
ECLI:CY:AD:2021:D317
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 114/2021)
19 Ιουλίου, 2021
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ XXX XXX AHOU ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΤΗ ΕΛΕΦΑΝΤΟΣΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ HABEAS CORPUS.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 105, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 115/2008/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ:
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
3. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΝ XX XXX AHOU ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ (ΧΩΚΑΜ) ΣΤΗ ΜΕΝΟΓΕΙΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ/Ή ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 18ΠΣΤ ΤΟΥ ΚΕΦ. 105 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15(5) ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 115/2008.
_ _ _ _ _ _
Π. Πιερίδης, για την Αιτήτρια.
Κ. Χριστοφή (κα) με Χρ. Χαραλάμπους (κα), ασκούμενη
δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ων η αίτηση.
Αιτήτρια παρούσα.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση αξιώνεται η έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum, με το οποίο να κηρύσσεται η διάρκεια της κράτησης της αιτήτριας παράνομη και να διατάσσεται η άμεση αποφυλάκισή της.
Η αιτήτρια, υπήκοος της Ακτής Ελεφαντοστού, γεννήθηκε στις XX.XX.1982. Αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές μέσω του αεροδρομίου Τύμβου, στις 19.9.2016, και, στη συνέχεια, πέρασε στις ελεύθερες περιοχές σε άγνωστο σημείο.
Στις 10.9.2016 παρουσιάστηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας για να μεταβεί στη Βασιλεία. Γεννήθηκαν υποψίες ως προς τη γνησιότητα του διαβατηρίου της και διενεργήθηκε περαιτέρω έλεγχος. Η αιτήτρια ανακρινόμενη παραδέχθηκε ότι το διαβατήριο δεν ήταν δικό της και ότι ταξίδεψε από τη χώρα της στην Τουρκία, όπου μία γυναίκα αγνώστων στοιχείων της έδωσε το διαβατήριο, με σκοπό να τη βοηθήσει να εισέλθει στην Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, η αιτήτρια συνελήφθη και προσήχθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, το οποίο την καταδίκασε στις 22.9.2016 σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών.
Στις 20.10.2016 εκδόθηκε εναντίον της διάταγμα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105, καθότι θεωρήθηκε ως ανεπιθύμητη μετανάστρια, δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) του ίδιου Νόμου, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων για τα οποία καταδίκαστηκε σε φυλάκιση. Στις 25.10.2016 η αιτήτρια αποφυλακίστηκε από τις Κεντρικές Φυλακές με χάρη και αμέσως συνελήφθη και οδηγήθηκε στο ΧΩΚΑΜ, όπου τέθηκε υπό κράτηση. Στις 26.10.2016 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία και το διάταγμα απέλασής της ανεστάλη. Η αίτησή της απερρίφθη από την Υπηρεσία Ασύλου στις 25.1.12016 και στις 29.11.2016 υπέβαλε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία απερρίφθη στις 12.1.2017. Την ίδια ημέρα το διάταγμα κράτησής της ακυρώθηκε, καθότι είχε παρέλθει η προθεσμία εξέτασης της προσφυγής στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.
Στις 23.5.2017 της απεστάλη επιστολή, καλώντας την όπως αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, ενώ στις 29.8.2017 τα στοιχεία της καταχωρήθηκαν στο stop list, ως καταζητούμενο πρόσωπο.
Στις 20.6.2020 μέλη της ΥΑΜ εντόπισαν την αιτήτρια στη Λάρνακα και συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Λόγω του κινδύνου διαφυγής, αλλά και της μακρόχρονης παράνομης παραμονής της, κρίθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο εφαρμογής εναλλακτικών μέτρων αντί της κράτησής της και, ως εκ τούτου, εκδόθηκε εναντίον της διάταγμα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105.
Στις 23.6.2020 η αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της για διεθνή προστασία και στις 25.6.2020 ακυρώθηκε το διάταγμα κράτησής της και εκδόθηκε νέο, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου. Την ίδια ημέρα ανεστάλη και το διάταγμα απέλασής της.
Στις 17.7.2020 κρίθηκε απαράδεκτο το αίτημά της για επανάνοιγμα του φακέλου. Καταχώρησε προσφυγή στις 21.7.2020, προσβάλλοντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία απορρίφθηκε στις 2.12.2021. Περαιτέρω, στις 31.8.2020 καταχώρησε ενώπιον του ΔΔΔΠ αίτηση, προσβάλλοντας το διάταγμα κράτησής της ημερομηνίας 25.6.2020, η οποία απορρίφθηκε στις 28.9.2020.
Στις 11.1.2021 η αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της για διεθνή προστασία. Το αίτημά της απερρίφθη από την Υπηρεσία Ασύλου στις 5.3.2021. Τον Ιανουάριο του 2021 έγινε επανεξέταση του διατάγματος κράτησής της. Στις 6.4.2021 το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 25.6.2020 ακυρώθηκε λόγω έκδοσης νέων διαταγμάτων, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105, καθότι η αιτήτρια είχε παράνομη παραμονή και ποινή φυλάκισης έξι μηνών. Επίσης, στο διάταγμα αναφέρεται χειρόγραφα ότι «λόγω καταδίκης σε ποινή φυλάκισης μη ύπαρξης διεύθυνσης διαμονής και μη κατοχής ταξιδιωτικών εγγράφων δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.». Στις 15.6.2021 έγινε επανεξέταση του διατάγματος κράτησής της από αρμόδιο Λειτουργό του Τμήματος, ο οποίος εισηγήθηκε τη συνέχιση της κράτησής της, κάτι που εγκρίθηκε αυθημερόν από το Διευθυντή του Τμήματος.
Στις 23.3.2021 η αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή υπ΄ αρ. 1211/21 στο Διοικητικό Δικαστήριο κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε στις 23.6.2021.
Η αιτήτρια προβάλλει στην ένορκη της δήλωση τους ακόλουθους ισχυρισμούς ως προς την κράτησή της:
«15. Όπως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι μου σύμφωνα με το άρθρο 8(1)(α) και 9Δ(1) του Ν.6(Ι)/2000 ως τροποποιήθηκε, λαμβάνοντας υπόψη του γεγονότος ότι κατέχω σήμερα το νόμιμο καθεστώς του αιτητή πολιτικού ασύλου εκκρεμούσης της προσφυγής με αρ. 1211/21 η συνέχιση της κράτησης μου στο ΧΩΚΑΜ είναι παράνομη και/ή λανθασμένη και θα πρέπει να εφεθώ ελεύθερη.
16. Όπως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι μου βάσει του άρθρου 9ΣΤ(α)(1) του Περί Προσφύγων Νόμου έχω το δικαίωμα να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησης μου από την άποψη της διάρκειας της και αυτή σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(4)(α) πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2). Επίσης βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2) το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να μου επιβάλει εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.
17. Όπως με συμβουλεύουν οι Δικηγόροι μου και πιστεύω το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει την διάρκεια της κράτησης μου βάσει του Άρθρου 11(3)(στ) του Συντάγματος, αντίστοιχου με το Άρθρο 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
18. Ακόμη και στην περίπτωση που ήθελε αποφασιστεί ότι δεν κατέχω το καθεστώς του αιτητή πολιτικού ασύλου και πάλι ως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι μου η διάρκεια της κράτησης διάρκειας πέραν των 11 μηνών ενεργοποιεί τα άρθρα 18ΠΣΤ(7) του Κεφ. 105 και 15(5) της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ βάσει των οποίων η κράτηση με σκοπό την απέλαση δεν πρέπει να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Η κράτηση μου συνεχίζει χωρίς να τυγχάνω πληροφόρησης σε ποιο στάδιο βρίσκεται η διαδικασία απέλασής μου, χωρίς να τύχει επανεξέτασης ανά δίμηνο το διάταγμα κράτησης και χωρίς να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ώστε να εξεταστεί κατά πόσο η παράταση της κράτησης, πέραν της χρονικής προθεσμίας των 6 μηνών που προβλέπεται από το Νόμο, είναι νόμιμη.»
Οι καθ΄ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση, με την οποία επικαλούνται ότι η κράτησή της είναι νόμιμη με βάση το Νόμο, δεν είναι παρατεταμένη και έχει τύχει επανεξέτασης, δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ(4) του Κεφ. 105, και πως η αιτήτρια δεν συνεργάζεται για την απέλασή της. Συνεπώς, η οποιαδήποτε καθυστέρηση στην απέλαση οφείλεται στις δικές της ενέργειες. Περαιτέρω, εσφαλμένα επικαλείται ότι είναι αιτήτρια διεθνούς προστασίας και κωλύεται να προωθεί την υπό κρίση αίτηση, καθότι με αυτήν επιδιώκει τον έλεγχο της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 6.4.2021, το οποίο δεν προσβλήθηκε με προσφυγή και, ως εκ τούτου, τεκμαίρεται ως νόμιμο.
Κατά την ακρόαση της αίτησης οι συνήγοροι των δύο πλευρών καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις προς υποστήριξη των αντίστοιχων θέσεών τους, τις οποίες εξέτασα.
Παρατηρείται πως η αγόρευση του συνηγόρου της αιτήτριας επικεντρώθηκε στον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η διάρκεια της κράτησής της πέραν των 6 μηνών παραβιάζει τόσο τις πρόνοιες του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105, όσο και της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και του Άρθρου 5 της ΕΣΔΑ, και δεν γίνεται καμία αναφορά στην αρχική της θέση επί της αιτήσεως, ότι δηλαδή εξακολουθεί να έχει το καθεστώς της αιτήτριας ασύλου. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι έχει εγκαταλείψει τον εν λόγω ισχυρισμό, ο οποίος δεν χρήζει περαιτέρω εξέτασης.
Στην αγόρευση προβάλλει πως σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις η διοίκηση αντιμετώπισε την αιτήτρια με διαφορετικό τρόπο, εφαρμόζοντας διαφορετικά το Νόμο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εισήγηση, ενόσω εκκρεμούσε το πρώτο αίτημα για επανάνοιγμα της αίτησής της για άσυλο, το διάταγμα απέλασής της τελούσε υπό αναστολή και η αιτήτρια κρατείτο σε λανθασμένη νομική βάση. Στη συνέχεια, όταν απορρίφθηκε το δεύτερο αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου, η αιτήτρια αντιμετωπίζεται ως παράνομη μετανάστρια, χωρίς να έχει δικαίωμα παραμονής. Όμως, σύμφωνα με την εισήγηση, ένα διάταγμα κράτησης δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ ώστε να νομιμοποιείται ολόκληρη η περίοδος που τελούσε υπό κράτηση. Προβάλλεται, περαιτέρω, πως το Δικαστήριο στον καθορισμό της διάρκειας κράτησης θα πρέπει να ελέγξει το σύνολο της περιόδου κράτησης ως προς τη νομιμότητά της σε συμμόρφωση με το Νόμο και την Οδηγία και όχι αποσπασματικές περιόδους που πλασματικά μπορεί να δημιουργήσει η διοίκηση, καταστρατηγώντας το Νόμο.
Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρεται στα δύο έντυπα επανεξέτασης που επισυνάπτονται στην ένσταση και αφορούν επανεξέταση που έγινε τον Ιανουάριο του 2021, με βάση τον περί Προσφύγων Νόμο (Τεκμήριο 25), και στις 15.6.2021, με βάση το Κεφ. 105 (Τεκμήριο 34), όπου, σύμφωνα με την εισήγηση, η αρμοδιότητα είναι του Υπουργού, ενώ τα υπό κρίση έντυπα δεν τα εξέδωσε ο Υπουργός και δεν φαίνεται η ιδιότητα του προσώπου που τα έχει εκδώσει. Πέραν τούτου, δεν δίδεται κανένας λόγος γιατί η παράταση της κράτησης είναι αναγκαία, ούτε εξηγούνται τι διαβήματα έγιναν μέχρι στιγμής από πλευράς διοίκησης για επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Σύμφωνα με την εισήγηση συνολικά, παρήλθε διάστημα πέραν των 6 μηνών που η αιτήτρια κρατείται, χωρίς να τεκμηριωθεί από πλευράς καθ΄ ων η αίτηση, η οποία είχε το βάρος απόδειξης ότι λήφθηκαν συγκεκριμένα και ουσιαστικά μέτρα προς επαλήθευση των λόγων κράτησης, ούτε έγιναν οποιεσδήποτε προσπάθειες με σκοπό την απέλαση της αιτήτριας, ούτε φαίνεται ότι υπάρχει πραγματική προοπτική περί τούτου.
Από την άλλη, οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η αίτηση είναι πρόωρη, καθότι η χρονική διάρκεια από την έκδοση του διατάγματος κράτησης, ημερομηνίας 6.4.2021, δεν είναι τέτοια που να ενεργοποιεί τις διατάξεις του άρθρου 18ΠΣΤ(7) του Κεφ. 105, αλλά ούτε η συνολική διάρκεια της κράτησής της από τις 20.6.2020 έχει ξεπεράσει το μέγιστο χρονικό περιθώριο που η εφαρμοστέα νομοθεσία επιτάσσει και, ως εκ τούτου, η κράτησή της δεν έχει υπερβεί τον εύλογο χρόνο. Τονίστηκε ότι η αιτήτρια δεν είναι κάτοχος διαβατηρίου, ούτε και οποιουδήποτε άλλου προσωπικού εγγράφου, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει τις διαδικασίες και να τίθεται σε εφαρμογή το άρθρο 18ΠΣΤ(8). Η κράτησή της, μέχρι την έκδοση του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 6.4.2021, έχει ήδη ελεγχθεί από το ΔΔΔΠ, στα πλαίσια της προσφυγής υπ΄ αριθ. ΔΚ33/2020, εναντίον της οποίας δεν έχει ασκηθεί έφεση. Περαιτέρω, τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 6.4.2021, ουδέποτε προσεβλήθησαν και, ως εκ τούτου, τεκμαίρονται ως νόμιμα. Το γεγονός ότι η αιτήτρια συνεχίζει να κρατείται αποτελεί αποτέλεσμα των δικών της ενεργειών και η υπό κρίση αίτηση συνιστά κατάχρηση των διαδικασιών. Σημειώνεται πως η συνεχής και αλλεπάλληλη καταχώρηση αιτήσεων και άλλων διαδικαστικών μέτρων αποτελεί προσπάθεια της αιτήτριας να εξασφαλίσει την παραμονή της στην Κυπριακή Δημοκρατία. Επικαλείται δε την επείγουσα φύση της παρούσας διαδικασίας, ενώ η νομική αρωγή που της παραχωρήθηκε είχε εγκριθεί στις 9.3.2021 και καταχώρησε την παρούσα αίτηση τρεις μήνες μετά. Αποτελεί θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι η κράτηση της αιτήτριας εξακολουθεί να υφίσταται, καθότι εξακολουθεί να ισχύει ο λόγος κράτησης για τον οποίο είχε εκδοθεί το διάταγμα κράτησης και απέλασης, ως προβλέπεται από το άρθρο 18ΠΣΤ(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου.
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση xxx Lakoud v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 77/2020, ημερομηνίας 8.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A231, αναφέρθηκαν τα εξής, ως προς τη σημασία του Habeas Corpus:
«Όπως είναι καλά γνωστό, το προνομιακό ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus ad subjiciendum διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στη xxx Χ" Σάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, «Το Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη». Απαραίτητη προϋπόθεση δι' έκδοση του εντάλματος συνιστά η απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης (Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55). Με τη διαδικασία του εντάλματος Habeas Corpus, ό,τι επιδιώκεται είναι η διασφάλιση του δικαιώματος της ελευθερίας διά της άμεσης απελευθέρωσης του αιτητή ο οποίος, κατ' ισχυρισμό, τελεί υπό παράνομη κράτηση. Οποτεδήποτε, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας, διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, το σχετικό διάταγμα εκδίδεται δικαιωματικά και όχι ως θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας, οπότε, ο αιτητής αφήνεται ευθύς ελεύθερος (Green v. Home Secretary [1941] 3 All E.R. 388, σελίδα 400).»
Η διάρκεια της κράτησης του άρθρου 18ΠΣΤ ελέγχεται με αίτηση Habeas Corpus, σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(5)(α), ενώ ο έλεγχος της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης υπόκειται σε προσφυγή, σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(3)(α). Στην υπόθεση xxx Shuying v. Δημοκρατίας (2012) 1 ΑΑΔ 2725 τονίστηκε πως «η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σταθερά αποδέχεται ότι μόνο με αίτηση Habeas Corpus μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησης αλλοδαπού από πλευράς της διάρκειας της συμφώνως των προνοιών του Άρθρου 18ΠΣΤ του νόμου.». Στην ίδια υπόθεση τονίστηκε και η εμβέλεια του άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, οι πρόνοιες της οποίας ενσωματώθηκαν στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105 ως εξής:
«Το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, οι πρόνοιες της οποίας ενσωματώθηκαν στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105, αποτελεί το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει το θέμα της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας υποκείμενου σε διαδικασίες επιστροφής κλπ. Σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη οποιαδήποτε κράτηση πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια. Το ίδιο άρθρο περιέχει πρόνοιες η εφαρμογή των οποίων αποτελεί τις ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των δικαιωμάτων του υποκειμένου σε κράτηση για τους σκοπούς του νόμου, υπηκόου τρίτης χώρας. Μεταξύ άλλων προβλέπεται ότι κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα των έξι μηνών παρά μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρόλες τις εύλογες προσπάθειές τους, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανό να διαρκέσει περισσότερο επειδή «(α) ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί ή (β) καθυστερεί η λήψη εγγράφων από τρίτες χώρες.»
Αποτελεί, επίσης, αρχή της νομολογίας ότι η διάρκεια της κράτησης δεν εξετάζεται in abstracto, αλλά στη βάση των συγκεκριμένων γεγονότων της υπόθεσης (βλ. xxx xxx Khlaief v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (2003) 1 ΑΑΔ 1402 και xxx xxx xxx Fasel v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., Πολ. Έφ. 236/15, ημερομηνίας 31.3.2016).
Σε σχέση με το βάρος απόδειξης σε τέτοιου είδους αιτήσεις αναφέρονται τα ακόλουθα στην υπόθεση Καλφοπούλου (1998) 1(Α) ΑΑΔ 55, 69-70:
«Το βάρος απόδειξης ότι εκ πρώτης όψης μια κράτηση είναι παράνομη, το έχει ο αιτητής. Σαν θέμα τακτικής ο αιτητής πρέπει να αποδείξει μια εκ πρώτης όψης υπόθεση που δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τη νομιμότητα της κράτησής του. Όταν η υπόθεση του βασίζεται πάνω σε γεγονότα έχει το αποδεικτικό βάρος (evidential burden) να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία που μπορεί να οδηγήσει στην πιθανότητα ενός ευνοϊκού για τον ίδιο συμπεράσματος. Σε μια τέτοια περίπτωση το νομικό βάρος (legal burden) μεταφέρεται στους ώμους του καθ΄ου η αίτηση που καλείται να δικαιολογήσει την κράτηση.»
Η αιτήτρια κρατείται δυνάμει διατάγματος κράτησης και απέλασης, με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105, εφόσον δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας. Το μόνο ζήτημα που εκκρεμεί είναι προσφυγή κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για επανάνοιγμα της αίτησης για άσυλο.
Ο έλεγχος της διάρκειας κράτησης, δυνάμει του Κεφ. 105, διενεργείται υπό το φως του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι «Τέτοια κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνον καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με την δέουσα επιμέλεια».
Εν προκειμένω, μετά το αρχικό διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε στις 20.10.2016, ακολούθησε μια πορεία γεγονότων, όπως έχει εκτεθεί λεπτομερώς πιο πάνω. Από αυτήν προκύπτει πως η αιτήτρια, όταν καταδικάστηκε σε φυλάκιση, καταχώρησε αίτηση για άσυλο και όταν αυτή απορρίφθηκε, καθώς και η διοικητική της προσφυγή, παρέμεινε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία και κατέστη δυνατό να ανευρεθεί και να τεθεί εκ νέου υπό κράτηση στις 20.6.2020. Παρέμεινε, δηλαδή, στη Δημοκρατία χωρίς άδεια παραμονής, για τρία περίπου χρόνια και, όταν ανευρέθη και τέθηκε υπό κράτηση, προέβη εκ νέου σε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της. Αυτό οδήγησε στην αναστολή του διατάγματος απέλασης και στην κράτησή της, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Η κράτηση αυτή έχει κριθεί νόμιμη από το ΔΔΔΠ, στο οποίο η αιτήτρια προσέφυγε, χωρίς να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης αυτής. Ακολούθησε η απόρριψη του αιτήματος και η υποβολή εκ νέου αιτήματος για επανάνοιγμα, ως αναφέρεται ανωτέρω, οδηγώντας σε εναλλαγή της βάσης της κράτησης.
Στη βάση του ιστορικού της υπόθεσης θεωρώ ότι υπήρξε εναλλαγή στη βάση της κράτησής της λόγω των αιτήσεων της για επανάνοιγμα του φακέλου της. Της δόθηκε η ευκαιρία να μην απελαθεί, ενώ εκκρεμούσε η εξέταση των αιτήσεών της για επανάνοιγμα του φακέλου ασύλου και να κρατείται με βάση τον περί Προσφύγων Νόμο. Το γεγονός ότι της δόθηκε η ευκαιρία από τη διοίκηση να παραμείνει στη Δημοκρατία κατά το χρόνο που εκκρεμούσαν τα αιτήματά της για επανάνοιγμα του φακέλου, επιδεικνύοντας ουσιαστικά ανοχή και παρέχοντάς της την ευκαιρία να εξαντλήσει όλα να νομικά μέτρα που είχε στη διάθεσή της προτού ενεργήσει, δεν μπορεί να προβάλλεται από την αιτήτρια ως βάση για παράπονο ότι οι Αρχές επέδειξαν αδράνεια και κωλυσιεργία στην προώθηση του σκοπού της απέλασής της. Η ίδια επεδίωξε όπως της δοθεί ευκαιρία να παραμείνει στη Δημοκρατία και να της δοθεί διεθνής προστασία, γι΄ αυτό και υπήρξε αναστολή του διατάγματος απέλασής της. Το τελευταίο διάταγμα κράτησης και απέλασης εκδόθηκε στις 6.4.2021 και δεν έχει αμφισβητηθεί η νομιμότητά του ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου. Άλλωστε, και στην υπό κρίση αίτηση αυτό που επικαλείται η αιτήτρια είναι ότι εξακολουθεί να τελεί υπό καθεστώς αιτητή ασύλου, έστω και αν τελικά η αγόρευση του συνηγόρου της επικεντρώθηκε σε διαφορετική βάση. Ότι, δηλαδή, θα έπρεπε να τηρηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105.
Στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης θεωρώ ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε παρανομία ως προς τη διάρκεια της κράτησής της μέχρι τις 16.4.2021 που εκδόθηκαν τα τελευταία διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Η αιτήτρια δεν είναι κάτοχος διαβατηρίου και δε συνεργάζεται για την έκδοσή του, με αποτέλεσμα η διαδικασία απέλασής της να μην μπορεί να επιτευχθεί άμεσα. Υπήρξε επανεξέταση της κράτησής της στις 15.6.2021, όπου κρίθηκε ότι αυτή πρέπει να συνεχιστεί τόσο λόγω του κινδύνου διαφυγής ως προνοείται από το άρθρο 18ΟΔ του Κεφ. 105 όσο και λόγω της απουσίας συνήθους διαμονής και της μη κατοχής ταξιδιωτικών ή άλλων εγγράφων. Η εν λόγω επανεξέταση έγινε, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, από αρμόδιο Λειτουργό του Τμήματος και εγκρίθηκε από το Διευθυντή του Τμήματος. Με δεδομένο ότι ο Υπουργός δύναται, δυνάμει του άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν.23/1962), να εξουσιοδοτήσει άλλο πρόσωπο το οποίο κατέχει αρμόδια θέση στην υπηρεσία του να ενασκεί τις εξουσίες εκ μέρους του, θεωρώ ότι εφαρμόζεται το τεκμήριο της κανονικότητας. Σημειώνεται ότι δεν έχει παρέλθει η προθεσμία των 6 μηνών που τίθεται από το άρθρο 18ΠΣΤ(7) από την έκδοση του τελευταίου διατάγματος κράτησης και απέλασης δυνάμει του Κεφ. 105 πέραν του ότι υπάρχει δυνατότητα παράτασης της περιόδου αυτής σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(8) για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σε περιπτώσεις όπου ο αλλοδαπός αρνείται να συνεργαστεί ή καθυστερεί η λήψη των αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.
Στη βάση όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου δεν κρίνω πως η κράτηση της αιτήτριας είναι παρατεταμένη κατά παράβαση είτε του Κεφ. 105, είτε του Άρθρου 15 της Οδηγίας. Αντίθετα, η διοίκηση εξέτασε όλα τα αιτήματα της αιτήτριας έγκαιρα. Ως προς την απέλασή της, για να καταστεί δυνατή θα πρέπει να εκδοθούν ταξιδιωτικά έγγραφα, κάτι για το οποίο η ίδια δεν συνεργάζεται. Η συνολική περίοδος κράτησής της δεν είναι υπό τις περιστάσεις υπερβολική, ειδικότερα έχοντας υπόψη τα δύο αιτήματα στα οποία προέβη για επανάνοιγμα του φακέλου της.
Η παρούσα διαφοροποιείται από τις υποθέσεις Ishmael v. Δημοκρατίας κ.ά. (2014) 1 ΑΑΔ 2334, ECLI:CY:AD:2014:A792, Todorovic (2014) 1 ΑΑΔ 304, ECLI:CY:AD:2014:D98 και Wang (2012) 1 AAΔ 406, στις οποίες παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, ως προς τα γεγονότα. Σ΄ εκείνες τις υποθέσεις κρίθηκε ότι θα έπρεπε να ελεγχθεί το σύνολο της περιόδου που παρέμεινε υπό κράτηση ο αιτητής ως προς τη νομιμότητά της σε συμμόρφωση με το Νόμο και την Οδηγία και όχι αποσπασματικές περιόδους που πλασματικά μπορεί να δημιουργήσει η διοίκηση καταστρατηγώντας το Νόμο. Εν προκειμένω, ελέγχεται το σύνολο της περιόδου που παρέμεινε υπό κράτηση η αιτήτρια, η οποία ήταν αδιάλειπτη με εναλλαγές στο καθεστώς κάτω από το οποίο κρατείτο, ως αποτέλεσμα των δικών της ενεργειών και διαδικασιών που η ίδια επέλεξε να ακολουθήσει. Εδώ, δεν πρόκειται για αποσπασματικές περιόδους που πλασματικά δημιούργησε η διοίκηση.
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο