
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 71/2003)
9 Φεβρουαρίου, 2005
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΑΙΤΗΤΡΙΑ,
- KAI -
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - -
Μ. Κωνσταντίνου, για την Αιτήτρια.
Ν. Παρτασίδου, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 12.7.2002 η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (η Επιτροπή) προκήρυξε, μεταξύ άλλων, θέσεις Λειτουργού με ειδίκευση στα Νομικά. Οι θέσεις ήταν πρώτου διορισμού. Υπέβαλαν αίτηση τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος (Ελένη Κουπεπίδου). Στα πλαίσια της διαδικασίας επιλογής, διεξήχθησαν γραπτές και προφορικές εξετάσεις. Τελικά, κρίθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν ο καταλληλότερος υποψήφιος για διορισμό και διορίστηκε.
Με την προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους.
Προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι εσφαλμένα η Επιτροπή “στηρίχθηκε εξ΄ ολοκλήρου στη γενική εντύπωση που διαμόρφωσε στη συνέντευξη” για να αποκλείσει την αιτήτρια χωρίς να συσταθμίσει και τα υπόλοιπα στοιχεία. Επίσης, ότι η αξιολόγηση των υποψηφίων δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη για το λόγο ότι δεν έγινε οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ τους, ούτε υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά στον τύπο των ερωτήσεων που υποβλήθηκαν και/ή στα συγκεκριμένα θέματα που περιστράφηκαν. Πρόσθετα, δε λήφθηκε υπόψη η υπεροχή της αιτήτριας έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους στις γραπτές εξετάσεις ενώ, αντίθετα, λήφθηκε υπόψη το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε γνώση “και σε οικονομικά θέματα” ενώ το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν έκανε οποιαδήποτε σχετική αναφορά.
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Από το σχετικό πρακτικό της Επιτροπής (Παράρτημα 3 στην Ένσταση) προκύπτουν τα εξής: Τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχαν το απαραίτητο πτυχίο όπως και το μεταπτυχιακό προσόν το οποίο συνιστούσε πλεονέκτημα. Η αιτήτρια είχε βαθμολογηθεί με 76/100 στη γραπτή εξέταση ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος με 75/100. Η αξιολόγηση της απόδοσης της αιτήτριας κατά την προφορική εξέταση ήταν η ακόλουθη: “Οι απαντήσεις της ήταν ελλιπείς και παρουσίαζαν αδυναμίες. Η προφορική της εξέταση βαθμολογείται μέτρια”. Η αντίστοιχη αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους είχε ως εξής: “Στην προφορική συνέντευξη έδειξε ότι είναι άτομο που αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και με καλές διοικητικές ικανότητες. Οι απαντήσεις της ήταν ολοκληρωμένες και έδειχνε να γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενο τους τόσο σε θέματα νομοθεσίας όσο και σε οικονομικά θέματα. Γενικά από την προφορική της παρουσίαση βαθμολογείται με εξαίρετα.” Ακολούθως, η Επιτροπή, έχοντας υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στο ενδιαφερόμενο μέρος. Σχολιάζοντας τη βαθμολογία της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους στη γραπτή εξέταση, η Επιτροπή σημείωσε ότι “Η υπεροχή ... της κας Νικολάου σε σχέση με την κα Κουπεπίδου στη γραπτή εξέταση υπερκαλύπτεται από τη σημαντική υπεροχή της κας Κουπεπίδου στην προφορική συνέντευξη”. Στη βάση αυτών των δεδομένων, είναι πρόδηλο ότι δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε εξ΄ ολοκλήρου στη γενική εντύπωση που διαμόρφωσε στις συνεντεύξεις ούτε ότι δεν έγινε σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων ή ότι δεν υπήρχε επαρκής αιτιολογία της απόφασης. Όσον αφορά τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, όπως και τα σχετικά θέματα, σημειώνω ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η Διοίκηση δεν υπέχει υποχρέωση να καταγράφει είτε τις ερωτήσεις είτε τις απαντήσεις στις προφορικές εξετάσεις. Η Διοίκηση έχει πάντοτε τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλει τις ερωτήσεις που κρίνει ότι θα τις επιτρέψουν να αξιολογήσει την αξία και, γενικότερα, την προσωπικότητα των υποψηφίων. (Βλ., μεταξύ άλλων, Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ689, 15.3.1990). Ήταν δε εύλογο για την Επιτροπή, ενόψει της φύσης της επίδικης θέσης, να επιδιώξει να διακριβώσει, πέραν από τις νομικές ικανότητες, και τις διοικητικές ικανότητες των υποψηφίων, ακόμη δε και τις γνώσεις τους σε οικονομικά θέματα, εφόσον τα τελευταία εμπλέκονται άμεσα με τη λειτουργία της Επιτροπής σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, αλλά και τα καθήκοντα της θέσης που συμπεριλαμβάνουν και την εποπτεία και παρακολούθηση της Κεφαλαιαγοράς, πράγμα που προϋποθέτει γνώσεις και σε οικονομικά θέματα.
Άλλος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται είναι ότι η Επιτροπή δεν προέβη στην αναγκαία έρευνα για τη διακρίβωση του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Δοθέντος ότι τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος απέκτησαν τα μεταπτυχιακά τους προσόντα σε Πανεπιστήμια της Αγγλίας, η αιτήτρια στο Middlesex University και το ενδιαφερόμενο μέρος στο University of London, ήταν εύλογο για την Επιτροπή να καταλήξει ότι και οι δύο κατείχαν το προσόν της “πολύ καλής γνώσης” της Αγγλικής γλώσσας.
Ο τελευταίος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται αφορά και πάλι τον ισχυρισμό για μη δέουσα έρευνα. Προβάλλεται η θέση ότι η Επιτροπή δεν διενήργησε τη δέουσα έρευνα σχετικά με το προσόν “ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, εχεμύθεια, πρωτοβουλία και ευθυκρισία”.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η Επιτροπή έκρινε ότι όλες οι υποψήφιες πληρούσαν τα απαραίτητα προσόντα. Δεν ήταν απαραίτητο για την Επιτροπή να καταγράψει τη νοητική εργασία βάσει της οποίας κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο