Χ'ΠΑΠΑ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 102/2020, 22/12/2020
print
Τίτλος:
Χ'ΠΑΠΑ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 102/2020, 22/12/2020
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2020:B445

ECLI:CY:AD:2020:B445

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 102/2020)

 

22 Δεκεμβρίου 2020

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π., Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, X. ΜΑΛΑΧΤΟΥ, ΔΔ]

 

 

xxx Χ’ΠΑΠΑ

Εφεσείοντα

ΚΑΙ

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

---------------

 

Γ.Θωμά και Κ.Θωμά για Yiannakis K. Thoma Law Firm LLC, για τον Εφεσείοντα.

Γ.Α.Αργυρού, δημόσιος κατήγορος, για την Εφεσίβλητη.

--------------

 

ΠΑΝΑΓΗ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Χ. Μαλαχτό, Δ.

--------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Τον Αύγουστο του 2008 εκδόθηκε διάταγμα αναστολής της άδειας λειτουργίας ιδιωτικού νοσηλευτηρίου αναφορικά με την κλινική που ο Εφεσείοντας ιατρός διατηρούσε στη Λεμεσό.  Το διάταγμα επιδόθηκε στον Εφεσείοντα τον ίδιο μήνα.  Έτσι, στη βάση αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας ότι το Μάρτιο του 2015 διενεργήθηκαν από τον Εφεσείοντα δύο τοκετοί στην κλινική αυτή, καταδικάστηκε για το αδίκημα της παράλειψης συμμόρφωσης με το διάταγμα, κατά παράβαση του άρθρου 22(γ) του περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων (Έλεγχος Ίδρυσης και Λειτουργίας) Νόμου του 2001, N.90(I)/2001, όπως τροποποιήθηκε.

 

Κατά το χρόνο της έκδοσης του διατάγματος, η κλινική ήταν αδειούχο ιδιωτικό νοσηλευτήριο, με άδεια λειτουργίας με ισχύ από 15.12.2006 μέχρι 14.12.2008.  Ωστόσο, στη συνέχεια η άδεια λειτουργίας της δεν ανανεώθηκε και κατά το Μάρτιο του 2015 που η κατηγορία αφορούσε η κλινική απλά δεν είχε άδεια λειτουργίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε την εισήγηση της υπεράσπισης ότι το διάταγμα δεν είχε ισχύ μετά την εκπνοή της άδειας λειτουργίας της κλινικής.  Βασισμένο στο λεκτικό του διατάγματος ότι θα ίσχυε «μέχρις ότου οι συνθήκες ή οι λόγοι που προκάλεσαν την αναστολή εκλείψουν ή αποκατασταθούν», στη βάση του ανάλογου λεκτικού του σχετικού άρθρου του Νόμου, κατέληξε ότι «ο νομοθέτης … συνδέει απόλυτα την ισχύ του Διατάγματος, όχι με τη διάρκεια της ισχύος της άδειας που αναστάληκε, αλλά με την ύπαρξη των λόγων που οδήγησαν στην έκδοση του Διατάγματος».

 

Tο σχετικό άρθρο 18(1) του N.90(I)/2001 προνοεί ότι, για τους λόγους που αναφέρονται, ο Διευθυντής του Τμήματος Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας μπορεί με διάταγμά του «(α) Να αναστείλει την άδεια λειτουργίας του ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, μέχρις ότου οι συνθήκες ή οι λόγοι που προκάλεσαν την αναστολή εκλείψουν ή αποκατασταθούν».  Όμως, όπως ρητά διατυπώνεται, αυτό που αναστέλλεται είναι η άδεια λειτουργίας και επομένως, για να έχει το διάταγμα υπόσταση, πρέπει απαραίτητα να υπάρχει το αντικείμενο της αναστολής, δηλαδή άδεια λειτουργίας.

 

Το άρθρο 7 του N.90(I)/2001 προνοεί για την έκδοση άδειας λειτουργίας ιδιωτικού νοσηλευτηρίου, ενώ το άρθρο 8 με τίτλο «Διάρκεια ισχύος άδειας και ανανέωση» προνοεί ότι: «Η άδεια λειτουργίας νοσηλευτηρίου ισχύει για περίοδο δύο ετών από την ημέρα έκδοσής της και μπορεί να ανανεώνεται για περαιτέρω διετείς περιόδους έναντι καταβολής του καθορισμένου τέλους, εκτός αν η ισχύς της άδειας έχει προηγουμένως ακυρωθεί ή ανασταλεί για οποιοδήποτε λόγο ο οποίος συνεχίζει να υφίσταται».

 

Στην προκειμένη περίπτωση η άδεια λειτουργίας της επίδικης κλινικής δεν ανανεώθηκε.  Η σημασία του διατάγματος περιορίστηκε στο λόγο για τον οποίο εκδόθηκε που, εφόσον συνέχιζε να υφίσταται μετά την 14.12.2008, θα ήταν εμπόδιο στην ανανέωση της άδειας λειτουργίας της, εάν κάτι τέτοιο επιχειρείτο.  Εφόσον όμως δεν ανανεώθηκε, η άδεια, που τελούσε υπό αναστολή, έπαψε να ισχύει την 14.12.2008.  Έκτοτε, η επίδικη κλινική δεν είχε άδεια λειτουργίας και στην περίπτωση που ο Εφεσείοντας την λειτουργούσε ως ιδιωτικό νοσηλευτήριο, το αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε, εφόσον είχε κατηγορηθεί, να καταδικαστεί ήταν το προβλεπόμενο στο άρθρο 22(α) για παράβαση του άρθρου 4(4) το οποίο προνοεί ότι: « … κανένα πρόσωπο δε λειτουργεί … ιδιωτικό νοσηλευτήριο οποιασδήποτε κατηγορίας στην Κυπριακή Δημοκρατία, εκτός αν … σε σχέση με το νοσηλευτήριο αυτό έχει προηγουμένως εκδοθεί και βρίσκεται σε ισχύ άδεια λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 7».  Στο ζήτημα επανερχόμαστε πιο κάτω.

Ο λόγος έφεσης 1 με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση για την καταδίκη του Εφεσείοντα στη βάση ότι το σχετικό διάταγμα βρισκόταν σε ισχύ και υπήρχε παράλειψη συμμόρφωσης με αυτό επιτυγχάνει και η καταδίκη του Εφεσείοντα στη κατηγορία που αντιμετώπιζε ακυρώνεται.

 

Επανερχόμαστε στα γεγονότα της υπόθεσης για να εξετάσουμε κατά πόσο ο Εφεσείοντας διέπραξε το αδίκημα του άρθρου 22(α) για παράβαση του άρθρου 4(4) του N.90(I)/2001 και θα μπορούσε να καταδικαστεί γι’ αυτό.  Το άρθρο 145(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 παρέχει εξουσία στο Εφετείο «να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σ’ αυτόν ποινή ανάλογα».  Προϋπόθεση για την εξέταση  της άσκηση της σχετικής εξουσίας είναι η διαπίστωση ότι ο Εφεσείοντας πράγματι λειτουργούσε την κλινική του ως ιδιωτικό νοσηλευτήριο, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το σχετικό εύρημα του οποίου προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης 2, 3 και 4 (οι λόγοι έφεσης 5, 6 και 7 εγκαταλείφθηκαν, ενώ ο λόγος έφεσης 8 δεν αφορά σε εύρημα που συναρτάται με την καταδίκη).

 

Κατά τον Εφεσείοντα, το κοινά αποδεχτό γεγονός ότι το Μάρτιο του 2015 διενεργήθηκαν από τον ίδιο δύο τοκετοί στο ιατρείο του στο κτίριο της επίδικης κλινικής δεν οδηγεί απαρέγκλιτα σε τέτοιο εύρημα. 

 

Η πληροφόρηση που οδήγησε στην καταγγελία του Εφεσείοντα προερχόταν από λειτουργό των κοινωνικών υπηρεσιών, που είχε σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις ενημερωθεί από διαφορετικό δικηγόρο ότι πελάτες του ζητούσαν να αναλάβουν τη φροντίδα και υιοθετήσουν παιδί που είχε γεννηθεί στην επίδικη κλινική, την πρώτη φορά την 5.3.2015 και τη δεύτερη φορά την 19.3.2015.  Οι μητέρες  δεν εντοπίστηκαν για να ανακριθούν και η μόνη εκδοχή για το πώς είχαν διαδραματιστεί τα γεγονότα περιεχόταν στην ανακριτική κατάθεση του Εφεσείοντα.  Η θέση του Εφεσείοντα ήταν ότι αυτό που λειτουργούσε ήταν ιατρείο σε ένα γραφείο του κτιρίου της κλινικής και πως και στις δύο περιπτώσεις για τις οποίες κατηγορείται οι μητέρες τον είχαν επισκεφτεί στο ιατρείο του σε τέτοια κατάσταση που ως ιατρός έκρινε ως το πιο ασφαλές να διενεργήσει τους τοκετούς αμέσως.  Οι τοκετοί ήταν φυσιολογικοί και, όπως ανάφερε, οι μητέρες δεν διανυκτέρευσαν εκεί.  Κληθείς να προβάλει την υπεράσπιση του επέλεξε να παραμείνει σιωπηλός και δεν κάλεσε μάρτυρα.

 

Η εξετάστρια που έλαβε την κατάθεση του Εφεσείοντα, στο ιατρείο του, ανάφερε ότι ο χώρος που είχε επισκεφτεί δεν φαινόταν να ήταν κλινική.  Δεν υπήρχε κανένας άλλος εκεί πέραν του ιδίου του Εφεσείοντα, ούτε άκουσε τηλέφωνο να κτυπά.

 

Το μόνο στοιχείο μαρτυρίας ήταν ότι είχαν διενεργηθεί δύο τοκετοί από τον Εφεσείοντα στο χώρο της κλινικής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα αναφέρθηκε στη Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, 365-6, όπου επαναλαμβάνοντας τη βασική αρχή ότι η κατηγορούσα αρχή θα πρέπει να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κατηγορίας, αναφέρθηκε ότι δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι.  Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακολούθησε την κατεύθυνση της νομολογίας που το ίδιο επεσήμανε και ανεπίτρεπτα προέβηκε σε σωρεία υποθέσεων. Θεώρησε ότι η διενέργεια δύο τοκετών τον ίδιο μήνα μόνο τυχαία δεν μπορούσε να ήταν και ότι η ανθρώπινη εμπειρία και λογική, «για να γίνει ένας τοκετός, πόσο μάλλον δύο», απαιτεί «την γνώση της εγκυμονούσας ότι εκεί στην επίδικη κλινική θα βρίσκεται ο [Εφεσείων] διαθέσιμος, το ίδιο και η κλινική, που προαπαιτεί και τον αναγκαίο εξοπλισμό και προσωπικό με τις ανάλογες ασφαλείς συνθήκες υγιεινής για να διενεργηθούν τουλάχιστον αυτοί οι δύο τοκετοί αυτές τις δύο φορές και αναπόφευκτα προαπαιτεί κάποια προεργασία και προγραμματισμό που καταδεικνύουν έτσι την ηθελημένη παρακοή του [Εφεσείοντα] στο εν λόγω Διάταγμα, ανεξαρτήτως εάν οι δύο αυτές μητέρες μετά τους τοκετούς δεν διανυκτέρευσαν στην κλινική, μετά από δική τους επιθυμία».  Είναι στη βάση των ανεπίτρεπτων αυτών υποθέσεων του που διαπίστωσε ότι ο Εφεσείοντας λειτουργούσε την κλινική ως ιδιωτικό νοσηλευτήριο.

 

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου και στην έκταση που ενδιαφέρει ιδιωτικό νοσηλευτήριο σημαίνει: «οποιαδήποτε υγειονομική μονάδα η οποία χρησιμοποιείται ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την εισδοχή και παραμονή ασθενών προσώπων για σκοπούς παροχής σ' αυτά υπηρεσιών υγείας ή νοσηλείας, …».  Παραμονή δεν σημαίνει και διανυκτέρευση αφού στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια συγκαταλέγονται και οι κλινικές ημερήσιας νοσηλείας στις οποίες οι ασθενείς δεν επιτρέπεται να διανυκτερεύουν (άρθρο 3(1)(α)).  Ωστόσο, η φυσική παρουσία ασθενούς στο χώρο για σκοπούς παροχής υπηρεσιών υγείας ή νοσηλείας δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι τεκμηριώνει χωρίς άλλο και την παραμονή του.  Ούτε και η εισδοχή στοιχειοθετείται με την απλή είσοδο του ασθενούς στο χώρο, διαφορετικά δεν θα πρόσθετε οτιδήποτε στον σχετικό ορισμό αφού η παραμονή, όπως και αν ερμηνευτεί, προϋποθέτει την είσοδο.  Ούτε και μια καθ’ όλα υγιής εγκυμονούσα γυναίκα, που η κάθε μία από τις υπόψη μπορεί να ήταν, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασθενής. 

 

Δεν υπήρχαν τα στοιχεία εκείνα μαρτυρίας που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν, πολύ περισσότερο να αποδείξουν πέραν από κάθε λογική αμφιβολία, ότι η υγειονομική μονάδα που λειτουργούσε ο Εφεσείοντας, ιατρείο κατά τον ίδιο, χρησιμοποιείτο ή προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί για την «εισδοχή και παραμονή ασθενών προσώπων» για σκοπούς παροχής σ' αυτά υπηρεσιών υγείας ή νοσηλείας, ώστε να διαπιστωθεί ότι ο Εφεσείοντας λειτουργούσε ιδιωτικό νοσηλευτήριο χωρίς άδεια.

Η έφεση επιτυγχάνει και η καταδίκη του Εφεσείοντα ακυρώνεται.

 

 

 

 

Π. Παναγή, Π.

 

 

                                                          Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο