
(2011) 2 ΑΑΔ 556
28 Δεκεμβρίου, 2011
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
A. MATHEOU INSURANCE CONSULTANTS LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΒΑΓΓΕΛΗ ΛΑΓΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 4/2011)
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση του Άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα ― Κατά πόσον εκδοθείσα επιταγή σχετιζόταν με συναλλαγή ή πράξη που αντίκειτο στα χρηστά ήθη ή στο νόμο ― Εδάφιο 6 του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ανατροπή πρωτόδικης κατάληξης η οποία δεν προέκυπτε από την προσαχθείσα μαρτυρία.
Οι εφεσείοντες άσκησαν έφεση εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, εις βάρος του εφεσίβλητου-κατηγορούμενου, σύμφωνα με το Άρθρο 74(1) (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και ως εκ τούτου ο κατηγορούμενος/εφεσίβλητος, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από το στάδιο εκείνο.
Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε από τους Εφεσείοντες για έκδοση επιταγής η οποία κατά ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα, παρουσιάστηκε στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε και δεν εξοφλήθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη της, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα.
Το σκεπτικό της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι η προαναφερόμενη επιταγή είχε δοθεί για παράνομη συναλλαγή.
Έκρινε ότι εφόσον οι εφεσείοντες ήταν ασφαλιστική εταιρεία, απαγορευόταν σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία (Ν 35(Ι)/2002,) ρητά σε αυτούς η άσκηση εργασιών άλλων από τις ασφαλιστικές και η επίδικη επιταγή δεν είχε δοθεί ως αντάλλαγμα οποιωνδήποτε ασφαλιστικών ή άλλων συναφών εργασιών που παρείχαν οι εφεσείοντες στον εφεσίβλητο, αλλά δόθηκε προς αποπληρωμή δανείου που οι εφεσείοντες παρεχώρησαν προς τον εφεσίβλητο.
Με την έφεση τους οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας κυρίως ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα κατέληξε σε εύρημα αντίθετο με την προσαχθείσα μαρτυρία, δηλαδή λανθασμένα και αυθαίρετα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες ήταν ασφαλιστική εταιρεία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και αυθαίρετα, και χωρίς να έχει ενώπιον του την απαραίτητη μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες ήταν ασφαλιστική εταιρεία υπό την έννοια του νόμου και ότι, δεν είχαν δικαίωμα να ασκούν, εντός της Δημοκρατίας, οποιεσδήποτε άλλες εργασίες εκτός από τις ασφαλιστικές.
2. Ούτε η υπεράσπιση προέβαλε, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, τη θέση ότι οι εφεσείοντες ήταν ασφαλιστική εταιρεία. Στην πραγματικότητα η θέση που προέβαλε η υπεράσπιση ήταν ότι οι εφεσείοντες ασχολούνταν με τοκογλυφία.
3. Λανθασμένα εξέλαβε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορά του Μ.Κ. 2 ότι «η παραπονούμενη εταιρεία είναι ασφαλιστική εταιρεία και ασχολείται επίσης με κτηματομεσιτικά θέματα αλλά και με δανεισμό χρημάτων».
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα και διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Φυλακτού, πρ. Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 8503/09), ημερομηνίας 15/12/10.
Ε. Κορακίδης, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Μιλτιάδου (κα.) με Ν. Τσαπαλή, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου για έκδοση επιταγής η οποία κατά ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα, παρουσιάστηκε στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε και δεν εξοφλήθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη της. Η επιταγή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 15 ημερών από της παρουσιάσεως της, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα. Οι εφεσείοντες ήταν η Κατηγορούσα Αρχή ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής και κατόπιν σχετικής εισηγήσεως από την υπεράσπιση, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, εις βάρος του εφεσίβλητου-κατηγορούμενου, σύμφωνα με το Άρθρο 74(1) (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και ως εκ τούτου αθώωσε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο-εφεσίβλητο, από το στάδιο εκείνο.
Το σκεπτικό της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν βασικά ότι η προαναφερόμενη επιταγή είχε δοθεί για παράνομη συναλλαγή. Εφόσον οι εφεσείοντες είναι ασφαλιστική εταιρεία σύμφωνα με το Άρθρο 13 του περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και άλλων συναφών Θεμάτων Νόμου (Ν. 35(Ι)72002, όπως τροποποιήθηκε), απαγορευόταν ρητά σε αυτούς η άσκηση εργασιών άλλων από τις ασφαλιστικές. Η προαναφερόμενη επιταγή δεν είχε δοθεί επ’ ανταλλάγματι οποιωνδήποτε ασφαλιστικών ή άλλων συναφών εργασιών που παρείχαν οι εφεσείοντες στον εφεσίβλητο αλλά δόθηκε προς αποπληρωμή δανείου που οι εφεσείοντες παρεχώρησαν προς τον εφεσίβλητο. Κατά συνέπεια, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο, και σύμφωνα με το εδάφιο 6 του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να κάμουν χρήση του Άρθρου 305Α επειδή, η επιταγή στην οποία στηρίζονταν, σχετιζόταν με συναλλαγή ή πράξη που αντίκειται στα χρηστά ήθη ή σε νόμο. Εφόσον λοιπόν η επιταγή, σύμφωνα με τη μαρτυρία που οι ίδιοι οι εφεσείοντες προσέφεραν, αντίκειται στο Ν. 35(Ι)/2002, το Άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα, στο οποίο στηρίχθηκε η κατηγορία εναντίον του εφεσίβλητου, δεν εφαρμόζεται και ο εφεσίβλητος απαλλάσσεται.
Με την έφεση τους οι εφεσείοντες προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους έφεσης.
1. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα κατέληξε σε εύρημα αντίθετο με την προσαχθείσα μαρτυρία, δηλαδή λανθασμένα και αυθαίρετα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη εταιρεία (εφεσείοντες) ήταν ασφαλιστική εταιρεία. Πουθενά στη μαρτυρία των εφεσειόντων δεν υποστηρίχθηκε ότι αυτοί ήταν ασφαλιστική εταιρεία σύμφωνα με τις πρόνοιες του προαναφερόμενου νόμου, και,
2. Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το νόμο επί των πραγματικών γεγονότων και λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου-εφεσίβλητου. Ο δεύτερος λόγος έφεσης επίσης βασίζεται στο κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο και αυθαίρετο πρωτόδικο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες ήταν ασφαλιστική εταιρεία σύμφωνα με την έννοια του σχετικού νόμου.
Εξετάσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες έχουν δίκαιο ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και αυθαίρετα, και χωρίς να έχει ενώπιον του την απαραίτητη μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες είναι ασφαλιστική εταιρεία υπό την έννοια του νόμου και ότι, επομένως, δεν είχε δικαίωμα να ασκεί, εντός της Δημοκρατίας, οποιεσδήποτε άλλες εργασίες εκτός από τις ασφαλιστικές. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στο Άρθρο 13 του προαναφερόμενου νόμου στο οποίο αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι απαγορεύεται, στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που μνημονεύονται στο Άρθρο 12 του Νόμου να ασκούν, εντός της Δημοκρατίας, εργασίες άλλες από τις ασφαλιστικές (εδάφιο 1). Στο Άρθρο 12 του σχετικού νόμου αναγράφεται ότι επιτρέπεται η άσκηση ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία μόνον από, μεταξύ άλλων, κυπριακές ασφαλιστικές εταιρείες που κατέχουν άδεια ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών, κατά τα οριζόμενα στα Άρθρα 18-22 του Νόμου. Τα Άρθρα 18-22 αφορούν στις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας ασκήσεως και επεκτάσεως ασφαλιστικών εργασιών.
Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες είναι ασφαλιστική εταιρεία με την προαναφερόμενη έννοια. Συναφώς παρατηρούμε ότι κατά την αντεξέταση του Μ.Κ. 2, κ. Ανδρέα Κυπριανού, και σε ερώτηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου υπερασπίσεως με την οποία ζητείτο από το μάρτυρα να πει με τι ασχολείται η παραπονούμενη εταιρεία ο μάρτυρας απάντησε: «Με ασφαλιστικά, με κτηματομεσιτικά, τζιαί στο παρελθόν ασχολήθηκε με ορισμένες δανείσεις λεφτών.» Αυτή την αναφορά του Μ.Κ. 2 είναι που, λανθασμένα, όπως φαίνεται εξέλαβε το πρωτόδικο δικαστήριο ως μαρτυρία ότι «η παραπονούμενη εταιρεία είναι ασφαλιστική εταιρεία και ασχολείται επίσης με κτηματομεσιτικά θέματα αλλά και με δανεισμό χρημάτων». Ο Μ.Κ. 2 δεν ανέφερε πουθενά ότι οι εφεσείοντες είναι αδειούχα ασφαλιστική εταιρεία, ανέφερε απλά ότι ασχολείται με ασφαλιστικά, κτηματομεσιτικά και δανεισμό χρημάτων.
Δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες είναι κυπριακή εταιρεία, με άδεια άσκησης ασφαλιστικών εργασιών.
Συναφώς παρατηρούμε ότι ούτε η υπεράσπιση προέβαλε, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας, τη θέση ότι οι εφεσείοντες είναι ασφαλιστική εταιρεία. Στην πραγματικότητα η θέση που προέβαλε η υπεράσπιση ήταν ότι οι εφεσείοντες ασχολούνται με τοκογλυφία. Συναφώς ο ευπαίδευτος συνήγορος υπερασπίσεως υπέβαλε σχετική εισήγηση στο Μ.Κ. 2 ως εξής:«Εγώ σου λέω ότι οι δραστηριότητες που κάμνει η εταιρεία δεν ήταν τίποτε άλλο εκτός από τοκογλυφία». Η απάντηση του μάρτυρα ήταν: «Όχι, όπως είπα προηγουμένως η εταιρεία ασχολείται με ασφαλιστικά, κτηματομεσιτικά και σε ορισμένες περιπτώσεις δάνεισα λεφτά σε πολύ λίγα άτομα, το ποσό των 800.000, τα οποία ήρθαν στην εταιρεία από πώληση οικογενειακού τεμαχίου, το οποίο και μπορώ να αποδείξω αν χρειαστεί».
Εν πάση περιπτώσει, διερωτόμαστε κατά πόσο ο δανεισμός χρημάτων από Ασφαλιστική Εταιρεία συνιστά εργασία άλλη από ασφαλιστική, κατά παράβαση του Άρθρου 12 του Νόμου.
Ενόψει των προαναφερομένων θεωρούμε ότι και οι δύο λόγοι έφεσης είναι βάσιμοι.
Κατά συνέπεια η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης, κατά την επανεκδίκαση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα και διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο