ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΗΛΙΚΟ X., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 14/2021, 5/7/2022
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΗΛΙΚΟ X., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 14/2021, 5/7/2022
Παραπομπή:
ECLI:CY:DOD:2022:26

ECLI:CY:DOD:2022:26

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 14/2021)

 

5 Ιουλίου, 2022

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2007 (Ν. 74(Ι)/2007) ΚΑΙ 2014 (Ν. 44(Ι)/2014)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΥΣ) ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1990 (Ν. 243/90) ΚΑΙ ΤΟΥ 2000 (Ν. 5(ΙΙΙ)/2000)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ (ΚΥΡΩΤΙΚΟ) ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2005 (Ν. 23(ΙΙΙ)/2005)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ (ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΩΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2014

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΗΛΙΚΟ X.

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Εφεσείουσα

---------------------

 

 

Νικ. Χαραλαμπίδου (κα) για Νικολέτα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, για την Επίτροπο Προστασίας του Παιδιού

 

Λ. Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Σία ΔΕΠΕ, για την αιτήτρια στην κυρίως αίτηση Γονικής Μέριμνας

 

……………..

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Σωκράτους, Δ.

 

…………………

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.Με την αίτηση αρ. 178/2017, Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας διεκδικείται η ανάθεση της επιμέλειας του ανήλικου X., στη μητέρα του, Αιτήτρια και ζητείται να καθοριστεί από το Δικαστήριο η επικοινωνία του καθ’ ου η αίτηση πατέρα με τον ανήλικο.  Διαζευκτικά προς τα ανωτέρω ζητείται η τροποποίηση διατάγματος το οποίο εξεδόθη στις 6 Ιουλίου 2016 με την αντικατάσταση του με νέα ρύθμιση ως προς τη Γονική Μέριμνα.

 

Την προτεραία της ημερομηνίας ακρόασης (7/4/2021) της Αίτησης Γονικής Μέριμνας, για την οποία υπήρχε έντονη αντίδραση και είχε προς τούτο καταχωρηθεί και Ανταπαίτηση, καταχωρήθηκε από την Επίτροπο Προστασίας του Παιδιού αίτηση με την οποία ζητούσε το διορισμό της ως αντιπροσώπου του ανήλικου με σκοπό την εκπροσώπηση αυτού και των συμφερόντων του στη δικαστική διαδικασία.

 

Νομικό έρεισμα της αίτησης αποτελούσαν τα Άρθρα 4(1)(α), (ζ), (η) και (θ) του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου, Ν. 74(1)/2007, τα Άρθρα 3, 9, 12, 16, 18 κ.α. της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικός) Νόμου του 1990 (Ν. 243/90), το Άρθρο 9 του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικός) Νόμου του 2005 και στον περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπροσώπου του Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2014.

 

Παρά το γεγονός ότι η διά κλήσεως αίτηση της Επιτρόπου είχε οριστεί, στις 13/5/2021, το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο, επιλήφθηκε της αίτησης στις 7/4/2021,  ημερομηνία ακρόασης της Αίτησης Γονικής Μέριμνας.

 

Ο δικηγόρος της αιτήτριας είχε ένσταση στο αίτημα της Επιτρόπου, ενώ συμφωνούσε με αυτό ο συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τη δικηγόρο της Επιτρόπου καθώς και τους συνηγόρους των διαδίκων και έκρινε ότι το αίτημα ουσιαστικά βασιζόταν στο Άρθρο 4(1)(η) του Ν. 74(Ι)/2007 και όχι στο Άρθρο 4(1)(ζ), όπως εισηγήθηκε η δικηγόρος της Επιτρόπου.

 

 

Αποφάσισε πως το Δικαστήριο δεν είχε αποκλείσει τους διαδίκους από του να αντιπροσωπεύσουν το παιδί, ώστε να υποβάλλεται εκ μέρους της Επιτρόπου, αίτηση για διορισμό ειδικού αντιπροσώπου και διερωτήθηκε τι είδους βοήθεια θα μπορούσε να προσφέρει η Επίτροπος κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.

 

Σημείωσε πως «οι εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων μπορούν να προωθηθούν από τους δικηγόρους τους» και ότι «θα ακούσει και συνεκτιμήσει τη γνώμη του (ανηλίκου)» προτού αποφασίσει για την τύχη της Γονικής Μέριμνας «ανάλογα με την ωριμότητα του και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί».

 

Κατέληξε πως δεν είχε «ικανοποιηθεί από τα όσα ανέφερε η δικηγόρος της Επιτρόπου για την υποστήριξη του αιτήματος της όσον αφορά την προστασία του συμφέροντος του παιδιού και να ακουστεί το παιδί σχετικά με τη δικαστική διαδικασία που το αφορά».

 

Τόνισε δε πως «η απόφαση του Δικαστηρίου σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο της άσκησης της θα ληφθεί με κριτήριο το συμφέρον του παιδιού αφού η γνώμη του ζητηθεί και συνεκτιμηθεί ανάλογα με την ωριμότητα του που θα διαπιστωθεί από το Δικαστήριο».

 

Η πρωτόδικη κρίση προσβάλλεται σε όλο της το εύρος με έξι λόγους έφεσης.  Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο αποτυχία να αντιληφθεί ορθά τις πρόνοιες του Ν. 74(Ι)/2007 και να ερμηνεύσει με τον δέοντα τρόπο τις διατάξεις του.  Προβάλλεται επίσης πως η ενδιάμεση πρωτόδικη απόφαση είναι πλήρως αναιτιολόγητη περιλαμβανομένης της κρίσης περί μη ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των διαδίκων και του παιδιού και πως λανθασμένα δεν εξέτασε την αίτηση σε όλο το εύρος της νομικής της βάσης, απομονώνοντας το νομικό έρεισμα στο άρθρο 4(1)(ζ) του Ν. 74(Ι)/2007.

 

Προτού γίνει ενασχόληση με τους λόγους έφεσης, θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και σε όσα στηρίχθηκε η αίτηση, τα οποία εισήχθηκαν με την ένορκη δήλωση της Χρ. Πασιά, Λειτουργού στο γραφείο της Επιτρόπου.

 

Ο ανήλικος Χ ήταν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης (6/4/21) εννέα ετών.  Αναφορικά με τη γονική μέριμνα, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου στις 6/7/2016 στην Αίτηση 467/15, δυνάμει του οποίου, η φύλαξη φροντίδα και επιμέλεια του παιδιού ανατέθηκε από κοινού σε αμφότερους τους γονείς.

 

Στις 26/10/2016 ο πατέρας του παιδιού υπέβαλε παράπονο στην Επίτροπο αναφορικά με παραλείψεις των αρμοδίων αρχών σε σχέση με την αποτελεσματική διερεύνηση καταγγελιών που υπέβαλε εναντίον της μητέρας του παιδιού, για υποβολή του παιδιού σε πολλαπλές μορφές κακοποίησης περιλαμβανομένης της σωματικής, λεκτικής, ψυχολογικής και σεξουαλικής βίας.

 

Για σκοπούς διερεύνησης του παραπόνου του πατέρα η Επίτροπος πραγματοποίησε τηλεφωνικές επικοινωνίες με τα αρμόδια όργανα και τον παραπονούμενο πατέρα και στη συνέχεια απέστειλε επιστολή ημερ. 10/5/2017 (τεκμ. 1) προς τις αρμόδιες αρχές.  Αναφερόταν σε αυτήν πως ενώ ο πατέρας υπέβαλε καταγγελία τον Οκτώβριο του 2015 και τον Ιούλιο του 2016, για ενδοοικογενειακή βία, και τον Φεβρουάριο του 2017  καταγγελία για σεξουαλική βία κατά του παιδιού από τη μητέρα του, εντούτοις δεν είχε ενημερωθεί αναφορικά με τα αποτελέσματα των καταγγελιών του ή/και θεώρησε ότι η διερεύνηση των καταγγελιών του δεν ήταν επαρκής και αποτελεσματική.

 

Εν τω μεταξύ η μητέρα καταχώρησε στις 27/4/2017 την Αίτηση Γονικής Μέριμνας 178/2017 στα πλαίσια της οποίας καταχωρήθηκε η Αίτηση της Επιτρόπου.

 

Οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, απέστειλαν επιστολή (τεκμ. 2) ημερ. 27/6/17 προς την Επίτροπο, στην οποία αναφέρουν πως μετά από γραπτό αίτημα των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ξεκίνησε συνεργασία του ανηλίκου με τις Υπηρεσίες τους και αξιολογήθηκε κατά την περίοδο από το Δεκέμβριο του 2015 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2016 και στη συνέχεια διενεργήθηκε επαναξιολόγηση, λόγω των καταγγελιών του πατέρα κατά ή περί τον Οκτώβριο του 2016.  (τεκμ. 3 και 4 εκθέσεις Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας Παίδων και Εφήβων).

 

Σύμφωνα με επιστολή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ημερ. 31/7/17 (τεκμ. 5) ο πατέρας του ανήλικου Χ προέβη σε τρεις καταγγελίες για άσκηση σωματικής ψυχολογικής και σεξουαλικής κακοποίησης του παιδιού από τη μητέρα, ενώ από την άλλη η μητέρα εκφράζει ανησυχίες για την ποιότητα φροντίδας που παρέχεται στο παιδί από τη συμβία του πατέρα.  Λόγω των διαπληκτισμών των γονέων, η οικογένεια παρακολουθείται από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας από τον Ιούνιο του 2016 και για το λόγο αυτό συνεχίζει να παρακολουθείται στο πλαίσιο προληπτικής παρέμβασης.

 

Όπως ενημερώθηκε η Επίτροπος με επιστολή της Αστυνομίας, κάποιες από τις καταγγελίες διερευνήθηκαν χωρίς οποιαδήποτε ευρήματα κακοποίησης ή βίας μετά και από ιατροδικαστική εξέταση του ανηλίκου, ενώ η τελευταία καταγγελία του 2017 δεν διερευνήθηκε στη βάση της έκθεσης των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και έκριναν ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε περαιτέρω για να διερευνηθεί, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο οποίος αποφάσισε όπως η υπόθεση έχει ταξινομηθεί ως «ανύπαρκτη».

 

Με αυτά τα δεδομένα, η Επίτροπος θεώρησε ότι όλες οι υπηρεσίες είχαν προβεί σε ικανοποιητικές ενέργειες για διερεύνηση των καταγγελιών για την προστασία του παιδιού και ως εκ τούτου δεν έκρινε ότι δικαιολογείτο η παρέμβαση της, ενημερώνοντας σχετικά τον πατέρα με επιστολή της ημερ. 20/6/19.

Η Επίτροπος στη συνέχεια ενημερώθηκε από τον πατέρα ότι ετοιμάστηκε έκθεση ιδιώτη ειδικού ψυχολόγο στη Συμβουλευτική Ψυχολογία με εξειδίκευση στη ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία παιδιών και εφήβων, ημερ. 3/7/19 (τεκμ. 8) η οποία ετοιμάστηκε μετά από αίτημα του Επαρχιακού Γραφείου Ευημερίας Λευκωσίας.

 

Μετά από νέα διερεύνηση της υπόθεσης η Επίτροπος απέστειλε επιστολή ημερ. 27/8/19 προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας (τεκμ. 9) ζητώντας εκ νέου ενημέρωση αναφορικά με διάφορα θέματα που αφορούσαν την προστασία του παιδιού και τον χειρισμό της υπόθεσης, ιδίως μετά την ενημέρωσή της ότι διατάχθηκε η μετακίνηση του παιδιού από το οικογενειακό του περιβάλλον για σκοπούς διερεύνησης εκ νέου των καταγγελιών για κακοποίηση του από τη μητέρα του, μετά την έκθεση της ιδιώτη ειδικού ψυχολόγου.

 

Αναφέρεται στην ένορκη δήλωση πως «προκύπτει ότι πρόκειται για παιδί το οποίο από την ηλικία των 4 ετών υποβάλλεται σε αξιολογήσεις από ειδικούς και σε οπτικογραφημένες καταθέσεις και ιατροδικαστικές εξετάσεις σε συνέχεια τριών καταγγελιών του πατέρα εναντίον της μητέρας που αφορούν σε σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική κακοποίηση του.»

 

Σύμφωνα με την Αίτηση Γονικής Μέριμνας την οποία κατέθεσε η μητέρα, κατηγορεί τον πατέρα ότι αυτός και η συμβία του ασκούν ψυχολογική πίεση στο παιδί με στόχο να το επηρεάσουν αρνητικά εναντίον της, αναφέροντας μάλιστα συγκεκριμένο περιστατικό άσκησης βίας στο παιδί από τη συμβία του πατέρα, το οποίο η μητέρα κατήγγειλε στην Αστυνομία.

 

Τονίζεται στην ένορκη δήλωση πως το παιδί βρίσκεται εν μέσω συγκρουσιακής σχέσης των γονέων του εδώ και αρκετά χρόνια και όπως αναφέρεται στην έκθεση των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας ημερομηνίας 20/3/2017 η οποία ετοιμάστηκε στο πλαίσιο διερεύνησης των καταγγελιών του πατέρα για σεξουαλική κακοποίηση «οι δύο γονείς εκφράζουν έντονες ανησυχίες για την ψυχοσυνιασθηματική υγεία του παιδιού τους και κατηγορούν ο ένας τον άλλον για τον τρόπο με τον οποίο ασκούν τα γονικά τους καθήκοντα.»  Περαιτέρω, στην ίδια Έκθεση γίνεται αναφορά ως προς τη συμπεριφορά του παιδιού όταν συνοδευόταν από τον ένα ή τον άλλο γονέα, το οποίο εκφραζόταν αρνητικά έναντι του άλλου γονέα, ανάλογα με την περίπτωση, ενώ αναφέρθηκε σε σωματική βία και εκ μέρους της μητέρας του και εκ μέρους της συμβίας του πατέρα.  Ακόμα, σύμφωνα με την εν λόγω Έκθεση, παρατηρήθηκε ότι η συγκρουσιακή σχέση των γονέων έχει επιδεινώσει την ψυχική κατάσταση του παιδιού και λειτουργούν επιβαρυντικά και τραυματικά στο παιδί λόγω των επαναλαμβανομένων καταγγελιών.  Οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας από την πρώτη τους έκθεση ημερομηνίας 20/9/2016 ανέφεραν ότι κατά την κλινική αξιολόγηση το παιδί δεν παρουσίασε συμπτωματολογία μετατραυματικού άγχους ή άλλη συνδεόμενη με την αναφορά για σωματική κακοποίηση από τη μητέρα και ότι σε ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο, δεν διαπιστώθηκαν συμπεριφορές ή αντιδράσεις που εμπίπτουν σε προφίλ κακοποιημένου παιδιού.

 

Σε αντίθεση με τα ανωτέρω ευρήματα, έρχεται εκείνο της ιδιώτη ειδικού ψυχολόγου, η οποία παρακολούθησε το παιδί για αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο, μόνο του και χωρίς τους γονείς του, η οποία αναφέρεται σε σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού.

 

Μετά την ανωτέρω έκθεση ακολούθησε νέα καταγγελία του πατέρα εναντίον της μητέρας για σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού, αποτέλεσμα της οποίας ήταν να ληφθεί απόφαση επαναξιολόγησης του παιδιού σε ουδέτερο περιβάλλον και έτσι εκδόθηκε διάταγμα απομάκρυνσης του παιδιού από τους γονείς και φιλοξενίας του στην Παιδική Στέγη Λευκωσίας.

 

Κατά τη νέα επαναξιολόγηση, η οποία έγινε στο Σπίτι του Παιδιού, αναφέρεται πως δεν παρουσιάζεται να κακοποιήθηκε σεξουαλικά το παιδί και ότι τα όσα ανέφερε στην ιδιώτη ψυχολόγο ήταν αποτέλεσμα της έντονης επιθυμίας του να ικανοποιήσει τον πατέρα του και ενώ αυτό ήταν στη μέση της διαμάχης των γονιών του.

 

Είναι η πεποίθηση της Επιτρόπου πως υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων του παιδιού με αυτό των γονέων του, αφού παρουσιάζεται το παιδί να αποτελεί το μέσο των γονέων για να εξυπηρετήσουν ο καθένας τις δικές του ανάγκες και βλέψεις στο πλαίσιο της έντονης συγκρουσιακής τους σχέσης και να χρησιμοποιείται για σκοπούς εκδίκησης.

 

Αποτελεί τη θέση της ότι ο ανήλικος χρειάζεται ξεχωριστή εκπροσώπηση των δικαιωμάτων και συμφερόντων του από την Επίτροπο και ότι ο βαθμός ωριμότητας του, το οποίο είναι εννέα ετών, και η έντονη συγκρουσιακή σχέση των γονέων του, δεν το καθιστούν ικανό να διαμορφώσει δική του στάση και άποψη αναφορικά με την επαφή και επικοινωνία που επιθυμεί να έχει με τους δύο γονείς του.

 

Καταλήγει η ενόρκως δηλούσα πως «η Επίτροπος έχει καθηκόντως ως αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του παιδιού το οποίο ενδείκνυται να προσδιοριστεί στη βάση αντικειμενικών διαδικασιών προσδιορισμού του συμφέροντος τους και από ειδικούς επαγγελματίες μετά από πλήρη και ουσιαστική αξιολόγηση της ψυχοσυναισθηματικής του κατάστασης, αφού οι γονείς του φαίνεται να μην είναι σε θέση να λειτουργήσουν στη βάση της αρχής της διασφάλισης πρωταρχικά του συμφέροντος του παιδιού τους.»

 

Να σημειωθεί πως η έφεση επιδόθηκε τόσο στον πατέρα/καθ’ ου η αίτηση στην Αίτηση Γονικής Μέριμνας όσο και στο Γενικό Εισαγγελέα.  Για τον πρώτο δεν υπήρξε εμφάνιση, ενώ για τον δεύτερο δηλώθηκε, από τη δικηγόρο που εμφανίστηκε εκ μέρους του, πως εκπροσωπούν τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και δεν θεωρούν ότι τους αφορά η έφεση.

 

Γι’ αυτό δεν υπήρξε εμφάνιση εκ μέρους τους την ημερομηνία ακρόασης ούτε καταχωρήθηκε περίγραμμα αγόρευσης.

 

Ο περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμος του 2007 (Ν. 74(Ι)/2007) στο εξής ο Νόμος, θεσμοθετήθηκε προς εκπλήρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού, στο εξής η Σύμβαση, η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 23(ΙΙΙ)/2005.  Η Σύμβαση εφαρμόζεται σε παιδιά που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους και σκοπός της όπως δηλώνεται στο άρθρο 1 αυτής είναι «προς το υπέρτατο συμφέρον των παιδιών, η προώθηση των δικαιωμάτων τους, η παροχή σε αυτά διαδικαστικών δικαιωμάτων και η διευκόλυνση στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, διασφαλίζοντας ότι τα παιδιά είναι, τα ίδια ή μέσω άλλων προσώπων ή Σωμάτων, ενημερωμένα και τους επιτρέπεται να συμμετέχουν σε διαδικασίες που τα επηρεάζουν ενώπιον δικαστικής αρχής.»

 

Σύμφωνα με το εδάφιο 4 του ίδιου άρθρου, κατά το χρόνο υπογραφής ή προσχώρησης, κάθε κράτος οφείλει να καθορίσει τρεις τουλάχιστον κατηγορίες οικογενειακών υποθέσεων ενώπιον δικαστικής αρχής στις οποίες η Σύμβαση θα εφαρμόζεται.  Συμμορφούμενη με το εν λόγω άρθρο, η Κύπρος, δήλωσε τις ακόλουθες κατηγορίες:  (1)  Custody (2) Adoptions and (3) Protection from Maltreatment ad cruel behaviour.

 

Ο ρόλος της Επιτρόπου, έχει εναργώς αναπτυχθεί στην Marla Bridget Theocharides v. Χάρη Θεοχαρίδη (2015) 1     (Γ) ΑΑΔ 2455, η οποία αφορούσε αίτηση της Επιτρόπου, η οποία καταχωρήθηκε στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο και είχε απορριπτική κατάληξη και υιοθετούμε τα λεχθέντα σε αυτήν:

 

«Η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού έχει διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του Άρθρου 10 του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου αρ. 73(Ι)/2007, ως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 44(Ι)/2014.  Ο Νόμος αυτός δίνει στην Επίτροπο την αποστολή της προάσπισης και προαγωγής των δικαιωμάτων του παιδιού με αρμοδιότητες που καθορίζονται στο Άρθρο 4 που περιλαμβάνουν και την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε όλα τα επίπεδα.  Η Επίτροπος έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεων εκ μέρους οποιουδήποτε παιδιού για διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε δικαστικές διαδικασίες που το επηρεάζουν, καθώς επίσης και την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε διαδικασίες που επηρεάζουν τα παιδιά και σε δικαστικές διαδικασίες στις οποίες θα μπορεί να διορίζεται η ίδια ως αντιπρόσωπος παιδιού από το Δικαστήριο.  Οι τελευταίες αυτές αρμοδιότητες περιέχονται στα εδάφια (1)(ζ) και (η) του Άρθρου 4 του Νόμου.  Κατά το Άρθρο 8, ο Επίτροπος ενεργεί ανεξάρτητα «….. υπακούοντας μόνο στο Νόμο, στην ηθική και στη συνείδηση του», υπόκειται δε σε καθήκον εχεμύθειας.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στη βάση του Άρθρου 19 του Νόμου εξέδωσε τον Διαδικαστικό Κανονισμό 3 του 2014 υπό τον τίτλο, «Ο περί του Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2014.  Ο Κανονισμός αυτός δημοσιεύθηκε στις 5/12/2014 στο Παράρτημα Δεύτερο της υπ’ αρ. 4096 Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας.  Δυνάμει του Κανονισμού, ο Επίτροπος δύναται να αιτηθεί στο Δικαστήριο, το οποίο και αυτεπάγγελτα μπορεί να ενεργήσει, για το διορισμό του ως αντιπροσώπου του παιδιού «…με σκοπό την εκπροσώπηση του παιδιού και των συμφερόντων του στη συγκεκριμένη δικαστική διαδικασία και την καταχώρηση ή υποβολή από τον Επίτροπο εγγράφων προτάσεων, όπου αυτό ενδείκνυται».  Η αίτηση αυτή, που προνοείται στον Κανονισμό 3, εισάγεται γραπτώς διά κλήσεως δυνάμει του Τύπου του Παραρτήματος όπως προνοείται από τον Κανονισμό 4.  Δυνάμει του Κανονισμού 5, εφόσον το Δικαστήριο προβεί στον διορισμό του Επιτρόπου ή του δικηγόρου του, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οδηγίες για τη χορήγηση στον Επίτροπο πλήρους αντιγράφου όλων των απαραιτήτων εγγράφων της δικαστικής διαδικασίας, καθώς και οδηγίες στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας να ετοιμάσουν και αποστείλουν στον Επίτροπο σε 30 ημέρες ενδιάμεση έκθεση για τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του παιδιού.»

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Κανονισμού, έχοντας υπόψη ότι διακυβεύονται κατά άμεσο τρόπο τα συμφέροντα του παιδιού σε διαδικασίες που τα αφορούν, το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του σε αίτηση για διορισμό, τις θέσεις του επηρεαζόμενου παιδιού, ανάλογα βέβαια με την ηλικία και την ωριμότητα του, τις απόψεις των διαδίκων και τις απόψεις του προσώπου που έχει τη γονική μέριμνα.

 

Σε περίπτωση διορισμού του Επιτρόπου, αυτός λαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κανονισμού, όλα τα έγγραφα της δικαστικής διαδικασίας καθώς και την έκθεση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.

 

Συνοψίζοντας τις θέσεις της εφεσείουσας όπως αναπτύχθηκαν με το περίγραμμα αγόρευσης της συνηγόρου της αλλά και προφορικώς ενώπιον μας, μπορεί να λεχθεί πως έχουν ως επίκεντρο το δικαίωμα του παιδιού να ακουστεί.  Να του επεξηγηθούν τα δικαιώματα του σε ένα φιλικό περιβάλλον και να μεταφερθούν στο Δικαστήριο από ένα ανεξάρτητο πρόσωπο, δεδομένου πως υπάρχει έντονη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των γονέων του.  Γι’ αυτό κρίνει ως εσφαλμένη την απόρριψη της αίτησης από το πρωτόδικο Οικογενειακό Δικαστήριο, το οποίο επέλεξε να ασκήσει την κρίση του θεωρώντας εσφαλμένα, πως η νομική βάση η οποία στήριζε το αίτημα περιοριζόταν στο άρθρο 4(1)(η) και όχι τη νομική βάση όπως αυτή καταγραφόταν στην αίτηση.

 

Η μητέρα, η οποία υπεραμύνεται της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Οικογενειακού Δικαστηρίου υποστηρίζει μέσα από το περίγραμμα του συνηγόρου της και τις προφορικές τοποθετήσεις αυτού, πως οι απόψεις του παιδιού επεξηγήθηκαν στο Δικαστήριο μέσα από τις μαρτυρίες που ήδη δόθηκαν από τους ειδικούς ψυχολόγους.  Τόνισε ιδιαίτερα τη θέση και το ρόλο της Κοινωνικής Λειτουργού, η οποία είχε συνάντηση με το παιδί και αποτελεί στην πραγματικότητα ένα ανεξάρτητο πρόσωπο, το οποίο πληροί τα εχέγγυα για αμερόληπτη μεταφορά στο Δικαστήριο των απόψεων του παιδιού.  Συνέκρινε δε το ρόλο του Childrens guardian που συναντάται στο Αγγλικό Δίκαιο με το ρόλο τον οποίον ασκούν οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας θεωρώντας ότι οι εν λόγω υπηρεσίες ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στο καθήκον τους.

Ξεκινώντας από την τελευταία εισήγηση του συνηγόρου της μητέρας/Αιτήτριας, και ότι ουσιαστικά είναι αχρείαστος ο διορισμός της Επιτρόπου ενόψει του έργου που επιτελούν οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, πρέπει να τονιστεί πως πρόκειται για δύο διακριτούς ρόλους.  Ο θεσμός και ρόλος του Επιτρόπου εισήχθηκε με Νόμο, εναρμονιστικό Ευρωπαϊκής Σύμβασης και δεν μπορεί να μειωθεί ή υποτιμηθεί η αξία του ή η αναγκαιότητα της ύπαρξης του.  Εάν το έργο αυτό, του Επιτρόπου, επιτελείτο από την Κοινωνική Λειτουργό, τότε δεν θα υπήρχε ανάγκη θεσμοθέτησης του.

 

Έχοντας αυτά υπόψη καθώς επίσης και το άρθρο 3 του Ν. 74(1)/77 το οποίο ρητά καθορίζει πως αποστολή του Επίτροπου είναι η προάσπιση και προαγωγή των δικαιωμάτων του παιδιού, εξετάζουμε την υπόθεση στο σύνολο των λόγων έφεσης, καθόσον άπτονται της ερμηνείας και εφαρμογής του ανωτέρω Νόμου.

 

Σημαντικές για επίλυση του ζητήματος είναι οι πιο κάτω πρόνοιες του άρθρου 4(1):

 

 

«4(1)  Προς επίτευξη των στόχων του άρθρου 3, οι αρμοδιότητες του Επιτρόπου περιλαμβάνουν:

 

(ζ)  την υποβολή αιτήσεων, εκ μέρους οποιουδήποτε παιδιού, για διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε δικαστικές διαδικασίες που το επηρεάζουν, όπου ο νόμος ή το δικαστήριο ήθελαν αποκλείσει τα πρόσωπα που έχουν τη γονική ευθύνη από του να αντιπροσωπεύουν το παιδί, ως αποτέλεσμα σύγκρουσης συμφερόντων με το τελευταίο.»

 

Ενώ το 4(1)(η) προνοεί:

 

«4(1)(η) την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε διαδικασίες που επηρεάζουν τα παιδιά, όπου τούτο προβλέπεται από νόμο, και σε δικαστικές διαδικασίες, στις οποίες θα μπορεί να διορίζεται ως αντιπρόσωπος παιδιού από το δικαστήριο.»

 

Το αίτημα της Επιτρόπου και η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε με την ένορκη δήλωση που το συνοδεύει περιστράφηκε γύρω από τη διάταξη 4(1)(ζ), με την επισήμανση πως οι συνθήκες που περιέβαλλαν την υπόθεση δημιουργούσαν σύγκρουση συμφερόντων των γονέων με το παιδί.

 

Τι συνιστά σύγκρουση συμφερόντων η οποία οδηγεί σε αποκλεισμό των εχόντων τη γονική μέριμνα, δεν είναι ρητά καθορισμένο.  Υπάρχει όπου δημιουργούνται γενικά καταστάσεις στις οποίες το συμφέρον του παιδιού συγκρούεται με εκείνο των γονέων και διακυβεύεται η ευημερία του, η οποία πρωτίστως πρέπει να προστατεύεται.  Εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης των οποίων η εξέταση πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν θα προσφερθεί καμιά βοήθεια από την Επίτροπο, αφού οι εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων μπορούν να προωθηθούν από τους δικηγόρους τους, ενώ το Δικαστήριο θα ακούσει και συνεκτιμήσει τη γνώμη του παιδιού «ανάλογα με την ωριμότητα του και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί» με βάση το άρθρο 6(3) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1999, Ν. 216(Ι)/1999.

 

Αυτό δεν είναι αρκετό, αντιτείνει η συνήγορος της Επιτρόπου, καθόσον είναι μόλις εννέα ετών και η έντονη συγκρουσιακή σχέση των γονέων του που το ίδιο βιώνει, δεν το καθιστούν ικανό να διαμορφώσει τη δική του στάση και άποψη σε ότι αφορά την επαφή και επικοινωνία που επιθυμεί να έχει με τους δύο γονείς του αλλά και τα μέτρα που ενδεχομένως να είναι απαραίτητο να ληφθούν για την προστασία και την ομαλή ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη λόγω των ειδικών περιστάσεων και των γεγονότων που βιώνει.

 

Προστίθεται δε, τόσο στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση όσο και στην ενώπιον μας διαδικασία, πως το συμφέρον του παιδιού ενδείκνυται να προσδιοριστεί στη βάση αντικειμενικών διαδικασιών προσδιορισμού του και από ειδικούς επαγγελματίες μετά από πλήρη και ουσιαστική αξιολόγηση της ψυχοσυναισθηματικής του κατάστασης, αφού οι γονείς του φαίνεται να μην είναι σε θέση να λειτουργήσουν στη βάση της αρχής της διασφάλισης του συμφέροντος του παιδιού τους.

 

Όμως, έχοντας ως δεδομένο πως αρκετοί επαγγελματίες, ήτοι δύο ψυχολόγοι οι οποίοι εξέτασαν τους γονείς, δύο κρατικοί ψυχολόγοι και μία ιδιώτης έχουν εξετάσει το παιδί όπως και ιατροδικαστής και παιδοχειρούργος οι πλείστοι των οποίων κατέθεσαν στο Δικαστήριο και έχοντας ως δεδομένο πως η Επίτροπος γνωρίζει αυτά τα δεδομένα και μάλιστα εκφράζει την ανησυχία της πως το παιδί από την ηλικία των τεσσάρων ετών ταλαιπωρείται με εξετάσεις, τότε κρίνουμε ως αντιφατική τη θέση της ότι χρήζει εξέτασης το παιδί από ειδικούς επαγγελματίες τους οποίους θα διορίσει.

 

Συνεπώς παραμένει να εξεταστεί εάν η εκπροσώπηση του παιδιού είναι δυνατή στο πλαίσιο των προνοιών του άρθρου 3 της Σύμβασης σε συνάρτηση με το άρθρο 10 αυτού το οποίο καθορίζει το ρόλο του αντιπροσώπου.

 

Το Άρθρο 3 υπό τον τίτλο «Δικαίωμα του παιδιού να πληροφορείται και να εκφράζει τις απόψεις του σε διαδικασίες» προνοεί πως:

 

«σε παιδί που θεωρείται από την εσωτερική νομοθεσία ότι έχει επαρκή αντίληψη, σε περίπτωση διαδικασιών ενώπιον δικαστικής αρχής που το επηρεάζει παρέχονται και δικαιούται να ζητήσει τα ακόλουθα δικαιώματα:

 

(α) να λαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες,

 

(β)  να το συμβουλεύονται και να εκφράζει τις απόψεις του.

 

(γ) να ενημερώνεται για τις πιθανές συνέπειες συμμόρφωσης με τις απόψεις αυτές και τις πιθανές συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης.»

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 10 ο αντιπρόσωπος, στις περιπτώσεις διαδικασιών ενώπιον δικαστικής αρχής που επηρεάζουν το παιδί, εκτός αν αυτό θα ήταν έκδηλα αντίθετο προς το υπέρτατο συμφέρον του οφείλει να:

 

«(α) παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες στο παιδί, εάν το παιδί θεωρείται από το εσωτερικό δίκαιο ότι έχει επαρκή αντίληψη.

 

(β) παράσχει εξηγήσεις προς το παιδί, εάν το παιδί θεωρείται από το εσωτερικό δίκαιο ότι έχει επαρκή αντίληψη, αναφορικά με τις πιθανές συνέπειες οποιασδήποτε ενέργειας από τον αντιπρόσωπο.

 

(γ) καθορίσει τις απόψεις του παιδιού και παρουσιάσει τις απόψεις αυτές στη δικαστική αρχή.»

 

Σε δικαστικές διαδικασίες στις οποίες δεν δόθηκε δικαίωμα στο παιδί να ακουστεί και δεν λήφθηκε υπόψη η άποψη του κρίθηκε από το ΕΔΑΔ ακροσφαλής η απόφαση αναφορικά με τη φύλαξη και κηδεμονία του και αποδόθηκαν αποζημιώσεις και θεραπείες (Μ and M v. Croatia, appl. No. 10161/13 3/9/2015, Case of C v. Croatia, appl. No. 80117 ημερ. 8/10/20) αφού έγινε ιδιαίτερη αναφορά των δικαιωμάτων του παιδιού, όπως διασφαλίζονται από τα άρθρα 3 της Σύμβασης.

 

Στην C v. Croatia (ανωτέρω) η μητέρα κατηγορούσε τον πατέρα για σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η άσκηση ποινικής δίωξης του, η οποία όμως κρίθηκε ανυπόστατη.

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας τόσο της ποινικής όσο και της διαδικασίας κηδεμονίας, δεν δόθηκε καμιά ευκαιρία στο παιδί να ακουστεί και να εκφέρει τη θέση του.  Δεδομένου πως το εθνικό δίκαιο επέβαλλε το διορισμό κηδεμόνα και δεν διορίστηκε, ούτε εξηγήθηκε ο λόγος μη διορισμού από το Εθνικό Δικαστήριο, τονίστηκε πως το Δικαστήριο όφειλε να διορίσει quardian ad litem εφόσον έκρινε πως το συμφέρον του παιδιού συγκρουόταν με εκείνο των γονέων του.  Γι’ αυτό διατάχθηκαν αποζημιώσεις.

 

Στην Ν. Ts v. Geοrgia, appl. No. 71776/12 (2017) 1 FLR 898, ο πατέρας ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά και είχε ψυχιατρικά προβλήματα.  Η μητέρα είχε αποβιώσει και τα παιδιά ηλικίας 10 και 6 ετών επιθυμούσαν να παραμείνουν με τη μητρική οικογένεια, παρά ταύτα δόθηκαν στον πατέρα.  Το Εθνικό Δίκαιο δεν είχε ξεκάθαρη νομοθεσία για το είδος της εκπροσώπησης της οποίας το παιδί θα ετύγχανε και κατ’ ακολουθία της πληροφόρησης που εδικαιούτο και συνακόλουθα του δικαιώματος του να ακουστεί, ούτε υιοθέτησε τη Σύμβαση.  Παρά τη μη υιοθέτηση της Σύμβασης, το Δικαστήριο επεσήμανε,  αφού έκανε αναφορά σε αυτήν, πως  αποτελούσε ένα χρήσιμο εργαλείο για εφαρμογή των γενικών αρχών που διακηρύττει.

 

Κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την εισήγηση αυτή υπό το πρίσμα του Άρθρου 3 της Σύμβασης σύμφωνα με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα του παιδιού να πληροφορείται και να εκφράζει τις απόψεις του σε δικαστικές  διαδικασίες που το αφορούν.   Το δικαίωμα αυτό δεν εξαντλείται σε μια συνέντευξη την οποία θα έχει το Δικαστήριο μαζί του για «να ακούσει τη γνώμη του πριν αποφασίσει σχετικά με τη γονική μέριμνα» όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, αλλά έχει δικαίωμα «να ενημερώνεται για τις πιθανές συνέπειες συμμόρφωσης με τις απόψεις αυτές και τις πιθανές συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα μπορούσε, ακόμη και στο στάδιο που καταχωρήθηκε η αίτηση της Επιτρόπου, να εξετάσει εάν ενδείκνυτο ο διορισμός της, ως αντιπροσώπου για να εξασκήσει τα καθήκοντα όπως αυτά περιορίζονται στο άρθρο 10 της Σύμβασης.  Βέβαια, όπως προκύπτει από τη Σύμβαση,

«η άσκηση του δικαιώματος του άρθρ. 3 τελεί, σύμφωνα με την εναρκτήρια πρότασή του, υπό την αίρεση ότι το παιδί έχει «επαρκή κρίση», δηλαδή επαρκή ωριμότητα.

 

Η έννοια της επαρκούς κρίσης-ωριμότητας του παιδιού, ως στοιχείου από το οποίο εξαρτάται η άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων, απαντά σε πολλές διατάξεις της ευρωπαϊκής Σύμβασης (άρθ. 3.4 παρ. 2, 6 περ. β, 10 περ. α και β)

 

Πρόκειται για αόριστη νομική έννοια της οποίας η εξειδίκευση εξαρτάται από τα κριτήρια, τα οποία κατά την Εισηγητική Έκθεση (§36), καθορίζει το εσωτερικό δίκαιο κάθε συμβαλλόμενου κράτους. 

 

 

«Επαρκή κρίση» θα πρέπει να θεωρηθεί, σύμφωνα με το άρθρο της Καθηγήτριας Φώνης Σκουρίνη Παπαρρηγοπούλου,  ότι έχει το παιδί:

 

«που είναι σε θέση να επεξεργαστεί λογικά (να αναλύσει και συνθέσει) τα δεδομένα της υπόθεσης και να διαμορφώσει μια άποψη, την οποία του ζητείται να καταθέσει.  Φυσικά η ικανότητα αυτή βρίσκεται σε ευθεία σχέση με την ωριμότητα, η οποία με τη σειρά της, επηρεάζεται από την ηλικία, αλλά και από τα ιδιαίτερα (πνευματικά, συναισθηματικά, ψυχικά) χαρακτηριστικά του κάθε παιδιού.  Η ύπαρξή της, όμως, κρίνεται αναμφίβολα και από μία ακόμα παράμετρο: τη βαρύτητα του υπό κρίση θέματος.

 

Σε ορισμένες περιπτώσεις ο νόμος ο ίδιος θέτει ως κριτήριο της ωριμότητας ορισμένη ηλικία, όπως π.χ. στις διατάξεις για την περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία του ανηλίκου  ή για τη συναίνεση του ανηλίκου στην υιοθεσία του.  Όταν ο νόμος δεν ορίζει όριο ηλικίας, από το οποίο και έπειτα το παιδί πρέπει να θεωρείται ότι έχει την ικανότητα να εκφραστεί, τότε η δικαστική αρχή θα καθορίσει τον απαιτούμενο βαθμό ωριμότητας σε αναφορά προς τη φύση του κρινόμενου θέματος, που αποτελεί το βαρύνον στοιχείο από το οποίο θα κριθεί η «επάρκεια» της κρίσης του παιδιού

 

 

Στην κρινόμενη περίπτωση όπου το ανήλικο είναι ηλικίας 10 ετών κρίνουμε, με βάση και τις αποφάσεις Croatia και Georgia (ανωτέρω) όπου τα παιδιά ήταν αυτής της ηλικίας, ότι δύναται να έχει αντίληψη και «επαρκή κρίση».

 

Περαιτέρω ο διορισμός του Επιτρόπου ως αντιπροσώπου του παιδιού για να ασκήσει το ρόλο που περιγράφεται στο άρθρο 10 της Σύμβασης, συναρτάται με το άρθρο 9 το οποίο υπό τον τίτλο Διορισμός αντιπροσώπου, αναφέρεται στις περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ γονέων και του παιδιού.  Σημειώνουμε επίσης πως στη σκέψη 43 των Guidelines of the Committee of Ministers of the Council of Europe on Child-Friendly Justice τονίστηκε πως πρέπει να εξασφαλιστεί ότι σε περιπτώσεις όπου υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ γονέων και παιδιού, τότε είτε guardian at litem είτε άλλος ανεξάρτητος αντιπρόσωπος διορίζεται για αντιπροσώπευση του παιδιού και ενημέρωση του για τις διαδικασίες.  Αυτές ήταν και οι περιπτώσεις στις αποφάσεις Croatia και Georgia (ανωτέρω).

 

Στην κρινόμενη διαδικασία, με βάση τα όσα στην αρχή της απόφασης καταγράφηκαν για τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση, τις θέσεις των γονέων οι οποίοι διατηρούν μεταξύ τους μια έντονη διαμάχη και άρνηση, τις εκατέρωθεν καταγγελίες για άσκηση ψυχολογικής, σωματικής και λεκτικής βίας στον ανήλικο, τις κατηγορίες για σεξουαλική βία, και κυρίως το γεγονός πως αποτέλεσμα των καταγγελιών και συμπεριφορών αυτών ήταν η απομάκρυνση του ανήλικου από τους γονείς του και η τοποθέτηση του στο «Σπίτι του Παιδιού», θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στο συμπέρασμα πως έχουν δημιουργηθεί συνθήκες οι οποίες δύνανται να χαρακτηριστούν ότι αποτελούν σύγκρουση συμφερόντων των γονέων με το παιδί.  Υπό αυτές τις προϋποθέσεις θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό το αίτημα του Επιτρόπου και διορισμού της ως αντιπροσώπου για άσκηση του ρόλου όπως αυτός προσδιορίζεται στο ανωτέρω Άρθρο 10.  Ας μη λησμονείται πως ο ρόλος του Επιτρόπου διέπεται από ανεξαρτησία, αμεροληψία και έχει ως ύψιστο καθήκον την ευημερία του παιδιού.

 

  Κρίνουμε συνεπώς πως οι λόγοι έφεσης πετυχαίνουν, η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται και το αίτημα της Επιτρόπου γίνεται αποδεκτό.

 

Δεδομένης της κρίσης αυτής, θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση των λόγων έφεσης για καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης.

 

 

 

 

 

 

Η έφεση επιτρέπεται ως ανωτέρω.  Ενόψει του πρωτόγνωρου του θέματος και σύμφωνα, με τον Καν. 6 του περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικός Κανονισμός 3/2014, κάθε διάδικος να επιβαρυνθεί τα έξοδα του.

 

                                                     

Γ. Ν. Γιασεμής, Δ.

 

                                                     

Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                     

Δ. Σωκράτους, Δ.

 

 

 

 

 

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο