
(2009) 4 ΑΑΔ 938
22 Οκτωβρίου, 2009
[ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤO AΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 586/2007)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Πρόσκληση μελών ― Όροι νομιμότητας ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ότι τηρήθηκαν στην εξετασθείσα υπόθεση.
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ― Άρθρο 37(4) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου ― Ερμηνεία ― Περιστάσεις της εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ― Έρευνα για ενδεχόμενη παράβαση του Άρθρου 37(4) και 42 των περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμων του 2001-2004 ― Κατά πόσο τηρήθηκαν οι διατάξεις των Άρθρων 33(1) και 33(2) του Νόμου, κατά την διεξαγωγή της έρευνας στην κριθείσα περίπτωση.
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ― Επιβολή διοικητικού προστίμου σε φυσικό πρόσωπο ― Ισχυρισμοί ως προς την ουσία της δικαιολογητικής βάσης επιβολής του προστίμου απορρίφθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 19.1 του Συντάγματος ― Κατά πόσο κατοχυρώνει το δικαίωμα της σιωπής ― Η αναγκαία διάκριση ότι έχει μεν κάθε πρόσωπο δικαίωμα σιωπής, έχει όμως και η κάθε αρμόδια θεσμική επιτροπή δικαίωμα να εξαγάγει τα δικά της συμπεράσματα, λόγω τούτου και να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 12 του Συντάγματος ― Κατά πόσο παραβιάζεται εκ του γεγονότος ότι κατά την περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου νομοθεσία επιτρέπεται η επιβολή διοικητικών κυρώσεων, για πράξεις που επίσης θα διωχθούν ως ποινικά αδικήματα ― Το γεγονός ότι η επίμαχη πρόνοια συνιστά ποινική διάταξη, δυνάμει της οποίας μπορεί να στοιχειοθετείται και ποινική ευθύνη δεν αναιρεί την αυτοτελή και ανεξάρτητη εξουσία επιβολής διοικητικής κύρωσης για την διοικητική πτυχή της παράβασης.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της σε βάρος του επιβολής διοικητικού προστίμου ύψους Λ.Κ.2.000 δυνάμει του Άρθρου 38 του περί Κεφαλαιαγοράς Νόμου, για παράβαση του Άρθρου 37(4) του ιδίου Νόμου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η πρόσκληση μελών σε συνεδρίαση διοικητικών οργάνων θα πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφα που είναι προγενέστερα της ημερομηνίας της συνεδρίασης (π.χ. αποδεικτικό επίδοσης, βεβαίωση του καλουμένου κλπ.). Η πρόσκληση μπορεί ακόμα να γίνει και τηλεφωνικά ή τηλεγραφικά, εφόσον αυτό αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο. Στην υπό εξέταση περίπτωση, από τα έγγραφα που έχει παρουσιάσει η Επιτροπή αποδεικνύεται ότι οι προσκλήσεις έγιναν νομότυπα και εμπρόθεσμα.
2. Το Άρθρο 37(4) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου δίδει ευρείες εξουσίες οι οποίες δεν είναι αδικαιολόγητα που δόθηκαν από το νομοθέτη σε κάθε λειτουργό ο οποίος ερευνά υπόθεση ενδεχόμενης καταστρατήγησης προνοιών του Νόμου. Δεν τίθεται θέμα παραβίασης δικαιώματος ιδιωτικής ζωής, παραβίασης η οποία εδώ δεν έχει στοιχειοθετηθεί.
3. Άλλος ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον αιτητή κάτω από τον ίδιο λόγο ακύρωσης, είναι ότι η επίδικη απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε κατά παράβαση των Άρθρων 33(1) και 33(2) του Νόμου και των τύπων που αυτά τα άρθρα επιτάσσουν.
Οι καθ’ ων η αίτηση όμως ενημέρωσαν ικανοποιητικά τον αιτητή, όπως διαπιστώνεται από το κείμενο της επιστολής τους, ως προς τις σχετικές διατάξεις του Νόμου στις οποίες βασιζόταν το αίτημά τους και ως προς τις επακριβείς πληροφορίες τις οποίες επιζητούσαν. Κατέστησαν φανερό το ότι ερευνούσαν περίπτωση που αφορούσε ενδεχόμενη χειραγώγηση κατά τις αγοραπωλησίες της κατονομαζόμενης εταιρείας και ζητούσαν γι’ αυτό το λόγο συγκεκριμένες πληροφορίες από τον αιτητή. Ως προς το χρόνο που καθορίστηκε για τη συλλογή και παροχή των αιτουμένων πληροφοριών, τα όσα εισηγείται τώρα ο αιτητής δεν μπορούν να ευσταθήσουν, εφόσον έχουν υπερκερασθεί από τα ίδια τα γεγονότα που είχαν ακολουθήσει.
4. Ο αιτητής προβάλλει επίσης την θέση ότι, ενώ οι καθ’ ων η αίτηση έλαβαν την επίδικη απόφαση και του επέβαλαν πρόστιμο επειδή αυτός δεν είχε απαντήσει σε ερωτήσεις που αφορούσαν στο λόγο για τον οποίο είχε προβεί σε δύο διαδοχικές καταθέσεις σε δύο διαφορετικές τράπεζες με τις οποίες αγόρασε μετοχές, εν τούτοις ο αιτητής είχε δώσει περαιτέρω εξηγήσεις με επιστολή του ημερομηνίας 23.1.2007, τις οποίες οι καθ’ ων η αίτηση παραγνώρισαν πλήρως, δείχνοντας ότι αυτοσκοπός τους ήταν η επιβολή προστίμου.
Αν γινόταν εδώ δεκτή η εισήγηση του αιτητή, αυτό θα σήμαινε ότι ενώ ο αιτητής γνώριζε περί του τι ερωτάτο κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και εν τούτοις αρνείτο να παράσχει εξηγήσεις δυσχεραίνοντας τη διενέργεια της έρευνας, επειδή αργότερα έδωσε κάποιες εξηγήσεις στο στάδιο κατά το οποίο εξετάζετο θέμα επιβολής εναντίον του προστίμου, ενόψει τούτου η Επιτροπή θα έπρεπε να καταλήξει σε απόφαση μη επιβολής οποιασδήποτε κύρωσης. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε ούτε και θα έπρεπε να ήταν η πρόθεση του νομοθέτη, ή η απόληξη της διαδικασίας από την Επιτροπή.
5. Είναι η θέση του αιτητή, διαζευκτικά προς τις ήδη εξετασθείσες, ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του Νόμου στις οποίες στηρίχτηκαν οι καθ’ ων η αίτηση για την επιβολή του προστίμου, τυγχάνουν αντισυνταγματικές. Εισηγείται κατ’ αρχήν ότι προσκρούουν στο Άρθρο 19.1 του Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα της σιωπής, ενώ στον επίδικο Νόμο δεν συγκεκριμενοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογούσε τον περιορισμό του δικαιώματος αυτού. Το δικαίωμα της σιωπής στην παρούσα περίπτωση και αν θεωρηθεί ότι εμπίπτει στις συγκεκριμένες παραγράφους του Συντάγματος, δεν έχει παραβιασθεί, αλλ’ αντίθετα έχει ασκηθεί από τον αιτητή. Από την άλλη, η επιλογή ενός προσώπου όπως μη δίδει απαντήσεις ενώπιον αρμόδιας θεσμικής επιτροπής ή ακόμα και ενώπιον Δικαστηρίου μπορεί να ερμηνευτεί και αξιολογηθεί από το αποφασίζον όργανο, ανάλογα με την περίπτωση. Αν γινόταν και πάλι δεκτή αυτή η εισήγηση του αιτητή, θα οδηγούσε στην πλήρη εξουδετέρωση οποιασδήποτε αποτελεσματικότητας στην εφαρμογή του Νόμου. Η Επιτροπή θα καλούσε για κατάθεση ενώπιόν της πρόσωπο το οποίο αυτή έχει λόγους να πιστεύει ότι κατέχει στοιχεία ή πληροφορίες για διερευνώμενη υπόθεση, αυτός θα αρνείτο να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία, αν και είναι φανερό ότι θα μπορούσε και ανώδυνα θα αποχωρούσε χωρίς να επιτελέσει το καθήκον του όπως υποβοηθήσει το έργο της Επιτροπής. Δικαίωμα σιωπής έχει μεν κάθε πρόσωπο, έχει όμως και η αρμόδια Επιτροπή δικαίωμα να εξαγάγει τα δικά της συμπεράσματα λόγω τούτου και να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις.
6. Άλλος λόγος αντισυνταγματικότητας ο οποίος προβάλλεται από τον αιτητή, είναι ότι με τις επίμαχες νομοθετικές διατάξεις παραβιάζεται το Άρθρο 12 του Συντάγματος. Σε σχέση με αυτές τις θέσεις, σημειώνεται ότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 36 του Νόμου, το Συμβούλιο της Επιτροπής όταν διαπιστώνει το ενδεχόμενο παράβασης διατάξεων του Νόμου, ενεργεί ως ακολούθως:
(α) Συντάσσει το πόρισμά του και το υποβάλλει μαζί με στοιχεία στο Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος αποφασίζει αν δικαιολογείται ποινική δίωξη.
(β) Επιλαμβάνεται το ίδιο της υπόθεσης και αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου κατά το Άρθρο 38 ή άλλων διοικητικών ή πειθαρχικών κυρώσεων.
Το γεγονός ότι η επίμαχη πρόνοια συνιστά ποινική διάταξη, δυνάμει της οποίας μπορεί να στοιχειοθετείται και ποινική ευθύνη, αυτό δεν αναιρεί την αυτοτελή και ανεξάρτητη εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει διοικητική κύρωση για τη διοικητική πτυχή της παράβασης. Αυτή δεν αποτελεί ποινή με την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα έννοια. Σύμφωνα δε με τη νομολογία, η δια Νόμου παροχή εξουσίας σε διοικητικό όργανο να επιβάλλει πρόστιμο ως διοικητικό πειθαρχικό μέτρο, δεν είναι αντισυνταγματική.
Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 3 Α.Α.Δ. 30,
Frindlays Investments Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Υπόθ. Αρ. 55/2002, ημερ. 16.9.2003,
Χριστοφή v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 297/2003, ημερ. 2.2.2004,
Παπαγεωργίου v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 585/2007, ημερ. 9.6.2009,
Αποστόλου v. Πειθαρχικού Συμβουλίου Ε.Τ.Ε.Κ., Υπόθ. Αρ. 482/2001, ημερ. 18.6.2004.
Προσφυγή.
Αντ. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Μ. Ιεροκηπιώτου για Α. Τριανταφυλλίδη & Υιούς, για τους Καθ’ ων η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Σύμφωνα με αδιαμφισβήτητα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο εκδίκασης της παρούσας προσφυγής, οι καθ’ ων η αίτηση στη συνεδρία τους της 11.9.2006 αποφάσισαν το διορισμό δύο ερευνώντων λειτουργών για τη διεξαγωγή έρευνας σε σχέση με συναλλαγές της εταιρείας Tsokkos Estates Public Ltd για ενδεχόμενη παράβαση των Άρθρων 37(4) και 42 του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου αρ. 116(Ι)/2005. Ο αιτητής συγκαταλέγετο μεταξύ των προσώπων των οποίων συναλλαγές θα ετίθεντο υπό διερεύνηση, για τούτο και ενημερώθηκε σχετικά από τους καθ’ ων η αίτηση και κλήθηκε από τους ερευνώντες λειτουργούς να παραστεί ενώπιόν τους για παροχή στοιχείων και πληροφοριών. Κατόπιν γενομένης διευθέτησης, ο αιτητής παρέσχε πληροφορίες μέσω επιστολής του και ακολούθως μέσω γραπτής κατάθεσής του. Οι ερευνώντες λειτουργοί με βάση τα συλλεγέντα στοιχεία υπέβαλαν προς τους καθ’ ων η αίτηση σημείωμα, το οποίο αφού μελετήθηκε οδήγησε σε απόφαση να κληθεί ο αιτητής να προβεί σε γραπτές παραστάσεις για ενδεχόμενη παράβαση του Άρθρου 37(4) και 42 των περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμων του 2001-2004. Πιο συγκεκριμένα, οι καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι ενδεχόμενα ο αιτητής να μην παρέσχε πληροφορίες ως όφειλε στους ερευνώντες λειτουργούς που διερευνούσαν τις πιθανές παραβάσεις του προαναφερθέντος Νόμου Κατάχρησης της Αγοράς, ενώ φαινόταν από τις απαντήσεις που είχε δώσει στην κατάθεσή του, ότι ήταν σε θέση να κατέχει στοιχεία ή γνώση των πληροφοριών. Ο αιτητής πράγματι, ανταποκρίθηκε στην κλήση των καθ’ ων η αίτηση και υπέβαλε γραπτώς τις παραστάσεις του με επιστολή του ημερομηνίας 23.1.2007. Στη συνεδρία τους ημερομηνίας 5.2.2007 οι καθ’ ων η αίτηση ασχολήθηκαν με το όλο θέμα και με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους επέβαλαν στον αιτητή £2.000 διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του Άρθρου 38 του περί Κεφαλαιαγοράς Νόμου για παράβαση του Άρθρου 37(4) του ίδιου Νόμου. Την απόφαση αυτή των καθ’ ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 8.2.2007 προσβάλλει ο αιτητής μέσω της παρούσας προσφυγής και επιζητεί την ακύρωσή της.
Σημειώνεται κατ’ αρχήν ότι προδικαστική ένσταση την οποία ήγειραν οι καθ’ ων η αίτηση περί του εκπροθέσμου της προσφυγής, δεν προωθήθηκε και δεν θα απασχολήσει την παρούσα απόφαση. Ο αιτητής προς υποστήριξη της προσφυγής του προέβαλε τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης:
α. Αναρμοδιότητα των καθ’ ων η αίτηση στη λήψη της απόφασης.
β. Παράβαση του Νόμου Κεφαλαιαγοράς και των τύπων που αυτός επιτάσσει.
γ. Έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργεια δέουσας έρευνας.
δ. Αντισυνταγματικότητα διατάξεων στις οποίες στηρίχτηκαν οι καθ’ ων η αίτηση.
Θα εξετάσω τους πιο πάνω προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης με τη σειρά με την οποία αυτοί έχουν παρατεθεί. Για σκοπούς ευκολίας οι καθ’ ων η αίτηση θα αναφέρονται στη συνέχεια ως “η Επιτροπή”.
α. Αναρμοδιότητα της Επιτροπής.
Κάτω από αυτή την επικεφαλίδα, ο αιτητής ενέταξε και ανέπτυξε την εισήγησή του η οποία βασίζεται σε συνειρμούς οι οποίοι τελικά τείνουν να δημιουργήσουν αμφιβολία, κατά τον ίδιο, ως προς τη νομιμότητα ή ορθότητα της σύστασης ή σύνθεσης της Επιτροπής. Αυτοί οι συνειρμοί εδράζονται στο γεγονός ότι κατά την ημερομηνία που συνεδρίασε η Επιτροπή και έλαβε την επίμαχη απόφασή της, δηλαδή στις 5.2.2007, όπως αναγράφηκε και στο τηρηθέν πρακτικό, απουσίαζε ο κ. Α. Χ"Πιερής, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επιτροπής. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναγράφεται στο πρακτικό, ο κ. Χ"Πιερής, “ο οποίος είχε δεόντως προσκληθεί, δεν παρευρέθηκε στη συνεδρία λόγω απουσίας του στο εξωτερικό”. Βασιζόμενος σ’ αυτό το γεγονός, ο αιτητής εγείρει νομικά θέματα σύμφωνα με τα οποία το τηρηθέν πρακτικό δεν είναι επαρκές σύμφωνα με τον περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο αρ. 158(Ι)/1999 και τη νομολογία, εφόσον δεν διαφαίνεται απ’ αυτό κατά πόσο το απών μέλος είχε ειδοποιηθεί δεόντως και επομένως δεν μπορεί να ελεγχθούν από το Δικαστήριο θέματα ορθής και νομότυπης σύνθεσης της Επιτροπής.
Η Επιτροπή στη γραπτή αγόρευσή της ισχυρίζεται ότι από τα τηρηθέντα πρακτικά προκύπτει ότι πράγματι το εν λόγω μέλος είχε δεόντως προσκληθεί αλλά δεν παρευρέθηκε δικαιολογημένα ενώ, προς απόδειξη των ισχυρισμών τους, επισυνάψαν αντίγραφα των προσκλήσεων που είχαν εμπρόθεσμα αποσταλεί στον κ. Χ"Πιερή ο οποίος εξέφρασε την αδυναμία του να παραστεί λόγω της απουσίας του στο εξωτερικό.
Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα “Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου”, του Ε. Σπηλιωτόπουλου, 5η Έκδοση, σελ. 128, στο οποίο παρέπεμψαν οι καθ’ ων η αίτηση, η πρόσκληση μελών σε συνεδρίαση διοικητικών οργάνων θα πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφα που είναι προγενέστερα της ημερομηνίας της συνεδρίασης (π.χ. αποδεικτικό επίδοσης, βεβαίωση του καλουμένου κλπ.). Η πρόσκληση μπορεί ακόμα να γίνει και τηλεφωνικά ή τηλεγραφικά, εφόσον αυτό αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο. (Βλ. επίσης Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 3 Α.Α.Δ. 30.)
Στην υπό εξέταση περίπτωση, από τα έγγραφα που έχει παρουσιάσει η Επιτροπή αποδεικνύεται ότι με ειδοποίηση ημερομηνίας 4.1.2007 προσκλήθηκε ο κ. Χ"Πιερής να παραστεί στη συνεδρία της 8.1.2007, ενώ με άλλη ειδοποίηση ημερομηνίας 1.2.2007 προσκλήθηκε να παραστεί στη συνεδρία της 5.2.2007. Και οι δύο επομένως προσκλήσεις έγιναν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Είναι βέβαια γεγονός ότι στα ίδια έντυπα πρόσκλησης ακολουθεί στο κάτω μέρος βεβαίωση του προσκληθέντος μέλους ότι έχει κληθεί δεόντως αλλά δεν θα μπορέσει να παραστεί λόγω απουσίας του στο εξωτερικό, οι οποίες βεβαιώσεις φέρονται να έχουν υπογραφεί από τον ίδιο στις 12.1.2007 και 9.2.2007 αντίστοιχα, δηλαδή μετά τη διενέργεια των συνεδριάσεων. Όμως, εκείνο το οποίο ενέχει εδώ σημασία είναι το εάν και κατά πόσο το μέλος και κάθε μέλος ειδοποιήθηκε εμπρόθεσμα να παραστεί. Αυτό δε το γεγονός αποδεικνύεται ξεκάθαρα από τα έγγραφα που παρουσίασε η Επιτροπή.
Επομένως, ο λόγος αυτός ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
β. Οι κατ’ ισχυρισμό παραβάσεις διατάξεων του Νόμου, από την Επιτροπή.
Οι θέσεις του αιτητή κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
Αν και ο αιτητής δεν αμφισβητεί την εντολή και εξουσία την οποία έδωσε το Συμβούλιο της Επιτροπής στους δύο ερευνώντες λειτουργούς όπως εξασφαλίσουν πληροφορίες αναφορικά με τραπεζικούς λογαριασμούς του αιτητή στα πλαίσια του Νόμου, εν τούτοις ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι λειτουργοί υπερέβηκαν τις εξουσίες τους όταν προχώρησαν και κάλεσαν τον ίδιο να καταθέσει ενώπιόν τους σε διαδικασία “ανάκρισης”. Συγκεκριμένα, ότι παραβίασαν οι λειτουργοί το σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και το δικαίωμα της σιωπής του.
Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός - λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει. Με βάση τα κατατεθέντα έγγραφα που σχετίζονται με τον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας και της λήψης κατάθεσης από τον αιτητή, τίποτε το μεμπτό δεν φαίνεται να υπάρχει και καμιά υπέρβαση εξουσίας. Σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 37(4) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου:
“(4) Ο ερευνών λειτουργός έχει εξουσία να καλεί, να ακούει μαρτυρία και να παίρνει γραπτή κατάθεση από πρόσωπα που δυνατό να έχουν στοιχεία ή να γνωρίζουν ο,τιδήποτε σχετικά με την υπόθεση, τα οποία οφείλουν να παρέχουν τις πληροφορίες που κατέχουν και να υπογράφουν την κατάθεση, αφού προηγουμένως η σχετική κατάθεση τους αναγνωστεί.”
Πρόκειται για ευρείες εξουσίες οι οποίες δεν είναι αδικαιολόγητα που δόθηκαν από το νομοθέτη σε κάθε λειτουργό ο οποίος ερευνά υπόθεση ενδεχόμενης καταστρατήγησης προνοιών του Νόμου. Δεν τίθεται θέμα παραβίασης δικαιώματος ιδιωτικής ζωής, παραβίασης η οποία εδώ δεν έχει στοιχειοθετηθεί. Ως προς το δικαίωμα σιωπής του το οποίο ο αιτητής ισχυρίζεται ότι παρεβιάσθη, αρκεί μόνο να υποδειχθεί ότι σε αρκετά μέρη της κατάθεσής του - Παράρτημα “Δ” στην Ένσταση παρουσιάζεται ο ίδιος, όταν του υποβαλλόταν μια ερώτηση να έλεγε “Δεν θα απαντήσω” ή ακόμα και: “διατηρώ το δικαίωμα της σιωπής.”
Άλλος ισχυρισμός που προβλήθηκε από τον αιτητή κάτω από τον ίδιο λόγο ακύρωσης, είναι ότι η επίδικη απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε κατά παράβαση των Άρθρων 33(1) και 33(2) του Νόμου και των τύπων που αυτά τα άρθρα επιτάσσουν.
Οι πρόνοιες οι οποίες περιλαμβάνονται στα πιο πάνω εδάφια του Άρθρου 33 έχουν ως εξής:
“33.-(Ι) Η Επιτροπή έχει εξουσία προς συλλογή πληροφοριών απαραίτητων για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και δύναται να απευθύνει προς τούτο γραπτό αίτημα σε κάθε φυσικό πρόσωπο ή οργανισμό που τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της καθώς και σε κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οργανισμό που θεωρεί ότι είναι σε θέση να παράσχει τις πληροφορίες.
(2) Στο γραπτό αίτημα της Επιτροπής καθορίζονται οι θεμελιούσες το αίτημα διατάξεις του παρόντος Νόμου, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών προθεσμία που πρέπει να είναι εύλογη και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής των πληροφοριών.”
Σύμφωνα λοιπόν με τον αιτητή, στη σχετική επιστολή με την οποία εκλήθη να παράσχει πληροφορίες, δεν περιλαμβανόταν καμιά αιτιολογία του αιτήματος για κλήση του και δεν καθοριζόταν επακριβώς ποιες ήσαν οι αιτούμενες θεραπείες και ο λόγος για τον οποίο επιζητούντο.
Σε σχέση με τούτο, η σχετική επιστολή των ερευνώντων λειτουργών, ημερομηνίας 19.9.2006 - Παράρτημα “Β” στην Ένσταση, έλεγε και τα εξής:
“.... Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με απόφαση της ημερομηνίας 11 Σεπτεμβρίου 2006 αποφάσισε όπως μας διορίσει ερευνώντες λειτουργούς αναφορικά με τη διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης του Νόμου που προνοεί για τις Πράξεις των Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και τις Πράξεις Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση της Αγοράς) του 2005, (Ν.116(Ι)2005), σχετικά με συναλλαγές σε μετοχές της εταιρίας A. Tsokkos Hotels Public Ltd, από τις 17.07.06.
Συνεπεία των πιο πάνω και δυνάμει των εξουσιών που περιβαλλόμαστε από το Άρθρο 37 των περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμων του 2001-2004 (ο Νόμος της Επιτροπής) σας καλούμε όπως εμφανιστείτε ενώπιον μας την Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου και ώρα 10 π.μ. στα γραφεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οδός Στασικράτους αρ. 32, 4ος όροφος, στη Λευκωσία, για να καταθέσετε, να μαρτυρήσετε και να προσκομίσετε κάθε σχετικό έγγραφο, αναφορικά με τις αγοραπωλησίες από μέρους σας μετοχών της εταιρείας A. Tsokkos Hotels Public Ltd, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία που θα βοηθήσει στην διερεύνηση της υπόθεσης ....”
Σύμφωνα περαιτέρω με τον αιτητή, επρόκειτο για οιονεί ποινική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής και επομένως η λεπτομερής και πλήρης πληροφόρηση του καλουμένου για το τι αναμενόταν απ’ αυτόν, ήταν απαραίτητη. Ότι ακόμα ο χρόνος που δόθηκε στον αιτητή για να αντιδράσει δεν ήταν εύλογος.
Σε σχέση με αυτό τον ισχυρισμό, πιστεύω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενημέρωσαν ικανοποιητικά τον αιτητή, όπως διαπιστώνεται από το κείμενο της επιστολής τους, ως προς τις σχετικές διατάξεις του Νόμου στις οποίες βασιζόταν το αίτημά τους και ως προς τις επακριβείς πληροφορίες τις οποίες επιζητούσαν. Κατέστησαν φανερό το ότι ερευνούσαν περίπτωση που αφορούσε ενδεχόμενη χειραγώγηση κατά τις αγοραπωλησίες της κατονομαζόμενης εταιρείας και ζητούσαν γι’ αυτό το λόγο συγκεκριμένες πληροφορίες από τον αιτητή. Ως προς το χρόνο που καθορίστηκε για τη συλλογή και παροχή των αιτουμένων πληροφοριών, τα όσα εισηγείται τώρα ο αιτητής δεν μπορούν να ευσταθήσουν, εφόσον έχουν υπερκερασθεί από τα ίδια τα γεγονότα που είχαν ακολουθήσει. Εάν δηλαδή ο αιτητής δεν μπορούσε να συμμορφωθεί στην ταχθείσα προθεσμία, μπορούσε να ζητήσει παράταση ή αναβολή ενώπιον της Επιτροπής. Πράγμα που παρουσιάζεται να έπραξε, αφού σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, ο ίδιος προσήλθε στο γραφείο της Επιτροπής κατά την ταχθείσα ημερομηνία με το δικηγόρο του και εκεί, κατόπιν συζήτησης, συμφωνήθηκε όπως παράσχει γραπτώς, μέσω επιστολής του, τα ζητηθέντα στοιχεία, το αργότερο μέχρι 25.9.2006. Ο χρόνος δε τούτος αποδείχτηκε πως ήταν αρκετός εφόσον ο αιτητής συμμορφώθηκε αποστέλλοντας επιστολή με ζητηθείσες πληροφορίες εμπρόθεσμα και χωρίς άλλο αίτημα για παροχή περαιτέρω χρόνου.
γ. Η κατ’ ισχυρισμό έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.
Αυτό το λόγο ακύρωσης, ο αιτητής τον βασίζει στη θέση του ότι, ενώ οι καθ’ ων η αίτηση έλαβαν την επίδικη απόφαση και του επέβαλαν πρόστιμο επειδή αυτός δεν είχε απαντήσει σε ερωτήσεις που αφορούσαν στο λόγο για τον οποίο είχε προβεί σε δύο διαδοχικές καταθέσεις σε δύο διαφορετικές τράπεζες με τις οποίες αγόρασε μετοχές της προαναφερθείσας εταιρείας, εν τούτοις ο αιτητής είχε δώσει περαιτέρω εξηγήσεις με επιστολή του ημερομηνίας 23.1.2007, τις οποίες οι καθ’ ων η αίτηση παραγνώρισαν πλήρως, δείχνοντας ότι αυτοσκοπός τους ήταν η επιβολή προστίμου.
Όπως διαπιστώνεται από το κείμενο των πρακτικών της κατάθεσης του αιτητή ενώπιον της Επιτροπής, ο αιτητής όπως είχε διαπιστωθεί, στις 14.8.2006 με διαφορά 26 λεπτών, είχε διενεργήσει δύο καταθέσεις σε μετρητά σε υποκαταστήματα της Λαϊκής Τράπεζας σε Σωτήρα και Πρωταρά αντίστοιχα για το ποσό των £20.000 η καθεμιά, τις οποίες χρησιμοποίησε για ν’ αγοράσει μετοχές της υπό διερεύνηση εταιρείας. Ζητήθηκε λοιπόν από τον αιτητή κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του να δώσει εξηγήσεις γι’ αυτή την ενέργεια, γιατί δηλαδή να κάνει ξεχωριστές καταθέσεις για αγορά των μετοχών. Ο αιτητής όμως δεν απάντησε λέγοντας: “Δεν θέλω να σας απαντήσω”. Οι ερευνητές ζήτησαν ξανά κάποιο λόγο για τη διαφορά των 26 λεπτών στις δύο καταθέσεις και ο αιτητής και πάλι είπε: “Δεν θα σας απαντήσω”. Όταν του λέχθηκε πως εφόσον ο ίδιος έκανε τις καταθέσεις δεν ήταν περίπτωση που δεν θα γνώριζε το λόγο κλπ., τότε ο αιτητής επικαλέστηκε το δικαίωμα της σιωπής. Αργότερα, οι καθ’ ων η αίτηση πληροφόρησαν με επιστολή τον αιτητή ότι ενόψει της πιο πάνω στάσης του κατά την κατάθεσή του, ενδεχομένως να προέκυπτε παράβαση εκ μέρους του του Άρθρου 37(4) του Νόμου της Επιτροπής και εκαλείτο να προβεί σε γραπτές παραστάσεις ως προς το κατά πόσο οι ενέργειές του στοιχειοθετούσαν ή όχι παράβαση και εδικαιολογείτο ή όχι η επιβολή διοικητικού προστίμου. Τότε ο αιτητής απηύθυνε επιστολή ημερομηνίας 23.1.2007, με την οποία ανέφερε ότι είχε προβεί σε δύο ξεχωριστές καταθέσεις επειδή ήθελε αφ’ ενός να δείξει κίνηση του λογαριασμού του τόσο στον Πρωταρά με το κατάστημα με το οποίο συνήθως συνεργάζεται, όσο και με το κατάστημα στη Σωτήρα στο οποίο εργάζεται φιλικό του πρόσωπο. Όπως προκύπτει από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η Επιτροπή, προτού λάβει την απόφασή της έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων δεόντως, όπως αναφέρει και τις γραπτές παραστάσεις ημερομηνίας 23.1.2007 του αιτητή. Έκρινε όμως ότι είναι ιδιαίτερα σημαντική η συμμόρφωση προσώπων σε αιτήματα παροχής πληροφοριών στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια ερευνών, ούτως ώστε να ασκούνται αποτελεσματικά οι αρμοδιότητες της και για τους περαιτέρω λόγους που εξήγησε, προχώρησε στην επιβολή προστίμου.
Θα πρέπει να παρατηρήσω ότι τίποτε το μεμπτό δεν μπορώ να διακρίνω στην ακολουθηθείσα διαδικασία. Εδώ, σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 37(4) του Νόμου, πρόσωπα τα οποία δυνατόν να γνωρίζουν ή να κατέχουν στοιχεία σχετικά με τη διερευνώμενη υπόθεση, οφείλουν να παράσχουν πληροφορίες κατά την κατάθεσή τους. Ο αιτητής ασφαλώς και γνώριζε γιατί ο ίδιος προέβη στις δύο διαδοχικές καταθέσεις. Εξάλλου δεν επικαλέστηκε άγνοια ή έλλειψη ενθύμισης, απλά δεν ηθέλησε να απαντήσει, αρνήθηκε να απαντήσει. Αυτή η στάση η οποία επιδείχθηκε κατά τη διάρκεια της λήψης της κατάθεσής του από τον αιτητή, κρίθηκε ότι παρακώλυε τη διεξαγωγή της έρευνας γι’ αυτό και ενεργοποιήθηκε η διαδικασία για ενδεχόμενη παράβαση του Άρθρου 37(4). Ο ουσιώδης χρόνος για τη συμμόρφωση ή μη ενός προσώπου προς την πρόνοια ως προς το καθήκον του να πληροφορεί, είναι βέβαια ο χρόνος λήψης της κατάθεσής του. Μετά την ενεργοποίηση της διαδικασίας λήψης απόφασης ως προς επιβολή ή μη διοικητικού προστίμου, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 39(2) του Νόμου, το πρόσωπο εναντίον του οποίου εξετάζεται θέμα προστίμου δικαιούται να υποβάλει τις παραστάσεις του. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 39(3) η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις παραστάσεις αυτές πριν να προβεί στην έκδοση της απόφασής της προς επιβολή προστίμου και στον καθορισμό του ύψους του. Αυτό δε είναι που εδώ έπραξε ο αιτητής ο οποίος, ενώ κατά το χρόνο λήψης της κατάθεσής του αρνήθηκε να παράσχει τις συγκεκριμένες εξηγήσεις που του ζητήθηκαν, αργότερα έδωσε γραπτώς μια εξήγηση η οποία λήφθηκε, όπως ρητά αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεόντως υπόψη. Προχώρησε δε στην επιβολή προστίμου, το ύψος του οποίου καθορίστηκε, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, σε £2.000. Αν γινόταν εδώ δεκτή η εισήγηση του αιτητή, αυτό θα σήμαινε ότι ενώ ο αιτητής γνώριζε περί του τι ερωτάτο κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης και εν τούτοις αρνείτο να παράσχει εξηγήσεις δυσχεραίνοντας τη διενέργεια της έρευνας, επειδή αργότερα έδωσε κάποιες εξηγήσεις στο στάδιο κατά το οποίο εξετάζετο θέμα επιβολής εναντίον του προστίμου, ενόψει τούτου η Επιτροπή θα έπρεπε να καταλήξει σε απόφαση μη επιβολής οποιασδήποτε κύρωσης. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε ούτε και θα έπρεπε να ήταν η πρόθεση του νομοθέτη, ή η απόληξη της διαδικασίας από την Επιτροπή.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης επομένως ευσταθεί.
δ. Η κατ’ ισχυρισμό αντισυνταγματικότητα της πρόνοιας περί επιβολής διοικητικού προστίμου.
Είναι η θέση του αιτητή, διαζευκτικά προς τις ήδη εξετασθείσες, ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του Νόμου στις οποίες στηρίχτηκαν οι καθ’ ων η αίτηση για την επιβολή του προστίμου, τυγχάνουν αντισυνταγματικές. Εισηγείται κατ’ αρχήν ότι προσκρούουν στο Άρθρο 19.1 του Συντάγματος με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα της σιωπής, ενώ στον επίδικο Νόμο δεν συγκεκριμενοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογούσε τον περιορισμό του δικαιώματος αυτού. Σε σχέση με τη θέση αυτή, θα πρέπει κατ’ αρχήν να παρατηρηθεί ότι το Άρθρο 19.1 του Συντάγματος δεν κατοχυρώνει οποιοδήποτε “δικαίωμα σιωπής”. Το Άρθρο 19.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου και καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκφράσεως και περιλαμβάνει (σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου) την ελευθερία της γνώμης, της λήψεως και μεταδόσεως πληροφοριών και ιδεών. Το δικαίωμα της σιωπής στην παρούσα περίπτωση και αν θεωρηθεί ότι εμπίπτει στις συγκεκριμένες παραγράφους του Συντάγματος, δεν έχει παραβιασθεί, αλλ΄ αντίθετα έχει ασκηθεί από τον αιτητή. Από την άλλη, η επιλογή ενός προσώπου όπως μη δίδει απαντήσεις ενώπιον αρμόδιας θεσμικής επιτροπής ή ακόμα και ενώπιον Δικαστηρίου μπορεί να ερμηνευτεί και αξιολογηθεί από το αποφασίζον όργανο, ανάλογα με την περίπτωση. Αν γινόταν και πάλι δεκτή αυτή η εισήγηση του αιτητή, θα οδηγούσε στην πλήρη εξουδετέρωση οποιασδήποτε αποτελεσματικότητας στην εφαρμογή του Νόμου. Η Επιτροπή θα καλούσε για κατάθεση ενώπιόν της πρόσωπο το οποίο αυτή έχει λόγους να πιστεύει ότι κατέχει στοιχεία ή πληροφορίες για διερευνώμενη υπόθεση, αυτός θα αρνείτο να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία, αν και είναι φανερό ότι θα μπορούσε και ανώδυνα θα αποχωρούσε χωρίς να επιτελέσει το καθήκον του όπως υποβοηθήσει το έργο της Επιτροπής. Δικαίωμα σιωπής έχει μεν κάθε πρόσωπο, έχει όμως και η αρμόδια Επιτροπή δικαίωμα να εξαγάγει τα δικά της συμπεράσματα λόγω τούτου και να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις.
Όπως περαιτέρω ισχυρίζεται ο αιτητής, οι επίμαχες πρόνοιες του Νόμου παραβιάζουν το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος. Σημειώνεται ότι με το Άρθρο 25.1 κατοχυρώνεται το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος, απασχόλησης ή επικερδούς εργασίας. Πραγματικά αδυνατώ να διαπιστώσω πώς παραβιάζεται αυτή η συνταγματική πρόνοια και τα δικαιώματα τα οποία αυτή εμπεριέχει από την εξουσία η οποία δίδεται σε μια εποπτική επιτροπή της οποίας τα κύρια καθήκοντα είναι η προστασία των ίδιων των επενδυτών, να ασκεί πιο αποτελεσματικά το έργο το οποίο της ανατίθεται από το Νόμο.
Άλλος λόγος αντισυνταγματικότητας ο οποίος προβάλλεται από τον αιτητή, είναι ότι με τις επίμαχες νομοθετικές διατάξεις παραβιάζεται το Άρθρο 12 του Συντάγματος. Πιο συγκεκριμένα, ότι το Άρθρο 38 του περί Κεφαλαιαγοράς Νόμου, στο βαθμό που ήθελε ερμηνευθεί ότι παρέχει αρμοδιότητα στην Επιτροπή να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο για παραβάσεις του Νόμου που δημιουργούν ποινικά αδικήματα προτού αποφανθεί προς τούτο αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο ως προς ενοχή, αντίκειται στο Άρθρο 12 του Συντάγματος, καθώς επίσης και στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ως γνωστό, με το Άρθρο 12 του Συντάγματος τίθενται ποικίλες διασφαλίσεις ως προς την εκδίκαση ποινικών αδικημάτων και την επιβολή ποινών. Είναι η θέση του αιτητή ότι αφ’ ης στιγμής διαπιστώνεται παράβαση των Άρθρων 33, 36 και 38, η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να επιλαμβανόταν του θέματος και να επέβαλλε κυρώσεις, αλλά θα έπρεπε να αποστέλλει το πόρισμά της στο Γενικό Εισαγγελέα, σύμφωνα με τις πρόνοιες των Άρθρων 38 και 42. Η επιβολή οποιωνδήποτε ποινών, από την ίδια την Επιτροπή είναι αντίθετη, σύμφωνα με τον αιτητή, προς τις πρόνοιες του Άρθρου 12 του Συντάγματος.
Σε σχέση με αυτές τις θέσεις, σημειώνεται ότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 36 του Νόμου, το Συμβούλιο της Επιτροπής όταν διαπιστώνει το ενδεχόμενο παράβασης διατάξεων του Νόμου, ενεργεί ως ακολούθως:
(α) Συντάσσει το πόρισμά του και το υποβάλλει μαζί με στοιχεία στο Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος αποφασίζει αν δικαιολογείται ποινική δίωξη.
(β) Επιλαμβάνεται το ίδιο της υπόθεσης και αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου κατά το Άρθρο 38 ή άλλων διοικητικών ή πειθαρχικών κυρώσεων.
Ο αιτητής προς ενίσχυση της θέσης του παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, και στις υποθέσεις Frindlays Investments Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Υπόθεση Αρ. 55/2002, ημερ. 16.9.2003 και Χριστοφή v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθεση Aρ. 297/2003, ημερ. 2.2.2004.
Εκείνο όμως που ουσιαστικά αποφασίστηκε στις υποθέσεις εκείνες ήταν το ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με δεδομένη την εμβέλεια του Άρθρου 38 του Νόμου, δεν έχει την εξουσία για διάγνωση ενοχής και επιβολή προστίμου σε σχέση με την απαγόρευση πράξεων από άρθρα του Νόμου που ειδικά προσδιορίζονται ως ποινικά αδικήματα με καθορισμένες κατά το Νόμο που τα δημιουργεί κυρώσεις λόγω της διάπραξής τους. Όπως ορθά παρατήρησε και ο αδελφός Δικαστής Α. Κραμβής στην απόφασή του στην Παπαγεωργίου v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθεση Aρ. 585/2007, ημερ. 9.6.2009, το γεγονός ότι η επίμαχη πρόνοια συνιστά ποινική διάταξη, δυνάμει της οποίας μπορεί να στοιχειοθετείται και ποινική ευθύνη, αυτό δεν αναιρεί την αυτοτελή και ανεξάρτητη εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει διοικητική κύρωση για τη διοικητική πτυχή της παράβασης. Αυτή δεν αποτελεί ποινή με την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα έννοια. Σύμφωνα δε με τη νομολογία, η δια Νόμου παροχή εξουσίας σε διοικητικό όργανο να επιβάλλει πρόστιμο ως διοικητικό πειθαρχικό μέτρο, δεν είναι αντισυνταγματική. (Βλ. Αποστόλου v. Πειθαρχικού Συμβουλίου Ε.Τ.Ε.Κ., Υπόθεση Αρ. 482/2001, ημερ. 18.6.2004).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους κανένας από τους προβληθέντες λόγους ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει. Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο