ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ A.G. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS, Συνεκδικαζόμενες Πολιτικές Aιτήσεις Αρ. 178/2022, 179/2022, 180/2022, 181/2022, 182/2022, 12/1/2023
print
Τίτλος:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ A.G. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS, Συνεκδικαζόμενες Πολιτικές Aιτήσεις Αρ. 178/2022, 179/2022, 180/2022, 181/2022, 182/2022, 12/1/2023
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2023:D3

ECLI:CY:AD:2023:D3

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                                                  iJustice

 

(Συνεκδικαζόμενες Πολιτικές Aιτήσεις Αρ. 178/2022, 179/2022, 180/2022,  181/2022, 182/2022)

 

 

12 Ιανουαρίου 2023

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 178/2022)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ  Ν.97/70, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ, ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3(2) ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΣΤΙΣ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2003, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΣΤΙΣ 17 ΙΟΥΝΙΟΥ 1996 (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2008 (Ν.8(ΙΙΙ)/2008)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ A.G. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

 

KAI

 

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 17, 30, 34 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 5, 6, 7 KAI 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ 7 KAI 48 TOY XAΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ –

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

2.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

3.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ/ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ/ΥΠΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΝ A. G. ΑΠΟ 26.10.2022 ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΙ/Ή ΔΥΝΑΜΕΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26.10.2022, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 03/2021 ΚΑΙ ΣΥΝΕΛΑΒΑΝ ΚΑΙ ΕΘΕΣΑΝ ΤΟΝ A.G. ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ, ΟΠΟΥ ΚΡΑΤΕΙΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ.

____________________

 

 

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 179/2022)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ  Ν.97/70, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ, ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3(2) ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΣΤΙΣ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2003, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ στις 17 ΙΟΥΝΙΟΥ 1996 (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2008 (Ν.8(ΙΙΙ)/2008)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ N.G. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

 

KAI

 

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 17, 30, 34 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 5, 6, 7 KAI 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ 7 KAI 48 TOY XAΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ –

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

2.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

3.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ/ΥΠO ΚΡΑΤΗΣΗ/ΥΠO ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΝ N.G. ΑΠΟ 26.10.2022 ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΙ/Ή ΔΥΝΑΜΕΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26.10.2022, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 03/2021 ΚΑΙ ΣΥΝΕΛΑΒΑΝ ΚΑΙ ΕΘΕΣΑΝ ΤΟΝ N.G. ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ, ΟΠΟΥ ΚΡΑΤΕΙΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΠO ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ.

 

____________________

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 180/2022)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ  Ν.97/70, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ, ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3(2) ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΣΤΙΣ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2003, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ στις 17 ΙΟΥΝΙΟΥ 1996 (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2008 (Ν.8(ΙΙΙ)/2008)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ J.M. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

 

KAI

 

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 17, 30, 34 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 5, 6, 7 KAI 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ 7 KAI 48 TOY XAΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ –

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

2.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

3.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ/ΥΠO ΚΡΑΤΗΣΗ/ΥΠO ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΝ J. M. ΑΠΟ 26.10.2022 ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΙ/Ή ΔΥΝΑΜΕΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26.10.2022, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 03/2021 ΚΑΙ ΣΥΝΕΛΑΒΑΝ ΚΑΙ ΕΘΕΣΑΝ ΤΟΝ J. M. ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ, ΟΠΟΥ ΚΡΑΤΕΙΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΠO ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ.

 

____________________

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 181/2022)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ  Ν.97/70, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ, ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3(2) ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΣΤΙΣ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2003, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ στις 17 ΙΟΥΝΙΟΥ 1996 (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2008 (Ν.8(ΙΙΙ)/2008)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ N.R.J.G. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

 

KAI

 

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 17, 30, 34 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 5, 6, 7 KAI 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ 7 KAI 48 TOY XAΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ –

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

2.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

3.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ/ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ/ΥΠΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΝ N.R.J. G. ΑΠΟ 26.10.2022 ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΙ/Ή ΔΥΝΑΜΕΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26.10.2022, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 03/2021 ΚΑΙ ΣΥΝΕΛΑΒΑΝ ΚΑΙ ΕΘΕΣΑΝ ΤΟΝ N.R.J.G. ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ, ΟΠΟΥ ΚΡΑΤΕΙΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ.

 

____________________

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 182/2022)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟ  Ν.97/70, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ, ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3(2) ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ ΣΤΙΣ 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2003, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΩΝ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ στις 17 ΙΟΥΝΙΟΥ 1996 (ΚΥΡΩΤΙΚΟΣ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2008 (Ν.8(ΙΙΙ)/2008)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ B.L. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS

 

KAI

 

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 17, 30, 34 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 5, 6, 7 KAI 8 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΡΘΡΑ 7 KAI 48 TOY XAΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ –

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

2.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

3.   ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΥΛΑΚΩΝ

 

ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗ/ΥΠO ΚΡΑΤΗΣΗ/ΥΠO ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤHΝ B.L. ΑΠΟ 26.10.2022 ΚΑΤΟΠΙΝ ΚΑΙ/Ή ΔΥΝΑΜΕΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΑΦΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26.10.2022, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 03/2021 ΚΑΙ ΣΥΝΕΛΑΒΑΝ ΚΑΙ ΕΘΕΣΑΝ ΤΗΝ B.L. ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ, ΟΠΟΥ ΚΡΑΤΕΙΤΑΙ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ.

 

____________________

 

Η. Κυριακίδης, για Ηρακλής Ν. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε, για τους Αιτητές.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ’ ης η Αίτηση.

 

____________________

 

   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

    ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με απόφαση του ημερ.26.10.2022 ενέκρινε αίτημα για την έκδοση στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής των  Αιτητών, για να δικαστούν για το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη διαδικτυακής απάτης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρησιμοποίησης και εκμετάλλευσης στοιχείων προσώπου για παράνομο σκοπό, που, κατ’ ισχυρισμό, είχαν διαπραχθεί την περίοδο 2015-2021, κατά παράβαση αριθμού άρθρων του Κώδικα των Ηνωμένων Πολιτειών, Τίτλος 18 United States Code.  Προς το σκοπό της έκδοσης τους διέταξε και την κράτηση τους. 

    Οι Αιτητές καταχώρισαν αιτήσεις για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Habeas Corpus Αd Subjiciendum, με τα οποία να κηρύσσεται η κράτηση τους «παράνομη και/ή παράτυπη και/ή παραβιάζουσα των συνταγματικών δικαιωμάτων [των Αιτητών] και/ή ως άδικη και/ή καταπιεστική και/ή αντίθετη με την εγχώρια και/ή ευρωπαϊκή νομοθεσία που διέπει την έκδοση εκζητούμενων προσώπων από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας στις  Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής».

 

    Το Habeas Corpus είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση (Δημητράκης Χ"Σάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102, 106-7) και  είναι το προβλεπόμενο ένδικο μέσο, σύμφωνα με το Άρθρο 10(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν.97/1970, όπως έχει τροποποιηθεί, για την προσβολή της απόφασης έκδοσης και προς τούτο κράτησης εκζητούμενου προσώπου.

 

    Το Άρθρο 10(3) του Ν.97/1970 προβλέπει εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν επιλαμβάνεται τέτοιας αίτησης «μη επηρεαζoμέvης oιασδήπoτε ετέρας δικαιoδoσίας αυτoύ».  H δικαιοδοσία του είναι ωστόσο περιορισμένη, αφού δεν έχει την ευχέρεια να ασκήσει όλες τις συνηθισμένες εξουσίες του.  Δεν ενεργεί ως Εφετείο πάνω σε θέματα γεγονότων  και δεν μπορεί να αναθεωρήσει τα ευρήματα του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε της έκδοσης ή να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας εφόσον κινήθηκε μέσα στα νόμιμα όρια της.  Έχει όμως αρμοδιότητα να διαπιστώσει κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του ικανοποιητική μαρτυρία που δικαιολογούσε την έκδοση του εντάλματος, ότι δηλαδή υπάρχει, από αντικειμενική θεώρηση, επαρκής μαρτυρία για την έκδοση (Katcho κ.ά. (2004) 1(Β) A.A.Δ. 793, 797-8, Μελάς (Αρ.3) (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1199, 1205-6, Hachem ν. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 191, 199-201 και Π. Αρτέμης «Προνομιακά Εντάλματα – Αρχές και Υποθέσεις», 2004, σελ.82-7).

 

    Ο Ν.97/1970 ρυθμίζει γενικά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία για την έκδοση φυγόδικων, ενώ οι προϋποθέσεις όταν ζητείται από την Δημοκρατία η έκδοση προσώπου στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθορίζονται από τον περί του Εγγράφου, που προβλέπεται από το Άρθρο 3(2) της Συμφωνίας για Έκδοση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, που υπογράφηκε στις 25 Ιουνίου 2003, αναφορικά με την εφαρμογή της Συνθήκης μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής για Έκδοση Φυγοδίκων, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 1996, (Κυρωτικό) Νόμο του 2008, Ν.8(III)/2008.

 

    Με όλες τις Αιτήσεις εγείρονται έξι ζητήματα που εγέρθηκαν και ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου .  Ότι:

 

«(α)  Δεν υπήρχε επαρκής μαρτυρία δυνάμενη να οδηγήσει σε έκδοση του Αιτητή.

 

(β)  Εσφαλμένα αποδέχτηκε την δέουσα έκδοση/εκτέλεση των Εξουσιοδοτήσεων προς έναρξιν της διαδικασίας έκδοσης, ενώ αυτή είχε αμφισβητηθεί, στην απουσία της απαραίτητης μαρτυρίας προς τούτο.

 

(γ)  Απεδέχθη και έλαβε υπόψη μαρτυρία την οποία όφειλε να αποκλείσει με βάση το εγχώριο δίκαιο.

 

(δ)  Προέβη σε ευρήματα τα οποία δεν υποστηρίζονταν από την ενώπιον του μαρτυρία (ακόμα και από εκείνα τα μέρη της μαρτυρίας που εσφαλμένα ελήφθηκαν υπόψη).

 

(ε)  Απέκλεισε πλημμελώς μαρτυρία που προσήχθη από τους εκζητούμενους.

 

(στ)  η έκδοση του Αιτητή θα αποτελεί, λαμβανομένων υπ’ όψιν απασών των περιστάσεων, άδικον και καταπιεστικόν μέτρον».

 

 

 

    Με την Αίτηση Αρ.180/2022 εγείρεται περαιτέρω, ως πρωταρχικό ζήτημα, ότι ο συγκεκριμένος Αιτητής είναι άλλο πρόσωπο από αυτό που καταζητείται στις Ηνωμένες Πολιτείες.

    Τέλος, αναφορικά με την Αιτήτρια στην Αίτηση Αρ.182/2022, εγείρεται επιπλέον ζήτημα ότι, δεδομένου ότι αυτή είναι Ιρλανδή υπήκοος, η Δημοκρατία όφειλε όπως αποταθεί στις αρχές της χώρας αυτής και να γνωστοποιήσει την πρόθεση της για έκδοση και να βεβαιωθεί για τις προθέσεις της χώρας αυτής πριν υλοποιήσει τη διαδικασία.

 

Κατά πόσο ο Αιτητής στην Αίτηση Αρ.180/2022 είναι άλλο πρόσωπο από αυτό που καταζητείται στις Ηνωμένες Πολιτείες:

 

    Η εισήγηση είναι πολυδιάστατη.  Εγείρεται ζήτημα ότι ο συγκεκριμένος Αιτητής δεν είναι το πρόσωπο που καταζητείται στις Ηνωμένες Πολιτείες, προβάλλεται όμως και η θέση ότι δεν αποδείχτηκε με ασφάλεια ότι ο Αιτητής είναι το πρόσωπο που καταζητείται στις Ηνωμένες Πολιτείες.  Ακόμα ότι, μεσούσης της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι αμερικανικές αρχές «αλλάζουν ξαφνικά το πρόσωπο που καταζητούν για να συμπίπτει με αυτό του Αιτητή».  Και σε σχέση με το τελευταίο, ότι παράτυπα και αυθαίρετα έγινε αποδεχτή μαρτυρία ταυτοποίησης, δηλαδή έγιναν αποδεχτά και καταχωρίστηκαν στη διαδικασία τα τεκμήρια 33 και 33 Α, που είχαν εξασφαλιστεί ενώ συνεχιζόταν η διαδικασία για την έκδοση του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

    Το όνομα του συγκεκριμένου εκζητούμενου είναι J.M.. Στα έγγραφα που συνόδευαν το αίτημα για την έκδοση του, περιγραφόταν ως λευκός άνδρας, με καστανά μαλλιά, υπήκοος Ηνωμένου Βασιλείου, αναφερόταν ημερομηνία γεννήσεως του η 6.2.1996 και αριθμός διαβατηρίου και επισυναπτόταν και φωτογραφία του.  Και βεβαίως η πληροφορία ότι διέμενε στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην Πάφο.

 

    Η ταυτοποίηση του προσβάλλεται στη βάση ότι ο συγκεκριμένος Αιτητής γεννήθηκε την 2.1.1996 και ο αριθμός του διαβατηρίου του είναι διαφορετικός (τεκμ.32).  Άλλα στοιχεία δεν αμφισβητούνται.  Ούτε ότι ο Αιτητής ονομάζεται J.M., ούτε ότι η φωτογραφία που παρουσιάστηκε απεικονίζει τον Αιτητή, παρά μόνο ότι προέρχεται από άγνωστο λογαριασμό στον ιστότοπο Facebook.  Επρόκειτο για λογαριασμό που «αποδίδεται» στον Αιτητή στην Αίτηση Αρ.178/2022, A.G., δηλαδή τον φερόμενο ως συνεργάτη του M. και των υπολοίπων Αιτητών.  Σημειώνεται ακόμα ότι όταν ο Αιτητής J.M. συνελήφθηκε και αφού του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του απάντησε «no comment» («κανένα σχόλιο»).

   

    Ότι το Άρθρο 8(2)(α) του Ν.8(ΙΙΙ)/2008 προβλέπει ότι οι αιτήσεις για έκδοση υποστηρίζονται από έγγραφα, δηλώσεις ή άλλου τύπου πληροφορίες που περιγράφουν την ταυτότητα του προσώπου που καταζητείται, δεν περιορίζει την ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποδεχτεί περαιτέρω μαρτυρικό υλικό το οποίο εξασφαλίζεται εκ των υστέρων και ενόσω εκκρεμεί η διαδικασία της αίτησης έκδοσης, είτε το επιπλέον υλικό εξασφαλίστηκε στη βάση των προνοιών που το Άρθρο 8(5)(α) της Συνθήκης,[1] είτε διαφορετικά.

 

    Εφόσον είχε αμφισβητηθεί ότι ο J.M. που συνελήφθηκε στην Κύπρο, ήταν ο ίδιος J.M.l που αναζητούσαν οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, ζητήθηκαν διευκρινήσεις (τεκμ.33) και λήφθηκε απάντηση (τεκμ.33Α) με την οποία υποδεικνυόταν ότι αναφορά σε ημερομηνία γέννησης 2.1.1996 γινόταν στα αρχικά έγγραφα, στο τεκμ.21, στην ένορκη δήλωση του Ταχυδρομικού Επιθεωρητή (σελ.50, παρ.23, υποσημείωση 5).  Διαπιστώνεται ότι εκεί υπήρχε τεκμηριωμένη αναφορά σε σχέση με τις πληροφορίες που υφίσταντο σε σχέση με την ημερομηνία γέννησης του αναζητούμενου J.M..  Εάν τα αρχικά έγγραφα είχαν μελετηθεί με προσοχή, ενδεχομένως να μην κρινόταν αναγκαίο να ζητηθούν καν διευκρινήσεις.

 

    Με τα στοιχεία ταυτοποίησης που υπήρχαν για τον Αιτητή στην Αίτηση Αρ.180/2022, το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να αχθεί στο εύρημα ότι το πρόσωπο που εξ αρχής καταζητείτο ως  J. M. στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχε ποτέ αλλάξει και ήταν ο ενώπιον του Καθ’ ου η Αίτηση 3, Αιτητής στην Αίτηση Αρ.180/2022.  Συνακόλουθα, η επιμέρους εισήγηση ως προς την ταυτότητα του Αιτητή στην Αίτηση Αρ.180/2022 απορρίπτεται. 

 

Η δέουσα έκδοση/εκτέλεση των εξουσιοδοτήσεων προς έναρξη των διαδικασιών έκδοσης:

 

    Το Άρθρο 7(3) του Ν.97/1970 προνοεί ότι για να αρχίσει η διαδικασία της έκδοσης πρέπει να χορηγηθεί προς τούτο εξουσιοδότηση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, η Υπουργός.

 

    Είναι η θέση των Αιτητών ότι απουσιάζει μαρτυρία ότι οι εξουσιοδοτήσεις που παρουσιάστηκαν έφεραν την υπογραφή της Υπουργού και επομένως δεν πληρείτο η σχετική πρόνοια, με αποτέλεσμα την ακυρότητα της διαδικασίας.

 

    Οι σχετικές εξουσιοδοτήσεις παρουσιάστηκαν από τον υπεύθυνο της Μονάδας Διεθνούς Νομικής Συνεργασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, δεύτερο μάρτυρα για τη Δημοκρατία, Μ.Α.2.  Αυτός αρνήθηκε υποβολή ότι η Υπουργός δεν υπόγραψε τις εξουσιοδοτήσεις.  Ωστόσο, υποδεικνύουν οι Αιτητές, δεν ήταν παρόν κατά την υπογραφή των εξουσιοδοτήσεων και δεν ήταν εξοικειωμένος με την υπογραφή της Υπουργού, ώστε να δύναται να την αναγνωρίσει στις εξουσιοδοτήσεις που κατατέθηκαν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στη νομότυπη διακίνηση των σχετικών εγγράφων προς την Υπουργό μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου και παρατήρησε ότι στις εξουσιοδοτήσεις «εμφαίνεται ξεκάθαρα η υπογραφή της ΥΔΔΤ με μπλε στυλό».  Πράγματι υπήρχε υπογραφή που διαβαζόταν και ήταν το όνομα και επίθετο της Υπουργού.  Ακολουθούσε εκτυπωμένο το ονοματεπώνυμο της και ο τίτλος της. 

 

    Στην Κονναρή ν. Αστυνομίας Ποιν. Έφ. Αρ.184/2019, ημερ.1.3.2021, ECLI:CY:AD:2021:B73, το ζήτημα αφορούσε στο κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας είχε δώσει τη συγκατάθεση του για τη συνοπτική εκδίκαση αδικήματος πρόκλησης ψευδορκίας, για το οποίο προβλέπεται ποινή που υπερβαίνει τα πέντε χρόνια.  Και τούτο αφού στο έγγραφο συγκατάθεσης για συνοπτική εκδίκαση που είχε καταχωριστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν περιλαμβανόταν το αδίκημα της ψευδορκίας.  Το ζήτημα είχε εγερθεί μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης και προτού επιβληθεί η ποινή.  Αντιμετωπίστηκε ως ζήτημα δικαιοδοσίας και έγιναν αναφορές βοηθητικές στο ζήτημα που εδώ εξετάζεται.

 

    Αναφέρθηκε η  Ioannou and Another v. The Police, 23 C.L.R. 266, όπου το αδίκημα στο κατηγορητήριο ήταν η κλοπή και η κατοχή κλοπιμαίας περιουσίας κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(α) και (β) του The Property of Her Majesty (Theft and Possession) Law, Cap.28, για τα οποία το Εδάφιο (3) προνοούσε ότι ποινική δίωξη για αδίκημα δυνάμει του Άρθρου 3 δεν μπορούσε να εκκινήσει παρά μόνο με τη συγκατάθεση «Αξιωματούχου του Νόμου» («Law Officer»).  Η εκδίκαση της υπόθεσης άρχισε και συνεχιζόταν χωρίς καμιά ένσταση μέχρι το στάδιο που το πρωτόδικο Δικαστήριο ετοιμαζόταν για να εκδώσει την απόφαση του, οπόταν η κατηγορούσα αρχή επιχείρησε να παρουσιάσει τη συγκατάθεση.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο απόρριψε την ένσταση της υπεράσπισης ότι ήταν πλέον πολύ αργά και η συγκατάθεση παρουσιάστηκε.  Το Εφετείο κατευθυνόμενο από την αγγλική απόφαση στη Price v. Humphries (1958)2 All E.R.725 αποφάσισε ότι στην περίπτωση που η υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή έχει κλείσει χωρίς να έχει υποβληθεί οιαδήποτε ένσταση αναφορικά με τη συγκατάθεση, τεκμαίρεται ότι η διαδικασία είχε εγερθεί κανονικά.  Σύμφωνα με την Price η ποινική διαδικασία εκκινεί («is instituted») με την καταχώρηση του κατηγορητηρίου, όμως το ζήτημα είναι διαδικαστικό.  Επομένως, δεν εγειρόταν καν ζήτημα απόδειξης της συγκατάθεσης στο στάδιο εκείνο.  Αναφέρθηκε ότι οιαδήποτε αμφισβήτηση από την υπεράσπιση αναφορικά με το κατά πόσο είχε δοθεί η συγκατάθεση, πρέπει να εγείρεται προτού κλείσει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής.  Εφόσον τέτοιο ζήτημα εγερθεί ως ανωτέρω, το βάρος μετατίθεται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία για να καταδείξει ότι η διαδικασία εξουσιοδοτήθηκε δεόντως.

 

    Στην Zenios Closures Ltd v. Δήμου Λεμεσού (1992) 2 Α.Α.Δ. 380, 389, γίνεται αναφορά στην R. v. Clerkenwell Magistrate ex parte D.P.P. [1984] 2 All E.R. 193, στην οποία γίνεται διάκριση μεταξύ ζητήματος που είναι διαδικαστικό και ζητήματος που αναφέρεται στη ουσία της υπόθεσης.  Επρόκειτο στην Clerkenwell για μη παρουσίαση της πιστοποίησης του Υπουργού Εσωτερικών που καθόριζε το σημείο που άρχιζε ο σχετικός χρόνος παραγραφής.  Αποφασίστηκε ότι εφόσον το θέμα ήταν διαδικαστικό και δεν είχε γίνει ένσταση έγκαιρα δεν μπορούσε, η μη παρουσίαση του πιστοποιητικού, να θεωρηθεί ως λόγος απορρίψεως της υπόθεσης.  Στην Zenios Closures το ζήτημα αφορούσε στο ότι η διαδικασία για εξασφάλιση διατάγματος άρσης οχληρίας κάτω από τον περί Δήμων Νόμο του 1985, Ν.111/1985, μπορεί να αρχίσει μόνο με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου.  Αποφασίστηκε ότι το ζήτημα ήταν ουσίας, γιατί το Δημοτικό Συμβούλιο το ίδιο θα έπρεπε να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη της οχληρίας.  Το ζήτημα είχε εγερθεί με την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και το τεκμήριο αρμοδιότητας είχε ανατραπεί, αφού από τις απαντήσεις τους είχε γίνει φανερό ότι δεν υπήρξε η προϋπόθεση ότι το Δημοτικό Συμβούλιο είχε ικανοποιηθεί ως προς τα δεδομένα τη υπόθεσης και ότι αυτά δικαιολογούσαν την καταχώρηση ποινικής δίωξης. Η καταδίκη της εφεσείουσας ακυρώθηκε.

 

     Στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα επίσης ήταν ουσίας.  Το Άρθρο 7(3) του Ν.97/1970, προνοεί ότι:

«Επί τη λήψει της αιτήσεως εκδόσεως o Υπoυργός δύvαται vα χωρήση εις τηv έκδoσιv εξoυσιoδoτήσεως πρoς έvαρξιv της διαδικασίας της εκδόσεως, εκτός εφ' όσov ήθελε κρίvει ότι δεv δύvαται κατά vόμov vα εκδoθή διάταγμα εκδόσεως τoυ εvδιαφερoμέvoυ πρoσώπoυ ή ότι δεv θα ηδύvατo εv τη πραγματικότητι vα εκδoθή διάταγμα εκδόσεως αυτoύ συμφώvως ταις διατάξεσι τoυ παρόvτoς Νόμoυ.»

 

    Δεν έχει σημασία η διατύπωση ότι δηλαδή ο Υπουργός «δύvαται vα χωρήση εις τηv έκδoσιv εξoυσιoδoτήσεως», «εκτός εφ' όσov ήθελε κρίvει».  Το ουσιώδες είναι ότι υπεισέρχεται ζήτημα κρίσης του Υπουργού και είναι, επομένως, ζήτημα ουσίας κατά πόσο ο Υπουργός έκρινε κατά τρόπο ώστε να προχωρήσει στην έκδοση της σχετικής εξουσιοδότησης για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, που παρέχει και τη δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο στο ζήτημα.  Δεδομένης λοιπόν της αμφισβήτησης από τους Αιτητές, με την αντεξέταση των μαρτύρων της Δημοκρατίας, η τελευταία είχε την υποχρέωση να αποδείξει ότι η Υπουργός εξουσιοδότησε την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης των Αιτητών.

 

    Είναι ορθή η θέση των Αιτητών ότι εφόσον ο Μ.Α.2 ανέφερε ότι δεν ήταν παρόν όταν υπογράφηκαν οι εξουσιοδοτήσεις και δεν είχε γνώση της υπογραφής της Υπουργού, ώστε να ήταν δυνατό να την αναγνωρίζει, η μαρτυρία του δεν αποδείκνυε ότι η Υπουργός είχε υπογράψει τις εξουσιοδοτήσεις (Αναστασίου ν. Τιμοθέου, Ποιν. Έφ. Αρ.5/2014, ημερ.24.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:B114).  Όμως το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ.  Στην Ioannou δεν είχε καταχωριστεί η συγκατάθεση, ενώ στην Clerkenwell δεν είχε παρουσιαστεί η πιστοποίηση του Υπουργού, στη δε Zenios Closures είχε αποδειχτεί ακριβώς το αντίθετο.    Σε αντίθεση με τις υποθέσεις αυτές, στην προκειμένη περίπτωση κατατέθηκαν ως τεκμήρια οι εξουσιοδοτήσεις.  Αυτό αποδείκνυε ότι εκδόθηκαν εξουσιοδοτήσεις και ότι παρέμενε ήταν το κατά πόσο είχαν δεόντως εκδοθεί, για το οποίο υπήρχε το τεκμήριο της νομιμότητας/κανονικότητας.  Το τεκμήριο αυτό ενισχύθηκε με την μαρτυρία του Μ.Α.2 ότι τα σχετικά έγγραφα, αφού μελετήθηκαν από τη νομική σύμβουλο της Μονάδας, μαζί με προσχέδιο εξουσιοδότησης, προωθήθηκαν στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου που τα προώθησε στην Υπουργό.  Οι Αιτητές δεν πρόσφεραν μαρτυρία ότι οι υπογραφές δεν ήταν της Υπουργού. Τα νομικά τεκμήρια ανατρέπονται με μαρτυρία περί του αντιθέτου, όπως ουσιαστικά έγινε στη Zenios Closures.  Η αμφισβήτηση από μόνη της, έθετε το βάρος στη Δημοκρατία να παρουσιάσει τις εξουσιοδοτήσεις που να φέρονται ως υπογραμμένες από την Υπουργό και αυτό έγινε.  Από εκεί και πέρα εφαρμοζόταν το τεκμήριο που δεν είχε διαταραχτεί.  Επομένως, ο σχετικός λόγος απορρίπτεται.

 

Αποκλεισμός της μαρτυρίας που παρουσίασαν οι Αιτητές:

    Παραπονούνται οι Αιτητές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πλημμελώς απέκλεισε τη μαρτυρία που παρουσίασαν.  Οι Αιτητές είχαν καλέσει δύο μάρτυρες.  Ο πρώτος ήταν ακαδημαϊκός νομικός ο οποίος παρουσιάστηκε ως εμπειρογνώμονας σε σχέση με τη νομική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γενικά και στη βάση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α., τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ε.Δ.Α.Δ. και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε..

 

    Το παράπονο των Αιτητών είναι ότι η μαρτυρία του απορρίφθηκε στη βάση, όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι «δεν είναι ειδικός και δεν έχει καμιά σχέση με τις εν λόγω αιτήσεις».  Η «ειδικότητα» στην οποία αναφερόταν το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν σε σχέση με τις διαδικασίες έκδοσης φυγόδικου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ακόμα αναφέρει ότι ο μάρτυρας δεν του είχε κάμει καλή εντύπωση και τον είχε χαρακτηρίσει φλύαρο και ερειστικό, όμως αυτό, δεν απαιτείται να απασχολήσει.

 

     Η μαρτυρία του θα έπρεπε να αγνοηθεί και επομένως δεν έχει σημασία να εξεταστούν οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε.  Και αυτό γιατί δεν είναι επιτρεπτή η παρουσίαση μαρτυρίας ως προς το δίκαιο που θα πρέπει να εφαρμόσει το Δικαστήριο, εκτός και αν πρόκειται για αλλοδαπό δίκαιο.  Ως προς την εφαρμογή του ημεδαπού δικαίου και ότι αυτό περιλαμβάνει, είναι απαράδεκτη η προσκόμιση μαρτυρίας εμπειρογνώμονα.  Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η κατοχύρωση τους στη Δημοκρατία, με υπόβαθρο το Σύνταγμα, την Ε.Σ.Δ.Α., τη νομολογία του Ε.Δ.Α.Δ. και τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., συνιστούν μέρος της έννομης τάξης στη Κύπρο και τυγχάνουν εφαρμογής και προάσπισης από τα Δικαστήρια μας ως μέρος του δικαίου μας.  Δεν εναπόκειτο σε οιονδήποτε μάρτυρα να υποδείξει στο πρωτόδικο Δικαστήριο κατά πόσο η περισυλλογή του περιεχόμενου των λογαριασμών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ζήτημα που εξετάζεται πιο κάτω, συνιστούσε παραβίαση των δικαιωμάτων των Αιτητών.  Άλλωστε, όπως τίθεται από τους ίδιους τους Αιτητές, τα ηλεκτρονικά δεδομένα «δεν αποκτήθηκαν σύμφωνα με τα εχέγγυα που παρέχει η Ε.Σ.Δ.Α. και κατ’ επέκταση το εγχώριο δίκαιο».

 

    Ο δεύτερος μάρτυρας που παρουσίασαν οι Αιτητές ήταν δικηγόρος με εξειδίκευση το ποινικό δίκαιο, στην Ν. Υόρκη των Ηνωμένων Πολιτειών.  Είχε προγενέστερη, σε άλλες υποθέσεις, συνεργασία με το γραφείο του Εισαγγελέα για τη Νότια Περιφέρεια της Ν. Υόρκης, από την οποία προέρχεται το αίτημα για έκδοση των Αιτητών.  Ο μάρτυρας παρουσίασε συμπεράσματα στα οποία κατέληξε, καταλυτικά για την επιτυχία των ενστάσεων των Αιτητών.  Τα συμπεράσματα του αφορούσαν τα επιμέρους ζητήματα που το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε να αποφασίσει, παραμέτρους δηλαδή που θα έπρεπε να ικανοποιηθούν για την επιτυχία των αιτήσεων.  Ήταν απαράδεχτη η έκφραση γνώμης από μάρτυρα για τα ζητήματα που όφειλε να αποφασίσει το Δικαστήριο και συγκεκριμένα, κατά πόσο απουσιάζει μαρτυρία που να συνδέει τους Αιτητές με τους υπόψη λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.  Έτσι, και στην περίπτωση αυτού του μάρτυρα, δεν έχει σημασία να εξεταστούν οι λόγοι για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του, αφού αυτή θα έπρεπε να αγνοηθεί.

 

Η αποδεχτότητα (admissibility) της μαρτυρίας εμπλοκής των Αιτητών:

 

    Το επόμενο ζήτημα αφορά στην αποδοχή μαρτυρίας που παρουσίασε η Δημοκρατία και που, κατά τους Αιτητές θα έπρεπε να είχε αποκλειστεί ως απαράδεχτη (inadmissible) με βάση το κυπριακό δίκαιο.

    Στην Hachem (1992), 199, αναφέρθηκε ότι το δικαστήριο μπορεί να βασισθεί μόνο σε μαρτυρικά στοιχεία που συνιστούν παραδεκτή μαρτυρία και αυτό επαναλήφθηκε στην Katcho κ.ά.Καθοδήγηση είχε ληφθεί και από την In re Rashid (1985) 1 A.A.Δ. 393.  Και οι τρείς αποφάσεις είναι εφετειακές, σε καμιά όμως δεν αναφέρεται ρητά ότι το παραδεχτό της μαρτυρίας αποφασίζεται στη βάση του δικαίου του κράτους που καλείται να προβεί στην έκδοση.  Είχε όμως ρητά αναφερθεί πρωτοδίκως στην Hachem v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1991) 1 Α.Α.Δ. 773 που επικυρώθηκε στην Hachem (1992) και επαναλήφθηκε στην επίσης πρωτόδικη Efimov Serge (2009) 1(Α) A.A.Δ. 326, 338.  Επομένως, η ορθή νομική προσέγγιση είναι ότι λαμβάνεται υπόψη μόνο παραδεκτή μαρτυρία κατά το δίκαιο της απόδειξης του κράτους που καλείται να προβεί στην έκδοση, στην προκειμένη περίπτωση κατά το κυπριακό δίκαιο.

    Η ενοχοποιητική μαρτυρία, αναφέρουν οι Αιτητές «προέκυπτε αποκλειστικά από ηλεκτρονικά μηνύματα/αρχεία που αποκτήθηκαν από ηλεκτρονική αλληλογραφία και λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου».  Διατείνονται συναφώς ότι αυτό το υλικό περισυλλέχθηκε κατά παράβαση των δικαιωμάτων τους, όπως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. 

 

    Σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες περισυλλέχθηκε η μαρτυρία αυτή, η Δημοκρατία ζήτησε περαιτέρω πληροφόρηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες.  Αυτό έγινε διαρκούσης της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα στοιχεία που λήφθηκαν παρουσιάστηκαν στη διαδικασία.  Κατά τους Αιτητές, αυτά δεν έπρεπε να γίνουν αποδεχτά από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Αυτό πρέπει να αποφασιστεί πρώτα, ώστε να αποκρυσταλλωθεί το υπόβαθρο στη βάση του οποίου θα κριθεί η αποδοχή της μαρτυρίας που φέρεται να εμπλέκει τους Αιτητές.

 

    Απεστάλησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και παρουσιάστηκαν, έγγραφα με τίτλο «Judicial Warrants» (δικαστικά εντάλματα), προδήλως για να τεκμηριωθεί ότι η απόκτηση του περιεχομένου των υπόψη λογαριασμών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εξουσιοδοτήθηκε με δικαστικά εντάλματα.  

 

    Είναι η θέση των Αιτητών ότι δεν είναι επιτρεπτό η μαρτυρία που τεκμηριώνει την αίτηση για έκδοση να συμπληρώνεται με στοιχεία που αποστέλλονται από το αιτούν κράτος μετά την εξουσιοδότηση για την έναρξη της διαδικασίας για την έκδοση.  Η βάση της επιχειρηματολογίας τους αυτής, είναι ότι η εξουσιοδότηση για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης σηματοδοτεί την ικανοποίηση της Δημοκρατίας ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου.  Είναι η περαιτέρω θέση τους ότι, ακόμα και αν η Δημοκρατία δικαιούταν να προσκομίσει μαρτυρία που απέκτησε μετά την έναρξη της διαδικασίας, αυτή περιοριζόταν στην παρουσίαση στοιχείων που ζητήθηκαν δυνάμει του Άρθρου 8(5) της Συνθήκης.  Δηλαδή, στοιχεία που ζητήθηκαν από το αιτούν κράτος γιατί η Δημοκρατία θεώρησε ανεπαρκείς τις πληροφορίες που είχαν διαβιβαστεί με το αίτημα για έκδοση και όχι άλλα.  Και στην προκειμένη περίπτωση η εργαζόμενη στον Τομέα Διεθνούς Συνεργασίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης μάρτυρας, Μ.Α.3, που τα παρουσίασε, είχε αναφέρει ότι η Δημοκρατία δεν θεωρούσε ότι οι πληροφορίες που είχαν αρχικά δοθεί ήταν ανεπαρκείς.

 

    Εγείρεται περαιτέρω ζήτημα, ότι τα δικαστικά εντάλματα που παρουσιάστηκαν δεν ήταν δεόντως πιστοποιημένα και δεν έφεραν τις ελάχιστες διατυπώσεις με βάση το Άρθρο 9 της Συνθήκης.  Και ακόμα ότι δεν διασυνδέονται (τα εντάλματα) με τους Αιτητές ή τη μαρτυρία που περισυλλέχθηκε.  Επί τούτου, οι Αιτητές παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τα αποδέχτηκε ως σχετικά στη βάση ότι τα απέστειλε το αιτούν κράτος προς απάντηση των διευκρινήσεων που ζητήθηκαν από τη Δημοκρατία στην παρούσα υπόθεση.  Είναι η περαιτέρω θέση τους ότι τα εντάλματα αυτά αναφέρονται σε άλλους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από αυτούς από τους οποίους περισυλλέχθηκε το «ενοχοποιητικό» υλικό.

 

    Είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι η Δημοκρατία δεν περιορίζεται στην προσκόμιση μαρτυρίας που περιλαμβανόταν στις πληροφορίες που συνόδευαν το αίτημα για έκδοση.  Ούτε και περιορίζεται στην παρουσίαση πληροφοριών που η Δημοκρατία θα μπορούσε να ζητήσει στη βάση του Άρθρου 8(5) της Συνθήκης.  Η πρόνοια αυτή ρυθμίζει δυνατότητες και υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων κρατών.  Εφόσον η μαρτυρία είναι σχετική, μπορεί να γίνει αποδεχτή και να ενταχτεί στο μαρτυρικό υλικό.

 

    Τα δικαστικά εντάλματα, τρία στον αριθμό, είχαν αποσταλεί ως επισυναπτόμενα σε ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ.1.12.2021 (τεκμ.33Α) προς τον Μ.Α.2 από λειτουργό του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών, από τον οποίο ο Μ.Α.2 είχε ζητήσει διευκρινήσεις, για τον τρόπο με τον οποίο είχε εξασφαλιστεί η μαρτυρία του περιεχόμενου των λογαριασμών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. 

 

    Σύμφωνα με το Άρθρο 9 της Συνθήκης «Έγγραφα τα οποία φέρουν την πιστοποίηση ή την σφραγίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή του Υπουργείου ή της Υπηρεσίας που είναι αρμόδια για τις εξωτερικές σχέσεις του Αιτούντος Κράτους, γίνονται δεκτά στις διαδικασίες έκδοσης στο Αιτούμενο Κράτος χωρίς περαιτέρω πιστοποίηση, βεβαίωση της αυθεντικότητας ή άλλης επικύρωσης».  Οι πρόνοιες αυτές στοχεύουν στη διευκόλυνση της διαδικασίας της έκδοσης και δεν εμποδίζουν το Δικαστήριο του αιτούμενου κράτους να αποδεχτεί έγγραφα εφόσον έχει γι’ αυτά διαφορετικά ικανοποιηθεί ότι προέρχονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ή το Υπουργείο ή την Υπηρεσία που είναι αρμόδια για τις εξωτερικές σχέσεις του Αιτούντος Κράτους.  Ότι προβλέπεται η δυνατότητα παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, απευθείας μεταξύ του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών και του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Δημοκρατίας (Άρθρο 8(5)(β) της Συνθήκης) δεν εξυπακούει ότι έγγραφα που έχουν έτσι παρασχεθεί γίνονται χωρίς άλλο αποδεχτά, όμως ανάλογα με την περιβάλλουσα μαρτυρία, μπορεί και να γίνουν.  Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο πείστηκε για την αυθεντικότητα τους στη βάση υπάρχουσας μαρτυρίας, αναφορικά με τον τρόπο απόκτησης τους από το Μ.Α.2, δεν είναι στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου αυτού να επέμβει στην επιμέρους κατάληξη του. 

    Αναφορικά με τη θέση των Αιτητών ότι τα δικαστικά εντάλματα αναφέρονται σε άλλους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από αυτούς από τους οποίους περισυλλέχθηκε το «ενοχοποιητικό» υλικό, το Δικαστήριο προέβηκε στη δική του διερεύνηση και αντιπαραβολή των αναφερόμενων λογαριασμών. Στις ένορκες δηλώσεις Memoli γίνεται αναφορά στο λογαριασμό με κρυπτογραφημένη διεύθυνση   [ ] @tutanota.com, στο λογαριασμό  [ ] @tutanota.com που αναφέρεται ότι ορίζεται ως δευτερεύουσα διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου επικοινωνίας για τον λογαριασμό [ ] Gmail, στο λογαριασμό [ ] @gmail.com και στον [ ] @gmail.com, ως επίσης και  στους λογαριασμούς που αναφέρεται ότι τελειώνουν σε @quantumgroupfriends.com.

 

    Στα Δικαστικά Εντάλματα γίνεται αναφορά σε πέντε λογαριασμούς ως ακολούθως:  [ ] @gmail.com, [ ] @gmail.com, [ ] @gmail.com,  [ ] @gmail.com  και [ ] @gmail.com

 

    Διαπιστώνεται ότι μόνο ο τελευταίος λογαριασμός από τον οποίο περισυλλέχθηκε υλικό αναφέρεται στα Δικαστικά Εντάλματα και επομένως δεν έχει καταδειχτεί ότι υπάρχει μαρτυρία ότι η περισυλλογή υλικού από τους υπόλοιπους λογαριασμούς έγινε με την εξουσιοδότηση δικαστικού εντάλματος, ώστε να μπορούσε να είναι νόμιμη. 

 

    Οι Αιτητές αναφέρθηκαν και στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χατζηιωάννου κ.ά., Πολ. Αιτ.97/2018 κ.ά., ημερ.27.10.2021, αμφισβητώντας ουσιαστικά τη νομιμότητα της διατήρησης των δεδομένων και των περιεχόμενων των λογαριασμών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περισυλλέχθηκαν, δεν είναι όμως του παρόντος να εξεταστεί η νομιμότητα της περισυλλογής στοιχείων από συγκεκριμένο λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που εξουσιοδοτείτο με Δικαστικό Διάταγμα.  

 

Η αποδεικτική αξία της μαρτυρίας εμπλοκής των Αιτητών:

 

    Το επόμενο ζήτημα αφορά στην αποδεικτική αξία του μαρτυρικού υλικού που παρουσιάστηκε, με αναφορά στο συγκεκριμένο λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και γενικότερα από όλους τους λογαριασμούς για σκοπούς πληρότητας.  Επιχειρηματολογούν οι Αιτητές ότι απουσιάζει μαρτυρία διασύνδεσης τους «ως χειριστών ή κατόχων ή ιδιοκτητών των εν λόγω λογαριασμών ηλεκτρονικών ταχυδρομείων, ή αποστολέων ή ληπτών των ηλεκτρονικών μηνυμάτων».  Θα έπρεπε, αναφέρουν, να ταυτοποιηθούν ως τέτοιοι σύμφωνα με τον ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΕ) αριθ. 910/2014 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 23ης Ιουλίου 2014 σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ.  Ως εκ τούτου, συνεχίζει η επιχειρηματολογία τους, δεν ικανοποιήθηκε η πρόνοια του Άρθρου 8(3)(γ) της Σύμβασης[2] ότι στην έκθεση γεγονότων πρέπει να υπάρχει περιγραφή της μαρτυρίας που να φανερώνει «εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε αδίκημα και το πρόσωπο που καταζητείται το διέπραξε».  Οι Αιτητές δεν αμφισβητούν ότι η έκθεση αποκαλύπτει τη διάπραξη αδικημάτων και η θέση τους περιορίζεται στο ότι ελλείπει μαρτυρία ότι εμπλέκονται οι ίδιοι και υποστηρίζουν ότι η θέση περί εμπλοκής τους εδράζεται σε εικασίες.  Ούτε διατείνονται ότι θα έπρεπε να αποκαλυφθεί η μαρτυρία ή να τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Θα αρκούσε, εισηγούνται, να αναφερόταν ότι υπάρχει μαρτυρία από κάποιο ειδικό η οποία συνδέει τους Αιτητές με τις υπόψη ηλεκτρονικές διευθύνσεις ή κάποια από αυτές.

 

    Οι Αιτητές μέμφονται την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η οποιαδήποτε λεπτομερής ταύτιση τους ή σύνδεση τους, ή η διαχείριση οποιωνδήποτε λογαριασμών» αφορούσε την ουσία της υπόθεσης και θα λάμβανε χώρα κατά τη δίκη τους στις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι η αναγκαιότητα κλήσης εμπειρογνώμονα ήταν θέμα αλληλένδετο με την πλήρη ταύτιση και σύνδεση τους με τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις.  Είναι ορθό ότι η απόδειξη της διασύνδεσης κατά το μέτρο απόδειξης ποινικού αδικήματος στο κράτος δίωξης δεν ήταν ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Στην ενώπιον του διαδικασία το μέτρο ήταν η κατάδειξη εύλογων λόγων να πιστεύεται ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν από τους Αιτητές.  Οι εύλογοι λόγοι να πιστεύεται καταδεικνύονται με μαρτυρία ή αναφορά σε μαρτυρία, δηλαδή στην ύπαρξη της, που δεν θα αξιολογείτο στο στάδιο αυτό, αλλά θα εκτιμάτο στη βάση της αντικειμενικής της υπόστασης.  Δεν μπορεί οι εύλογοι λόγοι να εδράζονται σε υποθέσεις.

 

    Κατά την ενάσκηση της προνομιακής εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις για Habeas Corpus, είναι επιτρεπτό να διαπιστωθεί από αντικειμενική θεώρηση η διαπίστωση της ύπαρξης επαρκούς μαρτυρίας για σκοπούς έκδοσης (In re Rashid).  Όπως αναφέρθηκε στη Hachem η έλλειψη μαρτυρίας συνιστά νομική πλάνη (και όχι υπέρβαση εξουσίας  όπως εσφαλμένα επικράτησε να θεωρείται).

 

    Η Δημοκρατία είχε το βάρος να θέσει ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιγραφή της μαρτυρίας που να φανερώνει «εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε αδίκημα και το πρόσωπο που καταζητείται το διέπραξε».  Και εφόσον δεν αμφισβητείται το πρώτο σκέλος ότι από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε αναδεικνύονται εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι οι χρήστες των ηλεκτρονικών λογαριασμών διέπραξαν τα υπόψη αδικήματα, ότι παραμένει προς διαπίστωση είναι η διασύνδεση των Αιτητών με τους λογαριασμούς.

 

    Οι σχετικές Εκθέσεις για τους Αιτητές (τεκμ. 19 – 23 και 19Α -23Α) περιλαμβάνουν ένορκη δήλωση του Βοηθού Εισαγγελέα και ως επισυναπτόμενο Ε ένορκη δήλωση του Ταχυδρομικού Επιθεωρητή Michael Memoli.  Οι ένορκες δηλώσεις Memoli για κάθε Αιτητή ακολουθούν το ίδιο μοτίβο και μετά τις γενικές περιγραφές, ακολουθεί ενότητα που αφορά στα αποδεικτικά στοιχεία για τη συμμετοχή του Αιτητή που η ένορκη δήλωση αφορά.

 

    Το Δικαστήριο έχει διέλθει με προσοχή τις ένορκες δηλώσεις Memoli για κάθε Αιτητή, έχοντας υπόψη τη θέση των Αιτητών.  Το περιεχόμενο των κειμένων που ανακτήθηκαν από τους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου θα ενέπλεκε ανάλογα τους Αιτητές νοουμένου ότι υπήρχε μαρτυρία ότι συγκεκριμένος λογαριασμός συνδεόταν με αυτόν.  Ωστόσο, ότι ο κάθε λογαριασμός συνδέεται με κάποιο Αιτητή εκλαμβάνεται στην ένορκη δήλωση ως δεδομένο, ενδεχομένως στη βάση κάποιας μαρτυρίας, που όμως δεν αποκαλύπτεται, ούτε περιγράφεται, ούτε καν αναφέρεται ότι υφίσταται τέτοια, που και οι Αιτητές αποδέχονται ότι θα ικανοποιούσε για σκοπούς του νόμου.      Γίνεται ακόμα αναφορά σε τραπεζικές συναλλαγές σε λογαριασμούς που ελέγχονταν από τους Αιτητές, αλλά δεν εξηγείται πού εδράζεται αυτό το εύρημα, πώς δηλαδή συνδέεται οιοσδήποτε από τους Αιτητές με κάποιο από τους αναφερόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς.  Περιγράφονται ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές και αποδίδονται στον Αιτητή που η κάθε ένορκη δήλωση αφορά, με αναφορά σε ηλεκτρονικά μηνύματα, χωρίς να υπάρχει παραπομπή στην όποια μαρτυρία που να συνδέει τον εκάστοτε Αιτητή με το λογαριασμό.  Περαιτέρω αναφορά στα ονόματα κάποιων γίνεται σε μηνύματα σε λογαριασμούς που, και πάλι χωρίς τεκμηρίωση, αποδίδονται σε άλλους Αιτητές ή άλλα πρόσωπα που φέρονται να ήταν μέρος του ευρύτερου σχεδιασμού εξαπάτησης.

 

    Κατά τη συζήτηση των Αιτήσεων το Δικαστήριο ζήτησε από τον εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, ενόψει και της δυσκολίας που προκύπτει από την εμπλοκή της τεχνολογίας, να υποδείξει συγκεκριμένες αναφορές στο υλικό που αποστάλθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες που να καταδεικνύουν πώς συνδέεται ο όποιος Αιτητής με κάποιο λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, όμως δεν υποδείχθηκε κάτι το συγκεκριμένο.

 

    Οι απαιτήσεις του Άρθρου 8(3)(γ) της Συνθήκης είναι συγκεκριμένες, το δε γεγονός ότι πρόκειται για διεθνή συνθήκη, που πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά προς το σκοπό εξυπηρέτησης του σκοπού της, δεν επιτρέπει παραγνώριση ή καταστρατήγηση των ρητών προϋποθέσεων που τα συμβαλλόμενα Κράτη επέλεξαν κατά τη συνομολόγηση της.   Είναι λοιπόν και επιτακτικές.  Συνεπώς, απαιτείται όπως, στην έκθεση γεγονότων που υποστηρίζει την αίτηση για την έκδοση, υπάρχει «περίληψη της μαρτυρίας των μαρτύρων και να περιγράφεται πραγματική και γραπτή μαρτυρία».  Εν προκειμένω, δεν ήταν αρκετό να περιγράφεται η αποδιδόμενη εμπλοκή των Αιτητών και να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι οι αναφερόμενοι λογαριασμοί ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους ανήκαν ή ότι αυτοί τους χειρίζονταν ή ότι αυτοί πληρώθηκαν ή διατηρούν ή χειρίζονται κάποιο από τους τραπεζικούς λογαριασμούς που περιγράφονται.  Που μπορεί και να είναι πλήρως τεκμηριωμένες θέσεις με μαρτυρία, η οποία όμως δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Και η επιφύλαξη του άρθρου ότι «Για το σκοπό αυτό δεν είναι ανάγκη να αποστέλλονται αυτούσιες οι ένορκες δηλώσεις ή η μαρτυρία των μαρτύρων», επιβεβαιώνει ότι είναι απαραίτητο να γίνεται τουλάχιστον αναφορά στη μαρτυρία που τεκμηριώνει «εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε αδίκημα και το πρόσωπο που καταζητείται το διέπραξε».  Η μαρτυρία που διασυνδέει τους Αιτητές με τους λογαριασμούς ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που θα φανέρωνε εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι τα αδικήματα που αποκαλύπτονταν με τους λογαριασμούς διαπράχτηκαν από τους Αιτητές, αν υπάρχει, δεν παρουσιάστηκε, δεν περιγράφηκε, ούτε καν αναφέρθηκε ότι υπάρχει τέτοια.

 

    Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το μαρτυρικό υλικό που παρουσιάστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ανεπαρκές και, εξ αντικειμένου, δεν παρείχε τη δυνατότητα στο πρωτόδικο Δικαστήριο ώστε να ικανοποιηθεί ότι υπήρχαν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι τα αδικήματα που αποκαλύπτονταν είχαν διαπραχτεί από οιονδήποτε από τους Αιτητές.

 

    Δοθείσης της πιο πάνω κατάληξης, που σφραγίζει την επιτυχία του συνόλου των Αιτήσεων, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση των υπολοίπων λόγων που έχουν εγερθεί εκ μέρους των Αιτητών.

 

    Οι Αιτήσεις αποσυνενώνονται.

 

Στην Αίτηση Αρ.178/2022 εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus με το οποίο διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή. Στην Αίτηση Αρ.179/2022 εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus με το οποίο διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή. 

Στην Αίτηση Αρ.180/2022 εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus με το οποίο διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή. 

Στην Αίτηση Αρ.181/2022 εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus με το οποίο διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή. 

Στην Αίτηση Αρ.182/2022 εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus με το οποίο διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση της Αιτήτριας.

  

Επιδικάζονται €500 έξοδα σε κάθε Αίτηση υπέρ του εκάστοτε Αιτητή και εναντίον της Δημοκρατίας, πλέον το Φ.Π.Α. αν υπάρχει. 

 

 

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Αν οι πληροφορίες που δίνονται από το Αιτούν Κράτος θεωρούνται ανεπαρκείς για να επιτρέψουν στο Αιτούμενο Κράτος να χορηγήσει έκδοση, το τελευταίο Κράτος ζητά τις αναγκαίες συμπληρωματικές πληροφορίες και δύναται να ορίσει χρονικό όριο για τη λήψη αυτών.

[2] «3.Αίτηση για έκδοση προσώπου το οποίο καταζητείται για δίωξη, υποστηρίζεται επίσης από

…………………………………………………………………………………………………………….

(γ) έκθεση των γεγονότων της υπόθεσης η οποία να περιέχει περίληψη της μαρτυρίας των μαρτύρων και να περιγράφει πραγματική και γραπτή μαρτυρία και να φανερώνει εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε αδίκημα και το πρόσωπο που καταζητείται το διέπραξε.  Για το σκοπό αυτό δεν είναι ανάγκη να αποστέλλονται αυτούσιες οι ένορκες δηλώσεις ή η μαρτυρία των μαρτύρων.».

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο