ΧΑΚΚΗ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΚΟΥΦΙΟΥ ΤΟΥ ΕΦΕΝΤΗ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 320/2012, 11/12/2019
print
Τίτλος:
ΧΑΚΚΗ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΚΟΥΦΙΟΥ ΤΟΥ ΕΦΕΝΤΗ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 320/2012, 11/12/2019
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2019:A524

ECLI:CY:AD:2019:A524

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 320/2012)

 

11 Δεκεμβρίου, 2019

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

xxxx ΧΑΚΚΗ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΚΟΥΦΙΟΥ ΤΟΥ xxxxx ΕΦΕΝΤΗ

 

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

ν.

 

 

1.  ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

2.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

3.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

   ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ

         ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

 

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

________________________

 

Murat Metin Hakki, για την Εφεσείουσα.

΄Αννα Χρίστου, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 1.

΄Ελλη Φλωρέντζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους 2 και 3.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα, με την αγωγή αρ. 7413/2010, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (η «αγωγή»), διεκδίκησε την απόδοση προς την ίδια της κατοχής συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας, (η «περιουσία»), καθώς, επίσης, αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση σε αυτήν και δεδουλευμένα ενοίκια για συγκεκριμένη περίοδο, η οποία προηγήθηκε της εν λόγω, κατ’ ισχυρισμό, επέμβασης.  ΄Οπως ισχυρίζεται, η περιουσία τελεί υπό το καθεστώς βακουφίου και η ίδια είναι η mutevelli (διαχειρίστριά) της, σε διαδοχή των  προκατόχων της στην εν λόγω θέση.  Μετά από δικονομικό διάβημα των εφεσιβλήτων, η αγωγή απορρίφθηκε, σε εντελώς αρχικό στάδιο στη διαδικασία, η δε απόφαση που οδήγησε στην πιο πάνω κατάληξη αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.    

 

Η εφεσείουσα περιεβλήθη την ιδιότητα της ενάγουσας στην αγωγή, ως η φερόμενη mutevelli της περιουσίας.  Η αγωγή στρεφόταν εναντίον της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, εφεσίβλητης 1, εναγομένης 1, με συγκεκριμένη απαίτηση για δεδουλευμένα ενοίκια αναφορικά με την περίοδο από 1.1.1976 μέχρι 31.12.1978, ως κατέχουσας την περιουσία δυνάμει συμφωνίας ενοικίασης, η οποία είχε συνομολογηθεί με τον προηγούμενο mutevelli το 1963.  Στρεφόταν, επίσης, εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, εφεσίβλητου 2, εναγομένου 2, ως του κατά νόμο εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως κατέχουσας, παράνομα, την περιουσία από την 1.1.1979 μέχρι την καταχώριση της αγωγής στις 31.8.2010.  Εναντίον της υπήρχε απαίτηση για άρση της επέμβασης και για αποζημιώσεις, για όσο χρόνο αυτή διαρκούσε.  Εναγόμενος 3 στην ίδια αγωγή ήταν ο εφεσίβλητος 3, Υπουργός Εσωτερικών, υπό την ιδιότητά του ως Κηδεμόνας της περιουσίας, δυνάμει του άρθρου 3 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και ΄Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, (Ν. 139/1991),  (ο «Νόμος»).  Η θέση της εφεσείουσας σε σχέση με αυτόν είναι ότι η περιουσία δεν ενέπιπτε υπό τη, δυνάμει του Νόμου, διαχείρισή του.   

 

Η περιουσία βρίσκεται στην ενορία Αγίου Ανδρέα στη Λευκωσία και αφορά το τεμάχιο xx3, αρ. εγγραφής xx/xx, φύλλο/σχέδιο XXI/xx.x.x, τμήμα xx.  ΄Οπως γίνεται δε αντιληπτό από τα πιο πάνω στοιχεία μαρτυρίας, πρόκειται για τουρκοκυπριακή περιουσία, η οποία βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.  ΄Οσον αφορά την ίδια την εφεσείουσα, αυτή είναι Τουρκοκύπρια, η οποία έχει, όπως ανέκαθεν είχε, σύμφωνα με ισχυρισμό της, τη μόνιμη διαμονή της στην κατεχόμενη Λευκωσία. 

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την υποβολή από την εφεσίβλητη 1 αίτησης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, με την οποία ζητείτο η απόρριψη της αγωγής, για το λόγο ότι η εφεσείουσα δεν είχε δικαίωμα να προβεί στην καταχώρισή της.  Την αίτηση αυτήν υιοθέτησαν, στο σύνολό της, οι εφεσίβλητοι 2 και 3.  Επί της ουσίας, η θέση των εφεσιβλήτων ήταν, βασικά, κοινή· ότι δικαίωμα για καταχώριση αγωγής, όπως η υπό αναφορά, είχε μόνο ο εφεσίβλητος 3, ως Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και σύμφωνα με το Νόμο.  Υπήρξε ένσταση από μέρους της εφεσείουσας, η οποία αναπτύχθηκε με διάφορους λόγους.  Η διαδικασία οδηγήθηκε σε ακρόαση, η οποία κατέληξε στην έγκριση της αίτησης, με την αποδοχή της θέσης, ανωτέρω, των εφεσιβλήτων και την απόρριψη, συνακόλουθα, της αγωγής.    

 

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, ο οποίος επιλήφθηκε πρωτόδικα της αίτησης, έκρινε πως κανένας από τους προβληθέντες λόγους ένστασης δεν ευσταθούσε και ότι η περιουσία ενέπιπτε, σε όλες τις χρονικές περιόδους που ενδιέφεραν την αγωγή και αναφέρονται πιο πάνω, στις πρόνοιες του Νόμου.  Επομένως, αυτή υπόκειτο σε διαχείρισή της από τον Κηδεμόνα, ο οποίος ήταν ο μόνος που είχε αρμοδιότητα να προβεί, μεταξύ άλλων, στην έγερση αγωγής, προκειμένου να επιτυγχανόταν η προστασία της, όπως και οποιωνδήποτε άλλων συναφών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη της, ήτοι της εφεσείουσας, ως της φερομένης mutevelli σε σχέση με αυτή. 

 

Η εφεσείουσα καταχώρισε κατά της πιο πάνω απόφασης την παρούσα έφεση και, με οκτώ από τους εννέα λόγους που προβάλλει σε αυτήν, επιδιώκει την ανατροπή της.  Βασικά, πρόκειται για τους ίδιους λόγους που είχε προβάλει στην ένστασή της, πρωτοδίκως, οι οποίοι απορρίφθηκαν.  Ο ένατος λόγος αφορά στο θέμα των εξόδων.  Η έκβασή του θα κριθεί στο τέλος, ανάλογα και με την κατάληξη επί των υπολοίπων λόγων έφεσης.

 

  ΄Ενα προκαταρκτικό θέμα, το οποίο ηγέρθη με το λόγο έφεσης 3, αφορά στη θέση πως, αν κάποιος νομιμοποιείτο στην καταχώριση της υπό αναφορά αίτησης, αυτός ήταν ο Κηδεμόνας, εφεσίβλητος 3.  ΄Οπως αναφέρθηκε, ήδη, την αίτηση καταχώρισε η εφεσίβλητη 1, η οποία, ως εναγομένη στην αγωγή, είχε κάθε δικαίωμα προς τούτο.  Οι εφεσίβλητοι 2 και 3, εναγόμενοι στην ίδια αγωγή, την υιοθέτησαν.  Δε χρειάστηκε, έτσι, να καταχωρίσουν, ο κάθε ένας τη δική του, ξεχωριστή αίτηση, όπως θα μπορούσε να ήταν η περίπτωση, με συνέπεια να μην επιδικαστούν έξοδα προς όφελός τους.  Τους δόθηκε, όμως, η δυνατότητα, εφόσον ήταν άμεσα ενδιαφερόμενοι στην αγωγή, να προβάλουν τις θέσεις τους κατά τη διάρκεια της ακρόασης της κοινής, πλέον, αίτησης.  Δε διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό σε σχέση με την πιο πάνω διαδικασία, ως η σχετική εισήγηση περί του αντιθέτου εκ μέρους της εφεσείουσας.  Σημειώνεται δε πως, στη συνέχεια, οι εφεσίβλητοι 2 και 3 προστέθηκαν, υπό την πιο πάνω ιδιότητά τους, ως διάδικοι στην παρούσα έφεση και έλαβαν, ανεπιφύλακτα, μέρος σε ό,τι ακολούθησε σε σχέση με αυτή. 

 

Το κεντρικό θέμα των υπολοίπων λόγων έφεσης αφορά στη θέση ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε πως η περιουσία διέπετο από τις πρόνοιες του Νόμου και υπόκειτο σε διαχείριση από τον Κηδεμόνα.  Η θέση τούτη προωθήθηκε στη βάση επιμέρους εισηγήσεων, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της εξέτασης που ακολουθεί.  Αυτή δε θα διενεργηθεί με αναφορά, αποκλειστικά, στους δικογραφημένους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, που αποτελούν το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου βασίστηκαν οι εφεσίβλητοι για την ανάληψη της διαδικασίας πρωτόδικα, και με την υπόθεση ότι οι προβαλλόμενες με αυτούς απαιτήσεις αναγνωρίζονται, ως αγώγιμες, από το κυπριακό ουσιαστικό δίκαιο. 

 

Μια τέτοια εισήγηση, η οποία προβλήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας, αφορά στο ότι ο προηγούμενος mutevelli ουδέποτε εγκατέλειψε την περιουσία και, δη, υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο Προοίμιο[1] του Νόμου.  Αντίθετα, αυτός άσκησε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της εν λόγω θέσης του σε σχέση με την περιουσία και λάμβανε ενοίκια από την εφεσίβλητη 1 μέχρι και την 31.12.1975.  Παρατηρείται, συναφώς, πως, έστω και έτσι να είχαν τα πράγματα, ως η εισήγηση ανωτέρω, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η υπό αναφορά περιουσία έχει χαρακτηριστικά που την εντάσσουν κάτω από ορισμένες πρόνοιες του Νόμου.  Συγκεκριμένα, αυτή, ακόμα και ως βακούφικη, εμπίπτει στον ορισμό «τουρκοκυπριακή περιουσία», ανήκουσα σε «Τουρκοκύπριο», όρος ο οποίος περιλαμβάνει και το Εβκάφ.  Οι όροι τούτοι παρατίθενται στο άρθρο 2 του Νόμου και έχουν ως εξής:-

 

«‘τουρκοκυπριακή περιουσία’ περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία·»

 

«‘Τουρκοκύπριος’ σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από Τουρκοκύπριο, καθώς και το Εβκάφ·»

 

 

 

Οι πιο πάνω πρόνοιες έτυχαν εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο και αποφασίστηκε ότι αυτές είναι απόλυτα σαφείς, ώστε να μην επιδέχονται ερμηνείας άλλης από εκείνην που προκύπτει από τη σημασία των λέξεών τους.  Για την ερμηνεία τους, δεν απαιτείται, όπως διαπιστώθηκε, η συνδρομή του προοιμίου του Νόμου, όπου γίνεται αναφορά σε περιουσίες οι οποίες εγκαταλείφθηκαν συνεπεία της μαζικής μετακίνησης του τουρκοκυπριακού πληθυσμού, ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής.  Με το θέμα τούτο, ασχολήθηκε, ειδικά, η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1 Α.Δ.Δ. 426, στην οποία αποφασίστηκε, στη σελίδα 436, ότι, στο επίκεντρο των όρων αυτών, είναι ο όρος «Τουρκοκύπριος» και πως  «εγκαταλειφθείσα περιουσία» αφορά, γενικά, σε περιουσία τέτοιου προσώπου, «που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές».

 

Η, ως άνω, θέση επιβεβαιώθηκε, ουσιαστικά, στην υπόθεση Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077, όπου, με αναφορά στο Νόμο, παρατηρείται, στη σελίδα 1088, πως:  «Μέλημα του νόμου είναι η προστασία των Τ/Κ περιουσιών και η προσωρινή διαχείριση τους διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε από την Τουρκική Εισβολή και μέχρι την τελική διευθέτηση του θέματος.»  Υπό το φως της πιο πάνω αποφασιστικής για την έκβαση της υπόθεσης εκείνης παρατήρησης, προηγούμενη αναφορά, στην ίδια υπόθεση, με λεκτικό το οποίο παραπέμπει στο προοίμιο του Νόμου, εμφανώς, αποτελεί obiter dictum.  Επομένως, η θέση της νομολογίας σε σχέση με το υπό εξέταση θέμα, δεδομένων των προαναφερθεισών προνοιών, είναι σαφής· ταυτίζει χρονικά την εγκατάλειψη τουρκοκυπριακών περιουσιών με τη συνέχιση της έκρυθμης κατάστασης, ενεργοποιώντας, έτσι, αναφορικά με αυτές, τις λοιπές πρόνοιες του Νόμου.       

 

Κεντρική θέση στο Νόμο έχει το άρθρο 3, με βάση το οποίο: «Ο Υπουργός διορίζεται ... Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών και τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ... διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης ...».  Αυτή, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου, σημαίνει «... τη συνεπεία της τουρκικής εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίησή του δημοσιευομένη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει ημερομηνία λήξης της ...·».  Διαρκούσης δε της εν λόγω κατάστασης, ο Κηδεμόνας, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου, κατά τη διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών και την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, συναφώς, «... θα έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θα είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης τους:».  Οι πιο πάνω βασικές διατάξεις καθορίζουν το γενικό πλαίσιο εντός του οποίου εφαρμόζονται οι πρόνοιες που ακολουθούν.

 

Δεδομένου του, ως άνω, πλαισίου, ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση του Νόμου, επέδειξε ιδιαίτερη προσοχή για τη διασφάλιση της προστασίας των περιουσιών και των συναφών περιουσιακών δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων που διέπονται από τις πρόνοιές του, παρέχοντας ανάλογες εξουσίες και αρμοδιότητες στον Κηδεμόνα.  Στην υπόθεση Korkut Perihan v. Γεωργίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 905, στις σελίδες 915 και 916, με παραπομπή στις σχετικές πρόνοιες, γίνεται αναφορά στην έκταση και στη φύση της προστασίας, καθώς, επίσης, στους περιορισμούς που θέτει ο Νόμος σε σχέση με τις υπό αναφορά περιουσίες.   

 

Οι αρμοδιότητες του Κηδεμόνα κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών του παρατίθενται, με λεπτομέρεια, στο άρθρο 6 του Νόμου.  Στο πλαίσιο αυτού, γίνεται πρόβλεψη, διά των σαφών προνοιών του στο εδάφιο (η), ώστε να μην επηρεάζονται, κατά οποιοδήποτε τρόπο, δυσμενώς τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, όσον αφορά τις περιουσίες τους που εμπίπτουν στις διατάξεις του Νόμου, πέραν του ό,τι είναι, αναλογικά, αναγκαίο προς το δημόσιο συμφέρον, δεδομένης της συνέχισης της έκρυθμης κατάστασης και των αναγκών των προσφύγων, όπως προνοείται στο άρθρο 7 του Νόμου.  Η εξουσία τούτη ασκείται σε σχέση με υφιστάμενα κατά το χρόνο έναρξης του Νόμου, την 1.7.1991, ιδιοκτησιακά δικαιώματα, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος για έγερση αγωγής.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το ζητούμενο είναι κατά πόσο η εφεσείουσα δικαιούτο να εγείρει την αγωγή και να προβάλει τις απαιτήσεις που έχουν προηγουμένως αναφερθεί.  Ο ευπαίδευτος συνήγορός της εισηγήθηκε ότι αυτή είχε τέτοιο δικαίωμα, δεδομένου ότι οι προβληθείσες αιτίες προέκυψαν πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 139/1991, την 1.7.1991.  Απόρριψη δε, πρωτόδικα, της αγωγής, αναγνωρίζοντας, συγχρόνως, δικαίωμα για καταχώρισή της στον Κηδεμόνα, είχε ως αποτέλεσμα, συνεχίζει η εισήγηση, τον, διά της αναδρομικής εφαρμογής του Νόμου, δυσμενή επηρεασμό του συναφούς δικαιώματος της εφεσείουσας.  Παρέπεμψε, προς τούτο, σε σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (Ε.Δ.Α.Δ.), η οποία πραγματεύεται το ΄Αρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, (η «Σύμβαση»).  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι που εκπροσωπούν τους εφεσίβλητους, ουσιαστικά, εισηγήθηκαν ότι, με την εφαρμογή του Νόμου, δεν καταργούνται οι αιτίες τις οποίες πρόβαλε με την αγωγή της η εφεσείουσα.  Αυτές εξακολουθούν να υφίστανται.  Πλην, όμως, εκείνος που νομιμοποιείται στην αξίωσή τους, διά της έγερσης της κατάλληλης αγωγής, είναι, δυνάμει του Νόμου, ο Κηδεμόνας. 

 

Για σκοπούς της συζήτησης η οποία ακολουθεί, το θέμα που προσδιορίζεται ανωτέρω πρέπει, όπως έχει ήδη αναφερθεί, να εξεταστεί στη βάση των ισχυρισμών της εφεσείουσας, όπως αυτοί παρατίθενται στην έκθεση απαίτησής της.  Είναι δε γεγονός ότι στο εν λόγω δικόγραφο προβάλλονται συγκεκριμένες αιτίες αγωγής, όπως τούτες περιγράφονται πιο πάνω, οι οποίες φέρεται να προέκυψαν πριν από την 1.7.1991.  Δε γίνεται, όμως, οποιαδήποτε αναφορά σε παραβίαση συγκεκριμένου άρθρου του Συντάγματος ή και της Σύμβασης. 

 

Μια αιτία που προβάλλει η εφεσείουσα και εμπίπτει στην πιο πάνω κατηγορία αφορά σε απαίτηση για δεδουλευμένα ενοίκια.  Αυτή βασίζεται σε σύμβαση ενοικίασης, η οποία φέρεται να παραχωρήθηκε το 1963 και να έγινε μεταξύ της εφεσίβλητης 1, Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, και του προκατόχου της εφεσείουσας στη θέση του mutevelli.  Ο Νόμος αναφέρεται, ειδικά, σε τέτοιες περιπτώσεις.  Συγκεκριμένα, στο άρθρο 6(ζ), προβλέπεται ότι ο Κηδεμόνας:  «Ασκεί όλα τα δικαιώματα και εκτελεί όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε νόμιμη σύμβαση στην οποία Τουρκοκύπριος ..., είναι συμβαλλόμενο μέρος αντί αυτού.»

 

Επιπρόσθετα, όσον αφορά την προβαλλόμενη απαίτηση σε σχέση με τα δεδουλευμένα ενοίκια, καθώς, επίσης, την απαίτηση για αποζημιώσεις σε σχέση με την παράνομη κατοχή της περιουσίας από τη Δημοκρατία, αν υπήρξε τέτοια κατάσταση οποτεδήποτε πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου, σχετικό είναι το άρθρο 6(β) αυτού.  Σε τούτο, προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι ο Κηδεμόνας είναι αρμόδιος να:  «Εγείρει ή υπερασπίζεται οποιαδήποτε αγωγή ή παραπομπή ή λαμβάνει μέρος σε οποιαδήποτε διαδικασία που αφορά Τουρκοκυπριακή περιουσία ..., η οποία θα ήταν επωφελής για την περιουσία αυτή ή τον ιδιοκτήτη.»  ΄Οπως έχει, ήδη, επισημανθεί, η εφεσείουσα επικαλείτο τα εν λόγω αγώγιμα δικαιώματα ως υφιστάμενα κατά το χρόνο της έγερσης της αγωγής, στις 31.8.2010.  Εφαρμοζομένων δε των πιο πάνω προνοιών του Νόμου, αποκλειστική αρμοδιότητα για προώθησή τους δικαστικώς είχε ο Κηδεμόνας, (βλ. Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα, ανωτέρω).

 

Ως προς το θέμα του δικαιώματος κατοχής τουρκοκυπριακής περιουσίας, στην τελευταία πιο πάνω υπόθεση, κρίθηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 του Νόμου, όπως αυτό ήταν τότε διατυπωμένο, ήτοι το 2001, πως τούτο, με τη θέσπιση του Νόμου, είχε περιέλθει στον Κηδεμόνα.  Από το 2003 και μετά, το θέμα του δικαιώματος κατοχής τέτοιας περιουσίας καλύπτεται από το ευρύτερης διατύπωσης νέο άρθρο 5, στο οποίο προβλέπεται ότι:  «... ο Κηδεμόνας θα έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που θα είχε ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης τους:».  Η πρόνοια αυτή, αναμφίβολα, περιλαμβάνει και το δικαίωμα για κατοχή.  Επομένως, σε σχέση με την υπό αναφορά περιουσία, αυτός που έχει δικαίωμα στην κατοχή της είναι ο Κηδεμόνας και όχι η εφεσείουσα, (βλ. Υπουργός Εσωτερικών ν. Μυλωνά (2002) 1 Α.Α.Δ. 120).  Ως εκ τούτου, η εφεσείουσα δε νομιμοποιείτο να απαιτεί την απόδοση της κατοχής της. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα εισηγήθηκε, στην αγόρευσή του, ότι η ανάθεση στον Κηδεμόνα από το Νόμο αρμοδιότητας για άσκηση αγωγής σε σχέση με «τουρκοκυπριακή περιουσία», αφορώσας σε δικαίωμα το οποίο προϋπήρχε της έναρξης της ισχύος του Νόμου, παραβιάζει το ΄Αρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.  Παρέπεμψε δε, προς τούτο, σε νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ[2].  Τέτοιος ισχυρισμός, όμως, ο οποίος να προσδιορίζει τη φύση της παραβίασης, δεν προβλήθηκε, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στο δικόγραφο της εφεσείουσας.  ΄Ο,τι αυτή ισχυρίστηκε στην παράγραφο 15 της έκθεσης απαίτησής της είναι πως οι εφεσίβλητοι, με τη χρήση της περιουσίας, την οποία φέρεται να έκαμαν, «προκάλεσαν παραβίαση δικαιωμάτων παραλείψεις ή δραστηριότητες σε βαθμό που αντίκεινται στο Σύνταγμα και/ή παραβιάζουν κανόνες που καθορίζουν την προστασία των ελευθεριών και των βασικών δικαιωμάτων και την εφαρμογή των αποφάσεων που αφορούν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εντός των συνόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας.»  Εμφανώς, οι πιο πάνω γενικοί ισχυρισμοί δεν καθορίζουν, με αναφορά στο Σύνταγμα και στη Σύμβαση, τις συγκεκριμένες πρόνοιες και, άρα, τα δικαιώματα που, κατ’ ισχυρισμό, έχουν παραβιαστεί.  Επομένως, αυτοί δεν μπορούσαν, πρωτόδικα, ούτε και κατ’ έφεση μπορούν, να ληφθούν υπόψη και να εξεταστούν, (βλ. Investylia Ltd. v. Ταμπούρη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1325).   

 

Το εκδικάσαν Δικαστήριο, τέλος, εξέτασε τη θέση των εφεσιβλήτων ότι η εφεσείουσα όφειλε να είχε αποταθεί στον Υπουργό Εσωτερικών για ικανοποίηση των πιο πάνω απαιτήσεών της και, αφού λάμβανε αρνητική απάντηση, αυτής συνιστώσας παραβίαση προνοιών της Σύμβασης, όπως η ίδια διατείνετο ότι ήταν η περίπτωσή της, τότε να προέβαινε στην καταχώριση της υπό αναφορά αγωγής.  Εκ μέρους της εφεσείουσας, έγινε εισήγηση ότι οι εφεσίβλητοι δεν πρόβαλαν τον πιο πάνω λόγο με την αίτησή τους.  Παρατηρείται, όμως, ότι αυτοί τον πρόβαλαν με την αγόρευσή τους και τούτο θεωρείται ότι ήταν αρκετό, δεδομένης της δικαιοδοτικού χαρακτήρα πρόνοιας που υπάρχει στο άρθρο 6Α(2) του Νόμου, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, ώστε να δικαιολογείτο η εξέτασή του πρωτοδίκως.  Το άρθρο 6Α(2) προβλέπει, σχετικά, τα εξής:-

 

«Πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι λόγω της εφαρμογής πρόνοιας του παρόντος Νόμου στη δική του περίπτωση παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα που κατοχυρώνει η πιο πάνω Σύμβαση ή και τα Πρωτόκολλά της, δικαιούται, εάν απορριφθεί σχετικό αίτημά του στον Υπουργό, να προσφύγει στο επαρχιακό δικαστήριο με αγωγή κατά της Δημοκρατίας και του Κηδεμόνα για την κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση και να αξιώσει για την παραβίαση τις θεραπείες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο:»

 

 

 

   Πασιφανώς, η πιο πάνω πρόνοια έχει ως σκοπό την προώθηση, δικαστικώς, του δικαιώματος που προβλέπεται στο εδάφιο (1)[3] του άρθρου 6Α και καθιστά αγώγιμη την παραβίαση δικαιώματος που κατοχυρώνει η Σύμβαση ή και τα Πρωτόκολλά της.  Η τήρηση της διαδικασίας η οποία προβλέπεται στο εδάφιο (2) που ακολουθεί και αφορά στην υποβολή σχετικού αιτήματος στον Υπουργό Εσωτερικών και στην απόρριψη αυτού, αποτελεί προϋπόθεση, για να είναι επιτρεπτή προσφυγή ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την έγερση της κατάλληλης αγωγής προς τον πιο πάνω σκοπό.  Σε περίπτωση μη τήρησης της διαδικασίας αυτής, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται, ουσιαστικά, εξουσίας να επιλαμβάνεται τέτοιας αγωγής.

 

Εν προκειμένω, αν η εφεσείουσα προωθούσε την αγωγή της στη βάση ότι συνεπεία της εφαρμογής του Νόμου υπήρξε, στην περίπτωσή της, παραβίαση προνοιών της Σύμβασης, το εκδικάζον Δικαστήριο, δεδομένων των προνοιών του άρθρου 6Α(2), δε θα είχε εξουσία να της επιληφθεί.  Η υπόθεση του Ε.Δ.Α.Δ. Niazi Kazali κ.ά. v. Κύπρου, Αίτηση Αρ. 49247/2008 κ.ά., 6.3.2012,  αναγνωρίζει την ανάγκη τήρησης της διαδικασίας του άρθρου 6Α ως προϋπόθεση, για να δύναται, όμως, το ίδιο να επιληφθεί αίτησης η οποία τίθεται ενώπιόν του, αφού εξαντληθούν τα εσωτερικά ένδικα μέσα, όπως προβλέπεται στο ΄Αρθρο 35 της Σύμβασης. 

 

΄Οσον αφορά το λόγο έφεσης σε σχέση με τα έξοδα, προκύπτει, από τη συζήτηση η οποία έχει προηγηθεί, πως τα θέματα που εξετάστηκαν πρωτόδικα και κατ’ έφεση δεν εξετάστηκαν για πρώτη φορά, όπως είναι η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας.  Αντίθετα, αυτά συζητήθηκαν και προηγουμένως, όπως καταδεικνύεται από την παρατεθείσα, ανωτέρω, νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Επομένως, ούτε και ο λόγος αυτός μπορεί να επιτύχει. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.  Αυτά να υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

                                                     Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

 

                                                     Τ. Ψαρα-Μιλτιάδου, Δ.

 

 

 

/ΜΠ



[1] «Επειδή, συνεπεία της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής στις περιοχές που κατέχονται από τις Τουρκικές δυνάμεις εισβολής και της απαγόρευσης από τις δυνάμεις αυτές της διακίνησης του πληθυσμού αυτού στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, εγκαταλείφθηκαν περιουσίες που αποτελούνται από κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία,»

[2] Case of Kopecký v. Slovakia, Application No. 44912/98, 28.9.2004, Case of Draon v. France, Application No. 1513/03, 6.10.2005, Case of Maurice v. France, Application No. 11810/03, 6.10.2005 και Case of Smokovitis and Others v. Greece, Application No 46356/99, 11.7.2002.

[3] «6Α.(1)  Η παραβίαση δικαιώματος που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή και τα Πρωτόκολλά της που κυρώθηκαν από τη Δημοκρατία λόγω της εφαρμογής πρόνοιας του παρόντος Νόμου, είναι αγώγιμη.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο