
ECLI:CY:AD:2022:A53
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε96/2018 και Ε97/2018)
24 Ιανουαρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε96/2018)
CONTENT UNION S.A.,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
1. CJSC “TV COMPANY STREAM”,
2. xxx VIKTOVOVICH ZYABLITSKIY,
3. xxx SERGEEVICH LAVROV,
Εφεσιβλήτων Εναγομένων 2-4.
____________________
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε97/2018)
CONTENT UNION S.A.,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
xxx GOLOVNEV,
Εφεσίβλητου-Εναγόμενου 5
____________________
Χριστίνα Κότσαπα, για M. Corelis & Co LLC, για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.
Σωτήρης Πίττας, για τους Εφεσίβλητους στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε96/2018.
Αντώνης Γεωργίου, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε97/2018.
____________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από το Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, στις 12.7.2017, καταχώρισαν την αγωγή αρ. 2061/2017 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, (το Δικαστήριο). Αυτή στρέφεται εναντίον πέντε προσώπων, νομικών και φυσικών, ως εναγομένων.
Οι εναγόμενοι 2 έως 5, εφεσίβλητοι στις παρούσες εφέσεις, (οι εφεσίβλητοι), φέρεται να έχουν την έδρα τους στη Ρωσία. Η εναγομένη 1 εταιρεία, όμως, έχει την έδρα της στην Κύπρο και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαία η λήψη της άδειας του Δικαστηρίου για την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος σε σχέση με τους εφεσίβλητους, (βλ. Larticon Co. v. Detergenta Developments Ltd (2004) 1 Α.Δ.Δ. 1121). ΄Ηταν, όμως, αναγκαία η λήψη της άδειας του Δικαστηρίου για την επίδοση σε αυτούς του κλητηρίου εκτός της δικαιοδοσίας του, (βλ. Τηλέτυπος Α.Ε. ν. Mega Channel Management Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1863). Το διάταγμα ως προς τούτο εκδόθηκε στις 27.7.2017.
Στη συνέχεια, το κλητήριο ένταλμα, με ενέργειες των δικηγόρων της εφεσείουσας, διευθετήθηκε όπως προωθηθεί για επίδοση στους εφεσίβλητους στη Ρωσία. Τούτο θα γινόταν διά της διπλωματικής οδού. Παρέχεται τέτοια δυνατότητα, στη βάση της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ΄Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών[1] για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου, (η «Συνθήκη»). Αυτή κυρώθηκε από τον ομώνυμο κυρωτικό Νόμο του 1986, (Ν. 172/1986). Στο μεταξύ, με την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος, η εφεσείουσα, στις 17.7.2017, εξασφάλισε εναντίον των εφεσιβλήτων προσωρινό διάταγμα. Τούτο οριστικοποιήθηκε από το Δικαστήριο στις 8.3.2018, κατόπιν ακροάσεως, η οποία διεξήχθη με τη συμμετοχή και των δικηγόρων των εφεσιβλήτων.
Το κλητήριο ένταλμα, το οποίο προωθήθηκε προς επίδοση στους εφεσίβλητους στη Ρωσία, δεν επιδόθηκε μέχρι τις 10.10.2017. Η εφεσείουσα, θεωρώντας ότι παρήλθε, αδικαιολόγητα, μεγάλο χρονικό διάστημα για τον πιο πάνω σκοπό, υπέβαλε, κατά την ημερομηνία εκείνην, αίτηση για υποκατάστατη επίδοσή του, καθώς και του προσωρινού διατάγματος, δυνάμει της Δ.5, Κ. 9[2], των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, (οι «Κ.Π.Δ.»). Με την αίτηση, ζητείτο όπως το κλητήριο ένταλμα και το προσωρινό διάταγμα, το οποίο δεν είχε τότε, ακόμα, οριστικοποιηθεί, επιδοθούν στους δικηγόρους των εφεσιβλήτων, εναγομένων 2 έως 5, στην Κύπρο. Σημειώνεται πως η υποκατάστατη επίδοση κλητηρίου εντάλματος σε εναγομένους διαμένοντες στο εξωτερικό είναι δυνατή, δεδομένου ότι εκδίδεται, προηγουμένως, διάταγμα για επίδοσή του εκτός της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων της Κύπρου, (βλ. Φραγκέσκου κ.ά. ν. Γρηγορίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1765). Η αίτηση εγκρίθηκε στις 12.10.2017 και εκδόθηκε το, ως άνω, αιτηθέν διάταγμα, (το διάταγμα).
Οι εφεσίβλητοι, εναγόμενοι 2 έως 4 και ο εφεσίβλητος 5, εναγόμενος 5, αντίστοιχα, εκπροσωπούνται από διαφορετικά δικηγορικά γραφεία. Η υποκατάστατη επίδοση δε σε δικηγόρους των γραφείων αυτών θεωρήθηκε αντικανονική. Ως εκ τούτου, οι εφεσίβλητοι, ενεργώντας διά των δικηγόρων τους, καταχώρισαν δύο όμοιου περιεχομένου αιτήσεις, για την ακύρωση του διατάγματος. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος, ο οποίος εκδίκασε τις αιτήσεις, αναφέρθηκε σε διάφορες πτυχές της υπό εξέταση δικονομικής διαδικασίας. Με αναφορά σε σχετική νομολογία, έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και των λοιπών νομικών εγγράφων στους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν τους εφεσίβλητους στις διαδικασίες ενώπιόν του, υπό τις περιστάσεις, ήταν, κατά νόμο, εφικτή. ΄Ηταν πασιφανές, όπως θεώρησε, ότι οι εφεσίβλητοι θα λάμβαναν γνώση της αγωγής και της διαδικασίας που αφορούσε στο προσωρινό διάταγμα.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, ανεξάρτητα από το πιο πάνω συμπέρασμά του, αποδεχόμενο σχετική εισήγηση των συνηγόρων των εφεσιβλήτων, έκρινε ότι, υπό το φως σχετικών προνοιών της Συνθήκης, δεν ήταν, στην προκειμένη περίπτωση, επιτρεπτή η ενεργοποίηση της πρόνοιας της Δ.5, Κ. 9, των Κ.Π.Δ., για υποκατάστατη επίδοση και ακύρωσε το διάταγμα. Εξέδωσε, προς τούτο, δύο ξεχωριστές, πλην όμοιες μεταξύ τους, αποφάσεις, μια στην αίτηση των εφεσιβλήτων, εναγομένων 2 έως 4 και μια στην ανάλογη αίτηση του εφεσίβλητου, εναγόμενου 5. Ακολούθησε η καταχώριση δύο ξεχωριστών εφέσεων, διά των οποίων προβάλλονται όμοιοι λόγοι για την ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων. Οι εφεσείοντες, με το βασικό λόγο και στις δύο εφέσεις, προβάλλουν ότι το Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθά τη Συνθήκη. Συγκεκριμένα, εισηγούνται πως είναι λανθασμένη η κατάληξή του ότι, στη βάση των σχετικών προνοιών της, δεν είναι επιτρεπτή η υποκατάστατη επίδοση σε εναγομένους διαμένοντες στη Ρωσική Ομοσπονδία. Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν, ως ορθή, την απόφαση του Δικαστηρίου.
΄Οπως αναφέρεται στο Προοίμιο της Συνθήκης, τα Συμβαλλόμενα Μέρη επιδιώκουν με αυτή: «... να ρυθμίσουν, με βάση την αμοιβαιότητα, τη νομική συνδρομή σε θέματα αστικού και ποινικού δικαίου». Συνακόλουθα, στο ΄Αρθρο 2.1 της Συνθήκης, υπό τον τίτλο «Νομική Συνδρομή», προβλέπεται ότι: «Οι δικαστικές αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών θα παρέχουν αμοιβαία νομική συνδρομή σε θέματα αστικού και ποινικού δικαίου σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης αυτής.» Ο τρόπος επικοινωνίας των εμπλεκομένων αρχών στην υλοποίηση των σκοπών της Συνθήκης προβλέπεται στο ΄Αρθρο 4, ως εξής: «Για την παροχή νομικής συνδρομής οι αρχές των Συμβαλλόμενων Μερών θα επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω της διπλωματικής οδού.» Η εκτέλεση της παραγγελίας για νομική συνδρομή προβλέπεται στο ΄Αρθρο 6. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η πρόνοια στην παράγραφο 1, η οποία αναφέρει:-
«1. Η παραγγελλόμενη αρχή θα παρέχει νομική συνδρομή σύμφωνα με τον τρόπο που προβλέπουν οι διαδικαστικοί νόμοι και κανονισμοί του Κράτους αυτής. ΄Ομως αυτή θα δικαιούται να εκτελέσει την παραγγελία σύμφωνα με τρόπο που εξειδικεύεται στην ίδια την παραγγελία, εφόσον αυτό δεν αντιμάχεται με το δίκαιο του Κράτους αυτής.»
Επομένως, στο επίκεντρο της Συνθήκης, βρίσκεται η θέληση των Συμβαλλομένων Μερών για συνεργασία και εξυπηρέτηση αλλήλων στους τομείς που η ίδια προβλέπει και με τους τρόπους που προνοείται, σχετικά, κυρίως, στο δίκαιο του κάθε Συμβαλλόμενου Μέρους. Δεν αποκλείεται, όμως, ικανοποίηση απαίτησης για νομική συνδρομή με τρόπο που προβλέπεται στην παραγγελία, εφόσον αυτός δεν αντιμάχεται το δίκαιο του παραγγελλόμενου Μέρους. Η συνεργασία τούτη διέπεται από την αρχή της αμοιβαιότητας. Συνεπάγεται την εφαρμογή της Συνθήκης από κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, κατά τρόπο διευκολυντικό προς το αντίστοιχο Συμβαλλόμενο Μέρος, κατ’ εφαρμογή, κατά κύριο λόγο, των εκατέρωθεν κανόνων δικαίου στους τομείς που η ίδια αφορά. Ανάλογα, λοιπόν, ευρεία πρέπει να είναι και η ερμηνεία των προνοιών της, προς επίτευξη των σκοπών τους οποίους αυτή επιδιώκει να εξυπηρετήσει, (βλ. Borisovich (2000) 1 Α.Α.Δ. 1899).
Σύμφωνα με τη Συνθήκη, αντικείμενο συνδρομής δυνατό να αποτελέσει και η επίδοση εγγράφων. Η βασική πρόνοια, ως προς τούτο, απαντά στο ΄Αρθρο 7.1:-
«Η παραγγελλόμενη αρχή θα ενεργεί την επίδοση εγγράφων σύμφωνα με τους κανόνες επίδοσης που ισχύουν στο Κράτος αυτής, εφόσον τα προς επίδοση έγγραφα είναι συντεταγμένα στη δική της γλώσσα ή συνοδεύονται από πιστοποιημένη μετάφραση στη γλώσσα αυτή. Σε περίπτωση που τα έγγραφα δεν είναι συντεταγμένα στη γλώσσα του παραγγελλόμενου Μέρους και δε συνοδεύονται από μετάφραση, αυτά θα επιδίδονται στον παραλήπτη μόνο αν αυτός προθυμοποιείται να τα αποδεχθεί.»
Από την πιο πάνω πρόνοια, είναι προφανές ότι μέριμνα των Συμβαλλομένων Μερών είναι ο καθορισμός του τρόπου επίδοσης εγγράφων στο προς επίδοση πρόσωπο, εφόσον τούτο επιδιώκεται να διευθετηθεί με επικοινωνία μέσω της διπλωματικής οδού. Εκ του πιο πάνω βασικού κανόνα, αποκλίνει η πρόβλεψη στην πρόνοια του ΄Αρθρου 9 της Συνθήκης, η οποία επιτρέπει σε Συμβαλλόμενο Μέρος την επίδοση σε ημεδαπούς του πολίτες μέσω της διπλωματικής του αποστολής. Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η πρόνοια στη δεύτερη περίοδο του ΄Αρθρου 7.1, με την οποία αφήνεται στο προς επίδοση πρόσωπο η απόφαση αποδοχής της παραλαβής εγγράφων που δεν είναι διατυπωμένα στη γλώσσα του παραγγελλόμενου Μέρους. Κατά τα άλλα, η πρόνοια ότι η επίδοση διενεργείται με βάση τους κανόνες δικαίου που προβλέπονται στο Κράτος του παραγγελλόμενου Μέρους αποτελεί επαρκή προστασία των δικαιωμάτων του υπό αναφορά προσώπου, όταν αυτή διενεργείται στη βάση του εν λόγω άρθρου.
Σχετικό ως προς τα πιο πάνω είναι και το ΄Αρθρο 8 της Συνθήκης. ΄Οπως προβλέπεται σε αυτό, η επίδοση εγγράφων «θα αποδεικνύεται σύμφωνα με τους κανόνες επίδοσης που ισχύουν στο έδαφος του παραγγελλόμενου Συμβαλλόμενου Μέρους». Ο δε χρόνος και τρόπος επίδοσης, καθώς και το πρόσωπο προς το οποίο γίνεται η επίδοση εγγράφου πρέπει να φαίνονται στο «Πιστοποιητικό Επίδοσης». Προφανώς, το πιστοποιητικό τούτο δεν είναι δυνατό να τυγχάνει αμφισβήτησης από την παραγγέλλουσα αρχή ή το διάδικο ο οποίος επιδιώκει την ενεργοποίηση των σχετικών προνοιών της Συνθήκης. Τοιουτοτρόπως, διασφαλίζεται η εγκυρότητα, κατά νόμο, της επίδοσης που διενεργείται.
Ως θέμα, λοιπόν, ερμηνείας της Συνθήκης, οι πρόνοιές της, ανωτέρω, ουδόλως αποκλείουν την επίδοση εγγράφων σε πρόσωπο που βρίσκεται στην επικράτεια παραγγελλόμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, σύμφωνα με τους κανόνες επίδοσης που ισχύουν στο Κράτος του παραγγέλλοντος Συμβαλλόμενου Μέρους, όταν η επίδοση δε διενεργείται στην επικράτεια του πρώτου, ανωτέρω, Μέρους, ανεξαρτήτως της υπηκοότητας του εν λόγω προσώπου. Η πιο πάνω διαπίστωση δικαιολογούσε το βήμα που έλαβαν οι εφεσείοντες για υποκατάστατη επίδοση δυνάμει της Δ.5, Κ.9, των Κ.Π.Δ. Τούτο δεν παραβίαζε οποιαδήποτε πρόνοια της Συνθήκης και, δη, αυτής στο ΄Αρθρο 7.1. Επομένως, η συγκεκριμένη μέθοδος επίδοσης, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, ήταν καθ’ όλα επιτρεπτή. Κατά συνέπεια, δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπόλοιπων λόγων των εφέσεων.
Για τους πιο πάνω λόγους, οι εφέσεις επιτυγχάνουν και οι αποφάσεις για ακύρωση του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης ημερομηνίας 12.10.2017 ακυρώνονται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000,00, στην κάθε έφεση, πλέον Φ.Π.Α.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
Α. Πούγιουρου, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/ΜΠ
[1] Την τελευταία διαδέχθηκε ως Συμβαλλόμενο Μέρος η Ρωσική Ομοσπονδία.
[2] “9. If it be made to appear to the Court or a Judge that from any cause it is not possible promptly to effect service in the manner provided in rule 2 of this Order, the Court or Judge may make such order for substituted or other service, or for the substitution of notice for service by letter, public advertisement, or otherwise, as may be just.”
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο