
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ.1665/2007
1666/2007 και 1692/2007)
24 Νοεμβρίου, 2009
[Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1665/2007)
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΣΟΚΚΟΥ,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 1666/2007)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΣΟΚΚΟΣ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
(Υπόθεση Αρ. 1692/2007)
A. TSOKKOS HOTELS PUBLIC LTD,
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Α. Ανδρέου, για τους Αιτητές.
Ν. Παρτασίδου για A. Τριανταφυλλίδης & Υιοί, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Όπως διαπιστώνεται από αδιαμφισβήτητα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο εκδίκασης των συνεκδικασθεισών αυτών προσφυγών, οι καθ΄ων η αίτηση, σε συνεδρίαση της Επιτροπής τους ημερομηνίας 11.9.2006, είχαν αποφασίσει το διορισμό δύο ερευνώντων λειτουργών για διερεύνηση ενδεχόμενων παραβάσεων του περί των Πράξεων Προσώπων που κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου αρ. 116(Ι)/2005 αναφορικά με συναλλαγές σε μετοχές της εταιρείας A. Tsokkos Hotels Public Ltd, η οποία είναι η αιτήτρια στην υπ΄ αριθμό 1692/2007 προσφυγή ενώ οι αιτητές στις άλλες δύο προσφυγές είναι αξιωματούχοι της. Οι διορισθέντες λειτουργοί προσήλθαν στις 8.8.2007 στα γραφεία της εταιρείας για το σκοπό διενέργειας εισόδου και έρευνας, προσκομίζοντας σχετική επιστολή ίδιας ημερομηνίας με την οποία εξηγούντο οι λόγοι της έρευνας, οι λόγοι για τους οποίους δεν εδίδετο προειδοποίηση, καθώς και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των λειτουργών αλλά και της εταιρείας σε σχέση με τη διεξαγωγή της έρευνας, δυνάμει των προνοιών της νομοθεσίας. Οι υπεύθυνοι της εταιρείας κατόπιν νομικής συμβουλής αρνήθηκαν να επιτρέψουν την έρευνα για νομικούς λόγους και την επόμενη ημέρα απέστειλαν επιστολή στους καθ΄ων η αίτηση διαμαρτυρόμενοι και εξηγώντας τους λόγους της άρνησής τους να δεχθούν έρευνα. Οι καθ΄ων η αίτηση κατά την ίδια ημερομηνία – 9.8.2007, αφού έλαβαν υπόψη και την επιστολή της εταιρείας, αποφάσισαν να καλέσουν τους αιτητές και στις τρεις προσφυγές να προβούν σε γραπτές παραστάσεις για ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 35(5), 35(6) και 42 του Νόμου της Κεφαλαιαγοράς και όπως επανεπιχειρηθεί η διεξαγωγή έρευνας στα γραφεία της εταιρείας. Η έρευνα πράγματι επιχειρήθηκε στις 10.8.2007 και αυτή τη φορά επιτράπηκε, ενώ αργότερα, με επιστολή τους ημερομηνίας 23.8.2007 οι αιτητές υπέβαλαν προς τους καθ΄ων η αίτηση γραπτώς τις παραστάσεις τους. Η Επιτροπή των καθ΄ων η αίτηση σε συνεδρία της ημερομηνίας 3.9.2007, αφού έλαβε υπόψη τις παραστάσεις των αιτητών και σημείωμα των ερευνώντων λειτουργών, κατέληξε σε κρίση ότι η Εταιρεία – αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 1692/2007 είχε παραβεί τα άρθρα 35(5), 35(6) και 42 του Νόμου της Κεφαλαιαγοράς, επειδή στις 8.8.2007 είχε αρνηθεί να συμμορφωθεί προς εντολή για έρευνα και επειδή παρεμπόδισε τη διενέργεια της έρευνας. Περαιτέρω, ότι ο αιτητής στην υπ΄ αριθμό 1666/2007 Α. Τσόκκος και η αιτήτρια στην υπ΄ αριθμό 1665/2007 Αναστασία Τσόκκου, οι οποίοι ενεργούσαν ως Εκτελεστικός Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της εταιρείας – αιτήτριας στην προσφυγή 1692/2007 αντίστοιχα, ήσαν συνυπεύθυνοι για την παρεμπόδιση της έρευνας. Κατά την επόμενη δε συνεδρία της Επιτροπής των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 10.9.2007, οι καθ΄ων η αίτηση αποφάσισαν την επιβολή διοικητικών προστίμων. Συγκεκριμένα, αποφάσισαν όπως το πρόστιμο το οποίο θα έπρεπε να επιβαλλόταν στην Εταιρεία, επιβληθεί στον κ. Α. Τσόκκο αιτητή στην υπ΄ αριθμό 1666/2007 προσφυγή) ύψους £10.000 και στην κα Αναστασία Τσόκκου αιτήτρια στην υπ΄ αριθμό 1665/2007 προσφυγή, επίσης ύψους £10.000.
Με τις τρεις συνεκδικασθείσες προσφυγές τους, οι αιτητές προσβάλλουν τη νομιμότητα και επιζητούν την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 3.9.2007 με την οποία κρίθηκε ότι η Εταιρεία τους είχε παραβιάσει τα άρθρα 35(5), 35(6) και 42 του Νόμου. Περαιτέρω, οι αιτητές στις προσφυγές αρ. 1665/2007 και 1666/2007 Ανδρέας Τσόκκος και Αναστασία Τσόκκου αντίστοιχα, προσβάλλουν επιπρόσθετα και την κρίση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία ευθύνονταν οι ίδιοι για τις παραβιάσεις της νομοθεσίας από την Εταιρεία και επιζητούν την ακύρωση των διοικητικών κυρώσεων – προστίμων που τους επιβλήθηκαν.
Οι λόγοι που προβάλλουν οι αιτητές και στις τρεις συνεκδικασθείσες προσφυγές είναι κοινοί, όπως κοινά ήταν και τα επιχειρήματα προς προώθησή τους, τα οποία και ενσωματώθηκαν σε μια ενιαία γραπτή αγόρευση.
1ος Λόγος Ακύρωσης – Αναρμοδιότητα – Κακή Σύνθεση της Επιτροπής.
Κατά την ημερομηνία που συνεδρίασε η Επιτροπή και λήφθηκε η απόφαση για το ύψος του διοικητικού προστίμου, ήτοι κατά την 10.9.2007, απουσίαζε ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής κ. Α. Χ”Πιερής, όπως επίσης απουσίαζε και κατά τη συνεδρία της 3.9.2007. Περαιτέρω, κατά την προηγηθείσα συνεδρία της 9.8.2007, φαίνεται ν΄ απουσίαζε τόσο ο κ. Χ”Πιερής όσο και το μέλος κ. Γ. Δημητρίου. Παρόλο ότι στα τηρηθέντα πρακτικά αναγραφόταν ότι τα δύο αυτά πρόσωπα απουσίαζαν ενώ είχαν κληθεί νομότυπα, εν τούτοις, οι αιτητές εγείρουν νομικά θέματα σύμφωνα με τα οποία τα τηρηθέντα πρακτικά δεν είναι επαρκή σύμφωνα με τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο αρ. 158(Ι)/1999 και τη νομολογία, εφόσον δεν διαφαίνεται από τα πρακτικά κατά πόσο τα απόντα μέλη είχαν πράγματι ειδοποιηθεί δεόντως και είχαν τηρηθεί οι ειδικότερες προς τούτο προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος.
Με το ίδιο θέμα, όπως και αυτό που εγείρεται εδώ και μάλιστα σε σχέση με την απουσία από συνεδρίαση του ίδιου μέλους της Επιτροπής, είχα ασχοληθεί και στην απόφασή μου στην Υπόθεση αρ. 586/2007, Στ. Θεμιστοκλέους ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ημερομηνίας 22.10.2009. Η υπόθεση δε εκείνη αφορούσε την εμπλοκή άλλου προσώπου στη διερευνώμενη ίδια υπόθεση για το ενδεχόμενο χειραγώγησης τιμών μετοχών της εδώ αιτήτριας εταιρείας A. Tsokkos Estates Public Ltd. Τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά που αφορούν στο υπό εξέταση εδώ θέμα. Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα “Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου”, του Ε. Σπηλιωτόπουλου, 5η Έκδοση, σελ. 128, η πρόσκληση μελών σε συνεδρίαση διοικητικών οργάνων θα πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφα που είναι προγενέστερα της ημερομηνίας της συνεδρίασης (π.χ. αποδεικτικό επίδοσης, βεβαίωση του καλουμένου κλπ.).
Η πρόσκληση μπορεί ακόμα να γίνει και τηλεφωνικά ή τηλεγραφικά, εφόσον αυτό αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο. (Βλ. επίσης Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ΑΕ59/2006, ημερομηνίας 22.1.2009). Τόσο στην προαναφερθείσα απόφαση στην υπ΄ αριθμό 586/2007 όσο και στην παρούσα, τα μέλη της Επιτροπής, όπως αποδείχθηκε από στοιχεία που παρέθεσαν οι καθ΄ων η αίτηση, είχαν κληθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα να παραστούν στις προαναφερθείσες συνεδριάσεις, αλλ΄ είχαν προβάλει κώλυμα στο να παραστούν. Φαινόταν να υπήρξε συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις των άρθρων 19(2) του Νόμου αρ. 64(Ι)/2001 και του άρθρου 23(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Είναι βέβαια γεγονός ότι στα κατατεθέντα έντυπα πρόσκλησης ακολουθεί στο κάτω μέρος τους βεβαίωση του προσκληθέντος μέλους σύμφωνα με την οποία κλήθηκε μεν δεόντως αλλ΄ αδυνατούσε να παραστεί και ότι η ημερομηνία που υπογράφηκε αυτή η βεβαίωση είναι μεταγενέστερη της συνεδρίασης στην οποία αναφέρεται. Όμως, εκείνο το οποίο ενέχει εδώ σημασία, είναι το εάν και κατά πόσο το απουσιάζον μέλος είχε πράγματι ειδοποιηθεί εμπρόθεσμα να παραστεί. Αυτό δε το γεγονός αποδεικνύεται ξεκάθαρα από τα έγγραφα που παρουσίασαν οι καθ΄ων η αίτηση.
Επομένως, ο λόγος αυτός ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
2ος Λόγος Ακύρωσης – Ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 21(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999.
Το άρθρο 21(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 προνοεί τα ακόλουθα:
“21(1)… Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρίασή του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στη ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών
(2) Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτά αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.”
Όπως αναγράφεται στο πρακτικό συνεδρίασης της Επιτροπής των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 9.8.2007, “Οι ανώτεροι λειτουργοί κ. Άλκης Πιερίδης, προϊστάμενος του τμήματος παρακολούθησης της αγοράς και η κα Εύα Ιωάννου, προϊσταμένη του νομικού τμήματος και κα Λιάνα Ιωαννίδου, προσήλθαν επίσης στη συνεδρία, για την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών επί του θέματος…”. Σύμφωνα με τους αιτητές δεν φαίνεται με ποιο τρόπο τα προαναφερθέντα πρόσωπα συνδέονταν με την υπό εξέταση υπόθεση, ούτε υπό ποιά ιδιότητα παρευρίσκονταν ή σε ποιές διευκρινίσεις είχαν προβεί. Έστω λοιπόν και αν δεν έλαβαν μέρος στη διεξαχθείσα συζήτηση ή λήψη απόφασης, πρόκειται για αναρμόδια πρόσωπα, των οποίων η παρουσία έχει ως αποτέλεσμα να πάσχει η ληφθείσα απόφαση λόγω κακής σύνθεσης του αποφασίζοντος οργάνου.
Σε σχέση με το ίδιο θέμα, οι καθ΄ων η αίτηση τονίζουν τις πρόνοιες του εδαφίου (2) του ίδιου άρθρου 21, από την εφαρμογή του οποίου, όπως εισηγούνται, τα γεγονότα δείχνουν πως υπήρχε συμμόρφωση και με το εδάφιο (1). Συγκεκριμένα, στο τηρηθέν πρακτικό ημερομηνίας 9.8.2007, το οποίο επικαλούνταν οι αιτητές, αναφερόταν ότι οι προαναφερθέντες λειτουργοί προσήλθαν στη συνεδρίαση για την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών επί του θέματος. Όπως δε επροστίθετο στο πρακτικό:
“Οι λειτουργοί απάντησαν σε διευκρινιστικές ερωτήσεις επί του θέματος και στη συνέχεια όλοι οι λειτουργοί αποχώρησαν από την αίθουσα συνεδρίασης.”
Με δεδομένο ποιο ήταν το υπό εξέταση θέμα που αφορούσε στο ενδεχόμενο κλήσης των αιτητών να προβούν σε παραστάσεις για την πιθανότητα παράβασης από την εταιρεία τους συγκεκριμένων προνοιών του Νόμου και δεδομένης επίσης της θέσης και ιδιότητας που κατείχε ένας έκαστος των λειτουργών, δεν χρειαζόταν η καταγραφή περαιτέρω λεπτομερειών ως προς τις ζητηθείσες διευκρινίσεις. Με δεδομένη επίσης την αποχώρησή τους πριν από τη λήψη της απόφασης, φαίνεται να υπήρξε συμμόρφωση προς τις πρόνοιες της περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου νομοθεσίας. Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει.
3ος Λόγος Ακύρωσης – Ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση Νόμου της Επιτροπής και τύπων που αυτός επιτάσσει.
Αυτός ο λόγος ακύρωσης που προβλήθηκε από τους αιτητές, καθάπτεται της νομιμότητας της επιχειρηθείσας έρευνας στα γραφεία της εταιρείας από τους ερευνώντες λειτουργούς. Ο λόγος ακύρωσης παρουσιάζει δύο πτυχές:
α. Ότι η έρευνα δεν είχε τύχει ειδικής εξουσιοδότησης και/ή εντολής από την ίδια την Επιτροπή προς τους λειτουργούς.
β. Ότι τέτοιου είδους ευρείες εξουσίες για έρευνα υποστατικών που δίδονται δια νόμου, είναι αντισυνταγματικές αφού προσκρούουν στο Άρθρο 17.1 του Συντάγματος.
Ως προς την πρώτη πτυχή του θέματος τούτου και την αναγκαιότητα ή μη απόδοσης ειδικής εντολής/εξουσιοδότησης προς του ερευνώντες λειτουργούς, είναι το βασικό επιχείρημα των αιτητών ότι, ενώ η εξουσία όπως διενεργεί ελέγχους και έρευνες σε γραφεία δίδεται από το Νόμο προς την Επιτροπή με το Α.34, οι δύο ερευνώντες λειτουργοί αποφάσισαν οι ίδιοι από μόνοι τους μετά το διορισμό τους, όπως προβούν σε είσοδο και έρευνα στα γραφεία της αιτήτριας εταιρείας, χωρίς ρητή εντολή από την Επιτροπή. Οι αιτητές παρέπεμψαν προς υποστήριξη του επιχειρήματός τους στις πρόνοιες των άρθρων 34, 35 και 37(1) του Νόμου.
Σε σχέση με τούτο, παρατηρώ τα εξής: Οι δύο ερευνώντες λειτουργοί διορίστηκαν από την Επιτροπή νομότυπα, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 37(1) του Νόμου, το οποίο δίδει την εξουσία στην Επιτροπή για διορισμό λειτουργού/λειτουργών προς διερεύνηση παράβασης. Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του άρθρου 34, η Επιτροπή κατά τη διενέργεια έρευνας δύναται:
“(α) να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές κάθε προσώπου για το οποίο υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι κατέχει στοιχεία δυνάμενα να βοηθήσουν την Επιτροπή στην έρευνά της και να λαμβάνει αντίγραφα ή απσπάσματά τους και
(β) να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους των υπό έρευνα προσώπων.”
Περαιτέρω, κρίσιμης σημασίας για το υπό εξέταση θέμα είναι οι πρόνοιες του εδαφίου (3) του άρθρου 37 του Νόμου, που προνοούν τα εξής:
“(3) Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας ο ερευνών λειτουργός περιβάλλεται με τις εξουσίες προς συλλογή πληροφοριών, είσοδο και έρευνα, με τις οποίες περιβάλλεται η Επιτροπή με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.”
Είναι επομένως σαφές στο Νόμο ότι κατά τη διεξαγωγή έρευνας για ενδεχόμενες παραβάσεις του Νόμου, ένας λειτουργός, αφ΄ ης στιγμής διορισθεί προς τούτο, τότε περιβάλλεται δια νόμου με τις εξουσίες που έχει και η Επιτροπή, χωρίς να απαιτείται άλλη, επιπρόσθετη εντολή για να προβαίνει σε συγκεκριμένες ενέργειες στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων που του ανατίθενται. Εκεί όπου απαιτείται ιδιαίτερη και επιπρόσθετη εντολή από την Επιτροπή, αυτό εξειδικεύεται στον ίδιο το Νόμο. Έτσι, για παράδειγμα, αφ΄ ης στιγμής κριθεί ότι παρίσταται ανάγκη κατά τη διάρκεια μιας έρευνας να αρθεί τραπεζικό απόρρητο, τότε πράγματι απαιτείται ειδική εντολή από την Επιτροπή, καθότι αυτό ρητά προνοείται στο άρθρο 33(4) του Νόμου. Γι΄ αυτό και στην απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 11.9.2006, όπως εμφαίνεται στο τηρηθέν πρακτικό συνεδρίας της, πέραν του γενικού διορισμού των δύο ερευνώντων λειτουργών, ρητά αναφερόταν στην απόφαση ότι για τους σκοπούς της έρευνας “… δυνάμει του Α.33(4) της Επιτροπής, εντέλλονται για την εξασφάλιση Τραπεζικών πληροφοριών αναφορικά με τραπεζικούς λογαριασμούς….”.
Επομένως, δεν συμφωνώ ότι υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση προνοιών της νομοθεσίας αναφορικά με έρευνα στα γραφεία των αιτητών.
Ως προς τη δεύτερη πτυχή αυτού του λόγου ένστασης, οι αιτητές επικαλούνται τις πρόνοιες του Άρθρου 17.1 του Συντάγματος. Με το άρθρο 17.1 διασφαλίζεται το δικαίωμα σεβασμού του απορρήτου της αλληλογραφίας και κάθε άλλης επικοινωνίας κάθε προσώπου, εφόσον αυτή η επικοινωνία διεξάγεται με μη απαγορευμένα μέσα. Είναι η θέση των αιτητών ότι ο νόμος της Επιτροπής δίδει τεράστιες εξουσίες σ΄ αυτήν, οι οποίες και περιορίζουν συνταγματικά δικαιώματα πολιτών. Επομένως, ο Νόμος θα πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά και όχι κατά τρόπον ο οποίος να δίδει σε διορισθέντες λειτουργούς απεριόριστες εξουσίες έρευνας, χωρίς ειδική εξουσιοδότηση, υπερβαίνουσες ακόμα και τις εξουσίες του δικαστηρίου όπως εκδίδει εντάλματα έρευνας υπό πιο περιοριστικές προϋποθέσεις.
Σε σχέση με τη δεύτερη αυτή πτυχή του ίδιου λόγου ένστασης, παρόλο ότι εν πάση περιπτώσει αυτή δεν έχει τεκμηριωθεί με οποιανδήποτε νομολογία ή αυθεντίες, από τις οποίες να μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι προαναφερθείσες πρόνοιες είναι αντισυνταγματικές, θα πρόσθετα ότι αυτές παρουσιάζονται να συνιστούν θεμιτούς περιορισμούς, οι οποίοι στοχευμένα αποσκοπούν στην αποτελεσματικότητα της εφαρμογής των προνοιών του Νόμου και της άσκησης των εξουσιών της Επιτροπής. Όπως ορθά παρατηρούν και οι καθ΄ων η αίτηση στη γραπτή αγόρευσή τους, οι ρυθμίσεις οι οποίες εισήχθηκαν με τα άρθρα 34, 35 και 37 του Νόμου της Κεφαλαιαγοράς στοχεύουν στη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της Κεφαλαιαγοράς, στην προστασία των επενδυτών και στην ορθή άσκηση των εποπτικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. (Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου “Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα” στη σελ. 165-168). Εξάλλου, μέσα στις ίδιες τις πρόνοιες των προαναφερθέντων άρθρων τίθενται ασφαλιστικές δικλείδες και περιοριστικές διατάξεις ως προς τον τρόπο άσκησης των εξουσιών ερεύνης, όπως είναι το δικαίωμα του ερευνωμένου να επιζητεί νομική συμβουλή, ή απαγόρευση εισόδου ή έρευνας σε κατοικία κλπ. Για τούτο, δεν μπορεί κατά την άποψή μου να ευσταθήσει ούτε αυτή η πτυχή του λόγου ένστασης.
Για τους πιο πάνω λόγους, και οι τρεις συνεκδικασθείσες προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με €600 έξοδα εναντίον ενός εκάστου αιτητή.
Κ. Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο