως παραδεκτό πλαίσιο γεγονότων ανεξάρτητο από τα υπόλοιπα θέματα που θέτουν οι κατηγορούμενοι με τις ένορκες δηλώσεις τους το οποίο μας επιτρέπει να εξετάσουμε το θέμα.»

 

Στη συνέχεια, εξέθεσε τη νομολογία που αφορά σε τέτοιου είδους υποθέσεις και τόνισε ότι η εξουσία για αναστολή, διακοπή ή απόρριψη δικαστικής διαδικασίας λόγω κατάχρησης είναι κατ΄ εξαίρεση δικαιοδοσία και ασκείται με φειδώ και μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι η συνέχισή της θα προκαλέσει έκδηλη αδικία.

 

Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και στην υπόθεση Connelly ν. DPP (1964) A.D. 1254, όπου αποφασίστηκε ότι ως γενική αρχή θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο ίδιο κατηγορητήριο όλα τα αδικήματα τα οποία προκύπτουν από το ίδιο ή ουσιαστικά το ίδιο πλαίσιο γεγονότων και πως το Δικαστήριο καταχώρησης δεύτερου κατηγορητηρίου οφείλει να αναστείλει τη διαδικασία αν διαπιστώσει ότι το αντικείμενο έπρεπε να συμπεριληφθεί στο πρώτο εκτός βεβαίως και εάν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις για την καταχώρηση του δεύτερου. Προφανώς, στη βάση αυτής της νομολογίας, το Κακουργιοδικείο έκρινε πως το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση είναι η πρώτη που καταχωρήθηκε εναντίον του κατηγορουμένου διαφοροποιεί την υπόθεση από την πρόσφατη υπόθεση Δημοκρατία ν. ΧΧΧ Ηλιάδη κ.ά., Ποιν. Εφ. 318/2018 και 319/2018, ημερομηνίας 31.5.2019, στην οποία η εκδίκαση της δεύτερης υπόθεσης είχε διακοπεί, λόγω του ότι συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Όπως αναφέρει στη συνέχεια:

 

«Αυτό δηλαδή που μπορεί να καταλογίσει η Υπεράσπιση στην Κατηγορούσα Αρχή είναι γιατί δεν περιέλαβε όλα τα αδικήματα σε ένα κατηγορητήριο, δηλαδή στο πρώτο και καταχώρησε δεύτερο ή και τρίτο κατηγορητήριο. Η κατάχρηση συνδέεται με την καταχώρηση περισσότερων της μίας υποθέσεων για το ίδιο θέμα για ένα κατηγορούμενο και όχι με την σειρά εκδίκασης της υπόθεσης όπως στην παρούσα περίπτωση. Το ότι εκδικάστηκε η δεύτερη στη σειρά καταχώρηση των υποθέσεων πρώτα δεν δικαιολογεί κατά την κρίση μας την υποβολή τέτοιου ζητήματος σε σχέση με την πρώτη υπόθεση. Θέμα κατάχρησης θα μπορούσε να τεθεί στο χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης 2282/16 και όπως φαίνεται τουλάχιστον από την απόφαση που τέθηκε ενώπιον μας κάτι τέτοιο δεν έγινε. Από την νομολογία συνάγεται πως η εξουσία του Δικαστηρίου για αναστολή της διαδικασίας προκύπτει όταν τα γεγονότα της μεταγενέστερης υπόθεσης είναι τα ίδια ή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα γεγονότα της προηγηθείσας υπόθεσης. Αυτό που η Υπεράσπιση ζητά από το Δικαστήριο είναι ουσιαστικά την ανατροπή των πιο πάνω επειδή η δεύτερη υπόθεση εκδικάστηκε πρώτη.»

 

Το γεγονός ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν καταχώρησε ένσταση ούτε αντεξέτασε τον αιτητή ο οποίος έκαμε την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, άφησε τα γεγονότα αναντίλεκτα, σύμφωνα με την εισήγηση του κ. Πουργουρίδη και δεν προκύπτει από τη νομολογία ότι τα γεγονότα θα πρέπει να είναι παραδεκτά, όπως, κάτω από νομική πλάνη, εσφαλμένα έκρινε το Κακουργιοδικείο. Περαιτέρω, κάτω από νομική πλάνη αποφάσισε, κατά την εισήγηση, πως με δεδομένο ότι η υπό κρίση υπόθεση είναι η πρώτη που καταχωρήθηκε, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η προώθηση της συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Αυτό το τελευταίο αποτελεί θέμα που δεν εγέρθηκε από τα μέρη και συνεπώς το Κακουργιοδικείο λανθασμένα απέρριψε την αίτηση στη βάση λόγου που δεν εγέρθηκε, ούτε ζητήθηκε από το Δικαστήριο να τοποθετηθούν τα μέρη προτού αποφασίσει επί τούτου. Αποτελεί επίσης εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη κάτι που την καθιστά άκυρη. Για τους λόγους αυτούς το Κακουργιοδικείο ενήργησε καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του και κάτω από νομική πλάνη εμφανή στο πρακτικό.

 

Κατ΄ αρχάς σημειώνεται ότι η ποινική υπόθεση υπ΄ αρ. 2282/16 στην οποία αθωώθηκε ο αιτητής, όσο και η επίδικη, αφορούν μεγάλο αριθμό κατηγοριών και σ΄ αυτές εμπλέκεται μεγάλος αριθμός μαρτύρων. Όπως, δε, διευκρινίστηκε από τον κ. Πουργουρίδη, οι δύο υποθέσεις δεν αφορούν τα ίδια δάνεια, όμως, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του αιτητή, υπάρχει συνάφεια των κατηγοριών. Στην αίτηση για αναστολή επισυνάπτονται, μεταξύ άλλων, και δύο επιστολές που ανταλλάγηκαν με τη δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Σ΄ αυτήν αναφέρεται ότι οι υποθέσεις αφορούν τριάντα διαφορετικά δάνεια, με διαφορετικές συνθήκες παραχώρησης και εκτέλεσης των δανείων, σε διαφορετικά πρόσωπα και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και πως αυτές δεν θα μπορούσαν να εκδικαστούν σε ένα και μόνο πολύπλοκο κατηγορητήριο, ενόψει  και του ογκώδους μαρτυρικού υλικού και του μεγάλου αριθμού μαρτύρων κατηγορίας.

 

    Με βάση πάγια νομολογία, το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να αναστείλει ή να διακόψει τη δίκη λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας όταν καταδειχθεί ότι η συνέχιση της είναι άδικη και καταπιεστική για τον κατηγορούμενο. Η εξουσία αυτή του Δικαστηρίου, επειδή ασκείται εκτός του πλαισίου της δίκης ασκείται με φειδώ και μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου η συνέχιση της διαδικασίας θα προκαλέσει αδικία και δυσμενή επηρεασμό στον αιτητή. Το βάρος απόδειξης βαρύνει τον αιτητή στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Εμπεδοκλής κ.ά. (Αρ.3) (2009) 1 ΑΑΔ 529 και Δημοκρατία ν. Ηλιάδη (πιο πάνω)). Η κατάχρηση εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων γεγονότων που συνθέτουν την κάθε υπόθεση.

 

Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για ανακοπή ή αναστολή της διαδικασίας γίνεται αναφορά σε γεγονότα που προηγήθηκαν της καταχώρησης των κατηγοριών, καθώς και σε ισχυρισμούς ως προς τη συνάφεια των κατηγοριών της κάθε υπόθεσης. Στην ένορκη δήλωση επισυνάπτονται, μεταξύ άλλων, έκθεση της Εφόρου Υπηρεσιών Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών για όλες τις υποθέσεις και, επίσης, γίνεται παραπομπή σε πρακτικά του Δικαστηρίου. Με δεδομένο ότι πρόκειται για ποινικές υποθέσεις όπου δεν προβλέπεται καταχώρηση ενδιάμεσων αιτήσεων, τέτοιου είδους αιτήματα θα πρέπει να στηρίζονται σε αδιαμφισβήτητο πραγματικό πλαίσιο. Το γεγονός ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν καταχώρησε ένσταση δεν αλλοιώνει τα πράγματα. Το πραγματικό πλαίσιο επί του οποίου θα μπορούσε να ασκηθεί η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου δε θα μπορούσε να προέλθει είτε από αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα είτε με την καταχώρηση άλλης ένορκης δήλωσης εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής με το Δικαστήριο να αποφασίζει επί του ορθού, πραγματικού υποβάθρου. Και αυτό, γιατί με την αίτηση εκείνο που επιζητείτο ήταν η  ανακοπή ή αναστολή του κατηγορητηρίου, εκτός του πλαισίου της δίκης, προτού αποκρυσταλλωθούν τα γεγονότα της υπόθεσης. Για να αποφασιστεί κατά πόσο η συνέχιση της υπόθεσης αποτελεί κατάχρηση, το πραγματικό υπόβαθρο πρέπει να είναι ξεκάθαρο και αδιαμφισβήτητο. Διαφορετικά θα μπορούσε στη βάση εικασιών ή ισχυρισμών της πλευράς που υπέβαλε το αίτημα να επιτευχθεί η απόρριψη ενός κατηγορητηρίου. Δεν είναι όμως εκεί που στοχεύει η άσκηση της σύμφητης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου. Ο αιτητής φέρει το βάρος να καταδείξει με θετικό τρόπο τα πραγματικά γεγονότα, επί των οποίων θα μπορεί το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. Από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση δεν προκύπτει ένα σαφές, στέρεο και αδιαμφισβήτητο, πραγματικό πλαίσιο επί του οποίου θα μπορούσε να ασκήσει το Κακουργιοδικείο τη διακριτική του εξουσία. Το ίδιο το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα μόνα γεγονότα που προέκυπταν σαφώς από την ένορκη δήλωση ήταν η ύπαρξη της απόφασης στην υπόθεση 2282/16 και το γεγονός ότι η υπό κρίση υπόθεση καταχωρίστηκε πρώτη.

 

Το Κακουργιοδικείο στην προκείμενη περίπτωση έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της απόρριψης της αίτησης, για τους λόγους που εξήγησε στην απόφασή του, η οποία, βεβαίως, υπόκειται σε κρίση ως προς την ορθότητά της. Όμως, δεν θεωρώ ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, έτσι που, έστω εκ πρώτης όψεως, να μπορεί να οδηγήσει σε ακυρότητα. Όπως δεν μπορεί να λεχθεί ούτε ότι δεν δόθηκε αιτιολογία για την απόφαση, ή ότι δεν εξετάστηκε το ζήτημα της κατάχρησης που επικαλείται ο αιτητής. Το Δικαστήριο παρέθεσε τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της κατάχρησης των διαδικασιών και ανέφερε πως πρέπει να ασκείται η εξουσία για αναστολή, διακοπή ή απόρριψη δικαστικής διαδικασίας λόγω κατάχρησης, παραθέτοντας και σχετική νομολογία. Αναφέρθηκε επίσης και στην υπόθεση Connelly (πιο πάνω) που αφορούσε την αρχή του double jeopardy. Αν το Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές αυτές στα δεδομένα της υπόθεσης, κάτι που δεν αποφαίνομαι, δεν αποτελεί λόγο για να δοθούν οι αιτούμενες θεραπείες. Όλα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής αποτελούν θέματα που άπτονται της ορθότητας της κρίσης του Κακουργιοδικείου κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και δεν θεωρώ ότι, ακόμα και σε περίπτωση που γίνονταν αποδεκτές οι θέσεις του,  μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε καθ΄υπέρβαση εξουσίας ή στη βάση εμφανούς νομικής πλάνης, έτσι ώστε να καταδεικνύεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να δοθεί άδεια για καταχώρηση certiorari και mandamus. Ειδικότερα για το mandamus, με δεδομένο ότι η ανακοπή ή αναστολή ποινικής δίκης λόγω κατάχρησης εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, διερωτώμαι πως θα μπορούσε, στη βάση των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, να εκδοθεί τέτοιο ένταλμα χωρίς να επιβληθεί στο Κακουργιοδικείο ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, κάτι που βεβαίως δεν είναι επιτρεπτό.

 

Στις αυθεντίες που έχει παραπέμψει ο κ. Πουργουρίδης, σχετικά με τη διπλή διακινδύνευση και το σύγγραμμα Abuse of Process in Criminal Proceedings, 3η Έκδοση, σελίδα 224κ.ε., προκύπτει σαφώς ότι ένας κατηγορούμενος δεν πρέπει να υποβάλλεται στον κίνδυνο καταδίκης περισσότερες από μία φορά για τις ίδιες ή ουσιωδώς τις ίδιες κατηγορίες. Στο εν λόγω σύγγραμμα γίνεται παραπομπή και στην υπόθεση Connelly v. DPP, στην οποία αναλύεται ο κανόνας εναντίον της διπλής διακινδύνευσης. Αναφορά στην πιο πάνω απόφαση έχει γίνει και από το Κακουργιοδικείο, συνεπώς, η εισήγηση του κ. Πουργουρίδη ότι το Κακουργιοδικείο δεν αναφέρθηκε σε αυτό τον κανόνα, παρά το ότι η αίτηση που υποβλήθηκε αφορούσε ουσιαστικά αυτό το ζήτημα, δεν ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι δεν γίνεται ρητή αναφορά στον κανόνα από το Κακουργιοδικείο, όμως, έγινε αναφορά σε νομολογία επί του ζητήματος.

 

 

Αναφορικά με το έτερο ζήτημα που εγέρθηκε, ως προς την ανάθεση της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο Πάφου, αυτό προέκυψε μετά την απόφαση του Κακουργιοδικείου Λεμεσού ενώπιον του οποίου αρχικά τέθηκε η υπόθεση, να εξαιρεθεί λόγω του ότι είχε επιληφθεί της υπόθεσης 2286/16 η οποία αφορά παρόμοιες κατηγορίες και μεγάλος αριθμός μαρτύρων είναι ο ίδιος.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, συναφώς αποφάσισε να αναθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο Πάφου, και προς τούτο προέβη σε σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.11.2018.[1] Προφανώς, λόγω λεκτικού λάθους, δεν εξεφράσθη ορθά η βούληση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και  αναφέρθηκε ότι «το Ανώτατο Δικαστήριο όρισε τη σύνθεση του Κακουργιοδικείου, για σκοπούς εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης αρ. 19209/2015 στην Πάφο». Είναι εμφανές ότι αυτό που είχε αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν την αλλαγή της σύνθεσης του Κακουργιοδικείου που θα εκδίκαζε την υπόθεση λόγω κωλύματος των μελών του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, αναθέτοντας την υπόθεση στους Δικαστές που αποτελούσαν τη σύνθεση του Κακουργιοδικείου Πάφου. Άλλωστε και η δημοσίευση τιτλοφορείται «σύνθεση Κακουργιοδικείου». Όταν δε στη συνέχεια αντικατεστάθη το ένα μέλος του Κακουργιοδικείου λόγω κωλύματος, δημοσιεύθηκε σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 30.11.2018[2], όπου χρησιμοποιείται διαφορετικό λεκτικό και ρητά αναφέρεται ότι η εκδίκαση της υπόθεσης θα γίνει «στη Λεμεσό».

 

Με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης όπως τέθηκαν ενώπιον μου, όλες οι εμφανίσεις ενώπιον του Κακουργιοδικείου έγιναν στη Λεμεσό. Ουδέποτε ο αιτητής ειδοποιήθηκε να εμφανιστεί στην Πάφο, ούτε βεβαίως διεξήχθη οιαδήποτε διαδικασία στην Πάφο. Δεν πρόκειται, συναφώς, για περίπτωση όπου άλλαξε ο τόπος διεξαγωγής της δίκης, όπου, σύμφωνα με το άρθρο 174 του Κεφ. 155 απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του κατηγορούμενου. Ως εκ των ανωτέρω, δεν θεωρώ ότι στη βάση ενός λεκτικού λάθους στην πρώτη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ευσταθεί ο ισχυρισμός περί έλλειψης δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου.

 

Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι πρόκειται για σύσταση ειδικού Δικαστηρίου κάτι που απαγορεύεται. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Η δυνατότητα αλλαγής της σύνθεσης του Κακουργιοδικείου σε περίπτωση κωλύματος, προνοείται από το Νόμο (άρθρα 3 και 5 του Ν. 14/1960) και δεν μπορεί να θεωρηθεί σύσταση ειδικού Δικαστηρίου.

 

Για τους πιο πάνω λόγους δεν θεωρώ ότι ο αιτητής έχει καταδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση έτσι ώστε να δοθούν οι αιτούμενες θεραπείες.

 

Η αίτηση απορρίπτεται. 

 

                                                              Κ. Σταματίου,

/ΧΤΘ                                                                       Δ.



[1]                                                              «ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

                      ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ

 

     Σύμφωνα με το άρθρο 3 και 5 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60, όπως τροποποιήθηκε), το Ανώτατο Δικαστήριο όρισε τη σύνθεση του Κακουργιοδικείου, για σκοπούς εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης αρ. 19209/2015 στην Πάφο.

 

     Το Κακουργιοδικείο θα απαρτίζεται από  τους Δικαστές κ.κ. Ρ. Λιμνατίτου, Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου, Μ. Δρουσιώτη,  Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή και κ. Π. Μιχαηλίδη, Επαρχιακό Δικαστή.»

[2]                                                             «ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

                      ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ

 

     Σε συνέχεια της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 5153, ημερομηνίας 2 Νοεμβρίου 2018, (αρ. γνωστ. 802), το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει των προνοιών των άρθρων 3 και 5 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 όπως τροποποιήθηκε, αποφάσισε το διορισμό του κ. Θωμά Θωμά, Α.Ε.Δ. στη σύνθεση του Κακουργιοδικείου το οποίο θα εκδικάσει την ποινική υπόθεση 19209/15, στη Λεμεσό σε αντικατάσταση του κ. Μιχάλη Δρουσιώτη, Α.Ε.Δ., λόγω κωλύματος του τελευταίου. Οι υπηρεσίες του κ. Μιχάλη Δρουσιώτη, Α.Ε.Δ. για την επίδικη υπόθεση τερματίζονται.

 

     Η νέα σύνθεση του Κακουργιοδικείου, για σκοπούς εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης 19209/15 είναι: Ρέα Λιμνατίτου, Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου, Θωμάς Θωμά,  Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής και Πανίκος Μιχαηλίδης, Επαρχιακός Δικαστής.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο