ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 60/2022, 23/11/2022
print
Τίτλος:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 60/2022, 23/11/2022
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2022:B452

ECLI:CY:AD:2022:B452

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 60/2022)

 

23 Νοεμβρίου, 2022

                                                        

[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ  Δ/στές]

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ,

                                                              Eφεσείων,

                                                  v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                            Εφεσίβλητης.

____________________

κ. Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Μασούρα (κα),  Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της  Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

                                            -----------------------

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟY, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          Η E.D. (στο εξής η παραπονούμενη), κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 31 ετών, κατάγεται από την Βουλγαρία και προέρχεται από φτωχή οικογένεια.  Διέκοψε το σχολείο στην ηλικία των 14 ετών και εργάζεται από την ηλικία των 16 ετών.  Σε ηλικία 25 ετών εργάστηκε για 2 ½ μήνες ως πόρνη στην Ελλάδα.

 

          Τον Ιούλιο 2019 και ενώ διέμενε και εργαζόταν στην Αυστρία, μετέβηκε στην Ελλάδα όπου διέμενε η μητέρα της, ώστε να την φροντίσει και στηρίξει στο σοβαρό πρόβλημα καρκίνου που αντιμετώπιζε.  Λόγω, όμως, του ψηλού κόστους των θεραπειών στην Ελλάδα και των οικονομικών προβλημάτων της, μετέφερε τη μητέρα της για σκοπούς θεραπείας στην Βουλγαρία.  Προκειμένου να ανταπεξέλθει οικονομικά στο κόστος των θεραπειών, εξάντλησε όλες τις οικονομίες της και πώλησε τα χρυσαφικά της.  Λόγω της ανάγκης να φροντίζει συνεχώς την μητέρα της, δεν μπορούσε να εργαστεί και αναγκάστηκε να προσφύγει σε τοκογλύφο από τον οποίο, σε διάφορες περιπτώσεις, δανείστηκε το συνολικό ποσό των €5.000 με επιτόκιο προς 10% μηνιαίως.  Επειδή εξακολουθούσε να μην εργάζεται, δεν μπορούσε να εξοφλήσει το χρέος της, το οποίο λόγω των τόκων αυξάνονταν συνεχώς.  Η δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε, την οδήγησε στην απόφαση να εργαστεί εκ νέου ως πόρνη, ώστε σε μικρό χρονικό διάστημα να μπορούσε να εξοφλήσει το χρέος της.

 

          Περί τον Φεβρουάριο 2020, ενώ βρισκόταν συνεχώς δίπλα από τη μητέρα της στο νοσοκομείο, επικοινώνησε με τον Εφεσείοντα μέσω facebook/messenger, – τον οποίο γνώριζε αφού σε ηλικία 20 - 21 ετών εργάστηκε μαζί του σε μαγαζί στη Κοζάνη κάνοντας «Κονσομανσιόν -  και του εξιστόρησε το πρόβλημα υγείας της μητέρας της, την δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε, το χρέος της που συνεχώς αυξανόταν και την σκέψη της να εργαστεί ως πόρνη για κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να ξεπληρώσει.  Γνώριζε ότι ο Εφεσείων έστελνε κοπέλες στην Κύπρο για να εργαστούν ως πόρνες και του ζήτησε σχετικές πληροφορίες. 

 

          Όταν ο Εφεσείων έλαβε γνώση της ευάλωτης θέσης στην οποία βρισκόταν η παραπονούμενη, χρησιμοποίησε προς όφελος του την ανάγκη της για χρήματα, με σκοπό να την εκμεταλλευθεί.  Έτσι, προσφέρθηκε να την βοηθήσει να έρθει και εργαστεί στην Κύπρο σαν πόρνη. 

Για να την δελεάσει προς τούτο και προκειμένου να την πείσει ότι θα κέρδιζε πολλά χρήματα χωρίς κανένα πρόβλημα,  προσφέρθηκε να ταξιδέψει και ο ίδιος μαζί της στην Κύπρο – εφόσον η παραπονούμενη δεν είχε επισκεφθεί ξανά την Κύπρο και δεν γνώριζε κανένα – ώστε να τακτοποιήσει τη στέγαση της και να της εξηγήσει  πώς «γίνεται η δουλειά», αφού, όπως την διαβεβαίωσε, είχε καλές σχέσεις στην Κύπρο και  ήξερε «πώς θα την βάζει να δουλέψει ως πόρνη».

 

  Με αυτές τις διαβεβαιώσεις του Εφεσείοντα, η παραπονούμενη συναίνεσε και έτσι αυτός διευθέτησε την έκδοση αεροπορικών εισιτηρίων, ώστε να ταξιδέψουν και οι δύο στην Κύπρο.  Με σκοπό να διασφαλίσει ότι η παραπονούμενη δεν θα άλλαζε γνώμη, δεν της ζήτησε κανένα αντάλλαγμα, παρά μόνο το προηγούμενο βράδυ της αναχώρησης τους  και ενώ αυτή διακατείχετο από φόβο και άγχος αν θα τα κατάφερνε να αποπληρώσει το χρέος της, απαίτησε από αυτήν να του δίδει το 1/2 από τις εισπράξεις της από την άσκηση της πορνείας.  Όταν η παραπονούμενη αρνήθηκε, ο Εφεσείων προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο  να αλλάξει γνώμη, μείωσε την απαίτηση του σε €200 εβδομαδιαίως.  Της ανέφερε δε, ότι θα έμενε στην Κύπρο για λίγες μέρες και θα διέμενε σε κάποιο φίλο του.  Κάτω από αυτές τις συνθήκες, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη της παραπονούμενης, την έπεισε να έλθει στην Κύπρο και να του καταβάλλει €200 εβδομαδιαίως από την άσκηση πορνείας. 

 

          Με την άφιξη τους στην Κύπρο, ο Εφεσείων  διευθέτησε, με έξοδα της παραπονούμενης, τους χώρους όπου αυτή θα διέμενε   και ενήργησε για την απόκτηση καινούριου κινητού τηλεφώνου και κάρτας για την παραπονούμενη, τοποθέτηση διαφήμισης σε γνωστή ιστοσελίδα και λήψη πληροφοριών από άλλες κοπέλες που παρείχαν ερωτικές υπηρεσίες, με σκοπό να διαμορφώσει η παραπονούμενη τις δικές της τιμές.

 

          Μετά τα πιο πάνω, ο Εφεσείων της ανέφερε ότι θα διέμενε μαζί της.  Όταν εκείνη αρνήθηκε, αυτός της έδωσε την «επιλογή» να διαμένει αλλού, όμως θα πλήρωνε η ίδια τη δική του διαμονή.  Έτσι, εκμεταλλευόμενος και πάλι την ανάγκη της, κατάφερε να την πείσει να διαμένει μαζί της και πέτυχε με αυτό τον τρόπο,  καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονή τους στην Κύπρο, να έχει την παραπονούμενη σε συνεχή επίβλεψη.  Η παραπονούμενη δεν έβγαινε συχνά γιατί πάντοτε ο Εφεσείων ήθελε να τη συνοδεύει, δεν μπορούσε να κάνει φιλίες γιατί ο Εφεσείων ήταν πάντοτε παρών και της έλεγε να μην εμπιστεύεται κανένα, παρά μόνο τον ίδιο. Ακόμα και όταν συνομιλούσε στο τηλέφωνο στα βουλγάρικα με φίλους της ή με τη μητέρα της, πάντοτε της ζητούσε εξηγήσεις.  Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο Εφεσείων έμενε στο διπλανό δωμάτιο, ακόμα και όταν η παραπονούμενη ασκούσε πορνεία.  Αυτός είναι που τις περισσότερες φορές αγόραζε τα προφυλακτικά και λαδάκια που χρησιμοποιούσε η παραπονούμενη γι’ αυτό το σκοπό.

 

          Η παραπονούμενη άσκησε πορνεία στην Κύπρο, από τις αρχές Ιουλίου 2020 μέχρι 23.11.2020, όταν διακόπηκε με την παρέμβαση της Αστυνομίας.  Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο Εφεσείων απαιτούσε και λάμβανε από την παραπονούμενη, το ποσό των €200 εβδομαδιαίως – συνολικά εισέπραξε το ποσό των €2.600 – το οποίο αποτελούσε μέρος των εισπράξεων της παραπονούμενης από την άσκηση πορνείας.  Επιπρόσθετα, ο Εφεσείων αποκόμισε και το ποσό των €80 εβδομαδιαίως, διότι παρουσίαζε ψευδώς στην παραπονούμενη ότι το ενοίκιο του διαμερίσματος όπου διέμεναν ήταν μεγαλύτερο από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα.  Η παραπονούμενη, πλήρωνε επίσης και τα έξοδα για τη διατροφή του Εφεσείοντος, ο οποίος δεν εργαζόταν.

 

 Όταν η παραπονούμενη δεν κατέβαλλε έγκαιρα στον Εφεσείοντα το ποσό των €200 εβδομαδιαίως, αυτός την εξευτέλιζε φωνάζοντας, βρίζοντας την με χυδαίο τρόπο, φτύνοντας την και υποτιμώντας την, λέγοντας της ότι είναι «ένα τίποτα» χωρίς αυτόν.  Το ίδιο συνέβαινε και όταν η παραπονούμενη διαμαρτυρόταν για τα χρήματα που του έδινε, γιατί διέμενε μαζί της και δεν είχε την ελευθερία της ή γιατί δεν ήθελε να εργάζεται ως πολύ αργά το βράδυ.

 

          Για τις πιο πάνω ενέργειες του, ο Εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού, Κατηγορητήριο με αριθμό κατηγοριών.  Μετά την διακοπή της ποινικής δίωξης σε κάποιες κατηγορίες, ο Εφεσείων αντιμετώπισε τις κατηγορίες που αφορούν τα αδικήματα α) της Εμπορίας Ενήλικου Προσώπου κατά παράβαση των Άρθρων 2, 5, 6(ε)  και 14(1) του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου (Ν.60(Ι)/2014)  β) της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ενήλικου Προσώπου κατά παράβαση του Άρθρου 9(ε) του ιδίου Νόμου (Ν.60(Ι)/2014), γ) της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4(1)(α)(ΙΙΙ)(2), 5, 7 και 8 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου (Ν.188(Ι)/2007) και δ) του αποζείν από κέρδη πορνείας, κατά παράβαση των Άρθρων 164(1)(α) του ΚΕΦ. 154.

          Ο Εφεσείων αρνήθηκε ενοχή και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία.  Το Κακουργιοδικείο, μετά την αξιολόγηση της ενώπιον του προσκομισθείσας μαρτυρίας κατέληξε ότι, στη βάση των πιο πάνω γεγονότων – που αποτέλεσαν και τα σχετικά ευρήματα και συμπεράσματα του – ο Εφεσείων έδρασε με σκοπό την εκμετάλλευση της άσκησης πορνείας από την παραπονούμενη, ως και ότι αυτό έγινε από τον Εφεσείοντα μέσω κατάχρησης της ευπαθούς και ευάλωτης  θέσης της, η οποία (θέση) ήταν τέτοιας φύσεως, ώστε η παραπονούμενη να μην είχε άλλη αποδεκτή δυνατότητα, παρά να υποταχθεί στην κατάχρηση.  Συνακόλουθα, το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχο τον Εφεσείοντα στα πιο πάνω αδικήματα και επέβαλε σ’ αυτόν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, με υψηλότερη αυτή των 8 ετών.

 

          Με την Έφεση, ο Εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδίκη, όσο και το ύψος των ποινών που του επιβλήθηκαν.  Συγκεκριμένα:

 

          Με τον 1ο Λόγο Έφεσης,  προσβάλει ως εσφαλμένη την κρίση του Κακουργιοδικείου για την ενοχή του στις κατηγορίες που αφορούν την εμπορία και σεξουαλική εκμετάλλευση ενήλικου προσώπου, αφού αυτές, ως είναι η θέση του, δεν αποδεικνύονταν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας.

 

          Ειδικότερα, είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του  ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα έκρινε ότι αποδείχθηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η «κατάχρηση της ευπαθούς θέσης» και η «κατάχρηση της ευάλωτης θέσης» της παραπονούμενης από τον Εφεσείοντα.  Και τούτο γιατί, δεν έλαβε υπόψη ότι αυτή – σύμφωνα με τη μαρτυρία της – ήρθε στην Κύπρο από καθαρά δική της επιλογή για να εργαστεί ως πόρνη, διότι πίστευε ότι θα κέρδιζε περισσότερα λεφτά και σε πιο σύντομο χρόνο, ώστε να αποπληρώσει το δάνειο της.  Περαιτέρω, η παραπονούμενη δεν είχε οικονομική δυσπραγία, αλλά είχε άλλη αποδεκτή δυνατότητα να εργαστεί στην Ελλάδα.

         

Εισηγήθηκε,  περαιτέρω, ότι τυχόν επιτυχία στον 1ο Λόγο Έφεσης  και συνακόλουθα ακύρωση της καταδίκης του Εφεσείοντα στις πιο πάνω  κατηγορίες, θα συμπαρασύρει αναπόφευκτα και την καταδίκη του στο αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, σύμφωνα με τον 2ο Λόγο Έφεσης.

 

          Από το περιεχόμενο των Λόγων Έφεσης  (ως ανωτέρω), αλλά και σύμφωνα με την θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα στο διάγραμμα αγόρευσης του, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου για το αξιόπιστο της παραπονούμενης δεν αμφισβητείται και δεν προσβάλλεται με την Έφεση.  Ό,τι αμφισβητείται εν προκειμένω, είναι η τεκμηρίωση πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, της «κατάχρησης ευπαθούς θέσεως» και της «κατάχρησης  ευάλωτης θέσης», ως συστατικών στοιχείων των σχετικών αδικημάτων, στη βάση της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο.

 

          Έχουμε μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή την πρωτόδικη απόφαση, υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας και όσων αμφότεροι οι συνήγοροι των διαδίκων προέβαλαν και κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, στα πλαίσια πάντοτε του 1ου Λόγου  Έφεσης (ανωτέρω).

 

          Ως προς τη νομική πτυχή, το Κακουργιοδικείο εξέτασε με προσοχή τις κατηγορίες που πηγάζουν από το Νόμο, με ιδιαίτερη αναφορά στο αδίκημα της Εμπορίας Ενήλικου Προσώπου,  που βασίζεται στο Άρθρο 6(ε) του Ν.60(Ι)/2014, ως και στο αδίκημα της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ενήλικου Προσώπου που βασίζεται στο Άρθρο 9(ε) του ιδίου Νόμου.  Τα εν λόγω άρθρα έχουν ως ακολούθως:

 

«Εμπορία ενήλικων προσώπων

6. Όποιος στρατολογεί, προσλαμβάνει, μεταφέρει, διακινεί, μεταβιβάζει, υποθάλπτει ή παραλαμβάνει ενήλικο πρόσωπο, στεγάζει ή υποδέχεται, ανταλλάσσει ή μεταβιβάζει τον έλεγχο ή και την εξουσία επί του προσώπου αυτού, με σκοπό την εκμετάλλευση του, μέσω:

……………………………………………………………………………

(ε) κατάχρησης εξουσίας ή μιας ευπαθούς θέσης, τέτοιας φύσεως ώστε το εν λόγω πρόσωπο να μην έχει άλλη αποδεκτή δυνατότητα παρά να υποταχθεί στην κατάχρηση, ή/ και

είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε έτη.

 

 

Σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων

9. Όποιος εμπορεύεται ενήλικο πρόσωπο με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση ή εκπόρνευσή του, μέσω:

……………………………………………………………………………

(ε) κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης, ή/και

είναι ένοχος κακουργήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα είκοσι πέντε έτη»

 

Στον ορισμό του ερμηνευτικού Άρθρου 2 του Ν.60(Ι)/2014 ο όρος «εκμετάλλευση», «εμπορία προσώπων» και «κατάχρηση ευάλωτης θέσης» ερμηνεύονται ως ακολούθως:

««εκμετάλλευση» περιλαμβάνει, την εκμετάλλευση της εκπόρνευσης άλλων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης περιλαμβανομένης της πορνογραφίας, την εκμετάλλευση της εργασίας ή των υπηρεσιών άλλων συμπεριλαμβανομένης της καταναγκαστικής εργασίας ή υπηρεσιών, της επαιτείας, της καταναγκαστικής πλανοδιοπώλησης και σε περίπτωση παιδιών, περιλαμβάνει επίσης τις χειρότερες μορφές εργασίας των παιδιών κατά την έννοια του περί της Σύμβασης για την Απαγόρευση των Χειρότερων Μορφών Εργασίας των Παιδιών και την Άμεση Δράση με Σκοπό την Εξάλειψή τους (Κυρωτικού) Νόμου του 2000, τη δουλεία ή άλλες πρακτικές παρεμφερείς προς τη δουλεία, την οικιακή δουλεία, την εκμετάλλευση εγκληματικών δραστηριοτήτων, την εκμετάλλευση προσώπου για πραγματοποίηση υιοθεσίας και την εκμετάλλευση προσώπου για αφαίρεση, αγοραπωλησία και διακίνηση ανθρωπίνων οργάνων ή άλλων βιολογικών ουσιών, ιστών ή εμβρύων∙

«εμπορία προσώπων» σημαίνει τη στρατολόγηση, πρόσληψη, μεταφορά, διακίνηση, υπόθαλψη ή παραλαβή ή στέγαση ή υποδοχή προσώπων, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής ή μεταβίβασης του ελέγχου ή/και της εξουσίας επί των προσώπων αυτών, μέσω απειλών ή χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, απαγωγής, δόλου, εξαπάτησης, παραπλάνησης, κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή προσφοράς ή παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων ή απολαβών για εξασφάλιση της συγκατάθεσης προσώπου κατέχοντος εξουσίας επί ενός άλλου, με σκοπό την εκμετάλλευση αυτού∙ ο όρος «εμπορεύομαι πρόσωπο» τυγχάνει αντίστοιχης ερμηνείας·

«κατάχρηση ευάλωτης θέσης» σημαίνει την κατάσταση στην οποία το θύμα δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από το να υποστεί ή να υποκύψει στη συγκεκριμένη κατάχρηση∙»

 

Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ismail κ.ά., (2016) 2(Β) ΑΑΔ, 891, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση για την ενοχή των κατηγορουμένων στα αδικήματα που προβλέπονταν από τον περί Καταπολέμησης Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας Θυμάτων Νόμο (Ν.87(Ι)/2007).  Στην εν λόγω υπόθεση, έγινε αναφορά σε Ολλανδική νομολογία και στο εγχειρίδιο «Trafficking in Human Beings Case Law on Trafficking in Human Beings» 2009-2013, όπως και στην  έννοια της «στρατολόγησης»  στη βάση της  υπόθεσης Supreme Court   18 Απριλίου 2000,LJN:2D1788, όπου κρίθηκε ότι καλύπτεται οποιαδήποτε πράξη που καταλήγει στην στρατολόγηση προσώπου ώστε να ωθηθεί να εκπορνευθεί σε άλλη χώρα χωρίς να χρειάζεται απαραιτήτως να αποδειχθεί ότι η μέθοδος στρατολόγησης περιόρισε την ελευθερία επιλογής.  Ακόμη και μια γυναίκα που ήδη εκπορνευόταν στη χώρα της, μπορεί να τύχει στρατολόγησης για τον ίδιο σκοπό σε άλλη χώρα, (Den Bosch Court of Apperal ημερ. 25.10.2010).

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ismail (ανωτέρω) είναι σχετικό:

 

«Οι παραπονούμενες ήταν άτομα, μεταξύ άλλων, με οικονομικά προβλήματα, (που αναγνωρίζεται ως εμπίπτοντα στις ευπαθείς ομάδες (“vulnerability”) (“100 Brasilia Regulations Regarding

 Access to Justice for Vulnerable People»), ευάλωτες στο δέλεαρ μιας καλύτερης οικονομικά ζωής εκτός Μαρόκου και με τη διαβεβαίωση ότι δεν θα είχαν να πληρώσουν οποιοδήποτε άλλο ποσό πέραν εκείνων που κατέβαλαν προς τη Najat ή τον αντιπρόσωπο της κατηγορουμένης 1 στο Μαρόκο, τα οποία ποσά οι ίδιες εξηύραν από συγγενικά τους πρόσωπα ή μέσω δανείου σε τρίτους.  Η εμπλοκή της κατηγορουμένης 1 ήταν εμφανής εφόσον και οι τρεις παραπονούμενες αναφέρθηκαν σε αυτή ως το πρόσωπο που τους έλεγε κατ΄ επανάληψη ότι με την άφιξη τους στη Δημοκρατία ήδη χρωστούσαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό προς δε εξόφληση του θα έπρεπε να πήγαιναν με πελάτες για σεξ, κατακρατώντας στην πορεία τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα. 

………………………………………………………………………… 

 

Το Δικαστήριο ορθά βρήκε ότι η στρατολόγηση δεν έγινε διά απειλών αλλά διά της κατάχρησης ευπαθούς θέσης, (όπως αυτή εξηγήθηκε από το Δικαστήριο), ούτως ώστε οι παραπονούμενες ευρισκόμενες πλέον σε ξένη προς αυτές χώρα, δηλαδή, τη Δημοκρατία χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα και χωρίς χρήματα όντας ευάλωτες και ανίκανες να αντιδράσουν ουσιωδώς εξαναγκάστηκαν να υποκύψουν στις απαιτήσεις της κατηγορούμενης 1 διότι βρίσκονταν σε ευπαθή θέση.»

 

 

 

Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε και στην παράγραφο 4.4.5 σελ. 60-61 του Εγχειριδίου  «Trafficking in Human Beings, Case Law on Trafficking in Human Beings 2009-2012, An analysis», όπου αποδίδεται ευρεία ερμηνεία στον όρο «κατάχρηση ευπαθούς θέσης», ως και στο εγχειρίδιο “Evidential Issues in Trafficking in Persons Cases, Case Digest, United Nations Office on Drugs and Crime Βιέννη, 2017» σε σχέση με την ύπαρξη «ευπαθούς θέσης».  Παραθέτουμε αυτούσιο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως:

 

«Σύμφωνα με το ίδιο Εγχειρίδιο (σελ. 60-61, παρ. 4.4.5) και τη σχετική νομολογία, ευρεία ερμηνεία αποδίδεται και στον όρο «κατάχρηση ευπαθούς θέσης», ο οποίος περιλαμβάνει διάφορα είδη πράξεων οι οποίες απολήγουν σε μια κατάσταση στην οποία το θύμα δεν έχει πραγματική ή αποδεκτή επιλογή εκτός από του να υποκύψει στην κατάχρηση. Όπως αναφέρεται στη σελ. 61 για να θεωρηθεί μια πράξη «κατάχρηση ευπαθούς θέσης», θα πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιας κατάστασης και η γνώση της ύπαρξης αυτής από τον κατηγορούμενο.

 

Χρήσιμη καθοδήγηση επί του συγκεκριμένου θέματος προσφέρει και το Εγχειρίδιο «Evidential Issues in Trafficking in Persons Cases, Case Digest, United Nations Office on Drugs and Crime», Βιέννη, 2017», το οποίο περιέχει μια αρκετά λεπτομερή ανάλυση των στοιχείων που καταδεικνύουν την ύπαρξη ευπαθούς θέσης (σελ. 80 επ.). Ανάμεσα στα στοιχεία αυτά είναι:

 

·                το κοινωνικό-οικονομικό καθεστώς ενός θύματος,

·                η ηλικία,

·                η σωματική ή νοητική αναπηρία,

·                η έλλειψη γνώσης της γλώσσας ή της κουλτούρας στη ξένη   χώρα

·                η έλλειψη ή χαμηλή μόρφωση,

·                το φύλο,

·                η εγκυμοσύνη,

·                συναισθηματική ευαλωτότητα,

·                οικονομική δυσπραγία,

·                ο περιορισμός μέσω κλειδώματος του χώρου,

·                κατακράτηση διαβατηρίων ή άλλων προσωπικών εγγράφων,

·                η συνεχής επίβλεψη,

·                η πρόκληση φόβου,

·                η οικονομική εξάρτηση.

 

Ειδικότερα στη σελ. 70, παρ. 3.2.5.2 αναφέρεται, με παραπομπή στην υπόθεση Desabato v. Vargas Leulan (Argentina), ότι το κοινωνικό-οικονομικό καθεστώς ενός θύματος είναι ικανή μαρτυρία για να καταδείξει την ευπαθή του θέση. Στην εν λόγω υπόθεση κρίθηκε ότι τα θύματα ήταν σε τέτοια θέση λόγω της οικονομικής τους δυσπραγίας και των συνθηκών της ζωής τους. 

 

Στην Επεξηγηματική Έκθεση (Explanatory Report) που συνοδεύει τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πάταξη της Εμπορίας Ανθρώπων, η οποία υπογράφηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία στην Βαρσοβία στις 16/5/2005 και περιλαμβανόταν στο προοίμιο του Νόμου 87(Ι)/2007, δίδεται η ακόλουθη ερμηνεία του όρου «κατάχρηση ευπαθούς θέσης» ως εξής:

 

«83.  By abuse of a position of vulnerability is meant abuse of any situation in which the person involved has no real and acceptable alternative to submitting to the abuse. The vulnerability may be of any kind, whether physical, psychological, emotional, family-related, social or economic. The situation might, for example, involve insecurity or illegality of the victim΄s administrative status, economic dependence or fragile health. In short, the situation can be any state of hardship in which a human being is impelled to accept being exploited. Persons abusing such a situation flagrantly infringe human rights and violate human dignity and integrity, which no one can validly renounce.».

 

Να σημειωθεί δε περαιτέρω ότι όσον αφορά το αδίκημα της κατηγορίας 5 αλλά και αυτό της κατηγορίας 6, στο οποίο θα γίνει αναφορά πιο κάτω, σύμφωνα με το άρθρο 12(2) του Νόμου 60(I)/2014, η καθʼ οιονδήποτε τρόπο συναίνεση του ενήλικου θύματος των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 9, είναι αδιάφορη, δεν αποτελεί υπεράσπιση στην περίπτωση που έχει χρησιμοποιηθεί απειλή ή χρήση βίας ή άλλη μορφή εξαναγκασμού, απαγωγή, δόλος, εξαπάτηση, κατάχρηση εξουσίας ή εκμετάλλευσης της ευάλωτης θέσης του θύματος ή η παροχή ή η λήψη πληρωμών ή ωφελημάτων για εξασφάλιση της συγκατάθεσης του θύματος.»

 

Σε σχέση με την ερμηνεία «της κατάχρησης της ευάλωτης θέσης» η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, παρέπεμψε το Δικαστήριο στο United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC & UN. GIFT) (2008) An Introduction to Human Trafficking:  Vulnerability, Ιmpact and Action, Background paper, σύμφωνα με το οποίο η «ευάλωτη θέση»  έχει χαρακτηριστεί ως:

 

 «“vulnerability” refers to “a condition resulting from how individuals negatively experience the complex interaction of social, cultural, economic, political and environmental factors that create the context for their communities”. As such, vulnerability is not a static, absolute state, but one that changes according to context as well as to the capacity for individual response».

 

 

 Στο ίδιο έγγραφο, γίνεται αναφορά σε διάφορες συνθήκες που μπορεί να οδηγήσουν ένα άτομο σε μια ευάλωτη θέση. Αυτοί, μεταξύ άλλων, αφορούν το φύλο, την φτώχεια, τον κοινωνικό και πολιτιστικό αποκλεισμό, την περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα κοινωνικά, πολιτιστικά και νομικά πλαίσια της κάθε χώρας.

 

Περαιτέρω, στο United Nations Office on Drugs and Crime  UNODC (2013), Abuse of a position of vulnerability and other “means” within the definition of trafficking in persons: Issue Paper, «ευάλωτη θέση» καταγράφεται ως:

 

 «“vulnerabilityis typically used to refer to those inherent, environmental or contextual factors that increase the susceptibility of an individual or group to being trafficked. These factors are generally agreed to include human rights violations such as poverty, inequality, discrimination and gender‐based violence – all of which contribute to creating economic deprivation and social conditions that limit individual choice and make it easier for traffickers and exploiters to operate. More specific factors that are commonly cited as relevant to individual vulnerability to trafficking (and occasionally extrapolated as potential indicators of trafficking), include gender, membership of a minority group, and lack of legal status. ……………

 

It is further agreed that factors shaping vulnerability to trafficking tend to impact differently and disproportionately on groups that already lack power and status  in society, including women, children, migrants, refugees and the internally displaced. Such conclusions have been generally borne out in studies of trafficking patterns and victim profiles. However, vulnerability to trafficking is certainly not fixed, predetermined or even fully “known”. A multitude of factors operate to shape the context within which trafficking takes place and the capacity of the individual to respond. A genuine understanding of vulnerability will thereby almost always require situation‐specific analysis. A definition of vulnerability that captures many of these points was provided in the outcome document of a judicial summit dealing with access to justice that was held in Brazil in 2008: Vulnerable people are defined as those who, due to reasons of age, gender, physical or mental state, or due to social, economic, ethnic and/or cultural circumstances, find it especially difficult to fully exercise their rights before the justice system as recognised to them by law. The following may constitute causes of vulnerability: age, disability, belonging to indigenous communities or minorities, victimisation, migration and internal displacement, poverty, gender and deprivation of liberty. The specific definition of vulnerable people in each country will depend on their specific characteristics, and even on their level of social or economic development.»

 

         

Υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης  και στη βάση των πιο πάνω νομικών αρχών και εγχειριδίων, κρίνουμε ότι το  Κακουργιοδικείο ορθά αποφάσισε πως έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Εφεσείων καταχράστηκε την ευπαθή και ευάλωτη θέση της παραπονούμενης, η οποία ήταν τέτοιας φύσης, ώστε αυτή να μην είχε άλλη αποδεκτή δυνατότητα, παρά να υποταχθεί σ’ αυτή την κατάχρηση.  Σ’ αυτό το καθ’ όλα τεκμηριωμένο συμπέρασμα, οδηγούν τα ακόλουθα γεγονότα:

 

α)  Κάτω από τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία περιήλθε η παραπονούμενη, με την εξασφάλιση δανείων από τοκογλύφο προκειμένου  να ανταποκριθεί στις αναγκαίες θεραπείες της μητέρας της που έπασχε με σοβαρής μορφής καρκίνου, αφού εξάντλησε όλες τις οικονομίες της και πώλησε τα χρυσαφικά της, αλλά και κάτω από την συναισθηματική ανάγκη της να προσφέρει στη μητέρα της αυτές τις θεραπείες, επικοινώνησε με τον Εφεσείοντα και μοιράστηκε μαζί του την σκέψη της να εργαστεί ως πόρνη. Και τούτο γιατί γνώριζε ότι αυτός έστελνε στην Κύπρο κοπέλες για να εργαστούν ως πόρνες.

 

β)  Ο Εφεσείων,  παραπλάνησε την παραπονούμενη  ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα ασκούσε πορνεία στην Κύπρο και εκμεταλλεύθηκε, τόσο την ανάγκη στην οποία αυτή περιήλθε, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, αλλά και το γεγονός ότι αυτή δεν γνώριζε κανένα άλλο πρόσωπο στην Κύπρο και με την άφιξη τους, της  επέβαλε  μια νέα κατάσταση πραγμάτων, ως προς τον τρόπο που αυτή εν τέλει  θα ασκούσε την πορνεία στην Κύπρο.

 

          Με αυτά τα δεδομένα, η παραπονούμενη ήταν άτομο με σοβαρά οικονομικά προβλήματα [όπως αναγνωρίζεται ότι αυτά εμπίπτουν στις ευπαθείς ομάδες σύμφωνα με το UNODC (2013) (ανωτέρω)], επιφορτισμένη με την ανάγκη για εξασφάλιση οικονομικών πόρων    για σκοπούς θεραπείας της μητέρας της,  ευρισκόμενη σε μια ξένη χώρα όπου δεν γνώριζε οποιοδήποτε άλλο άτομο πέραν του Εφεσειόντος, - ο οποίος της επέβαλε να διαμένει μαζί της και να ελέγχει απόλυτα τις κινήσεις της, εξευτελίζοντας την, φωνάζοντας και βρίζοντας την, όταν αυτή αντιδρούσε για τα χρήματα που απαιτούσε από αυτή, ως και όταν δεν ήθελε να εργάζεται ως πολύ αργά το βράδυ -  και ευάλωτη στην προσδοκία εξασφάλισης «γρήγορου χρήματος»  ώστε να ξεπληρώσει το συντομότερο δυνατό το χρέος της προς τον τοκογλύφο.  Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η οικονομική δυσπραγία και η συναισθηματική ευαλωτότητα – σύμφωνα με το Εγχειρίδιο  «Evidential Issues in Trafficking in Persons Cases, Case Digest, United Nations Office on Drugs and Crime Βιέννη, 2017»  -   αποτελούν στοιχεία ύπαρξης ευπαθούς θέσης.

 

  Kάτω από αυτές τις συνθήκες, η παραπονούμενη ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι ενέπιπτε στις ευπαθείς ομάδες και είναι αυτή την ευάλωτη θέση της που εκμεταλλεύθηκε ο Εφεσείων, η οποία ήταν τέτοιας φύσεως που δεν της άφηνε άλλα περιθώρια παρά να υποταχθεί στην κατάχρηση της από μέρους του Εφεσείοντα.

 

  Όπως περαιτέρω, ορθά υποδείχθηκε από το Κακουργιοδικείο, με βάση τις πιο πάνω νομικές αρχές, η συναίνεση της παραπονούμενης στην άσκηση πορνείας στην Κύπρο είναι αδιάφορη και δεν αποτελεί υπεράσπιση, όταν διαπιστώνεται κατάχρηση της ευάλωτης θέσης της παραπονούμενης.  Όπως αδιάφορο είναι και το γεγονός ότι η παραπονούμενη είχε εργαστεί ξανά ως πόρνη στην Ελλάδα, εφόσον ό,τι έχει σημασία είναι η στρατολόγηση της για τον ίδιο σκοπό, όμως σε άλλη χώρα, δηλαδή στην Κύπρο.

 

          Η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι η παραπονούμενη είχε άλλη αποδεκτή δυνατότητα να εργαστεί στην Ελλάδα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.  Όπως η ίδια η παραπονούμενη ανέφερε στη μαρτυρία της και είναι αποδεκτό από το Κακουργιοδικείο, η πρόταση που είχε για να εργαστεί σε μπαρ στην Ελλάδα δεν ήταν επαρκής για να καλύψει τις οικονομικές της ανάγκες, η δε πρόταση του Εφεσείοντος για να εργαστεί στην Κύπρο, κρίθηκε από την ίδια ως συμφέρουσα, εφόσον αυτός την διαβεβαίωσε ότι στην Κύπρο θα κέρδιζε πολύ περισσότερα χρήματα, σε μικρό χρονικό διάστημα, παραπλανώντας την συγχρόνως, ότι δεν θα ήταν υπόλογη σε κανένα και θα εργαζόταν όπως η ίδια ήθελε.

 

          Ούτε και η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι τα οικονομικά προβλήματα της παραπονούμενης δεν ισοδυναμούν με φτώχεια (poverty), μας βρίσκει σύμφωνους.  Όπως αναλύθηκε πιο πάνω, τα οικονομικά προβλήματα και η οικονομική δυσπραγία αποτελούν στοιχεία τεκμηρίωσης ύπαρξης ευπαθούς θέσης και δεν ταυτίζονται με την έννοια της φτώχειας σε σημείο ανέχειας, ή ακόμα  «υποσιτισμού» και «εξαθλίωσης», όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντος.   Σύμφωνα  με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, «φτώχεια» σημαίνει την «στέρηση των αναγκαίων αγαθών,» και σ’ αυτά, πρωτεύουσα θέση δεν μπορεί παρά να έχει και το αγαθό της υγείας, που στην προκειμένη περίπτωση αφορούσε  τη μητέρα της παραπονούμενης.   

 

          Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης του Κακουργιοδικείου. Ως εκ τούτου, η Έφεση σ’ ό,τι αφορά την καταδίκη θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.

         

Προχωρούμε να εξετάσουμε την Έφεση του Εφεσείοντα εναντίον του ύψους των ποινών που του επιβλήθηκαν, τις οποίες θεωρεί ως έκδηλα υπερβολικές.

 

          Το Κακουργιοδικείο κατά την επιμέτρηση της ποινής, έλαβε υπόψη την σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων σε βάρος της παραπονούμενης, όπως αυτή αντανακλάται από το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος και συγκεκριμένα την ποινή φυλάκισης των 25 ετών για τα αδικήματα της Εμπορίας Ενήλικου Προσώπου και της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ενήλικου Προσώπου, κατά παράβαση των Άρθρων 6(3) και 9(ε) του Ν.60(Ι)/2014, αντίστοιχα, ως και την ποινή φυλάκισης των 14 ετών για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4(1)(α) (III)(2) 5, 7 και 8 του Ν.188(Ι)/2007 και των 5 ετών για το αδίκημα του αποζείν από κέρδη πορνείας, κατά παράβαση του Άρθρου 164(1)(α) του ΚΕΦ. 154.

 

  Όπως ορθά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, η εμπορία προσώπων αποτελεί μια αποτρόπαια μορφή παραβίασης των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υπονομεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Έχει δυστυχώς λάβει διεθνώς μεγάλες διαστάσεις και θεωρείται ένα από τα σοβαρότερα αδικήματα που διαπράττονται στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος. Και αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο. Η εξασφάλιση τεράστιου κέρδους που διοχετεύεται σε διεθνή δίκτυα οργανωμένου εγκλήματος, αναμφίβολα συνιστά την κινητήρια δύναμη για την εμφάνιση, αλλά και τη ραγδαία εξάπλωση αυτού του φαινομένου, το οποίο υποθάλπεται, βεβαίως, από την αναζήτηση σεξουαλικών υπηρεσιών.

 

Σε αδικήματα αυτού του είδους,  οι δράστες  ουσιαστικά  εκμεταλλεύονται την ευάλωτη θέση του θύματος είτε αυτή αφορά την οικονομική του εξαθλίωση, είτε το χαμηλό μορφωτικό ή νοητικό του επίπεδο και γενικότερα την απελπισία του και την έλλειψη οιασδήποτε προοπτικής για εξεύρεση μιας αξιοπρεπούς εργασίας.

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση είναι σχετικό και αντανακλά το μέγεθος του προβλήματος:

 

«Όπως αναφέρεται στην  Έκθεση των Ηνωμένων Εθνών «Global Report on Trafficking in Persons»  του 2012, με παραπομπή σε δεδομένα του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας του 2005, τουλάχιστον 12,3 εκατομμύρια άνθρωποι ανά το παγκόσμιο υπήρξαν θύματα αναγκαστικής δουλείας (forced labour) ενώ ο υπολογιζόμενος κατ' ελάχιστον αριθμός ανθρώπων σε αναγκαστική δουλεία ένεκα εμπορίας ανήλθε σε 2,45 εκατομμύρια. Το ίδιο έτος ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας δημοσίευσε την πρώτη εκτίμηση των παγκοσμίων κερδών που αποκομίζονται από τα 2,45 εκατομμύρια άτομα υπό αναγκαστική δουλεία, τα οποία ανέρχονταν σε US$31,6 δισεκατομμύρια το χρόνο.

 

Το 2012 ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας έδωσε νέα ποσοστά για τον αριθμό των θυμάτων αναγκαστικής δουλείας. Σύμφωνα με αυτά για την περίοδο 2002-2011 ο αριθμός των θυμάτων αναγκαστικής δουλείας εκτιμήθηκε σε 20,9 εκατομμύρια. Από τον αριθμό αυτό 4,5 εκατομμύρια (22%) αποτελούν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης.Παραπέμπουμε επίσης στην Έκθεση της Eurostat «Methodologies and Working Papers Trafficking in human beings» του 2013, παρ. 2.4 σελ. 18. Επιπλέον στην ίδια έκθεση η Europol εκτιμά πως η εμπορία προσώπων είναι η τρίτη πιο προσοδοφόρα εγκληματική δραστηριότητα διεθνώς, μετά τη διακίνηση όπλων και ναρκωτικών.

 

Όπως αναφέρεται στο Ενημερωτικό Δημοσίευμα της  Europol  «Trafficking   Human Beings     in     the 

European Union: A Europol Perspective, May 2007»,    η 

εμπορία ανθρώπων θεωρείται ως η πιο γοργά αναπτυσσόμενη επιχείρηση στον κόσμο, η οποία οδηγεί στη συγκομιδή τεράστιων ποσών σε διεθνείς εγκληματικές οργανώσεις, ενώ γενικώς παραμένει μικρού κινδύνου και ταυτόχρονα ψηλών απολαβών δραστηριότητα για τους εγκληματίες που εμπλέκονται σε αυτή.

 

Στην Έκθεση της Eurostat «Statistical Working Papers, Trafficking in Human Beings» του 2015, σελ. 14, αναφέρεται πως η εμπορία προσώπων αποτελεί παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και είναι ένα απεχθές έγκλημα. Ως εκ της φύσεως του, είναι το μοναδικό οργανωμένο έγκλημα το οποίο απαγορεύεται από τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, για την καταπολέμηση του οποίου έχει εκδοθεί, μεταξύ άλλων, η Οδηγία 2011/36/ΕΕ.  

 

Δυστυχώς, η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση στην πιο πάνω τάση, αφού τα αδικήματα εμπορίας προσώπων έχουν λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στη χώρα μας. Η σεξουαλική εκμετάλλευση, εμπορία και διακίνηση γυναικών υπό καθεστώς σύγχρονης δουλείας αποτελεί δυστυχώς μια μορφή σοβαρής εγκληματικής συμπεριφοράς που λαμβάνει χώρα και στην Κύπρο.

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Rantsev v. Cyprus and Russia, Αίτηση Αρ. 25965/04 ημερ. 7/1/2010, η εμπορία προσώπων αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο αναπτύχθηκε ραγδαίως τα τελευταία χρόνια. Έγινε δε αναφορά στο Πρωτόκολλο του Παλέρμο του 2000 και στη Σύμβαση του 2005 (Anti-Trafficking Convention) επισημαίνοντας ότι, αυτά τα Διεθνή Έγγραφα καταδεικνύουν την αυξανόμενη αναγνώριση σε διεθνές επίπεδο της έξαρσης αυτού του φαινομένου και της ανάγκης λήψης μέτρων για καταπολέμηση της εμπορίας προσώπων. Επιπλέον, το Ε.Δ.Α.Δ. τόνισε ότι, η εμπορία προσώπων ισοδυναμεί με τη χρήση των ανθρώπων ως αντικειμένων που αγοράζονται και πωλούνται και υποβάλλονται σε αναγκαστική εργασία. Συχνά για ελάχιστη ή και καθόλου πληρωμή, συνήθως εντός της βιομηχανίας σεξ, αλλά και αλλού. Εξυπακούει δε στενή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των θυμάτων, ενώ συνεπάγεται και τη χρήση βίας και απειλών εναντίον τους. Τονίσθηκε επίσης, ότι η εμπορία προσώπων, χωρίς αμφιβολία, απειλεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και αξίες, οι οποίες προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Στην Έκθεση «Situation Report Trafficking in Human Beings in the EU», του 2016, η Europol επισημαίνει τη συνεχώς αυξανόμενη τάση διάπραξης αδικημάτων εμπορίας προσώπων και πως η σεξουαλική εκμετάλλευση είναι η πιο συχνή μέθοδος εμπορίας προσώπων.  Στη σελ. 35 δίδεται μια χαρακτηριστική περιγραφή της φύσης τέτοιων αδικημάτων και κυρίως των συνεπειών τους στα θύματα:

 

«Trafficking in human beings is one of the most detrimental crimes against persons, as it harms human dignity and the physical and psychological integrity of victims, which are indispensable rights protected by the Charter of Fundamental Rights of the European Union».

 

Στη δεύτερη Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε σχέση με την αγώνα για την καταπολέμηση της εμπορίας προσώπων στην Ευρώπη,  COM (2018) 777  final, ημερ. 3.12.2018, το θέμα της εμπορίας προσώπων τίθεται στην ορθή του, διεθνή και σοβαρή, διάσταση ως ακολούθως:

 

 

«Trafficking in human beings is a constantly evolving serious form of mostly organised crime. It brings high profits to the perpetrators, who abuse people's vulnerabilities and exploit the demand for the services provided by the victims. It results in irreversible harm to its victims, our societies and economies. The link between trafficking in human beings and other serious crimes is increasingly understood. The complex interplay of supply and demand amongst perpetrators, abusers, profit-takers, exploiters and users creates a long chain of actors, whether they are knowingly or unknowingly involved. This chain must be broken in order to stop and effectively prevent this atrocious crime.»

 

          Παράλληλα, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του ως ελαφρυντικούς παράγοντες για τον Εφεσείοντα, ηλικίας 52 ετών, το λευκό ποινικό μητρώο του, τις προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις, ως και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, τονίζοντας συγχρόνως ότι αποτελούν παράγοντες που συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής, όμως στον βαθμό και στην έκταση που δεν εξουδετερώνεται ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής. Και τούτο γιατί προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της Κοινωνίας (βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 382, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ασσιώτη (2010) 2 ΑΑΔ 67 και Δημοκρατία ν. Γ. Ε. Ποινική Έφεση 197/2016, ημερ. 16.1.2018), ECLI:CY:AD:2018:B24

 

  Λήφθηκε επίσης υπόψη ότι, ο Εφεσείων  δεν παραδέχθηκε τις επίδικες κατηγορίες,  χωρίς όμως να παραβλεφθεί από το Κακουργιοδικείο ότι η ενάσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου και αναφαίρετου αυτού δικαιώματος, δεν θα μπορούσε να προσμετρηθεί ως επιβαρυντικός παράγοντας εναντίον του.  Ωστόσο, όπως ορθά επεσήμανε, η μη παραδοχή του, είχε ως αποτέλεσμα η παραπονούμενη να καταθέσει ως μάρτυρας και να αναβιώσει, μέσω της αφήγησης των γεγονότων στο Δικαστήριο, τα όσα έζησε, ως αποτέλεσμα της εγκληματικής συμπεριφοράς του σε βάρος της.  Όπως είναι νομολογημένο,  η διεξαγωγή δίκης, με όσες επώδυνες συνέπειες επιφέρει για το θύμα, στερεί τον κατηγορούμενο της ευκαιρίας μείωσης της ποινής, την οποία θα προσδοκούσε εάν παραδεχόταν  (βλ. Hamieh ν. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Δ.Δ. 259, Tarita v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 106, ημερ. 8.7.2016 και Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442).

 

Αποτελεί περαιτέρω, εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντος,  ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/36/ΕΕ που ενσωματώθηκε στο Εθνικό Δίκαιο  με τον Ν.60(Ι)/2014 και αφορά το ανώτατο όριο ποινής που σύστηνε η εν λόγω Οδηγία προκειμένου  να υιοθετηθεί από τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην εσωτερική τους νομοθεσία και συγκεκριμένα   5 έτη φυλάκισης, ως και 10 έτη φυλάκισης για αδικήματα με επιβαρυντικούς παράγοντες. 

 

Ούτε και αυτή   η εισήγηση μας βρίσκει σύμφωνους. Το Κακουργιοδικείο, ορθά συνυπολόγισε όλους τους επιβαρυντικούς και ελαφρυντικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του, με αναφορά στην προβλεπόμενη από το Ν.60(Ι)/2014, ανώτατη ποινή  φυλάκισης των 25 ετών.  Η σχετική σύσταση της προαναφερθείσας Οδηγίας προς τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί απλή σύσταση και ό,τι δεσμεύει  το Δικαστήριο είναι η εσωτερική νομοθεσία και η προβλεπόμενη από αυτή ποινή.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείονα, εισηγήθηκε ότι η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, εφόσον το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε ότι τα περιστατικά της υπόθεσης Ismail (ανωτέρω) - στην οποία επικυρώθηκε η τριετής ποινή φυλάκισης – ήταν σοβαρότερα από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Δεν συμφωνούμε με αυτή τη θέση.  Όπως ορθά επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, τα γεγονότα της υπόθεσης Ismail ήταν σοβαρά και διαφέρουν από τα επίδικα.  Ωστόσο επεσήμανε ότι  «Από την άλλη όμως δεν μπορεί να παραγνωρισθεί το ότι οι ποινές στην υπόθεση εκείνη επιβλήθηκαν με βάση τον Ν. 87(Ι)/2007 (ο οποίος αντικαταστάθηκε από το Νόμο 60(Ι)/2014) και τα αντίστοιχα αδικήματα των κατηγοριών 5 και 6 της παρούσας, εκεί προνοούσαν ποινές φυλάκισης 15 και 10 χρόνων αντίστοιχα (βλ. τα άρθρα 5 και 9 του Νόμου 87(Ι)/2007). Δεν μας διαφεύγει δε ότι το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από τον Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (βλ. Λεβέντης v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, Γενικός Εισαγγελέας v. Αριστοτέλους (2004) 2 Α.Α.Δ. 166 και Μαληκκίδη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 40/15, ημερ. 25.11.2016).» 

 

Τονίζεται επιπρόσθετα ότι στην υπόθεση Ismail (ανωτέρω) είχε τονιστεί πως δικαίως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε λάβει υπόψη του τον παράγοντα της καθυστέρησης έξι (6) ετών από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής.  Κάτι που δεν παρατηρείται στην παρούσα περίπτωση, όπου ο Εφεσείοντας συνελήφθηκε στις 23.11.2020, η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 24.9.2021 δηλαδή 10 μήνες αργότερα και επιβλήθηκε σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης στις 18.3.2022, δηλαδή μετά πάροδο 16 μηνών από την σύλληψη του.  

         

Τέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη του την απουσία οποιουδήποτε από τους επιβαρυντικούς παράγοντες που προβλέπονται στο Άρθρο 13 του Ν.60(Ι)/2014Αντίθετα, το Κακουργιοδικείο, συνυπολόγισε τέτοια απουσία, όμως επεσήμανε ότι «Η έλλειψη όμως τέτοιων δεν μειώνει την σοβαρότητα της υπόθεσης, ο βαθμός της οποίας προκύπτει από την ως άνω αναφερόμενη συμπεριφορά και τις ενέργειες του κατηγορούμενου έναντι της παραπονούμενης.»

 

          Η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, παρέπεμψε το Δικαστήριο στις κατευθυντήριες γραμμές που εκδόθηκαν από το Sentencing Council της Αγγλίας και εφαρμόζονται για αδικήματα καταναγκαστικής εργασίας και εμπορίας ενήλικων προσώπων  από την 1.10.2021 (Slavery, servitude and forced or compulsory labour/Human trafficking).  Εισηγήθηκε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και συγκεκριμένα, ο πρωταρχικός και ουσιαστικός ρόλος που διαδραμάτισε ο Εφεσείων στη διάπραξη των αδικημάτων (Leading role in the Offending), η προσδοκία του για να τύχει ουσιαστικής χρηματοδότησης από την παραπονούμενη με την  άσκηση πορνείας από αυτήν,  ως και η εξασφάλιση στέγης και διατροφής (Expectation of substantial financial or other material advantage), και ο υψηλός βαθμός προσχεδιασμού εκ μέρους του Εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων (High degree of planning/premeditation), κατατάσσουν την παρούσα περίπτωση στον βαθμό υψηλής ενοχής (High Culpability).  Συνυπολογίζοντας και την άσκηση εκ μέρους του Εφεσείοντα, ψυχολογικής βίας στην παραπονούμενη, που συνίστατο σε βρισιές, φωνές, «φτύσιμο» και υποτίμηση της προσωπικότητας της (some psychological harm), ως και το σημαντικό ποσό των €200 εβδομαδιαίως που του κατέβαλλε (significant financial loss/disadvantage to the victim), εισηγήθηκε ότι η παρούσα περίπτωση κατατασσόταν στην κατηγορία 3 της βλάβης (Harm) που υπέστη η παραπονούμενη.  Με αυτά τα δεδομένα, η ποινή που επιβλήθηκε  στον Εφεσείοντα, εμπίπτει στο εύρος της κατηγορίας (category range) μεταξύ 6-10 χρόνια φυλάκισης.

 

         Εξετάσαμε όλα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών επικαλέστηκαν για προώθηση των θέσεων τους, έχοντας κατά νου ότι το δύσκολο έργο επιμέτρησης της ποινής, ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητας της.  Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής είτε έκδηλα υπερβολική  (βλ.  Ismen Bora v. Δημοκρατίας,  Ποιν. Έφ. 79/2017, ημερ. 13/3/2018, ECLI:CY:AD:2018:B110,  O.O. ν. Δημοκρατίας,  Ποιν. Έφ. 337/2018 και 351/2018, ημερ. 20/1/2020, xxx xxx xxx  H. E. v. Δημοκρατίας Ποιν. Έφ. 50/2018 και 137/2018, ημερ. 8/4/2020 και χχχ Αθηνάκη ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 218/2017 ημερ. 28.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B269.)  Έκδηλα ανεπαρκής ή υπερβολική ποινή προϋποθέτει τεκμηρίωση πασιφανούς αναντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της επιβληθείσας ποινής ή/και ουσιώδη απόκλιση της ποινής που οριοθετείται από τη νομολογία σε παρόμοιες περιπτώσεις.

 

         Έχοντας εξετάσει τα όσα ορθώς επεσήμανε το Κακουργιοδικείο, ως και τις υποβοηθητικές  κατευθυντήριες γραμμές που έθεσε και ανέπτυξε ενώπιον μας η ευπαίδευτη συνήγορος της Εφεσίβλητης, όπως εκδόθηκαν από το Sentencing Council της Αγγλίας (ανωτέρω), καταλήξαμε ότι το παράπονο του Εφεσείοντα σ’ ό,τι αφορά το ύψος των ποινών που του επιβλήθηκαν, δεν ευσταθεί.

 

          Συνεπώς η Έφεση του για υπερβολική ποινή θα πρέπει επίσης να απορριφθεί. 

 

 

 

 

         Για όλα  τα πιο πάνω, η Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής, είναι εντελώς αβάσιμη και απορρίπτεται.

                                                                                      

                                                         T. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                               

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                         

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο