ANTHONY EDGAR v. UNIVERSAL LIFE INSURANCE PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 350/2014, 13/7/2022
print
Τίτλος:
ANTHONY EDGAR v. UNIVERSAL LIFE INSURANCE PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 350/2014, 13/7/2022
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2022:A298

ECLI:CY:AD:2022:A298

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                      (Πολιτική Έφεση Αρ. 350/2014)

 

 

13 Ιουλίου, 2022

 

[Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ/στές]

 

ANTHONY EDGAR,

Εφεσείων,

ν.

 

UNIVERSAL LIFE INSURANCE PUBLIC COMPANY LTD,

Εφεσιβλήτων,

Και

C & S AMERICAN HEART INSTITUTE LTD

                                                                                                Eνάγοντες.

---------------------

Α.Κυπριανού για Μ.Kyprianou & Co LLC

I.Λοϊζίδου και Χ.Σατσιάς για Λ.Π.Δημητριάδης ΔΕΠΕ

-------------------

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:   Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η πρωτόδικη διαδικασία αφορούσε αγωγή η οποία κατεχωρήθηκε από τους C & S American Heart Institute Ltd ως Ενάγοντες εναντίον του Εφεσείοντα ως Εναγόμενου.

 

          Οι Ενάγοντες αξίωναν €29.500 ως οφειλόμενο ποσό για παροχή ιατρικών υπηρεσιών και περίθαλψης του Εφεσείοντα.

 

          Κατόπιν σχετικής άδειας ο Εφεσείων επέδωσε ειδοποίηση Τριτοδιαδίκων στους Εφεσίβλητους, στη βάση ασφαλιστικής συμφωνίας κατά ή περί τον Σεπτέμβριο 2004, μεταξύ των μερών, για κάλυψη ιατρικών εξόδων.  Οι Τριτοδιάδικοι αρνήθηκαν να καταβάλουν τα ως άνω έξοδα απαιτητά από τους Ενάγοντες κατά του Εφεσείοντα, ενώ ο τελευταίος εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του έναντι της ασφαλιστικής εταιρείας.  Οι Τριτοδιάδικοι επικαλέστηκαν «εξαίρεση» κάλυψης, θέμα που θα μας απασχολήσει κατά την εξέταση της έφεσης.

 

          Την 15.10.2013 η αγωγή μεταξύ των Εναγόντων και του Εφεσιβλήτου διευθετήθηκε και εξεδόθη σχετική απόφαση για το ποσό των €25.000 πλέον τόκο προς 5,5% ετησίως επί του ποσού αυτού από 15.10.2013 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα.

 

          Η πρωτόδικη διαδικασία στη συνέχεια προχώρησε μόνον ως προς την απαίτηση του Εφεσείοντα εναντίον των Τριτοδιαδίκων.  Κατά την ακρόαση, για τον Εφεσείοντα ακούσθηκε ο ίδιος και ο ιατρός Λούης Kοντοζής, ενώ εκ μέρους των Εφεσιβλήτων έδωσε μαρτυρία ο ιατρός Πάμπης Νικολαΐδης.  Όπως δε ανάφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Εφεσείων θεωρήθηκε αξιόπιστος και σημειώθηκε ότι η υπόθεση θα κρίνετο στη βάση κυρίως της ιατρικής μαρτυρίας.  Επί των διαφορών που εντοπίζονταν το Πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία του ιατρού Νικολαΐδη παρά το ότι, όπως παρατήρησε, δεν υπήρξαν τέτοιες ουσιώδεις διαφορές επί των γεγονότων.

 

          Καταγράφονται στη συνέχεια τα ευρήματα του Δικαστηρίου:

«…ο Εναγόμενος γεννήθηκε την 25.7.1945, και διατηρούσε ασφαλιστικό συμβόλαιο υγείας τύπου Multicare International Ηealth Plan από το 2004.  Τα ασφάλιστρα σε σχέση με το συμβόλαιο αυτό ήσαν πλήρως πληρωμένα μέχρι και την ημερομηνία χειρουργικής επέμβασης αντικατάστασης αορτής την 13.2.2009.

 

Την 23.9.2006 ο Εναγόμενος επισκέφθηκε αρχικά τον Δρα Λούη Κοντοζή στην Πάφο λόγω του ότι παρουσίασε μεγάλες διακυμάνσεις του ρυθμού της καρδίας του.  Μετά από εξετάσεις διαπιστώθηκε η ύπαρξη σοβαρά ασβεστωμένης αορτικής βαλβίδας με μέτρια αορτική στένωση.

 

Τον Ιανουάριο 2009, μετά από λιποθυμικό επεισόδιο, ο Εναγόμενος επισκέφτηκε και πάλι τον Δρα Κοντοζή, ο οποίος μετά από εξετάσεις τον συμβούλεψε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης αορτής.  Ο Εναγόμενος μετέβη ακολούθως στο ιδιωτικό Νοσοκομείο American Heart Institute, όπου την 13.2.2009 υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση αντικατάστασης αορτής.  Από τον χειρούργο Δρα Μαρίνο Σωτηρίου διαπιστώθηκε ότι ο Εναγόμενος είχε δίπτυχη αορτική βαλβίδα.  Για την χειρουργική αυτή επέμβαση το Νοσοκομείο χρέωσε τον Εναγόμενο το ποσό των €29.050,00.  Πριν από την χειρουργική επέμβαση ο Εναγόμενος επικοινώνησε με την γραμμή εξυπηρέτησης πελατών της Τριτοδιαδίκου.

 

Ο Εναγόμενος αποτάθηκε στην Τριτοδιάδικο ασφαλιστική εταιρεία για κάλυψη της προαναφερόμενης χρέωσης, αλλά η Τριτοδιάδικος αρνήθηκε να καλύψει το ποσό με την θέση ότι η περίπτωση του Εναγομένου ενέπιπτε στις εξαιρέσεις του μεταξύ τους ασφαλιστικού συμβολαίου.

 

Η γραμμή εξυπηρέτησης πελατών του Τμήματος Ατυχημάτων και υγείας του Τριτοδιαδίκου στην οποία γίνεται σχετική αναφορά στις σελ. 2 και 3 του Τεκμηρίου 9, έχει μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα. Σκοποί της γραμμής εξυπηρέτησης είναι η ενημέρωση του ασφαλισμένου από το σύστημα κατά πόσο το ασφαλιστήριο του βρίσκεται σε ισχύ, και να του δοθούν οδηγίες ως προς την διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθήσει σε περίπτωση χειρουργικής επέμβασης και/ή διαμονής ως εσωτερικός ασθενής και τίποτε άλλο.  Οι Λειτουργοί της γραμμής εξυπηρέτησης δεν μπορούν από το σύστημα να επιβεβαιώσουν κάλυψη του συγκεκριμένου περιστατικού καθότι δεν μπορούν να γνωρίζουν αν η απαίτηση του ασφαλισμένου τους εμπίπτει στις εξαιρέσεις του ασφαλιστηρίου.

 

Αποτελεί επίσης εύρημα μου ότι, για να φτάσει η κατάσταση της αορτικής βαλβίδας του Εναγομένου στα επίπεδα που διέγνωσε ο Δρας Κοντοζής το 2006, θα πρέπει το πρόβλημα να είχε αρχίσει να δημιουργείται από 10 – 20 χρόνια προηγουμένως.  Οι ασβεστοποιημένες αλλοιώσεις προϋπήρχαν του 2004.  Εάν ο Εναγόμενος είχε πάει σε ιατρό πριν από το 2004, το φύσημα θα μπορούσε να είχε διαγνωστεί.»

 

          Κρίσιμο είναι να παρατεθούν οι όροι που αποτέλεσαν τη βάση της άρνησης των Εφεσιβλήτων να καταβάλουν το ως άνω ποσό:

          «3.    What We Do Not Pay For

Exclusions and Limitations (Please note titles are for ease of use only)

 

We do not pay benefit for the following (subject to some limited cover being available as shown):

 

(a)

(b)

(c)

(d) Congenital deformities

Any charges relating to the treatment and/or correction of congenital deformities.  However in the case of new born children added to a policy …

                   (e)…

                   (f) – (s) …

                   (t) Pre-existing conditions

Treatment of any medical condition which the member already had when he or she joined and which the subscriber should have told us about but did not tell us at all or did not tell us everything unless we had agreed otherwise in writing that there was no need for you to tell us.  This includes any physical defect or medical condition or symptoms whether or not being treated and any previous medical condition which recurs or which the member should reasonably have known about even if he or she has not consulted a medical practitioner.»

 

 

          To Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η δίπτυχη αντί η τρίπτυχη βαλβίδα συνιστά εκ γενετής ανωμαλία.  Όμως, θεώρησε, ότι η χειρουργική επέμβαση δεν έγινε για θεραπεία της ίδιας της δίπτυχης βαλβίδας, αλλά της στένωσης.  Περαιτέρω έκρινε πως στις εξαιρέσεις του ασφαλιστικού συμβολαίου αναφέρεται ρητά ότι δεν πληρώνονται αποζημιώσεις για «any charges relating to the treatment and/or correction of congenital deformities» και δεν περιλαμβάνεται στη σύμβαση κάποια πρόνοια ότι δεν καλύπτονται συνέπειες που προκαλούνται λόγω τέτοιων ανωμαλιών.  Στη συνέχεια κατέληξε πως η εν λόγω εξαίρεση δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπόθεση.

 

          Σημειώνεται πως αυτή η πτυχή της δικανικής κρίσης δεν προσβάλλεται και δεν αμφισβητήθηκε από κανένα των διαδίκων.  Εκείνο που προσβάλλεται από τον Εφεσείοντα είναι η πρωτόδικη κρίση που ακολούθησε της ως άνω, ότι δηλαδή η επίδικη περίπτωση εμπίπτει στην εξαίρεση για τις «προϋπάρχουσες καταστάσεις».  Ουσιαστικά και στον πυρήνα τους όλοι οι λόγοι έφεσης, άμεσα ή έμμεσα, σκοπούν να ανατρέψουν το εν λόγω εύρημα.  Συνεπώς θα εξεταστούν μαζί.

 

          Θα πρέπει πρώτα απ΄ όλα να καταγραφεί ποία ήταν η διεργασία της σκέψης της ευπαιδεύτου δικαστού για να καταλήξει στο ως άνω εύρημα της.  Τη μεταφέρουμε αυτούσια:

«Αποτέλεσε θέση αμφοτέρων των ιατρών ότι η κατάσταση του Ενάγοντα, για να ήταν στο σημείο που διέγνωσε ο Δρας Κοντοζής το 2006, θα πρέπει να είχε αρχίσει να δημιουργείται από πολλά χρόνια προηγουμένως, και συγκεκριμένα από 10 – 20 χρόνια προηγουμένως.  Έπεται πως οι ασβεστοποιημένες αλλοιώσεις που παρουσίασε ο Εναγόμενος προϋπήρχαν του 2004, όταν αυτός σύναψε το ασφαλιστικό συμβόλαιο.  Αποτελεί επίσης εύρημα του Δικαστηρίου ότι το φύσημα θα μπορούσε να είχε διαγνωστεί εάν ο Εναγόμενος επισκέπτετο ιατρό πριν από το 2004, και μάλιστα ήταν θέση του Δρος Νικολαΐδη η οποία γίνεται δεκτή, ότι θα μπορούσε να είχε διαγνωστεί με μίαν απλή εξέταση με στηθοσκόπιο.

 

Η εξαίρεση στην υποπαράγραφο (t) στη σελίδα 23 του Τεκμηρίου 9, περιλαμβάνει «treatment of any medical condition which the member already had when he or she joined and which the subscriber should have told us about but did not tell us at all or did not tell us everything … This includes any physical defect or medical condition or symptoms whether or not being treated and any previous medical condition which recurs or which the member should reasonably have known about even if he or she has not consulted a medical practitioner.»

 

Θεωρώ ότι η ασβεστοποίηση της βαλβίδας του Εναγομένου, σε σχέση με την οποία χειρουργήθηκε, είναι τέτοια κατάσταση η οποία προϋπήρχε της σύναψης του ασφαλιστικού συμβολαίου.  Ο Εναγόμενος θα μπορούσε πολύ εύκολα να γνώριζε την ύπαρξη της ασβεστοποίησης, αφού το φύσημα θα μπορούσε να διαγνωστεί από μίαν απλή εξέταση με στηθοσκόπιο.  Σημειώνω ότι η εξαίρεση δεν προϋποθέτει να υπήρχαν συμπτώματα.

 

Κατάληξη μου, συνεπώς, είναι ότι η Τριτοδιάδικος ασφαλιστική εταιρεία είχε δικαίωμα να αρνηθεί την πληρωμή της απαίτησης του Εναγομένου, δεδομένου ότι ενέπιπτε στην εξαίρεση (t) πιο πάνω.

 

Τα πιο πάνω οδηγούν στο ότι η απαίτηση του Εναγομένου κατά του Τριτοδιαδίκου δεν μπορεί να επιτύχει, και απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα της εκδίκασης της απαίτησης του Εναγομένου εναντίον του Τριτοδιαδίκου δεν υπάρχει λόγος να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα γι΄ αυτό επιδικάζονται υπέρ της Τριτοδιαδίκου και εναντίον του Εναγομένου όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.»

 

 

          Αφού το Δικαστήριο, κρίνοντας αξιόπιστο τον Εφεσείοντα, θεώρησε ότι όντως εκείνος κατά τη σύναψη του συμβολαίου, δεν γνώριζε για την προϋπάρχουσα αυτή κατάσταση, το όλο ζήτημα ανάγεται στο εάν είναι ορθή η κρίση πως ο Εφεσείων έπρεπε λογικά να την γνωρίζει, έστω και εάν αυτός δεν συμβουλεύτηκε ιατρό.  Η πεμπτουσία της έφεσης είναι ακριβώς αυτό και διατυπώνεται στον 3ο και 4ο λόγο.

 

          Θα συμφωνήσουμε βεβαίως ότι το καθήκον αποκάλυψης ενός ασφαλισμένου δεν περιορίζεται στα γεγονότα που εκείνος έχει πραγματική γνώση αλλά επεκτείνεται σ’  όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία, στην κανονική πορεία των πραγμάτων, θα έπρεπε να γνωρίζει.

 

          Στη ζωντανή πραγματικότητα της κάθε περίπτωσης σημασία αποκτά πρωτίστως η ερμηνεία της επίδικης πρόνοιας (εδώ της εξαίρεσης) σε συνάρτηση με τα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης.

 

          Ο κανόνας που αφορά τις εξαιρέσεις “exemption clauses” είναι ότι εκείνος ο διάδικος που βασίζεται σε εξαιρέσεις, μπορεί να πετύχει μόνο εάν η έννοια που αναδύεται από τον όρο είναι καθαρή ως αποτέλεσμα μιας λογικής ερμηνείας αυτού. (Βλ. MacGillivray, on Insurance Law, 11th ed., σελ. 309-311).

 

          Όπως σημειώνει ο Ναθαναήλ, Δ., στη Λιπερή ν. Ecclesiastical Insurance Office PlC κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. 42/13, 19.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A329, αυτό συμβαίνει διότι οι όροι ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου ετοιμάζονται από τους ίδιους τους ασφαλιστές και έτσι ο κανόνας είναι ότι πρέπει να ερμηνεύονται με αρνητική διάθεση και εναντίον τους (Raul Colinvaux: The Law of Insurance, 5η έκδοση, σελ. 37).

 

          Στην παλαιά αλλά κλασική αυθεντία επί του θέματος των εξαιρέσεων (excemption clauses) σε ασφαλιστικά συμβόλαια, την Kyrillis Massouris & Bro ν. The EmployersLiability Assurance Corporation Ltd (1969) 1 CLR 517, ο Ιωσηφίδης, Δ., τόνισε πως οι όροι εξαίρεσης πρέπει να ερμηνεύονται με μεγάλη αυστηρότητα (with the utmost strictness)[1]  και πως το βάρος της απόδειξης ότι υφίσταται και ισχύει όρος εξαίρεσης είναι στους ώμους της ασφαλιστικής εταιρείας (undoubtedly the burden of proof in such cases is onthe defendant insurance company”). (Bλ. Αnalog Devices BV v. Zurich Insurance Company [2005]1 IR 274 η οποία εφάρμοσε τις αρχές που έθεσε ο Λόρδος Hoffmann στη Investors Compensation Scheme v. West Bromwich Building Society [1998]1 WLR 896).

 

          Ο δε Τριανταφυλλίδης, Δ., στην Ιoannis Kokkalos v. Nicos Karayiannis (1975) 1 CLR 377 αναφέρθηκε στο πώς πρέπει να ερμηνεύονται οι όροι εξαίρεσης, τονίζοντας, με επίρρωση στην αγγλική νομολογία, ότι, εκεί που υφίσταται αμφιβολία, αυτή κρίνεται υπέρ της ύπαρξης ευθύνης και όχι του αποκλεισμού αυτής.  Η υπόθεση δεν αφορούσε ασφαλιστικό συμβόλαιο αλλά η διατυπωθείσα αρχή είναι η ίδια.  Γίνεται δε αναφορά στο ασφαλιστικό δίκαιο ως εξής:

«It is well settled that any doubt as regards the construction of an exemption clause must operate against the author of the document in which it is contained in A.P. Salmon Contractors Ltd. v. Monksfield, [1970] 1 Lloyd's Rep. 387, Rogers, J stated (at p. 389):-

"It is a long settled law that if there is an ambiguity an exception must be construed strictly against the author of the document concerned. As it was put by Lord Justice Lindley in the case of Cornish v. Accident Insurance Company Ltd., [1889] 23 Q.B.D. 453, at p. 456:

In a case on the line, in a case of real doubt, the policy ought to be construed most strongly against the insurers; they frame the policy and insert the exceptions ."

In Hollier v. Rambler Motors (AMC) Ltd.; [1972] 1 All E.R. 399 Stamp, L.J. stated (at p. 408) the s following:-

"As I understand the law, it is settled that where in a contract such as this you find a provision excluding liability capable of two constructions, one of which will make it applicable where there is no negligence by the defendant, and the other will make it applicable where there is negligence by the defendant it requires special words or special circumstances to make the clause exclude liability in case of negligence: see, for example, Price & Co. v. Union Lighterage Co., [1904]1 K.B. 412."»

 

Ιδιαίτερη αναφορά μπορεί να γίνει και στα λεχθέντα υπό του  Lord Denning MR στη Gillespie Brothers & Co Ltd v. Roy Bowles Transport Ltd and another [1973] 1 All ER 193.

          Κρίνουμε πως σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, πέραν της πρωτόδικης διαπίστωσης ότι η ύπαρξη ασβεστοποίησης είναι προϋπάρχουσα ιατρική κατάσταση (για το οποίο δεν υπάρχει αμφισβήτηση) θα πρέπει – για να ενεργοποιηθεί ο όρος της εξαίρεσης από την κάλυψη – επιπροσθέτως, η κατάσταση αυτή να ήταν σε γνώση του ασφαλισμένου ή να όφειλε να την γνωρίζει.  Το 3(t) ανωτέρω, αναφέρει ότι ρητώς εξαιρούνται της υποχρέωσης κάλυψης προϋπάρχουσες ιατρικές καταστάσεις (pre-existing condition) που ο ασφαλισμένος είχε κατά τη σύναψη της σύμβασης και τις οποίες έπρεπε να αποκαλύψει αλλά δεν το έπραξε.  Ο συμπλεκτικός σύνδεσμος «και» δημιουργεί, εκτός της προΰπαρξης ιατρικής κατάστασης, και την προϋπόθεση της «μη αποκάλυψης».  Παρακάτω δε, αναφέρει πως αυτή η υποχρέωση περιλαμβάνει οποιοδήποτε φυσικό ελάττωμα (physical defect) ή ιατρική κατάσταση ή σύμπτωμα, είτε έτυχε ιατρικής θεραπείας είτε όχι, και κάθε προϋπάρχουσα ιατρική κατάσταση, η οποία παλαιότερα επεσυνέβη ή την οποία ο ασφαλισμένος λογικά θα έπρεπε να γνωρίζει, είτε συμβουλεύθηκε είτε όχι, ιατρό (ο αυτούσιος όρος στα αγγλικά παρατίθεται πιο πάνω).

Με όλο το σεβασμό, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς τη δέουσα εμβάθυνση, έκρινε πως ο Εφεσείων θα μπορούσε πολύ εύκολα να γνώριζε την ύπαρξη της ασβεστοποίησης, αφού το φύσημα θα μπορούσε να διαγνωστεί από μία απλή εξέταση με στηθοσκόπιο.

Δεν θα συμφωνήσουμε.  Η υποχρέωση αποκάλυψης θα μπορούσε να καλύπτει αυτά που ο Εφεσείων γνώριζε ή αυτά που λογικά όφειλε να γνωρίζει.  Η έμφαση ακριβώς, υφίσταται στη λέξη «λογικά».  Από τη στιγμή που η προϋπάρχουσα αυτή κατάσταση, σύμφωνα με τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, δεν έφερε κανενός είδους σύμπτωμα, θα ήταν παράλογο να κριθεί πως ο Εφεσείων «όφειλε να γνωρίζει» την προϋπάρχουσα κατάσταση του.  Μπορεί βεβαίως να προστίθεται στον όρο η φράση «ανεξάρτητα εάν ζήτησε ή όχι ιατρική συμβουλή», όμως αυτό – με κανένα λογικό τρόπο – δεν μπορεί να οδηγήσει σε ερμηνεία ότι μια ασυμπτωματική προϋπάρχουσα κατάσταση θα απάλλασσε την ασφαλιστική εταιρεία. 

Εύλογα θα πρόσθετε ένας λογικός και αντικειμενικός κριτής πως εάν η ασφαλιστική εταιρεία ήθελε να αποκλείσει τέτοιες καταστάσεις θα ήταν απλό να ζητήσει ιατρική εξέταση του ασφαλισμένου πριν τον ασφαλίσει.

Όπως τονίζεται στο σύγγραμμα General Principles of Insurance Law, του E. R. Ivamy, 4η έκδοση, σελ. 134 «There is however, no duty to disclose facts which the assured did not know, and which he could not reasonably be expected to know at material time».  Όπως δε εύλογα τίθεται πιο κάτω «Whether he has failed in his duty will in each case depend on the circumstances.»  (Bλ. Cook v Financial Insurance Co Ltd [1998] 1 WLR 1765 [1999] Lloyd’s Rep IR 1, HL και Σύγγραμμα McGee The Modern Law of Insurance, part C, Ch. 16.28). Η απουσία συμπτωμάτων, εν προκειμένω, είναι σημαντική παράμετρος ώστε η επίδικη περίπτωση να μην θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην εμβέλεια της εξαίρεσης. 

Το ουσιώδες και εκείνο που η νομική αρχή θέλει να διασφαλίσει είναι ότι το καθήκον επεκτείνεται και σ΄ αυτά που ο ασφαλισμένος όφειλε να γνωρίζει υπό την έννοια ότι δεν κλείνει τα μάτια του στην αλήθεια.  Αναφέρεται στην πιο πρόσφατη έκδοση του MacGillivray, 14th ed. – σελ. 472 «Whether a material circumstance is known by a natural insured is simply a question of fact – “he knows what he knows”.  Thus a proposer for life or sickness insurance need not disclose the existence of a medical condition of which his doctors have not told him, so long as he is genuinely ignorant of it and is not shutting his eyes to the truth»[2].

Στη βάση όσων έχουμε εξηγήσει θεωρούμε ότι η πρωτόδικη κρίση ήταν λανθασμένη.  Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κρίση ακυρώνεται, ομού φυσικά με τη διαταγή για έξοδα.  Εκδίδεται απόφαση για πλήρη συνεισφορά των Εφεσιβλήτων υπέρ του Εφεσείοντα για το ποσό (συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων) για το οποίο ο Εφεσείων εκρίθη υπόλογος προς τους Ενάγοντες στην πρωτόδικη διαδικασία.[3]  Τα πρωτόδικα έξοδα (της διαδικασίας τριτοδιαδίκου) καθώς και τα έξοδα της έφεσης εκ συνολικού ποσού €3,500, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται προς όφελος του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσιβλήτων. 

                                                          ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                          ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.



[1] Ivamy, General Principles of Insurance Law (6th ed.) p. 286: “Since exceptions are inserted in the policy mainly for the purpose of exempting the insurers  from liability for a loss which, but for the exception, would be covered by the policy, they are construed against the insurers with the utmost strictness.  It is the duty of the insurers to accept their liability in clear and unambiguous terms.”

[2] Lee v British Law Insurance Co [1972] 2 Lloyd’s Rep. 49; Keating v New Ireland Assurance Co [1990] 2 I.R. 383; Economides v Commercial Union Assurance co [1998] Q.B. 587 at 602.  He would have to disclose the fact that he had undergone tests for an unknown medical condition if he appreciated their importance.

[3] Αtkin’s Court Forms, second edition, vol. 37, 1995 issue.  Στο Κεφάλαιο Third Party Procedure:  Practice σελ.357 κ.επ. και Petrolina Holdings Public Lt v. Arushia Oils Ltd, Πολ.Εφ. 349/11, 18.1.2018.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο