ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ. Μ. , Πολιτική Αίτηση Αρ. 57/2021, 19/4/2021
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ. Μ. , Πολιτική Αίτηση Αρ. 57/2021, 19/4/2021
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2021:D146

ECLI:CY:AD:2021:D146

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 57/2021)

 

19 Απριλίου, 2021

 

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 3 ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ. Μ. ΑΠΟ ΤΗ xxx, ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΤΗΝ 3Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟΥ 2021, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ 2xx0 xxx ΠΑΣΚΟΤΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΔΙΩΞΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΕΡΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦ. 155, ΑΡΘΡΑ 17, 18 ΚΑΙ 44.

_ _ _ _ _ _

Γ. Πολυχρόνης, για τον Αιτητή.

 _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα, ο ως άνω αιτητής αιτείται άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης με Κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση ή/και παραμερισμό του εντάλματος σύλληψης ημερ. 3.3.2021, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και με το οποίο διατάχθηκε η σύλληψη του αιτητή ως παράνομη ή/και αντίθετη στο νόμο, πράξη.

 

Η Αίτηση στηρίζεται κυρίως στα ΄Αρθρα 155.4 του Συντάγματος, στα άρθρα 3 και 9 των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις Νόμων του 1964-1991) ή/και στον Κανονισμό 3 των περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Διαδικασία ΄Εκδοσης Προνομιακών Διαταγμάτων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018, στα ΄Αρθρα 1Α, 11, 13, 30, 33, 35 και 154 του Συντάγματος, στα άρθρα 5, 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Θεμελιωδών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, άρθρα 17-21 και 44, στο Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα και Δικονομία του 1964 (Ν.40/64), στη Διαταγή 53 των Θεσμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ίσχυε στην Αγγλία και εφαρμόζεται ως ανάλογο εσωτερικό δίκαιο, στις εξουσίες και πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου  κατά την άσκηση δικαιοδοσίας του να εκδίδει Προνομιακά Εντάλματα (Prerogative Orders).

Δυνάμει αίτησης της Αστυνομίας που υποβλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, με το έντυπο J.6G για έκδοση εντάλματος σύλληψής του αιτητή, ο τελευταίος παρουσιάζεται ως ύποπτος σε διερευνόμενα αδικήματα, (1) παράνομης πρόσβασης σε συστήματα πληροφοριών, περί Επιθέσεων κατά Συστημάτων Πληροφοριών Νόμος του 2015, Ν.147(Ι)/2015, άρθρ. 3[1] και (2) παράνομης παρέμβασης σε δεδομένα, ο ίδιος Νόμος, άρθρο 5[2].

 

Δυνάμει της στηρικτικής ένορκης δήλωσης του Αστ. Πασκοττή από τον Κλάδο Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (ο κλάδος), τα γεγονότα που οδήγησαν στο αίτημα της Αστυνομίας είχαν αφετηρία την καταγγελία στις 18.1.2021 στον κλάδο εκ μέρους της παραπονούμενης xxx xxx, πρώην συμβίας του αιτητή (με σύμφωνο συμβίωσης), ότι στις 15.1.2021, επιτεύχθηκε παράνομη πρόσβαση στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο που είχε ως αποτέλεσμα «να αλλαχθεί ο κωδικός πρόσβασης και να χάσει την πρόσβασή της στο λογαριασμό της».

 

Παρακάτω αναφέρονται τα εξής:

«Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η παραπονούμενη κατά το έτος 2013, δημιούργησε στην υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου Microsoft/Hotmail, τον λογαριασμό με στοιχεία rxxxxxx το οποίο χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα. Στις 15/01/2021 και ώρα 09:17 μ.μ. (ΕΕΤ) έλαβε μήνυμα στο ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο από την υπηρεσία Microsoft/Hotmail ότι ο κωδικός πρόσβασης στον λογαριασμό της άλλαξε.

 

Στο μήνυμα που έλαβε η παραπονούμενη μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι για την διαδικασία αλλαγής του κωδικού της χρησιμοποιήθηκε ο λογαριασμός ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με στοιχεία kxxx@xxx.com, το λειτουργικό σύστημα Windows, ο περιηγητής Chrome και το IP address 2xx.xx.xx.xx1.

 

Από τα στοιχεία που στάλθηκαν στην παραπονούμενη από την Microsoft αναγνώρισε ότι το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο kxxx@xxx.com ανήκε στον πρώην συμβίο της Κ. Μ., τηλ. 9xxxxx ο οποίος διαμένει στην οδό xxx xx, xxx με το οποίο διατηρούσε δεσμό κατά την περίοδο Οκτωβρίου του 2014 και Ιουνίου του 2020. Η ίδια διαπίστωσε ότι το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο kxxx@xxx.com ήταν δηλωμένο ως εναλλακτικό στοιχείο επανάκτησης του κωδικού πρόσβασης του ηλεκτρονικού της ταχυδρομείου rxxx@xxx.com χωρίς να θυμάται κατά πόσο το πρόσθεσε η ίδια ως εναλλακτικό στοιχείο κατά την διάρκεια του δεσμού τους.

 

Μόλις η παραπονούμενη αντιλήφθηκε τι έγινε πρόβηκε στη διαδικασία επανάκτησης του κωδικού πρόσβασης της με τη χρήση του κινητού της τηλεφώνου. Αφού ανέκτησε και πάλι την πρόσβαση στον λογαριασμό της στη συνέχεια αφαίρεσε το εναλλακτικό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο kxxx@xxx.com. Η παραπονούμενη παρέδωσε στον Κ.Δ.Η.Ε. σε έντυπη μορφή το μήνυμα που έλαβε από την εταιρεία Microsoft στις 15/01/2021 και ώρα 09:17 μ.μ. (ΕΕΤ).

 

Να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια της σχέσης τους ο Μ. γνώριζε τους κωδικούς πρόσβασης τόσο για το ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο όσο και άλλων λογαριασμών της, γεγονός που ήταν υπόψιν της παραπονούμενης και με την συγκατάθεση της. Μετά τον χωρισμό τους η παραπονούμενη άλλαξε όλους τους κωδικούς πρόσβασης των λογαριασμών που χρησιμοποιούσε.

 

Μετά από διαδικτυακές εξετάσεις που έγιναν εκ μέρους του Κλάδου Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος διαπιστώθηκε ότι το IP address 2xx.xx.xx.xx1 ανήκει στον διαδικτυακό παροχέα CABLENET.

 

   Στις 07/02/2021 εκδόθηκε διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το οποίο παραδόθηκε στην εταιρεία CABLENET αυθημερόν.

 

Την 01/03/2021 λήφθηκε απάντηση από την εταιρεία CABLENET, σύμφωνα με την οποία ο κάτοχος/χρήσης του IP address 2xx.xx.xx.1 είναι ο Μ. Μ., Δ.Τ. xxxxx, τηλ. 9xxxxx από οδό xxxx xx, xxxx xxxxx.

 

Με βάση τα στοιχεία που παραλήφθηκαν από την εταιρεία CABLENET μετά από έλεγχο στο μηχανογραφημένο σύστημα της Αστυνομίας διαπιστώθηκε ότι ο Μ. Μ. Δ.Τ. xxxxxx είναι πατέρας του Κ. Μ. δ.Τ. xxx, ημ.γεν. xx/xx/19xx από οδό xxxx xx xxx (ύποπτος) τον οποίο κατονόμασε η παραπονούμενη στην κατάθεσή της. Επιπρόσθετα η διεύθυνση που λήφθηκε με τα αποτελέσματα της εταιρείας CABLENET ταυτίζεται με την διεύθυνση διαμονής του υπόπτου η οποία επίσης δόθηκε από την παραπονούμενη στην κατάθεσή της.»

 

 

Τίθενται δε εν κατακλείδι – μάλιστα με τονισμένο τρόπο – τα ακόλουθα:

«Νοείται ότι  το παρόν Διάταγμα αποσκοπεί στην ανεύρεση υλικού που σχετίζεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα σε σχέση με τα όσα αναφέρονται στον όρκο της Αστυνομίας. Οποιοδήποτε άλλο υλικό αποθηκευμένο στις συσκευές που αναγράφονται στο ένταλμα έρευνας είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να αναζητηθεί ή κρατηθεί

 

Όπως επίσης και τα εξής:

«Ενόψει των πιο πάνω και για διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων αιτούμαι από το σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης του Κ. Μ. Δ.Τ. xxxxx, ημ.γεν.xx/xx/19xx, οδό xxx xxx, xxx xxx καθώς και ένταλμα έρευνας για την κατοικία και υποστατικά του στην πιο πάνω οδό με σκοπό τον εντοπισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών, κινητών τηλεφώνων ή και άλλων ηλεκτρονικών συσκευών που δυνατό να χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων.»

Η αίτηση του αιτητή προβάλλει πάμπολλους λόγους επικαλούμενης παρανομίας, οι οποίοι δεν ευσταθούν.

Εν πρώτοις δεν θεωρώ ότι υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση για ανεπαρκές νομικό βάθρο του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης.

 

Τα αναφερόμενα στο έντυπο άρθρα 17 και 44 προφανώς και δεν αποτελούν τον πυρήνα του εντάλματος.

 

Ο πυρήνας αυτός είναι το άρθρ. 18 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, το οποίο επίσης αναφέρεται και έχει ως εξής:.

«18.-(1) Όταν δικαστής ικανοποιείται με γραπτή ένορκη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα ή όταν η σύλληψη ή η κράτηση θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία για παρεμπόδιση διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά τη διάπραξη αυτού, ο δικαστής δύναται να εκδώσει ένταλμα (που θα αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως ένταλμα συλλήψεως) το οποίο να εξουσιοδοτεί τη σύλληψη του ατόμου εναντίον του οποίου στρέφεται το ένταλμα.»

 

Είναι προφανές ότι το εφαρμοστέον εν προκειμένω άρθρο είναι το άρθ. 18. Συνεπώς δεν υπάρχει πλημμέλεια εάν στο σχετικό έντυπο αναφέρονται και τα λοιπά άρθρα.

 

Ούτε κατά την κρίση μου συντρέχει συζητήσιμη υπόθεση στο γεγονός ότι ο αιτητής είναι στρατιωτικός και κατ΄ισχυρισμόν δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του άρθ. 129(2)[3] του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου του 1964 (Ν. 40/64).

 

Η τυχόν παράλειψη αναφοράς ή προηγούμενης εντολής του Διοικητού σε σχέση με ένταλμα σύλληψης εναντίον στρατιωτικού δεν επιδρά επί της νομιμότητας του εντάλματος. Εξ άλλου, πρόκειται για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου.  (Βλ. Παπαπαύλου ν. Αστυνομίας, Ποιν.εφ.329/15, 25.5.2016, Μούζουρα  Πολ.Εφ.305/18, 4.3.2019), ECLI:CY:AD:2019:A73.

 

Αναφορικά δε με τα θέματα που εγείρει ο αιτητής ως προς την παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων (όπως εάν η παραπονούμενη είχε δώσει προηγούμενη συναίνεση, καθώς και άλλα), δεν θεωρώ ότι δημιουργούν συζητήσιμη υπόθεση, αφού απλώς συνιστούν την εκδοχή του αιτητή. Δεν πρόκειται για αντικειμενικά δεδομένα.  Φαίνεται να αφορούν την υποκειμενική αντίληψη του αιτητή για τα πράγματα που ενδεχομένως να είναι σωστά ή να μην είναι. Ακριβώς οι θέσεις του αιτητή θα αποτελούσαν ευλόγως αντικείμενο εξέτασης κατά την ανάκριση.

 

΄Ερχομαι τώρα να εξετάσω το κυρίως ζητούμενο στην αίτηση του αιτητή, δηλαδή την πλήρωση ή μη των προϋποθέσεων του άρθρ.18 (ανωτέρω).

 

Ως εκ του νόμου αλλά και εκ της διαχρονικής νομολογίας (κυπριακής και ευρωπαϊκής) αναγνωρίσθηκε ότι ο Δικαστής προτού προβεί στην έκδοση εντάλματος σύλληψης, πρέπει να ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για την σύλληψη ή κράτηση προσώπου και ότι η σύλληψη είναι αναγκαία για την πρέπουσα διερεύνηση του εγκλήματος. Συνοπτικά τίθεται η ανάγκη για πλήρωση δύο προϋποθέσεων:

(α) εύλογη υπόνοια,

(β) αναγκαιότητα της σύλληψης για σκοπούς ανακριτικού έργου.

 

Ο κ. Πολυχρόνης εισηγείται ότι καμία από τις ως άνω προϋποθέσεις δεν ισχύει.

 

Δεν συμφωνώ για την (α) προϋπόθεση. Είναι σαφές από την παράθεση του πιο πάνω άρθρου, το περιεχόμενο της καταγγελίας της παραπονούμενης αλλά και την αναφορά των επιμέρους διαβημάτων που έγιναν για ανεύρεση των κωδικών και δικαιούχων λογαριασμών στο χρόνο από την καταγγελία, όπως και η διάπραξη των αδικημάτων, έχει στοιχειοθετηθεί.  Eπίσης, έχει καταδειχθεί εύλογη σύνδεση του αιτητή με τα διερευνόμενα αδικήματα.  Ο συσχετισμός των ηλεκτρονικών διευθύνσεων, παροχέων και λογαριασμών, όπως εκτίθεται στον όρκο, είναι αρκετός, σε αυτό το στάδιο, για την έννοια της εύλογης υπόνοιας.  Να θυμίσω ότι για την εφαρμογή του αρθ.18 ως προς την εύλογη υπόνοια, δεν απαιτείται απόδειξη γεγονότων, ούτε στοιχειοθέτηση κατηγορίας.

 

Η ύπαρξη ή μη προηγούμενης συγκατάθεσης της παραπονούμενης σε άλλο χρονικό σημείο, ως προς τη χρήση κωδικών ή τυχόν επίδραση των δικαστικών διαφορών των διαδίκων και όλα όσα προβάλλονται, αναμένεται να τεθούν στο μικροσκόπιο των αρχών, όμως δεν αναιρούν το στοιχείο της εύλογης υπόνοιας.  Συνεπώς, για την πρώτη προϋπόθεση ο αιτητής δεν κατέδειξε συζητήσιμη υπόθεση για να του δοθεί η αιτούμενη άδεια. 

Εν αντιθέσει όμως, θεωρώ ότι έχουν τεθεί στοιχεία και ερωτηματικά τέτοια που να στοιχειοθετούν συζητήσιμη υπόθεση για να δοθεί άδεια ως προς την πλήρωση ή μη της αναγκαιότητας έκδοσης του εντάλματος, δηλ. τη (β) προϋπόθεση.

 

Ο κ. Πολυχρόνης ανέφερε ότι η μόνη φράση που συναντάται στον επίδικο όρκο του αστυνομικού είναι «προς διευκόλυνση των Αστυνομικών ανακρίσεων». Δεν γίνεται αναφορά από τον Αστυνομικό σε αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης.

 

Πρέπει να λεχθεί ότι δεν πρόκειται, εν στενή έννοια, για υποχρέωση χρήσης ή επίκλησης της φράσης «αναγκαιότητα έκδοσης». Μπορεί να χρησιμοποιείται η φράση αλλά από το κείμενο του όρκου να μην προκύπτουν επαρκή στοιχεία που εύλογα θα οδηγούσαν στη στοιχειοθέτηση της αναγκαιότητας. Αλλά και αντίθετα. Να μην χρησιμοποιείται η φράση αλλά τα στοιχεία και οι περιστάσεις να είναι τέτοιας φύσης που να στοιχειοθετούν λογικά την αναγκαιότητα κράτησης.

 

Στην κρινόμενη περίπτωση, έχοντας υπόψη τη φύση των διερευνώμενων αδικημάτων, θεωρώ ότι τα υπάρχοντα στοιχεία και οι προτεινόμενες περιστάσεις αναγκαιότητας στοχεύουν στην (επίσης παράλληλη) αίτηση έκδοσης εντάλματος έρευνας, αφού ακριβώς επισημαίνεται η ανάγκη εντοπισμού υλικού (το οποίο εξειδικεύεται) που δυνατό να χρησιμοποιήθηκε για την διάπραξη των αδικημάτων. Πουθενά όμως δεν φαίνεται να εντοπίζεται αναφορά ή στοιχείο τέτοιο που θα είχε στόχο την πλήρωση της προϋπόθεσης της αναγκαιότητας έκδοσης του εντάλματος σύλληψης του αιτητή, και αυτό χωρίς να επηρεάζεται η εγκυρότητα του εντάλματος έρευνας το οποίο, όπως μου ελέχθη, αποτελεί αντικείμενο άλλης αίτησης.  Ως προς αυτό μόνο τον παράγοντα, δηλ. την πλήρωση της β΄ προϋπόθεσης, κρίνω ότι έχει καταδειχθεί από τον αιτητή συζητήσιμη υπόθεση και μόνο γι΄ αυτό δίδεται σχετική άδεια για καταχώρηση διά κλήσεως αίτησης.  Αυτό βεβαίως γίνεται, ως ορίζει η νομολογία, χωρίς περαιτέρω εμβάθυνση στην υπόθεση.  (Βλ. In re Kakos (1985)1 C.L.R. 250 Char.Theophanous Argyrides (1987)1 CLR 23 and Sidnell v. Wilson a.o. [1966] EWCA Civ 2, 14.1.1966). Επίσης, εν προκειμένω, δεν συντρέχει άλλη δυνατότητα θεραπείας στον αιτητή, όπως ωσαύτως εξηγήθηκε από τη Νομολογία. 

 

Παρέχεται άδεια για τον περιορισμένο αυτό λόγο. Κατά τα λοιπά η αίτηση απορρίπτεται.

 

Η διά κλήσεως αίτηση να καταχωρηθεί εντός 10 ημερών και να επιδοθεί, ορίζεται δε για οδηγίες στις 10.5.2021 και ώρα 11.15 π.μ.

 

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 



[1] Πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως και χωρίς δικαίωμα αποκτά πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος συστήματος πληροφοριών, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης η οποία δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις σαράντα χιλιάδες ευρώ (€40.000) ή και στις δύο αυτές ποινές, οσάκις η απόκτηση πρόσβασης διαπράττεται παραβιάζοντας μέτρο ασφάλειας.

 

[2] Πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως και χωρίς δικαίωμα διαγράφει, προκαλεί ζημία, φθορά, αλλοίωση ή εξάλειψη ηλεκτρονικών δεδομένων ενός συστήματος πληροφοριών ή αποκλείει την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης η οποία δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις σαράντα χιλιάδες ευρώ (€40.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

[3] 129(2) Εις οιανδήποτε άλλην περίπτωσιν η σύλληψις στρατιωτικού ενεργείται εις εκτέλεσιν του παρ’ οιουδήποτε δικαστηρίου εκδιδομένου σχετικού εντάλματος κατόπιν εντολής του Διοικητού είτε υπό στρατιωτικού εις ον ο Διοικητής ανέθεσε την εκτέλεσιν τοιούτου εντάλματος είτε υπό μέλους της Αστυνομίας της Δημοκρατίας εξουσιοδοτημένου προς τούτο υπό του Αρχηγού της Αστυνομίας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο