(2005) 4 ΑΑΔ 713
8 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ’ ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 824/2003)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Προδικαστική ένσταση έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αιτητή λόγω μη κατοχής προσόντος ― Δεν επιτρέπεται να προβληθεί στο Δικαστήριο από το καθ’ ου η αίτηση διορίζον όργανο, εφόσον είχε θεωρήσει τον αιτητή προσοντούχο κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Διορισμοί ― Εσφαλμένος καθορισμός του απαιτούμενου επιπέδου γνώσης της αγγλικής γλώσσας στην προκήρυξη και παράλειψη δημοσίευσης της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 4(1) του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 1998 (Ν. 6(Ι)/98) ― Συνέπειες στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Βοηθού Λειτουργού Στήριξης Παραγωγής (Κινηματογραφιστή).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η επίδικη διαδικασία διορισμού διέπετο πρωτίστως από τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1998 (Ν. 6(Ι)/98 όπως τροποποιήθηκε) που έχει ως κεντρικό άξονα τη διεξαγωγή γραπτής εξέτασης σε σχέση με την οποία περιέχονται ειδικές, λεπτομερειακές ρυθμίσεις.
Το Ρ.Ι.Κ. εγείρει προδικαστική ένσταση. Προβάλλει ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος.
Η απάντηση είναι ότι η υποψηφιότητα του αιτητή λήφθηκε υπόψη. Έγινε δεκτή και εξετάστηκε. Κρίθηκε ότι κατείχε τα προσόντα και παρακάθισε στη γραπτή εξέταση. Δεν επιτρέπεται στο Ρ.Ι.Κ. να προωθήσει τώρα άλλη θέση.
2. Το λάθος στην προκήρυξη για το επίπεδο γνώσης της Αγγλικής γλώσσας ο αιτητής δεν μπορεί να το επικαλεσθεί ως λόγο ακυρότητας της προκήρυξης αφού υπέβαλε υποψηφιότητα και επομένως δεν θίγεται δυσμενώς. Τέτοιου είδους λάθος δεν μεταβάλλει ουσιωδώς την περιγραφή της προκηρυχθείσας θέσης και επομένως δεν εξομοιώνεται με την περίπτωση μη προκήρυξης όπου, σύμφωνα με τη νομολογία, δημιουργείται μείζον θέμα αρχής.
3. Είναι όμως σαφές ότι το άρθρο 4(1) του Νόμου καθιστά επιτακτική τη δημοσίευση της εκεί προβλεπόμενης γνωστοποίησης. Αυτός είναι ο μόνος σκοπός του άρθρου. Και αποτελεί λειτουργικό μέρος ενός μηχανισμού που, έχει ακριβώς ως κεντρικό άξονα τη γραπτή εξέταση.
Το διοικητικό συμβούλιο είχε την ευκαιρία να αναλογιστεί τις επιπτώσεις της παράλειψης δημοσίευσης της γνωστοποίησης και να αλλάξει πορεία αλλά δεν το έπραξε. Συναρτημένη με το ζήτημα της βάσει του άρθρου 4(1) γνωστοποίησης είναι και η αρμοδιότητα σε σχέση με αυτή, όπου επίσης προδήλως υπήρξε πλημμέλεια.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Κοφτερός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171.
Προσφυγή.
Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου, για τον Καθ’ ου η αίτηση.
Ε. Γραμμένος για Χ. Κληρίδη, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 10 Σεπτεμβρίου 2002 το διοικητικό συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. αποφάσισε την προκήρυξη, μεταξύ άλλων, και δύο θέσεων Βοηθού Λειτουργού Στήριξης Παραγωγής (Κινηματογραφιστή), Κλ. Α4/7, ως θέσεων πρώτου διορισμού. Ακολούθησε, κατά τον ίδιο μήνα, η σχετική δημοσίευση. Υπέβαλαν αίτηση δεκαέξι άτομα στα οποία συγκαταλέγοντο ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Αντώνης Ευθυμίου και Ευγένιος Κακόπιερος, ο διορισμός των οποίων προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Η διαδικασία διορισμού διέπετο πρωτίστως από τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1998 (Ν. 6(Ι)/98 όπως τροποποιήθηκε) που έχει ως κεντρικό άξονα τη διεξαγωγή γραπτής εξέτασης σε σχέση με την οποία περιέχονται ειδικές, λεπτομερειακές ρυθμίσεις. Προβλέπεται ανάμεσα σ’ άλλα ότι:
«4. – (1) Αναφορικά με τη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ. 2) του 1996, η Ειδική Επιτροπή, και, αναφορικά με τις άλλες υπηρεσίες, η αρμόδια αρχή με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας καθορίζουν σε γενικές γραμμές την ύλη της γραπτής εξέτασης και γνωστοποιούν ότι οι επιτυχόντες στη γραπτή εξέταση υποβάλλονται σε προφορική εξέταση, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου.
(2) Η διαδικασία διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Παρατήματος του παρόντος Νόμου.»
Από τις διατάξεις του Παραρτήματος του Νόμου, ιδιαίτερη εδώ σημασία έχει η παράγραφος 2(3), σύμφωνα με την οποία:
«(3) Η ευθύνη διεξαγωγής της γραπτής εξέτασης για όλες τις άλλες υπηρεσίες για τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ. 2) του 1996 ανήκει στην αρμόδια αρχή, η οποία αναθέτει σε Ειδική Τριμελή Επιτροπή την ευθύνη διεξαγωγής των εξετάσεων. Η αρμόδια αρχή ή η Ειδική Τριμελής Επιτροπή ενεργεί κατ’ ανάλογο τρόπο όπως και στη δημόσια υπηρεσία για την οποία εφαρμόζονται οι Νόμοι περί Δημόσιας Υπηρεσίας 1990 έως (Αρ. 2) του 1996.»
Ο αιτητής έχει θέσει προς εξέταση σωρεία ζητημάτων. Δεν θα χρειαστεί να αναφερθώ παρά μόνο σε μερικά από αυτά. Επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι η δημοσιευθείσα προκήρυξη ανέφερε ότι απαιτείται «πολύ καλή γνώση» της Αγγλικής γλώσσας – στην οποία ο ίδιος υστέρησε στη γραπτή εξέταση και αποκλείστηκε ως προς τα περαιτέρω – ενώ το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτεί παρά μόνο «καλή γνώση»· ότι δεν δημοσιεύτηκε η προβλεπόμενη γνωστοποίηση για τον καθορισμό, σε γενικές γραμμές, της ύλης της γραπτής εξέτασης· και ότι την ευθύνη για τη διεξαγωγή της γραπτής εξέτασης την ανέλαβε το διοικητικό συμβούλιο αντί, όπως προβλέπει η παράγραφος 2(3) του Παραρτήματος του Νόμου, η αρμόδια αρχή η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2, είναι ο Γενικός Διευθυντής ή ο Διευθυντής ή εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του.
Το Ρ.Ι.Κ. εγείρει προδικαστική ένσταση. Προβάλλει ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος. Στην αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος θέτει το ζήτημα ως εξής:
«Στην προκήρυξη της θέσης, καθορίζονται τα στοιχεία που θα πρέπει να συνοδεύουν τις αιτήσεις των υποψηφίων, μεταξύ αυτών και απολυτήριο Λυκείου. Στην προκήρυξη της θέσης γίνεται επίσης σαφές ότι “αιτήσεις χωρίς τα απαιτούμενα προσόντα και πιστοποιητικά δεν θα λαμβάνονται υπόψη”. Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής δεν προσκόμισε το αναγκαίο απολυτήριο. Επομένως, σύμφωνα με την προκήρυξη, η αίτησή του δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη.»
Η απάντηση είναι ότι η υποψηφιότητα του αιτητή λήφθηκε υπόψη. Έγινε δεκτή και εξετάστηκε. Κρίθηκε ότι κατείχε τα προσόντα και παρακάθισε στη γραπτή εξέταση. Δεν επιτρέπεται στο Ρ.Ι.Κ. να προωθήσει τώρα άλλη θέση.
Επανέρχομαι στα προαναφερθέντα ζητήματα που έχει θέσει ο αιτητής. Το λάθος στην προκήρυξη για το επίπεδο γνώσης της Αγγλικής γλώσσας ο αιτητής δεν μπορεί να το επικαλεσθεί ως λόγο ακυρότητας της προκήρυξης αφού υπέβαλε υποψηφιότητα και επομένως δεν θίγεται δυσμενώς. Τέτοιου είδους λάθος δεν μεταβάλλει ουσιωδώς την περιγραφή της προκηρυχθείσας θέσης και επομένως δεν εξομοιώνεται με την περίπτωση μη προκήρυξης όπου, σύμφωνα με τη νομολογία, δημιουργείται μείζον θέμα αρχής: βλ. ενδεικτικά την Κοφτερός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171. Δεδομένου ότι ο αιτητής ήταν υποψήφιος, το λάθος επιδέχετο διόρθωσης. Το κατά πόσο όμως το Ρ.Ι.Κ. αντιλήφθηκε αυτό το λάθος και, αν ναι, το κατά πόσο δεόντως το αντιμετώπισε, ανήκουν σε στάδιο στο οποίο δεν θα φθάσω. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα για λόγους που προηγούνται.
Είναι κατά τη γνώμη μου σαφές ότι το άρθρο 4(1) του Νόμου καθιστά επιτακτική τη δημοσίευση της εκεί προβλεπόμενης γνωστοποίησης. Αυτός είναι ο μόνος σκοπός του άρθρου. Και αποτελεί λειτουργικό μέρος ενός μηχανισμού που, όπως προανέφερα, έχει ακριβώς ως κεντρικό άξονα τη γραπτή εξέταση.
Ο συνήγορος του Ρ.Ι.Κ., σε γνωμάτευση του προς το διοικητικό συμβούλιο, θεώρησε την ακύρωση της διαδικασίας ως την «ασφαλέστερη λύση» τονίζοντας ιδιαίτερα τα εξής:
«….. θέλουμε να επαναλάβουμε την ανάγκη σχολαστικής συμμόρφωσης με τις πρόνοιες οποιουδήποτε Νόμου που αφορά τη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων. Ο Νόμος σκοπό έχει να καθορίζει τη διαδικασία που ακολουθείται, σαν θέμα γενικό και σαν θέμα αρχής. Δεν επιτρέπονται αποκλίσεις με το σκεπτικό ότι ουδενός τα δικαιώματα παραβλάπτονται.»
Το διοικητικό συμβούλιο δεν συζήτησε τη γνωμάτευση. Προχώρησε σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Τέθηκε, σε σχέση με τη συνεδρία του διοικητικού συμβουλίου κατά την οποία έγινε αναφορά στη γνωμάτευση, ζήτημα σύνθεσης. Δεν θα επεκταθώ όμως σ’ αυτό. Το διοικητικό συμβούλιο είχε εν πάση περιπτώσει και αργότερα την ευκαιρία να αναλογιστεί τις επιπτώσεις και να αλλάξει πορεία. Τέλος, συναρτημένη με το ζήτημα της βάσει του άρθρου 4(1) γνωστοποίησης είναι και η αρμοδιότητα σε σχέση με αυτή, όπου επίσης προδήλως υπήρξε πλημμέλεια. Αλλά θεωρώ περιττή την περαιτέρω συζήτηση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο