ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 1181/2004, 17 Iανουαρίου, 2005
print
Τίτλος:
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 1181/2004, 17 Iανουαρίου, 2005
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 1181/2004, 17 Iανουαρίου, 2005 ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 1181/2004, 17 Iανουαρίου, 2005

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 1181/2004

 

17 Iανουαρίου, 2005

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Αιτητής

- και -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

3. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Καθών η αίτηση.

----------------------------------- -------

Αίτηση ημερ. 16/12/04 για προσωρινό διάταγμα

Π. Αγγελίδης, για τον αιτητή

Θ. Πιπερή (κα), Νομικός Λειτουργός για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθών η αίτηση

----------------------------------< /P>

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Ο αιτητής, που είναι μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, στο βαθμό του Αν. Λοχία και με αρ. 1419, καταχώρησε την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγή, με την οποία ζητά δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου, ότι «η πράξη 13/10/04 και/ή η απόφαση των καθών η αίτηση ημερ. 24/11/04 με την οποία αποφάσισαν τη συνέχιση της πειθαρχικής διαδικασίας στην πειθαρχική υπόθεση ΥΚΑΝ αρ. 1/04 εναντίον του, παρόλο που ταυτόχρονα εκκρεμεί προς εκδίκαση η ποινική υπόθεση υπ’ αρ. 11139/04 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για τις ίδιες κατηγορίες, είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα και/ή είναι εναντίον του δημοσίου συμφέροντος».

Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της κυρίως προσφυγής καταχωρήθηκε και η παρούσα αίτηση μονομερώς (ΕΧ ΠΑΡΤΕ) με την οποία ο αιτητής ζητά διάταγμα το οποίο να εμποδίζει και/ή απαγορεύει την εκδίκαση της εν λόγω πειθαρχικής υπόθεσης από την Πειθαρχική Επιτροπή (Νεόφυτο Κωνσταντίνου, πρόεδρο, Μαριάννα Φραντζή και Ανδρέα Κρόκο μέλη) μέχρι την τελική εκδίκαση της προαναφερθείσας ποινικής υπόθεσης.

Η αίτηση βασίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6, άρθρα 4, 5, 7 και 9, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, άρθρο 32, και στους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.48 Θ. 1, 13 και 14. Αναφορικά με τα γεγονότα η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του αιτητή.

Αρκετό μέρος της εν λόγω ένορκης δήλωσης ουσιαστικά αφορά την ενοχή ή μη του αιτητή, τόσο στην ποινική όσο και στην πειθαρχική διαδικασία, θέματα που είναι άσχετα με την παρούσα υπόθεση. Αν είναι ένοχος ή όχι, αυτό θα αποφασιστεί στις εν λόγω διαδικασίες. Θεωρώ σχετικά τα όσα αναφέρει στην παράγραφο 9 και συνέχεια, η ουσία των οποίων είναι ότι είναι «αντικανονικό, αφύσικο και παράξενο και εναντίον του δημοσίου συμφέροντος να διεξαχθεί η πειθαρχική δίωξη πριν την ποινική». Επικαλείται κίνδυνο να γελοιοποιηθεί τόσο ο ίδιος όσο και τα δικαστήρια και η Πειθαρχική Επιτροπή της Αστυνομίας, αν για παράδειγμα καταδικαστεί από την Πειθαρχική Επιτροπή και αθωωθεί από το ποινικό δικαστήριο, αφού δε θα υπάρχει τρόπος αποκατάστασης του. Ζήτησε από την Πειθαρχική Επιτροπή να διακόψει τη διαδικασία και η Επιτροπή με ενδιάμεση απόφαση της ημερ. 24/11/04 απέρριψε το αίτημα του. Η εν λόγω απόφαση είναι «άδικη, αντισυνταγματική, παράνομη και εναντίον του δημοσίου συμφέροντος».

Η πλευρά των καθών η αίτηση (στους οποίους επιδόθηκε η αίτηση με οδηγίες του δικαστηρίου) καταχώρησε ένσταση η οποία συνοδεύεται από σχετική ένορκη δήλωση του Γεώργιου Τρυφωνίδη που είναι Αν. Αστυνόμος Β και Εισαγγελεύων. Με την ένορκη δήλωση του ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει καμιά παρανομία και ούτε θα υποστεί ο αιτητής ανεπανόρθωτη ζημιά. Αντίθετα στη διοίκηση θα προκληθεί πρόβλημα στον τρόπο λειτουργίας της. Διατείνεται περαιτέρω ότι δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη που να μπορεί να προσβληθεί με την κυρίως προσφυγή, ισχυρισμό που οι καθών η αίτηση προβάλλουν και στην καταχωρηθείσα ένσταση τους στην κυρίως υπόθεση. Οι δυο διαδικασίες είναι άσχετες και ανεξάρτητες μεταξύ τους.

Από τις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων προκύπτει ότι δεν είχαν διαφορά στις αρχές που διέπουν την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων. Έτσι και από πλευράς δικής μου αρκούμαι να αναφερθώ σε δυο μόνο από τις πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ασχολούνται με το θέμα αυτό.

Στην υπόθεση Ιωάννης Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου, Α.Ε. 3090 ημερ. 1/3/01 ο Νικήτας, Δ. (όπως ήταν τότε) στις σελ. 2-3 ανάφερε τα ακόλουθα:

«Ο καν. 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 είναι η δικονομική βάση για την παροχή προσωρινής προστασίας στις διοικητικές υποθέσεις. Αποτέλεσε δε και σ’ αυτή την περίπτωση το νομικό έρεισμα της αίτησης. Είναι κοινός τόπος, αλλά πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι η εξουσία αυτή του δικαστηρίου είναι διακριτικού χαρακτήρα και ότι ασκείται με φειδώ. Για να πετύχει ένα τέτοιο διάβημα χρειάζεται η συνδρομή δύο προϋποθέσεων: (1) έκδηλη παρανομία της πράξης, και (2) ανεπανόρθωτη ζημία, που μπορεί να προκαλέσει στο διοικούμενο η άμεση εφαρμογή της (βλ. για εκτενή ανάλυση την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση 141/89 Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 29/5/90 και Λοϊζίδη ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Δεν είναι όμως απαραίτητο να συντρέχουν και οι δύο παραπάνω όροι προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα.»

 

Στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, προσφ. αρ. 1140/03, ημερ. 1/12/03, ο Καλλής Δ. στη σελ. 5 διατύπωσε τη νομική πτυχή ως εξής:

«Έχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο για χορήγηση προσωρινού διατάγματος έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στην Διοίκηση. Ωστόσο αποτελεί λόγο που θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να ισοδυναμεί με έκδοση απόφασης επί της ουσίας. Η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος (βλ. Σοφοκλέους, πιο πάνω). Επίσης, είναι νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη. Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας)).»

Από την αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή και τις αυθεντίες που έχει επικαλεστεί, μεταξύ των οποίων, και οι υποθέσεις Διευθυντής Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217 και Βeogradska DD. (1996) 1 Α.Α.Δ. (Δ) 211, φαίνεται ότι η ουσία του ισχυρισμού του είναι ότι η ταυτόχρονη εκδίκαση της ποινικής και της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του αιτητή είναι παράνομη. Επομένως το πρώτο θέμα που θα πρεπει να εξετάσουμε είναι αν ο αιτητής απέδειξε έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης με την κυρίως προσφυγή απόφασης ή κατά πόσο η μη αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά.

Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου [(βλ. μεταξύ άλλων Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα και Beogradska DD. (ανωτέρω)], η ταυτόχρονη ύπαρξη δυο διαδικασιών με τις οποίες να επιδιώκεται ο ίδιος σκοπός αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

Από σύγκριση των δυο διαδικασιών στη δική μας περίπτωση (ποινικής και πειθαρχικής) φαίνεται ότι αμφότερες ξεκίνησαν με αφορμή τα ίδια γεγονότα, δηλαδή υποψία των υπευθύνων της αστυνομίας ότι ο αιτητής αποκάλυψε σε δυο πρόσωπα ότι θα γινόταν επιχείρηση σε κάποιο χώρο όπου μαζεύοντο άτομα για σκοπούς χρήσης ναρκωτικών, με αποτέλεσμα να αποτύχει η εν λόγω επιχείρηση.

Στην υπόθεση Χαραλαμπίδη ν. Κωμοδρόμου, Π.Ε. 7063 ημε. 11/11/02, κρίθηκε ότι η ταυτόχρονη ύπαρξη πολιτικής και ποινικής διαδικασίας δεν αποτελούσε κατάχρηση διαδικασίας. Από ελληνικά συγγράμματα φαίνεται ότι η παράλληλη διεξαγωγή ποινικής και πειθαρχικής διαδικασίας, είναι δυνατή, (βλ. μεταξύ άλλων Κυριακόπουλος «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» έκδοση 4η σελ. 281, 282, Ι. Τάχος «Θεμελιώδεις Υποχρεώσεις των Δημοσίων Υπαλλήλων» έκδοση Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη (1981) σελ. 162 και Γ. Ναυπλιώτη «Πειθαρχικό Δίκαιο» (1978) σελ. 45-46).

Με βάση τα πιο πάνω εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η παρούσα δεν είναι περίπτωση κατάχρησης διαδικασίας με την έννοια των υποθέσεων Περέλλα και Βeogradska (πιο πάνω). Προχωρώ όμως να πω ότι και αν ακόμη κατέληγα ότι η ταυτόχρονη εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων εναντίον του αιτητή αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αυτό δεν ήταν δυνατό να εξομοιωθεί με έκδηλη παρανομία, διότι στην περίπτωση που το δικαστήριο καταλήγει ότι υπάρχει κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας απλώς έχει διακριτική ευχέρεια (δηλ. δεν είναι υπόχρεο) να διατάξει είτε την αναστολή της μιας από τις δυο διαδικασίες ή την απόρριψη, κανονικά της δεύτερης, δίνοντας συνήθως στο διάδικο την επιλογή να αποφασίσει ποιά από τις δύο διαδικασίες επιθυμεί να προχωρήσει.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της απόδειξης έκδηλης παρανομίας ήταν η θέση της συνηγόρου των καθών η αίτηση ότι η κυρίως προσφυγή δεν θα μπορούσε να προχωρήσει, αφού η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι ολοκληρωμένη εκτελεστή διοικητική πράξη. Επομένως δεν τίθεται θέμα έκδηλης παρανομίας. Αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο σύγγραμμα του κ. Νίκου Χαραλάμπους «Η Δράση και/ή ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης» 2η έκδοση, Αναθεωρημένη και Συμπληρωμένη (2004) σελ. 123 στο οποίο υποστηρίζεται η θέση ότι «σε μια πειθαρχική διαδικασία θεωρούνται κατά κανόνα προπαρασκευαστικές πράξεις, οι πράξεις που προηγούνται της έκδοσης απόφασης από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο και σχετίζονται με την πειθαρχική δίκη, όταν δε δημιουργούνται έννομα αποτελέσματα εις βάρος του αιτητή». Σχετική με το θέμα αυτό είναι και η υπόθεση Frangos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53. Εδώ η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί ούτως ώστε, εκ πρώτης όψης (αφού τελική απόφαση στο θέμα θα δοθεί στην κυρίως προσφυγή) κρίνω ότι δεν έχουμε εκτελεστή διοικητική πράξη. Αυτό οδηγεί στην κατάληξη ότι η περίπτωση είναι τέτοια που δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη παρανομία.

Άλλος ισχυρισμός της πλευράς του αιτητή ήταν ότι η προώθηση της πειθαρχικής διαδικασίας είναι αντισυνταγματική διότι παραβιάζει το Άρθρο 12 του Συντάγματος. Κρίνω ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί αφού το Άρθρο τούτο δεν εφαρμόζεται σε πειθαρχικές διαδικασίες αλλά σε ποινικές. (βλ. Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατιας» (2000) του Ανδρέα Ν. Λοίζου σελ. 81). Προφανώς γιαυτό το λόγο ο Καν. 49 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/89) εισήξε πρόνοια παρόμοια με αυτή του Άρθρου 12 του Συντάγματος για πειθαρχικές διαδικασίες. Με τον εν λόγω κανονισμό προβλέπεται ότι «πειθαρχική δίωξη δεν μπορεί να ασκηθεί εναντίον μέλους της Αστυνομίας για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο ήδη βρέθηκε ένοχο ή για το οποίο αθωώθηκε». Στη δική μας περίπτωση δε τυγχάνει εφαρμογής ο εν λόγω κανονισμός αφού δεν έχουμε περίπτωση που να είχε δικαστεί πειθαρχικά ο αιτητής και να βρεθεί ένοχος ή αθωωθεί και να ακολούθησε νέα πειθαρχική δίωξη για το ίδιο θέμα.

Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι η υπόθεση είναι τέτοια που δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη παρανομία.

Αναφορικά με το δεύτερο από τα προαναφερθέντα κριτήρια για την εφαρμογή του Κ. 13 των περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962, δηλαδή αυτό της ανεπανόρθωτης ζημιάς, και πάλιν δεν έχω ικανοποιηθεί ότι πληρούται. Αν θα γελοιοποιηθεί το δικαστήριο ή το πειθαρχικό όργανο της Αστυνομίας σίγουρα δεν είναι θέματα που αφορούν τον αιτητή. Όσον αφορά τώρα την ισχυριζόμενη γελοιοποίηση του ιδίου και πάλιν τούτο δεν αποτελεί ανεπανόρθωτη ζημιά (βλ. Frangos & others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 53).

Τέλος θα ήθελα να πω κάτι και για τη νομική βάση της αίτησης. Αυτή στηρίζεται σε νομοθετικές και διαδικαστικές διατάξεις που αφορούν προσωρινά διατάγματα σε αγωγές ενώπιον πρωτοδίκων δικαστηρίων. Για προσφυγές υπάρχει ειδική πρόνοια (καν. 13 των περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962) της οποίας πρόνοιας δεν έγινε επίκληση. Επειδή όμως δεν υπήρξε ένσταση με αποτέλεσμα να μη συζητηθεί το θέμα ενώπιον μου, προτιμώ να μην εκφέρω άποψη κατά πόσο η παράλειψη αυτή θα αποτελούσε από μόνη της λόγο για απόρριψη αίτησης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η παρούσα αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

Ως αποτέλεσμα η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα να είναι έξοδα δίκης αλλά σε καμιά περίπτωση εναντίον των καθών.

 

Μ. Φωτίου, Δ.

 

/ΚΑς

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο