
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1236/2003)
27 Μαΐου 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΥΡΟΣ ΛΕΥΚΙΟΥ,
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
- ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
- ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής, ως Αστυνόμος Β΄ που ήταν, υπέβαλε την παραίτηση του με επιστολή, ημερ. 9 Οκτωβρίου 2003, η οποία παραδόθηκε αυθημερόν στον Αρχηγό Αστυνομίας. Έγραψε τα εξής:
« Αίτηση για παραίτηση
Με την παρούσα επιστολή μου επιθυμώ να υποβάλω την παραίτησή μου από τις τάξεις της Αστυνομίας το συντομότερο δυνατόν.
Έχω πληροφορηθεί από τον Αστυνομικό Διευθυντή Λευκωσίας σχετικά με τις πρόνοιες της Διοικητικής Διαταγής 10/93 ημερομηνίας 10.5.93 και η απόφαση μου είναι οριστική και αμετάκλητη.»
Ο τότε Καν. 12(1) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89), όπως διαβαζόταν υπό το φως του περί Αστυνομίας (τροποποιητικού Νόμου) του 1993, Ν. 8(Ι)/93, προέβλεπε ότι:
«12. – (1) Εξαιρουμένου ειδικού αστυφύλακα που διορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30 του περί Αστυνομίας Νόμου, κανένα μέλος της Δύναμης δεν μπορεί να παραιτηθεί από τη Δύναμη, εκτός αν του επιτραπεί ρητά από τον Αρχηγό και στην περίπτωση των Ανώτερων Αξιωματικών κατόπιν έγκρισης του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως.»
Ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 (όπως τροποποιήθηκε) ότι ο Αστυνόμος Β΄ συγκαταλέγεται στους ανώτερους αξιωματικούς. Επομένως, στην περίπτωση του αιτητή χρειαζόταν η έγκριση του Υπουργού.
Κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι την 9 Οκτωβρίου 2003, στάληκε εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας η εξής επιστολή απευθυνόμενη προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως:
« Κύρος Λεύκιου, Αστυνόμος Β΄
(Α.Κ.Α. 174595)
Πρόωρη Αφυπηρέτηση
Υποβάλλεται αίτηση του Αστυνόμου Β΄ κ. Κ. Λεύκιου, ημερομηνίας 9.10.2003, με την οποία ζητεί να αφυπηρετήσει προτού συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας του. Το Άρθρο 9(β) του περί Συντάξεων Νόμου Ν. 97(Ι)/97 είναι σχετικό.
2. Ο αιτητής γεννήθηκε στις 14.1.1946, συμπλήρωσε το 55ο έτος της ηλικίας του στις 14.1.2001 και επιθυμεί όπως η προαφυπηρετική του άδεια αρχίζει από τις 13.10.2003.
3. Ο πιο πάνω αναφερόμενος γράφτηκε Αστυφύλακας στις 19.9.1966 και τώρα υπηρετεί στην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκωσίας. Δεν εκκρεμεί καμία Ποινική ή Πειθαρχική Υπόθεση εναντίον του.
4. Ουδεμία ένσταση υπάρχει για την πρόωρη αφυπηρέτησή του και παρακαλώ όπως το αίτημα του εγκριθεί.»
Στο άνω μέρος αυτής της επιστολής τέθηκε σφραγίδα με την ένδειξη ότι λήφθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2003 και στο κάτω μέρος τέθηκε χειρογράφως η λέξη «εγκρίνεται» συνοδευόμενη από μονογραφή. Κατά τη Δημοκρατία, τη λέξη την έγραψε και τη μονογράφησε ο Υπουργός. Αυτό φαίνεται να υποστηρίζεται από επιστολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ημερ. 16 Οκτωβρίου 2003, η οποία πληροφορούσε τον Αρχηγό Αστυνομίας ότι «ο κ. Υπουργός σύμφωνα με το άρθρο 9(β) του περί Συντάξεων Νόμου, Ν. 97(Ι)/97 ενέκρινε το αίτημα». Επιπλέον, κατά τη Δημοκρατία, η έγκριση δόθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2003. Τίποτε όμως δεν υπάρχει στο φάκελο που να το επιβεβαιώνει αυτό το δεύτερο. Και δεν θα θεωρούσα εν προκειμένω παραδεκτή την προσκόμιση μαρτυρίας για τη συμπλήρωση του διοικητικού φακέλου επί του οποίου διενεργείται ο δικαστικός έλεγχος.
Στο μεταξύ με δεύτερη επιστολή, ημερ. 10 Οκτωβρίου, η οποία λήφθηκε στο Αρχηγείο Αστυνομίας στις 13 του ίδιου μηνός, ο αιτητής έφερε σε γνώση του Αρχηγού Αστυνομίας ότι βρισκόταν με άδεια ασθενείας από 10 Οκτωβρίου 2003 μέχρι και την 31 Οκτωβρίου 2003 και ζήτησε όπως καθοριστεί ως ημερομηνία έναρξης της προαφυπηρετικής άδειας η 1 Νοεμβρίου 2003. Παράλληλα, στις 13 Οκτωβρίου 2003, έγινε καταχώριση σε σχετικό φάκελο ότι:
«- Αναπλ. Αστυνομικό Διευθυντή Τμ. Α΄
(Για Υπ/νο Γραφείου Προσωπικού)
Ο Αρχηγός Αστυνομίας ενημερώθηκε και εφόσον η έγκριση για παραίτηση του Αστυνόμου Β΄ Κύρου Λευκίου έχει εγκριθεί, η προαφυπηρετική του άδεια θα αρχίσει από τις 13.10.03, ημερομηνία η οποία είχε καθοριστεί εξαρχής, παρακαλώ.
Υπαστυνόμος Μ. Κατσουνωτός
Γραφείο Αρχηγού Αστυνομίας»
Απάντηση στο αίτημα για αφυπηρέτηση δόθηκε με επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας, ημερ. 17 Οκτωβρίου 2003, με την οποία ο αιτητής πληροφορήθηκε την έγκριση. Η επιστολή συνέχιζε ως εξής:
«Συνεπώς αποχωρείτε από την Αστυνομία στις 10 Δεκεμβρίου 2003, αφού σας παραχωρηθεί η εις πίστη σας άδεια απουσίας διάρκειας 58 ημερών η οποία άρχισε στις 13.10.2003. Το Άρθρο 9(β) του περί Συντάξεων Νόμου, Ν. 97(Ι)/97 είναι σχετικό.»
Αργότερα ο αιτητής ζήτησε, με επιστολή ημερ. 1 Νοεμβρίου 2003, όπως η προαφυπηρετική άδεια αρχίσει από 11 Νοεμβρίου 2003 λόγω παράτασης της άδειας ασθενείας μέχρι 10 Νοεμβρίου 2003. Δεν δόθηκε στον αιτητή απευθείας απάντηση. Επιστολή, ημερ. 14 Νοεμβρίου 2003, η οποία απεστάλη εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον Αστυνομικό Διευθυντή Επαρχίας Λευκωσίας, ζητούσε όπως ο αιτητής, που ήταν εκεί τοποθετημένος, ενημερωθεί για την απάντηση σύμφωνα με τα ακόλουθα:
« Αστυνόμος Β΄ Κύρος Λευκίου
Αναφέρομαι στην επιστολή του κ. Κ. Λευκίου ημερομηνίας 1 Νοεμβρίου 2003, με την οποία ζητεί όπως η προαφυπηρετική του άδεια απουσίας αρχίσει με την λήξη της άδειας ασθενείας που του παραχωρήθηκε από τις 10.10 2003 μέχρι 11.11.2003.
Ο κ. Αρχηγός ενημερώθηκε για το αίτημα του και έδωσε οδηγίες όπως ο κ. Λευκίου πληροφορηθεί ότι η έγκριση της παραίτησης του την οποία υπέβαλε στις 9.10.2003 και ζήτησε την παραίτηση του από τις τάξεις της Αστυνομίας το συντομότερο δυνατό, εγκρίθηκε από τον κ. Υπουργό με ημερομηνία έναρξης τις 13.10.2003.
Ως εκ τούτου η ημερομηνία έναρξης της προαφυπηρετικής του άδειας άρχισε στις 13.10.2003.
Παρακαλώ όπως ο κ. Λευκίου ενημερωθεί σχετικά.»
Με την παρούσα προσφυγή ζητείται:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 17.10.2003 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 30.10.2003 και με την οποία αποφασίσθηκε η πρόωρη αφυπηρέτηση με ημερομηνία έναρξης χωρίς να ληφθεί υπόψη το αίτημα του όπως η πρόωρη αφυπηρέτησή του αρχίσει μετά το τέλος της αναρρωτικής άδειας την οποία διά νόμου εδικαιούτο, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να εξετάσουν και/ή ικανοποιήσουν το αίτημα του αιτητή όπως η πρόωρη αφυπηρέτηση του αρχίσει μετά το τέλος της άδειας ασθενείας του, είναι άκυρη, παράνομη και πως ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει.»
Τόσο ο αιτητής όσο και η Δημοκρατία θεώρησαν δεδομένο ότι βάσει του Καν. 12 την αποφασιστική αρμοδιότητα την έχει για τους ανώτερους αξιωματικούς ο Υπουργός, όχι ο Αρχηγός Αστυνομίας. Με αυτό λοιπόν το δεδομένο προβλήθηκαν από τον αιτητή οι εξής τρεις θέσεις: (α) ότι δεν υπήρχε στην πραγματικότητα σαφής διοικητική απόφαση γιατί ο φάκελος δεν περιλάμβανε στοιχεία από τα οποία να μπορούσε να προσδιοριστεί από ποιόν δόθηκε η έγκριση του αιτήματος και πότε• (β) εν πάση περιπτώσει προτού γνωστοποιηθεί στον αιτητή η απάντηση στο αίτημα του αυτός το αναμόρφωσε και θα έπρεπε επομένως να προωθείτο προς τον Υπουργό το αναμορφωμένο αίτημα• και (γ) εφόσον εκείνο που εν τέλει θα έπρεπε να είχε σημασία ήταν το αναμορφωμένο αίτημα, θα έπρεπε να αιτιολογείτο η ημερομηνία έναρξης της προαφυπηρετικής άδειας.
Εκ μέρους της Δημοκρατίας θεωρήθηκε ότι ο μόνος λόγος ακυρότητας που προωθήθηκε με την προσφυγή ήταν η έλλειψη αρμοδιότητας. Με βάση αυτή την αντίληψη, η Δημοκρατία εξέφρασε την άποψη ότι η παραίτηση έγινε αρμοδίως δεκτή από τον Υπουργό ενώ για τον καθορισμό της ημερομηνίας η αρμοδιότητα ανήκε στον Αρχηγό Αστυνομίας, η απόφαση του οποίου δεν προσβάλλεται με την προσφυγή η οποία δεν προωθεί οποιοδήποτε λόγο που να έχει σχέση με προτεραιότητα της άδειας ασθενείας έναντι της άδειας αφυπηρέτησης. Επιπλέον, εκφράστηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας η άποψη ότι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη, την οποία όμως η προσφυγή δεν προσβάλλει, ήταν εκείνη της 14 Νοεμβρίου 2003 με την οποία απορρίφθηκε το νέο αίτημα για παράταση.
Καθώς ήδη σημείωσα, θα μπορούσε ίσως να συμπεράνει κανείς πως ο Υπουργός ενέκρινε την αφυπηρέτηση. Ωστόσο, με βάση το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου δεν καθίσταται γνωστό πότε ακριβώς ήταν που έγινε. Αλλά αυτές οι πτυχές δεν χρειάζεται να με απασχολήσουν περαιτέρω διότι, εν προκειμένω, δεν ενέχουν επιπτώσεις. Εκείνο το οποίο έχει εδώ σημασία είναι το ότι ο αιτητής αναμόρφωσε το αίτημα του, με αναφορά στο χρόνο αφυπηρέτησης, προτού εξωτερικευθεί η διοικητική απόφαση η οποία, υπενθυμίζω, του γνωστοποιήθηκε με την επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 17 Οκτωβρίου 2003. Η απόφαση θα έπρεπε επομένως να λαμβανόταν με βάση το αναμορφωμένο αίτημα, όχι το αρχικό. Αυτό δεν ήταν το μόνο λάθος. Υπήρχε και δεύτερο. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε με την αντίληψη ότι η αποφασιστική αρμοδιότητα για την παραίτηση ανήκε στον Υπουργό. Ενώ, κατά την άποψη μου, προκύπτει από το λεκτικό του Καν. 12, το οποίο θεωρώ απόλυτα σαφές, ότι στην περίπτωση κάθε μέλους της Δύναμης ο Αρχηγός Αστυνομίας είναι που λαμβάνει την απόφαση για την αφυπηρέτηση, μόνο που στην περίπτωση των ανώτερων αξιωματικών χρειάζεται επιπλέον η έγκριση του Υπουργού. Σημαντική ως προς την αρμοδιότητα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η απόφαση στη Χ»Βασιλείου ν. Κ.Ο.Α. (1993) 4(Β) Α.Α.Δ. 981 (σελ. 985) (Πική, Δ. όπως ήταν τότε), η οποία επικροτήθηκε επανειλημμένα από την Ολομέλεια׃ βλ. ενδεικτικά την υπόθεση Συμβουλίου Κεντρικών Σφαγείων ν. Ρωσσίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 39. Αυτό το ζήτημα είναι δημόσιας τάξης και εξετάζεται αυτεπάγγελτα εφόσον, όπως εδώ, υπάρχουν στο Δικαστήριο όλα τα σχετικά στοιχεία.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο