SALONA AGENCY LTD ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 138/2013, 4/12/2019
print
Τίτλος:
SALONA AGENCY LTD ν. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 138/2013, 4/12/2019
Παραπομπή:
ECLI:CY:AD:2019:C508

ECLI:CY:AD:2019:C508

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

     ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚH ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 138/2013

(Υπ. Αρ. 1025/2011)

 

 

4 Δεκεμβρίου, 2019

 

 

 

[Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

SALONA AGENCY LTD,

 

Εφεσείοντες/Αιτητές

-         ΚΑΙ -

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

 

Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

*********************

   

Χριστάκης Χριστάκη, για τους Εφεσείοντες

 

Μαρία Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας μαζί με τον κ. Δημήτρη Πάκα,   ασκούμενο δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για  τους Εφεσίβλητους

 

**********************

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.:  Οι εφεσείοντες διατηρούσαν ιδιωτικό γραφείο εξεύρεσης εργασίας δυνάμει άδειας λειτουργίας ημερ. 19/3/2004, έχοντας ως  υπεύθυνο πρόσωπο τον διευθυντή της εταιρείας, xxx Γεωργιάδη, και  αποκλειστικά  δραστηριοποιούντο με την εξεύρεση αλλοδαπών καλλιτεχνών για απασχόληση στη Κυπριακή Δημοκρατία. 

 

Το Τμήμα Εργασίας με  επιστολή του ημερ. 15/1/2010 ενημέρωσε τους εφεσείοντες ότι η άδεια τους έληγε στις 18/3/2010 και αν ενδιαφέροντο για την ανανέωση της, να υπέβαλλαν το συνημμένο έντυπο στο Επαρχιακό Γραφείο Εργασίας Λευκωσίας το συντομότερο δυνατό.

 

Στην επιστολή αυτή δεν υπήρξε καμιά ανταπόκριση από πλευράς εφεσειόντων  γι’ αυτό και το Τμήμα Εργασίας  με  επιστολή  ημερ. 9/8/2010, πληροφόρησε τους εφεσείοντες ότι η άδεια τους είχε λήξει γι’ αυτό και θα προχωρούσε με τη  διαγραφή τους από τον κατάλογο των συγκεκριμένων ιδιωτικών γραφείων εξεύρεσης εργασίας και τους κάλεσε  ταυτόχρονα να τερματίσουν άμεσα τις δραστηριότητες τους διαφορετικά θα διέπρατταν αδίκημα. 

 

Στις 20/10/2010 ο xxx Γεωργιάδης υπέβαλε στο Επαρχιακό Γραφείο Εργασίας στη Λευκωσία αίτηση για ανανέωση της άδειας λειτουργίας του γραφείου τους, η οποία όμως απερρίφθη και ενημερώθηκε σχετικά με την επιστολή του Επαρχιακού Γραφείου, ημερ. 21/3/2011.

 

Με νέα επιστολή του ημερ. 6/4/2011 ο Γεωργιάδης ζήτησε εκ νέου την ανανέωση της άδειας λειτουργίας των εφεσειόντων ως καλλιτεχνικών πρακτόρων, η οποία πάλι δεν εγκρίθηκε και ενημερώθηκαν σχετικά με την επιστολή του Γραφείου Εργασίας ημερ. 11/7/2011.

 

Κατά τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης για ανανέωση/έκδοση άδειας λειτουργίας διαπιστώθηκε από τον Επαρχιακό Λειτουργό Εργασίας ότι για  περίοδο δύο χρόνων, δηλ. από το Μάρτη του 2008 μέχρι το Μάρτη του 2010, οι εφεσείοντες δεν κατέβαλαν εισφορές στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ούτε και για το Γεωργιάδη. 

 

Επίσης εντοπίστηκε επιστολή του Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας ημερ. 16/6/2011, με την οποία  ενημέρωνε  το Τμήμα Εργασίας για την ύπαρξη συγκεκριμένου παραπόνου από γυναίκα από τη Σρι Λάνκα, ότι ο Γεωργιάδης εισέπραττε το ήμισυ του μισθού της κατά τους πρώτους μήνες εργοδότησης της, κατά παράβαση του άρθρου 15(1) του περί Ιδιωτικών Γραφείων Εξεύρεσης Εργασίας Νόμου, γεγονός που παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Γεωργιάδης.

 

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα της απορριπτικής απόφασης ημερ. 11/7/2011 του Γραφείου Εργασίας, την οποίαν υπογράφει ο διευθυντής,  για ανανέωση της άδειας λειτουργίας τους, με την Προσφυγή Αρ. 1025/2011 στο Ανώτατο Δικαστήριο ως παραβιάζουσας το Σύνταγμα, το Νόμο 158(Ι)/1999, τον περί Ιδιωτικών Γραφείων Εξεύρεσης Εργασίας Νόμο (Ν.8(Ι)/97) και τους Κανονισμούς. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 25/9/2013 απέρριψε κατ’ αρχάς την εισήγηση περί αναρμοδιότητας του Ν. Νεοκλέους, Διευθυντή του Τμήματος Εργασίας, στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, με το δικαιολογητικό ότι ο διορισμός του είχεν γίνει από τον Υπουργό με σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στη βάση του άρθρου 2 του Νόμου.  Δεν θα επεκταθούμε σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη διαπίστωση του Δικαστηρίου, εφόσον δεν συνιστά αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης.

 

Στη συνέχεια το Δικαστήριο εξέτασε τη θέση των εφεσειόντων περί ύπαρξης πλάνης ως προς το Νόμο, την οποία απέρριψε εφόσον έκρινε ότι  δεν νοείτο ανανέωση άδειας λειτουργίας που είχε λήξει, προσθέτοντας ότι  οι εφεσείοντες χρησιμοποίησαν τη λέξη «ανανέωση» χαλαρά και όχι κατά το νομικό ορισμό της με την έννοια της παράτασης της ισχύος.  Μάλιστα η επιστολή ημερ. 21/3/2011 καθιστούσε σαφές ότι   η αίτηση εξετάστηκε στη βάση των γενικότερων κριτηρίων του άρθρου 5 για έκδοση νέας άδειας λειτουργίας που ο Γεωργιάδης, ως υπεύθυνο πρόσωπο, δεν πληρούσε το κριτήριο του άρθρου 5(ε)(i) που προνοούσε για κατοχή απολυτηρίου μέσης εκπαίδευσης ή άλλου ισοδύναμου προσόντος.  Επί της συγκεκριμένης αυτής  απόφασης δεν ασκήθηκε   προσφυγή. 

Το Δικαστήριο αφού εξέτασε περαιτέρω την εισήγηση ότι δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια του άρθρου 5 από πλευράς εφεσίβλητης και της ευρύτερης διάταξης του άρθρου 8(2) του ιδίου Νόμου που αναφέρεται στην υποχρέωση του κάθε ιδιωτικού γραφείου εξευρέσεως εργασίας συμμόρφωσης με την ισχύουσα Νομοθεσία,  Κανονισμούς, Διατάγματα και Οδηγίες σε σχέση με τους αλλοδαπούς και την απασχόληση τους καθώς και τη μετανάστευση, την απέρριψε.  Στη συνέχεια έκρινε, ότι σύμφωνα με το άρθρο  7(1)(β) του Νόμου, δυνατότητα ανανέωσης υπάρχει «.... εφόσον εξακολουθούν να ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου .........» περιλαμβανομένων των άρθρων 8(2) και 14(β) που το τελευταίο  δεν επιτρέπει σε ιδιωτικό γραφείο να δίνει ή να παραποιεί τις πληροφορίες ως προς τους όρους εργοδότησης και συνθήκες εργασίας.   Σημειώνεται στην απόφαση ότι στην περίπτωση των εφεσειόντων υπήρχαν πληροφορίες παράβασης από μέρους τους προνοιών του Νόμου.  Συγκεκριμένα υπήρξε παράπονο γυναίκας από τη Σρι Λάνκα ότι έδινε στους εφεσείοντες το ήμισυ του μισθού της κατά τους πρώτους μήνες εργοδότησης της κατά παράβαση του άρθρου 15(1) γεγονός που  παραδέχθηκε  ο Γεωργιάδης και ότι η αλλοδαπή εργαζόταν σε άλλο υποστατικό απ’ εκείνο της νόμιμης εργοδότριας της, που επίσης παραδέχθηκε  ο Γεωργιάδης, ενώ  φαίνεται να πληροφόρησε την αλλοδαπή ότι είχε τέτοιο δικαίωμα, γεγονός όμως που δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια. 

 

 Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.  Με αναφορά στο άρθρο 8(2) του πιο πάνω Νόμου και σε νομολογία (βλ. Χουλιώτης ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 524)  προέβη στη διαπίστωση ότι δεν στοιχειοθετείτο παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας ή της θέσης των εφεσειόντων περί καταστρατήγησης του δικαιώματος ακρόασης, ενόψει του ότι ο Γεωργιάδης κλήθηκε κατά τη διερεύνηση των παραπόνων και έδωσε την απάντηση του.  Αυτό εξάγετο από το Έντυπο Υποβολής Παραπόνου στην παράγραφο (Β) «Στοιχεία Εργατικής Διαφοράς» υποπαρ. 1 όπου παρουσιάζεται το όλο ιστορικό. 

 

Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του απέρριψε την προσφυγή. 

 

Η πιο πάνω απόφαση του Δικαστηρίου προσεβλήθη ως λανθασμένη από πλευράς εφεσειόντων με την υπό κρίση έφεση, στην οποία προβάλλονται πέντε λόγοι έφεσης.   

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης  προσβάλλει τη  διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αιτιολογημένη και αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας. 

 

Με  το δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι λανθασμένα και υπό πλάνη  το Δικαστήριο δεν διέγνωσε την ύπαρξη παρατυπίας και παρανομίας κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ ο τρίτος αφορά στη λανθασμένη στήριξη της απόφασης επί της Έκθεσης του Παραρτήματος 7 της ένστασης, που αναφέρεται στην εξέταση του παραπόνου της αλλοδαπής από τη Σρι Λάνκα.   

 

Οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης είναι συναφείς γι’ αυτό και θα εξεταστούν μαζί.  Προς υποστήριξη των συγκεκριμένων λόγων οι δικηγόροι των εφεσειόντων με το περίγραμμα αγόρευσης τους προβάλλουν ότι η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε υπό καθεστώς πλάνης και ότι οι λόγοι για τους οποίους απερρίφθη η αίτηση τους, που ουσιαστικά περιλαμβάνονται στο Παράρτημα 7 της ένστασης και είναι κυρίως η εργατική διαφορά με την αλλοδαπή, ήταν ολότελα αναπόδεικτοι και αναιτιολόγητοι. 

 

Ειδικότερα, κατά την εισήγηση τους,  το παράπονο της αλλοδαπής υποβλήθηκε μετά τη λήξη της άδειας λειτουργίας των εφεσειόντων και μετά την αίτηση τους ημερ. 20/10/2010 για ανανέωση της άδειας, ενώ από την άλλη το παράπονο αφορούσε στην εργοδότρια της αλλοδαπής, xxx Γ.  Κατά την εξέταση δε του παραπόνου ο Γεωργιάδης φέρεται να παρουσιάστηκε ως θείος και εκπρόσωπος της χχχ Γ. και όχι για λογαριασμό των εφεσειόντων ή υπό την προσωπική του ιδιότητα. 

 

 Εξετάσαμε την εισήγηση με προσοχή σε συνάρτηση με τα δικόγραφα  και τα τεκμήρια που επισυνάπτοντο, καθώς  και τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, στα οποία έχουμε ανατρέξει.    Η πρωτόδικη κρίση ότι η εφεσίβλητη προχώρησε στην έκδοση της απόφασης κατόπιν δέουσας έρευνας από πλευράς της και ότι δεν εμφιλοχώρησε πλάνη στην προσβαλλόμενη  απόφαση μας βρίσκει σύμφωνους.  Δεν επρόκειτο ασφαλώς για μια απλή τυπική διαδικασία η ανανέωση, όπως θεώρησαν οι  εφεσειόντες,  εφόσον η αίτηση για ανανέωση της άδειας υπεβλήθη μετά τη λήξη της αδείας λειτουργίας.  Οπότε θα έπρεπε να πληρωθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 του πιο πάνω Νόμου, εφόσον πλέον επρόκειτο για έκδοση νέας άδειας λειτουργίας, όπως ακριβώς αντιμετώπισε το θέμα και το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ακόμη και να επρόκειτο για αίτηση ανανέωσης της άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7(1)(β) του Νόμου 8(Ι)/1997 για να επιτυγχάνετο   θα έπρεπε να εξακολουθούσαν να ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις του Νόμου.  Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 8(2) του Νόμου το κάθε ιδιωτικό γραφείο εξεύρεσης εργασίας, όπως οι εφεσείοντες,  όφειλε να συμμορφώνεται με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία και Κανονισμούς, υποχρέωση που δεν πληρούσαν οι εφεσείοντες.

 

  Από τα στοιχεία του Φακέλου, όπως διαπίστωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο,  προέκυπταν παράπονα και συγκεκριμένα δεδομένα για παραβάσεις άρθρων του Νόμου 8(Ι)/1997 από πλευράς εφεσειόντων.  Συγκεκριμένα εντοπίστηκε παράβαση των προνοιών του άρθρου 3(1) του Νόμου που προβλέπει για την  υποχρέωση εξασφάλισης άδειας λειτουργίας του γραφείου,  με την διευθέτηση απασχόλησης της αλλοδαπής από τη Σρι Λάνκα στην Γ. ενώ η άδεια λειτουργίας του γραφείου είχεν ήδη λήξει. Επίσης διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου  14(β) που απαγορεύει την παραποίηση ή τη λανθασμένη πληροφόρηση σε σχέση με τους όρους και συνθήκες εργασίας, με την πληροφόρηση της αλλοδαπής ότι δικαιούτο να απασχολείται και σε άλλο εργοδότη.  Επίσης του άρθρου 15(1) που απαγορεύει την οικονομική επιβάρυνση του εργοδοτούμενου από ιδιωτικό γραφείο εξεύρεσης εργασίας με μορφή αμοιβής για σκοπούς εξασφάλισης εργασίας, με την καταβολή του ήμισυ  του μισθού της αλλοδαπής  στους εφεσείοντες κατά τους πρώτους μήνες εργοδότησης  της, όπως παραδέχθηκε και ο Γεωργιάδης.  Παραβίαση του άρθρου 8(1) με την απασχόληση της αλλοδαπής σε άλλο υποστατικό από την  κατοικία της εργοδότριας της, σύμφωνα με την άδεια εργασίας της, όπως επίσης παραδέχθηκε ο Γεωργιάδης και ότι οφείλετο στην αλλοδαπή ποσό εκ €1.094,10, ως ετήσιες άδειες και μισθοί. Παραβίαση τέλος από πλευράς εφεσειόντων του άρθρου 4 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, που επιβάλλει την υποχρέωση στον εργοδότη καταβολή κοινωνικών ασφαλίσεων για τους εργοδοτούμενους τους,  όπου οι εφεσείοντες δεν κατέβαλλαν Κοινωνικές Ασφαλίσεις για ορισμένη χρονική περίοδο δηλαδή από 3/2/2008 μέχρι 3/2/2010.    Το τελευταίο είχε επισημάνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο και η μη καταβολή τους δεν αφορούσε το Γεωργιάδη αλλά τους ίδιους τους εφεσείοντες.  Δεν φαίνεται να υπήρξε από καμιά πλευρά αντίδραση ως προς τη διαπίστωση αυτή της εφεσίβλητης.  Είναι κατάληξη μας, σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο εμφιλοχώρησε στην πρωτόδικη απόφαση η οποία είναι ορθή. Ακόμη και να μην ήταν σαφής η αιτιολογία, σύμφωνα με τη νομολογία, υπάρχει η ευχέρεια αναπλήρωσης της από τα στοιχεία του Φακέλου (βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298) και Jondine v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500). 

 

Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι ορθά το Δικαστήριο απέρριψε τους  λόγους ακύρωσης ως προς το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

Σ’ ό,τι αφορά την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του Άρθρου 25 του Συντάγματος και της αρχής της αναλογικότητας δεν τέθηκε πρωτόδικα τέτοιο θέμα,  γι’ αυτό και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης κατ’ έφεση  (βλ. χχχ Μακκούλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις 104/2011 και 114/2011, ημερ. 18/10/2017 και χχχ χχχ Σουρουλλά ν. Δημοκρατίας κ.ά., Αναθ. Εφ. 74/2013), ημερ. 10/10/2019).

 

Συνεπώς ο πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγος  έφεσης  είναι έκθετοι σε απόρριψη.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης  οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η εφεσίβλητη τους στέρησε το δικαίωμα ακρόασης και ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό τους αυτό.  Είναι εισήγηση τους ότι το άρθρο 11(1) του Νόμου 8(Ι)/1997,  στο οποίο παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση του εν λόγω ισχυρισμού των εφεσειόντων,  καμιά σχέση δεν έχει με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και με το δικαίωμα ακρόασης που προβλέπει το άρθρο 43(1) του Νόμου 158(Ι)/1999.  Σημειώνουμε ότι το άρθρο 43(1) προνοεί ότι το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ο νόμος ρητά προβλέπει, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης από τη λήψη διοικητικού μέτρου πειθαρχικής φύσης ή είναι δυσμενούς φύσης και το διοικητικό όργανο παρέχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του. 

 

Συναφής με τον τέταρτο είναι ο πέμπτος λόγος έφεσης με τον οποίον  οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόρριψη του ισχυρισμού τους από το πρωτόδικο Δικαστήριο περί παραβίασης από πλευράς εφεσίβλητης του τεκμηρίου της αθωότητας. 

 

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, στο οποίο εμφαίνεται ο τρόπος που το Δικαστήριο αντιμετώπισε την εισήγηση περί παραβίασης του δικαιώματος  ακρόασης και του τεκμηρίου της αθωότητας:

 

«Παραπονούνται επίσης οι αιτητές ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, καθώς και το τεκμήριο της αθωότητας, παράπονα τα οποία όμως δεν κρίνονται ορθά.  Στην πρόσφατη απόφαση χχχ Χουλιώτης ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων(2013) 3 Α.Α.Δ. 524 στο επίκεντρο ήταν και πάλι οι πρόνοιες του Νόμου.  Η Ολομέλεια συμφώνησε με το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε απορρίψει τους ισχυρισμούς περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης, υιοθετώντας την προσέγγιση ότι:

 

«η παραβίαση του άρθρου 8(2) δεν είναι ανάγκη να στοιχειοθετείται με απευθείας πρόσαψη κατηγορίας και παραδοχής ή καταδίκης σ΄ αυτή, αλλά για τους σκοπούς πάντοτε της ανανέωσης της άδειας γραφείο με βάση το Νόμο, εξάγεται και συμπερασματικά.».

 

 Κατά παρόμοιο τρόπο, εφόσον δίδεται ευκαιρία στον αιτητή να προσφέρει τη δική του εκδοχή, η διοίκηση μπορεί να αποφασίσει να μην εγκρίνει ή να μην ανανεώσει την άδεια λειτουργίας εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία οδηγούν σε κατάληξη για παραβίαση των προνοιών του Νόμου.  Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός, όπως διαπιστώθηκε και στην εν λόγω Αναθεωρητική Έφεση, ότι με βάση το άρθρο 11(1) του Νόμου, ο Υπουργός Εργασίας δυνητικά είναι που δύναται να ζητήσει έκθεση από οποιοδήποτε γραφείο εργασίας ή να ζητήσει οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ή εξηγήσεις σε περίπτωση ευλόγων αιτιών για την παραχώρηση από το γραφείο των στοιχείων αυτών. 

 

Επομένως, δεν στοιχειοθετείται παράβαση του τεκμηρίου αθωότητας, ή, της θέσης ότι καταστρατηγήθηκε το δικαίωμα ακρόασης, αφού εν πάση περιπτώσει ο χχχ Γεωργιάδης προσωπικά και εκ μέρους των αιτητών σαφώς κλήθηκε στη διερεύνηση και απάντησε, εκ μέρους της εργοδότριας, στα όσα του καταλογίζονταν.

 

Δεν ήταν ανάγκη για τη μη χορήγηση της άδειας να υπάρξει προηγούμενη καταδίκη των αιτητών ή του χχχ Γεωργιάδη προσωπικά για οποιοδήποτε αδίκημα.  Η προσβαλλόμενη πράξη δεν στηρίχθηκε βέβαια στη μεταγενέστερη καταγγελία που διατυπώθηκε από τον Πρόξενο της Σρι Λάνκα αναφορικά με παράπονο άλλης αλλοδαπής όπου και πάλι παρουσιάζεται η αλλοδαπή να εργαζόταν σε χώρο άλλο από αυτό για τον οποίο ζητήθηκε η άφιξη της στη Δημοκρατία, ενώ δεν πληρωνόταν ούτε τους μισθούς της.»

 

Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εφεσείοντες είχαν την ευχέρεια να εμφανιστούν κατά τη διερεύνηση του παραπόνου της αλλοδαπής, όπως και έπραξαν μέσω του Γεωργιάδη, ο οποίος εμφανίστηκε προσωπικά και απάντησε  σε όλα όσα  καταλογίζονταν στους εφεσείοντες και πρόβαλε τις θέσεις του. 

 

Ως προς την εισήγηση περί παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας, σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485) το υπό αναφορά τεκμήριο παραβιάζεται στην περίπτωση που αποδίδεται σε κάποιον,  χωρίς να έχει κριθεί ένοχος  από αρμόδιο δικαστήριο, η διάπραξη αξιόποινης πράξης.  Είναι φανερό ότι στην παρούσα περίπτωση το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στην απόφαση του ημερ. 11/7/2011 προς τους εφεσείοντες, αναφέρεται  σε παραβίαση προνοιών του περί Ιδιωτικών Γραφείων Εργασίας Νόμου (Ν8(Ι)/1997) που εξάγεται συμπερασματικά ενόψει των παραδοχών του Γεωργιάδη (βλ. Χουλιώτης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).

 

Συνεπώς ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας.

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ως τέτοια επικυρώνεται, η δε έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων. 

 

 

                                                                  Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                                  Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

          Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                                 Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                                 Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

/Α.Λ.Ο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο