Χ. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α. v. Μ.L. PROPERTY SOLUTION LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε36/17, 30/11/2021
print
Τίτλος:
Χ. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α. v. Μ.L. PROPERTY SOLUTION LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε36/17, 30/11/2021
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2021:A540

ECLI:CY:AD:2021:A540

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. Ε36/17)        

 

 

30 Νοεμβρίου, 2021

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]

                                                    

 

1. Χ. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ

2. Μ. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΥ,

                          

                                                                   Εφεσειόντων

 

ν.

 

Μ.L. PROPERTY SOLUTION LTD,

                                                                                                                          Εφεσίβλητων

 

________________

 

 

Α. Γεωργίου, για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ανδρέου μαζί με Α. Λιβέρα (κα), για τους Εφεσίβλητους.

 

       

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Σάντη, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες, διά τριών λόγων έφεσης, βάλλουν κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 7.2.17 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), με την οποία απορρίφθηκε αίτηση τους ημερομηνίας 20.7.16 («η αίτηση») για παράταση χρόνου καταχώρισης αίτησης παραμερισμού «… ως επίσης για παραμερισμό της απόφασης η οποία ελήφθη ερήμην κατά περί 1.6.2016 σε τέτοιο βαθμό και/ή κατά τέτοιο τρόπο που να δικαιολογείται ο παραμερισμός της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 7.2.2017» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι επόμενες). Το παράπονο, το οποίο συνθέτει ουσιαστικώς τον πυρήνα της έφεσης και συγκροτεί τον λόγο έφεσης 1, επεκτείνεται και στο ότι η Πρωτόδικη Απόφαση βασίστηκε «… πάνω σε μια λανθασμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου υπό τας περιστάσεις» (λόγος έφεσης 2), αλλά και στο ότι η Πρωτόδικη Απόφαση δεν είναι μονάχα αντιφατική αλλά και «… καθόλου και/ή επαρκώς δικαιολογημένη …» (λόγος έφεσης 3).

 

        Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων υπήρξαν σαφείς στις τοποθετήσεις τους, τα δε περιγράμματα αγόρευσης που κατέθεσαν επιμελή.

 

        Ως εκ του αντικειμένου και περιεχομένου τους, θα επιληφθούμε σωρευτικώς των λόγων έφεσης.

 

        Προτού το πράξουμε, κρίνουμε πρόσφορο - για να καταστούν περισσότερο αντιληπτά όσα έπονται εξ απόψεως δικαστικής συλλογιστικής - να παραθέσουμε ανέπαφη την εκδοχή των Εφεσειόντων (Αιτητών στην πρωτόδικη διαδικασία), όπως την κατέγραψε το Πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«……………………………………………………………………………………….Η Αίτηση υποστηρίζεται ως προς τα γεγονότα από την ένορκη δήλωση του … Παπαχρυσοστόμου δικηγόρου, ο οποίος χειρίζεται την υπόθεση προσωπικά, εκπροσωπώντας το δικηγορικό γραφείο Δημήτρης Παπαχρυσοστόμου Δ.Ε.Π.Ε. Λέγει στην ένορκη του δήλωση ότι στις 19.7.16, αργά το απόγευμα, ενημερώθηκε από τον Εναγόμενο 1 ότι του είχε επιδοθεί εκείνη τη στιγμή από ιδιώτη επιδότη απόφαση ημερ. 1.6.16, ECLI:CY:AD:2016:D147 στην πιο πάνω με αριθμό και τίτλο αγωγή. ΄Εμεινε έκπληκτος όταν συνειδητοποίησε ότι είχε εκδοθεί στην απουσία του απόφαση στην υπόθεση αυτή. ΄Αμεσα ετοίμασε την παρούσα Αίτηση και την καταχώρησε την επόμενη ημέρα. Στις 13.5.16 η υπόθεση ήταν ορισμένη για πρώτη φορά για ακρόαση στις 10.30 π.μ. Την ίδια ημέρα είχε 6 υποθέσεις ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και λόγω του ότι υπήρχε καθυστέρηση στην διεκπεραίωσή τους θα καθυστερούσε να παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου για την παρούσα υπόθεση. Λόγω του ότι θα καθυστερούσε, μίλησε με κάποιο δικηγόρο των Εναγόντων και τον ενημέρωσε ότι η υπόθεση θα αναβαλλόταν επειδή το Δικαστήριο δεν είχε χρόνο και ζήτησε από το συνάδελφο αυτό να βρει κάποιο συνάδελφο του για να τον εκπροσωπήσει στην παρούσα υπόθεση. Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις 13.5.16 και 25.5.16 ζήτησε προφορικά από τη συνάδελφο του … Κόκκινου η οποία χειρίζεται προσωπικά την υπόθεση να του πει τη νέα ημερομηνία που έδωσε το Δικαστήριο. Δεν έλαβε απάντηση τις επόμενες μέρες παρόλο ότι της έκανε υπενθύμιση στο κινητό της. Με την … Κόκκινου συνδέεται τόσο φιλικά όσο και οικογενειακά. Δεν ισχυρίζεται ότι σκόπιμα δεν τον ενημέρωσε αλλά είναι βέβαιος ότι δεν το έπραξε λόγω φόρτου εργασίας. Όλα όσα έγιναν ήταν με σκοπιμότητα εκ μέρους της συναδέλφου του [Α] … Λιβέρα η οποία χειρίζεται και αυτή την υπόθεση, ο πατέρας της οποίας είναι ιδιοκτήτης της Ενάγουσας εταιρείας. Yπάρχει πολύ καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της υπόθεσης. Η υπόθεση αφορά πληρωμή εγγυητικής επιστολής μετά από παράβαση ουσιώδους όρου από την πλευρά της Ενάγουσας. Το τίμημα πώλησης του επίδικου ακινήτου είχε εξοφληθεί πλήρως από τον Εναγόμενο 1. Η παράβαση ουσιώδους όρου από την Ενάγουσα ήτοι η αδυναμία να μεταβιβάσει το ακίνητο επ΄ ονόματι του Εναγομένου 1 ελεύθερο από κάθε εμπράγματο βάρος, ήταν ο λόγος που εκποιήθηκε η εγγύηση η οποία εκδόθηκε από την Τράπεζα Κύπρου προς την Τράπεζα με την οποία συνεργάζονταν οι Εναγόμενοι. Υιοθετεί το περιεχόμενο της ΄Εκθεσης Υπεράσπισης, στην ολότητά του. Η μη εμφάνιση του στη διαδικασία δεν οφείλεται σε ασέβεια του προς το Δικαστήριο ούτε και δεικνύει έλλειψη ενδιαφέροντος αναφορικά με την υπόθεση. Τελούσε υπό πλήρη άγνοια αναφορικά με την έκδοση της απόφασης και μετά που έλαβε γνώσι της απόφασης εναντίον των Εναγομένων έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα ενώπιον του Δικαστηρίου. 

………………………………………………………………………………………».

 

 

          Έχει προσέτι σημασία να υποσημειωθεί, πως στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, οι Εφεσίβλητοι εναντιώθηκαν στο επίδικο αίτημα, παραθέτοντας τις επί τούτω θέσεις τους στο σώμα καταχωρισθείσας Ειδοποίησης Περί Προθέσεως Ενστάσεως («η Ένσταση»), η οποία συνοδευόταν από τρεις ένορκες δηλώσεις ξεχωριστών προσώπων (ήτοι των Α. Παρπαρίνου, Π. Λιβέρα και Α. Λιβέρα).

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με κατά νουν και το σύνολο της μαρτυρίας, συνόψισε και αποτίμησε τα πράγματα, ως προς το ζητούμενο, κατά τα εξής:

 

«……………………………………………………………………………………….

Η αγωγή καταχωρήθηκε στις 31.12.14. Οι Εναγόμενοι καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης στις 27.1.15. Παρέλειψαν να καταχωρήσουν υπεράσπιση και στις 17.2.15 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για απόφαση ενόψει της παράλειψής τους αυτής. Η αίτηση ορίστηκε στις 26.3.15 και από τότε αναβλήθηκε για άλλες 3 φορές δίδοντας παράταση χρόνου στους Εναγομένους να καταχωρήσουν υπεράσπιση η οποία τελικά καταχωρήθηκε στις 8.7.15. Στις 25.9.15 που ήταν ορισμένη η υπόθεση για οδηγίες οι Εναγόμενοι δεν εμφανίστηκαν ούτε ο δικηγόρος τους και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 13.5.16, με οδηγίες από το Δικαστήριο να ειδοποιηθεί ο δικηγόρος των Εναγομένων για την ημερομηνία που ορίστηκε η υπόθεση, ο οποίος πράγματι ειδοποιήθηκε από το Πρωτοκολλητείο στις 29.9.15. Στις 13.5.16 τόσο οι Εναγόμενοι όσο και ο δικηγόρος τους παρέλειψαν να εμφανιστούν στο Δικαστήριο. Η υπόθεση αναβλήθηκε για οδηγίες στις 23.5.16 και όπως έχει καταθέσει ενόρκως η δικηγόρος [Α]… Παρπαρίνου, η οποία και δεν αντεξετάστηκε, ειδοποίησε για τη νέα αυτή ημερομηνία τον δικηγόρο … Παπαχρυσοστόμου, αλλά και πάλι οι Εναγόμενοι και ο δικηγόρος τους παρέλειψαν να εμφανιστούν στις 23.5.16. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να οριστεί η υπόθεση για απόδειξη την 1.6.16 και ώρα 9.00 και αφού κανένας των Εναγομένων εμφανίστηκε, ούτε και ο δικηγόρος τους, οι Ενάγοντες προχώρησαν σε απόδειξη της υπόθεσης και το Δικαστήριο εξέδωσε την ίδια ημέρα την απόφαση, της οποίας επιζητείται ο παραμερισμός. Φαίνεται μέσα από τα γεγονότα ότι ο δικηγόρος των Εναγομένων ουδέποτε εμφανίστηκε στην υπόθεση. Για τη μη εμφάνιση του στις 13.5.16 είπε ότι ήταν στο Οικογενειακό Δικαστήριο και γι΄ αυτό το λόγο δεν εμφανίστηκε. Η ενόρκως δηλούσα [Α]… Λιβέρα λέγει ότι η … Κόκκινου δεν είχε οποιαδήποτε ουσιαστική εμπλοκή με την εξέλιξη της υπόθεσης από τις 13.5.16 μέχρι και σήμερα. Ούτε υποσχέθηκε στον Παπαχρυσοστόμου ότι θα τον ενημέρωνε για το πότε ήταν ορισμένη η υπόθεση. Ούτε οι ισχυρισμοί αυτοί της ενόρκως δηλούσας έχουν αντικρουστεί καθότι δεν αντεξετάσθηκε.

…………..………………………………………………………………………….».

 

        Τούτων δοθέντων - και όσων έτερων το προβλημάτισαν - οδήγησαν το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόληξη του, ως ακολούθως:

«……………………………………………………………………………………..

Κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας έλαβα υπόψη μου (α) το γεγονός ότι ο δικηγόρος των Εναγομένων, εκτός από την καταχώριση σημειώματος εμφάνισης και την καταχώριση υπεράσπισης μετά από υποβολή αίτησης από τους Ενάγοντες για την παράλειψη του αυτή και τις αναβολές της Αίτησης για να του δοθεί η ευκαιρία να καταχωρήσει υπεράσπιση, ουδέποτε εμφανίστηκε στο Δικαστήριο, (β) η μεσολάβηση του χρονικού διαστήματος, 13.5.16, που ήταν ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση, μέχρι 19.7.16, που επιδόθηκε στους Εναγομένους η αγωγή, που ήταν και το κέντρισμα στην καταχώριση της παρούσας, ήταν υπό τις περιστάσεις μεγάλο χρονικό διάστημα, χρονικό διάστημα αδιαφορίας του δικηγόρου των Εναγομένων για την τύχη της αγωγής και (γ) η παράλειψη των Αιτητών να εμφανισθούν κατά την δικάσιμο στις 13.5.16 δεν ήτο, υπό τις περιστάσεις, ένα αθώο σφάλμα του δικηγόρου των.

΄Εχοντας υπόψη την Νομολογία όπως την έχω καταγράψει πιο πάνω κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η παράταση του χρόνου για καταχώριση της παρούσας Αίτησης. 

Εάν είχα να εκδικάσω μίαν εμπροθέσμως καταχωρηθείσα Αίτηση, δηλαδή εάν η Αίτηση καταχωρείτο μέσα στην προθεσμία των 15 ημερών από της έκδοσης της απόφασης (Δ.33 θ.5) βασιζόμενος στην πιο πάνω Νομολογία και με κατά νουν την αδιαφορία που επέδειξε ο δικηγόρος των Αιτητών για την υπόθεση, θα απέρριπτα την Αίτηση και στην ουσία.

……………………………………………………………………………………….».

 

        Δεν συμμεριζόμαστε τα παράπονα των Εφεσειόντων.

        Εξηγούμε.

         Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με υιοθέτηση των ισχυουσών αρχών, ανέλυσε διεξοδικώς (και ορθώς) τις εκδοχές των μερών - ιδίως για τα περί παράλειψης εμφάνισης του δικηγόρου των Εφεσειόντων, με απόρροια την εναντίον τους ερήμην απόφαση ημερομηνίας 1.6.16 («η ερήμην απόφαση») - τονίζοντας πως ουδείς των ενόρκως δηλωσάντων αντεξετάσθηκε και ότι κατ’ ακολουθίαν η αίτηση θα κρινόταν «… με βάση τα γεγονότα όπως αυτά προκύπτουν μέσα από τις ένορκες δηλώσεις έχοντας υπόψη το βάρος απόδειξης έκαστου ισχυρισμού των ενόρκως δηλούντων» (βλ. ΧΣ ν. ΚΧΣ, Έφεση 14/18, ημ. 16.6.21, Κωνσταντίνου και Άλλων ν. Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1990, 1997, Iacovou Brothers (Constructions) Ltd v. Fashionwise Ltd (2000)1(B) A.A.Δ. 1377, 1380-1381).

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο και αυτό το λέμε ως απόκλιση από τις εδώ απόψεις των Εφεσειόντων - δεν υπέπεσε σε δικονομικοαποδεικτικά σφάλματα αρχής, μήτε και λάθεψε στην προσέγγιση του ως προς την ουσία της αίτησης και των όσων οριοθετούσαν κατ’ αρχήν τη συναφή διακριτική του ευχέρεια.

        Απεναντίας.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με εύστοχη παραπομπή σε αφορώσα νομολογία - την οποία προσφάτως υπομνήσαμε σε επίπεδο Ολομέλειας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Mikhailovich, Π.Ε. 130/21, ημ. 27.10.21) - αυτοκαθοδηγήθηκε άνευ διαθλάσεων για το ότι (στη βάση των γεγονότων της περίπτωσης), διάδικος δεν μπορεί κατά κανόναν να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναβίωση δικαστικών διαδικασιών. Τούτο, γιατί, κάτι τέτοιο θα συνέθετε απαραδέκτως εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των αφορώντων δικονομικών διατάξεων και συνάμα επιφορά ρηγμάτων στην απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και στο κύρος της (βλ. Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1(Β) A.A.Δ. 698, 704).

        Όλα αυτά, ως επεσήμανε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, είχαν πλήρη εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, δοσμένου πως ο ισχυρισμός τού τότε δικηγόρου των Εφεσειόντων στην αίτηση - ότι κατά τη μέρα που ήταν ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση είχε άλλες υποχρεώσεις στο Οικογενειακό Δικαστήριο το οποίο στεγάζεται σε άλλο χώρο από εκείνο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας - δεν μπορούσε να αποτελέσει «… τη βάση για να δικαιολογηθεί επαναφορά της αγωγής», και κατ’ επέκτασιν να αποφέρει επιτυχία της αίτησης.

        Είναι και αυτή η απόφανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σωστή.

        Το διασαφηνίζουμε.

        Στην Παπανικολάου ν. Κότσαπα (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1800, 1804-1805 (στην οποία παρέπεμψε καίρια το Πρωτόδικο Δικαστήριο), αναφέρθηκαν και τούτα για ό,τι εδώ κατ’ αναλογίαν απασχολεί:

 

«………………………………………………………………………………………

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Η απουσία μου οφείλετο στο γεγονός ότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία ευρισκόμουν ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εις την ακρόαση της αγωγής 5158/1999. Είχαμε συμφωνήσει με το συνάδελφο κ. Θεοφάνη Ανδρέου όπως εμφανισθεί, όμως λόγω προσωπικού κωλύματος δεν μπόρεσε ούτε αυτός να παρευρεθεί.»

      

Κρίνουμε πως ο λόγος αυτός είναι εντελώς ανεπαρκής για να δικαιολογήσει την παράλειψη εμφάνισης της εφεσείουσας και των δικηγόρων της την ημέρα που είχε ορισθεί η αγωγή. Στην υπόθεση Στυλιανού ν. Σκύρα Λίμα Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1234 λέχθηκε πως οι δικηγόροι θα πρέπει να προβαίνουν στα κατάλληλα διαβήματα για τον ορθό προγραμματισμό των υποχρεώσεών τους και έτσι λόγοι όπως αυτός δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για να δικαιολογηθεί επαναφορά της αγωγής. Επιπρόσθετα, επισημαίνουμε πως η ένορκη δήλωση δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει τις πιθανότητες επιτυχίας της αγωγής.

 

Όπως έχει επανειλημμένα τονισθεί, πρέπει να διασφαλίζονται από τη μια το δικαίωμα ακρόασης του διάδικου και από την άλλη η ανάγκη ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων. Η άνευ φειδούς επανάνοιξη υπόθεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στην τελεσιδικία και γι΄αυτό, αν η συμπεριφορά διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης και καταδεικνύει καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί το αίτημα του διαδίκου. (Δέστε σχετικά Άννα Νικολάου Χαραλάμπους ν. Κ & T. Andreou Ltd κ.ά., Π.Ε. 11120, ημερ. 13.9.02 και Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204).

 

Κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες, κρίνουμε πως ο πρωτόδικος Δικαστής ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας, με τρόπο ώστε να μην χωρεί οποιαδήποτε επέμβαση εκ μέρους μας.

……………………………………………………………………………………….».

 

 

        Περιπλέον, στην Κωνσταντίνου ν. Ουρπάνκοβα (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 308, 311, το Εφετείο απορρίπτοντας έφεση κατά απόφασης απόρριψης αιτήματος επαναφοράς αγωγής και παραμερισμό ερήμην απόφασης στην ανταπαίτηση - με τις εφαρμοζόμενες αρχές να ισχύουν και για όσα τώρα συζητούνται, υπό ένα ευρύτερο πρίσμα (βλ. Χρυσάνθου και Άλλοι ν. Μariala Construction Limited (1996) 1(B) A.Α.Δ. 1129, 1136) - είπε και αυτά:

 

«………………………….…………………………………………………………..Ο ισχυρισμός του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο στις 8.30π.μ. επειδή δεν είχε σημειώσει στο φάκελό του την ώρα της ακρόασης, για το λόγο ότι "δεν είχα ακούσει την ώρα της νέας ημερομηνίας ακρόασης" ούτε σοβαρός είναι ούτε εύλογος. Εφόσον δεν είχε ακούσει την ώρα της νέας ημερομηνίας ακρόασης, όφειλε να μεριμνήσει να την πληροφορηθεί έγκαιρα. Και όχι να περιμένει την ημέρα της ακρόασης για να επισκεφθεί, στις 11.00π.μ., το γραφείο του Δικαστή και να διερωτηθεί τι γίνεται με την υπόθεσή του.

..……………………………………………………………………………………».

 

 

        Εκτός τούτου υπήρχε και αναντίλεκτη μαρτυρία ότι ο τότε δικηγόρος των Εφεσειόντων είχε ενημερωθεί για τη νέα ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης με γραπτό τηλεφωνικό μήνυμα από άλλην δικηγόρο (ομνύουσα σε ένορκη δήλωση που συνόδευε την Ένσταση).

        Μολαταύτα, η κατάσταση εκτυλίχθηκε με τρόπο που οδήγησε στην ερήμην απόφαση κατά τα ανωτέρω.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, υιοθέτησε ως σταθμιστικό παράγοντα αρχής για την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το ότι η παράταση των προθεσμιών που τάσσουν οι νόμοι και οι κανονισμοί, τον συνυπολογισμό των περιστατικών της υπόθεσης και ιδιαίτερα το κατά πόσον υφίσταται ικανοποιητική δικαιολογία για την παράλειψη συμμόρφωσης προς τις κρίσιμες προθεσμίες. Αυτό, με γνώμονα, πάντοτε, τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, και με τον προσδιορισμό τους να χαρακτηρίζεται ως έργο πολυσύνθετο και πολυδιάστατο επειδή απαιτεί αντιστάθμιση, από τη μια, των απότοκων της παρεκτροπής από τα θέσμια, και από την άλλη, των παρεπόμενων άρνησης του αιτήματος στα δικαιώματα του αιτούντος (βλ. Λυσιώτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 364, 374-380, Ιωάννου ν. Θεοδούλου και Άλλων (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 7, 10).

        Δεν εντοπίζουμε λόγους για παρέμβαση μας στους ως άνω πρωτόδικους χειρισμούς.

        Η πρόσβαση των Εφεσειόντων στη δικαιοσύνη ήταν εν προκειμένω - και αντιθέτως προς όσα προτάσσουν τούτοι ως μέρος του αιτιολογικού στον λόγο έφεσης 2 - απαρακώλυτη και το δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη αλώβητο, διότι είχαν την ευκαιρία κατά την παρεχόμενη δικονομία να εμφανιστούν εγκαίρως ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και να υποστηρίξουν τις θέσεις που ήθελαν, ή να επιδιώξουν λήψη κατάλληλων μέτρων για παραμερισμό της ερήμην απόφασης.

        Δεν το έπραξαν

        Καμιά από τις υπόλοιπες εισηγήσεις των Εφεσειόντων - με δεδομένο κιόλας ότι προσβάλλεται ευθέως διά της έφεσης μόνον η Πρωτόδικη Απόφαση και όχι η ερήμην απόφαση - σθεναρώς ως τέθηκαν από τον κ. Γεωργίου (αλλά και εξίσου ισχυρώς αντικρούστηκαν από την κ. Λιβέρα), δεν κατόρθωσαν να πλήξουν την Πρωτόδικη Απόφαση, σε οποιαδήποτε έκφανση της.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε τετραγωνισμένως εντός των εξουσιών του, συνυπολογίζοντας λελογισμένα κάθε σχετικό παράγοντα, ισοζυγισμένα και δίκαια.

        Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.

        Η Πρωτόδικη Απόφαση υπήρξε άρτια.

       

        Η έφεση απορρίπτεται.

        Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων, έξοδα ύψους €3.000,00, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

 

                                                                   Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                                   Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

                                                                   Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο