
ECLI:CY:AD:2022:D460
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
(ΑΝΑΦΟΡΑ 1/2022)
Αναφορικά με το Άρθρο 140 του Συντάγματος.
30 Νοεμβρίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Πρόεδρος]
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ – ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής
ΚΑΙ
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Σ. Αγγελίδης, Β.Γ. Εισαγγελέας και Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου, Λ. Αρακελιάν και Ν. Καλλένος για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη Γνωμάτευση του Δικαστηρίου
ετοιμάστηκε από τους Λιάτσο, Π. και Οικονόμου, Δ.
και θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.
_ _ _ _ _ _
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: To ΄Αρθρο 18Α(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 έως 2021 (ο Νόμος) προβλέπει για μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ επί οποιασδήποτε συναλλαγής που εκάστοτε εμπίπτει στο Δωδέκατο Παράρτημα.
Το Δωδέκατο Παράρτημα περιλαμβάνει καθορισμένες περιπτώσεις συναλλαγών που υπόκεινται σε τέτοιο μειωμένο συντελεστή. Το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με την παράγραφο (2) του ιδίου Άρθρου «δύναται με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να τροποποιεί το Δωδέκατο Παράρτημα προσθέτοντας ή διαγράφοντας από αυτό οποιαδήποτε περιγραφή ή τροποποιώντας οποιαδήποτε περιγραφή που εκάστοτε προσδιορίζεται σε αυτό.».
Στις 3 Δεκεμβρίου, 2021, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε τον αναφερόμενο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Τροποποιητικό) (Αρ. 6) Νόμο του 2021 και τροποποίησε το Δωδέκατο Παράρτημα του βασικού Νόμου, με την προσθήκη, αμέσως μετά την παράγραφο (5) αυτού, της ακόλουθης νέας παραγράφου: «(6) Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος.». Συνακόλουθα, με την εν λόγω τροποποίηση, αντικείμενο της παρούσας Αναφοράς, η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος εμπίπτει πλέον στις περιπτώσεις που υπόκεινται σε μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, επιζητεί τη γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πόσο ο υπό αναφορά Νόμος βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των ΄Αρθρων 61, 167, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα, με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο και με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.
Το βάρος της εισήγησης του ΄Εντιμου Γενικού Εισαγγελέα, περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι ο υπό Aναφορά Νόμος εμπεριέχει στοιχεία διοικητικής ενέργειας και καταστρατηγεί την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Επεκτείνοντας, θέτει ότι η παρούσα Αναφορά αναδεικνύει σύγκρουση εξουσιών μεταξύ της Εκτελεστικής και της Νομοθετικής Εξουσίας, «….. εφόσον η εν λόγω μείωση του συντελεστή ΦΠΑ υφαρπάζει αρμοδιότητα η οποία ήταν και παραμένει στο Υπουργικό Συμβούλιο και δεν εστιάζεται μόνο στο ζήτημα της μείωσης των εσόδων.». Προσθέτει ότι η επίμαχη τροποποίηση παρακάμπτει την αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου προς έκδοση διαταγμάτων για καθορισμό των περιπτώσεων για τις οποίες επιβάλλεται μειωμένος συντελεστής και «… υπερπηδά αυτή την εξουσία της Εκτελεστικής Εξουσίας και την ξεκάθαρη επιταγή προς το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει διατάγματα και να τροποποιεί απευθείας το Δωδέκατο Παράρτημα.». Εισηγείται, επιπρόσθετα, ότι, βάσει των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή του Κράτους στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και ειδικότερα από τη συμμετοχή στην Οικονομική και Νομισματική ΄Ενωση, η Κυπριακή Δημοκρατία υπόκειται σε δεσμεύσεις που επηρεάζουν την άσκηση της εθνικής οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να διασφαλίζεται σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ, μέσα από τη διατήρηση ενός βιώσιμου οικονομικού πλαισίου σε εθνικό επίπεδο. Στα πλαίσια αυτά, το Υπουργικό Συμβούλιο διαμορφώνει τη δημοσιονομική πολιτική, η οποία, βασίζεται, μεταξύ άλλων, και στον έλεγχο των εσόδων και δαπανών, συνυπολογίζοντας τις πολλές παραμέτρους που πρέπει να ληφθούν υπόψη και την αξιολόγηση των δημοσιονομικών κινδύνων. Υπό τις συνθήκες αυτές, εμπίπτει στην αποκλειστική σφαίρα αρμοδιότητας της Εκτελεστικής Εξουσίας η διαμόρφωση της δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία υπόκειται στις δεσμεύσεις του ενωσιακού δικαίου.
Ως εκ τούτου, η Βουλή των Αντιπροσώπων, μέσα από τη ψήφιση νόμων, όπως ο υπό αναφορά, που επηρεάζουν ουσιαστικά τον σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής, παρεμβαίνει στην προσπάθεια της Εκτελεστικής Εξουσίας να εκπληρώσει τις δημοσιονομικές της υποχρεώσεις, παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο και επηρεάζει τον δημοσιονομικό προγραμματισμό και δεσμεύσεις της Δημοκρατίας έναντι της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.
Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, η πλευρά του Αιτητή παρέπεμψε στην Οδηγία 2006/112/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2009/162/ΕΕ, σχετικά με το κοινό σύστημα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, το Άρθρο 102 της οποίας διαλαμβάνει ότι:
«Άρθρο 102.
Τα κράτη μέλη, έπειτα από διαβούλευση με την επιτροπή ΦΠΑ μπορούν να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή στην προμήθεια φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας ή αστικής θέρμανσης.»
Τέτοια διαβούλευση δεν έγινε πριν από την ψήφιση του υπό αναφορά Νόμου.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Καθ΄ ης η Αίτηση προβάλλει ότι ο υπό αναφορά Νόμος δεν βρίσκεται σε αντίθεση και δεν είναι ασύμφωνος με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αλλά ούτε και παραβιάζει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Εισηγείται ότι το αδιαμφισβήτητο και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της Βουλής των Αντιπροσώπων να θεσπίζει νόμους, εν προκειμένω αναφορικά με μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ, αναγνωρίστηκε και/ή επικυρώθηκε από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2009) 3 ΑΑΔ 648. Προσθέτει ότι η θέσπιση του αναφερόμενου Νόμου δικαιολογείτο, μεταξύ άλλων, λόγω επιτακτικής ανάγκης και επειδή τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να επηρεάζονται από τις επιπτώσεις της πανδημίας της νόσου covid 19. Επιπρόσθετα, θέτει ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι με τον υπό αναφορά Νόμο επηρεάζονται σημαντικά τα δημοσιονομικά του κράτους και/ή ότι παραβιάζονται οποιεσδήποτε δεσμεύσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Εισηγείται δε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είχε το δικαίωμα να επικαλείται παραβίαση του Άρθρου 102 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, αφ΄ ης στιγμής το Άρθρο 102 δεν έχει μεταφερθεί και/ή ενσωματωθεί από την 1.1.2011 στο εσωτερικό εθνικό δίκαιο, κατά τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 2 της εν λόγω τροποποιητικής Οδηγίας 2009/162/ΕΕ. Δεν είναι επιτρεπτό, συνεχίζει η εισήγηση, ο Αιτητής να επικαλείται τη μη εκπλήρωση από τον ίδιο, των υποχρεώσεων που η Οδηγία συνεπάγεται, προκειμένου να επιτευχθεί η κήρυξη της αντισυνταγματικότητας του υπό αναφορά Νόμου.
Όπως επισημάνθηκε στην Αναφορά 5/1993, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1994) 3 ΑΑΔ 167, 173 - 174:
".... Το Άρθρο 140.1 του Συντάγματος προσδιορίζει ως αποκλειστικό αντικείμενο κάθε Αναφοράς τη συνταγματικότητα του νόμου ή της απόφασης ή ορισμένης διάταξης αυτών η οποία αναφέρεται για τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πεδίο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και αποφάσεων, ή μέρους αυτών που αναφέρονται στο Ανώτατο Δικαστήριο, περιορίζεται εξ αντικειμένου στη διαπίστωση κατά πόσο υπάρχει ή όχι σύγκρουση μεταξύ των προνοιών του ελεγχόμενου νόμου ή αποφάσεως και των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος, καθώς και της αρχής της διάκρισης των Εξουσιών. Αυτό επιτυγχάνεται με την αντιπαραβολή των διατάξεων του κρινόμενου νόμου προς τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Οι λόγοι που οδήγησαν το νομοθέτη στη θέσπιση του νόμου, δεν ελέγχονται ούτε αποτελούν μέσο διαπίστωσης ή ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Η σκοπιμότητα και η σοφία των προνοιών του νόμου εκφεύγουν του συνταγματικού ελέγχου....".
Στη Γνωμάτευση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1989) 3 ΑΑΔ 1931, γίνεται αναφορά στο μηχανισμό που δημιουργείται από το ΄Αρθρο 140, προς την κατεύθυνση προληπτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Προληπτικός, δικαστικός, έλεγχος, που αποβλέπει στην εκ των προτέρων αποτροπή κάθε παρέκκλισης από το Σύνταγμα.
Στην πιο πάνω Γνωμάτευση, επιβεβαιώνεται ότι η νομοθετική εξουσία είναι το συνταγματικό όργανο της Πολιτείας για τον καθορισμό του περιεχομένου της νομοθεσίας. Ο νομοθέτης είναι «ο κατ΄ εξοχήν κριτής των δικαιϊκών αναγκών των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου». Η μεγάλη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη στον τομέα των αρμοδιοτήτων του, περιορίζει, ανάλογα, και «….. το πεδίο για δικαστική παρέμβαση, στις περιπτώσεις εκείνες που ο νομοθέτης υπερβαίνει τα ακραία όρια της νομοθετικής του αρμοδιότητας και νομοθετεί κατ΄ αντίθεση ή με τρόπο ασύμφωνο προς συγκεκριμένες διατάξεις του Συντάγματος.».
Όπως είχε την ευκαιρία η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου να υπομνήσει στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 4/2021, ημερ. 24.1.2022:
«Η κατοχύρωση της διάκρισης των λειτουργιών του κράτους, αξιακή αρχή που διαχέει κάθε σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα, είναι θεμελιώδους σημασίας καθότι αφενός αποφεύγεται η συγκέντρωση των εξουσιών στα χέρια ενός και μόνο οργάνου, στοιχείο που εγκυμονεί εν δυνάμει κινδύνους αυθαιρεσίας και, αφετέρου, παρέχεται η δυνατότητα σε κάθε μια από τις κρατικές εξουσίες προς έλεγχο των υπολοίπων.»
Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 2/2017, ημερ. 5.2.2018, λέχθηκαν τα εξής:
«Έχοντας εξετάσει το αναφυέν ζήτημα, υπενθυμίζεται ότι η διάκριση των εξουσιών είναι όχι μόνο διάχυτη στο συνταγματικό στερέωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά έχει πλειστάκις αναγνωρισθεί και επιβεβαιωθεί ως η αναγκαία υποστήλωση αυτής τούτης της πολιτειακής λειτουργίας, (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2009) 3 Α.Α.Δ. 23 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 3/2014, ημερ. 31.10.2014). Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών απαγορεύει και αποκλείει την άσκηση ή την ανάληψη εξουσίας εκτός της σφαίρας της αντίστοιχης αρμοδιότητας εκάστης εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών, (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1994) 3 Α.Α.Δ. 93).
Ενεργώντας, όμως, η κάθε εξουσία εντός των αρμοδιοτήτων της, έχει και ανάλογο εύρος κινήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επεμβαίνει αναρμοδίως ή υφαρπάζει εξουσίες που δεν της αναλογούν.»
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η συγκεκριμένη αρμοδιότητα εμπίπτει στα πλαίσια της εκτελεστικής ή της νομοθετικής λειτουργίας του κράτους. Όταν ένας Νόμος εμπεριέχει στοιχεία διοικητικής ενέργειας, τότε αυτός είναι αντισυνταγματικός. Τέτοια είναι η περίπτωση όταν στην πραγματικότητα ασκείται υπό νομοθετικό μανδύα και με έρεισμα την συνταγματική εξουσιοδότηση προς την Βουλή να ασκεί την νομοθετική της εξουσία «εν παντί θέματι» (Άρθρο 61 του Συντάγματος) εκτελεστική αρμοδιότητα, η άσκηση της οποίας συναρτάται προς παράγοντες που μόνο η Διοίκηση είναι σε θέση να σταθμίσει σε κάθε δεδομένη περίπτωση (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.1) (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C811AAΔ 622).
Το Άρθρο 61 του Συντάγματος δεν παρέχει τη δυνατότητα στη Βουλή να νομοθετεί «εν παντί θέματι», αλλά ορίζει ότι η νομοθετική εξουσία της Βουλής ασκείται από την Βουλή «εν παντί θέματι». Συνεπώς η ευρύτατη και αδιαμφισβήτητη αρμοδιότητα της Βουλής, απόρροια της λαϊκής κυριαρχίας, αναφέρεται στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας και δεν περιλαμβάνει, ούτε επιτρέπει παρέμβαση στο έργο της Διοίκησης. Τούτο αποκλείεται από τη θεμελιακή Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.
Στα ίδια πλαίσια, στις υποθέσεις Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορές Αρ. 6/2021 και 7/2021, ημερ. 20.7.2022, αποφασίστηκε ότι η παροχή επιδομάτων από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποτελεί κατ’ εξοχήν ζήτημα το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας και προϋποθέτει ρύθμιση των συγκεκριμένων περιπτώσεων μετά από διαβούλευση με όλους τους αρμοδίους φορείς, ειδική γνώση επί του θέματος και ενδελεχή μελέτη προς αξιολόγηση των οικονομικών συνεπειών.
Κατά παρόμοιο τρόπο έχει προβλεφθεί στο προαναφερθέν Άρθρο 102 η διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης με την Επιτροπή ΦΠΑ, για την ανάγκη αποφυγής κάθε στρέβλωσης του ανταγωνισμού μεταξύ Κρατών Μελών και της διασφάλισης επαρκούς πληροφόρησης των λοιπών Κρατών Μελών για κάθε περίπτωση εφαρμογής μειωμένου συντελεστή από τα κράτη μέλη στον ιδιαίτερα ευαίσθητο αυτό τομέα. «Κατά συνέπεια, απαιτείται διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης με την επιτροπή ΦΠΑ» (αιτιολογική σκέψη 6 στο Προοίμιο της τροποποιητικής Οδηγίας 2009/162/ΕΕ).
Η Καθ΄ ης η Αίτηση προέβαλε τον ισχυρισμό ότι το Άρθρο 102 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ δεν έχει μεταφερθεί και άρα δεν έχει απευθείας ισχύ στο κυπριακό δίκαιο. Ο Αιτητής απάντησε ότι εφόσον πρόκειται για διάταξη που αφορά μόνο στις σχέσεις μεταξύ των Κρατών Μελών και της Επιτροπής, δεν απαιτείται καταρχήν (in principle) να μεταφέρεται στο εσωτερικό δίκαιο, παραπέμποντας στην απόφαση του ΔΕΕ, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-296/01 [2003] E.C.R. I-13909, 20.11.2003, σκέψη 92.
Ανεξαρτήτως όμως τούτου, η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου εκφράζεται, στην περίπτωση των Οδηγιών, με την αναγνώριση υποχρέωσης των εθνικών Δικαστηρίων για ερμηνεία του εθνικού δικαίου, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας κατά το μέτρο του δυνατού (C-106/89, Marleasing SA v. La Comercial Internacional de Alimentacion SA, ημερ. 13.11.1990, Sigma Radio T.V. Public Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 ΑΑΔ 111, ECLI:CY:AD:2015:C245).
Ό,τι ερμηνευτικά αναζητούμε, εν προκειμένω, είναι η φύση της συγκεκριμένης αρμοδιότητας ως νομοθετικής ή διοικητικής.
Eίναι, ως εκ των άνω, από το κοινοτικό δίκαιο που προκύπτει ότι η διαβούλευση με την επιτροπή ΦΠΑ «βαραίνει την εκτελεστική εξουσία και ειδικότερα το Υπουργείο Οικονομικών και όχι την Βουλή των Αντιπροσώπων», όπως ακριβώς ο ευπαίδευτος δικηγόρος της τελευταίας υπέβαλε αγορεύοντας. Εναπόκειτο, συνεπώς, στην εκτελεστική εξουσία, το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως ρητά προβλέπει το Άρθρο 18Α, να προσθέσει ή να διαγράψει οποιαδήποτε συναλλαγή από το Δωδέκατο Παράρτημα. Τούτο μετά από διαβούλευση στα πλαίσια της επιτροπής ΦΠΑ, η οποία αποτελείται από γνώστες του αντικειμένου και του τρόπου λειτουργίας του ΦΠΑ, προηγούμενη ενημέρωση της Επιτροπής (C-384/01, Επιτροπή κατά Γαλλίας, 8.5.2003, σκέψη 32) και λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, ειδικότερα αξιολογώντας τις οικονομικές συνέπειες, όχι απλώς ως κυπριακό κράτος, αλλά ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ανάλογες υποχρεώσεις, σε σχέση με ένα σημαντικό φόρο για τους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είναι σαφώς το πνεύμα του Άρθρου 102, που καθορίζει και τη φύση της σχετικής λειτουργίας ως εκτελεστικής φύσεως. Τούτο επιπρόσθετα με την ερμηνεία που, ούτως ή άλλως, προκύπτει από αυτή τούτη τη φύση της πράξης.
Η απόφαση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2009) 3 ΑΑΔ 648, στην οποία παραπεμφθήκαμε από τον ευπαίδευτο δικηγόρο της Καθ΄ ης η Αίτηση, κρίνουμε ότι δεν είναι σχετική εφόσον απλώς ερμήνευσε το Άρθρο 80 του Συντάγματος, το οποίο δεν τέθηκε, εν προκειμένω, ως βάση της Αναφοράς. Αντίθετα, ως βάση της Αναφοράς τέθηκε, μεταξύ άλλων, η παραβίαση της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών. Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, διαπιστώνουμε τέτοια παραβίαση.
Γνωματεύουμε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος παραβιάζει την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, ως εκ τούτου κρίνεται, καθ΄ ολοκληρία, ως αντισυνταγματικός.
Η Γνωμάτευσή μας κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 140.2 του Συντάγματος.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
ΣΦ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο